CMOM Portrait | Γιώργος Ζούκας
Ένας «Βιβλιοανιχνευτής» στο κέντρο της Αθήνας.
«Τα βιβλία δεν τελειώνουν ποτέ, εννοώ οι ιδέες που είναι αποτυπωμένες σ’ αυτά. [...] Βιβλία που αγνοήθηκαν ή θάφτηκαν στην εποχή τους ανασύρθηκαν κάποια στιγμή από την αφάνεια, γιατί έδιναν απαντήσεις σε ερωτήματα άλλων εποχών. Αυτό συνέβαινε πάντα και θα συνεχίσει να συμβαίνει».
Είναι όμως και ένας κάτοικος του Σείριου, προσομοιάζοντας λίγο στον ήρωα του Βολταίρου, Μικρομέγα, καθώς ιχνηλατεί ψύλλο στ’ άχυρα σε ένα βιβλιογραφικό μεγάκοσμο, αλλά και Σίσυφος, εφόσον επιθυμεί να ολοκληρώσει τη βιβλιογραφική καταγραφή της καθόλου ευκαταφρόνητης συλλογής βιβλίων και περιοδικών που διαθέτει. Ψήγματα της τελευταίας μπορεί να βρει κάποιος στο ομώνυμο του βιβλιοπωλείου ιστολόγιο , ενώ στο δεύτερο ιστολόγιό του «Έχω έρθει από τον Σείριο» λύνεται επιτέλους το μυστήριο της ξεχωριστής καταγωγής του! Εκεί συγκεντρώνει μεταφράσεις, δικές του και άλλων, στίχων, ροκ κυρίως, τραγουδιών, αλλά και ποιημάτων, καθώς ως λάτρης των διασκευών και των μουσικών μείξεων επιθυμεί να κάνει ευρύτερα γνωστά, όσο περνά από το χέρι του, τραγούδια της δικής του προτίμησης. Και, παρότι ομολογεί πως τα αγγλικά του είναι «τραγικά», τολμάει να κάνει μεταφράσεις, γιατί θεωρεί πως ο καθένας μας έχει το δικαίωμα έστω να προσπαθεί, ακόμα κι αν δεν τα καταφέρνει τέλεια.
Ίσως αυτή η επιμονή του να τον έχει οδηγήσει σε τόσα μονοπάτια και σε τόσες διαδρομές. Στο ιστολόγιο «Έχω έρθει από τον Σείριο», ο επισκέπτης βρίσκει στα δεξιά και σε κάθετη παράθεση μία σειρά εξωφύλλων των βιβλίων των εκδόσεων «Πρίσμα», των οποίων ο Γιώργος Ζούκας υπήρξε εμπνευστής και επικεφαλής. Η προσπάθεια αυτή αναχαιτίστηκε κάποια στιγμή, αλλά του περνάει από τη μυαλό η ιδέα να εκδώσει και πάλι κάτι, συσχετιζόμενο με τη μουσική. Αεικίνητος, γεμάτος με ιδέες, που δεν καταγράφει ποτέ, χαμένος στο χαοτικό ενίοτε κόσμο των βιβλίων και των τίτλων, που με πείσμα διασώζει και ταξινομεί, πάντα ετοιμάζει κάτι, αρχειοθετεί και παραγγέλνει, παραμένοντας ανοιχτός σε όποια νοερή ή πραγματική πρόκληση θα του χτυπήσει την πόρτα, ανεβάζοντας τις αισθήσεις του στο κόκκινο.
Με το Γιώργο γνωριστήκαμε πριν από δυόμισι περίπου χρόνια αφορμή της αγάπης μας για τη μουσική. Γρήγορα, όμως, αρχίσαμε να συζητάμε για βιβλία, εκδόσεις και αρχειοθέτηση υλικού, καθώς και οι δύο, ο καθένας με τον τρόπο του, καταπιανόμαστε με ανάλογες ασχολίες. Το φθινόπωρο του 2012, μάλιστα, του έκανα για πρώτη φορά την πρόταση να μας μιλήσει στο περιοδικό για το «Βιβλιοανιχνευτή» του , «Μπορούμε να κανονίσουμε μία συνάντηση, να δω το χώρο σου, μου αρέσει να μυρίζω τα βιβλία» του είχα πει. Από τότε, βέβαια, έγινα συχνός επισκέπτης του βιβλιοπωλείου, και να που έφτασε ο καιρός να ανοίξουμε μία σχισμή παρατήρησης στο μαγικό του κόσμο!
