CityMag
find us
  • CMOM
    • Editor's Voice
    • CMOM Portrait
    • Η πυγολαμπίδα φέγγει και κεντά
    • Στη Χώρα των Θαυμάτων
    • Σκέψου διαφορετικά
    • Βeauty Language
    • Εδώ, πρωταγωνιστούν τα παιδιά
    • Το Ταξιδιωτικόν μου Καλανδολόγιον
    • Τεχνότοπος
    • Επιλογές από την παγκόσμια ποίηση
    • Φτιάχνω ~ φτιάχνεις ~ φτιάχνουμε
    • Guest List
  • Impressum
    • Συντακτική Ομάδα
    • The View
    • CMOM radio
    • Live Score
    • Events
    • Photo Gallery
    • Forum
    • Επικοινωνια | Διαφημιση
  • Η τρελή piñata 2015
    • Η τρελή piñata 2014
    • Η τρελή piñata 2012/13
  • Αρχείο
    • Interview
    • Ιn my shoes...
    • Sex and Thessniki
    • Naomi in the closet

CMOM Portrait | Σωκράτης Παππάς

1/11/2015

0 Comments

 

CMOM
Portrait | Σωκράτης Παππάς

«Το κουκλοθέατρο μου έδωσε νόημα και έγινε σκοπός μου».

​
Picture
Τα τέσσερα πλέον κεράκια του CityMag τα σβήνει ο πολύ καλός μου φίλος και συνεργάτης Σωκράτης Παππάς. Ο Σωκράτης είναι από τους λίγους κατασκευαστές κούκλας και, κατά τη γνώμη μου, ένας εξαιρετικά ταλαντούχος κουκλοπαίχτης. Το καλοκαίρι είχα την τιμή να συνεργαστώ μαζί του στην κατασκευή γαντοκουκλιών για δύο παραστάσεις και μίας κούκλας για τοποθέτηση. Έτσι, λοιπόν, κι όπως συνηθίζω άλλωστε, μέσα από τις συναντήσεις μας στο εργαστήριό του, προέκυψε το επετειακό αυτό πορτρέτο. Αλλά, να μη γελιόμαστε, ως ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές των puppets και Muppets, δεν υπήρχε περίπτωση να μη του πάρω κάποια στιγμή συνέντευξη.
     Σε αντίθεση με μένα, ο Σωκράτης καταπιάστηκε με το συγκεκριμένο αντικείμενο αρκετά αργά στη ζωή του, γεγονός που τον κάνει να αναρωτιέται συχνά γιατί δεν ξεκίνησε πολύ νωρίτερα. Κι ενώ καταπιάστηκε με την κούκλα σχετικά πρόσφατα, κατάφερε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να μάθει τα πάντα γύρω από την ιστορία και τη φιλοσοφία του κουκλοθέατρου, την κατασκευή διαφόρων ειδών κούκλας και μαριονέτας, και όλα όσα απαιτούνται για μία παράσταση κουκλοθέατρου.
    Από το μηχανισμό μέχρι την εμψύχωση και την τελική καλλιτεχνική έκφραση, ο Σωκράτης θα βρίσκεται πάνω από τα σχέδια και μέσα στα υλικά και εργαλεία, μέχρι να «περπατήσει» και να «μιλήσει» η εκάστοτε δημιουργία του. Μαζί του έζησα ιδιαίτερες στιγμές, μαθαίνοντας πολλά σε σχέση με το τι είναι άψυχο και τι ζωντανό.
 
 
Λεωνίδας Θεοδωρίδης: «Και λέω εγώ τώρα, όπως καθόμαστε εδώ και συζητάμε, πετάγεται ξαφνικά ο Μανού* και μας μιλάει». (Ο Μανού είναι η πρώτη μαριονέτα που κατασκεύασε ο Σωκράτης).
 
Σωκράτης Παππάς: «Το φαντάζεσαι;».

Picture
Λ.Θ.: «Αμέ! Το έχω φανταστεί πολλές φορές. Πώς θα αντιδρούσες, αλήθεια;».
 
Σ.Π.: «Αρχικά θα πάθαινα ένα μικρό σοκ, αλλά μετά θα τρελαινόμουν από χαρά. Βέβαια, για τον κάθε δημιουργό και κουκλοπαίχτη οι κούκλες ζούνε “πραγματικά”. Επομένως, το φανταστικό και το πραγματικό το ορίζω εγώ, όντας ρομαντικός και ρεαλιστής ταυτόχρονα».
 
Λ.Θ.: «Άρα, πάνω στο εντελώς υποθετικό και φανταστικό σενάριο, το καλύτερο που θα μπορούσε να επιτύχει κανείς, κλέβοντας λίγο από τη μαγεία, είναι να ακολουθεί τον κουκλοπαίχτη, αφού μέσα από αυτόν ζουν και υπάρχουν οι κούκλες».
 
Σ.Π.: «Ναι. Η ύπαρξη της κούκλας υφίσταται ήδη με την ολοκλήρωση της κατασκευής της. Από κει και πέρα όλα είναι κίνηση! Το πώς θα δώσεις πνοή στο άψυχο σώμα και αισθήματα, δηλαδή το πώς θα κάνεις μία κούκλα να χαίρεται ή να λυπάται θα εξαρτηθεί από την κίνηση που θα της δώσεις».
 
Λ.Θ.: «Αυτή ήταν πάντα μία απορία μου, το πώς δίνει κάποιος συναισθήματα σε μια κούκλα, που, ουσιαστικά, έχει πάντα μία σταθερή έκφραση προσώπου».
 
Σ.Π.: «Αναλόγως με το είδος της κούκλας και με το ρόλο για τον οποίο προορίζεται. Γενικά, η έκφραση του προσώπου θα πρέπει να φτιαχτεί με τρόπο τέτοιο, που μέσα από τις κινήσεις να σου δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώνεις τα συναισθήματα».
 
Λ.Θ.: «Επομένως, όπως μας προανέφερες, όλα είναι θέμα κίνησης. Και μιας και συζητάμε για συναισθήματα, έρχομαι στα δικά σου, και μάλιστα σε ό,τι ένιωθες ως παιδί, όταν παρακολουθούσες κουκλοθέατρο. Πες μου επίσης εάν από τότε υπήρχε μέσα σου η επιθυμία να ασχοληθείς αργότερα μ’ αυτό».
 
Σ.Π.: «Κοίτα, ως παιδί κι εγώ έβλεπα τις τότε κλασικές εκπομπές στην τηλεόραση και ζωντανό κουκλοθέατρο, όποτε τύχαινε. Δεν θυμάμαι όμως να αισθανόμουν κάποιο μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το πώς φτιάχνονται ή για το ποιοι είναι πίσω από τις κούκλες. Τις έβλεπα ως απλός θεατή».

Picture
Λ.Θ.: «Πότε, λοιπόν, άρχισε η κούκλα να σου κεντρίζει το ενδιαφέρον και έγινε για σένα κάτι περισσότερο από ένα είδος ψυχαγωγίας;».
 
Σ.Π.: «Αργά, προς το τέλος των σπουδών μου. Είχα πάει να παρακολουθήσω μία παράσταση φίλων μου. Εκεί αντίκρισα μια μαριονέτα, η οποία κινούνταν με τόσο ωραίο τρόπο, που με γοήτευσε, και αμέσως ενθουσιάστηκα. Μετά από αυτή την εμπειρία μού δημιουργήθηκε η ανάγκη να θέλω να γεμίσω ένα κενό, το οποίο δε γνώριζα πως υπήρχε. Από τότε άρχιζα να ψάχνομαι όλο και περισσότερο γύρω από το κουκλοθέατρο».
 
Λ.Θ.: «Σπούδασες στο Τμήμα Τεχνολογίας Ήχου & Μουσικών Οργάνων, στην Κεφαλονιά, αλλά απ’ ό,τι γνωρίζω δεν ήταν στους στόχους σου να ασχοληθείς στο μέλλον επαγγελματικά μ’ αυτό».
 
Σ.Π.: «Όχι ιδιαίτερα. Γι’ αυτό πιστεύω πως μπορεί το κουκλοθέατρο να ήρθε αργά, αλλά ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Σε μια φάση της ζωής μου στην οποία έψαχνα για κάτι που θα με ικανοποιούσε. Το κουκλοθέατρο μου έδωσε νόημα και έγινε σκοπός μου».
 
Λ.Θ.: «Πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι σοβαρά πλέον με το κουκλοθέατρο και πού απευθύνθηκες στην αρχή;».
 
Σ.Π.: «Αρχικά αναζήτησα πληροφορίες μέσω των φίλων μου. Έπειτα έψαξα πληροφορίες για σεμινάρια μέσω διαδικτύου. Είχα συγκεντρώσει διάφορα τηλέφωνα και διευθύνσεις. Έτσι, μετά τις σπουδές μου στην Κεφαλονιά, αποφάσισα να πάω στην Αθήνα, για να κάνω κάποια ιδιαίτερα μαθήματα κατασκευής μαριονέτας με την κουκλοπαίχτρια Αννέτα Στεφανοπούλου, ενώ λίγο αργότερα ξεκίνησα κανονικές σπουδές στο Εργαστήριο Κουκλοθέατρου του Στάθη Μαρκόπουλου “Ayusaya”, πάνω στην κατασκευή και εμψύχωση θεατρικής μαριονέτας, στη θεωρία και στην ετοιμασία-διαδικασία παραστάσεων».

Picture
​Λ.Θ.: «Όπου ολοκληρώνεις με την πρώτη παράστασή σου “Το βαλς των ονείρων”, με την οποία μάλιστα συμμετείχες και στο Διεθνές Φεστιβάλ Κουκλοθέατρου;».
 
Σ.Π.: «Ακριβώς. Η παράσταση “Το Βαλς των Ονείρων” δημιουργήθηκε στο εργαστήριο “Αyusaya” και συμμετείχε στην 4η Συνάντηση Νέων Ελλήνων Κουκλοπαιχτών, στο Διεθνές Φεστιβάλ Κουκλοθέατρου και Παντομίμας στο Κιλκίς. Εκεί, βραβεύτηκε, όπως επίσης και στο Διεθνές Φεστιβάλ Κουκλοθέατρου στο Μπιλμπάο στην Ισπανία».
 
Λ.Θ.: «Μετά τις σπουδές σου στο κουκλοθέατρο, συνεχίζεις την εκπαίδευση;».
 
Σ.Π.: «Ξεκινάει μια παράλληλη πορεία, όπου συνεχίζω να μαθητεύω στο κουκλοθέατρο “Χαρχούτ” του Χρήστου Αυτσίδη, παρακολουθώντας σεμινάρια κουκλοθέατρου και κατασκευής κούκλας με τα “Φτερά του Μύθου” του Σπύρου Παπαχρήστου, στο “Θέατρο Κούκλας” του Τάκη Σαρρή επίσης και στην ομάδα “Αντάμα Πανταχού”. Επιπλέον, είχα την τύχη να συνεργαστώ με κουκλοπαίχτες του εξωτερικού. Το ίδιο διάστημα συμμετείχα εθελοντικά στην Ελληνική Εταιρεία Καλλιτεχνικών Προγραμμάτων Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες (Very Special Arts Hellas), κατασκευάζοντας σκηνικά και κούκλες και παίζοντας στην παράσταση “Ένας γάτος που έμαθε σ’ έναν γλάρο να πετάει” του Luis Sepulveda, στο Θέατρο “Βαφείο ‒ Λάκης Καραλής”».
​
Λ.Θ.: «Και επιστρέφεις, λοιπόν, στα Ιωάννινα, θέτοντας τις προσωπικές σου βάσεις».
 
Σ.Π.: «Ναι. Ξεκινάω με τη διαμόρφωση του εργαστηρίου μου και με την κατασκευή κουκλιών για την παράσταση “Τρίγωνα κάλαντα, γράψε καινούρια κι άλλαχτα”, και παίζω σε παραστάσεις διάφορων πολιτιστικών εκδηλώσεων της πόλης».
 
Λ.Θ.: «Επίσης, ξεκινάς να κάνεις σεμινάρια κατασκευής κούκλας σε εκπαιδευτικούς και σπουδαστές σε σχολές καλλιτεχνικών τμημάτων. Μίλησέ μας γι’ αυτά και για την επαφή σου με όσους μυείς εσύ πλέον στον κόσμο του κουκλοθέατρου».
 
Σ.Π.: «Τα σεμινάρια είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον μέρος αυτής της δουλειάς, ιδιαίτερα όσα έχουν προορισμό την παράσταση ή τη συμμετοχή σε φεστιβάλ, με κορυφαία στιγμή τις προετοιμασίες και τη διοργάνωση της Παγκόσμιας Ημέρας Κουκλοθέατρου στα Ιωάννινα. Η συμμετοχή και η προσέλευση του κόσμου ήταν εντυπωσιακή ενώ η εμπειρία με τα παιδιά ανεκτίμητης αξίας».

Picture
Λ.Θ.: «Το τελευταίο διάστημα προχώρησες και στη συγκρότηση της δικής σου ομάδας, με το όνομα “Antrala”. Μίλησε μας γι’ αυτό».
 
Σ.Π.: «Η αλήθεια είναι πως αναζητούσαμε για πολύ καιρό ένα όνομα και τελικώς καταλήξαμε στο “Antrala”, επειδή είναι σύντομο, εύηχο και σημειολογικά ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία των κουκλιών, αλλά και στην ομάδα. Η λέξη “αντράλα” εκφράσει τη φασαρία, το σαματά, τη βαβούρα, τη ζάλη, και προκύπτει από το τοπικό ηπειρώτικο ιδίωμα. Τη συναντάμε αρκετές φορές στο δημοτικό τραγούδι και στα ποιήματα, όπου, μάλιστα, σε πολλά σημεία, αναφέρεται σε σχέση με το ερωτικό παιχνίδι, δηλαδή στις τρελίτσες, μιας κι ασχολούμαστε και με κουκλοθέατρο ενηλίκων. Επομένως, είναι μία λέξη προερχόμενη από τη λαϊκή παράδοση, που συναντιέται με μία άλλη λαϊκή παράδοση, εκείνη της τέχνης του κουκλοθέατρου».
 
Λ.Θ.: «Και μ’ αυτό θα κλείσουμε και θα σου ευχηθούμε πολλές κουκλοαντράλες, με πολλές επιτυχίες!».
 
Σ.Π.: «Να είστε καλά. Κι εγώ να σας ευχηθώ χρόνια πολλά και καλή συνέχεια στο περιοδικό».
 
Λεωνίδας Θεοδωρίδης για το CityMag
 
__________ 
Η σελίδα Antrala Puppet Theater στο Facebook [εδώ].
Email: [email protected]

0 Comments

CMOM Portrait | Ειρήνη Δόβα

2/8/2015

0 Comments

 


CMOM Portrait | Ειρήνη Δόβα
«Μικρή έμπαινα στο εργαστήριο του πατέρα μου κι εκείνος μου έλεγε: 
“Πες ένα τραγούδι, για να γίνουν τα γλυκά μου πιο γλυκά!”.»


Picture
Στο πορτρέτο του CityMag Αυγούστου-Σεπτεμβρίου ’15, φιλοξενούμε τη σοπράνο και καθηγήτρια κλασικού τραγουδιού Ειρήνη Δόβα. Στα μέσα του καλοκαιριού συναντηθήκαμε, μετά από πολύ καιρό, για να συζητήσουμε όλα όσα αφορούσαν την πρόσφατη συνεργασία μας στην «Όπερα της Πεντάρας» αλλά και τα νέα σχέδια που ξεκινάμε στο πλαίσιο της υποψηφιότητας της πόλης των Ιωαννίνων ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το έτος 2021.
     Προς το τέλος της συζήτησής μας σκέφτηκα να της κάνω και κάποιες ερωτήσεις πάνω στα θέματα της κλασικής μουσικής που με ενδιέφεραν και έτσι το υλικό αυτό συμπεριλαμβάνεται επί τη ευκαιρία στο πορτρέτο του μήνα. Με την Ειρήνη, βέβαια, γελάμε πιο πολύ απ’ ό,τι συζητάμε, αλλά μέσα από μια πολύ εύθυμη και χαλαρή κουβέντα προέκυψε η παρακάτω συνέντευξη και σας την παρουσιάζουμε.
     Η Ειρήνη είναι γεννημένη και μεγαλωμένη στα Ιωάννινα. Το τραγούδι τής άρεσε από νεαρή ηλικία. Από τότε θυμάται χαρακτηριστικά τον πατέρας της ‒ζαχαροπλάστης στο επάγγελμα‒ να της ζητάει να του τραγουδήσει, για να γίνουν τα γλυκά του πιο γλυκά! Ξεκίνησε να μαθητεύει στο Δημοτικό Ωδείο, στο οποίο διδάσκει από το 2006 έως σήμερα. Για ένα διάστημα έζησε στην Αθήνα, όπου συμμετείχε σε σημαντικές συναυλίες, ενώ έχει επίσης συνεργαστεί με συνθέτες εντός και εκτός Ελλάδας.


Λεωνίδας Θεοδωρίδης: «Πες μου γι’ αυτή την ιστορία στο ζαχαροπλαστείο του πατέρα σου, γιατί τη βρίσκω πολύ “γλυκιά”!».

Ειρήνη Δόβα: (γελάει) «Είναι πράγματι. Όπως σου είπα, γυρνούσα από το σχολείο και έτσι όπως έμπαινα στο εργαστήριο μου έλεγε: “Πες ένα τραγούδι, για να γίνουν τα γλυκά μου πιο γλυκά”. Κι εγώ έπιανα τον αναπτήρα του, προσποιούμενη ότι είναι μικρόφωνο, και τραγουδούσα».

Λ.Θ.: «Ξέρεις, το ρωτάω γιατί δε συνηθίζεται να εκφράζει μια κόρη την επιθυμία της να γίνει τραγουδίστρια και να έχει την απόλυτη στήριξη του πατέρα της. Κάτι που στη δική σου περίπτωση ήταν μάλλον δεδομένο».

Picture
Ε.Δ.: «Ναι, και γι’ αυτό είμαι πολύ ευγνώμων και τυχερή. Όμως, πριν έρθει η “συγκατάθεση” του πατέρα, υπήρχε μια αμφιβολία. Δεν ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι ο πατέρας μου δε θα είχε κανένα πρόβλημα να ασχοληθώ με το τραγούδι επαγγελματικά. Έτσι, μετά το λύκειο και τα δύο χρόνια φωνητικής στην κλασική μουσική, ήταν εκείνος που με έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Θεώρησε, κάτι που επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια, πως, αν ήθελα να ασχοληθώ με το τραγούδι, θα έπρεπε να το κάνω σοβαρά! Η φράση του “κάνε αυτό που αγαπάς, αλλά κάντο καλά, γιατί αλλιώς θα πεινάσεις” μου έχει μείνει στη μνήμη και ήταν εκείνη που με ώθησε στο να προχωρήσω με μεγαλύτερη ασφάλεια πατώντας στα πόδια μου!».

Λ.Θ.: «Κι αυτό φαντάζομαι ότι συνέβη επειδή κι εκείνος αγαπούσε πολύ αυτό που έκανε».

Ε.Δ.: «Ασφαλώς. Βέβαια, φρόντισε να μάθει από την καθηγήτριά μου, την κυρία Μίτση, αν όντως είμαι καλή σ’ αυτό κι αν έχω τις δυνατότητες να προχωρήσω επαγγελματικά».

Λ.Θ.: «Πέραν του τραγουδιού, ποιο άλλο επάγγελμα θα μπορούσες να έχεις ακολουθήσει;».

Ε.Δ.: «Το είχα σκεφτεί πολλές φορές αυτό. Θα ήταν κάτι που θα είχε σίγουρα πάλι σχέση με τη φωνή. Η λογοθεραπεία είναι ένα από αυτά. Γενικά, ό,τι έχει σχέση με τη σωστή άρθρωση, τις αναπνοές και τη φωνητική τοποθέτηση».

Λ.Θ.: «Πότε ολοκλήρωσες τις σπουδές σου και τι επακολούθησε στη συνέχεια;».

Ε.Δ.: «Αποφοίτησα από το Δημοτικό Ωδείο το 2004, με ένα αρκετά δύσκολο ρεπερτόριο, και συνέχισα τις μετα-διπλωματικές σπουδές μου με υποτροφία στη Αθήνα, με την υψίφωνο Σόνια Θεοδωρίδου. Ένα χρόνο μετά φοίτησα στην Ακαδημία της Βιέννης και το 2006 ξεκίνησα να διδάσκω στο Δημοτικό Ωδείο».

Λ.Θ.: «Εκτός από το κομμάτι της διδασκαλίας, σε ποιες παραγωγές συμμετείχες ως τραγουδίστρια;».

Picture
Ε.Δ.: «Θα αναφέρω κάποιες τις οποίες θεωρώ σημαντικές, όπως το “Βαστιανός και Βαστιανή”, όπερα του Μότσαρτ, σε διασκευή και σκηνοθεσία της Κάρμεν Ρουγγέρη που ανέβηκε στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννιτών, το 2005, το “Lo Speciale” του J.Haydn με τον Κωστή Παπαϊωάννου το 2007, επίσης, μια σειρά συναυλιών με τον τσεμπαλίστα Ιάκωβο Παππά από το Κέντρο Παλαιάς Μουσικής Αθηνών, με ρεπερτόριο γαλλικού μπαρόκ, και τέλος τον “Μεσσία” του Χέντελ στο ρόλο της σοπράνο. Από κει και πέρα, συμμετείχα και συμμετέχω ερμηνεύοντας σε συναυλίες και σε αφιερώματα της πόλης».

Λ.Θ.: «Σκέφτηκες ποτέ το ενδεχόμενο να δημιουργήσεις ένα δικό σου ιδιωτικό ωδείο;».

Ε.Δ.: «Όχι. Για να μπορείς να αντεπεξέλθεις στις ανάγκες ενός ωδείου χρειάζεται πρώτα απ’ όλα η ύπαρξη ενός οικονομικού κεφαλαίου και δεύτερον η καλή στελέχωση, ώστε να μπορείς να προσφέρεις σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο. Έπειτα, θα έπρεπε να αφιερώσω πολύ περισσότερο χρόνο στο διοικητικό και διαδικαστικό μέρος και θα χανόμουν από το δημιουργικό κομμάτι. Η επαφή με τη μουσική και τους μαθητές και μαθήτριές μου είναι για μένα το Α και το Ω. Άλλωστε, στο Δημοτικό Ωδείο είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη. Έχω υπέροχες σχέσεις, μιας και υπήρξα η ίδια μαθήτρια εκεί».

Λ.Θ.: «Αφορμή του ότι ανέφερες τους μαθητές σου, ήθελα να σε ρωτήσω πώς είναι, αλήθεια, η σχέση σου με τα παιδιά και πού πιστεύεις ότι συμβάλλεις εσύ σημαντικά στη διαδικασία;».

Picture
Ε.Δ.: «Ωραία ερώτηση αυτή, γιατί πράγματι, πέραν της μουσικής και του τραγουδιού, αυτό που θέλω να μάθω στα παιδιά είναι πρωτίστως ένας άλλος τρόπος σκέψης. Το πώς να πιαστούν από τη μουσική και να την κάνουν ασπίδα ζωής και στη συνέχεα να ταξιδέψουμε μαζί στο μαγικό κόσμο της φωνητικής. Με τα παιδιά έχω σχέση εμπιστοσύνης και μοιραζόμαστε πράγματα και πέρα από τη μουσική».

Λ.Θ.: «Πώς διαχειρίζεσαι περιπτώσεις ατόμων που απομακρύνονται από την ουσία, επικεντρώνοντας την προσοχή στον εαυτό ή στο εγώ τους, που αναπτύσσουν αβάσιμα μία υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, να το πω κομψά; Διότι, στο χώρο του κλασικού τραγουδιού, εύκολα κανείς μπορεί να τη “δει” ξαφνικά Κάλλας ή Παβαρότι».

Picture
Ε.Δ.: (γελάει) «Ναι, κοιτά, το τραγούδι  αποτελεί, γενικά, έναν τρόπο έκφρασης που ευνοεί την εξωστρέφεια αλλά και την έκθεση. Φαίνεσαι, παρουσιάζεις και αυτοπαρουσιάζεσαι, και έτσι πιο εύκολα μπορεί να εκδηλωθούν ναρκισσιστικά στοιχεία. Αυτό μπορεί να συμβεί, αρχικά, από μόνο του λόγω της σκληρής εκπαίδευσης στο τραγούδι. Όλη αυτή η πίεση και ο φόρτος που συσσωρεύονται αναζητούν εκτόνωση και διέξοδο μέσα από το χειροκρότημα και την αναγνώριση. Ωστόσο, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι βλέπει ο κόσμος μέσα από τις εμφανίσεις, την τηλεόραση, τα βιντεοκλίπ κ.λπ. Μπορεί πάνω στη σκηνή να νιώθεις εκλεκτός, αλλά, στην ουσία, μεταφέρεις μέσα από τη φωνή σου ένα έργο. Στη σκηνή φαίνονται όλα, τι πρόθεση έχει κανείς κι αν βρίσκεται πάνω σ’ αυτήν για να προσφέρει ή για να καλύψει τις δικές του ανασφάλειες. Είναι δύσκολο να το χειριστείς και είναι επίσης ένα από εκείνα που διδάσκω στα παιδιά: Τους δείχνω τι στάση θα έπρεπε να κρατούν».

Λ.Θ.: «Κάτι άλλο που με ενδιαφέρει να μάθω πολύ είναι το πώς αντιμετωπίζεις όσους μαθητές έρχονται σε σένα για να κάνουν κλασικό τραγούδι, ενώ τα δικά τους ακούσματα όπως επίσης και το μουσικό είδος που καλούνται να υπηρετήσουν είναι τελείως διαφορετικά. Συγκεκριμένα αναφέρομαι σε μαθητές σου για τους οποίους γνωρίζω πως τραγουδούν, για παράδειγμα, μέταλ. Δεν θέλω να εστιάσουμε τόσο στο γεγονός πως το κλασικό τραγούδι είναι ούτως ή άλλως η βάση όλων, αλλά περισσότερο στο πώς τους προσεγγίζεις».

Picture
Ε.Δ.: (γελάει) «Άμα σου πω ότι αυτά τα παιδιά είναι εκείνα που μου κινούν περισσότερο το ενδιαφέρον; Πιστεύω πως έχει να κάνει με την πρόκληση. Μου αρέσει πολύ η διαφορετικότητα και, κακά τα ψέματα, τραγουδάω κλασική μουσική, αλλά κι εγώ ακούω τα πάντα. Με αυτά τα παιδιά, που μπορεί να μου έρχονται από διάφορους μουσικούς χώρους, από το λαϊκό, την ποπ, το ροκ κ.λπ., προσπαθούμε σταδιακά να βρούμε κοινά πατήματα. Στην αρχή τα αφήνω να εκφραστούν και ξεκινάμε από εκεί που τα ίδια επιθυμούν να ξεκινήσουν. Δεν μπορώ να ακυρώνω εξαρχής το είδος που τους αρέσει και να αρχίζω τα δικά μου. Πάνω απ’ όλα σέβομαι την προσωπικότητά τους, γιατί η έκφραση του μουσικού είδους της προτίμησής τους αποτελεί ένα συστατικό στοιχείο της».

Λ.Θ.: «Σου έχει τύχει να έρθει γονιός και να σου ζητάει να κάνεις το παιδί του τραγουδιστή/τρια, ενώ εκ των πραγμάτων βλέπεις πως είναι αδύνατον;».

Picture
Ε.Δ.: «Μου έχει τύχει να μου τάζουν δεν ξέρω κι εγώ τι, αλλά, αν το παιδί δεν μπορεί και δεν έχει το ταλέντο να προχωρήσει σ’ αυτό, καλύτερα να στρέψει το ενδιαφέρον του σε κάτι άλλο. Είναι πολύ κρίμα, και άδικα στέλνουν γονείς τα παιδιά τους στο ωδείο με το ζόρι, μόνο και μόνο για να λένε ότι το παιδί τους μαθαίνει πιάνο ή τραγουδάει. Η τέχνη θέλει μεράκι, σε καλεί, δεν την καλείς. Προσωπικά, θα δώσω περιθώριο σε ένα παιδί που ναι μεν το θέλει πολύ, αλλά αδυνατεί. Αν δω πως παίρνει βελτίωση θα προχωρήσουμε, αν όχι, με τρόπο θα αναζητήσουμε κάτι που να το εκφράζει καλύτερα. Ποτέ, όμως, δεν λέμε σε ένα παιδί ότι είναι φάλτσο, κόβοντάς του τα φτερά. Γιατί, αν του ακυρώνεις ένα όνειρο, τότε μπορεί μαζί μ’ αυτό να ακυρωθούν και άλλα».

