CityMag Portrait | Ριχάρδος Φώσκολος
«Η φύση σε μαθαίνει! Ζώντας κοντά της, γινόμαστε άνθρωποι ξανά! Τίποτε δεν ολοκληρώνεται, μόνο σταματά κάποια στιγμή! Όσο για το έργο μου, θέλω να πιστεύω πως κάποτε θα εξαφανιστεί, θα χαθεί... Είναι βέβαια και αυτό ένα δρώμενο».
Ξύλο και σίδερο, 0,70Χ0,70Χ0,50 εκ. (άτιτλο).
Ριχάρδος Φώσκολος, ένας ηφαίστειος ποιητικός γλύπτης με φτερά Ικάρου, όχι κέρινα, όμως, αλλά σμιλεμένα από τον ίδιο από αραχνοΰφαντο ατσάλι, ώστε να είναι ανάλαφρα και να αντέχουν σε όλους τους καιρούς χωρίς να σκουριάζουν. Γνώρισα το Ριχάρδο ως κατά κόσμον Οδυσσέα Μπενά στο Twitter και το προτιμώ, γιατί προμηνύει ταξίδια. Παράξενο πώς γνωρίζονται ενίοτε οι άνθρωποι μέσα από το ηλεκτρονικό μέσο, και όμως τυχαίνει το μέσο να ευνοεί ανοίγοντας μικρά παραθυράκια στο χάος, για να ανακαλύπτει κανείς μικρές φλόγες που λέξη τη λέξη φτιάχνουν μονοπάτια ολόκληρα εικόνων, σκέψεων και ιδεών. Έτσι με κάθε ευκαιρία στήναμε με 140 χαρακτήρες μικρούς και μεγάλους twitterοπαπύρους ξεφεύγοντας σε σφαίρες ονειρικές, αλλά και αναλύοντας διάφορα θέματα που είχαν ως επίκεντρο τις μικρές και μεγάλες ιδέες του ανθρώπου, τις ελπίδες του, το ακόρεστο πάθος του για γνώση και δημιουργία και ίσως στο τέλος η επίγευση να έμοιαζε λίγο με σοκολάτα πικρή, γιατί καταλήγαμε στη ματαιότητα που επιφέρει η ανυπέρβλητη σκιά του θανάτου. Αυτός, πάλι, ως οίστρος μάς έδινε νέα ώθηση δονώντας τις χορδές του πείσματος για ρούφηγμα της ζωής μέχρι τελευταίας ρανίδας.
Ο Οδυσσέας χαρακτηρίζεται από το πάθος του για ζωή, και μάλιστα στοιχεία που ιχνηλατούν χαρακτηριστικά της σύνθετης προσωπικότητάς του αφορούν τις αντισυμβατικές επιλογές ζωής του και τη σχέση με την τέχνη του. Ορμώμενος από την αγάπη του για τη φύση επέλεξε εδώ και κάποια χρόνια να κάνει τόπο διαμονής του την Τήνο, φτιάχνοντας εκεί το αυτοδημιούργητο εργαστήρι ‒ γλυπτό, το δικό του καταφύγιο, όπου όσο μανιάζουν οι ανέμοι ολόγυρα τον Οδυσσέα υπερφορτίζει η φωτιά εντός του, δουλεύοντας σαν Ήφαιστος το αγαπημένο του υλικό, το σίδερο. Πρόκειται για ένα σκληρό και απαιτητικό υλικό, που χρειάζεται την κατάλληλη φροντίδα και χειρισμό, για να αποκαλύψει τις μορφές που κρύβει μέσα του. Και ο Οδυσσέας άλλοτε με την ορμητική χαρά της δημιουργίας και άλλοτε μοχθώντας απελπισμένος με τη «δυστροπία» ορισμένων υλικών, αλλά πάντα με το ίδιο πείσμα και έρωτα για την τέχνη του, πλάθει, αναπλάθει και μορφοποιεί μικρά ποιητικά γλυπτά. Παρατηρώντας τα έργα του αναγνωρίζω μορφές ζωντανές, παλλόμενες, ονειρικές, Δον Κιχώτες που προσπαθούν να σπάσουν το στενό όριο περιορισμού στην ύλη τους και να φύγουν πάνω σε άλογα καλπάζοντας, ίδιοι άνεμοι, μακριά, σαν άλλοι Οδυσσείς. Άλλοτε πάλι έχουν μία ανάταση παλεύοντας να αγγίξουν τον ουρανό επιμηκύνοντας τη δυναμική τους έως τη συμπυκνωμένη αντοχή του τελευταίου τους κυττάρου, σαν Ίκαροι. Και άλλοτε προκύπτει μία αρμονία στις μορφές, όταν η έμπνευση του γλύπτη οδηγεί τα εργαλεία του στη διαδρομή που χαράσσει η φυσική ροή του ίδιου του υλικού και εκείνος την ανασταίνει.
«Η φύση σε μαθαίνει!» μου είχε πει σε μία από τις συζητήσεις μας περιγράφοντάς μου την καθημερινότητά του στο νησί. «Και υπάρχουν πράγματα που αναδύονται μέσα μας, πράγματα των οποίων την ύπαρξη αγνοούσαμε! Μένοντας κοντά της, πρέπει να βουτηχτούμε ολόκληροι μέσα της, ακόμη και πληρώνοντας ένα τίμημα. Σιγά σιγά μαθαίνεις την υγρασία στον αέρα, ζεις με τα μικρά φυλλαράκια που πρωτοβγαίνουν στα φυτά, νιώθεις το χώμα σαν προέκταση του ποδιού σου, μαθαίνεις να ηρεμείς στη σκέψη του θανάτου! Είναι πολλά τα βιώματα ζώντας κοντά στη φύση, γινόμαστε άνθρωποι ξανά!»