Οι λόγοι για του οποίους με ενδιέφερε να παρουσιάσω το θέμα ήταν το πείσμα και η αγάπη του Γιώργου για όσα κάνει, η ευλαβική του αφοσίωση σε αυτά, επίσης η μεγάλη του ανησυχία για τη διατήρηση της συλλογή του, το πάθος του για τα βιβλία, τα οποία δεν αντιμετωπίζει ως άλλο ένα καταναλωτικό προϊόν, ενώ με δυσκολία προσπαθεί να επιβιώσει από την πώλησή τους, ανταποκρινόμενος στις απαιτήσεις της εμπορικής δραστηριότητας. Σίγουρα, πάντως, δεν είναι εμποράκος, από άποψη νοοτροπίας, είναι ένας λάτρης των βιβλίων με καρδιά, και αυτό τον κάνει, κατά τη γνώμη μου, να ξεχωρίζει! Εμείς να του ευχηθούμε καλή συνέχεια σε όσα κάνει, έστω και μετά δυσκολιών, καθώς στις εποχές που ζούμε όσοι εμμένουν και επιμένουν ενδεχομένως να βγουν στο τέλος πραγματικά κερδισμένοι, αποτελώντας και για τους άλλους έμπνευση...
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Πες μου πώς ξεκίνησε η ερωτική σου σχέση με το βιβλίο και τι σημαίνουν για σένα γενικότερα τα βιβλία».
Γιώργος Ζούκας: «Ξεκίνησα, αν θυμάμαι καλά, με κόμικς. Μετά ήρθε η λογοτεχνία: πρώτα η πεζογραφία και μετά η ποίηση, η οποία παραμένει, έκτοτε, το μεγάλο μου πάθος. Στη συνέχεια προχώρησα στις εγκυκλοπαίδειες. Όταν πηγαίναμε επίσκεψη σε σπίτια συγγενών και φίλων των γονιών μου −τότε ήταν της μόδας οι εγκυκλοπαίδειες− και εντόπιζα κάποιες, χανόμουν με τις ώρες στο ξεφύλλισμα και στο διάβασμα διάφορων λημμάτων. Και μετά η μουσική, το άλλο μεγάλο μου πάθος όπως και τα βιβλία για τη μουσική, μετά η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία, η ιστορία, και σχεδόν οποιοδήποτε έντυπο, ιδιαίτερα τα περιοδικά, κυρίως τα λογοτεχνικά. Στην εφηβεία εδραιώθηκε η σκέψη πως θα εργαστώ σε βιβλιοπωλείο. Εργάστηκα για είκοσι πέντε χρόνια σε διάφορα βιβλιοπωλεία. Σε κάποια από αυτά έμαθα πολλά πράγματα, κάποια άλλα τα θεωρώ ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Αλλά και αυτή η γνώση είναι χρήσιμη. Με ιδιαίτερη νοσταλγία θυμάμαι τα χρόνια που εργάστηκα στο βιβλιοπωλείο της Φιλοσοφικής. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε.
»Θα συνοψίσω τη σχέση μου με τα βιβλία με μία εικόνα που προκύπτει από μία φράση του Μπόρχες: “Πάντα φανταζόμουν τον Παράδεισο σαν μια βιβλιοθήκη”. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως συμφωνώ σε μεγάλο βαθμό με αυτήν τη ρήση. Θα προσέθετα και “μια απέραντη δισκοθήκη...” και μερικά ακόμη...».
ΓΙΕΒΓΚΕΝΙ ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ ΒΙΝΟΚΟΥΡΟΦ [ЕВГЕНИЙ МИХАЙЛОВИЧ ВИНОКУРОВ (1925 -1993)]: «Αδάμ», ποίημα, μτφ. Σοφία Εμμ. Χατζιδάκη:
Ι.Λ.: «Βιβλιομανία ή βιβλιοφιλία;».
Γ.Ζ. «Βιβλιομανία. Όμως, όσο περνούν τα χρόνια, η μανία μου αυτή έχει περιοριστεί. Τώρα, και λόγω της παρούσας δύσκολης συγκυρίας, βρίσκομαι στη θέση να θέλω να πουλήσω βιβλία που ποτέ δε θα μπορούσα να διανοηθώ ότι θα το έκανα».
Γ.Ζ.: «Πάθος και καλή μνήμη, αλλά και επιχειρηματικό πνεύμα, στη σωστή αναλογία. Στα δύο πρώτα κάπως ανταποκρίνομαι. Όσο για το τρίτο...».
«Cristo Rendentor», με τον Donald Byrd.
Ι.Λ.: «Διαβάζεις; Θα έπρεπε ένας βιβλιοπώλης να διαβάζει και να έχει άποψη για τα βιβλία που πουλάει;».