Λ.Θ.: «Πάμε λίγο στο τώρα, να μας πεις λίγα λόγια για το δικό σου μεγάλο όνειρο, την “Όπερα της πεντάρας”».

Picture
Ε.Δ.: «Πράγματι, η “Όπερα της Πεντάρας” ήταν ένα όνειρο ζωής και χρόνων. Ένα δύσκολο εγχείρημα, που χρειάστηκε πολύ σκληρή δουλειά, προκειμένου να πραγματοποιηθεί. Και είμαι τόσο ευτυχισμένη που καταφέραμε μαζί με πολλούς ταλαντούχους ανθρώπους, από όλους τους χώρους της τέχνης, να το υλοποιήσουμε! Είναι πολλά τα ευχαριστώ, πρώτα απ’ όλα στο σκηνοθέτη μας, τον Κωστή Μπασογιάννη, ο οποίος για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πηγαινορχόταν Αθήνα-Γιάννενα για τις πρόβες. Στους ηθοποιούς, και συγκεκριμένα στον Παναγιώτη Νάκο, για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Μακχίθ, και στα παιδιά από τη ΘΕΣΠΙ. Στους μαθητές μου και φίλους τραγουδιστές, όπως είναι η Μαίρη Παπανικολάου, στο ρόλο της κυρίας Πίτσαμ. Στους υπέροχους μουσικούς μας και σε όλους τους συντελεστές, όπως η Λάουρα Τσιάτη, απευθύνω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ για την πολύ σημαντική συνδρομή τους. Στο συμπαραγωγό μου, ακόμα, το Δημήτρη Ράδη, που έτρεχε για τα διαδικαστικά, τις πρόβες στο ρόλο του κυρίου Πίτσαμ, τα πρόμο-βίντεο και τη φωτογραφική κάλυψη. Ένα μεγάλο ευχαριστώ, επίσης, για τη στήριξη του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου μας, στον πρόεδρο κ. Κωνσταντίνο Γκόγκο και στην κ. Μαρία Στρατσιάνη, όπως επίσης και στην πρόεδρο του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. την κ. Αλέκα Βακαλοπούλου για τη παραχώρηση μέρους του σκηνικού. Στην Κοινωνική Αλληλεγγύη, που μας έδωσε τη δυνατότητα να προσφέρουμε μέσα από την τέχνη, και βέβαια σε σένα, Λεωνίδα μου, για τα σκηνικά και τα κοστούμια».

Λ.Θ.: «Για το επόμενο διάστημα ετοιμάζεις κάτι; Τι άλλο, επίσης, θα σε ενδιέφερε να κάνεις και τι θα επιθυμούσες να δεις να ανεβαίνει στα Γιάννενα;».

Picture
Ε.Δ.: «Προς το παρόν στηρίξω με τη συμμετοχή μου την υποψηφιότητα της πόλης μας για την “Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2021”. Υπάρχουν στα υπόψη παραστάσεις κλασικής ατονικής μουσικής σε συνδυασμό με ένα ευρύ φάσμα από το χώρο των παραστατικών τεχνών και με έργα σύγχρονων συνθέτων. Θέλω να πειραματιστώ και με άλλα είδη τέχνης, εισάγοντας το χορό, την ποίηση, το βιντεοάρτ κ.λπ. Για τα Γιάννενα θα ήθελα η όπερα ως μουσικό είδος να έρθει ακόμα πιο κοντά στον κόσμο. Να πάψει να είναι παρεξηγημένο και να εξοικειωθούν οι πολίτες με αυτό, γιατί συν τοις άλλοις έχουμε εδώ πάρα πολλά ταλέντα στην κλασική μουσική».

Λ.Θ.: «Και μ’ αυτή την ευχή θα κλείσω την πολύ ευχάριστη συζήτησή μας. Σ’ ευχαριστούμε για την παρουσία σου στο CMOM και σου ευχόμαστε όμορφη δημιουργική συνέχεια με πολλές επιτυχίες!».

Ε.Δ.: «Σας ευχαριστώ κι εγώ με τη σειρά μου και σας εύχομαι καλή συνέχεια στο περιοδικό, ιδίως με αυτές τις πολύ ωραίες και ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις σας, που διαβάζω πάντα ανελλιπώς. Να είστε καλά».

Λεωνίδας Θεοδωρίδης για το CityMag.

__________
Φωτογραφίες: Δημήτρης Ράδης, Θύμιος Μάντζιος, ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννιτών, Δημοτικό Ωδείο Ιωαννίνων.

0 Comments

CMOM Portrait | Παναγιώτης Νάκος

1/6/2015

0 Comments

 


CMOM Portrait | Παναγιώτης Νάκος
«Όλοι οι άνθρωποι είναι εν δυνάμει καλλιτέχνες»

Picture
Στο πορτρέτο του 36ου τεύχους Ιουνίου-Ιουλίου φιλοξενούμε τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Παναγιώτη Νάκο. Με τον Παναγιώτη συνεργαστήκαμε πρόσφατα στην παράσταση «Η Όπερα της Πεντάρας» των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ, που ανέβηκε τον περασμένο μήνα στα Ιωάννινα, σε σκηνοθεσία του Κωστή Μπασσογιάννη. Βρήκα, λοιπόν, την ευκαιρία να συζητήσω μαζί του περεταίρω για το θέατρο γενικά και για όσα το περιβάλλουν, τόσο σε τεχνικό όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο. Άλλωστε με τον Παναγιώτη μοιραζόμαστε κοινές καλλιτεχνικές και μεταφυσικές ανησυχίες. Όπως λέει κι ο ίδιος, «με κάποια άτομα δε συναντιόμαστε τυχαία, και για όλα όσα μας συμβαίνουν υπάρχει λόγος».
       Γεννημένος στα Γιάννενα και μεγαλωμένος στο χωριό Καστρίτσα, ο Παναγιώτης από νεαρή ηλικία δούλευε στα χωράφια των γονιών του. Μετά το Γυμνάσιο ασκήθηκε ως υδραυλικός και ψυκτικός. Καμία από τις δύο δραστηριότητες, ωστόσο, δεν τον ευχαριστούσε ιδιαίτερα, με αποτέλεσμα να επιστρέψει και πάλι στο χωράφι μέχρι και την ηλικία των 29 ετών. Το θέατρο και η υποκριτική δεν ήρθαν ξαφνικά στη ζωή του, αλλά προϋπήρχαν, καθώς  ο θείος του και ηθοποιός Γιώργος Νάκος υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του Θ.Ε.Η. (Θεατρικό Εργαστήρι Ηπείρου), στο οποίο ο Παναγιώτης ξεκίνησε σε ηλικία 18 ετών τα πρώτα του βήματα.
       Για ένα μεγάλο διάστημα, ο Παναγιώτης θα ασχοληθεί ερασιτεχνικά με το θέατρο στα Γιάννενα, ώσπου μια μέρα, και σχεδόν από το πουθενά, θα βρεθεί να σπουδάζει στη Δραματική Σχολή του Διομήδη Φωτιάδη στην Αθήνα. Από κει και πέρα η ζωή του θα πάρει άλλη τροπή, και από το όργωμα του χωραφιού θα «οργώσει» σχεδόν όλη τη χώρα.


Λεωνίδας Θεοδωρίδης: «Να πούμε ότι, παρόλο που ήμασταν αρκετές μέρες μαζί, η συνέντευξη πραγματοποιείται μέσω βιντεοκλήσης, και το αναφέρω γιατί έχει κι αυτό τη σημασία του. Καταρχήν πού και σε ποια φάση σε βρίσκω;».

Παναγιώτης Νάκος: «Είμαι στη Σκόπελο, όπου εργάζομαι ως δάσκαλος θεατρικής αγωγής σε δημοτικό σχολείο και παράλληλα ξεκουράζομαι από τις πρόσφατες παραστάσεις».

Λ.Θ.: «Πες μας πώς πήγαν οι παραστάσεις στην “Όπερας της Πεντάρας”, πώς σου φάνηκε αυτή η εμπειρία και τι αποκόμισες;».

Π.Ν.: «Καταρχήν να πω πως έκανα νέους και πολύ καλούς συνεργάτες και φίλους. Έζησα κάτι το απίστευτα όμορφο και πρωτόγνωρο. Έμαθα καινούρια πράγματα σε σχέση με τη μουσική και την κίνηση, και τους ευχαριστώ όλους. Οι παραστάσεις πήγανε πολύ καλά και πιστεύω πως πετύχαμε τους στόχους μας σε όλα τα επίπεδα».

Picture
Λ.Θ.: «Θα σε πάω τώρα πίσω, στα χρόνια όταν πρωτοξεκίνησες να ασχολείσαι με το θέατρο. Μίλησε μας γι’ αυτά».

Π.Ν.: «Με το θέατρο άρχισα να ασχολούμαι όταν μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να εκφραστώ ψυχικά και στη συνέχεια να παίζω, επικοινωνώντας με τους άλλους ανθρώπους, είτε με τους ηθοποιούς είτε με το κοινό. Λόγω της επαφής μου με τη γη αισθανόμουν παρόμοια συναισθήματα. Ξέρεις η γη δεν είναι ανταγωνιστική με τον άνθρωπο, αλλά συνεργάσιμη. Με αυτή τη λογική, λοιπόν, πλησίασα και το θέατρο ως ένα πρόσφορο καλλιτεχνικό έδαφος από το οποίο, δουλεύοντας, αποκομίζεις καρπούς ψυχικής ικανοποίησης».

Λ.Θ.: «Πότε και ποιο ήταν το πρώτο σου θεατρικό έργο στο οποίο έπαιξες;».

Π.Ν.: «Ήμουν 18 ετών και θα ανεβάζαμε με το Θεατρικό Εργαστήρι Ηπείρου το έργο “Υπηρέτης δύο αφεντάδων” του Κάρλο Γκολντόνι. Είχα κάνει κανονικά τις πρόβες, ωστόσο δεν πρόλαβα να συμμετάσχω, γιατί έπρεπε να φύγω για το στρατό. Επομένως ως πρώτο έργο θεωρώ και το “Ζητείται κλέφτης” του Δημήτρη Ψαθά, που ανεβάσαμε με την ερασιτεχνική θεατρική ομάδα του Πολιτιστικού Συλλόγου Καστρίτσας».

Λ.Θ.: «Εκείνη την περίοδο συμμετείχες σε διάφορες παραστάσεις και στη συνέχεια ακολούθησε μία παύση, κατά την οποία δεν ασχολήθηκες σχεδόν καθόλου με το θέατρο».

Π.Ν.: «Ναι. Ήταν το διάστημα στο οποίο δούλευα από το πρωί στα χωράφια και το βράδυ πήγαινα στο νυχτερινό, για να πάρω το απολυτήριο του Λυκείου. Δούλευα και διάβαζα, επομένως δεν υπήρχε πολύς χρόνος να αφιερώσω ενεργά στο θέατρο».

Λ.Θ.: «Η απόφαση να επιστρέψεις στα θρανία είχε να κάνει με την επιθυμία σου να σπουδάσεις κάτι σχετικό με το θέατρο;».

Π.Ν.: «Τότε όχι. Δε σκεφτόμουν καθόλου τις οποιεσδήποτε σπουδές. Ήθελα απλά να πάρω το απολυτήριο του Λυκείου».

Picture
Λ.Θ.: «Πότε αποφασίζεις, λοιπόν, να πας στην Αθήνα, για να σπουδάσεις σε δραματική σχολή;».

Π.Ν.: «Βρέθηκα το 2004 να σπουδάζω σε δραματική σχολή συμπτωματικά και αφορμή του τηλεφωνήματος ενός φίλου μου, ο οποίος με πήρε για να με ρωτήσει αν γνώριζα κάποια καλή δραματική σχολή, ενδιαφερόμενος ο ίδιος. Συμβουλεύτηκα το θείο μου και στη συνέχεια πρότεινα στο φίλο μου να πάει στη Δραματική Σχολή του Διομήδη Φωτιάδη. Λίγο καιρό αργότερα, κι ενώ είχε μιλήσει ο φίλος μου για μένα στη σχολή, συζητούσα με τον κ. Φωτιάδη στο τηλέφωνο λέγοντάς του πως θα κατέβω Αθήνα για να γνωριστούμε κι από κοντά. Πήγα και δεν ξαναγύρισα. Έλεγα, μιας και ήρθα, ας μείνω και στη σχολή (γελάει). Το ανακοίνωσα στους δικούς μου και παράλληλα με προετοίμαζε ο θείος μου για να δώσω και στο Υπουργείο».

Λ.Θ.: «Στο οποίο περνάς και παράλληλα με τις σπουδές στη δραματική σχολή κάνεις και τα πρώτα σου κινηματογραφικά βήματα».

Π.Ν.: «Ναι. Το 2006 παίρνω τον πρώτο μου ρόλο στην ταινία “Η επιστροφή” του Βασίλη Δούβλη, η οποία πήρε βραβείο FIPRESCI από την Κριτική Επιτροπή της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Κριτικών Κινηματογράφου, στο “Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης”, το 2007».

Λ.Θ.: «Τελειώνοντας τις σπουδές σου στη δραματική σχολή, τι ακολούθησε; Εργάστηκες κάπου ή συνέχισες τις σπουδές σου;».

Π.Ν.: «Έκανα τα χαρτιά μου και έστειλα βιογραφικά. Ήθελα να συνεχίσω τις σπουδές μου στον τομέα της σκηνοθεσίας. Για το λόγο αυτό έδωσα κατατακτήριες στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου της Πελοποννήσου, που είχε αυτή την κατεύθυνση. Λίγους μήνες μετά, διορίζομαι με σύμβαση στην παιδική σκηνή του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου της Βέροιας ως ηθοποιός και στην κεντρική σκηνή της Κοζάνης ως βοηθός σκηνοθέτη».

Λ.Θ.: «Ποια έργα ανεβάσατε εκεί;».

Π.Ν.: «Το 2008 το έργο “Νοέμβρης” του Νίκου Μανούδη, σε σκηνοθεσία του Οδυσσέα Γωνιάδη, στην κεντρική σκηνή. Το 2008-9 τις “Περιπέτειες του Βαρόνου Μινχάουσεν”, σε σκηνοθεσία του Παναγιώτη Βασιλειάδη, και την “Οδύσσεια” με τη θεατρική μέθοδο της επινόησης, σε σκηνοθεσία της Μαρίας Βαρδάκα, στην παιδική σκηνή. Τέλος, το 2009-10, ένα δραματοποιημένο αφιέρωμα στον ιστορικό Νικόλαο Κασομούλη, που έζησε στην Κοζάνη και έγραψε για την Επανάσταση του 1821, σε σκηνοθεσία και με επιμέλεια κειμένου του Χρήστου Ασλανίδη».

Picture
Λ.Θ.: «Μίλησέ μας και για τις ταινίες μικρού μήκους και πες μας ‒κάτι που ρωτάω σχεδόν πάντα‒ τι αγαπάς περισσότερο, το θέατρο ή τον κινηματογράφο;».

Π.Ν.: «Θα ξεκινήσω να σου πω ότι αγαπώ και τα δύο εξίσου. Άλλη μαγεία το θέατρο και άλλη το πλατό. Ο ηθοποιός ζει και ερμηνεύει το ρόλο του σε όλους τους χώρους, από τους οποίους παίρνει ενέργεια και αποκτά εμπειρίες. Από το 2007 μέχρι το 2010 συμμετείχα σε 8 ταινίες μικρού μήκους, εκ των οποίων αρκετές προβλήθηκαν και στο “Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας”».

Λ.Θ.: «Ολοκληρώνεις τις θεατρικές σπουδές σου στο Πανεπιστήμιο με δύο πολύ ενδιαφέρουσες εργασίες. Μίλησέ μας γι’ αυτές».

Π.Ν.: «Το 2011 γράφω την πτυχιακή μου εργασία για τα “Δωδωνέα”, από την περίοδο 1960 έως το 1998, όταν έκλεισε το αρχαίο θέατρο για εργασίες συντήρησης, που κρατούν μέχρι και σήμερα. Στην εργασία αυτή κάνω ιστορικές αναφορές σε έργα που ανέβηκαν στο παρελθόν και αποτέλεσαν αντίβαρο στα “Επιδαύρια”, με παραστάσεις τόσο από τα κρατικά και δημοτικά θέατρα της χώρας όσο και από ιδιώτες. Η δεύτερη εργασία ήταν η διπλωματική μου, η οποία μου πήρε αρκετό χρόνο μέχρι την ολοκλήρωσή της το 2013. Περιλαμβάνει την ιστορία του θεάτρου στα Γιάννενα και έχει τίτλο “Το θέατρο στα Ιωάννινα από τον 16ο αιώνα έως την ίδρυση του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Ιωαννίνων το 1983”».

Λ.Θ.: «Μετά από τις σπουδές σου τι ακολούθησε;».

Π.Ν.: «Επιστρέφω στα Γιάννενα και συμμετέχω ως σκηνοθέτης με το Σταύρο Παπανικολάου στη μαθητική ταινία μικρού μήκους “Πορτρέτα”, βασισμένη σε μια ιδέα του Άγγελου Κοσμά. Η ταινία απέσπασε το 2ο βραβείο στον 3ο Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Ταινιών Μικρού Μήκους, το 2013. Παράλληλα είχα κάνει τα χαρτιά μου στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και διορίστηκα δάσκαλος θεατρικής αγωγής σε δημοτικό σχολείο στην Αλεξανδρούπολη. Το καλοκαίρι του 2013 ιδρύσαμε με τον Άλκη Διαμάντη, την Ξανθή Γεωργίου και το Νίκο Σφαιρόπουλο τη θεατρική ομάδα “Περίπλους”, με την οποία ανεβάσαμε τα έργα “Πρόταση Γάμου” και “Αρκούδα” του Άντον Τσέχoφ, σε σκηνοθεσία του Νίκου Σφαιρόπουλου. Επίσης, την ίδια χρονιά, έπαιξα στο έργο “Το σκλαβί” της Ξένιας Καλογεροπούλου και στον “Πλούτο” του Αριστοφάνη, και τα δύο έργα σε σκηνοθεσία του Νίκου Σφαιρόπουλου, με τη θεατρική ομάδα “Επί Σκηνής”. Τελειώνω με τις περιοδείες και με τη διδασκαλία και το 2014 έρχεται η πρόταση από την Ειρήνη Δόβα να παίξω το ρόλο του Μακ στην “Όπερα της Πεντάρας” των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ, σε σκηνοθεσία του Κωστή Μπασσογιάννη».

Picture
Λ.Θ.: «Όπου, καθώς γνωρίζω, ξεκινάς και μαθήματα φωνητικής με την κυρία Δόβα, ενώ μετατίθεσαι σε δημοτικό σχολείο στη Σκόπελο».

Π.Ν.: «Είναι η περίοδος που πηγαινοέρχομαι για πρόβες στα Γιάννενα και παράλληλα κάνω πρόβες και στο νησί. Το Δεκέμβριο του 2014 κάναμε εντατικές πρόβες στα Γιάννενα και παράλληλα συζητούσα με τον Άλκη Διαμάντη και την Άννα Κατσάνου για τη δημιουργία της θεατρικής ομάδας “Καλειδοσκόπιο”, με την οποία ανεβάσαμε το έργο “Αγκάλιασέ με, Ιππότη” του Ευγένιου Λαμπίς, σε σκηνοθεσία της Άννας Κατσάνου και δικής μου. Λίγες μέρες μετά ανέβηκε και “Η Όπερα της Πεντάρας”».

Λ.Θ.: «Μετά από τις σπουδές σου και τη μέχρι τώρα εμπειρία σου στο θέατρο, ποια είναι η σχέση σου μ’ αυτό σήμερα;».

Π.Ν.: «Για μένα το θέατρο παραμένει αυτό που ήταν εξαρχής. Η επικοινωνία των ψυχών μέσα από ένα κείμενο. Τα κείμενα έχουν από πίσω και ένα άλλο που καλείται να “διαβάσει” ένας ηθοποιός. Το συναισθηματικό κείμενο. Διότι ο ηθοποιός δεν αποδίδει απλά τις λέξεις. Δεν υποδύεται απλά την εμφάνιση, την ηλικία και το φύλο ενός ρόλου, αλλά και την εκάστοτε ψυχολογία που είχε το συγκεκριμένο άτομο όταν διαδραματίζονταν τα γεγονότα, είτε αυτό το πρόσωπο είναι ιστορικό είτε φανταστικό. Έχει επομένως μια ψυχική συμπεριφορά που πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη και την οποία πρέπει να αντιληφθεί ο ηθοποιός».

Λ.Θ.: «Να υποδύεται, δηλαδή, το φόβο, τον πόνο, τη χαρά και τον έρωτα που θα ένιωθε και σε μία αντίστοιχη περίπτωση στη δική του ζωή;».

Π.Ν.: «Αυτό ακριβώς. Να ζήσει την αλήθεια του ρόλου και να γίνει η δική του αλήθεια, που θα την επικοινωνήσει στους θεατές. Αυτή την αλήθεια δεν τη βρίσκεις συχνά στους ανθρώπους. Στη ζωή, αν θέλεις, μπορείς να παίξεις “θέατρο”, στο θέατρο όμως θα παίξεις την αλήθεια σου. Και γι’ αυτό πιστεύω πως το θέατρο θα υπάρχει για πάντα. Λόγω αυτής της αλήθειας θα επιβιώσει μέσα στους αιώνες».

Picture
Λ.Θ.: «Πιστεύεις πως ένας ηθοποιός μπορεί να παίξει οποιονδήποτε ρόλο;».

Π.Ν.: «Εκτός μερικών εξαιρέσεων, που συσχετίζονται καθαρά με σωματικές ιδιότητες και ικανότητες, ναι. Όλοι οι άνθρωποι έχουν όλους τους ρόλους μέσα τους. Είναι και αρσενικοί και θηλυκοί, είναι και κακοί και καλοί, γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη να μπαίνει σε ρόλους, κυρίως σε ρόλους που στην πραγματικότητα ή σε άλλη περίπτωση δε θα ζήσει ποτέ. Γι’ αυτό όλοι οι άνθρωποι είναι εν δυνάμει καλλιτέχνες. Οι καλλιτέχνες κάθε είδους έχουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στον κόσμο. Είναι οι ευαίσθητες χορδές της κοινωνίας. Εισπράττουν θετικά και αρνητικά συναισθήματα και τα μετατρέπουν σε έργα τέχνης. Για να επικοινωνήσει ένας καλλιτέχνης το έργο του στο κοινό, θα πρέπει να επικοινωνήσει και με τον εαυτό του. Όσο μακριά θέλει να ταξιδέψει εξωτερικά, τόσο βαθιά θα πρέπει να ταξιδέψει μέσα του».

Λ.Θ.: «Ως σκηνοθέτης πώς νιώθεις και πώς επικοινωνείς αυτή την αλήθεια, όπως μας προανέφερες, στους ηθοποιούς σου;».

Π.Ν.: «Δίνοντάς τους χώρο να ψαχτούν, να εκφραστούν, να επικοινωνήσουν με τον εαυτό τους, ώστε να υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες για εργασία. Με τους ηθοποιούς είμαι συνεργάτης και ως σκηνοθέτης. Δεν υπάρχουν για μένα υφιστάμενοι ή κατώτεροι, αλλά ισάξιοι συνεργάτες, ο καθένας στο ρόλο και στο αντικείμενό του. Είμαστε στο θέατρο για να δημιουργήσουμε, κι αυτό μπορεί να πετύχει μόνο αβίαστα. Για μένα δε βοηθάει σε τίποτα το να πιέζω τους ηθοποιούς να παίξουν. Δε χρειάζεται να αναλωνόμαστε άσκοπα, δε χρειάζονται εντάσεις και παρεξηγήσεις, γιατί αυτά δημιουργούν αρνητική ενέργεια, η οποία δε βοηθάει καθόλου στο να πετύχει μία παράσταση. Η σκηνοθεσία είναι δύσκολη, ειδικά σε τεχνικό επίπεδο, αλλά, αν κάτι δε βγει έτσι, θα το βρούμε μαζί αλλιώς».

Λ.Θ.: «Τι προσδοκάς για το μέλλον; Πού βλέπεις τον εαυτό σου σε κάποια χρόνια από τώρα;».

Π.Ν.: «Δεν το σκέφτομαι καθόλου αυτό. Ζω την καθημερινότητά μου όπως έρχεται. Αφήνομαι στη ροή των πραγμάτων και δεν προσδοκώ, αλλά επιδιώκω να ζω αρμονικά με μένα και τους γύρω μου. Το βέβαιο είναι πως έρχονται χρόνια δύσκολα, αλλά δημιουργικά».

Λ.Θ.: «Και μ’ αυτήν τη σκέψη θα κλείσω τη συνέντευξη και θα σε ευχαριστήσω για το χρόνο σου και για την πολύ ωραία κουβέντα που κάναμε. Να είσαι πάντα καλά, Παναγιώτη, και σου εύχομαι τα καλύτερα».

Π.Ν.: «Κι εγώ σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία στο περιοδικό σας και σας εύχομαι πολλά και δημιουργικά τεύχη».


Λεωνίδας Θεοδωρίδης για το CMOM.


__________
Φωτογραφίες: Από το προσωπικό αρχείο του Παναγιώτη Νάκου / 4η από την ταινία μικρού μήκους "Τελωνεία" / 5η Θύμιος Μάντζιος.  

0 Comments

CMOM Portrait | 35 τεύχη CityMag-online magazine

5/4/2015

0 Comments

 


Φωτο-αφιέρωμα στα πορτρέτα που έχουν παρουσιαστεί στο CityMag-online magazine στα 3 ½ χρόνια λειτουργίας του.

Picture
0 Comments

CMOM Potrait | Φωτεινή Καραμούζη-Χαλκιά

1/2/2015

1 Comment

 

CMOM Portrait | Φωτεινή Καραμούζη-Χαλκιά
«Η πραγματικότητα γεννά τη θλίψη, μα εμείς... είμαστε εραστές του ονείρου!».


Picture
Στο πρώτο τεύχος του νέου έτους φιλοξενούμε ένα πολυτάλαντο και πολυπολιτισμικό άτομο, τη Φωτεινή Καραμούζη-Χαλκιά. Η Φωτεινή, που είναι γνωστή και με το καλλιτεχνικό της όνομα Lucif-Claire Salvador, κατάγεται από τη Βόρεια Ελλάδα, ωστόσο προέρχεται και από μία πολυπολιτισμική οικογένεια, έχοντας κληρονομήσει πολλά γονίδια δημιουργίας και καλλιτεχνικής έκφρασης. Μεταξύ άλλων, τη διακρίνουν οι γλωσσικές δεξιότητες, οι λογοτεχνικές ικανότητες, οι περιβαλλοντολογικές ανησυχίες και το ενδιαφέρον της για τις κοινωνικές επιστήμες.
          Η γνωριμία μας θεωρείται και τυχαία και μη, αφού πιστεύω πως με κάποιους ανθρώπους νωρίς ή αργά, αν είναι να βρεθούμε, βρισκόμαστε. Άνθρωποι, επομένως, με τους οποίους μας συνδέει ένας κοινός παρανομαστής. Στην προκειμένη, βέβαια, κι όπως άρχισα να συνειδητοποιώ στην πορεία της γνωριμίας μας, μας συνδέουν πολύ περισσότερα.
          Η Φωτεινή δημιουργεί και εκφράζεται σήμερα μέσα από την Καλλιτεχνική Ένωση που φέρει το όνομα «Ulysses», την οποία ίδρυσε το 2006. Της αρέσουν, επίσης, τα ταξίδια, στα οποία δε χάνει την ευκαιρία να γνωρίσει νέους ανθρώπους από διαφορετικές κουλτούρες. Και αυτό γιατί το διαφορετικό τη γοητεύει, το υπερασπίζεται και το προάγει μέσα από τις κοινωνικές της δράσεις, τα βιωματικά εργαστήρια και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ας δούμε, τώρα, τι έχει η ίδια να μας πει σχετικά...

Λεωνίδας Θεοδωρίδης: «Με τα καλλιτεχνικά ήρθες από νεαρή ηλικία σε επαφή απ’ ό,τι διάβασα στο βιογραφικό σου, αποσπώντας μάλιστα και αρκετές διακρίσεις».