Και με αυτά τα τρυφερά λόγια ας ανοίξουμε την αυλαία της συζήτησης που περιλαμβάνει σκέψεις και προβληματισμούς τους οποίους είχαμε και συνεχίζουν να μας απασχολούν και ηλεκτρονικά, αλλά και «διά ζώσης», όπως θα έλεγε και εκείνος, για να ξεκλέψουμε μία ματιά από το διαρκώς ανήσυχο πνεύμα αυτού του ακάματου περιηγητή:
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Οδυσσέα, πες μου καταρχήν λίγα λόγια για σένα και για την έως τώρα πορεία σου».
Ριχάρδος Φώσκολος: «Ξεκίνησα σαν Οδυσσέας μ’ ένα καράβι, μα χωρίς συντρόφους και περιπλανήθηκα στην αχανή τυχαιότητα αυτής της ζωής με γνώμονα την τέχνη. Άλλοτε την έχανα από τα μάτια μου, άλλοτε πλησίαζα. Δεν κατάφερα να σπουδάσω στην ώρα μου και πάλεψα πολύ να μη χάσω αυτό το όραμα. Κάποια στιγμή, μέσω τεθλασμένης πορείας, τα κατάφερα και ξεκίνησα ένα νέο ταξίδι για άλλη μια φορά. Ειλικρινά, ενώ θα μπορούσα ν’ αναφερθώ σε μια χρονική πορεία, δε θέλω. Είναι, θεωρώ, αδύνατον να μιλήσω για τους δρόμους που πήρα μέσα σε λίγες γραμμές, οι ανθρώπινες στιγμές δεν χωρούν πουθενά».
Ι.Λ.: «Να πούμε εδώ ότι σου απευθύνομαι με το ψευδώνυμό σου, γιατί έτσι σε γνωρίζω και αναγνωρίζω. Γιατί Οδυσσέας, αλήθεια;».
Ρ.Φ.: «Κατά έναν περίεργο τρόπο ο αντίστοιχος ήρωας του Ομήρου υπήρξε και ο πλέον αγαπημένος μου. Πολυμήχανος, καλός στο να εκτιμά τους χαρακτήρες των άλλων, μες την ατέλειά του είχε μια σοφία μπροστά στην οποία οι υπόλοιποι Αχαιοί συμπολεμιστές του έμοιαζαν άγριοι και κτηνώδεις. Δεν πιστεύω πως είναι τυχαίο που ο Οδυσσέας στο πεδίο της μάχης δεν αναφέρεται καθόλου, παρά μόνο στο σημείο της μεγαλοφυούς του ιδέας για το Δούρειο Ίππο. Ο Αχιλλέας, ο Αγαμέμνων και αρκετοί άλλοι, παρουσιάζονται ματωβαμμένοι, μεθυσμένοι από τη βία του πολέμου, που τελικώς δε θα κέρδιζαν αν δεν υπήρχε η μικρή ‒σε σχέση με τη διάρκειά του και τις αναρίθμητες σφαγές‒ κίνηση, σοφά μελετημένη, που σήμανε την ήττα για τους Τρώες.
Είχαμε μια δασκάλα στο δημοτικό που μας διάβαζε την Οδύσσεια. Ένα μικρό κομμάτι την ημέρα. Μέχρι και τώρα θυμάμαι την αγωνία που με διακατείχε για την κάθε περιπέτεια του αγαπημένου ήρωα. Θα ζήσει, θα πεθάνει; Μα μικρό παιδί που ήμουν, πού να γνωρίζω την ιστορία ολόκληρη; Πέρασαν κάποια χρόνια και διάβασα την Ιθάκη του Καβάφη, και μετά την ανάλυσή της κατάλαβα πλέον πως η Οδύσσεια ήταν το νόημα της ζωής. Όταν έφτιαξα το λογαριασμό μου στο Twitter, χρησιμοποίησα ένα ψεύτικο ‒έτσι νόμιζα τότε‒ προφίλ με το όνομα Οδυσσέας Μπενάς. Και όταν ήρθε η ερώτηση για τη συνέντευξη αυτή, έτσι απρόσμενα κάπως, συνειδητοποίησα πως ο Οδυσσέας ήταν η ζωή μου!
Κάπως έτσι περιπλανήθηκα στα προηγούμενά μου χρόνια. Όχι τυχαία όμως, με σκοπό και στόχο. Μα κάθε φορά οι καταστάσεις της καθημερινότητας με πετούσαν απ’ τη μια περιπέτεια στην άλλη και κάποιες από αυτές ήταν μεθυστικά ωραίες, ενώ άλλες εξαιρετικά σκληρές. Σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερα και πλησίασα πολύ το βασικό μου στόχο. Σε τέτοιο σημείο, που να μου μένει κι άλλη διαδρομή μέχρι την υπόλοιπη ζωή μου».