Γ.Ζ.: «Δυστυχώς, διαβάζω ελάχιστα πια. Η βιβλιογραφική δουλειά που κάνω μου αρέσει, αλλά έχει πολλές απαιτήσεις και μου απορροφά υπερβολικό χρόνο. Να απαντήσω και στο δεύτερο ερώτημα για το αν πρέπει να διαβάζει και αν πρέπει να έχει άποψη ένας βιβλιοπώλης. Φαντάζομαι πως όποιος ανοίγει ένα βιβλιοπωλείο ή εργάζεται εκεί και το κάνει από μεράκι είναι ήδη αναγνώστης. Οπότε και θα συνεχίζει να διαβάζει, όσο θα του επιτρέπει ο χρόνος που διαθέτει. Αλλά, ας μη γελιόμαστε, ο καθένας από εμάς ποτέ δε θα μπορούσε να διαβάσει όλα αυτά που θεωρεί ότι τον ενδιαφέρουν. Ο ανθρώπινος βίος είναι βραχύς. Αυτό που μπορεί να κάνει ένας βιβλιοπώλης, άξιος να φέρει αυτό το όνομα, είναι να διαβάζει τουλάχιστον για τα βιβλία. Να διαβάσει μια ιστορία της ελληνικής και της ξένης λογοτεχνίας, ώστε να ξέρει κάποια βασικά ονόματα. Να μην αναρωτιέται, ας πούμε, για το ποιος έχει γράψει τη Γυναίκα της Ζάκυθος ή αν υπάρχουν τα ποιήματα κάποιου Σέφερη −αυτά είναι λόγια “βιβλιοπωλών”−, αλλά να πηγαίνει στο ράφι όπου έχει τοποθετήσει το βιβλίο και να το προσφέρει στον άνθρωπο που το ζήτησε. Να διαβάσει κάποια ιστορία φιλοσοφίας κ.λπ. Όσο για την άποψη, δεν είναι απαραίτητο να έχει κανείς άποψη για όλα. Το πιο σημαντικό είναι το να μπορεί να κάνει τις κατάλληλες ερωτήσεις όταν ο αγοραστής δεν έχει σαφή εικόνα για το τι βιβλίο θέλει ή, όταν ζητάει κάτι συγκεκριμένο ο αγοραστής, να μπορεί να του προτείνει και κάτι άλλο παρεμφερές».
«I’m Alive», με τον Johnny Thunder.
Ι.Λ.: «Ανάφερέ μου κάποιους/ες αγαπημένους/ες συγγραφείς και βιβλία, και τους λόγους για τους οποίους τα ξεχωρίζεις».
Γ.Ζ.: «Πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους τα τραγούδια τους αγάπησα, όπως έγραψε και ο Ναζίμ Κιχμέτ. Τώρα με ενδιαφέρουν περισσότερο τα κείμενα και πολύ λιγότερο οι συγγραφείς ως προσωπικότητες. Αν αναφερόμουν σε πρόσωπα και σε έργα −κυρίως ποιήματα− που εκτιμώ, φοβάμαι πως θα κάλυπταν όλο το περιοδικό και ο χώρος, ακόμα και σε ένα ηλεκτρονικό περιοδικό, είναι περιορισμένος. Θα αναφέρω, λοιπόν, μόνο το Διονύσιο Σολωμό και τον Άρη Αλεξάνδρου για το μυθιστόρημά του Το κιβώτιο, επίσης ένα ευφυές και προκλητικό βιβλίο, απαραίτητο για κάθε βιβλιοπώλη, και όχι μόνο, είναι το Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει του Πιέρ Μπαγιάρ, και για το τέλος αφήνω τον Παλαιοβιβλιοπώλη Μέντελ του Στέφαν Τσβάιχ, το μανιφέστο μου».
Γ.Ζ.: «Το ιδανικό είναι να συνδυάζονται και τα τρία στοιχεία που αναφέρεις».
«The Last Time», με Andrew Oldham Orchestra.
Ι.Λ.: «Εσύ συλλέγεις, ωστόσο, και καταγράφεις βιβλία και περιοδικά. Η δουλειά που κάνεις είναι λεπτομερής και επίμονη. Μίλησέ μας σχετικά».
