CityMag Portrait | Nicola Pagliara
«Ο άνθρωπος στο μέλλον θα ξαναβρεί τη δική του καλλιτεχνική ταυτότητα σε συλλογικές αξίες και όχι πλέον στο άτομο, καθώς μεμονωμένα ίσως και να σταματήσει να υπάρχει».
Περισσότερο από οτιδήποτε υπήρξε αφορμή έμπνευσης και ιδεών τόσο για το ήθος όσο και για το πάθος με το οποίο καταπιανόταν με όποιο τομέα δραστηριοποίησής του. Σε τίποτα δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας άνθρωπος διεκπεραιωτικός. Είδε την αρχιτεκτονική ως μία ολοκληρωμένη μορφή τέχνης και τεχνικής, όπου το ανθρώπινο πνεύμα βρίσκει τη δυνατότητα της πλήρους έκφρασης και εξέλιξής του. Η αισθητική ολοκληρώνει το λόγο ύπαρξής της στην ύλη όταν εναρμονίζεται με τη λειτουργικότητα, δημιουργώντας ένα πεδίο ατελείωτων δυνατοτήτων. Το αποτέλεσμα μάλλον αναδεικνύει εκ των πραγμάτων το κατά πόσο ο άνθρωπος σέβεται ή όχι τον εαυτό του και το περιβάλλον, καθώς η αρχιτεκτονική με αρωγό την τεχνική, τη μηχανική και την τεχνολογία λίγο πολύ αντανακλά στη σφαίρα της ανθρώπινης διανόησης την εμπνευσμένη διαμόρφωση του φυσικού χώρου για την προστασία από τη φύση ή για τη συνύπαρξη του ανθρώπου με τη φύση. Στην αρχιτεκτονική αποτυπώνονται η ιστορία, οι νοοτροπίες, οι κατακτήσεις, η οικονομία, οι πολιτικές αντιπαλότητες, η ομορφιά, οι αντιθέσεις, όπως και ο κάθε τομέας ανθρώπινης δραστηριοποίησης ενσωματώνεται στην ύλη αντικαθρεφτίζοντας μορφικά στον άνθρωπο τον εαυτό του. Έτσι ίσως θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η φράση του: «Ο αρχιτέκτονας σε κάθε γραμμή που τραβάει έχει στο μυαλό του την ιστορία από αρχής κόσμου».
Τον γνώρισα πριν από δέκα χρόνια στο άλλο στούντιο που διατηρούσε τότε και είχα τη χαρά να τον συναντήσω ξανά πρόσφατα στο νέο του χώρο. Εξαιτίας του ό,τι αυτός είναι πιο μικρός, αναγκάστηκε να στερηθεί το τεράστιο αρχείο του, που αποτελεί έργο ζωής και το οποίο κατέληξε να στριμώξει με συνοπτικές διαδικασίες σε κούτες τοποθετημένες αλλού. Ο Νικόλα Παλιάρα αντιπροσωπεύει μόνος του μία εποχή. Ως καθηγητής ήταν πάντα δημιουργικός, παθιασμένος με το αντικείμενό του και συστηματικά ενεργός, τόσο με τα έργα του όσο και με τους φοιτητές του. Οι εμπνευσμένες κατασκευές του χαρακτηρίζονται από φαντασία, επινοητικότητα, πειραματισμό και διάθεση διαρκούς αναζήτησης, ενώ σέβονται το περιβάλλον και εναρμονίζονται με αυτό.