Ρ.Φ.: « Δυστυχώς δεν υπήρξα παιδί θαύμα, όπως ο Μουρ που έπαιρνε πηλόχωμα απ’ τις όχθες ενός ποταμού και έφτιαχνε μικρά γλυπτά. Την απόφασή μου να ασχοληθώ με τη ζωγραφική στην αρχή και τη γλυπτική αργότερα τη σχηματοποίησα περίπου στα μέσα της εφηβείας. Μερικά χρόνια πριν, η μάνα μου μου παρουσίαζε, από μία εγκυκλοπαίδεια τέχνης, έργα ζωγραφικής και γλυπτικής που υπάρχουν σε διάφορα μουσεία. Όταν αντίκριζα τις εικόνες εκείνες, κι ενώ κάποιες μου άρεσαν πολύ, κάποιες άλλες όχι, έμπαινα με τη φαντασία μου σε κόσμους περίεργους, πολύ διαφορετικούς από αυτόν που ζούσα. Ονειροπολούσα μέσα από πίνακες ζωγραφικής. Μα τίποτ’ άλλο. Αργότερα με τα εξώφυλλα των δίσκων βινυλίου της Ντόιτσε Γκράμοφον, που αγόραζα με τις ελάχιστες οικονομίες μου, ονειροπολούσα ξανά, υπό τους ήχους της κλασικής μουσικής, στα αποσπάσματα από έργα ζωγραφικής που αυτά παρουσίαζαν. Βλέπεις, εκείνη την περίοδο οι καλλιτέχνες μουσικοί δεν ήταν τόσο εκθαμβωτικά όμορφοι, ώστε να μετράει περισσότερο το εξώφυλλο απ’ την ποιότητα της ερμηνείας! Να μη σου τα πολυλογώ, ένιωσα τότε την ανάγκη να φτιάξω ‒για να ζήσω μέσα τους άραγε;‒ κι εγώ κόσμους τέτοιους, σαν αυτούς που θαύμαζα. Μάλλον αυτό είναι η προϊστορία μου».
Ι.Λ.: «Η γλυπτική είναι οπωσδήποτε δημιουργία, αλλά είναι και σκληρή και κοπιαστική εργασία. Αισθάνεσαι αυτή τη διάσταση του να είσαι ένας εργάτης που καταπονεί το σώμα του; Προσωπικά, το αισθάνομαι πολύ έντονα στο γράψιμο, είναι μία δραστηριότητα πολύ “υλική” και σωματική, κι ας μη γίνεται αντιληπτή ως τέτοια. Πόσο μάλλον η δική σου, εφόσον καταπιάνεσαι με καθαρή πρώτη ύλη για να εργαστείς. Το αισθάνεσαι αυτό;».
Ρ.Φ.: «Πολύ έντονα. Το σώμα καταπονείται ούτως ή άλλως, στην μετατροπή της σκέψης σε ύλη, όπως κι αν παρουσιάζεται αυτή, και συμμετέχει με κάθε μικρό του νεύρο, μέχρι και την τελευταία μας τρίχα. Στη γλυπτική η ύλη είναι εξοντωτική! Πολλές φορές χρησιμοποιούμε υλικά σκληρά για ν’ αντέχουν στο χρόνο, και ακριβώς αυτή την αντίσταση στις δεκαετίες συναντούμε κι εμείς. Πόσο μάλλον όταν ζητούμε απ’ αυτήν, την ύλη, να υποταχθεί, σχεδόν πλήρως, στη θέλησή μας».
Ι.Λ.: «Ποια είναι η σχέση της γλυπτικής με τη ύλη;».
Ρ.Φ.: «Με μια πρώτη σκέψη εύκολα θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι απόλυτη. Χωρίς ύλη κάνεις οτιδήποτε άλλο εκτός από γλυπτική! Πολλές, όμως, είναι οι καλές τέχνες που χρησιμοποιούν την ύλη για τη δημιουργία, αν και πολύ σπάνια επεμβαίνουν τόσο ριζικά και τη μετασχηματίζουν όσο ο γλύπτης».
Ι.Λ.: «Το βασικό υλικό με το οποίο ασχολείσαι είναι το σίδερο. Γιατί επέλεξες το συγκεκριμένο υλικό; Και πώς δουλεύεται; Μίλησέ μας για τη διαδικασία».
Ρ.Φ.: «Έχω δουλέψει με διάφορα μέταλλα (ανοξείδωτο, μπρούτζο κτλ.), μα αγαπημένο μου υλικό είναι αυτός, ο σίδηρος, ο απλός, κράμα και αυτό, που σκουριάζει με το χρόνο, που χάνεται, πεθαίνει, αποσυντίθεται αργά αργά και αλλοιώνεται το σχήμα του αντικειμένου, γίνεται αόριστο, άμορφο. Και κάποια στιγμή θα μετατραπεί σε σκόνη. Αυτό τον τύπο του σιδήρου που ξεκινά με το περήφανο κρυσταλλικό χρώμα του μολυβιού και καταλήγει με το ζεστό χρώμα της γης».
Ι.Λ.: «Μίλησέ μας για άλλα υλικά που χρησιμοποιείς εσύ ή που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη γλυπτική».
Ρ.Φ.: «Στην εποχή μας υπάρχει μια πληθώρα υλικών που χρησιμοποιείται. Ξεκινώντας από τα κλασικά, όπως το μάρμαρο, την πέτρα, τον μπρούτζο και καταλήγοντας σε συνθετικά, όπως τον πολυεστέρα. Φυσικά, μιλώντας για πιο παραδοσιακές μορφές γλυπτικής, γιατί στον τομέα των κατασκευών μπορεί να χρησιμοποιηθεί οτιδήποτε».
Ρ.Φ.: «Στα πολύ μεγάλα έργα χρειάζεται μία τεράστια εμπειρία για να σταθεί σωστά το έργο. Αν, πάλι, είναι τα μεγέθη τεράστια, μπορεί να απαιτηθεί και η βοήθεια των ειδικών (μηχανικών σε αυτή την περίπτωση)».