Γ.Ζ.: «Είναι αλήθεια πως προσέχω κάποιες λεπτομέρειες και ειδικότερα στη βιβλιογραφική δουλειά μου, αν και είμαι ερασιτέχνης, δεν έχω σπουδάσει βιβλιοθηκονομία. Ανέφερες τα περιοδικά. Πρόκειται για μία αγαπημένη και ταυτόχρονα πονεμένη ιστορία − ισχύει και για τα βιβλία. Διαθέτω μία αρκετά μεγάλη συλλογή, αλλά δεν ξέρω για πόσο καιρό ακόμα θα τη διατηρήσω έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα. Τώρα, η αγωνία μου είναι η εξής: Αφού μάλλον δε θα καταφέρω να τη διατηρήσω, θα ήθελα τουλάχιστον να καταγράψω τα περιεχόμενα. Για να καταγράψω τα περιεχόμενα κάποιου τεύχους, όμως, χρειάζομαι από μισή μέχρι μιάμιση ώρα, ορισμένες φορές και περισσότερο χρόνο. Στο μπλογκ υπάρχουν ελάχιστα. Σε δικούς μου φακέλους διαθέτω, αν μπορώ να το θέσω έτσι, άπειρο υλικό. Σισύφειο έργο... Οπότε θεωρώ αδύνατο να μπορέσει να ολοκληρωθεί αυτή η δουλειά. Αυτό θα απαιτούσε στην κυριολεξία εργασία δεκάδων ατόμων. Όπως λέω με πικρία και ειρωνεία, βρήκα τη δουλειά που δεν τελειώνει πραγματικά ποτέ, και δεν πληρώνεται καθόλου. Εντάξει, δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο σε μένα, αλλά τώρα μιλώ για τη δική μου περίπτωση. Και το χειρότερο είναι πως δεν υπάρχει, έστω, η ηθική ανταμοιβή ή αναγνώριση. Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν καταλάβει τι κάνω και πόσο θα μπορούσε να βοηθήσει και άλλους να κάνουν καλύτερα τη δική τους δουλειά. Γι’ αυτό μ’ ενθουσίασε τόσο ο Παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ του Στέφαν Τσβάιχ, όπως προανέφερα. Μερικές φορές με πιάνει ενθουσιασμός για κάποιες πληροφορίες που για τους περισσότερους δεν έχουν καμία αξία, και θέλω να τις μοιράζομαι με όσους θεωρώ ότι ενδιαφέρονται. Άλλωστε, αυτή είναι η δουλειά μου: Η συλλογή πληροφοριών. Γι’ αυτό το συγκεκριμένο κείμενο το χαρακτηρίζω ως το προσωπικό − επαγγελματικό μου μανιφέστο, μια που δε μου έχει μείνει κάποιο άλλο... ».
«Julie», με τους Blue Birds.
Ι.Λ.: «Ακούγεται πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό και νιώθω πολύ την αγάπη σου για τη λεπτομέρεια, τις αγωνίες σου και όλο το αίσθημα αδικίας που δοκιμάζεις ή σε δοκιμάζει. Συνέχισε ό,τι κάνεις, γιατί έχει νόημα για όλους, ακόμα και για όσους δεν το αντιλαμβάνονται. Οι αρχειοθετημένες πληροφορίες είναι ένας όγκος εργασίας πολύ χρήσιμος για όσους θα τις χρειαστούν, για να τις επεξεργαστούν και να τις αξιοποιήσουν με τον όποιο τρόπο στο μέλλον. Πρακτικά, τώρα, η αρχειοθέτηση στο βιβλιοπωλείο σου είναι θεματική; Μίλησέ μας για την πρακτική χρησιμότητά της».
Γ.Ζ.: «Θα παραθέσω κάποιες από τις κατηγορίες που έχω για να γίνει κατανοητό: Ξένη ποίηση (Ρωσική, ισπανόφωνη, αγγλόφωνη, ιταλική κ.λπ.) μεταφρασμένη στα ελληνικά / Ξένη πεζογραφία (Ρωσική, ισπανόφωνη, αγγλόφωνη, ιταλική κ.λπ.) μεταφρασμένη στα ελληνικά) / Συνδυαστική λογοτεχνία (Λογοτεχνία και ιστορία – Λογοτεχνία και μουσική – Λογοτεχνία και τρομοκρατία / Ερωτική πεζογραφία / Επιστημονική φαντασία και φανταστική λογοτεχνία − Λογοτεχνία και θετικές επιστήμες κ.λπ.) / Μελέτες της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας (Καταγραφή των περιεχομένων των βιβλίων και καταγραφή άρθρων από περιοδικά) / Θεωρία λογοτεχνίας / Θεωρία της ποίησης / Μεταφρασεολογία / Επιστημολογία – Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης / Κοινωνιολογία – Κοινωνική ανθρωπολογία / Ψυχολογία – Ψυχανάλυση / Παγκόσμια ιστορία (Σοβιετική Ένωση – ΗΠΑ – Φασισμός, Ναζισμός – Λατινική Αμερική – Αφρική κ.λπ.) / Ελληνική ιστορία (Με έμφαση στη δεκαετία 1940-1950) / Μουσική.
»Ας πούμε, λοιπόν, ότι κάποιος ζητάει το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος του Πρίμο Λέβι. Αμέσως θα σκεφτώ ότι ο συγκεκριμένος αγοραστής μπορεί να ενδιαφέρεται και για άλλα αντίστοιχα βιβλία στρατοπεδικής λογοτεχνίας, οπότε θα του τα προτείνω».
Ι.Λ.: «Παρότι το αναγνωστικό κοινό είναι μειωμένο, παρατηρώ κάτι οξύμωρο, ότι βρίσκει κανείς βιβλία σε διάφορα σημεία πώλησης, όπως σούπερ μάρκετ, περίπτερα, πάγκους, βιβλιοχαρτοπωλεία. Ίσως οι τίτλοι εκεί να επαναλαμβάνονται, αν και πάντα υπάρχουν εκπλήξεις, αλλά τελικά πόσο δύσκολο είναι σήμερα για ένα μικρό βιβλιοπωλείο να ορθοποδήσει;».