Φωτεινή Καραμούζη-Χαλκιά: «Από μικρή μού άρεσε να γράφω ποιήματα, συμμετέχοντας σε παιδικούς διαγωνισμούς λογοτεχνίας. Στη συνέχεια, ακολούθησαν αρκετές συμμετοχές σε θεατρικές και μουσικές παραστάσεις. Ασχολήθηκα με τη ζωγραφική και ασχολούμαι ακόμα, με το σκίτσο κυρίως. Και με τη φωτογραφία, επίσης, κι αυτό στο οποίο θα ήθελα να δοκιμαστώ είναι το light graffiti». 

Picture
Λ.Θ.: «Ξεκινώντας από τα ποιήματα, θα ήθελα να μας μιλήσεις γι’ αυτά, καθώς και για τη γραφή και τις γλώσσες γενικότερα».

Φ.Κ.Χ.: «Έχω συμμετάσχει με ποιήματά μου σε δύο εκδόσεις συλλογικών έργων, που είναι ποιητικές ανθολογίες, το 2004 και το 2005. Η ποίηση με ώθησε στο να ξεκινήσω και τη συγγραφή μιας νουβέλας, που φιλοδοξεί να γίνει βιβλίο κοινωνικού περιεχομένου. Αρθογραφώ σε περιοδικά και αγαπώ πολύ τις γλώσσες. Λατρεύω καταρχήν τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά. Μιλώ την αγγλική, την ιταλική, την τούρκικη και την αραβική γλώσσα και έχω βασικές γνώσεις στη ρουμανική και στην ολλανδική».

Λ.Θ.: «Μίλησέ μας για το θέατρο. Έχεις παίξει ως ηθοποιός, αλλά στην πορεία διακρίθηκες μέσα από το σκηνοθετικό και σκηνογραφικό ταλέντο σου. Έτσι δεν είναι;».

Φ.Κ.Χ.: «Ως παιδί και έφηβη συμμετείχα ως ηθοποιός σε διάφορες θεατρικές ομάδες και παιδικές σκηνές. Αργότερα άρχισαν να με γοητεύουν πολύ τα παρασκήνια, η σκηνοθεσία ενός έργου και η γενικότερη οργάνωση και επιμέλεια μιας παράστασης».

Picture
Λ.Θ.: «Πέραν του θεάτρου, όμως, ασχολείσαι και με τη μουσική. Παίζεις κάποιο όργανο;».

Φ.Κ.Χ.: «Ναι, παίζω ντραμς».

Λ.Θ.: «Γιατί ντραμς;».

Φ.Κ.Χ.: «Επειδή θεωρώ πως τα ντραμς είναι η κατεξοχήν βάση και μέσο έκφρασης του ρυθμού, κι επειδή κάνει θόρυβο (γελάει). Πρωτίστως, όμως, είναι ο ήχος της φύσης. Ο χτύπος του οτιδήποτε γύρω μας, που παράγεται μέσα από την έκφραση και ερμηνεία των πάντων. Από τις σταγόνες της βροχής που πέφτουν έως το χτύπημα των δάχτυλών μας, όλα μπορούν να γίνουν ρυθμός και μουσική».


Λ.Θ.: «Σε συγκρότημα έχεις παίξει;».

Φ.Κ.Ζ.: «Ναι, έχω παίξει σε δυο σχήματα».

Λ.Θ.: «Τι είδος μουσικής παίζατε και πού;».

Φ.Κ.Χ.: «Κυρίως ροκ σε διάφορα live, σε μουσικές σκηνές και φεστιβάλ».

Λ.Θ.: «Πριν περάσουμε στις κοινωνικές δραστηριότητές σου, θα ήθελα να μας πεις για τις σπουδές σου».

Φ.Κ.Χ.: «Σπούδασα στο “Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης” στο “Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης”. Έκανα ειδικότητα στον τομέα “Ψυχολογίας και  Ειδικής Αγωγής”. Μετέπειτα συνέχισα στην εκπαίδευση με σεμινάρια, συνέδρια και ερευνητικά εργαστήρια, που αφορούσαν την αντιμετώπιση ειδικών παθήσεων, κινητικών ελλειμμάτων, άτομα με αναπηρία ή μαθησιακές δυσκολίες, θέματα οικογένειας, αγχογόνες συνθήκες, βιολογικές λειτουργίες και θέματα ταυτότητας φύλου».

Picture
Λ.Θ.: «Κι έρχομαι λοιπόν στο θέμα της οργανωτικής σου ικανότητας, με την οποία καταφέρνεις να επιμελείσαι τόσο σε πολιτιστικό επίπεδο τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις όσο και σε κοινωνικό επίπεδο τα διάφορα σεμινάρια. Μίλησέ μας γι’ αυτά».

Φ.Κ.Χ.: «Τα σεμινάρια είναι ποικίλα, γίνονται σε συνεργασία με διάφορους οργανισμούς, ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους φορείς, και αφορούν κυρίως θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα περισσότερα απευθύνονται σε νέους και αποτελούν οργανωμένα εκπαιδευτικά εργαστήρια με τη μεθοδολογία της μη τυπικής μάθησης. Όσοι νέοι εκδηλώνουν ενδιαφέρον για τα σεμινάρια αυτά προσεγγίζουν θέματα κοινωνικού, καλλιτεχνικού, περιβαλλοντικού χαρακτήρα καθώς και θέματα σχετικά με την ευαισθητοποίηση της οικολογικής συνείδησης και της ενίσχυσης του διαλόγου, για την καταπολέμηση των διακρίσεων και για την προώθηση της πολυμορφίας».

Λ.Θ.: «Σε πολλά έχεις κάνει Trainer, επομένως γνωρίζεις και τις αντιδράσεις των όσων συμμετέχουν αλλά και τις αντιδράσεις των όσων γίνονται δέκτες μίας εκστρατείας σας. Ανέφερες, λοιπόν, το συνδυασμό κλειδί, που προσωπικά πιστεύω πως είναι και ο καλύτερος τρόπος ώστε να πετύχει μια εκστρατεία, και φαντάζομαι πως από ένα σημείο και μετά σκεφτόσουν με ποιον τρόπο θα μπορούσε όλη αυτή η έκφραση να “συστεγαστεί” σε μία ομάδα η οποία θα εξορμούσε στην πορεία προς κάθε κατεύθυνση, κάτι που σήμερα αποτελεί πλέον γεγονός, και ονομάζεται “Ulysses”. Μίλησέ μας για την ομάδα».

Picture
Φ.Κ.Χ.: «Ακριβώς. Η Καλλιτεχνική Ένωση “Ulysses”, λοιπόν, ήταν μια ανάγκη για δράση και δημιουργία. Ξεκίνησε το 2006 ως ποιητική και θεατρική ένωση. Σύντομα προστέθηκαν η μουσική και η φωτογραφία, και εμπλουτίστηκε με πολιτιστικά στοιχεία. Μόλις τα δύο τελευταία χρόνια ενσωματώθηκε το κοινωνικό κομμάτι, που αφορά τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα, με δυνατές δράσεις και ενημέρωση πάνω σε θέματα διαφορετικότητας. Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε τέχνη και να τη μεταδώσουμε. Αναζητούμε ανθρώπους που συνδιαλλάσσονται με τις τέχνες και είτε θέλουν να βελτιώσουν τις καλλιτεχνικές δεξιότητές τους είτε να εκφράσουν τον τρόπο σκέψης τους! Οι τέχνες ομόφωνα συμφωνούμε πως δεν έχουν όρια, οπότε ο καθένας μπορεί να κάνει τέχνη και το καθετί μπορεί να αποτελεί τέχνη. Το όνομα της Ένωσης συμπυκνώνει την πορεία του αγώνα τον οποίο επιλέξαμε να προασπίσουμε. Μάλιστα, βασικός στόχος μας είναι ο συνδυασμός των τεχνών ή ο συνδυασμός τεχνών με δραστηριότητες ανθρωπιστικού περιεχομένου».

Λ.Θ.: «Μια από τις σημαντικότερες καμπάνιες, που αφορά τη διαφορετικότητα, ήταν η “Antithesis”. Πες μας γι’ αυτήν τη δράση».

Φ.Κ.Χ.: «Βασική θεματική του σχεδίου δράσης ήταν ο κοινωνικός ρατσισμός και ο στιγματισμός μέσω των στερεοτύπων, που πραγματοποιήθηκε σε τρείς φάσεις. Στην πρώτη φάση, αναζητήσαμε συμμετέχοντες οι οποίοι αντιπροσωπεύουν μία ευπαθή κοινωνική ομάδα και οι οποίοι θα δέχονταν να φωτογραφηθούν σε ζευγάρια με ένα άτομο με το οποίο θα προέκυπτε κατ’ αποτέλεσμα μία αντίθεση. Στη δεύτερη φάση, έγινε η φωτογράφηση των ζευγαριών που έφεραν αυτές τις αντιθέσεις μεταξύ τους, ενώ ένα μικρό κείμενο συνόδευε τις φωτογραφίες. Η τρίτη φάση ήταν η παρουσίαση της έκθεσης, η οποία όμως δεν τελείωσε εκεί, αλλά θα συνεχιστεί μέσω κι άλλων μορφών τέχνης, με σκοπό την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση του κοινωνικού συνόλου, σε Ελλάδα και εξωτερικό».

Λ.Θ.: «Υπάρχει η επιθυμία για άνοιγμα προς το εξωτερικό, γενικά της ομάδας, ακόμα και υπό τη μορφή, για παράδειγμα, “Ulysses Germany”, “Ulysses UK” κ.λπ.; Κι επίσης να μας πεις πώς προέκυψε το όνομα της ομάδας».

Φ.Κ.Χ.: «Σαφώς, ήδη υπάρχουν μέλη μας που δραστηριοποιούνται σε Γερμανία, Ρουμανία, Τουρκία, Αγγλία, Ιταλία, Νέα Ζηλανδία και Παναμά. Τα μέλη αυτά πραγματοποιούν διαθεματικές εργασίες, καλλιτεχνικές συμπράξεις με μέλη από την Ελλάδα ή απλώς αναλαμβάνουν την ενημέρωση της κοινότητας στην οποία ανήκουν ως προς τις δράσεις μας εδώ και τη συγκέντρωση ενδιαφέροντος για πιθανές παρόμοιες δράσεις εκεί. Το όνομα είναι εμπνευσμένο από το αγαπημένο μου ομώνυμο ποίημα του Lord Alfred Tennyson. Συν τοις άλλοις, η λέξη Ulysses (Οδύσσεια) αποδίδει το ερμήνευμα της περιπλάνησης μέσα από αλλεπάλληλες ταλαιπωρίες, βάσανα, κακουχίες, αλλά και ενδιαφέρουσες εμπειρίες και αναζήτηση γεμάτη απρόοπτα. Η αιώνια πάλη του ανθρώπινου είδους, που ξεπερνά τα όριά του και προσπαθεί να τα υπερνικήσει και να τα υποτάξει, όχι τόσο με σωματική δύναμη αλλά με πνεύμα και μηχανόεσσα σκέψη. Σε αρκετές περιπτώσεις, το άτομο επιτυγχάνει την πληρότητα και την τέρψη, πρώτα από όλα των δικών του οφθαλμών, μέσω της δυνατότητας για εξωτερίκευση, που προσφέρει η εκάστοτε μορφής τέχνης την οποία ο ίδιος πρεσβεύει».

Picture
Λ.Θ.: «Η συνέχεια της δράσης “Antithesis” θα έχει σίγουρα πολύ ενδιαφέρον ακόμα. Ποια άλλη δράση υπάρχει αυτήν τη στιγμή στα σχέδια της ομάδας;».

Φ.Κ.Χ.: «Η επόμενη δράση λέγετε “Τεχνοσυμπράττουμε”, που ξεκίνησε ως ιδέα  το Δεκέμβρη του 2013, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο εξωτερικό. Εκεί δημιουργήθηκε η ανάγκη επικοινωνίας μέσω μη λεκτικών τεχνικών, η ανάγκη επικοινωνίας ανάμεσα σε διαφορετικούς λαούς, η ανάγκη ανταλλαγής απόψεων και αντιλήψεων. Είναι μια σύμπραξη όλων όσοι εκφράζονται μέσω της τέχνης. Σκοπός, λοιπόν, της δράσης αυτής είναι η επιδίωξη και η επιθυμία έκφρασης, αναγνώρισης αλλά και παρουσίασης των έργων καθώς και οι συναντήσεις μεταξύ καλλιτεχνών, με δημιουργικό και διαδραστικό τρόπο».

Λ.Θ.: «Κάτι σαν σύντομες ζωντανές οντισιόν, δηλαδή, όπου, αντί λέξεων και βιογραφικών, θα συστήνονται οι καλλιτέχνες άμεσα και θα “μιλάνε” μέσα από το έργο τους».

Φ.Κ.Χ.: «Ο λόγος δεν αποτελεί πάντοτε το μόνο μέσο επικοινωνίας. Στην αναζήτησή μας για μεθόδους έκφρασης και αλληλεπίδρασης ερχόμαστε αντιμέτωποι με εναλλακτικούς τρόπους επικοινωνίας καθώς και με μια αστείρευτη επιθυμία να βρούμε ανθρώπους που ασχολούνται με αντίστοιχες τεχνικές και που μοιράζονται μαζί μας τις ίδιες ανησυχίες. Σκοπός της δράσης μας, λοιπόν, είναι να αποτελέσουμε το συνδετικό κρίκο για όσους η ανησυχία της έμπνευσης φέρει αναστάτωση στο είναι τους!».

Λ.Θ.: «Νομίζω πως η δράση αυτή θα ξεχωρίσει ιδιαίτερα και πως θα υπάρξει μεγάλη ανταπόκριση. Κλείνοντας, θα ήθελα να μας μιλήσεις για το περιβάλλον, ένα εξίσου σημαντικό θέμα με το οποίο ασχολείσαι, και επίσης, λόγω των καλλιτεχνικών ταξιδιών της ομάδας, θα ήθελα να μας μιλήσεις για τα δικά σου ταξίδια, πραγματικά και νοερά».

Picture
Φ.Κ.Χ.: «Το περιβάλλον σημαίνει πολλά για μένα. Μάλιστα, πολύ πριν την ομάδα “Ulysses”, είχα συστήσει μία περιβαλλοντική ομάδα με το όνομα  “The Worldhelpers Greenhouse”. Τα ταξίδια, επιπλέον, έχουν μία ιδιαίτερη θέση στην επαγγελματική και καλλιτεχνική μου πορεία. Συχνά μου δίνεται η ευκαιρία να επισκεφτώ διάφορα μέρη, όπου αφουγκράζομαι όλη την κουλτούρα ενός λαού, και επιτρέπω στον εαυτό μου να συναναστραφεί με ντόπιους, να γίνει ένα με το διαφορετικό άνεμο που φυσά σε κάθε ξεχωριστό σημείο του κόσμου, να γευτεί κάθε μοναδική γεύση, να διασκεδάσει με μελωδίες παράξενες, να φωτογραφίσει και να φυλακίσει για πάντα την εικόνα που ξεδιπλώνεται μπροστά μου. Προσπαθώ, κάθε ώρα και στιγμή, να εκμεταλλευτώ όλα τα πολιτιστικά στοιχεία μιας χώρας που εν συνεχεία θα με εμπνεύσουν, για να γράψω ένα ποιητικό ξέσπασμα ή να συνθέσω κάποιο μουσικό απόσπασμα. Το νοερό ταξίδι μου είναι το όραμα, και όσο υπάρχει όραμα δεν υπάρχουν όρια, που σημαίνει πως μπορείς να φτάσεις παντού! Είχα γράψει κάποτε: “Η πραγματικότητα γεννά τη θλίψη, μα εμείς... είμαστε εραστές του ονείρου”!».

Λ.Θ.: «Και μ’ αυτό θα σε χαιρετίσω και θα σου ευχηθώ το καράβι του “Ulysses” να συνεχίσει πολλά καλλιτεχνικά ταξίδια ακόμα, μεταφέροντας τη δημιουργία στα πέρατα του κόσμου. Σ’ ευχαριστούμε πολύ, Φωτεινή, και σου ευχόμαστε καλή συνέχεια και καλή επιτυχία σε όλα όσα κάνεις και θα κάνεις».

Φ.Κ.Χ.: «Σας εύχομαι καλή συνέχεια στο σημαντικό έργο της πληροφόρησης − ενημέρωσης που επιλέξατε, σε αυτόν το δρόμο της ηθογραφίας, κι εύχομαι να ξαναβρεθούμε στα σοκάκια του πνεύματος και της τεχνογραφίας! Κλείνω με κάτι δικό μου: Η στιγμή της αλήθειας στο έπακρο των άγριων συναισθημάτων. Ο λόγος της υποδοχής των ανυποψίαστων σκέψεων [...] Εκεί που η τελειότητα συναντά την αφετηρία του τέλους [...] Νομίζω εκεί… Εκεί χαθήκαμε… Στο σκοτάδι μιας φωτεινότατης αυγής!».

 
Λεωνίδας Θεοδωρίδης για το CMOM.

_____
Φωτογραφίες από το αρχείο της Καλλιτεχνικής Ένωσης Ulysses.
Η σελίδα της Καλλιτεχνικής Ένωσης Ulysses στο Facebook [εδώ].

Άρθρα της Φωτεινής Καραμούζη-Χαλκιά
«Don’t judge a book by its cover»
«Antithesis»  
«Παίξε πανκ ρε!»  
«ΤΕΧΝΟΣΥΜΠΡΑΤΤΟΥΜΕ»
«Antithesis - Αντίθεση στα στερεότυπα, Συνέβη στη Θεσσαλονίκη και εξαπλώνεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα!»
«Embrace The Paradox» (και «σάπιες μνήμες» να παρασέρνει ο Βαρδάρης)
«Ο Καραγκιόζης Drummer (παίζει και θορυβεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης!)»

1 Comment

CMOM Portrait | Γιώργος Ζούκας

7/12/2014

2 Comments

 


CMOM Portrait | Γιώργος Ζούκας
Ένας «Βιβλιοανιχνευτής» στο κέντρο της Αθήνας.


«Τα βιβλία δεν τελειώνουν ποτέ, εννοώ οι ιδέες που είναι αποτυπωμένες σ’ αυτά. [...] Βιβλία που αγνοήθηκαν ή θάφτηκαν στην εποχή τους ανασύρθηκαν κάποια στιγμή από την αφάνεια, γιατί έδιναν απαντήσεις σε ερωτήματα άλλων εποχών. Αυτό συνέβαινε πάντα και θα συνεχίσει να συμβαίνει».



Picture
Ο Γιώργος Ζούκας είναι ο βιβλιοανιχνευτής του ομώνυμου βιβλιοπωλείου, που σαν άλλος ένας Σέρλοκ Χολμς αναζητάει βιβλία, με ή χωρίς παραγγελία, καθώς πρόκειται για μία δραστηριότητα που λίγο ή πολύ λειτουργεί ως εθιστικός αυτοματισμός από ένα σημείο και μετά: η εκτίμηση της αξίας παλιότερων εκδόσεων και η συγκέντρωσή τους. Όπως ο ίδιος υποστηρίζει, όμως, με σθένος δεν είναι παρ’ όλα αυτά παλαιοβιβλιοπώλης. Ο «Βιβλιοανιχνευτής», Ζωοδόχου Πηγής 2-4, 2ος όροφος, γραφείο 9, μοιάζει με φωλιά φιλοξενίας σπάνιων, εξαντλημένων βιβλίων κ.λπ. έως ότου πουληθούν, που προέρχονται εν πολλοίς από την προσωπική συλλογή του ίδιου. Ο Γιώργος έχει μία ξεχωριστή ικανότητα στο να σαρώνει κάθε γωνιά της αγοράς, προκειμένου να εντοπίσει κάποιο παλιότερο βιβλίο, αλλά ασχολείται με την πώληση ιδίως νέων εκδόσεων, στις οποίες κάνει πολύ καλές τιμές, κάτι που ισχύει και για τις πιο πολλές από τις παλιές εκδόσεις. Και, βέβαια, όποιος επισκέπτεται το βιβλιοπωλείο του, αν είναι ένθερμος εραστής της ανάγνωσης και όχι συγκυριακά περαστικός, θα βρει ενδιαφέρον σε έναν απέραντο κόσμο ιδεών, εικόνων και ιστοριών τυπογραφημένων ή εκτυπωμένων σε σελίδες και ταξινομημένων σε θεματικές ενότητες: τα βιβλία σε κατηγορίες, με άλλα λόγια. Ο ίδιος άλλωστε είναι μία κινητή βιβλιοθήκη, που σε χρόνο μηδέν ολοκληρώνει στο μυαλό του συσχετισμούς, για να προτείνει και όσα επιπλέον βιβλία σχετικά με το θέμα του ενδιαφερόμενου έχει υπόψη του. Γι’ αυτό ίσως να θυμίζει το Βιβλιοπώλη Μέντελ του Στέφαν Τσβάιχ, το μανιφέστο του, όπως ομολογεί με το ιδιαίτερο χιούμορ του.
       Είναι όμως και ένας κάτοικος του Σείριου, προσομοιάζοντας λίγο στον ήρωα του Βολταίρου, Μικρομέγα, καθώς ιχνηλατεί ψύλλο στ’ άχυρα σε ένα βιβλιογραφικό μεγάκοσμο, αλλά και Σίσυφος, εφόσον επιθυμεί να ολοκληρώσει τη βιβλιογραφική καταγραφή της καθόλου ευκαταφρόνητης συλλογής βιβλίων και περιοδικών που διαθέτει. Ψήγματα της τελευταίας μπορεί να βρει κάποιος στο ομώνυμο του βιβλιοπωλείου ιστολόγιο , ενώ στο δεύτερο ιστολόγιό του «Έχω έρθει από τον Σείριο» λύνεται επιτέλους το μυστήριο της ξεχωριστής καταγωγής του! Εκεί συγκεντρώνει μεταφράσεις, δικές του και άλλων, στίχων, ροκ κυρίως, τραγουδιών, αλλά και ποιημάτων, καθώς ως λάτρης των διασκευών και των μουσικών μείξεων επιθυμεί να κάνει ευρύτερα γνωστά, όσο περνά από το χέρι του, τραγούδια της δικής του προτίμησης. Και, παρότι ομολογεί πως τα αγγλικά του είναι «τραγικά», τολμάει να κάνει μεταφράσεις, γιατί θεωρεί πως ο καθένας μας έχει το δικαίωμα έστω να προσπαθεί, ακόμα κι αν δεν τα καταφέρνει τέλεια.
       Ίσως αυτή η επιμονή του να τον έχει οδηγήσει σε τόσα μονοπάτια και σε τόσες διαδρομές. Στο ιστολόγιο «Έχω έρθει από τον Σείριο», ο επισκέπτης βρίσκει στα δεξιά και σε κάθετη παράθεση μία σειρά εξωφύλλων των βιβλίων των εκδόσεων «Πρίσμα», των οποίων ο Γιώργος Ζούκας υπήρξε εμπνευστής και επικεφαλής. Η προσπάθεια αυτή αναχαιτίστηκε κάποια στιγμή, αλλά του περνάει από τη μυαλό η ιδέα να εκδώσει και πάλι κάτι, συσχετιζόμενο με τη μουσική. Αεικίνητος, γεμάτος με ιδέες, που δεν καταγράφει ποτέ, χαμένος στο χαοτικό ενίοτε κόσμο των βιβλίων και των τίτλων, που με πείσμα διασώζει και ταξινομεί, πάντα ετοιμάζει κάτι, αρχειοθετεί και παραγγέλνει, παραμένοντας ανοιχτός σε όποια νοερή ή πραγματική πρόκληση θα του χτυπήσει την πόρτα, ανεβάζοντας τις αισθήσεις του στο κόκκινο.
      Με το Γιώργο γνωριστήκαμε πριν από δυόμισι περίπου χρόνια αφορμή της αγάπης μας για τη μουσική. Γρήγορα, όμως, αρχίσαμε να συζητάμε για βιβλία, εκδόσεις και αρχειοθέτηση υλικού, καθώς και οι δύο, ο καθένας με τον τρόπο του, καταπιανόμαστε με ανάλογες ασχολίες. Το φθινόπωρο του 2012, μάλιστα, του έκανα για πρώτη φορά την πρόταση να μας μιλήσει στο περιοδικό για το «Βιβλιοανιχνευτή» του , «Μπορούμε να κανονίσουμε μία συνάντηση, να δω το χώρο σου, μου αρέσει να μυρίζω τα βιβλία» του είχα πει. Από τότε, βέβαια, έγινα συχνός επισκέπτης του βιβλιοπωλείου, και να που έφτασε ο καιρός να ανοίξουμε μία σχισμή παρατήρησης στο μαγικό του κόσμο!
       Οι λόγοι για του οποίους με ενδιέφερε να παρουσιάσω το θέμα ήταν το πείσμα και η αγάπη του Γιώργου για όσα κάνει, η ευλαβική του αφοσίωση σε αυτά, επίσης η μεγάλη του ανησυχία για τη διατήρηση της συλλογή του, το πάθος του για τα βιβλία, τα οποία δεν αντιμετωπίζει ως άλλο ένα καταναλωτικό προϊόν, ενώ με δυσκολία προσπαθεί να επιβιώσει από την πώλησή τους, ανταποκρινόμενος στις απαιτήσεις της εμπορικής δραστηριότητας. Σίγουρα, πάντως, δεν είναι εμποράκος, από άποψη νοοτροπίας, είναι ένας λάτρης των βιβλίων με καρδιά, και αυτό τον κάνει, κατά τη γνώμη μου, να ξεχωρίζει! Εμείς να του ευχηθούμε καλή συνέχεια σε όσα κάνει, έστω και μετά δυσκολιών, καθώς στις εποχές που ζούμε όσοι εμμένουν και επιμένουν ενδεχομένως να βγουν στο τέλος πραγματικά κερδισμένοι, αποτελώντας και για τους άλλους έμπνευση...

Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Πες μου πώς ξεκίνησε η ερωτική σου σχέση με το βιβλίο και τι σημαίνουν για σένα γενικότερα τα βιβλία».

Γιώργος Ζούκας: «Ξεκίνησα, αν θυμάμαι καλά, με κόμικς. Μετά ήρθε η λογοτεχνία: πρώτα η πεζογραφία και μετά η ποίηση, η οποία παραμένει, έκτοτε, το μεγάλο μου πάθος. Στη συνέχεια προχώρησα στις εγκυκλοπαίδειες. Όταν πηγαίναμε επίσκεψη σε σπίτια συγγενών και φίλων των γονιών μου −τότε ήταν της μόδας οι εγκυκλοπαίδειες− και εντόπιζα κάποιες, χανόμουν με τις ώρες στο ξεφύλλισμα και στο διάβασμα διάφορων λημμάτων. Και μετά η μουσική, το άλλο μεγάλο μου πάθος όπως και τα βιβλία για τη μουσική, μετά η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία, η ιστορία, και σχεδόν οποιοδήποτε έντυπο, ιδιαίτερα τα περιοδικά, κυρίως τα λογοτεχνικά. Στην εφηβεία εδραιώθηκε η σκέψη πως θα εργαστώ σε βιβλιοπωλείο. Εργάστηκα για είκοσι πέντε χρόνια σε διάφορα βιβλιοπωλεία. Σε κάποια από αυτά έμαθα πολλά πράγματα, κάποια άλλα τα θεωρώ ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Αλλά και αυτή η γνώση είναι χρήσιμη. Με ιδιαίτερη νοσταλγία θυμάμαι τα χρόνια που εργάστηκα στο βιβλιοπωλείο της Φιλοσοφικής. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε.
       »Θα συνοψίσω τη σχέση μου με τα βιβλία με μία εικόνα που προκύπτει από μία φράση του Μπόρχες: “Πάντα φανταζόμουν τον Παράδεισο σαν μια βιβλιοθήκη”. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως συμφωνώ σε μεγάλο βαθμό με αυτήν τη ρήση. Θα προσέθετα και “μια απέραντη δισκοθήκη...” και μερικά ακόμη...».

ΓΙΕΒΓΚΕΝΙ ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ ΒΙΝΟΚΟΥΡΟΦ [ЕВГЕНИЙ МИХАЙЛОВИЧ ВИНОКУРОВ (1925 -1993)]: «Αδάμ», ποίημα, μτφ. Σοφία Εμμ. Χατζιδάκη:

Ι.Λ.: «Βιβλιομανία ή βιβλιοφιλία;».