Ρ.Φ.: «Η έκρηξη της τεχνολογίας και η εφεύρεση νέων υλών αποτέλεσαν ένα πεδίο πειραματισμού για πολλούς καλλιτέχνες. Η διαφορά που βρίσκω με τους παλαιότερους χρόνους ‒πάντοτε σε σχέση με την ύλη μιλώντας‒ είναι το γεγονός πως τότε υπήρχαν λιγότερες και πιο πρωτογενείς ύλες για τη δημιουργία των έργων. Μα ας μην αγνοήσουμε το γεγονός πως η χρήση εξαρτάται και από την προσωπικότητα του καλλιτέχνη!».
Ι.Λ.: «Ποια ήταν η συμβολή της Καλών Τεχνών στη ζωή σου; Στη σχολή σού έδωσαν κατευθύνσεις για να αναπτύξεις μία προσωπική σχέση σεβασμού με την ύλη, για τη φροντίδα και όχι για την κατασπατάλησή της;».
Ρ.Φ.: «Πριν τη σχολή δούλεψα πολλά χρόνια με γλύπτες και κυρίως με το Γιώργο Χουλιαρά που ήταν και ο δάσκαλός μου στη γλυπτική. Στα εργαστήρια που δουλεύεις μαθαίνεις να σέβεσαι την ύλη. Ουσιαστικά, μαθαίνεις τα πάντα σχεδόν. Στη σχολή περνάς μια περίοδο αναζήτησης, όμως, όπου η ύλη και η οικονομία σε αυτήν δεν έχουν και τον πρωτεύοντα ρόλο. Άλλωστε από την αρχή που ξεκινάς τη ζωή σου εκτός σχολής και πληρώνεις τα πάντα, μαθαίνεις να σέβεσαι πολλά περισσότερα από αυτά που σεβόσουν πριν».
Ρ.Φ.: «Κανείς δεν διδάσκει κανένα, κανείς δεν καταδεικνύει κάτι, εκτός κι αν πρόκειται για στρατευμένη τέχνη. Το έργο, όπως ακριβώς συμβαίνει και με άλλες μορφές τέχνης, είναι ανοιχτό, μια πρόκληση, αν θες, για το θεατή. Για πολλά χρόνια πίστευα πως η τέχνη μπορεί να κάνει το ανθρώπινο γένος πολύ καλύτερο. Να ανυψώσει το πνεύμα, να καταλύσει την εξουσία. Την κάθε μορφής εξουσίας! Δυστυχώς, μετά από πολλούς αιώνες τέχνης, οι άνθρωποι εξακολουθούμε να είμαστε ανθρωποφάγοι, άγριοι, εξουσιαστές, και μάλιστα χρησιμοποιούμε αυτήν (την Τέχνη, το συλλογικό υποσυνείδητο, το Όνειρο της ανθρωπότητας), για να εξουσιάζουμε. Πολύ λίγοι είναι οι εκλεκτοί που ανυψώνονται πνευματικά μέσω της τέχνης. Και μετά περνά άξαφνα το τραμ και τους εξοντώνει».
Ι.Λ.: «Ποια είναι τα περιθώρια δημιουργίας, πιστεύεις, ενός γλύπτη σήμερα; Και σε σχέση με το παρελθόν».
Ρ.Φ.: « Ο καλλιτέχνης μοιάζει με πηγή νερού. Άλλες φορές γίνονται χείμαρροι, ποτάμια, άλλες ποτίζουν ένα χωραφάκι. Όσο υπάρχει νερό, ψυχή, ανάγκη, για να βγει προς τα έξω, η δημιουργία είναι παρούσα, ζωντανή, γεμάτη παλμό και ζωή. Συνθήκες ευνοϊκές ή μη δεν επηρεάζουν το αποτέλεσμα παρά μόνο το μέγεθος αυτού. Σκέψου, ο Χαλεπάς έκανε μακέτες σε γύψο ή πηλό, γιατί δεν είχε χρήματα, γιατί είχε ένα σωρό πληγές να επουλώσει. Μα δημιουργούσε! Είναι πιθανό ο καλλιτέχνης να σιγήσει. Να μην αισθάνεται την ανάγκη να εκφραστεί, μα δε σημαίνει πως δεν είναι καλλιτέχνης ή πως οι συνθήκες τον περιόρισαν. Αλλά μπορεί να συμβεί, επειδή σε εποχές δύσκολες για τους λαούς κυκλοφορούν μνήμες εξωραϊσμένες. Ας δούμε τι γινόταν στην Αναγέννηση, για παράδειγμα. Οι γλύπτες, οι ζωγράφοι, οι ποιητές, οι μουσικοί μπορούσαν να ζουν μόνο απ’ την αγάπη για την τέχνη των αρχόντων. Τοπικοί ή μη, βασιλιάδες, δούκες, κόμητες ή πλούσιοι έμποροι είχαν τη δυνατότητα, αν ήθελαν, να συντηρούν καλλιτέχνες, με σκοπό οι τελευταίοι να παράγουν έργα γι’ αυτούς (τους μαικήνες) και την “υψηλή” κοινωνία που στριφογύριζε στα σαλόνια. Οποιαδήποτε στιγμή ο ευεργέτης βαριόταν ή δυσαρεστείτο με τον καλλιτέχνη, τον έδιωχνε, και άντε μετά να μπορέσει να ζήσει. Επιπλέον, δεν υπήρχε καμία και κανενός τύπου εξασφάλιση. Στην εποχή μας ‒δεν εννοώ το ναυάγιο στο οποίο είμαστε οδηγημένοι και όπου δεν μπορεί να βρει δουλειά κανείς πλέον‒ μπορεί να προσληφθείς σε σχολείο ή από εταιρείες που υποστηρίζουν τομείς με καλλιτεχνικές δραστηριότητες, είναι, επίσης, δυνατό μέσω του ίντερνετ να βρεθούν ευκαιρίες σε άλλους τόπους. Υπήρχαν εποχές που οι καλλιτέχνες ήταν φτωχότατοι, είχαν εξαιρετικές δυσκολίες στην καθημερινή τους ζωή, με μιαν αγωνία επιβίωσης, και αυτές δεν απέχουν αιώνες από εμάς, μα πάντοτε δημιουργούσαν. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο!».