Γ.Ζ.: «Δύσκολο, πολύ δύσκολο. Οι περισσότεροι άνθρωποι λειτουργούμε ως καταναλωτές-νήπια και όχι ως ενήλικοι καταναλωτές. Και, τελικά, η κρίση δε φαίνεται να έχει αλλάξει πολύ αυτήν τη συμπεριφορά. Γι’ αυτό και η ελληνική κοινωνία περιμένει σωτήρες, οποιουδήποτε είδους. Μόνο που δεν υπάρχουν σωτήρες, ούτε υπήρξαν ποτέ».
«No More Songs», με το Phil Ochs.
ΦΙΛ ΟΚΣ [PHIL OCHS (1940-1976)]: «Προετοιμάζομαι ν’ αποχωρήσω», μτφ. Γιώργος Ζούκας, και ΦΙΛ ΟΚΣ [PHIL OCHS (1940-1976)]: «Δεν υπάρχουν πλέον άλλα τραγούδια», μτφ. Γιώργος Ζούκας.
Ι.Λ.: «Σε ποιους αναγνώστες απευθύνεσαι και τι θεωρείς ότι είναι εκείνο που κάνει το “Βιβλιοανιχνευτή” να διαφέρει ενδεχομένως από άλλα βιβλιοπωλεία;».
Γ.Ζ.: «Θεωρητικά, απευθύνομαι σε όλους τους αναγνώστες και σε όλες τις αναγνώστριες. Και, παρεμπιπτόντως, δεν είμαι παλαιοβιβλιοπώλης. Είμαι βιβλιοπώλης. Και τι με κάνει να διαφέρω από τα σουπερμάρκετ; Είναι οι βιβλιογραφίες».
Γ.Ζ.: «Όταν ξεκίνησα την αυτόνομη πορεία μου, ένας τρόπος για να προσεγγίσω κόσμο ήταν να λέω πως διαθέτω ή μπορώ να βρω εξαντλημένα, δυσεύρετα κ.λπ. βιβλία. Δέχτηκα την πρόκληση στην αρχή με χαρά, εξυπηρέτησα πολλούς κ.λπ. Τελικά, αποδείχτηκε παγίδα. Παρόλο που την ίδια στιγμή έκανα πολύ καλές εκπτώσεις στα καινούρια βιβλία, ποτέ δε με προτίμησαν, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις. Το πρόβλημα είναι πως δεν μπορώ να επιβιώσω με αυτό τον τρόπο. Η εύρεση ενός συγκεκριμένου βιβλίου απαιτεί κόπο, πολύ χρόνο, τύχη και χρήματα».
Γ.Ζ.: «Τα βιβλία δεν τελειώνουν ποτέ, εννοώ οι ιδέες που είναι αποτυπωμένες σ’ αυτά. Κανείς δεν ξέρει ποια είναι η μοίρα ενός συγκεκριμένου βιβλίου. Βιβλία που αγνοήθηκαν ή θάφτηκαν στην εποχή τους ανασύρθηκαν κάποια στιγμή από την αφάνεια, γιατί έδιναν απαντήσεις σε ερωτήματα άλλων εποχών. Αυτό συνέβαινε πάντα και θα συνεχίσει να συμβαίνει».
Γ.Ζ.: «Οι εκδόσεις “Πρίσμα” λειτούργησαν για πέντε χρόνια (από τις αρχές του 1990 έως και το τέλος του 1994). Προσπάθησα να κάνω μια σοβαρή μουσική σειρά με βιβλία που αναφέρονταν στο ροκ, και όχι μόνο. Δυστυχώς, η προσπάθεια απέτυχε. Υπάρχει η σκέψη για επαναδραστηριοποίηση. Θα δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.
»Οι τίτλοι που κυκλοφόρησαν είναι οι εξής:
ΑΝΤΟΡΝΟ, ΤΕΟΝΤΟΡ Β. [THEODOR W. ADORNO]: Τρία κείμενα μουσικής κοινωνιολογίας, ανυπόγραφο προλογικό σημείωμα, Επίμετρο Φώτης Τερζάκης, Πρίσμα, Αθήνα, 1991, σελ. 96, [«Κλασική, ρομαντική, σύγχρονη μουσική», μτφ. από τα γερμανικά Θοδωρής Λουπασάκης / «Κοινή γνώμη, κριτική», μτφ. από τα γερμανικά Θοδωρής Λουπασάκης / «Για την δημοφιλή μουσική» (με τη συνεργασία του Georges Simpson), μτφ. από τα αγγλικά Φώτης Τερζάκης].
ΛΑΙΝΓΚ, ΝΤΑΙΗΒ [DAVE LAING]: Η αισθητική του πανκ. Μια σημειολογική ανάλυση, μτφ. Ηλίας Μαλεβίτης, Πρίσμα, Αθήνα, 1992, σελ. 63.