Γ.Ζ. «Βιβλιομανία. Όμως, όσο περνούν τα χρόνια, η μανία μου αυτή έχει περιοριστεί. Τώρα, και λόγω της παρούσας δύσκολης συγκυρίας, βρίσκομαι στη θέση να θέλω να πουλήσω βιβλία που ποτέ δε θα μπορούσα να διανοηθώ ότι θα το έκανα».

Picture
Ι.Λ.: «Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, τα βασικά στοιχεία που θα έπρεπε να χαρακτηρίζουν ένα βιβλιοπώλη;».

Γ.Ζ.: «Πάθος και καλή μνήμη, αλλά και επιχειρηματικό πνεύμα, στη σωστή αναλογία. Στα δύο πρώτα κάπως ανταποκρίνομαι. Όσο για το τρίτο...».

«Cristo Rendentor», με τον Donald Byrd.

Ι.Λ.: «Διαβάζεις; Θα έπρεπε ένας βιβλιοπώλης να διαβάζει και να έχει άποψη για τα βιβλία που πουλάει;».

Γ.Ζ.: «Δυστυχώς, διαβάζω ελάχιστα πια. Η βιβλιογραφική δουλειά που κάνω μου αρέσει, αλλά έχει πολλές απαιτήσεις και μου απορροφά υπερβολικό χρόνο. Να απαντήσω και στο δεύτερο ερώτημα για το αν πρέπει να διαβάζει και αν πρέπει να έχει άποψη ένας βιβλιοπώλης. Φαντάζομαι πως όποιος ανοίγει ένα βιβλιοπωλείο ή εργάζεται εκεί και το κάνει από μεράκι είναι ήδη αναγνώστης. Οπότε και θα συνεχίζει να διαβάζει, όσο θα του επιτρέπει ο χρόνος που διαθέτει. Αλλά, ας μη γελιόμαστε, ο καθένας από εμάς ποτέ δε θα μπορούσε να διαβάσει όλα αυτά που θεωρεί ότι τον ενδιαφέρουν. Ο ανθρώπινος βίος είναι βραχύς. Αυτό που μπορεί να κάνει ένας βιβλιοπώλης, άξιος να φέρει αυτό το όνομα, είναι να διαβάζει τουλάχιστον για τα βιβλία. Να διαβάσει μια ιστορία της ελληνικής και της ξένης λογοτεχνίας, ώστε να ξέρει κάποια βασικά ονόματα. Να μην αναρωτιέται, ας πούμε, για το ποιος έχει γράψει τη Γυναίκα της Ζάκυθος ή αν υπάρχουν τα ποιήματα κάποιου Σέφερη −αυτά είναι λόγια “βιβλιοπωλών”−, αλλά να πηγαίνει στο ράφι όπου έχει τοποθετήσει το βιβλίο και να το προσφέρει στον άνθρωπο που το ζήτησε. Να διαβάσει κάποια ιστορία φιλοσοφίας κ.λπ. Όσο για την άποψη, δεν είναι απαραίτητο να έχει κανείς άποψη για όλα. Το πιο σημαντικό είναι το να μπορεί να κάνει τις κατάλληλες ερωτήσεις όταν ο αγοραστής δεν έχει σαφή εικόνα για το τι βιβλίο θέλει ή, όταν ζητάει κάτι συγκεκριμένο ο αγοραστής, να μπορεί να του προτείνει και κάτι άλλο παρεμφερές».

«I’m Alive», με τον Johnny Thunder.

Ι.Λ.: «Ανάφερέ μου κάποιους/ες αγαπημένους/ες συγγραφείς και βιβλία, και τους λόγους για τους οποίους τα ξεχωρίζεις».

Γ.Ζ.: «Πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους τα τραγούδια τους αγάπησα, όπως έγραψε και ο Ναζίμ Κιχμέτ. Τώρα με ενδιαφέρουν περισσότερο τα κείμενα και πολύ λιγότερο οι συγγραφείς ως προσωπικότητες. Αν αναφερόμουν σε πρόσωπα και σε έργα −κυρίως ποιήματα− που εκτιμώ, φοβάμαι πως θα κάλυπταν όλο το περιοδικό και ο χώρος, ακόμα και σε ένα ηλεκτρονικό περιοδικό, είναι περιορισμένος. Θα αναφέρω, λοιπόν, μόνο το Διονύσιο Σολωμό και τον Άρη Αλεξάνδρου για το μυθιστόρημά του Το κιβώτιο, επίσης ένα ευφυές και προκλητικό βιβλίο, απαραίτητο για κάθε βιβλιοπώλη, και όχι μόνο, είναι το Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει του Πιέρ Μπαγιάρ, και για το τέλος αφήνω τον Παλαιοβιβλιοπώλη Μέντελ του Στέφαν Τσβάιχ, το μανιφέστο μου».
Picture
Ι.Λ.: «Ένας βιβλιοπώλης είναι κυρίως έμπορος ή και συλλέκτης και αρχειοθέτης;».

Γ.Ζ.: «Το ιδανικό είναι να συνδυάζονται και τα τρία στοιχεία που αναφέρεις».

«The Last Time», με Andrew Oldham Orchestra.

Ι.Λ.: «Εσύ συλλέγεις, ωστόσο, και καταγράφεις βιβλία και περιοδικά. Η δουλειά που κάνεις είναι λεπτομερής και επίμονη. Μίλησέ μας σχετικά».

Γ.Ζ.: «Είναι αλήθεια πως προσέχω κάποιες λεπτομέρειες και ειδικότερα στη βιβλιογραφική δουλειά μου, αν και είμαι ερασιτέχνης, δεν έχω σπουδάσει βιβλιοθηκονομία. Ανέφερες τα περιοδικά. Πρόκειται για μία αγαπημένη και ταυτόχρονα πονεμένη ιστορία − ισχύει και για τα βιβλία. Διαθέτω μία αρκετά μεγάλη συλλογή, αλλά δεν ξέρω για πόσο καιρό ακόμα θα τη διατηρήσω έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα. Τώρα, η αγωνία μου είναι η εξής: Αφού μάλλον δε θα καταφέρω να τη διατηρήσω, θα ήθελα τουλάχιστον να καταγράψω τα περιεχόμενα. Για να καταγράψω τα περιεχόμενα κάποιου τεύχους, όμως, χρειάζομαι από μισή μέχρι μιάμιση ώρα, ορισμένες φορές και περισσότερο χρόνο. Στο μπλογκ υπάρχουν ελάχιστα. Σε δικούς μου φακέλους διαθέτω, αν μπορώ να το θέσω έτσι, άπειρο υλικό. Σισύφειο έργο... Οπότε θεωρώ αδύνατο να μπορέσει να ολοκληρωθεί αυτή η δουλειά. Αυτό θα απαιτούσε στην κυριολεξία εργασία δεκάδων ατόμων. Όπως λέω με πικρία και ειρωνεία, βρήκα τη δουλειά που δεν τελειώνει πραγματικά ποτέ, και δεν πληρώνεται καθόλου. Εντάξει, δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο σε μένα, αλλά τώρα μιλώ για τη δική μου περίπτωση. Και το χειρότερο είναι πως δεν υπάρχει, έστω, η ηθική ανταμοιβή ή αναγνώριση. Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν καταλάβει τι κάνω και πόσο θα μπορούσε να βοηθήσει και άλλους να κάνουν καλύτερα τη δική τους δουλειά. Γι’ αυτό μ’ ενθουσίασε τόσο ο Παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ του Στέφαν Τσβάιχ, όπως προανέφερα. Μερικές φορές με πιάνει ενθουσιασμός για κάποιες πληροφορίες που για τους περισσότερους δεν έχουν καμία αξία, και θέλω να τις μοιράζομαι με όσους θεωρώ ότι ενδιαφέρονται. Άλλωστε, αυτή είναι η δουλειά μου: Η συλλογή πληροφοριών. Γι’ αυτό το συγκεκριμένο κείμενο το χαρακτηρίζω ως το προσωπικό − επαγγελματικό μου μανιφέστο, μια που δε μου έχει μείνει κάποιο άλλο... ».

«Julie», με τους Blue Birds.

Ι.Λ.: «Ακούγεται πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό και νιώθω πολύ την αγάπη σου για τη λεπτομέρεια, τις αγωνίες σου και όλο το αίσθημα αδικίας που δοκιμάζεις ή σε δοκιμάζει. Συνέχισε ό,τι κάνεις, γιατί έχει νόημα για όλους, ακόμα και για όσους δεν το αντιλαμβάνονται. Οι αρχειοθετημένες πληροφορίες είναι ένας όγκος εργασίας πολύ χρήσιμος για όσους θα τις χρειαστούν, για να τις επεξεργαστούν και να τις αξιοποιήσουν με τον όποιο τρόπο στο μέλλον. Πρακτικά, τώρα, η αρχειοθέτηση στο βιβλιοπωλείο σου είναι θεματική; Μίλησέ μας για την πρακτική χρησιμότητά της».

Γ.Ζ.: «Θα παραθέσω κάποιες από τις κατηγορίες που έχω για να γίνει κατανοητό: Ξένη ποίηση (Ρωσική, ισπανόφωνη, αγγλόφωνη, ιταλική κ.λπ.) μεταφρασμένη στα ελληνικά / Ξένη πεζογραφία (Ρωσική, ισπανόφωνη, αγγλόφωνη, ιταλική κ.λπ.) μεταφρασμένη στα ελληνικά) / Συνδυαστική λογοτεχνία (Λογοτεχνία και ιστορία – Λογοτεχνία και μουσική – Λογοτεχνία και τρομοκρατία / Ερωτική πεζογραφία  / Επιστημονική φαντασία και φανταστική λογοτεχνία  − Λογοτεχνία και θετικές επιστήμες κ.λπ.) / Μελέτες της ελληνικής  και ξένης λογοτεχνίας (Καταγραφή των περιεχομένων των βιβλίων και καταγραφή άρθρων από περιοδικά) / Θεωρία λογοτεχνίας  / Θεωρία της ποίησης  / Μεταφρασεολογία / Επιστημολογία – Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης / Κοινωνιολογία – Κοινωνική ανθρωπολογία / Ψυχολογία – Ψυχανάλυση / Παγκόσμια ιστορία (Σοβιετική Ένωση  – ΗΠΑ  – Φασισμός, Ναζισμός – Λατινική Αμερική – Αφρική κ.λπ.) / Ελληνική ιστορία (Με έμφαση στη δεκαετία 1940-1950)  / Μουσική.
       »Ας πούμε, λοιπόν, ότι κάποιος ζητάει το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος του Πρίμο Λέβι. Αμέσως θα σκεφτώ ότι ο συγκεκριμένος αγοραστής μπορεί να ενδιαφέρεται και για άλλα αντίστοιχα βιβλία στρατοπεδικής λογοτεχνίας, οπότε θα του τα προτείνω».

Ι.Λ.: «Παρότι το αναγνωστικό κοινό είναι μειωμένο, παρατηρώ κάτι οξύμωρο, ότι βρίσκει κανείς βιβλία σε διάφορα σημεία πώλησης, όπως σούπερ μάρκετ, περίπτερα, πάγκους, βιβλιοχαρτοπωλεία. Ίσως οι τίτλοι εκεί να επαναλαμβάνονται, αν και πάντα υπάρχουν εκπλήξεις, αλλά τελικά πόσο δύσκολο είναι σήμερα για ένα μικρό βιβλιοπωλείο να ορθοποδήσει;».

Γ.Ζ.: «Δύσκολο, πολύ δύσκολο. Οι περισσότεροι άνθρωποι λειτουργούμε ως καταναλωτές-νήπια και όχι ως ενήλικοι καταναλωτές. Και, τελικά, η κρίση δε φαίνεται να έχει αλλάξει πολύ αυτήν τη συμπεριφορά. Γι’ αυτό και η ελληνική κοινωνία περιμένει σωτήρες, οποιουδήποτε είδους. Μόνο που δεν υπάρχουν σωτήρες, ούτε υπήρξαν ποτέ».

«No More Songs», με το Phil Ochs.

ΦΙΛ ΟΚΣ [PHIL OCHS (1940-1976)]: «Προετοιμάζομαι ν’ αποχωρήσω», μτφ. Γιώργος Ζούκας, και ΦΙΛ ΟΚΣ [PHIL OCHS (1940-1976)]: «Δεν υπάρχουν πλέον άλλα τραγούδια», μτφ. Γιώργος Ζούκας.

Ι.Λ.: «Σε ποιους αναγνώστες απευθύνεσαι και τι θεωρείς ότι είναι εκείνο που κάνει το “Βιβλιοανιχνευτή” να διαφέρει ενδεχομένως από άλλα βιβλιοπωλεία;».

Γ.Ζ.: «Θεωρητικά, απευθύνομαι σε όλους τους αναγνώστες και σε όλες τις αναγνώστριες. Και, παρεμπιπτόντως, δεν είμαι παλαιοβιβλιοπώλης. Είμαι βιβλιοπώλης. Και τι με κάνει να διαφέρω από τα σουπερμάρκετ; Είναι οι βιβλιογραφίες». 
Picture
Ι.Λ.: «Δέχεσαι παραγγελίες για βιβλία που δεν υπάρχουν ήδη στη συλλογή σου;».

Γ.Ζ.: «Όταν ξεκίνησα την αυτόνομη πορεία μου, ένας τρόπος για να προσεγγίσω κόσμο ήταν να λέω πως διαθέτω ή μπορώ να βρω εξαντλημένα, δυσεύρετα κ.λπ. βιβλία. Δέχτηκα την πρόκληση στην αρχή με χαρά, εξυπηρέτησα πολλούς κ.λπ. Τελικά, αποδείχτηκε παγίδα. Παρόλο που την ίδια στιγμή έκανα πολύ καλές εκπτώσεις στα καινούρια βιβλία, ποτέ δε με προτίμησαν, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις. Το πρόβλημα είναι πως δεν μπορώ να επιβιώσω με αυτό τον τρόπο. Η εύρεση ενός συγκεκριμένου βιβλίου απαιτεί κόπο, πολύ χρόνο, τύχη και χρήματα».
Picture
Ι.Λ.: «Πότε τελειώνει η ζωή ενός βιβλίου, αν τελειώνει;».

Γ.Ζ.: «Τα βιβλία δεν τελειώνουν ποτέ, εννοώ οι ιδέες που είναι αποτυπωμένες σ’ αυτά. Κανείς δεν ξέρει ποια είναι η μοίρα ενός συγκεκριμένου βιβλίου. Βιβλία που αγνοήθηκαν ή θάφτηκαν στην εποχή τους ανασύρθηκαν κάποια στιγμή από την αφάνεια, γιατί έδιναν απαντήσεις σε ερωτήματα άλλων εποχών. Αυτό συνέβαινε πάντα και θα συνεχίσει να συμβαίνει».
Picture
Ι.Λ.: «Εσύ είχες και τις εκδόσεις “Πρίσμα” πιο παλιά. Ήταν μία αξιόλογη προσπάθεια, προσανατολισμένη εν πολλοίς στη ροκ μουσική, από την οποία προέκυψε ένας αριθμός τίτλων. Πες μας λίγα λόγια για αυτό. Υπάρχει περίπτωση να λειτουργήσουν και πάλι; Διαθέτεις στοκ βιβλίων αν κάποιος ενδιαφερθεί σχετικά;».

Γ.Ζ.: «Οι εκδόσεις “Πρίσμα” λειτούργησαν για πέντε χρόνια (από τις αρχές του 1990 έως και το τέλος του 1994). Προσπάθησα να κάνω μια σοβαρή μουσική σειρά με βιβλία που αναφέρονταν στο ροκ, και όχι μόνο. Δυστυχώς, η προσπάθεια απέτυχε. Υπάρχει η σκέψη για επαναδραστηριοποίηση. Θα δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.

»Οι τίτλοι που κυκλοφόρησαν είναι οι εξής:

ΑΝΤΟΡΝΟ, ΤΕΟΝΤΟΡ Β. [THEODOR W. ADORNO]: Τρία κείμενα μουσικής κοινωνιολογίας, ανυπόγραφο προλογικό σημείωμα, Επίμετρο Φώτης Τερζάκης, Πρίσμα, Αθήνα, 1991, σελ. 96, [«Κλασική, ρομαντική, σύγχρονη μουσική», μτφ. από τα γερμανικά Θοδωρής Λουπασάκης / «Κοινή γνώμη, κριτική», μτφ. από τα γερμανικά Θοδωρής Λουπασάκης / «Για την δημοφιλή μουσική» (με τη συνεργασία του Georges Simpson), μτφ. από τα αγγλικά Φώτης Τερζάκης].

ΛΑΙΝΓΚ, ΝΤΑΙΗΒ [DAVE LAING]: Η αισθητική του πανκ. Μια σημειολογική ανάλυση, μτφ. Ηλίας Μαλεβίτης, Πρίσμα, Αθήνα, 1992, σελ. 63.

ΠΑΤΤΙΣΟΝ, ΡΟΜΠΕΡΤ [ROBERT PATTISON]: Το ροκ στον καθρέφτη του ρομαντισμού, Πρόλογος − μτφ. Στέφανος Ροζάνης, Πρίσμα, Αθήνα, 1992, σελ. 77, [Άνθρωπος και θεός στο Rock ’n’ roll Highschool: Η λαϊκή κουλτούρα και οι επικριτές της / De la musique avant toute chose: Μια αισθητική του ροκ] [Τιμή πώλησης: 15,00 ευρώ. Με έκπτωση: 11,00 ευρώ].

ΠΙΤΣΑΣΚΙ, ΝΤΑΙΗΒΙΝΤ [DAVID PICHASKE]: Η ποίηση του ροκ, μτφ. Σώτη Τριανταφύλλου, Βιβλιογραφία Γιώργος Ζούκας, Πρίσμα, Αθήνα, 1993, σελ. 252, [Μελέτες για τους Beatles, τους Rolling Stones, τον Bob Dylan, τους Doors, τους Who, τον Paul Simon, τους Jefferson Airplane και τον Phil Ochs].

ΤΕΡΖΑΚΗΣ, ΦΩΤΗΣ: Σημειώσεις για μιαν ανθρωπολογία της μουσικής, Πρίσμα, Αθήνα, 1990, σελ. 126, [Εισαγωγή: Είναι δυνατή μια κοινωνική θεωρία της μουσικής; / Ανατολική μουσική – Δυτική μουσική / Περί των απαρχών της Δυτικής μουσικής / Μουσική και φιλοσοφία; Μια αναλογία ιστορική / Το κοινωνικό περιεχόμενο της αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής / Τραγούδι, ποίηση, μουσική / Στοιχεία για το ροκ-εν-ρολ / Παράρτημα: Διονύσης Σαββόπουλος και το νέο λαϊκό τραγούδι της δεκαετίας του ’60].

ΧΑΤΣ, ΝΤΑΙΗΒΙΝΤ – ΣΤΗΒΕΝ ΜΙΛΛΓΟΥΩΡΝΤ [DAVID HATCH – STEPHEN MILLWARD]: Από το μπλουζ στο ροκ, μτφ. Άννα Φυτά, Πρίσμα, Αθήνα, 1994, σελ. 232.

ΑΝΤΟΡΝΟ, ΤΕΟΝΤΟΡ B. [THEODOR W. ADORNO]: Τ’ άστρα κάτω στη γη. Κοινωνιοψυχολογική μελέτη της λαϊκής αστρολογίας, μτφ. Φώτης Τερζάκης, Πρίσμα, Αθήνα, 2007, σελ. 130.

ΛΑΙΝΓΚ, Ρ.ΝΤ. – Α.Ρ. ΛΗ – Χ. ΦΙΛΛΙΠΣΟΝ [R.D. LAING – A.R. LEE – H. PHILLIPSON]: Διαπροσωπική αντίληψη: Θεωρία, προλογικό σημείωμα Φώτης Τερζάκης, Πρόλογος Marie Jahoda, μτφ. Πέπη Σουλιώτου – Φώτης Τερζάκης, Πρίσμα, Αθήνα, 1990, σελ. 109, [Ρ.Ντ. Λαίνγκ – Α.Ρ. Λη – Χ. Φίλλιπσον: «Διαπροσωπική αντίληψη: Θεωρία» (Ο εαυτός και ο άλλος – Αλληλεπίδραση και αλληλεμπειρία σε δυάδες – Η σπείρα των αμοιβαίων προοπτικών) / Φώτης Τερζάκης: Η εποχή της αντιψυχιατρικής / Ανυπόγραφο: «Εργογραφία Ρ.Ντ. Λαινγκ και D.G. Cooper»].

ΣΑΝΤΛΕΡ, ΤΖ. – Κ. ΝΤΑΙΗΡ – Α. ΧΟΛΝΤΕΡ [J. SANDLER – C. DARE – A. HOLDER]: Αναλυόμενος και αναλυτής. Η ανάπτυξη των ψυχαναλυτικών ιδεών, Πρόλογος − μτφ. Πέπη Σουλιώτου, Πρίσμα, Αθήνα, 1991, σελ. 216.

ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ: Ανθολογία rock ποίησης, 1ος τόμος, Πρόλογος Γιώργος Ζούκας, μτφ. Κώστας Αρβανίτης, δίγλωσση έκδοση, Πρίσμα, Αθήνα, 1994, σελ. 215.

ΓΟΥΑΤΣ, ΑΛΑΝ [ALAN WATTS]: Εισαγωγή στην Χαρούμενη κοσμολογία, μτφ. − Επίμετρο Φώτης Τερζάκης, Πρίσμα, Αθήνα, 1991, σελ. 55, [Σειρά: Ψυχεδελική βιβλιοθήκη, αρ. 4].

ΜΑΣΤΕΡΣ, Ρ.Ε.Λ. [R.E.L. MASTERS]: Σεξ, έκσταση και ψυχεδελικά, ανυπόγραφο προλογικό σημείωμα, μτφ. Μαργαρίτα Παπαθανασίου, Πρίσμα, Αθήνα, 1991, σελ. 37, [Σειρά: Ψυχεδελική βιβλιοθήκη, αρ. 3]. 

ΜΕΛΑΣ, ΣΠΥΡΟΣ: Πεγιότλ, Πρόλογος Φώτης Τερζάκης, Πρίσμα, Αθήνα, 1990, σελ. 46, [Σειρά: Ψυχεδελική βιβλιοθήκη, αρ. 1].

ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ, ΒΑΛΤΕΡ [WALTER BENJAMIN]: Το χασίς στη Μασσαλία, μτφ. από τα αγγλικά Πέπη Σουλιώτου, Πρίσμα, Αθήνα, 1990, σελ. 45, [Συμπεριλαμβάνεται: Ανώνυμος: «Ο αραβικός ύμνος στο χασίς», μτφ. − σχόλια Φώτης Τερζάκης] [Σειρά: Ψυχεδελική βιβλιοθήκη, αρ. 2].

ΠΕΦΑΝΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ Π.: Εισαγωγή στην κοινωνιολογία της διασκέδασης. Το νεομπαρόκ και το τέλος της ιστορίας, Πρίσμα, Αθήνα, 1992, σελ. 118.

ΑΝΤΟΡΝΟ, ΤΕΟΝΤΟΡ B. [THEODOR W. ADORNO]: Η ιδέα της φυσικής ιστορίας, Πρόλογος Φώτης Τερζάκης, μτφ. Θοδωρής Λουπασάκης, Πρίσμα, Αθήνα, 1992, σελ. 71, [Εισαγωγή: Η επικαιρότητα της φιλοσοφίας / Η ιδέα της φυσικής ιστορίας].

ΤΕΡΖΑΚΗΣ, ΦΩΤΗΣ: Φιλελευθερισμός και τρομοκρατία. Πολιτικά κείμενα, Πρίσμα, Αθήνα, 1991, σελ. 68.

ΤΕΡΖΑΚΗΣ, ΦΩΤΗΣ: Οι αντίποδες του ’60. Πίσω από τη διφορούμενη έννοια του μεταμοντερνισμού και μέσα από τα «νέα» κοινωνικά κινήματα, Πρίσμα, Αθήνα, 1992, σελ. 180.

ΤΣΟΜΣΚΥ, ΝΟΑΜ: Προπαγάνδα και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας».
Picture
Ι.Λ.: «Την αγάπη σου για τη μουσική την εκδηλώνεις και στο ιστολόγιό σου “Έχω έρθει από τον Σείριο”, όπου κάνεις μεταφράσεις στίχων. Είσαι και ανιχνευτής και αρχειοθέτης ποιητικών τραγουδιών επομένως».

Γ.Ζ.: «Μετά τη δημιουργία του επαγγελματικού μπλογκ, που είναι ο “Βιβλιοανιχνευτής”, σκέφτηκα να κάνω και ένα δεύτερο ιστολόγιο που να συνδυάζει τα δύο μεγάλα πάθη μου: την ποίηση και τη μουσική. Σ’ αυτό προσπαθώ να ανθολογήσω τον παγκόσμιο ποιητικό λόγο και παράλληλα να γνωστοποιήσω κάποια τραγούδια τα οποία εκτιμώ ιδιαιτέρως. Το πρόβλημα είναι πως τα τραγούδια που μου αρέσουν είναι πάρα πολλά και η λίστα συνεχώς εμπλουτίζεται, αλλά δεν έχω αφενός το χρόνο και αφετέρου την ικανότητα και τη γνώση για να τα μεταφράσω όλα. Στην ανθολογία της παγκόσμιας ποίησης είναι πιο απλά τα πράγματα: χρησιμοποιώ μεταφράσεις άλλων από τη μεγάλη συλλογή που διαθέτω».

ΙΛΙΑ ΓΚΡΙΓΚΟΡΙΕΒΙΤΣ ΕΡΕΝΜΠΟΥΡΓΚ [ИЛЬЯ ГРИГОРЬЕВИЧ ЭРЕНБУРГ (1891-1967)]: «Μάιος 1945», μτφ. Γιάννης Ρίτσος.

«They Can’t Take Away Our Music», «War» με Eric Burdon:

Ι.Λ.: «Συχνά μου αναφέρεις ότι τα αγγλικά σου δεν επαρκούν, αλλά διαρκώς με μεταφράσεις καταπιάνεσαι!».

Γ.Ζ.: «Στη μετάφραση κειμένου καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια και συνήθως τα παρατάω. Παρ’ όλ’ αυτά, σε ακαδημαϊκά κείμενα, όταν δε χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ιδιωματισμούς και σλανγκ, το παλεύω με το λεξικό. Τώρα, πως τολμάω να μεταφράσω ποίηση; Υπάρχει μια διάσημη φράση ενός σημαντικού Αμερικανού ποιητή, του Ρόμπερτ Φροστ, που λέει ότι “ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση” ή κάπως έτσι. Αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα. Αλλά αυτό τι σημαίνει; Δεν πρέπει να προσπαθούμε; Απαντώ, πολύ πρόχειρα, με μία άλλη παραδοξολογία. Για μένα όχι μόνο η ποίηση αλλά και η πεζογραφία και όλες οι τέχνες και οι επιστήμες, ακόμη και η γλώσσα της καθημερινότητας, είναι μετάφραση. Τι μεταφράζουμε; Μεταφράζουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας και προσπαθούμε να τα κοινοποιήσουμε σε άλλους ανθρώπους. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι άνθρωποι, ακόμη και αν το λένε με άλλα λόγια. Μεταφράζουμε (με λέξεις, με εικόνες, με ήχους, πολλές φορές, και με τη σιωπή) τη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους, με τον κόσμο, με τη ζωή, με το σύμπαν».

ΝΙΚ ΚΑΙΗΒ [NICK CAVE (1957)]: «To Be By Your Side», μτφ. Γιώργος Ζούκας.

Ι.Λ.: «Ενδιαφέρουσα η προσέγγισή σου σε σχέση με τη μετάφραση. Ναι, βέβαια ο καθένας έχει το δικαίωμα ή την ευκαιρία να προσπαθήσει μόνος του. Έτσι κι αλλιώς είναι τόσο δύσκολη και χρονοβόρα υπόθεση μία μετάφραση, που, ακόμα κι αν πρόκειται για χόμπι, πάλι σοβαρή ασχολία είναι. Είναι και αυτός ένας τρόπος, όμως, να αποτυπωθεί, έστω έμμεσα, ένα απόσταγμα φιλτραρισμένης σκέψης, μέσα από τη γραφή κάποιου άλλου».

Γ.Ζ.: «Ζηλεύω όποιον έχει ευχέρεια λόγου, εγώ νιώθω ένα βουητό, μια καταιγίδα ιδεών, σημαντικών ή ασήμαντων, αδιάφορο, κι όταν βλέπω το γραπτό μου, πολλές φορές λέω: Τόσος κόπος, τόση προσπάθεια, γι’ αυτό το πράγμα, που δε με ικανοποιεί;».