Ρ.Φ.: «Η αποδόμηση της ύλης! Έτσι αβίαστα απαντώ στην ερώτησή σου, έτσι αβίαστα ξεκίνησε αυτή η σκέψη για τη δουλειά μου. Και το σίδερο είναι το καταλληλότερο υλικό! Γήινο, φθαρτό, έχουμε μαζί του την αίσθηση της σταθερότητας και της σιγουριάς, μα όλοι γνωρίζουμε την ευαισθησία του, τον περιορισμένο χρόνο ζωής του σχετικά με άλλα υλικά. Οι ζωές μας είναι δεμένες με αυτό, είμαστε αδέλφια, παρακμάζουμε με τον ίδιο τρόπο και αποδομείται η ύλη μας ‒η τόσο περήφανη, κατά τα άλλα‒, όπως οποιοδήποτε αντικείμενο που αποτελείται από σίδερο».
Ι.Λ.: «Περίγραψέ μας τα στάδια, τη διαδικασία ανάπτυξης μίας ιδέας από τη σύλληψή της, την επιλογή του υλικού, τις μακέτες που φτιάχνεις έως και την ολοκλήρωσή της».
Ρ.Φ.: «Τα ερεθίσματα είναι η πρώτη μας ύλη, συνήθως. Κοντά στην τέχνη κυρίως ‒στην εποχή μας οι εμφανείς ή αφανείς επιρροές μας παίζουν σημαντικότατο ρόλο σε ένα έργο‒, κοντά στη φύση ή στο όποιο φυσικό περιβάλλον. Κατόπιν σκέψεις μπαίνουν στο χαρτί και κάποιες από αυτές γίνονται μακέτες. Μπορείς να δουλέψεις μια μακέτα με ό,τι υλικό σε διευκολύνει. Ο πηλός και στη συνέχεια η μεταφορά του έργου σε γύψινο εκμαγείο είναι ένας διαχρονικός και πολύ βολικός τρόπος. Φυσικά, η μεταφορά στο υλικό σού δείχνει και τα μεγέθη, αν από πριν δεν έχεις αποφασίσει περί αυτού. Η τελική μεταφορά σε όποιο υλικό επιλέξεις μπορεί να έρθει και πολύ αργότερα. Ειδικά στα μεγάλων διαστάσεων έργα, όπου εκεί συνήθως πρέπει να υπάρχει παραγγελία, για να μπορέσει ο γλύπτης να ολοκληρώσει».
Ρ.Φ.: «Η φωτογραφία είναι η άλλη ματιά. Η άλλη όψη του κόσμου. Ασπρόμαυρη πάντα, ένα καταφύγιο των αισθήσεών μου από τη βαρβαρότητα των χρωμάτων και των ανεξέλεγκτων, ανθρώπινων ή μη, παρεμβάσεων στον περιβάλλοντα χώρο. Η σχέση μου μαζί της ξεκίνησε πολύ παλιότερα από τη γλυπτική, κάπου στα δεκαπέντε πρέπει να ήμουν, με μια πολύ παλιά και απλή φωτογραφική μηχανή του πατέρα. Πανάκριβα όλα τότε, φιλμ, εμφανίσεις, εκτυπώσεις, και το αποτέλεσμα πολύ φτωχό, μιας και η μηχανή ήταν τέτοια, που επέτρεπε μόνο κάποιες οικογενειακές φωτογραφήσεις. Αργότερα κατάφερα ν’ αποκτήσω μια αξιοπρεπή φωτογραφική μηχανή και με δυνατότητα αλλαγής φακών, ενώ η ακρίβεια με ανάγκασε ‒ευτυχώς‒ να μπω στη διαδικασία εμφάνισης του φιλμ και εκτύπωσής του στο χαρτί. Σε σύγκριση με ό,τι υπάρχει σήμερα, ήταν μια πανέμορφη διαδικασία, μαγική σχεδόν. Αν είχα το χώρο, σίγουρα θα ξεκινούσα ξανά μ’ εκείνη την παλιά αναλογική μηχανή! Όχι, η φωτογραφία έχει αυτονομηθεί πλήρως από τη γλυπτική, δεν μ’ εξυπηρετεί στη διαδικασία καθόλου και αποτελεί μια άλλης μορφής καλλιτεχνική ενασχόληση».
Ι.Λ.: «Ο χρόνος μπορεί και αυτός να παίξει αυτόνομα το ρόλο του “γλύπτη” πάνω στην ύλη, ακόμα και πάνω στο κορμί, όπως το σμιλεύει στο πέρασμά του. Τι ρόλο παίζει ο χρόνος στη γλυπτική, και πιο συγκεκριμένα στο έργο σου; Πιστεύεις ότι ένα έργο με ροή στο χρόνο ολοκληρώνεται ποτέ πραγματικά;».