ΠΑΤΤΙΣΟΝ, ΡΟΜΠΕΡΤ [ROBERT PATTISON]: Το ροκ στον καθρέφτη του ρομαντισμού, Πρόλογος − μτφ. Στέφανος Ροζάνης, Πρίσμα, Αθήνα, 1992, σελ. 77, [Άνθρωπος και θεός στο Rock ’n’ roll Highschool: Η λαϊκή κουλτούρα και οι επικριτές της / De la musique avant toute chose: Μια αισθητική του ροκ] [Τιμή πώλησης: 15,00 ευρώ. Με έκπτωση: 11,00 ευρώ].
ΠΙΤΣΑΣΚΙ, ΝΤΑΙΗΒΙΝΤ [DAVID PICHASKE]: Η ποίηση του ροκ, μτφ. Σώτη Τριανταφύλλου, Βιβλιογραφία Γιώργος Ζούκας, Πρίσμα, Αθήνα, 1993, σελ. 252, [Μελέτες για τους Beatles, τους Rolling Stones, τον Bob Dylan, τους Doors, τους Who, τον Paul Simon, τους Jefferson Airplane και τον Phil Ochs].
ΤΕΡΖΑΚΗΣ, ΦΩΤΗΣ: Σημειώσεις για μιαν ανθρωπολογία της μουσικής, Πρίσμα, Αθήνα, 1990, σελ. 126, [Εισαγωγή: Είναι δυνατή μια κοινωνική θεωρία της μουσικής; / Ανατολική μουσική – Δυτική μουσική / Περί των απαρχών της Δυτικής μουσικής / Μουσική και φιλοσοφία; Μια αναλογία ιστορική / Το κοινωνικό περιεχόμενο της αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής / Τραγούδι, ποίηση, μουσική / Στοιχεία για το ροκ-εν-ρολ / Παράρτημα: Διονύσης Σαββόπουλος και το νέο λαϊκό τραγούδι της δεκαετίας του ’60].
ΧΑΤΣ, ΝΤΑΙΗΒΙΝΤ – ΣΤΗΒΕΝ ΜΙΛΛΓΟΥΩΡΝΤ [DAVID HATCH – STEPHEN MILLWARD]: Από το μπλουζ στο ροκ, μτφ. Άννα Φυτά, Πρίσμα, Αθήνα, 1994, σελ. 232.
ΑΝΤΟΡΝΟ, ΤΕΟΝΤΟΡ B. [THEODOR W. ADORNO]: Τ’ άστρα κάτω στη γη. Κοινωνιοψυχολογική μελέτη της λαϊκής αστρολογίας, μτφ. Φώτης Τερζάκης, Πρίσμα, Αθήνα, 2007, σελ. 130.
ΛΑΙΝΓΚ, Ρ.ΝΤ. – Α.Ρ. ΛΗ – Χ. ΦΙΛΛΙΠΣΟΝ [R.D. LAING – A.R. LEE – H. PHILLIPSON]: Διαπροσωπική αντίληψη: Θεωρία, προλογικό σημείωμα Φώτης Τερζάκης, Πρόλογος Marie Jahoda, μτφ. Πέπη Σουλιώτου – Φώτης Τερζάκης, Πρίσμα, Αθήνα, 1990, σελ. 109, [Ρ.Ντ. Λαίνγκ – Α.Ρ. Λη – Χ. Φίλλιπσον: «Διαπροσωπική αντίληψη: Θεωρία» (Ο εαυτός και ο άλλος – Αλληλεπίδραση και αλληλεμπειρία σε δυάδες – Η σπείρα των αμοιβαίων προοπτικών) / Φώτης Τερζάκης: Η εποχή της αντιψυχιατρικής / Ανυπόγραφο: «Εργογραφία Ρ.Ντ. Λαινγκ και D.G. Cooper»].
ΣΑΝΤΛΕΡ, ΤΖ. – Κ. ΝΤΑΙΗΡ – Α. ΧΟΛΝΤΕΡ [J. SANDLER – C. DARE – A. HOLDER]: Αναλυόμενος και αναλυτής. Η ανάπτυξη των ψυχαναλυτικών ιδεών, Πρόλογος − μτφ. Πέπη Σουλιώτου, Πρίσμα, Αθήνα, 1991, σελ. 216.
ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ: Ανθολογία rock ποίησης, 1ος τόμος, Πρόλογος Γιώργος Ζούκας, μτφ. Κώστας Αρβανίτης, δίγλωσση έκδοση, Πρίσμα, Αθήνα, 1994, σελ. 215.
ΓΟΥΑΤΣ, ΑΛΑΝ [ALAN WATTS]: Εισαγωγή στην Χαρούμενη κοσμολογία, μτφ. − Επίμετρο Φώτης Τερζάκης, Πρίσμα, Αθήνα, 1991, σελ. 55, [Σειρά: Ψυχεδελική βιβλιοθήκη, αρ. 4].