ΛΗ ΧΑΙΗΖΕΛΓΟΥΝΤ [LEE HAZLEWOOD (1929-2007)]: «Summer Wine», μτφ. Γιώργος Ζούκας.

«Third Stone from the Sun», Τζίμι Χέντριξ.

Ι.Λ.: «Γιατί έχεις έρθει από το Σείριο, αλήθεια;».

Γ.Ζ.: «Εκεί γεννήθηκα και ήρθα να γνωρίσω τον πλανήτη σας και τους κατοίκους του (γέλια). Αστειεύομαι, φυσικά, πρόκειται για μία μεταφορά. Το διευκρινίζω, επειδή υπάρχει μια νεομυθολογία − παραμυθολογία, με την οποία δεν έχω βέβαια καμία σχέση.
       »Υπάρχει ένα τετράστιχο των Beatles από το τραγούδι “ Yer Blues”, που έχει σχέση με την όλη ιδέα:
        My mother was of the sky
        My father was of the Earth
        But i am of the universe
        And you know what it’s worth.
     »Αν ερχόταν κάποιο νοήμον ον από άλλο πλανήτη ή από άλλο άστρο, τι θα έκανε για να αποκτήσει κάποια γνώση για τους ανθρώπους; Έχω την εντύπωση, που μπορεί να είναι λανθασμένη, και με την προϋπόθεση ότι θα είχε καλές προθέσεις, ότι θα προσπαθούσε να τους γνωρίσει μέσω των επιτευγμάτων τους, στις τέχνες και τις επιστήμες. Εγώ αυτά που −κάπως− καταλαβαίνω είναι η ποίηση και η μουσική. Συνεπώς εκεί επικεντρώνομαι.
       »Όπως λέει και ο στίχος από το τραγούδι “First We Take Manhattan” του Leonard Cohen: “Ah, remember me, I used to live for music”! Και, βέβαια, “When the music’s over, turn out the light”».

«First We Take Manhattan», Leonard Cohen.

«When the Music’s Over», Doors.

Στοιχεία επικοινωνίας:

Facebook: Γιωργος Ζουκας
https://www.facebook.com/zookout

Σελίδα Βιβλιοανιχνευτή: «Έχω έρθει από τον Σείριο».

Linkedin: Γιωργος Ζουκας

Το ιστολόγιο «Βιβλιοανιχνευτής»:
http://vivlioanihneftis.wordpress.com/

Το ιστολόγιο «Έχω έρθει από τον Σείριο» (μεταφρασμένα ποιήματα – στίχοι τραγουδιών):
http://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/

mail: [email protected]
Τηλέφωνο: 6939613081.

 
Οι επιλογές των τραγουδιών και των ποιημάτων είναι του Γιώργου Ζούκα.
Επεξεργασία εξώφυλλου και εικόνων: Ιουλία Λυμπεροπούλου.
2 Comments

CMOM Portrait | Βασιλική Σιαταρά 

5/10/2014

0 Comments

 


CMOM Portrait | Βασιλική Σιαταρά 

«Στο σχολείο, τους καθηγητές ενδιέφερε να βγαίνει η ύλη των μαθημάτων και όλες οι άλλες ασχολίες θεωρούνταν εξωσχολικά χόμπι. Μας περνούσαν την άποψη πως ο ζωγράφος, ο μουσικός και ο ηθοποιός δεν είναι επαγγέλματα».


Picture
    Από καιρό ήθελα να πάρω συνέντευξη στη Βασιλική Σιαταρά. Οι πολλές καλοκαιρινές εκδηλώσεις δε μας άφηναν, όμως, τον απαιτούμενο χρόνο. Τώρα που  τέλειωσαν τα φεστιβάλ, καταφέραμε λίγο πριν ξεκινήσει η νέα δημιουργική σεζόν να δώσουμε το ραντεβού μας σε ένα νέο τσιπουράδικο της πόλης, στο οποίο μάλιστα ανέλαβε να ζωγραφίσει μία τοιχογραφία.
      Η Βασιλική είναι μία νέα ζωγράφος που, κατά την άποψή μου, ξεκίνησε λίγο «άτσαλα». Στην πορεία, ωστόσο, τα πράγματα ήρθαν τελείως διαφορετικά και είναι αυτό που μου κέντρισε περισσότερο το ενδιαφέρον. Τίποτα δεν είναι εύκολο για έναν καλλιτέχνη. Τελικά, τι είναι εκείνο που χρήζει περισσότερο αναγνώρισης, το έργο ή ο δημιουργός του;
   Με τη Βασιλική κάτσαμε κοντά στην υπό διαμόρφωση τοιχογραφία της. Απεικονίζει έναν παππού να κάθεται σε μια καρέκλα και να διαβάζει εφημερίδα. Ένιωθα πως κατά τη διάρκεια της συνέντευξης «εκείνος» έριχνε πού και πού το βλέμμα του σε μας. Τα έργα της βγάζουν μια τέτοια ζωντάνια, που νομίζεις πως σε κοιτάνε.   
       Παραγγείλαμε τα ποτά μας, εκείνη, κλασικά, παρέμεινε πιστή στο αγαπημένο της ούζο, κι εγώ ήπια μια μπιρίτσα, έτσι στο χαλαρό. Ίσως η πιο χαλαρή συνέντευξη που έχω πάρει ποτέ...


Λεωνίδας Θεοδωρίδης: «Πες μας λίγα πράγματα για σένα. Πότε κατάλαβες την κλίση σου για τη ζωγραφική;».

Βασιλική Σιαταρά: «Από μικρό παιδί, και νομίζω από την πρώτη στιγμή κιόλας που μπόρεσα να κρατήσω μολύβι. Βέβαια, σε όλα τα παιδιά αρέσει να ζωγραφίζουν, αλλά τους αρέσει να κάνουν κι άλλα πράγματα. Εγώ είχα προσηλωθεί στη ζωγραφική. Δεν ήθελα να κάνω τίποτε άλλο».

Picture
Λ.Θ.: «Σαν εμμονή δηλαδή;».

Β.Σ.: «Ναι».

Λ.Θ.: «Αυτό ανησύχησε τους γύρω σου;».

Β.Σ.: «Λίγο ναι. Φάνηκε, όμως, παράλληλα και το πάθος μου για τη ζωγραφική. Επίσης, δημιουργούσε εντύπωση η ικανότητά μου να ζωγραφίζω σε μεγάλες επιφάνειες. Όλα τα παιδιά ζωγράφιζαν σε μπλοκ ζωγραφικής, κι εγώ από Α3 και πέρα. Δε φοβόμουνα το μέγεθος και ζωγράφιζα μεγάλες εικόνες, κυρίως πρόσωπα και μεγάλα μάτια».

Λ.Θ.: «Παρατηρώ πως τα έργα σου αναπαριστούν συχνά το μάτι».

Β.Σ.: «Ναι. Ήταν πάντα αγαπημένο μου θέμα και παραμένει ακόμα. Γενικά, αγαπώ πολύ το πορτρέτο».  

Λ.Θ.: «Μπορώ να πω ότι σε χαρακτηρίζει το πορτρέτο. Τα πρόσωπα και κυρίως τα μάτια που ζωγραφίζεις είναι πολύ ζωντανά».

Β.Σ.: «Τα μάτια, το σχήμα του προσώπου και η έκφραση είναι τα πρώτα σημεία που προσέχω. Έπειτα ακολουθούν η αρμονία με το υπόλοιπο σώμα, το χώρο, η διάδραση με αυτόν και η ατμόσφαιρα που θέλω να αποδώσω. Νομίζω όλα αυτά μαζί δίνουν την τελική εικόνα».

Picture
Λ.Θ.: «Αργότερα πώς εξελίχθηκε αυτό το πάθος; Στο σχολείο, για παράδειγμα, όπου αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε κάποια πράγματα, τι μηνύματα λάμβανες από τους δασκάλους και τους συμμαθητές σου;».

Β.Σ.: «Στο σχολείο το έκρυβα. Δεν ήθελα να ξέρουν αν και τι ζωγραφίζω».

Λ.Θ.: «Γιατί έτσι;».

Β.Σ.: «Δεν ξέρω γιατί μου έβγαινε αυτή η ανάγκη να μη θέλω, κυρίως, να με βλέπουν να ζωγραφίζω».

Λ.Θ.: «Ντρεπόσουν;».

Β.Σ.: «Θεωρούσα πως δεν ήταν ωραία αυτά που ζωγράφιζα».

Λ.Θ.: «Οι γύρω σου τι έλεγαν όμως; Οι γονείς σου;».

Β.Σ.: «Καλά λόγια. Τους άρεζαν οι ζωγραφιές μου».

Λ.Θ.: «Άρα είχες μάλλον λίγο χαμηλή αυτοεκτίμηση».

Β.Σ.: «Σίγουρα. Αυτή η χαμηλή αυτοεκτίμηση θα μου σταθεί αργότερα εμπόδιο, όπου για αρκετά χρόνια αφήνω το πινέλο τελείως. Αλλά και σήμερα πιστεύω πως μου λείπει ακόμα αρκετά η αυτοπεποίθηση».

Λ.Θ.: «Καταλαβαίνω ότι στην αρχή οι καλλιτέχνες περνάνε διάφορα στάδια, μεταξύ αυτών και περιόδους απογοήτευσης, αλλά θεωρώ ότι οφείλεται κυρίως στην απουσία παρότρυνσης».

Β.Σ.: «Αυτή απουσίαζε ούτως ή άλλως, γιατί, όταν πήγαινα εγώ σχολείο, οι καθηγητές δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για τα καλλιτεχνικά. Τους ενδιέφερε να βγάζουμε την υλη των μαθημάτων και όλες οι άλλες ασχολίες ήταν εξωσχολικά χόμπι. Μας περνούσανε την άποψη πως ο ζωγράφος, ο μουσικός και ο ηθοποιός δεν είναι επαγγέλματα. Ίσως αυτό να αποθάρρυνε κάποια παιδιά. Άλλα, πάλι, το είχαμε πάρει πιο ζεστά και είχαμε γραφτεί σε ωδεία και εικαστικά εργαστήρια».

Picture
Λ.Θ.: «Φαντάζομαι πως κατά τη διάρκεια του μαθήματος εσύ ζωγράφιζες».

Β.Σ.: «Συνέχεια. Σε όλα τα μαθήματα. Αφού από ένα σημείο και μετά οι καθηγητές είχαν απηυδήσει. Λέγανε ότι εγώ κάνω μόνο γι’ αυτό. Δεν ήμουν κακή μαθήτρια όμως. Στο Λύκειο ασχολήθηκα πολύ λίγο έως και καθόλου με τη ζωγραφική».

Λ.Θ.: «Πως προέκυψε αυτή η παύση;».

Β.Σ.: «Κάτι άρχιζε να με ενοχλεί. Δεν μπορώ να προσδιορίσω τι ακριβώς ήταν αυτό που μ’ έκανε να χάσω ξαφνικά το ενδιαφέρον μου για τη ζωγραφική. Ένιωθα ίσως κάτι σαν φόβο. Δε με ευχαριστούσε πλέον. Δεν μπορούσα να αποτυπώσω την έμπνευσή μου, κι αυτό άρχισε να με κουράζει».

Λ.Θ.: «Επομένως, σταδιακά απέκλειες σχολές σχετικές με τις τέχνες».

Β.Σ.: «Δεν προσπάθησα να μπω στην Καλών Τεχνών. Θεωρούσα πως δεν την έφτανα. Ήμουν πολύ καλή στα θεωρητικά μαθήματα και πιστεύω πως σε μια άλλη ζωή θα είχα σπουδάσει ψυχολογία. Είχα δηλώσει ωστόσο την Πλαστικών Τεχνών, την οποία δεν έπιασα, και τελικά πέρασα στο ΤΕΙ Φωτογραφίας στην Αθήνα».

Picture
Λ.Θ.: «Με τη φωτογραφία πώς τα πήγαινες έως τότε;».

Β.Σ.: «Σχετικά καλά. Στη σχολή μού άρεσε πολύ ο σκοτεινός θάλαμος και όχι τόσο η λήψη. Στην  πορεία, όμως, άρχισε να με ενδιαφέρει και πάλι η ζωγραφική, με αποτέλεσμα να παρατήσω τη φωτογραφία. Πήγα και γράφτηκα σε ιδιωτική σχολή γραφιστικής».

Λ.Θ.: «Εκεί ποια ήταν η αγαπημένη σου τεχνική, το αγαπημένο σου μάθημα;».

Β.Σ.: «Η εικονογράφηση. Τεχνικές εφαρμόζω διάφορες. Για πολλά χρόνια έκανα μολύβι. Σήμερα χρησιμοποιώ πολύ την ακουαρέλα, ειδικά για τα προσωπικά μου έργα, που προορίζονται για εκθέσεις. Να πω ότι πλέον λειτουργώ με έναν τελείως δικό μου τρόπο, σχεδόν αυτοδίδακτο».

Λ.Θ.: «Γιατί η ακουαρέλα;».

Β.Σ.: «Γιατί με την ακουαρέλα μπορείς να ξεκινήσεις κάτι από το τίποτα. Με δύο τρείς πιτσιλιές μπορώ να διακρίνω κάποια μορφή, την οποία αρχίζω να ακολουθώ με το πινέλο μου. Από ένα σημείο και μετά με οδηγεί από μόνο του το σχέδιο».

Picture
Λ.Θ.: «Πότε έκανες την πρώτη σου έκθεση;».

Β.Σ.: «Την πρώτη μου προσωπική έκθεση την έκανα μόλις πέρυσι. Είχα συμμετάσχει πριν σε εκθέσεις, στο πλαίσιο των σπουδών μου, αλλά και σε κάποιες ομαδικές».

Λ.Θ.: «Ποιο ήταν το θέμα της έκθεσης;».

Β.Σ.: «Η έκθεση λεγόταν “Αλχημικές Στιγμές” (alchemical moments) και περιελάμβανε κάποια παλαιότερα έργα μου και μια σειρά καινούριων, που ζωγράφισα ειδικά για την έκθεση. Ήθελα με τα έργα αυτά να συστηθώ στον κόσμο. Ο τίτλος έχει άμεση σχέση με τη γενικότερη παρουσία μου ως ζωγράφος, αλλά και με την έννοια που έχω αποδώσει προσωπικά στο σχέδιο».

Λ.Θ.: «Ανάλογο τίτλο φέρει και η σελίδα σου “Alchemy Design” στο Facebook».

Β.Σ.: «Ναι».

Λ.Θ.: «Πουλάς τα έργα σου;».

Β.Σ.: «Κάποια, ναι. Είναι και δύσκολοι οι καιροί σήμερα, αλλά πρωτίστως μ’ αρέσει κάτι που ζωγράφισα να υπάρχει στα χέρια ή στον τοίχο κάποιου που το αγάπησε όσο εγώ. Είναι ωραία αυτή η αίσθηση. Σε άλλη περίπτωση, δε θα είχε κανένα ουσιαστικό νόημα για μένα».

Picture
Λ.Θ.: «Πρόσφατα σε είδαμε και στην έκθεση “Aquaholic Rock Legends”. Μίλησέ μας για αυτή την εμπειρία».

Β.Σ.: «Αυτή η έκθεση παρουσίαζε πορτρέτα μεγάλων μορφών της ροκ σκηνής, καθώς συμμετείχε στο “Ioannina Rock City Festival”. Και εκεί ο τίτλος και τα έργα αναδείκνυαν το ρόλο της ακουαρέλας και της μίξης πολλών τεχνικών».

Λ.Θ.: «Γνωρίζω, επίσης, πως κάποιοι εν ζωή μύθοι του ροκ ζήτησαν το πορτρέτο τους, σωστά;».

Β.Σ.: «Ναι, σωστά (χαμογελάει)».

Λ.Θ.: (αναφερόμενος στην τοιχογραφία δίπλα μας) «Εδώ ο παππούς στον τοίχο;».

Β.Σ.: «Ο παππούς εδώ είναι μια τοιχογραφία με αρκετή λεπτομέρεια. Πιστεύω πως σε μια εβδομάδα θα έχει τελειώσει κι αυτή».

Picture
Λ.Θ.: «Έχω παρατηρήσει σε πολλά έργα την απεικόνιση της τρίτης ηλικίας».

Β.Σ.: «Μου αρέσει! Όπως προανέφερα, αγαπώ πολύ το πορτρέτο και σε ένα ηλικιωμένο πρόσωπο θα δεις πολλά πράγματα, βλέπεις όλη τη ζωή τους, σημάδια χαράς και λύπης που άφησε ο χρόνος, και μάτια στα οποία καθρεφτίζεται αυτό το παρελθόν τους».

Λ.Θ.: «Υπάρχουν έργα που παραμένουν ανολοκλήρωτα;».

Β.Σ.: «Παλιότερα, όταν ξεκινούσα ένα έργο, το τελείωνα πριν πάω στο επόμενο. Σήμερα, τυχαίνει να υπάρχουν έργα που τα δουλεύω παράλληλα. Είναι μια καλή εναλλαγή».

Picture
Λ.Θ.: «Ποια θα είναι η επόμενη έκθεση και τι σχέδια υπάρχουν για το μέλλον;».

Β.Σ.: «Δεν ξέρω ακόμα ποια θα είναι και πότε θα γίνει η επόμενη έκθεση. Το σίγουρο είναι πως έχει ξεκινήσει ένας νέος κύκλος δημιουργίας. Θέλω να έρθω πιο κοντά στον κόσμο με τη ζωγραφική ως διαδικασία και όχι ως παρουσίαση μόνο. Δηλαδή, αυτό που φοβόμουν κάποτε, το να με βλέπουν να ζωγραφίζω, θα γίνει το κύριο έργο. Ίσως η επόμενη έκθεση να είναι ένα live act, γιατί, δεν ξέρω αν σ’ το έχω πει, οι εκθέσεις με αναστατώνουν λίγο. Επίσης θέλω να πειραματιστώ με διάφορα πρόσωπα, ακόμα και με το σκύλο μου τον Dranky. Μια επόμενη έκθεση θα είναι αφιερωμένη σ’ αυτόν, δε θα είναι όμως αντικείμενο των έργων αλλά και ο ίδιος καλλιτέχνης!».

Λ.Θ.: «Και μ’ αυτά τα ωραία θα κλείσουμε. Να σ’ ευχαριστήσω για το χρόνο σου και την πολύ όμορφη κουβέντα που κάναμε. Σου ευχόμαστε ό,τι καλύτερο, με πολλές επιτυχίες στο μέλλον!».

Β.Σ.: «Κι εγώ σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου, Λεωνίδα. Να είστε πάντα καλά. Σας εύχομαι χρόνια πολλά, δύναμη και δημιουργία!».


Λεωνίδας Θεοδωρίδης για το CMOM.

__________
Από την πρόσφατη έκθεση "Aquaholic Rock Legends"

Picture
Picture
Picture


Φωτογραφίες: Λεωνίδας Θεοδωρίδης κι από το προσωπικό αρχείο της Βασιλικής Σιαταρά.
Η σελίδα της Βασιλικής Σιαταρά στο Facebook «Alchemy Design»

0 Comments

CMOM Portrait | Γιώργος Μπιλικάς

31/7/2014

1 Comment

 


CMOM Portrait | Γιώργος Μπιλικάς

«Το να μπορούμε –και μπορούμε− να μετατρέπουμε τα αρνητικά σε θετικά και να δημιουργούμε μόνο θαύμα είναι».

Picture
Ο Γιώργος Μπιλικάς είναι τραγουδοποιός και συγγραφέας, ενώ έχει συμμετάσχει κατά καιρούς και σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους υποδυόμενος κάποιο ρόλο ή κάνοντας τη μουσική επένδυση. Σε σχέση με τη μουσική, είναι ένας αθεράπευτα ρομαντικός ροκάς, αλλά συγκυριακά και αφορμή των ταινιών κυρίως έχει διερευνήσει μουσικά και άλλα είδη, συνθέτοντας τραγούδια και γράφοντας στίχους. Η μεγάλη οθόνη τού πρόσφερε άλλη μία ευκαιρία να «ταξιδεύει», ενώ τα τελευταία χρόνια τον έχει κερδίσει η γραφή, όπου δημιουργεί νέους κόσμους με την πηγαία φαντασία του, πραγματοποιώντας και συνθέτοντας με τη μαγική του πένα, πλέον, ένα διαφορετικό «ταξίδεμα», όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει, τόσο για τον ίδιο όσο και για τους αναγνώστες του.
    Οι δρόμοι μας συναντήθηκαν στη μουσική διαδικτυακή κοινότητα MusicHeaven, καθώς μοιραζόμαστε ανάλογες ανησυχίες σε σχέση με το πάθος μας για τη γραφή, και εκεί κεντάμε ιστορίες για «αφηγήσεις» άλλων, επενδυμένες με νότες. Ο Γιώργος είναι ό,τι θα χαρακτήριζα ευγενική ψυχή. Τον διακρίνει, επομένως, μία ευγένεια, που γίνεται αμέσως εμφανής, τόσο με την απαλή και βαθιά φωνή του όσο και με την ηρεμία στις κινήσεις του. Παρότι κρύβονται πολλές ιστορίες στην εμπειρική του παρακαταθήκη, και λόγω καταγωγής (βλ. το κείμενο του διμήνου στο Guest List) και λόγω της προσωπικής του πορείας, χρειάζεται κάποιος να τον συναναστραφεί αρκετά, για να αρχίσουν να αποκαλύπτονται ένας ένας οι μικροί του θησαυροί, γιατί η διακριτικότητά του αφήνει το στίγμα της εσωτερικής δυναμικής του χωρίς να διαταράσσεται η αισθητική από οτιδήποτε ενοχλητικά πομπώδες ή κραυγαλέο. Και όχι γιατί είναι κρυψίνους ή ακοινώνητος, το αντίθετο μάλιστα, αλλά γιατί η αυτοπροβολή και η επανάπαυση σε «δάφνες» δε χαρακτηρίζουν όσους πιστεύουν ότι η περιπέτεια της δημιουργίας είναι μία συνεχής διαδρομή δίχως τέλος. Το ανήσυχο πνεύμα του, λοιπόν, και η πλούσια φαντασία του μας ωθούν σε ατέρμονες συζητήσεις, οι οποίες δεν ξέρουμε ποτέ σε ποια «Ιθάκη» ή σε ποια μανιασμένη θάλασσα θα μας οδηγήσουν, καθώς κάθε φορά ανοίγονται νέοι και άγνωστοι ορίζοντες. Εκεί, ακόμα και όταν οι προοπτικές μοιάζουν ανύπαρκτες, τις επινοούμε αν χρειαστεί, με την τόλμη που επιτρέπουν η αγνόηση της πληγωμένης αθωότητας και ο σεβασμός στη χαρά του ονείρου. Αυτές οι προκλήσεις για νοερά ταξίδια, επομένως, υπήρξαν κάποιοι από τους λόγους που έκαναν αυτήν τη γνωριμία να ανθίσει σε μία ενδιαφέρουσα ανθρώπινη σχέση. Ανάμεσα σε άλλα, προέκυψαν μία υπέροχη συνεργασία αφορμή των δύο πρώτων βιβλίων του «Heaven Adventures» και «No. 9», για τα οποία κάναμε μαζί παρουσιάσεις, όπως και πολλές ιδέες για μελλοντικά δημιουργικά συναπαντήματα.
    Σε αναμονή όποιου νέου ευπρόσδεκτου ερεθίσματος μπορεί να μας απογειώσει σε διαφορετικές σφαίρες, σας παρουσιάζουμε εδώ μία συζήτηση – συνέντευξη με το Γιώργο Μπιλικά εφ’ όλης της ύλης, για να γνωρίσετε ορισμένες πτυχές της πληθωρικής και πάντα γλυκιάς προσωπικότητάς του.

Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Γιώργο, πες μας λίγα λόγια για σένα».

Γιώργος Μπιλικάς: «You’ve got me by surprise, Ιουλία. Δεν περίμενα τέτοιο ξεκίνημα για συζήτηση. Νιώθω δύσκολα να μιλάω για μένα. Δεν είναι καλύτερα να με ρωτάς; Τι να πω εγώ για μένα; Ok! Γεια σας, είμαι ο Γιώργος Μπιλικάς, τραγουδοποιός, αρθρογράφος και συγγραφέας και πρόκειται να απαντήσω σε μία σειρά ερωτήσεων, που θα μου υποβάλλει η καλή μου φίλη Ιουλία Λυμπεροπούλου και που συνθέτουν μία συνέντευξη. Ευχαριστώ επί τη ευκαιρία».

Ι.Λ.: «Να είσαι πάντα καλά! Και εγώ σ’ ευχαριστώ που μου ανοίγεις τα πέταλα της σκέψης σου, για να πάρουμε μερικές ιδέες, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο θαυμαστό σου κόσμο! Θα γίνω, λοιπόν, πιο συγκεκριμένη. Εσύ γράφεις μουσική, στίχους, τραγουδάς και παίζεις κιθάρα. Με ποια είδη μουσικής έχεις ασχοληθεί ή και ασχολείσαι κυρίως;».

Γ.Μπ.: «Δεν ξέρω αν μπορώ να κατατάξω τη μουσική μου οπωσδήποτε σε ένα είδος, γιατί η δουλειά μου δεν είναι αυτή. Δεν έχω πει ποτέ “τώρα θα κάνω αυτό” ή “τώρα θα κάνω εκείνο” και πιστεύω ότι ο προσδιορισμός με μία “ταμπέλα” περιορίζει την όποια έμπνευση. Ο δημιουργός αφήνεται στο μονοπάτι της έμπνευσης και ταξιδεύει. Έτσι κάνω και εγώ, αλλά, βλέπεις, έχουμε και τους κώδικες. Τους κώδικες τους οποίους εμείς οι ίδιοι έχουμε δημιουργήσει, για να μπορούμε να συνεννοούμαστε. Με βάση λοιπόν αυτούς τους κώδικες, θα έλεγα ότι ασχολούμαι με τη ροκ μπαλάντα, αλλά και πάλι, σύμφωνα πάντα με τους κώδικες, το λέω αυτό μόνο για να “συλλάβεις” το ηχόχρωμα στο οποίο κινούμαι».

Ι.Λ.: «Ποιες ήταν οι μουσικές επιρροές σου;».

Γ.Μπ.: «Όταν ένιωσα ότι πραγματικά άρχιζε μέσα μου να διαμορφώνεται “κάτι”, ήταν ο “αδελφός” μου, George Harrison, με τους Beatles, και ο Bob Dylan. Τώρα θα γελάει ο Καζούλλης».

Ι.Λ.: «Γιατί θα γελάει;».

Γ.Μπ.: «Γιατί ο Μπίλλυ είναι με το McCartney. Με αποκαλεί Harrison».

Ι.Λ.: «Τι σημαίνει για σένα μουσική και πόσο σημαντική είναι στη ζωή σου;».

Γ.Μπ.: «Ως ακροατής έχω πάντα την περιέργεια να ακούσω τι έχει να μου πει ο καλλιτέχνης, άσχετα εάν έχω ήδη διάλογο μαζί του ή όχι. Για τη δημιουργική μου πλευρά σημαίνει επικοινωνία, αλλά, επειδή γράφω πρώτα για μένα, σημαίνει να καλύψω πρώτα το δικό μου κενό και τη δικιά μου ανάγκη για έκφραση. Όταν καλύψω αυτή την ανάγκη, τότε ναι, θα πάρω την κιθάρα μου και θα το δημοσιοποιήσω. Αλλά αυτό πιστεύω ότι γίνεται από μόνο του. Δηλαδή το ίδιο το δημιούργημα σου το ζητάει και σου λέει: “Άσε με να περπατήσω τώρα. Είμαι έτοιμο”.».

Ι.Λ.: «Έχεις και δισκογραφικές δουλειές στο ενεργητικό σου με τους “Θαρσείν Χρει”, τους δίσκους “1974” και “Pop Festival”, από τον οποίο το τραγούδι “Μέρα Βροχερή” κέρδισε το Γ΄ Βραβείο Καλύτερου Τραγουδιού το 1973. Μίλησέ μας για αυτά».