Ρ.Φ.: «Τίποτε δεν ολοκληρώνεται, μόνο σταματά κάποια στιγμή! Όσο για το έργο μου, θέλω να πιστεύω κάποια στιγμή θα εξαφανιστεί, θα χαθεί, αν δεν το πάρει κάποιος για παλιοσίδερα κατά λάθος ‒ έχουν γίνει και τέτοια, ξέρεις. Είναι βέβαια και αυτό ένα δρώμενο».
Ρ.Φ.: «Στη δημιουργία του έργου είναι σημαντικό να είναι άνετος, ώστε να μπορείς να ελέγχεις την πορεία της δουλειάς κάθε στιγμή. Βγαίνοντας όμως από το εργαστήριο, αλλάζουν τα πάντα. Ο εκθεσιακός χώρος πρέπει να μην εμποδίζει το θεατή να το δει από όλες τις πλευρές».
Ι.Λ.: «Τι ρόλο παίζουν το φως και οι φωτοσκιάσεις σε ένα γλυπτό εσωτερικού ή εξωτερικού χώρου;».
Ρ.Φ.: «Ένας από τους τρόπους που σχεδιάζεις ένα έργο είναι και η ροή του φωτός και της σκιάς. Αυτό, έμμεσα, είναι μέρος της σύνθεσης. Στον εξωτερικό χώρο γνωρίζεις πως ο ήλιος είναι “ανελέητος” κριτής. Αν το έργο δεν είναι καλό... Στον εσωτερικό χώρο, σε έναν εκθεσιακό εν προκειμένω, καλό είναι να υπάρχει φωτισμός δυνατός που να απλώνεται. Οι στοχευμένοι προβολείς μπορεί να κρύψουν μέρη από το έργο».
Ι.Λ.: «Πόσο πολύ μετράει η σωστή παρουσίαση ενός έργου και το σωστό στήσιμό του στο χώρο τελικά;».
Ρ.Φ.: «Υπάρχει μια αγωνία σε πολλούς καλλιτέχνες για το στήσιμο των έργων. Προσωπικά, δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ για το πώς θα τοποθετηθεί δικό μου έργο. Αν είναι καλό, θα δείξει, αν είναι κακό, θα φανεί επίσης. Εκείνο που έχει σημασία είναι η παρουσίαση των έργων ενός καλλιτέχνη. Εκεί, η σύνθεση παίζει μεγάλο ρόλο, για να κυλήσει το βλέμμα του επισκέπτη με μια φυσική ροή παντού. Και, φυσικά, το κάθε έργο έχει το κοινό του. Εύκολο ή εξοικειωμένο με την τέχνη, και στη δεύτερη περίπτωση, βέβαια, με κριτική ματιά και δύσκολο. Το ζητούμενο είναι ο καλλιτέχνης τι κοινό θα επιλέξει. Είναι μια πρόκληση ‒ παγίδα».
Ι.Λ.: «Πώς αντιπροσωπεύει η γλυπτική τον άνθρωπο, κατά τη γνώμη σου;».
Ρ.Φ.: «Όσο λανθασμένα και χιμαιρικά, θαρρείς, σκεφτήκαμε πως θα αντιπροσωπεύουν το ανθρώπινο είδος οι Τέχνες και τα Γράμματα ‒ δηλαδή καθόλου. Οι άνθρωποι εξακολουθούμε να είμαστε άγριοι και απολίτιστοι όπως και πριν από χιλιάδες χρόνια. Σφαζόμαστε, κατακτούμε, στερούμε ελευθερίες από συνανθρώπους, με λίγο διαφορετικούς τρόπους σήμερα, μα το κάνουμε. Καταφεύγουμε στην τέχνη μόνον όταν πρόκειται για αγοραπωλησία ‒κέρδος δηλαδή‒ ή για προσωπική προβολή. Όλα τ’ άλλα προβλήματα τα λύνουμε με τα όπλα. Μέχρι τόσο φτάνουμε».
Ι.Λ.: «Η σχέση σου με τη φύση και η ανάγκη να έχεις χώρο σε ώθησε εδώ και κάποια χρόνια να επιλέξεις ως τόπο διαμονής σου την Τήνο. Πόσο επηρέασε την τέχνη σου αυτή η αλλαγή; Εκεί κατάφερες να διαμορφώσεις ένα εργαστήριο που βρίσκεται υπό διαρκή εξέλιξη. Θες να μας μιλήσεις σχετικά;».