ΜΑΣΤΕΡΣ, Ρ.Ε.Λ. [R.E.L. MASTERS]: Σεξ, έκσταση και ψυχεδελικά, ανυπόγραφο προλογικό σημείωμα, μτφ. Μαργαρίτα Παπαθανασίου, Πρίσμα, Αθήνα, 1991, σελ. 37, [Σειρά: Ψυχεδελική βιβλιοθήκη, αρ. 3].
ΜΕΛΑΣ, ΣΠΥΡΟΣ: Πεγιότλ, Πρόλογος Φώτης Τερζάκης, Πρίσμα, Αθήνα, 1990, σελ. 46, [Σειρά: Ψυχεδελική βιβλιοθήκη, αρ. 1].
ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ, ΒΑΛΤΕΡ [WALTER BENJAMIN]: Το χασίς στη Μασσαλία, μτφ. από τα αγγλικά Πέπη Σουλιώτου, Πρίσμα, Αθήνα, 1990, σελ. 45, [Συμπεριλαμβάνεται: Ανώνυμος: «Ο αραβικός ύμνος στο χασίς», μτφ. − σχόλια Φώτης Τερζάκης] [Σειρά: Ψυχεδελική βιβλιοθήκη, αρ. 2].
ΠΕΦΑΝΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ Π.: Εισαγωγή στην κοινωνιολογία της διασκέδασης. Το νεομπαρόκ και το τέλος της ιστορίας, Πρίσμα, Αθήνα, 1992, σελ. 118.
ΑΝΤΟΡΝΟ, ΤΕΟΝΤΟΡ B. [THEODOR W. ADORNO]: Η ιδέα της φυσικής ιστορίας, Πρόλογος Φώτης Τερζάκης, μτφ. Θοδωρής Λουπασάκης, Πρίσμα, Αθήνα, 1992, σελ. 71, [Εισαγωγή: Η επικαιρότητα της φιλοσοφίας / Η ιδέα της φυσικής ιστορίας].
ΤΕΡΖΑΚΗΣ, ΦΩΤΗΣ: Φιλελευθερισμός και τρομοκρατία. Πολιτικά κείμενα, Πρίσμα, Αθήνα, 1991, σελ. 68.
ΤΕΡΖΑΚΗΣ, ΦΩΤΗΣ: Οι αντίποδες του ’60. Πίσω από τη διφορούμενη έννοια του μεταμοντερνισμού και μέσα από τα «νέα» κοινωνικά κινήματα, Πρίσμα, Αθήνα, 1992, σελ. 180.
ΤΣΟΜΣΚΥ, ΝΟΑΜ: Προπαγάνδα και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας».
Γ.Ζ.: «Μετά τη δημιουργία του επαγγελματικού μπλογκ, που είναι ο “Βιβλιοανιχνευτής”, σκέφτηκα να κάνω και ένα δεύτερο ιστολόγιο που να συνδυάζει τα δύο μεγάλα πάθη μου: την ποίηση και τη μουσική. Σ’ αυτό προσπαθώ να ανθολογήσω τον παγκόσμιο ποιητικό λόγο και παράλληλα να γνωστοποιήσω κάποια τραγούδια τα οποία εκτιμώ ιδιαιτέρως. Το πρόβλημα είναι πως τα τραγούδια που μου αρέσουν είναι πάρα πολλά και η λίστα συνεχώς εμπλουτίζεται, αλλά δεν έχω αφενός το χρόνο και αφετέρου την ικανότητα και τη γνώση για να τα μεταφράσω όλα. Στην ανθολογία της παγκόσμιας ποίησης είναι πιο απλά τα πράγματα: χρησιμοποιώ μεταφράσεις άλλων από τη μεγάλη συλλογή που διαθέτω».
ΙΛΙΑ ΓΚΡΙΓΚΟΡΙΕΒΙΤΣ ΕΡΕΝΜΠΟΥΡΓΚ [ИЛЬЯ ГРИГОРЬЕВИЧ ЭРЕНБУРГ (1891-1967)]: «Μάιος 1945», μτφ. Γιάννης Ρίτσος.
«They Can’t Take Away Our Music», «War» με Eric Burdon:
Ι.Λ.: «Συχνά μου αναφέρεις ότι τα αγγλικά σου δεν επαρκούν, αλλά διαρκώς με μεταφράσεις καταπιάνεσαι!».