Γ.Μπ.: «Ναι, ήταν ένας διαγωνισμός νέων συγκροτημάτων που διοργανώθηκε στα 1973 από το περιοδικό Φαντάζιο, την εταιρεία δίσκων Columbia και την ΕΡΤ-1. Δήλωνες λοιπόν συμμετοχή μέσω του περιοδικού σε μία φόρμα, σε ειδοποιούσαν και πήγαινες στο στούντιο, όπου ηχογραφούσες σε κασέτα τα τραγούδια με τα οποία ήθελες να συμμετέχεις στο διαγωνισμό. Ηχογράφησα 14 και ετοιμάστηκα να φύγω, αλλά μου είπαν ότι, αν έχω άλλο ένα, μπορώ να το ηχογραφήσω, γιατί η κασέτα το χωράει. Έτσι, για να γεμίσω την κασέτα, ηχογράφησα και το “Μέρα Βροχερή”. Συνολικά, έλαβαν μέρος 265 συγκροτήματα, από τα οποία προκρίθηκαν τα 13, το καθένα με ένα τραγούδι, για να λάβουν μέρος στον τηλεοπτικό διαγωνισμό που απένειμε ως “βραβείο” τη συμμετοχή στο δίσκο ο οποίος θα κυκλοφορούσε, ένα πενταετές επίσης συμβόλαιο με την Columbia και πέραν αυτών, με την ψήφο του κοινού, θα ξεχώριζαν επιπλέον τα 6 από τα 13 συγκροτήματα σε δύο κατηγορίες βραβείων. Τρία βραβεία αντιστοιχούσαν στην κατηγορία καλύτερου συγκροτήματος και άλλα τρία στην κατηγορία καλύτερου τραγουδιού. Η “Μέρα Βροχερή”, που ηχογραφήθηκε για να γεμίσει την κασέτα, κέρδισε το τρίτο βραβείο στην κατηγορία του καλύτερου τραγουδιού. Ο δίσκος “Pop Festival” κυκλοφόρησε και πρέπει να σου πω, όσον αφορά τη σπανιότητά του ως δίσκου βινυλίου, ότι αποτελεί για τους συλλέκτες στόχο πρώτης τάξεως. Πριν μερικά χρόνια, στη λίστα των 10 πιο σπάνιων δίσκων, ήταν στη θέση Νο. 5. Με την προοπτική, λοιπόν, μιας καριέρας λόγω του πενταετούς δισκογραφικού συμβολαίου, που είχε ήδη υπογραφεί, έγιναν οι ηχογραφήσεις, που αργότερα αποτέλεσαν το υλικό του “1974”. Η συνέχεια, όμως, δεν ήταν καθόλου ρόδινη, αφού η δισκογραφική δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου και για καμία μπάντα από τις 13 του δίσκου. Βεβαίως, πρέπει επίσης να σου πω ότι με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, που οδήγησαν στην εισβολή του “Αττίλα”, στην επιστράτευση κ.λπ., το απαγορευμένο –λόγω δικτατορίας− πολιτικό τραγούδι επανήλθε με τη Μεταπολίτευση το 1974, και έτσι δεν ευνοούνταν το μουσικό ηχόχρωμα –για να το πω έτσι−, στο οποίο εμείς οι 13 ήμασταν “ταγμένοι”. Έτσι, τα χρόνια πέρασαν, το πενταετές έληξε, και αργότερα, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά, ξεπήδησαν στη μουσική σκηνή γνωριμίες τού τότε και σημερινοί μου φίλοι, που προέρχονταν από εκείνον το διαγωνισμό, όπως ο Γιάννης Γιοκαρίνης, ο Κώστας Μπίγαλης, ο Βασίλης Σπυρόπουλος, ο Μιχάλης Ρακιντζής… Όσο για το δίσκο “1974”, πάλι η “Μέρα Βροχερή” έβαλε το χεράκι της, διότι χάρη σε αυτό το τραγούδι έψαξε και με βρήκε ο ερευνητής Νίκος Καραθανάσης, ζητώντας μου ηχογραφημένο υλικό με τους “Θαρσείν Χρει”, προκειμένου να κάνουμε ένα δίσκο. Βρήκα, λοιπόν, την τότε ηχογραφημένη μπομπίνα στην Κοπεγχάγη (εκεί ζει ο μπασίστας των “Θαρσείν Χρει”), την παρέδωσα στο Νίκο Καραθανάση, και έτσι το ηχογραφημένο υλικό του “1974” κυκλοφόρησε χωρίς τις τεχνολογικές παρεμβάσεις, όπως θα συνέβαινε σήμερα, σε συλλεκτικό βινύλιο, το 2004. Δηλαδή μετά από 30 χρόνια. Αυτό χάρη στο Νίκο Καραθανάση και στη “Μέρα Βροχερή”. Ευχαριστώ το Νίκο αλλά και το τραγούδι, που το σνόμπαρα πάντοτε και εξακολουθώ να το σνομπάρω. Θα ήθελα, όμως, να συμπληρώσω δύο πράγματα ακόμα. Πρώτα από όλα, σε σχέση με το όνομα της μπάντας, που όλοι μου λένε ότι ορθογραφικά είναι λάθος και μου ζητάνε να το διορθώσω σε “Θαρσείν Χρη”. Όχι. Το όνομα δηλώθηκε όπως δηλώθηκε, δηλαδή “Θαρσείν Χρει”, συνειδητά. Ο καθένας, άλλωστε, έχει δικαίωμα να δηλώνει και να γράφει το όνομά του όπως αυτός θέλει. Στο κάτω κάτω, τι θα πει “Beatles”, που όλοι μας “Σκαθάρια” τους ανεβάζουμε και “Σκαθάρια” τους  κατεβάζουμε; Ξέρουμε ότι είναι ένα λογοπαίγνιο. Τι θα πει “Byrds”; Θα πει “Πουλιά”; Σίγουρα όχι. “Πουλιά” βεβαίως εννοούν, αλλά… ανορθόγραφα. Το ήθελα λοιπόν με “ει” και το δήλωσα με “ει”. Και θα κλείσω την απάντηση στην ερώτηση αυτή αναφέροντας τα ονόματα των παιδικών μου φίλων, με τους οποίους όλοι μαζί συναποτελέσαμε το όχημα των “Θαρσείν Χρει”. Στα ιδρυτικά μέλη, εκτός από εμένα, ανήκουν επίσης ο Κώστας Χαλβαδάκης στο μπάσο και ο Μπάμπης Μαραγκός (“έφυγε” τον Απρίλιο του 2013) στην κιθάρα. Και στα τύμπανα, τέλος, είχαμε αρχικά τον Τόλη Πιπερά, με τον οποίο λάβαμε μέρος στο “Pop Festival”, αλλά αργότερα τον αντικατέστησε ο Δημήτρης Δημητράκας, με τον οποίο ηχογραφήσαμε το υλικό του “1974”».

«Μέρα Βροχερή»

«Ι.Λ.: «Πόσο δύσκολη είναι σήμερα η κυκλοφορία ενός δίσκου;».

Γ.Μπ.: «Σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά και δεν έχουν καμία σχέση με το τότε. Σήμερα οι εταιρείες δεν ψάχνουν για ταλέντα, γιατί σήμερα το ταλέντο έχει βιομηχανοποιηθεί και το παράγουν στα διάφορα τηλεοπτικά σόου. Έχει αλλάξει δηλαδή και το όνειρο. Το αντιλαμβάνεσαι αυτό; Πέραν αυτού, το internet έχει μειώσει αισθητά την αγορά δίσκων, πέραν αυτού, επίσης, η έννοια του “κάνω δίσκο” έχει χάσει την τότε αίγλη της, αφού σήμερα βρίσκεις τα πάντα στο περίπτερο, και, πέραν ΚΑΙ αυτού, σήμερα δίσκο κάνει ο οποιοσδήποτε μπορεί να διαθέσει ένα χρηματικό ποσόν για τα έξοδα του στούντιο και εφόσον έρθει σε συμφωνία με μια εφημερίδα. Όλο όμως αυτό το αρνητικό κλίμα σε σχέση με τις πωλήσεις θεωρώ ότι έκανε καλό στις ζωντανές εμφανίσεις, γιατί οι μειωμένες δισκογραφικές πωλήσεις ανάγκασαν τους καλλιτέχνες να έρχονται συχνότερα σε επαφή με το κοινό μέσω συναυλιών».

Ι.Λ.: «Εντοπίζεις ένα μέρος της δυσκολίας γενικότερα ως προς τη μουσική δραστηριοποίηση, και όχι μόνο για τη δισκογραφία, και στο είδος της μουσικής που σου αρέσει να γράφεις και να παίζεις;».

Γ.Μπ.: «Ναι, πέρα από την όποια γενική δυσκολία υπάρχει, είναι σαφές ότι το μουσικό είδος το οποίο γράφω ή παίζω, δεν… τραβάει, με την έννοια ότι και οι ανάλογοι χώροι έχουν αλλάξει ρεπερτόριο ή αντικείμενο. Άρα έχουν μειωθεί. Είμαι όμως και παραμένω αθεράπευτα ρομαντικός. Θεωρώ τον εαυτό μου μουσικό και όχι διασκεδαστή, και αυτό κάνει τη διαφορά. Ο διασκεδαστής, προκειμένου να δουλέψει, προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του καταστηματάρχη αρχικά και του κοινού στη συνέχεια. Ο μουσικός, αντίθετα, έχει το δικό του ρεπερτόριο και, όταν ανεβαίνει να παίξει, παίζει το δικό του ρεπερτόριο. Και το κοινό, άλλωστε, που θα πάει να τον ακούσει, γι’ αυτόν το λόγο θα πάει. Κανένας δε θα πάει, για παράδειγμα, στο Βασίλη Καζούλλη, για να ακούσει τραγούδια που λέει ο Μανώλης Μητσιάς ή το αντίθετο. Έτσι δεν είναι;».

Ι.Λ.: «Έχεις κάνει και γνωριμίες με πολλούς γνωστούς τραγουδοποιούς μέσα από το χώρο όλα αυτά τα χρόνια. Θες να μας μιλήσεις για κάποιες από αυτές, που σε καθόρισαν μουσικά αλλά ίσως και σε προσωπικό επίπεδο;».

Γ.Μπ.: «Παραδέχομαι ότι με κάποιους νιώθω πιο κοντά λόγω παρέας ή συχνότερων επαφών, αλλά όλους τους αγαπώ το ίδιο, γιατί αυτό το πάρε δώσε συμβαίνει αυτόματα. Ωστόσο, δύο κορυφαίες γνωριμίες για μένα, οι οποίες όμως με είχαν καθορίσει μουσικά πολύ πριν τους γνωρίσω και προσωπικά, ήταν με τον Donovan και με τον Ian Anderson».
Picture
Ι.Λ.: «Έχεις συμμετάσχει επίσης και σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες, παίζοντας κάποιο ρόλο ή και γράφοντας τη μουσική. Θα μας μιλήσεις για τις πιο σημαντικές ή χαρακτηριστικές στιγμές αυτής της πορείας;».

Γ.Μπ.: «Σημαντικές θεωρώ όλες μου τις συμμετοχές είτε στο cast είτε στον ήχο είτε στη μουσική. Χαρακτηριστική ήταν η πρώτη μου εμφάνιση στο cast στη μικρού μήκους “Φιλοσοφία” του Δημήτρη Αθανίτη, με την οποία πήραμε το βραβείο του Φανταστικού στο Φεστιβάλ της Δράμας το 1993, όπως και η συμμετοχή μου στο cast αλλά και στην πρωτότυπη μουσική επένδυση στο “Αντίο Βερολίνο”, με την οποία πήραμε το βραβείο της καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το 1994. Η ταινία δε αυτή είναι υπεύθυνη για τα καπέλα που συνηθίζω να φοράω. Έκανα έναν γκάνγκστερ με μπορσαλίνο εκεί, και μου άρεσε το στιλ. Από τότε τα υιοθέτησα».

«Αντίο Βερολίνο» − Η ταινία


Ι.Λ.: «Για την ταινία “Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο” του Δ. Αθανίτη έγραψες τη μουσική και είχες κερδίσει και μία υποψηφιότητα για βραβείο στο 38ο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης το 1997. Ήταν και αυτή μία σημαντική στιγμή».

Γ.Μπ.: «Και βέβαια ήταν. Και η υποψηφιότητα είναι επιτυχία από μόνη της. Όμορφη ταινία. Και επειδή την είδαμε πρόσφατα μαζί, χαίρομαι πάρα πολύ που σου άρεσε και η ταινία, αλλά και η μουσική».
Picture











«Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο»



«Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο» (trailer)


Ι.Λ.: «Μου άρεσαν πράγματι και η ταινία, με τη σύγχρονη αυτή μεταφορά του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης στη μεγάλη οθόνη, αλλά και η μουσική σου, που δημιουργούσε την κατάλληλη ατμόσφαιρα... Εκτός από τη μουσική και τον κινηματογράφο, ωστόσο, έχεις βρει δημιουργική διέξοδο και μέσα από τη γραφή. Πώς προέκυψε αυτή η σχέση;».

Γ.Μπ.: «Αυτή η σχέση προέκυψε μόνη της, χωρίς να το καταλάβω. Σχεδόν αυτόματα. Χτύπησε η πόρτα μου, την άνοιξα και μπήκε η γραφή. Μου είπε ότι ήρθε να με πάρει μαζί της και αφέθηκα στο ταξίδεμα».
Picture
Ι.Λ.: «Αρθρογραφείς επίσης πολλά χρόνια για τη μουσική κοινότητα MusicHeaven, όπου διατηρείς μία μόνιμη στήλη με τίτλο “Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο”. Μίλησέ μας για αυτήν τη διαδρομή μέσα από τη θεματολογία που επιλέγεις, τις γνωριμίες που μπορεί να προέκυψαν αφορμή των συνεντεύξεων, και γενικότερα για ό,τι θα χαρακτήριζα ως “γόνιμη περιπέτεια” σε σχέση με την ύπαρξη, τη συνέχεια και την επιτυχημένη πορεία μίας πολύχρονης στήλης».

Γ.Μπ.: «Ναι… είναι το χτύπημα της πόρτας που σου είπα μόλις πριν. Αρθρογραφώ στο MusicHeaven από το 2004, και η ονομασία της στήλης μου είναι δανεισμένη από την ταινία του Δημήτρη για την οποία μιλούσαμε νωρίτερα. Η θεματολογία μου αφορά όσους με ταξιδεύουν, με διαμορφώνουν και με καθορίζουν μουσικά όλα αυτά τα χρόνια. Σκέφτηκα ότι τους οφείλω πράγματα και έτσι ωρίμασε μέσα μου το ταξίδεμα της γραφής. Είπα στον εαυτό μου πως το ελάχιστο που μπορώ να κάνω για τη γνώση, τις εμπειρίες, το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά που έχω διαμορφώσει μέσα από το ταξίδεμα που μου έχουν χαρίσει ή μου χαρίζουν ακόμα είναι ένα αφιέρωμα για τον καθένα ξεχωριστά. Η στήλη είναι όντως επιτυχημένη και φαίνεται από την αναγνωσιμότητα που έχει. Αυτό βέβαια οφείλεται στους αναγνώστες της, τους οποίους, πέρα από τις ιδιαίτερες ευχαριστίες τις οποίες τους απευθύνω στο τέλος του κάθε μου άρθρου, τους ευχαριστώ και από εδώ ακόμα μία φορά. Μέσα από τις συνεντεύξεις γνωρίστηκα με καλλιτέχνες ή ξαναείδα άλλους τους οποίους ήδη γνώριζα. Δε θέλω να ξεχωρίσω κανέναν, είτε αυτός λέγεται Robert Plant είτε Marianne Faithful είτε Walkabouts, αλλά όλοι τους θα μου επιτρέψουν να αναφερθώ στο παιδί που χάσαμε, γιατί ο Νίκος Παπάζογλου ήταν όντως ένα παιδί. Γνωριστήκαμε αρκετά χρόνια πριν το 2006, τη χρονιά κατά την οποία του πήρα τη συνέντευξη, και συναντιόμασταν στους χώρους των συναυλιών του ή στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κάναμε μία πολύ όμορφη συνάντηση στην παρουσίαση του τελευταίου του δίσκου και, μετά τη συνέντευξη, αφήσαμε να πλανάται στον αέρα ένα μελλοντικό ραντεβού με ρακές, το οποίο δεν πρόλαβε να γίνει, αλλά, Νίκο μου, δε χρειάζεται να ανησυχείς, γιατί αυτό το ραντεβού θα το κάνουμε. Αφού το υποσχεθήκαμε, θα το κάνουμε».

«Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο» − η στήλη του Γιώργου Μπιλικά στο MusicHeaven

Ι.Λ.: «Έχουν ήδη εκδοθεί δύο βιβλία σου, το Heaven Adventures και το Νο. 9, ενώ τώρα ετοιμάζεται να εκδοθεί και το τρίτο σου βιβλίο, που θα φέρει τον τίτλο Al-Andalus. Μίλησέ μας με λίγα λόγια για αυτά».

Picture
Γ.Μπ.: «Στο Heaven Adventures, μέσα από το οδοιπορικό των δύο κεντρικών ηρώων, συγκρίνεται −πολύ συχνά με χιούμορ− ο τρόπος σκέψης δύο πολιτισμών. Του Ελληνικού (που εκπροσωπεί ο Ορφέας) και του Εβραϊκού (που εκπροσωπεί ο Ιησούς), μέσα από τη θρησκευτική φιλοσοφία και το δόγμα που γέννησε η κουλτούρα τους. Στο Νο. 9 έχουμε την περίπτωση στην οποία ο ήρωας πεθαίνει, αλλά δεν το ξέρει, και μέχρι να το συνειδητοποιήσει πηγαινοέρχεται αδιάκοπα στο “εδώ” και στο “εκεί”. Θεματικά μπορεί να δείχνουν άσχετα μεταξύ τους, αλλά, όπως θα θυμάσαι και εσύ από την παρουσίαση, την οποία κάναμε μαζί στο “Bat City” −με δικιά σου μάλιστα επιμέλεια−, υπάρχουν συνδετικοί κρίκοι. Στο Heaven Adventures μπαίνει το ερώτημα: “Τι συμβαίνει όταν φύγουμε από αυτήν τη ζωή; Πού πάμε μετά;”. Και στο Νο. 9 βρισκόμαστε βουτηγμένοι σε αυτό το “μετά”. Στο “εκεί” δηλαδή. Επίσης, στο Νο. 9 υπάρχει και η ατάκα που λέει ότι “πρέπει να ευγνωμονούμε τον αντίπαλο για την ύπαρξή του, γιατί, αν μη τι άλλο, μας κρατάει σε εγρήγορση”. Αυτή λοιπόν η ατάκα είναι link προς το Al-Andalus, το οποίο ως μεταφορά του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης στην Ισπανία του 940 μ.Χ. ασχολείται κυριολεκτικά με τον αντίπαλο, που στην περίπτωση αυτή είναι ο Χαλίφης της Κόρδοβα, που συμβολίζει τον Άδη. Πέρα από όλα αυτά, ένας άλλος συνδετικός κρίκος είναι ο ίδιος ο Ορφέας, ο οποίος αποτελεί τον κεντρικό ήρωα και των τριών μυθιστορημάτων».

Picture
Ι.Λ.: «Ο καθένας έχει διαφορετική μέθοδο ή και μεθόδους ακόμα στον τρόπο που τελικά καταλήγει να γράψει ένα βιβλίο. Εσύ από πού αντλείς την έμπνευσή σου; Και ποιες είναι οι σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζεις κάθε φορά που γράφεις ένα βιβλίο;».

Γ.Μπ.: «Δεν ξέρω από πού αντλώ. Από την κάθε μέρα μου; Από κάτι που θα δω; Από κάτι που θα διαβάσω; Η έμπνευση έρχεται από εκεί που δεν την περιμένεις, όπως ο έρωτας, που σε κατακεραυνώνει ξαφνικά και, για να τον ζήσεις, πρέπει να αφεθείς και να τον βιώσεις. Έτσι θεωρώ πως πρέπει να αφήσεις και την έμπνευση να σε ταξιδέψει και να σε πάει μέχρι εκεί που η δικιά σου Αθηνά θα σε αποθέσει στους δικούς σου Φαίακες. Και δε λέω Ιθάκη, γιατί το ταξίδι δεν τελειώνει. Η πρόκληση είναι για μένα η ίδια η γραφή. Είναι ο ίδιος ο έρωτας/γραφή, που, αντί να κάθομαι να χρονοτριβώ αναλύοντας τι είναι αυτό που μου συμβαίνει ή γιατί μου συμβαίνει αυτό που μου συμβαίνει, προτιμώ να μπω μέσα του, να το ξεψαχνίσω και το βιώσω».

Ι.Λ.: «Οι χαρακτήρες των βιβλίων σου, ακόμα και η ίδια η ιστορία, αφού βάζεις την τελευταία τελεία, αισθάνεσαι ότι φεύγουν από σένα, όντας έτοιμοι να ταξιδέψουν και να “χαθούν” ή να μετουσιωθούν με διάφορους τρόπους μέσα από τους αναγνώστες, ή συνεχίζουν να σε “στοιχειώνουν”, με αποτέλεσμα η τελεία να είναι εξαρχής ή να γίνεται στη συνέχεια αποσιωπητικά;..».

Γ.Μπ.: «Θεωρώ ότι τίποτα δεν τελειώνει και γι’ αυτό θα βάζω μια ζωή αποσιωπητικά. Γι’ αυτό κλείσαμε το ραντεβού να πιούμε ρακές με το Νίκο, γιατί θα τον ξαναδώ, και γι’ αυτό το Al-Andalus τελειώνει με ένα υστερόγραφο».

Ι.Λ.: «Μέχρι στιγμής στη λογοτεχνική σου γραφή σε έχει κερδίσει ό,τι θα συγκαταλέγαμε στο φανταστικό ή στην επιστημονική φαντασία. Τι σε ελκύει πιο πολύ σε αυτά τα είδη;».

Γ.Μπ.: «Με ελκύει το γεγονός ότι φτιάχνω έναν δικό μου κόσμο και ταξιδεύω μέσα σ’ αυτόν. Καταλαβαίνεις αυτό που θέλω να σου πω, Ιουλία; Είναι δικός μου ο κόσμος, σημαίνει ότι εγώ οριοθετώ και άρα ελέγχω τα πάντα».

Ι.Λ.: «Βέβαια το καταλαβαίνω. Έχουμε, άλλωστε, ανάλογες ανησυχίες και σημεία συνάντησης σε αυτές τις διαδρομές. Και είσαι πράγματι ανεξάντλητος, γιατί διατηρείς και ένα ιστολόγιο, όπου επίσης αναρτάς πολλές αυτοτελείς αφηγήσεις, ποιήματα κ.λπ. Μίλησέ μας για την ανάγκη που σε ωθεί όταν ξυπνάς το πρωί στην ενεργοποίηση της μαγικής σου πένας».

Γ.Μπ.: «Το συζητούσα πρόσφατα με ένα φίλο συγγραφέα αυτό, γιατί είναι και για μένα ένα ερωτηματικό. Αυτό μάλιστα που με “ανησυχεί” είναι ότι, μέχρι να οριστικοποιήσω τι είναι αυτό που θέλω να γράψω, γυρίζω μέσα στο σπίτι σαν το λιοντάρι στο κλουβί. Πρέπει να το κοιτάξω λες αυτό, Ιουλία μου;».

Ι.Λ.: «Να μη σε ανησυχεί καθόλου. Η συσσώρευση αυτής της ενέργειας είναι εκείνη που σε οδηγεί στη συνέχεια στο βατήρα της εκτόξευσης! Πότε, όμως, άρχισες να γράφεις, καταλαβαίνοντας ότι η σκέψη σου, τα συναισθήματα ή ό,τι θα διαμόρφωνε αργότερα τους χαρακτήρες σού ζητούσαν άμεση, ίσως και με τρόπο απαιτητικό, έκφραση στο χαρτί;».

Γ.Μπ.: «Η πηγή αυτού του γεγονότος βρίσκεται πολύ πίσω. Κάπου εκεί, στο 2000, όταν έγραφα εκείνα τα χιουμοριστικά μηνύματα στο Μάρκο, αργότερα μεγάλωσαν, έγιναν το καθένα από ένα κεφάλαιο και όλα μαζί συνέθεσαν το πρώτο μου μυθιστόρημα. Το Heaven Adventures δηλαδή».

Picture
Ι.Λ.: «Βρίσκεις κοινά στοιχεία στην τραγουδοποιία (μουσική – στίχος) και στη διαδικασία συγγραφής ενός βιβλίου;».

Γ.Μπ.: «Ναι. Και τα δύο είναι δημιουργήματα. Αλλά και για έναν πίνακα ζωγραφικής όπως και για μία ταινία πάλι θα έλεγα το ίδιο, με την έννοια ότι αποτελούν δημιουργίες. Πίσω από κάθε δημιούργημα υπάρχει ένας δημιουργός και δεν έχει σημασία τι είναι αυτό. Ό,τι και να είναι, είναι το αποτέλεσμα του τρόπου μέσα από τον οποίο ο δημιουργός διάλεξε να εκφραστεί».

Ι.Λ.: «Πώς διαβάζεις και πάλι κάτι που έγραψες παλιότερα ή πώς ακούς κάτι που συνέθεσες πριν από χρόνια;».

Γ.Μπ.: «Χμμμ… Λίγο δύσκολο αυτό. Το κάνω όσο είναι φρέσκο και όσο μου επιτρέπεται να επεμβαίνω και να το τροποποιώ. Το να ακούσω/διαβάσω μετά από χρόνια κάτι δεν το κάνω, γιατί θα αρχίσω να λέω “εδώ έπρεπε να κάνω αυτό, εκεί έπρεπε να κάνω εκείνο”, και διάφορα τέτοια».

Ι.Λ.: «Διαβάζεις γενικότερα πολύ; Θεωρώ σημαντικό το να διαβάζει πολύ κάποιος που γράφει ή έστω να έχει διαβάσει πολύ. Ακόμα και να διαβάζει κάνοντας την απαιτούμενη “έρευνα” για την εποχή ή για ό,τι άλλο χρειάζεται το χτίσιμο μίας ιστορίας, κάτι που γνωρίζω ότι εσύ το κάνεις στα γραπτά σου. Είναι το ίδιο απαραίτητο δομικό υλικό όσο και η φαντασία. Η ερώτηση αφορά έναν προβληματισμό που γεννήθηκε σε διάφορες συζητήσεις μου με νεότερα παιδιά που γράφουν, στα οποία η ορμή τους για να γράψουν κάτι υποσκελίζει κάποιες φορές τη διαδικασία της ανάγνωσης. Μερικές φορές αυτό έχει επίπτωση και στην ανάγνωση του δικού τους τελικού γραπτού, γιατί η σωστή ανάγνωση, παρατήρηση, συνέπεια κ.λπ. καλλιεργείται στο χρόνο και με προσπάθεια. Είναι σαν να θες να γίνεις ή να είσαι μουσικός χωρίς να μελετάς και χωρίς να ακούς μουσική ή σαν να μη θες να μάθεις πιο πολλά για το είδος της μουσικής που παίζεις. Δεν ξέρω αν είναι πετυχημένος ο συσχετισμός ή αν ακούγεται πολύ ακαδημαϊκό όλο αυτό, αλλά νομίζω ότι η πραγματική ενασχόληση με όποιον τομέα μπορεί να αποτελέσει “αντικείμενο πόθου” είναι σημαντική για τη βαθύτερη κατανόησή του».

Γ.Μπ.: «Ναι, είναι πετυχημένος ο συσχετισμός, γιατί όντως η πραγματική ενασχόληση με το όποιο “αντικείμενο πόθου”  απαιτεί, κατά τη γνώμη μου, τη συνεχή ενημέρωση και μελέτη. Αν, για παράδειγμα, είσαι κιθαρίστας, πώς θα κρατήσεις τα δάχτυλά σου σε φόρμα αν δεν μελετάς; Και πώς θα διατηρείσαι “μέσα στα πράγματα” αν δεν ενημερώνεσαι συνεχώς; Για να μπορείς όχι μόνο να είσαι αλλά και να παραμένεις ο Ρονάλντο ή ο Μέσι, πρέπει να το φροντίζεις με καθημερινή προπόνηση. Διαβάζουμε, λοιπόν, για να διατηρούμε την ικανότητα του να γράφουμε».