Ρ.Φ.: « Αυτή η άσβεστη ανάγκη για να βρίσκομαι κοντά στη φύση είναι ριζωμένη μέσα μου από μικρό παιδί, ίσως κι από μωρό ακόμη. Εδώ να ανοίξω μια μικρή παρένθεση και να σου πω πως έφηβος είχα μια φριχτή αλλεργία που με ταλαιπωρούσε την Άνοιξη ‒ οποία ειρωνεία να έχεις αλλεργία σε αυτήν!!! Έτσι, λοιπόν, κάθε φορά που πηγαίναμε βόλτες με τους γονείς μου ξαμολιόμουν στ’ ανθισμένα λιβάδια και, λες κι επίτηδες το έκανα, χωνόμουν μέχρι το κεφάλι στη γύρη. Γη, φυτά, άνθη, ήλιος. Αυτός ήταν ο παράδεισός μου. Όταν επιστρέφαμε στο σπίτι, ξεκινούσε το δράμα. Μύτη κλειστή, μάτια που έτρεχαν πηχτά υγρά και αναπνοή στο ναδίρ. Υπήρξαν βράδια που δεν ήξερα αν θα ζούσα μέχρι το πρωί, και τα περνούσαν κι οι γονείς μου μαζί συμπαραστεκόμενοι, βουτηγμένοι σε μια τρομερή αγωνία ανάσας. Κι όλ’ αυτά μέχρι την επόμενη βόλτα που το μοσχαράκι ξανά αμολιόταν στους ολάνθιστους αγρούς. Τώρα που το σκέφτομαι, εκείνη η περίοδος πρέπει να ήταν ένα είδος αρχέγονης και ασυνείδητης τελετής που είχε σχέση με την αναγέννηση της φύσης. Κανονικά, μετά τα όσα πέρασα δεν έπρεπε να βρίσκομαι καταμεσής ενός άγριου φυσικού περιβάλλοντος, μα κλεισμένος μέσα σε διαμέρισμα, στενό, των Εξαρχείων. Ευτυχώς που έκανα στη ζωή μου πάντοτε αυτό που ήθελα και χωρίς συμβιβασμούς. Όλη αυτή η διαδικασία οπωσδήποτε επηρέασε τη δουλειά μου με τρόπο καταλυτικό, τολμώ να πω. Το φυσικό τοπίο της Τήνου έχει αυτήν τη χαρακτηριστική αγριάδα ‒για όσους την έχουν επισκεφθεί‒, με απότομους βράχους, χτισμένη κάθε επιφάνεια, σχεδόν, με ξερολιθιές, μικρές αναβαθμίδες που συγκρατούν νερό και χώμα, και έτσι μπορούν οι χωρικοί να καλλιεργούν και να παράγουν προϊόντα, σχεδόν από το τίποτα!!! Άνυδρα τοπία το καλοκαίρι και φως δυνατό που εξαχνώνει τις σκιές.
Και, καθώς διαβαίνεις τα μονοπάτια της, απρόσμενα συναντάς μερικές ανθρώπινες επεμβάσεις, εκτός των ξερολιθιών, ένα κεφαλάρι από παλιοκρέβατο μαντρώνει την εμπατή (είσοδο) ενός χωραφιού ή από παλιά λατομεία ξεπροβάλλουν σίδερα ‒ μηχανήματα σκουριασμένα, φαγωμένα από την αρμύρα της θάλασσας και παραμορφωμένα ‒ μικρά γλυπτά, θαρρείς! Έτσι λοιπόν αισθάνεται ο περιπατητής μικρές εκπλήξεις που θα μπορούσαν να είναι έργα αγνώστων καλλιτεχνών ‒πόσα τέτοια υπάρχουν στη μουσική ιστορία από άγνωστους συνθέτες!‒, οι οποίοι, όπως είναι φυσικό να συμβεί άλλωστε, χάνονται στο χρόνο, αφήνοντας πίσω τους μια ομορφιά που παίζει με τρόπο επικίνδυνο με τα φυσικά στοιχεία. Μα είναι να μη σε επηρεάσει όλη αυτή η ατμόσφαιρα; Με το ίδιο σκεπτικό, λοιπόν, αντιμετώπισα το εργαστήριό μου. Πέτρινο, χαμηλοτάβανο, κάτι να δημιουργήσει αλληλοεπιδράσεις με το φυσικό περιβάλλον και να αποτελέσει ακόμη και ένα ελάχιστο παράδειγμα, με την ύπαρξή του, ενάντια στη χειρότερη και μονιμότερη κακοποίηση την οποία υπόκειται σήμερα η Τήνος! Σπίτια-τέρατα, δημιουργήματα ποιων άραγε αρχιτεκτόνων(!), υψώνονται στο φυσικό περιβάλλον χωρίς να έχουν ουδεμία σχέση με αυτό, χωρίς να σέβονται στο ελάχιστο την πλούσια αισθητική των αρχιτεκτονημάτων που έγιναν από απλούς κατοίκους χωρίς καμία σπουδή επάνω στο αντικείμενο παρά μόνο με τη μακροχρόνια παρατήρησή τους. Αυτή τη στιγμή τα σπίτια-τέρατα υψώνονται μόνο για ελάχιστους, τους κατοίκους τους, μόνο για δέκα με δεκαπέντε ημέρες το χρόνο!!!
Γυρνώ ξανά στο εργαστήριο. Η αυλή μου είναι χωμάτινη, κάθε χειμώνα γεμίζει αγριόχορτα που κρατούν ίσαμε τις ζέστες. Μέσα στον κυρίως χώρο του το πάτωμα είναι χωμάτινο προς το παρόν, μα σκέπτομαι να το επενδύσω με κυβόλιθους. Σίγουρα όμως με κάτι που δε θα είναι μόνιμο όπως το μπετόν. Το φαντάζομαι χρόνια μετά, όταν όλα τούτα θα έχουν εξαφανιστεί, να ξαναγυρνά στη φυσική του κατάσταση, όπως συνέβαινε με τα σπίτια του παρελθόντος. Γκρεμίζονταν και πάνω από αυτά ‒πολλές φορές χρησιμοποιώντας την ίδια θεμελίωση‒ χτίζονταν άλλα».
Ι.Λ.: «Αφορμή των όσων είπαμε προηγουμένως, η Τήνος είναι ένα νησί με παράδοση στους μαρμαροτεχνίτες. Όταν πρωτογνωριστήκαμε και μου είπες ότι μένεις στην Τήνο, μου φάνηκε τότε ως φυσική συνέπεια. Έπαιξε ρόλο στην επιλογή σου αυτό το παρελθόν ή ήταν καθαρά συγκυριακό;».
Ρ.Φ.: «Μάλλον συγκυριακή είναι η παρουσία μου εκεί. Ο περιβάλλων χώρος μόνο ως προς τη φύση έχει σχέση παρά ως προς τη δουλειά μου. Αν και έχει τρομερές επιπτώσεις σε σχέση με την προβολή και την προώθηση των έργων, μα, τι διάολο, μια φορά ζούμε και χρωστάμε στον εαυτό μας μια καλύτερη ποιότητα ζωής με πολύ λιγότερες υλικές “απολαύσεις”».