Γ.Ζ.: «Στη μετάφραση κειμένου καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια και συνήθως τα παρατάω. Παρ’ όλ’ αυτά, σε ακαδημαϊκά κείμενα, όταν δε χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ιδιωματισμούς και σλανγκ, το παλεύω με το λεξικό. Τώρα, πως τολμάω να μεταφράσω ποίηση; Υπάρχει μια διάσημη φράση ενός σημαντικού Αμερικανού ποιητή, του Ρόμπερτ Φροστ, που λέει ότι “ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση” ή κάπως έτσι. Αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα. Αλλά αυτό τι σημαίνει; Δεν πρέπει να προσπαθούμε; Απαντώ, πολύ πρόχειρα, με μία άλλη παραδοξολογία. Για μένα όχι μόνο η ποίηση αλλά και η πεζογραφία και όλες οι τέχνες και οι επιστήμες, ακόμη και η γλώσσα της καθημερινότητας, είναι μετάφραση. Τι μεταφράζουμε; Μεταφράζουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας και προσπαθούμε να τα κοινοποιήσουμε σε άλλους ανθρώπους. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι άνθρωποι, ακόμη και αν το λένε με άλλα λόγια. Μεταφράζουμε (με λέξεις, με εικόνες, με ήχους, πολλές φορές, και με τη σιωπή) τη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους, με τον κόσμο, με τη ζωή, με το σύμπαν».
ΝΙΚ ΚΑΙΗΒ [NICK CAVE (1957)]: «To Be By Your Side», μτφ. Γιώργος Ζούκας.
Ι.Λ.: «Ενδιαφέρουσα η προσέγγισή σου σε σχέση με τη μετάφραση. Ναι, βέβαια ο καθένας έχει το δικαίωμα ή την ευκαιρία να προσπαθήσει μόνος του. Έτσι κι αλλιώς είναι τόσο δύσκολη και χρονοβόρα υπόθεση μία μετάφραση, που, ακόμα κι αν πρόκειται για χόμπι, πάλι σοβαρή ασχολία είναι. Είναι και αυτός ένας τρόπος, όμως, να αποτυπωθεί, έστω έμμεσα, ένα απόσταγμα φιλτραρισμένης σκέψης, μέσα από τη γραφή κάποιου άλλου».
Γ.Ζ.: «Ζηλεύω όποιον έχει ευχέρεια λόγου, εγώ νιώθω ένα βουητό, μια καταιγίδα ιδεών, σημαντικών ή ασήμαντων, αδιάφορο, κι όταν βλέπω το γραπτό μου, πολλές φορές λέω: Τόσος κόπος, τόση προσπάθεια, γι’ αυτό το πράγμα, που δε με ικανοποιεί;».
ΛΗ ΧΑΙΗΖΕΛΓΟΥΝΤ [LEE HAZLEWOOD (1929-2007)]: «Summer Wine», μτφ. Γιώργος Ζούκας.
«Third Stone from the Sun», Τζίμι Χέντριξ.
Ι.Λ.: «Γιατί έχεις έρθει από το Σείριο, αλήθεια;».
Γ.Ζ.: «Εκεί γεννήθηκα και ήρθα να γνωρίσω τον πλανήτη σας και τους κατοίκους του (γέλια). Αστειεύομαι, φυσικά, πρόκειται για μία μεταφορά. Το διευκρινίζω, επειδή υπάρχει μια νεομυθολογία − παραμυθολογία, με την οποία δεν έχω βέβαια καμία σχέση.
»Υπάρχει ένα τετράστιχο των Beatles από το τραγούδι “ Yer Blues”, που έχει σχέση με την όλη ιδέα:
My mother was of the sky
My father was of the Earth
But i am of the universe
And you know what it’s worth.
»Αν ερχόταν κάποιο νοήμον ον από άλλο πλανήτη ή από άλλο άστρο, τι θα έκανε για να αποκτήσει κάποια γνώση για τους ανθρώπους; Έχω την εντύπωση, που μπορεί να είναι λανθασμένη, και με την προϋπόθεση ότι θα είχε καλές προθέσεις, ότι θα προσπαθούσε να τους γνωρίσει μέσω των επιτευγμάτων τους, στις τέχνες και τις επιστήμες. Εγώ αυτά που −κάπως− καταλαβαίνω είναι η ποίηση και η μουσική. Συνεπώς εκεί επικεντρώνομαι.
»Όπως λέει και ο στίχος από το τραγούδι “First We Take Manhattan” του Leonard Cohen: “Ah, remember me, I used to live for music”! Και, βέβαια, “When the music’s over, turn out the light”».
«First We Take Manhattan», Leonard Cohen.
«When the Music’s Over», Doors.
Στοιχεία επικοινωνίας:
Facebook: Γιωργος Ζουκας
https://www.facebook.com/zookout
Σελίδα Βιβλιοανιχνευτή: «Έχω έρθει από τον Σείριο».
Linkedin: Γιωργος Ζουκας
Το ιστολόγιο «Βιβλιοανιχνευτής»:
http://vivlioanihneftis.wordpress.com/
Το ιστολόγιο «Έχω έρθει από τον Σείριο» (μεταφρασμένα ποιήματα – στίχοι τραγουδιών):
http://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/
mail: [email protected]
Τηλέφωνο: 6939613081.
Οι επιλογές των τραγουδιών και των ποιημάτων είναι του Γιώργου Ζούκα.
Επεξεργασία εξώφυλλου και εικόνων: Ιουλία Λυμπεροπούλου.