Ι.Λ.: «Μου έχει δημιουργηθεί η εντύπωση, σε σχέση με τα παραπάνω, ότι μπορεί να έχουν παίξει το ρόλο τους, ανάμεσα σε άλλους, δύο παράγοντες. Ο ένας είναι το ηλεκτρονικό μέσο, που επιδρά με μία εκμηδενιστική ταχύτητα στη διάσπαση της προσοχής και στη διαδικασία της ανάγνωσης, και ο δεύτερος μία προσπάθεια ίσως να αποτιναχτεί, ακόμα και ασυνείδητα, η “καταδυνάστευση” των προτύπων. Γιατί, κατά καιρούς, έχω ακούσει απίθανες ατάκες, οι οποίες μάλλον προκύπτουν από μία ατολμία ή απουσία αυτοπεποίθησης, κάτι που αφορά βαθιά ριζωμένα κοινωνικά κατάλοιπα, και οι οποίες σε κάνουν να αναρωτιέσαι για το αν, σύμφωνα πάντα με τέτοιου είδους αντιλήψεις, όποιος δεν είναι ο τάδε ή ο χ, ψ μεγάλος συγγραφέας, που και αυτός πέρασε από κύματα για να γίνει μεγάλος, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, δεν πρέπει να γράφει. Είναι προκατάληψη και η ερώτησή μου εδώ ρητορική. Και κάπου εκεί χάνεται η ισορροπία για το τι και για το πώς της διαδικασίας. Πιστεύω στο χρόνο θα αποκατασταθεί η σύγχυση ή θα προκύψουν νέα θέματα. Εσύ έχεις εντοπίσει τέτοια δείγματα συμπεριφοράς ή αντιλήψεων;».

Γ.Μπ.: «Όχι, δε συμφωνώ με αυτή την αντίληψη. Τι θα πει “όποιος δεν είναι μεγάλος συγγραφέας, δεν πρέπει να γράφει”; Μα, άμα δε γράφει, πώς θα εξελιχθεί, ώστε να φτάσει να γίνει κάποτε μεγάλος; Πήρε κανένας χρυσό μετάλλιο, για παράδειγμα, στην κολύμβηση χωρίς προηγουμένως να μάθει να κολυμπάει; Θεωρώ στείρα και ανόητη αυτή την αντίληψη και δεν την καταλαβαίνω. Είναι σαν “χούντα”, που σε στραγγαλίζει αφαιρώντας σου το δικαίωμα της έκφρασης. Θάνατος είναι».

Ι.Λ.: «Θεωρείς ότι από την κρίση και από όλη αυτή την οικονομικοπολιτική και κοινωνική ζύμωση θα μπορούσε να προκύψει και κάτι θετικό, με την ανάδειξη στοιχείων που νωρίτερα αυτή η φούσκα ευμάρειας έσπρωχνε κάτω από το χαλί;».

Γ.Μπ.: «Σαφώς ναι. Αυτό είναι άλλωστε για μένα το θαύμα που φέρνει μέσα της η “ελπίδα”, είναι το θαύμα που επιτελεί ο “αισιόδοξος άνθρωπος” και είναι αυτό που μας διακρίνει και μας χαρακτηρίζει ως λαό. Αυτό το “ξανά προς τη δόξα τραβά”, που ο λαός μας έχει τον τρόπο να το λέει και διαφορετικά. Το να μπορούμε –και μπορούμε− να μετατρέπουμε τα αρνητικά σε θετικά και να δημιουργούμε μόνο θαύμα είναι».

Ι.Λ.: «Τι είναι εκείνο που θα ήθελες πολύ να κάνεις και δεν το έχεις ακόμα καταφέρει;».

Γ.Μπ.: «Να γράψω το πέμπτο μου μυθιστόρημα, για να μπορέσω να ασχοληθώ με το έκτο. Μου είναι όμως εντελώς αδύνατον να το κάνω, γιατί πρέπει προηγουμένως να τελειώσω το… τέταρτο!».

Ι.Λ.: «Αν μπορούσες να ταξιδέψεις σε κάποια ιστορική περίοδο, ποια θα ήταν αυτή και γιατί;».

Γ.Μπ.: «Πάντοτε με γοήτευε ο ιππότης που σκοτώνει το δράκο, για να σώσει την καλή του, αλλά και ο τροβαδούρος που τραγουδάει κάτω από το μπαλκόνι της. Δεν έχει αλλάξει κάτι πάνω σ’ αυτό, Ιουλία. Εξακολουθούν να με γοητεύουν ακόμα».

Picture
Ι.Λ.: «Υπάρχει κάποιος λογοτεχνικός χαρακτήρας με τον οποίο να αισθάνεσαι ένα είδος ομοιότητας ή και ταύτισης;».

Γ.Μπ.: «Αν ο Ορφέας θεωρείται λογοτεχνικός χαρακτήρας, τότε αυτός είναι. Νιώθω όμως και… Οδυσσέας».

Ι.Λ.: «Αν θεωρήσουμε πως ό,τι εικονοπλάθουμε στο μυαλό μας και ό,τι επιθυμούμε πολύ μπορεί να γίνει πραγματικότητα, ποια στοιχεία θα ήταν εκείνα που θα συνέθεταν τη δική σου ιδανική κοινωνία;».

Γ.Μπ.: «Αυτό, ξέρεις, μπορεί να επηρεάζεται και να διαμορφώνεται συνεχώς, ανάλογα με το παρόν που ζούμε. Όσο πιο εξελιγμένη είναι η κοινωνία, τόσο πιο λίγα παράπονα εισπράττει από τους πολίτες της. Έτσι, λοιπόν, η ιδανική για μένα κοινωνία είναι αυτή που, ανεξαρτήτως ιστορικής εποχής, φροντίζει για την ευμάρεια των πολιτών που την απαρτίζουν. Είναι αυτή στην οποία οι κατέχοντες φροντίζουν να ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες των πολιτών της. Είναι αυτή στην οποία η κοινωνική πρόνοια, δηλαδή, βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο και αφορά όλους τους πολίτες, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα της πνευματικής εξέλιξης. Βλέπεις, όμως, ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα, επειδή, για να μπορεί ο κάθε πολίτης να ασχοληθεί με την πνευματική του εξέλιξη, πρέπει οι κρατούντες να του έχουν εξασφαλίσει όλα τα προηγούμενα. Όταν σε μαστίζει η ανεργία, όταν χάνεις το σπίτι σου ή και την ίδια σου τη ζωή για 200 ευρώ, όταν ψάχνεις στους κάδους των απορριμμάτων για φαγητό, για ποια πνευματική εξέλιξη να μιλήσεις; Ευτυχώς ο λαός, είτε έτσι είτε αλλιώς, βρίσκει πάντα τρόπους να εκφράσει το παράπονό του. Γιατί μπορεί τα τραγούδια μας να έχουν “παραπονεμένα λόγια”, αλλά, απ’ την άλλη, “Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις…”, γιατί “να τη πετιέται, να τη πετιέται…”. Για να επανέλθουμε λοιπόν στο προηγούμενο και να το κλείσουμε, να που μέσα από τις διάφορες κρίσεις, που κατά περιόδους αντιμετωπίζουμε, πετιέται το δημιούργημα, και αυτό είναι μόνο θετικό».

Ι.Λ.: «Η προηγούμενη ερώτηση ίσως να προοιώνιζε μία έμμεση ευχή, αλλά ας ολοκληρώσουμε αυτήν τη συνέντευξη με μία πραγματική ευχή για το παρόν και για το μέλλον!».

Γ.Μπ.: «Μέγα χωνευτήρι η Ελλάδα! Εύχομαι να μπορούμε πάντοτε να “χωνεύουμε” τις όποιες κρίσεις και τους οποιασδήποτε μορφής κατακτητές, κάτι που το κάνουμε και το έχουμε ως λαός αποδείξει μέσα στους αιώνες. Εύχομαι σε όλους μας, αλλά και στον καθένα ξεχωριστά, δύναμη, κουράγιο και αισιοδοξία. Η ελπίδα για το καλύτερο δεν πεθαίνει ποτέ. Ας είμαστε ενωμένοι, για να είμαστε ΚΑΙ δυνατοί!».

Ι.Λ.: «Σ’ ευχαριστούμε πολύ που μοιράστηκες τη σκέψη σου μαζί μας!».

Γ.Μπ.: «Ιουλία, σε ευχαριστώ και εγώ για τη φιλοξενία στο “Πορτρέτο” του καθ’ όλα αξιόλογου περιοδικού CMOM και για την ευκαιρία τού να πούμε όλα όσα είπαμε σε μία ομολογουμένως πολύ όμορφη συζήτηση. Ευχαριστώ και πάλι».

Picture
Ο Γιώργος Μπιλικάς δεν «τελειώνει», όμως, σε μία συζήτηση, όσο όμορφη κι αν είναι αυτή. Αφήνει την αίσθηση ότι η δημιουργικότητα και το πνεύμα συνεχίζουν την αέναη διαδρομή τους μέσα από τις ανθρώπινες πράξεις όταν αυτές στοχεύουν στην εξέλιξη και σε κάθε είδους συνέχεια, με τρόπο που να «χωρούν» κάθε πλάσμα και ύπαρξη στην πορεία των πραγμάτων. Η ευχή που μένει για το τέλος αφορά την ίδια τη δημιουργική δράση και την πίστη σε αυτήν τη δυναμική, που μέσα από όποια μορφή της θα μπορούσε να διασφαλίσει ή να διαμορφώσει τις προοπτικές για να υποσκελιστεί το «λίγο», που μας συρρικνώνει μόνο αν του επιτρέψουμε να πάρει διαστάσεις τόσο μέσα όσο και έξω από εμάς!


Ιουλία Λυμπεροπούλου για το CMOM.

__________
Το ιστολόγιο του Γιώργου Μπιλικά «Jai, Guru, Deva, Om!!!», στο MusicHeaven
Το κανάλι του Γιώργου Μπιλικά στο YouTube
1 Comment

CMOM Portrait | Έρη Τούση

5/6/2014

0 Comments

 


CMOM Portrait | Έρη Τούση

«Ο καμβάς δημιουργίας είναι μία πολύ μικρή επιφάνεια. 
Και το αποτέλεσμα: Ένας μικρός πίνακας στο δάχτυλο!»


Picture
Στο 30ό τεύχος του CMOM φιλοξενούμε τη σύμβουλο περιποίησης και nail artist Έρη Τούση, η οποία μας μιλάει για το μακιγιάζ και την ονυχοπλαστική και μας επισημάνει τη σημασία της προσωπικής φροντίδας, της σωστής χρήσης των προϊόντων καθώς και τη φιλοσοφία γύρω από την ανάγκη καλλωπισμού. Ο κλάδος του makeup και nail design κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος, τόσο ανάμεσα στο αγοραστικό κοινό όσο και ως επαγγελματικός προσανατολισμός. Με την Έρη συνεργαζόμαστε περίπου 3 χρόνια και παραμένει μία από τις σταθερές επιλογές μου. Αυτό ισχύει επειδή είναι γνώστρια του αντικείμενου και αντεπεξέρχεται με επιτυχία στις μεγάλες απαιτήσεις των διάφορων επιδείξεων, παραστάσεων και λοιπών εκδηλώσεων που οργανώνω.
     Η Έρη ξεκίνησε τις σπουδές της ήδη ως μαθήτρια στα ΤΕΕ Αισθητικής και τις συνέχισε σε ιδιωτικό ΙΕΚ πάνω στην ειδικότητα της ονυχοπλαστικής. Αργότερα, εργάστηκε ως υπάλληλος σε κέντρο αισθητικής, για τρεισήμισι χρόνια ως βοηθός, επίσης, ποδολόγου-αισθητικού, ενώ διετέλεσε και καθηγήτρια σε ΙΕΚ Αισθητικής. Σήμερα παρακολουθεί μετεκπαιδευτικά σεμινάρια ομορφιάς (beauty advisement) και nail design/art.
     Στη συνέντευξη που ακολουθεί θα μας μιλήσει για τη σημασία της προσωπικής φροντίδας, τις τεχνικές, τις μεταμορφώσεις με απλές και σύνθετες δημιουργικές προτάσεις, και τέλος για όσα σχέδιά της μένει να γίνουν πραγματικότητα.


Λεωνίδας Θεοδωρίδης: «Η επιλογή αυτού του επαγγέλματος ήταν μία από τις πρώτες σου επιλογές;».

Έρη Τούση: «Εν μέρει, ναι. Το σίγουρο ήταν πως σκεφτόμουν ένα επάγγελμα στο οποίο θα έκανα τον κόσμο να αισθάνεται όμορφα, αποπνέοντας υγεία. Μετέπειτα, κι αφότου ξεκίνησα τις σπουδές μου στην αισθητική, προέκυψε η ανάγκη για δημιουργία. Άρχισα να αναζητώ τεχνικές και πέρα από τις συνήθεις. Μεταξύ αυτών, και μέσα από μαθήματα σχεδίου και πλαστικής».

Picture
Λ.Θ.: «Η εντύπωση που επικρατεί για όσα επαγγέλματα προσανατολίζονται στον τομέα της αισθητικής είναι ότι αφορούν κυρίως την εξωτερική εμφάνιση, με αποτέλεσμα να επισκιάζεται το κομμάτι που ασχολείται με την ατομική περιποίηση και υγιεινή, τόσο από τους πελάτες όσο και από τους υποψήφιους σπουδαστές του αντικειμένου. Ας διαφωτίσουμε και αυτή την πλευρά του θέματος».

Ε.Τ.: «Όσοι αισθητικοί εργάζονται πάνω σε ό,τι λέμε “Από την κορυφή μέχρι τα νύχια” θα σου πουν το εξής: “Η βασική περιποίηση είναι το Α και το Ω!”. Τι θέλω να πω. Ένα καλό αποτέλεσμα μακιγιάζ ή ονυχοπλαστικής προαπαιτεί τη βασική φροντίδα, δηλαδή, το καθαρό πρόσωπο, το μανικιούρ και το πεντικιούρ. Σε όσα μέσα προβάλλεται καθαρά η εμφάνιση, όπως στις τηλεοπτικές εκπομπές, στα διάφορα περιοδικά μόδας, στις διαφημίσεις κ.λπ., μετράει το αποτέλεσμα και είναι αναμενόμενο το να δίνεται προτεραιότητα σε αυτή. Είναι συγκεκριμένα τα ρεπορτάζ και τα άρθρα που θα εστιάσουν στην καθημερινή φροντίδα. Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει και η παραπληροφόρηση. Πολύς κόσμος πιστεύει πως η δουλειά του αισθητικού είναι η κάλυψη των ατελειών ή ακόμα και η τέλεια αλλαγή προσώπου, και αυτό είναι λάθος. Στη δουλειά μας πρώτα συμβουλεύουμε θεωρητικά και μετά έρχεται η περιποίηση στην πράξη. Πάνω σ’ αυτό θα ταιριάξουμε και τα χρώματα. Οι νέοι που ενδιαφέρονται να εξασκήσουν αυτό το επάγγελμα θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η αισθητική είναι πρώτα μια τέχνη, με τύπους και κανόνες, που έχει να κάνει με τον άνθρωπο και με το σώμα του. Η καλαισθησία έρχεται να συμπληρώσει τη βασική φροντίδα».  

Picture
Λ.Θ.: «Επομένως, σε σχέση με τη βασική φροντίδα, τι πρέπει να γνωρίζουμε και τι να προσέχουμε;».

Ε.Τ.: «Πρέπει καταρχήν να γνωρίζουμε τον τύπο του δέρματός μας. Τι δέρμα έχουμε και σε ποιο σημείο του σώματος. Ξηρό, λιπαρό, μεικτό κ.λπ. Και στη συνέχεια να επιλέγουμε με προσοχή τα προϊόντα περιποίησης. Μπορεί να μας πάρει λίγο χρόνο μέχρι να βρούμε τα κατάλληλα προϊόντα, άλλα, πίστεψέ με, στην πορεία θα γλιτώσουμε από πολύ κόπο και άσκοπη σπατάλη χρόνου και χρήματος. Θα πρέπει, επίσης, να γνωρίζουμε τα δύσκολα σημεία μας. Πρόσωπο, ντεκολτέ, αγκώνες, μπικίνι, πτέρνες κ.λπ. Να σημειώσω εδώ ότι μιλάμε για το σώμα μας, επομένως είναι πολύ σημαντική η σχέση που θα αναπτυχθεί με την/τον αισθητικό! Οι πελάτες πρέπει να νιώθουν άνετα και να εμπιστεύονται τον ειδικό. Όλα αυτά αποτελούν μέρος της διεργασίας και έρχονται σε συνδυασμό με το σωστό τρόπο περιποίησης και καλλωπισμού».

Λ.Θ.: «Εσύ με τι ακριβώς ασχολείσαι και ποια είναι η ειδικότητά σου;».

Ε.Τ.: «Ασχολούμαι με την περιποίηση του βασικού μανικιούρ/πεντικιούρ, με την αποτρίχωση σώματος και προσώπου, με το μακιγιάζ, την ονυχοπλαστική και επιπλέον με τεχνικές σχεδίου για nail design και nail art. Από τη μέχρι τώρα επαγγελματική μου πορεία αποκόμισα γνώσεις και πάνω στον τομέα της ποδολογίας καθώς και στη διδασκαλία της αισθητικής. Το αντικείμενο στο οποίο εξειδικεύομαι, και μου αρέσει πολύ, είναι το nail art & design, κι αυτό επειδή με γοητεύει απίστευτα ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάζεις κάτι από την αρχή, δημιουργώντας κάτι από το τίποτα. Είναι τελείως διαφορετική η αίσθηση του να χτίσεις ή να ζωγραφίζεις εσύ από το να τοποθετήσεις μια έτοιμη πέτρα ή ένα αυτοκόλλητο. Αυτό απαιτεί βέβαια και ανάλογη υπομονή. Δίνεται έμφαση στη λεπτομέρεια και χρειάζεται να γίνουν συγκεκριμένοι λεπτοί χειρισμοί. Ο καμβάς δημιουργίας είναι μία πολύ μικρή επιφάνεια. Και το αποτέλεσμα: Ένας μικρός πίνακας στο δάχτυλο!». 

Picture
Λ.Θ.: «Πρόσφατα παρακολούθησες ένα σεμινάριο σχετικό με την ονυχοπλαστική και το nail art. Μίλησε μας για αυτό».

Ε.Τ.: «Το σεμινάριο αυτό ήταν πολύ σημαντικό και θα βοηθήσει όσους θέλουν να εξελιχθούν στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Εκεί, κάναμε γραμμικό σχέδιο και μάθαμε την εφαρμογή της τεχνικής “one stroke”. Σε αυτή, χρησιμοποιούνται ακρυλικά χρώματα, που διαμορφώνουν αποχρώσεις και στη συνέχεια εξελίσσονται σε διάφορα σχέδια, όπως, για παράδειγμα, ένα λουλούδι ή μια πεταλούδα. Ασχοληθήκαμε, επίσης, με τη δημιουργία πέτρας, ή άλλων πατς, και με νέες τεχνικές σχεδίασης και τοποθέτησης».


Picture
Λ.Θ.: «Στην ονυχοπλαστική και σε επίπεδο δημιουργικό, τι σου ζητούν συνήθως να φτιάξεις;».

Ε.Τ.: «Τελευταία, ζητάνε περισσότερο το μίνιμαλ. Έχουμε φύγει λίγο από την υπερβολή των πολλών στρας και των γκλίτερ, όχι πως δε θα επανεμφανιστούν κάποια στιγμή. Ωστόσο, εκείνο που επισημαίνω συχνά στις κυρίες είναι το να επιλέγουν με βάση το προσωπικό τους στιλ το ανάλογο νύχι και όχι να αντιγράφουν τις επιλογές γνωστών προσώπων από τα lifestyle περιοδικά. Αυτό το λέω γιατί συχνά, νομίζοντας πως θα εντυπωσιάσουν, στο τέλος καταφέρνουν το ακριβώς αντίθετο, και μιλάω εκ πείρας. Αν κάποια κυρία επιμένει πολύ, δεν μπορώ να της αλλάξω τη γνώμη με το ζόρι, στην τελική ο καθένας έχει δικαίωμα στην προσωπική επιλογή. Θα πρέπει όμως να γνωρίζει ότι παράλληλα με την εμφάνισή της προβάλλεται και η δουλειά της/του αισθητικού. Αυτό ισχύει και για το μακιγιάζ. Αν, για παράδειγμα, μια νύφη είναι ωραία και σωστά βαμμένη, θα κερδίσει το σχόλιο “Είσαι μια κούκλα”, αν το μακιγιάζ της, όμως, δεν έχει καλό αποτέλεσμα, εκτίθεται και η/ο αισθητικός. Θα διευκρινίσω και πάλι ότι είναι προτιμότερο ένα απλό μακιγιάζ, που εφαρμόζεται όμως με επαγγελματικό τρόπο, γιατί έτσι θα βγει ένα φυσικό αποτέλεσμα, χωρίς να αλλοιώνει τα φυσικά χαρακτηριστικά του προσώπου».

Picture
Λ.Θ.: «Ποια είναι τα όρια στην αισθητική; Υπάρχει κάποιο μέτρο;».

Ε.Τ.: «Τα όρια στην καλαισθησία, που είναι το καλλιτεχνικό μέρος (ο καλλιτέχνης της αισθητικής), είναι σχετικά και αόριστα. Κάτι που αρέσει αισθητικά σε μένα μπορεί να μην αρέσει σε σένα και αντίστροφα. Αυτό είναι και το σημείο στο οποίο οι ειδικοί συνιστούν τη διατήρηση της ισορροπίας. Μέτρο υπάρχει σε όλα. Δεν είναι κακό να πεταχτείς στο περίπτερο χωρίς κραγιόν, αλλά δεν είναι και σωστό να φοράς το ανοιχτό πέδιλο με αφρόντιστο πόδι, και δεν εννοώ μόνο το βάψιμο των νυχιών. Γενικά, καλό είναι να γνωρίζουμε ποιο βάψιμο και ποιο νύχι ταιριάζει σε κάθε περίσταση. Το μέτρο χάνεται εκεί που οι άλλοι σταματούν να εντυπωσιάζονται και δεν κάνουμε καμία πλέον αίσθηση. Αν κάποια κυρία βάφεται καθημερινά έντονα με μία δόση υπερβολής, δε θα κάνει καμία αίσθηση όταν θα θελήσει να ξεχωρίσει σε κάποια ειδική περίσταση. Στον καλλωπισμό, πάλι, που αφορά το τεχνικό μέρος (ο αισθητικός ως τεχνίτης) υπάρχουν σαφή όρια. Είναι συγκεκριμένες οι εφαρμογές με τις οποίες παρεμβαίνουμε στο σώμα. Πολλές κυρίες κάνουν κατάχρηση, με κίνδυνο σε κάποιες περιπτώσεις να προκληθεί ζημιά στο δέρμα από άγνοια. Δε χρειάζεται να αναφερθώ στη ζημιά που προκαλεί στο πρόσωπο ο μη επιμελής καθαρισμός πριν τον ύπνο. Θα ήθελα να αναφερθώ, όμως, τώρα που ξεκινάει το καλοκαίρι, στη σημασία του αντηλιακού! Ο αισθητικός υπάρχει για όλα αυτά και θα βοηθήσει, θα συμβουλέψει και θα εφαρμόσει. Για παράδειγμα, δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιούνται δέκα προϊόντα που κάνουν την ίδια δουλειά. Καλό είναι να υπάρχει μία ευρεία γκάμα προϊόντων που θα καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες του σώματος. Από κει και πέρα, αυτό που διαφέρει από αισθητικό σε αισθητικό είναι οι τεχνικές. Όλα είναι θέμα τεχνικής. Ειδικά στην αποτρίχωση. Υπάρχουν μέθοδοι με ζεστό κερί, με κρύο κερί, με σπάτουλα, με ρολέτα κ.λπ. Στο μακιγιάζ, για παράδειγμα, προσέχουμε το σχήμα του προσώπου όταν απλώνουμε το ρουζ. Εφαρμόζουμε τα ειδικά καλυπτικά για τις φωτογραφίσεις, την πασαρέλα, το θέατρο, και γενικά σε όποια περίπτωση πρόκειται να εκτεθεί το πρόσωπο σε φωτογραφικούς φακούς και προβολείς». 

Picture
Λ.Θ.: «Υπάρχει, από ό,τι καταλαβαίνω, μία διαφορά ανάμεσα στο απλό και στο επαγγελματικό μακιγιάζ, κάτι που ισχύει και για την ονυχοπλαστική. Η διαφορά είναι στην τιμή;».

Ε.Τ.: «Τεράστια είναι η διαφορά, αλλά όχι, δεν είναι πλέον θέμα τιμής. Σήμερα, κάθε κοπέλα, με λίγες εξαιρέσεις, ξέρει να βάφεται και να περάσει ένα μανό. Ακόμα και να κολλήσει ψεύτικα νύχια. Δε γνωρίζει όμως πολλά για τη βασική φροντίδα, κι αυτό είναι κάτι που τονίζω και στους μαθητές/ριές μου. Στις κυρίες επισημαίνω πως είναι σημαντικό, πέραν της καλαισθησίας, να αφιερώνουν χρόνο και χρήμα τουλάχιστον για τη φροντίδα, που σήμερα προσφέρεται σε τιμές ευκαιρίας. Είναι πραγματικά λυπηρό να ξοδεύονται πολλά χρήματα σε ρουχισμό, αξεσουάρ, παπούτσια, κοσμήματα και καλλυντικά, όταν δε φροντίζουμε τα βασικά. Τι να το κάνω το ωραίο δαχτυλίδι σε ένα απεριποίητο χέρι; Και ναι, δεν είναι κλισέ. Η γυναίκα περιποιείται τον εαυτό της πρώτα για την ίδια! Και οι άντρες επίσης. Γιατί οι άντρες σήμερα θέλουν να αισθάνονται καθαροί και υγιείς. Οι γυναίκες προσέχουν πολύ τα χέρια στον άντρα. Όσο για το επαγγελματικό μακιγιάζ και το nail art, ναι, μια επιλεκτική συλλογή προϊόντων σε περιορίζει. Το κοινό έχει πρόσβαση σε υλικά αγοράς και σπάνια σε επαγγελματικό εξοπλισμό. Γι’ αυτό υπάρχει ο αισθητικός που διαθέτει ποικιλία προϊόντων, μεγάλη παλέτα χρωμάτων, αναλώσιμα υλικά, και έτσι μπορεί να εξυπηρετήσει άμεσα, αποτελεσματικά και αναλογικά οικονομικά».

Λ.Θ.: «Σ’ αυτό θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί σου. Αφορμή του ότι ανέφερες τους μαθητές σου, η διδασκαλία αποτελεί για σένα μία δραστηριότητα με προοπτική;».

Ε.Τ.: «Αυτήν τη στιγμή δεν ανήκει στις προτεραιότητές μου. Στο μέλλον ίσως, κανείς δε γνωρίζει. Είμαι πάντα ανοιχτή σε συνεργασίες και στη συμμετοχή σε σεμινάρια πάνω στο αντικείμενό μου. Μπορεί κάποια στιγμή αργότερα να διοργανώνω και εγώ σεμινάρια ή ημερίδες, προς το παρόν, όμως, επικεντρώνομαι στη μετεκπαίδευσή μου. Θέλω να εξελιχθώ κι άλλο, να μάθω νέες τεχνικές πάνω στην ονυχοπλαστική και νέες μεθόδους με καινούρια προϊόντα». 

Picture
Λ.Θ.: «Είναι γνωστό πως στον κλάδο σου υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός. Τι συναισθήματα σου δημιουργεί αυτό;».

Ε.Τ.: «Μ’ αρέσει (χαμογελάει). Πρώτα απ’ όλα να πω ότι χρειάζομαι το κίνητρο και έπειτα μ’ αρέσει η πρόκληση. Αυτό σημαίνει πως είμαι οπαδός του ανταγωνισμού και μιλάω πάντα για τον υγιή ανταγωνισμό. Θέλω να γίνομαι καλύτερη. Να μαθαίνω, να ακούω και να πειραματίζομαι με νέα πράγματα. Αγαπάω τη δουλειά μου τόσο πολύ, που δε θα ήθελα κανένας στο χώρο να αποτύχει, ωστόσο δε θέλω να εκθέτει και κανείς τον κλάδο με οποιονδήποτε τρόπο σε κίνδυνο. Πιστεύω ότι η ομορφιά έρχεται από μέσα μας, κάτι που αφορά και πιο ειδικά εμάς τους αισθητικούς. Δεν είναι απαραίτητο να είσαι όμορφη, ψηλή και αδύνατη. Σημασία έχει να γνωρίζεις καλά τη δουλειά σου και να είσαι συνεργάσιμη/ος!».