Ι.Λ.: «Η δική σου διαφορετικότητα εκεί ως γλύπτη, που αποτελεί άλλη ιδιότητα από εκείνη του μαρμαροτεχνίτη, γίνεται αντιληπτή;».
Ρ.Φ.: «Μάλλον όχι, αλλά μου είναι και αδιάφορο το πώς αντιλαμβάνονται ή όχι τις διαφορές».
Ι.Λ.: «Πιστεύω ότι κάποιος, για να αγαπήσει κάτι, πρέπει πρώτα να το κατανοεί, διαφορετικά πρόκειται για μία αγάπη χωλή. Εσύ αισθάνεσαι ότι η τέχνη σου, ουσιαστικά και πρακτικά και χωρίς καμία αρχαιολαγνεία να μας καταδυναστεύει τη σκέψη καταναγκαστικά, γίνεται κατανοητή στην Ελλάδα τού σήμερα. Αναφέρομαι και στην προ ορατής κρίσης Ελλάδα εν προκειμένω».
Ρ.Φ.: «Στην Ελλάδα της προ κρίσης; Ποια αυτή με τα νυχτερινά κέντρα και τις λαϊκές ντίβες που αυτοαποκαλούνται “καλλιτέχνες”, στα ζεϊμπέκικα των πολιτικών, τις μίζες, τις τηλεπερσόνες; Για αυτή την Ελλάδα μιλάς;».
Ι.Λ.: «Ποιες είναι οι διαφορές σε σχέση με το εξωτερικό; Είχες ποτέ σου ανάλογη εμπειρία;».
Ρ.Φ.: «Όχι, δεν έχω κάποια τέτοια εμπειρία».
Ρ.Φ.: «Η γλυπτική σε σχέση με τις άλλες εικαστικές τέχνες απαιτεί υλικά, εργαλεία και χώρους ευρείς. Δύσκολο για κάθε εποχή σχεδόν, μα δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν αυξημένα τρέχοντα έξοδα. Πρακτικές δεν μπορεί να σου πει ένας άνθρωπος που ακολούθησε τις πιο αντισυμβατικές μεθόδους, για να επιλύει προβλήματα σε όλη του τη ζωή».
Ι.Λ.: «Είναι εύκολο, τελικά, να βιοποριστεί ένας γλύπτης; Και στο χτες όχι μόνο στο σήμερα».
Ρ.Φ.: «Όχι, δεν είναι εύκολο».
Ρ.Φ.: «Είμαι εξαιρετικά μπερδεμένος, έως αρνητικός, ετούτη την εποχή, σχετικά με τη συνέχειά μου ως καλλιτέχνης. Είναι κάτι που με ταλανίζει ανά περιόδους. Αισθάνομαι σαν άθεος μοναχός σε μοναστήρι Ιησουϊτών ή κάτι ανάλογο. Μα παρόλα αυτά η διαδικασία της άσκησης-αναζήτησης δε σταματάει ποτέ».
Ι.Λ.: «Ας τελειώσουμε με μία θετική ευχή σε σχέση με την εποχή μας και σε σχέση με όσους νέους ανθρώπους θα ήθελαν να ακολουθήσουν το επάγγελμά σου».
Ρ.Φ.: «Τι είναι επιτυχία, άραγε;».
Ο Οδυσσέας είναι ένας ταξιδευτής της ζωής που επιθυμεί να τη νιώσει σε κάθε δυνατή και ποθητή διάσταση και γι’ αυτό τη δέχεται ως είναι, όπως έρχεται. Αναγνωρίζει τη δυνατότητα πετάγματος, αλλά και τις απότομες βουτιές στα βάθη, όπως και τη φθορά. Ενδεχομένως γι’ αυτό ν’ αγαπάει το σίδερο, γιατί μοιάζει στην ανθρώπινη υγρή και αιμάτινη φύση, που οξειδώνεται και εκπίπτει από το βάθρο της ανυποψίαστης νιότης. Η αποδοχή μίας θεωρούμενης πραγματικότητας βέβαια δεν κατακτάται αβίαστα, αλλά μέσα από συγκρούσεις, οδύνη και πολλαπλές μεταβάσεις. Και αυτή η διαδικασία εκφράζεται μέσα από τη σχέση με την ύλη, τη μορφοποίησή της, την πάλη μαζί της, το δράμα που διέπει η διαδικασία υλοποίησης του στόχου, που φορές είναι γνωστός και φορές αλλάζει ή αναπροσδιορίζεται, όπως τα μόριά της σε μία συνεχή κινητικότητα και αδιάκοπη ροή. Η φύση τελικά μας μαθαίνει και εμείς προσπαθούμε να της μοιάσουμε ή της μοιάζουμε ως αδιάσπαστα κομμάτια της, αλλά μονίμως αποφεύγουμε να το αντικρίσουμε κατάματα.
«Ίκαροι, Ιουλία, είμαστε Ίκαροι! Λειώνουμε τα φτερά μας κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Το ζήτημα είναι αν είμαστε διατεθειμένοι ν’ αναλάβουμε την ευθύνη της δημιουργίας ως το τέλος».
http://vromikesskepsis.wordpress.com/
Φωτογραφία 1: Anne Pujolas.
Φωτογραφίες 2-17: Ριχάρδος Φώσκολος.
Ιουλία Λυμπεροπούλου για το CityMag