Λ.Θ.: «Ειδικά το τελευταίο αποτελεί βασική προϋπόθεση ενός καλού αποτελέσματος, όσον αφορά, τουλάχιστον, όσους αισθητικούς εργάζονται στο χώρο των επιδείξεων μόδας κ.λπ. Θα υπάρχουν πάντα όσοι θα επιδεικνύουν ανάρμοστη συμπεριφορά, κάτι που μπορεί να ισχύει για όλους τους χώρους, αλλά αργά ή γρήγορα ο ίδιος ο κλάδος τούς αποβάλλει. Μίλησέ μας, τώρα, για την εμπειρία σου στο χώρο του θεάματος».

Picture
Ε.Τ.: «Κάθε φορά αποκομίζω μία ξεχωριστή εμπειρία και η κάθε περίπτωση είναι πολύ απαιτητική. Το να βάψεις οκτώ με δέκα μοντέλα μέσα σε δύο ώρες και σύμφωνα με ό,τι θα φορέσουν θέλει ταλέντο και γρηγοράδα. Επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το θεατρικό και κινηματογραφικό μακιγιάζ, όπου μεταμορφώνεις ανθρώπους σε ρόλους, νέους σε ηλικιωμένους ή τους μεταφέρεις σε άλλη εποχή. Το καλλιτεχνικό μακιγιάζ, ακόμα, που εφαρμόζεται σε διάφορα πρότζεκτ, σε αναπαραστάσεις και σε αποκριάτικες παρελάσεις, προσφέρει μία ευκαιρία έκφρασης, με τη δημιουργία πολύ όμορφων και διαφορετικών προσώπων. Όλα αυτά έχουν τη δική τους γοητεία και τον ανάλογο βαθμό δυσκολίας».

Λ.Θ.: «Πού βλέπεις τον εαυτό σου στο μέλλον; Ποιοι είναι οι στόχοι σου;».

Ε.Τ.: «Από όσο γνωρίζω τον εαυτό μου, θα ασχολούμαι με το επάγγελμά μου, εξελισσόμενη σε αυτό. Έχω θέσει, όμως, ως στόχο τη δημιουργία ενός καταστήματος περιποίησης και καλαισθησίας, προσανατολισμένο κατά κύριο λόγο στην καλλιτεχνική ονυχοπλαστική (nail design/nail art). Και λέω κατάστημα, γιατί οι πολλές ορολογίες που ακούμε κατά καιρούς, όπως κέντρα, ινστιτούτα και φάρμες ομορφιάς, είναι παραπλανητικές, ενώ υπάρχουν απλώς για να ηχούν όμορφα στα αυτιά μας. Όνειρό μου είναι ένας δικός μου χώρος, ένα δικό μου εργαστήριο, όπου θα καλλωπίζω και θα δημιουργώ».

Picture
Λ.Θ.: «Έρη, σ’ ευχαριστώ πολύ για αυτή την ενδιαφέρουσα συζήτηση. Διαφώτισες αρκετά σημεία που αφορούν το επάγγελμα του αισθητικού. Σου ευχόμαστε καλή συνέχεια και με πολλές επιτυχίες σε όσα κάνεις ή σκέφτεσαι να κάνεις στο μέλλον!».

Ε.Τ.: «Να είστε καλά. Κι εγώ σας ευχαριστώ, χάρηκα που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω για όλα αυτά και εύχομαι τώρα να αισθάνονται και οι αναγνώστες σας το ίδιο όμορφα και ακόμα πιο πολύ. Δώστε χρώμα και χαρά − η ζωή είναι ωραία!».


Λεωνίδας Θεοδωρίδης για το CMOM.


_____
Οι φωτογραφίες είναι της Μάγδας Σιούτη και από το προσωπικό αρχείο της Έρης Τούση.
Η προσωπική σελίδα της Ερή Τούση στο Facebook: ERI'S nails & beaute



0 Comments

CMOM Portrait | Ειρήνη Μπόκου

4/4/2014

0 Comments

 


CMOM Portrait | Ειρήνη Μπόκου

«Κάθε μέρα να απλώνετε ένα λευκό χαρτί στην ψυχή σας και να αφήνετε στη ζωή την ευκαιρία να ζωγραφίζει με ανεξίτηλες μπογιές όμορφες στιγμές!»


Picture
Σε αυτό το τεύχος θα ταξιδέψουμε στην όμορφη Κρήτη, για να γνωρίσουμε την Ειρήνη, η οποία ζει στον Άγιο Νικόλαο και έχει να μας πει πολλά ενδιαφέροντα πράγματα για τη ζωή. Τη γνώρισα μέσω των δραστηριοτήτων που αφορούν την κοινωνική ευθύνη και αλληλεγγύη. Έως τότε είχα ακούσει για μία γυναίκα που τη διέκρινε ιδιαίτερη ευαισθησία πάνω στα θέματα κοινωνικής προσφοράς. Στην πορεία, όμως, ανακάλυψα ένα τρελοκόριτσο με πολύ χιούμορ και «επικίνδυνα» χόμπι.
      Για την Ειρήνη μία μέρα χωρίς γέλιο (ή σοκολάτα) είναι μία χαμένη μέρα, όπως μας λέει και η ίδια στη συνέντευξη που ακολουθεί. Η ενασχόλησή της με τη φύση και με τα ακραία σπορ μού κίνησε το ενδιαφέρον και ήταν ο κύριος λόγος που ήθελα να φιλοξενηθεί στο CityMag. Παρ’ όλες τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζει, η Ειρήνη αποτελεί ταυτόχρονα πηγή έμπνευσης και εμψύχωσης για την ίδια και για τους γύρω της. Συνδυάζοντας την ευαισθησία με το δυναμισμό, μπορεί πολλές φορές να μην ξέρει τι θέλει, αλλά σίγουρα ξέρει το τι δε θέλει. Σπάνια συναντώ άτομα με αυθεντική όρεξη για ζωή, που διαθέτουν την ικανότητα να τη μεταφέρουν με άνεση στους συνανθρώπους τους.


Λεωνίδας Θεοδωρίδης: «Γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Κρήτη, αλλά η καταγωγή σου είναι από την Άρτα».

Ειρήνη Μπόκου: «Ναι, στο Ηράκλειο Κρήτης στις 14 Φεβρουαρίου του 1974 όταν ο γιατρός ανακοίνωσε στους γονείς μου: “Λυπάμαι, έκανα ό,τι μπορούσα, αλλά επέμενε να βγει!” (γελάει). Ο τέλειος συνδυασμός Κρήτης και Άρτας! Μεγάλωσα στον Άγιο Νικόλαο Λασιθίου. Αγαπώ την πατρίδα του πατέρα μου, αλλά λατρεύω την Κρήτη! Είναι ένα πολύ ξεχωριστό νησί.  Ήλιος, θάλασσα και βουνό. Αγαπώ τις σπηλιές και τα φαράγγια του. Πάνω από όλα, όμως, αγαπώ τους Κρητικούς. Είναι φιλόξενοι άνθρωποι, μερακλήδες και περήφανοι, με την αντρειοσύνη ζωγραφισμένη στα μάτια τους. Η Κρήτη κυλάει στο αίμα μου».

Picture
Λ.Θ.: «Με τις σπηλιές και τα φαράγγια έχεις μια ιδιαίτερη σχέση, στην οποία θα επανέλθουμε αργότερα. Πες μας, όμως, τώρα πώς βίωσες όλη αυτή την ομορφιά του νησιού ως παιδί τότε;».

Ε.Μ.: «Τότε; Γιατί ποιος είπε ότι μεγάλωσα; Το νου σας, μη μεγαλώνετε, είναι παγίδα! Η αλήθεια είναι πως συνεχίζω να παίζω επιτραπέζια παιχνίδια με τους φίλους μου και να γελάω ασταμάτητα, να τρώγω σοκολάτες μέχρι να πονέσει η κοιλιά μου, να ονειρεύομαι τι θα γίνω όταν μεγαλώσω και να παίρνω τα βουνά και τα λαγκάδια, όπως έκανα όταν ήμουν πιτσιρίκα. Ανεμελιά, γέλια, βόλτες και τσάρκα στο χωριό με τα ξαδέλφια! Γιαγιάκα λατρεμένη! Η μυρωδιά από το τζάκι με τις τηγανιτές πατάτες και τις χορτόπιτες είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μου! Το μοναδικό που έχει αλλάξει από τότε είναι ότι, ευτυχώς πλέον, έχω σταματήσει να τσακώνομαι με τον αδελφό μου και να του ξεριζώνω τα μαλλιά. Άσε που νιώθω τύψεις, γιατί έχει κάνει φαλάκρα και νομίζω ότι ευθύνομαι εγώ για αυτό!».

Λ.Θ.: «Αλήθεια, τι σημαίνει για σένα η οικογένεια;».

Ε.Μ.: «Το να έχεις ένα μέρος για να κοιμηθείς λέγεται σπίτι. Το να έχεις κάποιον να σε νοιάζεται και να τον αγαπάς λέγεται οικογένεια. Όταν τα έχεις και τα δύο, τότε είναι ευλογία από το Θεό. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια στην οποία ο μπαμπάς μου ήταν πρότυπο μαμάς. Τρυφερός, ευγενικός, υπομονετικός, μας σιδέρωνε, μας έπλενε, μας τάιζε, και πάντα ήταν αγαπημένος και ερωτευμένος με την μανούλα! Ακόμα και τώρα που έχουν περάσει σαράντα πέντε χρόνια μαζί, της φέρνει κάθε μέρα λουλούδια από τον κήπο και της δείχνει πόσο την αγαπά! Μεγαλώσαμε με το πρότυπο της κλασικής ελληνικής οικογένειας. Παντρεύτηκα στα είκοσι πέντε, αλλά χώρισα μετά από επτά χρόνια. Έχω μια κόρη δώδεκα ετών και την έχω κάνει σαν τα “μούτρα” μου, κατά τα λεγόμενα της σεβαστής μου μητέρας. Εκτός του ότι είναι καρμπόν με μένα, έχει πάρει κι όλα τα χούγια μου! Γνήσια κρητικιά κι αυτή! Ο Θεός να με φυλάει τώρα που θα μπει στην εφηβεία! Με τον μπαμπά της έχουμε άριστες σχέσεις. Χωρίσαμε ως ζευγάρι, ως γονείς δε χωρίσαμε ποτέ».

Λ.Θ.: «Αυτό είναι πολύ σημαντικό όταν μεγαλώνεις μόνη πλέον ένα παιδί, να υπάρχει αυτό το οικογενειακό περιβάλλον που μπορεί να βάλει “πλάτες” όταν χρειάζονται. Ας αλλάξουμε όμως θέμα. Πού εργάζεσαι;».

Ε.Μ.: «Τα τελευταία πέντε χρόνια εργάζομαι ως σερβιτόρα στο εστιατόριο “A la carte” στο St. Nicolas Bay. Γνωρίζω αγγλικά και γερμανικά. Εδώ η περιοχή είναι τουριστική και υποδεχόμαστε ταξιδιώτες από όλο τον κόσμο και όλο το χρόνο». 

Picture
Λ.Θ.: «Τα ταξίδια σού αρέσουν;».

Ε.Μ.: «Κοίτα, είμαι Υδροχόος, που σημαίνει πως είμαι τρελή κι αλλοπαρμένη. Ολημερίς ταξιδεύω στα σύννεφα. Όταν κάποιες ελάχιστες στιγμές προσγειώνομαι στη Γη, προσπαθώ να κάνω όσα περισσότερα ταξίδια μπορώ. Το ιδανικό μου θα ήταν να κοιμάμαι και να ξυπνάω με μια βαλίτσα στο χέρι, έχοντας κάθε μέρα διαφορετικό προορισμό. Πάντως να ξέρετε, τα ταξίδια που δεν κάναμε ακόμα θα είναι τα καλύτερά μας!».

Λ.Θ.: «Τον ελεύθερο χρόνο σου πώς τον περνάς; Ποια είναι τα χόμπι σου;».

Ε.Μ.: «Πρόσφατα τελείωσα σεμινάρια κανόε ‒ καγιάκ, μια απίστευτη εμπειρία που τη συνιστώ σε όλους όσοι ενδιαφέρονται για αυτού του είδους τα σπορ.  Επίσης, μου αρέσει πάρα πολύ η σπηλαιολογία. Μ’ αρέσει και το διάβασμα, το οποίο τώρα το θέλω, ενώ στο σχολείο είχα κουλαμάρα να διαβάσω, όπως μου λέει συνέχεια η μάνα μου (γελάει). Λατρεύω να έχω καλεσμένους στο σπίτι τους φίλους μου και  να παίζουμε επιτραπέζια παιχνίδια, στα οποία θέλω πάντα να κερδίζω. Αυτό, όμως, που μου αρέσει περισσότερο απ’ όλα είναι κάτι απογεύματα στη μέση του πουθενά και να βλέπω τον ήλιο να δύει, σαν ένα ταψί γεμάτο κάρβουνα, που σβήνουν σιγά σιγά».

Λ.Θ.: «Επομένως, μπορείς να είσαι μοναχικός αλλά και κοινωνικός άνθρωπος ταυτοχρόνως. Τι σημαίνει για σένα η φίλια και πόσο σημαντικό είναι για σένα ό,τι ονομάζουμε καλή παρέα;».

Ε.Μ.: «Οι φίλοι μετατρέπουν τις κακές στιγμές σε καλές και τις καλές στιγμές σε αξέχαστες. Σπίτι, καναπές, ντιβιντούλι και καλό φαγάκι, το οποίο βέβαια να το έχει μαγειρέψει άλλος, γιατί εγώ είμαι λίγο άσχετη. Για μένα η καλή παρέα σημαίνει κλάματα από τα πολλά γέλια. Η φιλία είναι από τα πιο σημαντικά κομμάτια της ζωής μου. Οι φίλοι μου είναι και οικογένειά μου. Θα έδινα τη ζωή μου για αυτούς και ξέρω ότι κι αυτοί θα έκαναν το ίδιο για μένα. Ένα από τα πιο όμορφα πράγματα στον κόσμο είναι το να κλαις και να είναι το χέρι του φίλου σου δίπλα, να σου σκουπίζει τα δάκρυα. Να σε παίρνει μια αγκαλιά και να νιώθεις ότι θα περάσει κι αυτό, και όλα θα πάνε καλά!  Για να το πετύχει, όμως, κανείς αυτό, θα πρέπει να είναι κι ο ίδιος καλός φίλος!».

Picture
Λ.Θ.: «Πώς ισορροπείς τις ασχολίες σου με τις καθημερινές υποχρεώσεις;».

Ε.Μ.: «Το καλοκαίρι δεν προλαβαίνω ούτε να πεθάνω με τη δουλειά. Κάνω διακεκομμένο ωράριο και τρέχω πάνω κάτω. Έχει κι αυτό τα καλά του, γιατί με ψάχνει ο Χάρος και δε με βρίσκει, αλλά το χειμώνα έχω όλον το χρόνο να ασχοληθώ με την κόρη μου και με ό,τι άλλο με ευχαριστεί και με ξεκουράζει».

Λ.Θ.: «Και τώρα, Ειρήνη μου, θέλω να μας μιλήσεις για τις σπηλιές. Πώς προέκυψε αυτή η αγάπη. Τι σε ενθουσιάζει σ’ αυτές;».

Ε.Μ.: «Όπως λέει και ο Τερζής, “στα υπόγεια είναι η θέα”, και έχει απόλυτο δίκιο. Ένας άλλος κόσμος, μαγευτικός και διαφορετικός ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μου κάθε φορά που πάω σε ένα σπήλαιο. Όλα ξεκίνησαν όταν δούλευα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγίου Νικολάου, όπου έτυχε να πάμε για μια ανασκαφή σε ένα σπήλαιο. Αυτό ήταν! Από τότε, όπου έβλεπα τρύπα έμπαινα μέσα και χανόμουνα. Μπορώ να μπω το πρωί και να βγω την άλλη μέρα το βράδυ, αρκεί να έχω αρκετές σοκολάτες μαζί μου. Έτσι κι αλλιώς εκεί κάτω νιώθεις σαν στην κοιλιά της μάνας σου, που λέει και μια φίλη μου. Στη συνέχεια, είδα σε μια τοπική εφημερίδα για κάποια σεμινάρια σπηλαιολογίας που θα γινόντουσαν στο Ηράκλειο στην ΕΣΕ. Πήρα μέρος, κι από τότε είμαι τακτική επισκέπτης του υπόγειου κόσμου». 

Picture
Λ.Θ.: «Γνωρίζω πως, μέσα σε όλα αυτά, έχεις και έναν ενθουσιασμό για τα ακραία σπορ. Ποια εξτρίμ σπορ σού αρέσουν και με ποια έχεις ασχοληθεί;».

Ε.Μ.: «Το πιο εξτρίμ σπορ που έχω κάνει μέχρι τώρα είναι που συμβιώνω σαράντα χρόνια με τη μάνα μου και δε με έχει σκοτώσει ακόμα! Είμαι το εγκεφαλικό και η καρδιοπάθειά της συγχρόνως. Καημό το έχει, μου λέει, να σοβαρευτώ. Και μ’ αυτό τον καημό θα μείνεις, της απαντώ και συνεχίζω ατάραχη τη ζωή μου χαμογελώντας. Η τρέλα για μένα πάει στα βουνά, οπότε λογικό το βρίσκω που συνέχεια λείπω από το σπίτι μου και τρέχω στις βουνοκορφές. Πας που πας στα λαγκάδια, πάρε και μια σακούλα να μαζέψεις χόρτα να φάμε, μου λέει. Α ρε αθάνατη ελληνίδα μάνα! Αλλά, σοβαρά τώρα, μέχρι στιγμής έχω κάνει canyoning και bungee jumping, ο επόμενος στόχος είναι η ελεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο».

Λ.Θ.: «Μέσα από τα όσα μας αφηγείσαι διακρίνω ένα ιδιαίτερο και καλό χιούμορ. Είναι η γενικότερη στάση ζωής σου αυτή; Πόσο σημαντικό είναι για σένα το χιούμορ;».

Ε.Μ.: «Δε θα μπορούσα ποτέ να κάνω παρέα με κάποιον άνθρωπο που δεν έχει χιούμορ! Είναι το νούμερο ένα χαρακτηριστικό που παρατηρώ. Το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός σε βγάζουν από τη δύσκολη θέση σε στιγμές αμηχανίας. Σε μια δύσκολη στιγμή σε βοηθάει να πλησιάσεις ανθρώπους, και γενικά το γέλιο είναι μεταδοτικό και κάνει καλό στην υγεία! Όταν κάποια στιγμή (στο μακρινό μέλλον) μεγαλώσω, θέλω όλες οι ρυτίδες στο πρόσωπό μου να είναι από τα γέλια! Είμαι η Ρένα και είμαι καλά! Και πάντα γελάω πολύ, πάρα πολύ!».

Picture
Λ.Θ.: «Τι θεωρείς ότι ξεχωρίζει μία δυναμική γυναίκα σήμερα;».

Ε.Μ.: «Δυναμική είναι η γυναίκα που πορεύεται μόνη της στη ζωή χωρίς ένα σύντροφο δίπλα της, είτε από απώλεια είτε από ένα χωρισμό. Που τα δάκρυά της τα βλέπει μόνο το μαξιλάρι της, που χαμογελάει όπως ο κλόουν στο τσίρκο και μέσα της σπαράζει από την αγωνία αν θα τα καταφέρει. Ζει με την αβεβαιότητα της δουλειάς της, με τους λογαριασμούς να τρέχουν, αλλά ποτέ δε λυγίζει και τραβάει ίσια μπροστά, βρίσκοντας καινούριους δρόμους ευτυχίας για αυτήν και για τα παιδιά της».

Λ. Θ.: «Για ένα χρονικό διάστημα ασχολήθηκες και διαδικτυακά με θέματα κοινωνικής ευαισθησίας. Μίλησέ μας γι’ αυτό».

Ε.Μ.: «Ναι, είχα δημιουργήσει τη γνωστή σελίδα “Αν δεις τον έρωτα πες του ότι τον ψάχνω”. Θέλω να πιστεύω ότι αρκετές φορές είχα βάλει κι εγώ ένα μικρό λιθαράκι στο να βοηθήσω κάποιους ανθρώπους που είχαν ανάγκη από αίμα ή οτιδήποτε άλλο, με τη δύναμη των 90.000 μελών που με ακολουθούσαν. Προσπαθούσα να περνάω μηνύματα αισιοδοξίας και να κάνω ανθρώπους να χαμογελάνε. Οι γονείς μου είναι μέλη της ερανικής επιτροπής στην τοπική εκκλησία και βλέπω από κοντά τα προβλήματα επιβίωσης που αντιμετωπίζει η σημερινή κοινωνία. Το να δίνω μια τσάντα με τρόφιμα σε μια οικογένεια και να βλέπω την ψυχή τους να χαμογελάει είναι αξία ανεκτίμητη. Στο ερώτημα αν πρέπει να αγαπάμε τους ανθρώπους και τα ζώα απαντάω όχι δεν πρέπει, γιατί τίποτα δεν πρέπει. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να αγαπάει κανέναν, γιατί η αγάπη είναι υπόθεση ψυχής και όχι καθήκοντος. Είναι ο σεβασμός σε μια ψυχή, είτε είναι ανθρώπου είτε ζώου, που θα έπρεπε να είναι νόμος. Δεν είναι ανάγκη να είσαι μέλος σε φιλοζωική ομάδα, για να αφήσεις ένα μπολάκι νερό και λίγο φαγητό για ένα αδέσποτο ζώο. Αν ταΐσεις ένα ζώο, δε θα γυρίσει να σου δαγκώσει το χέρι, όπως θα έκανε πολλές φορές ένας άνθρωπος. Όποιος φροντίζει, όμως, ένα ζώο φροντίζει και για την ίδια του την ψυχή».

Picture
Λ.Θ.: «Πόσο σημαντικό είναι για σένα οι άνθρωποι να ευαισθητοποιούνται για τους συνανθρώπους τους;».

Ε.Μ.: «Ο Νίκος Καζαντζάκης έχει πει: “Αν έστω και ένα παιδί σε κάποια άκρη του κόσμου πεθαίνει από την πείνα ή από τον πόλεμο, τότε ο πολιτισμός μας έχει αποτύχει οικτρά”. Τα χέρια που βοηθάνε είναι πολυτιμότερα από τα χέρια που προσεύχονται! Αν μπορείς να βοηθήσεις έναν άνθρωπο να νιώσει καλύτερα, είτε με έναν καλό λόγο είτε με ένα πιάτο φαγητό που σου περισσεύει, ακόμα και με μια αγκαλιά, κάν’ το! Για σένα μπορεί να μην κοστίζει τίποτα, ο αποδέκτης όμως θα το θυμάται για πολύ καιρό, ίσως και για πάντα».

Λ.Θ.: «Πώς βλέπεις τη γενικότερη κατάσταση, που τα τελευταία χρόνια έχει δυσκολέψει;».

Ε.Μ.: «Αν είναι από την μοίρα μου να σέρνομαι στη γη,
με ευχαρίστηση θα συρθώ.
Αν είναι από την μοίρα μου να πετάω,
πρόθυμα θα πετάξω.
Ωστόσο,
όσο είναι στο χέρι μου
και μπορώ να το αποφύγω,
ποτέ δε θα είμαι δυστυχισμένη!
»Πολλές κακοτοπιές θα βρεθούνε στο δρόμο μας και πολλές φορές θα πέσουμε κάτω. Το θέμα είναι να έχουμε τη δύναμη να ξανασηκωθούμε, να μάθουμε από τα λάθη μας και να προχωρήσουμε μπροστά. Θα πληγωθούμε και θα κλάψουμε, αλλά στο τέλος όλα ξεπερνιούνται. Είναι στο χέρι μας να κάνουμε καλύτερο τον κόσμο. Η μόνη αναπηρία στη ζωή είναι η κακή συμπεριφορά».

Picture
Λ.Θ.: «Επομένως, τι θα συμβούλευες κάποιον που έχει χάσει σήμερα το κουράγιο και την όρεξή του για ζωή;».

Ε.Μ.: «Έχετε χαθεί και βρίσκεστε σε λάθος δρόμο στη ζωή σας; Και τι έγινε; Είπε κανείς ότι η ζωή δεν επιτρέπει τις επιτόπου στροφές; Έλα να κάνουμε μια ανάστροφη 180 μοιρών, να τους κουφάνουμε όλους! Χαμογελάτε, μωρέ! Ο Θεός δεν αγαπάει τους μουτρωμένους. Αγάπα τον εαυτό σου, γιατί, αν δε το κάνεις πρώτος εσύ, πώς περιμένεις να το κάνει ο άλλος για σένα; Κάθε μέρα να απλώνετε ένα λευκό χαρτί στην ψυχή σας και να αφήνετε στη ζωή την ευκαιρία να ζωγραφίζει με ανεξίτηλες μπογιές όμορφες στιγμές. Μην αφήνετε αυτό που τρώει την ψυχή σας να χορτάσει, και κόψτε του την όρεξη τώρα!

»Να έχετε ό,τι αγαπάτε και να αγαπάτε αυτό που έχετε. Μια ευχή χαρισμένη σε όσους πιστεύουν ότι θα έπρεπε να είναι κάπου αλλού…
Σε όσους θα ήθελαν να είναι κάπου αλλού...
Σε όσους θα ήθελαν να είναι με κάποιον άλλο...
Σε όσους φοβούνται να είναι με κάποιον άλλο...
Σε ένα όνειρο...
Σε όλους εσάς!».

Λ.Θ.: «Ειρήνη μου, σ’ ευχαριστούμε που μοιράστηκες μαζί μας αυτές τις όμορφες στιγμές. Μπορώ να πω ότι μας μετέφερες όλη αυτή την τρέλα για ζωή και με τη σειρά μας ανταποδίδουμε τις ευχές. Να είσαι πάντα καλά όπως και όσοι αγαπάς. Κλείνοντας τη συνέντευξη, θα ήθελα να μας πεις και μία μαντινάδα».

Ε.Μ.: «Κι εγώ σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε και σας εύχομαι καλή συνέχεια και όρεξη σε ό,τι κι αν κάνετε.

»Ποτέ σου μην ζητάς δανεικά φτερά, για να πετάξεις
Με τα δικά σου να πετάς... ΚΙ ΟΠΟΤΕ... ΚΙ ΟΠΟΥ ΦΤΑΣΕΙΣ!».


Λεωνίδας Θεοδωρίδης για το CMOM.
Φωτογραφίες: Από το προσωπικό αρχείο της Ειρήνης Μπόκου.

0 Comments
<<Previous
    CityMag Portrait





    Πορτρέτο

    All
    009 | Θωμάς Ανδρέου
    010 | Veronica Ontiveros
    011 | Ολυμπιακή Φλόγα
    012 | Άννα Λάζου
    013 | Adeola Naomi Aderemi
    014 | Βασιλική Σκόπη
    015 | Στέφανος Καστρινάκης
    016 | Σταμάτης Ευσταθίου
    017 | Destiny(P)
    018 | Nicola Pagliara
    019 | Σταυρούλα Μπρούστα
    020 | Γιώργος Εγγλέζος
    021 | Η Ιστορία Του Pride
    022 | Σταυρούλα Ζώη
    023 | Mr.Mystirius
    024 | Ριχάρδος Φώσκολος
    025 | Κατερίνα Βενέτη
    026 | Φραγκίσκα Μεγαλούδη
    027 | Παγκόσμια Ημέρα HIV/AIDS
    028 | Απόλλων Σ. Πύθιος
    029 | Ειρήνη Μπόκου
    030 | Έρη Τούση
    031 | Γιώργος Μπιλικάς
    031 | Γιώργος Μπιλικάς
    032 | Βασιλική Σιαταρά
    033 | Γιώργος Ζούκας
    034 | Φωτεινή Καραμούζη-Χαλκιά
    035 | Φωτο-αφιέρωμα στα πορτρέτα
    036 | Παναγιώτης Νάκος
    037 | Ειρήνη Δόβα
    Julie Massino
    Xριστίνα Λουκίδη
    Αλεξάνδρα Ντούμα
    Αλέξανδρος Χαμαράτος
    Δημήτρης Λάμπος
    Μέλιος Ανδρικόπουλος
    Όλγα Παπαχρυσοστόμου




    Archives

    November 2015
    August 2015
    June 2015
    April 2015
    February 2015
    December 2014
    October 2014
    July 2014
    June 2014
    April 2014
    February 2014
    November 2013
    October 2013
    September 2013
    July 2013
    June 2013
    May 2013
    April 2013
    March 2013
    January 2013
    December 2012
    November 2012
    October 2012
    September 2012
    August 2012
    July 2012
    June 2012
    May 2012
    April 2012
    March 2012
    February 2012
    January 2012
    December 2011
    October 2011

Powered by Create your own unique website with customizable templates.