Ήταν πάντα περιτριγυρισμένος από φοιτητές, στους οποίους μετέδιδε τον ενθουσιασμό του για το εκάστοτε πρότζεκτ που έφεραν εις πέρας στα μαθήματα. Είναι ένας άνθρωπος με όραμα, δυνατή φωνή, νευρώδης χωρίς να είναι νευρικός, πληθωρικός σε συναισθήματα και ιδέες, που δίνει βάση στη λεπτομέρεια. «Η εστίαση στη λεπτομέρεια είναι εκείνη που διακρίνει έναν αρχιτέκτονα» συνήθιζε να λέει. Υπήρξα και εγώ έμμεσα λίγο μαθήτριά του μέσω των γονιών μου, που ήταν φοιτητές του. Ένα από τα διδάγματά του, που στάθηκε οδηγός και για μένα, ήταν πως η εξωτερική αισθητική φόρμα προκύπτει από την εσωτερική λειτουργία, οι ίδιες, επομένως, οι λειτουργίες και ο λόγος ύπαρξής τους καθορίζουν τη μορφή. Αποτέλεσε εφόδιο που συνέβαλε στη διαμόρφωση και της δικής μου μεθόδου γραφής. Και η γραφή ένα είδος οικοδομήματος αποτελεί, άλλωστε, που βασίζεται στο σχεδιασμό, το συντονισμό των στοιχείων και τη σκηνοθεσία της ιδέας, κατά κάποιον τρόπο. Κάτι που θα αναγνώριζε, φαντάζομαι, και ο Νικόλα Παλιάρα, εφόσον αρθρογραφώντας συνεχίζει αέναα να χτίζει νοητά οικοδομήματα γραφής, για να μην «τρελαθεί», όπως ο ίδιος λέει. Για αυτά και για άλλα πολλά συζητήσαμε στο στούντιο που διατηρεί στη Νάπολη.
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Ας ξεκινήσουμε με μία σύντομη ανασκόπηση της επαγγελματικής σας πορείας».
Nicola Pagliara: «Αποφάσισα ότι ήθελα να ασχοληθώ με το επάγγελμα του αρχιτέκτονα όταν αντιλήφθηκα ότι μπορούσα μέσω της αρχιτεκτονικής να αφηγηθώ το φανταστικό κόσμο της εφηβείας μου. Μπόρεσα, έτσι, με την αρχιτεκτονική να συνδυάζω ιστορία, τεχνική και αισθητική. Προκειμένου να προκύψει κάποιο αποτέλεσμα της αφιέρωσα όλη μου τη ζωή. Όπως και στη διδασκαλία επίσης αφιερώθηκα, η οποία υπήρξε πολύ χρήσιμη σε όσα ήθελα να κάνω».
Ι.Λ.: «Τι σημαίνει αρχιτεκτονική, κατά τη γνώμη σας;».
N.P.: «Η αρχιτεκτονική αποτελεί το απαραίτητο εργαλείο για την “αφήγηση” της πολιτικής διάστασης της κοινωνίας, των ηθικών αξιών της και της ικανότητας διαμόρφωσης στη συνείδηση μίας αισθητικής. Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα ή καλλιτεχνική δραστηριότητα περικλείει την ελπίδα του ανθρώπου να αφήσει το ίχνος του με τρόπο χρήσιμο στη συλλογική μνήμη. Με τη μνήμη κατασκευάζουμε το μέλλον, που δε θα μπορούσε ποτέ να είναι ίδιο με το παρελθόν, αλλά μόνο να μοιάζει, μαζί με ό,τι άλλο φέρει ο κάθε αιώνας».
N.P.: «Πριν από τριάντα χρόνια συνέβαινε κάτι ανάλογο και στην Ιταλία. Αρνούνταν να δεχτούν την αναγκαιότητά του, επί της ουσίας, προσλαμβάνοντάς τον μόνο γιατί ήταν της μόδας. Μετά σταδιακά έγινε συνειδητή η αξία του με όλα όσα μπορούσε να προσφέρει στη δημόσια και στην ιδιωτική ζωή, γεγονός που σήμανε την αρχή για μία νέα εποχή, στην οποία η αρχιτεκτονική αποδεσμεύτηκε από την καθαρά τεχνική της διάσταση. Υπό αυτή την έννοια έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι δημοσιεύσεις και η γνώμη των ειδικών, που επισήμαναν τη λειτουργική σημασία της αισθητικής για την πόλη. Μέχρι που η αμφιβολία υπερίσχυσε αναχαιτίζοντας τους στόχους που με πολύ μεγάλη δυσκολία είχαν επιτευχθεί».
Ι.Λ.: «Μπορείτε να προσδιορίσετε επιγραμματικά, βάσει της εμπειρίας σας, τις διαφορές μεταξύ της νέας και της παλιάς αρχιτεκτονικής σχολής; Για παράδειγμα, το σχέδιο πόλεως, που εφαρμόστηκε μεταπολεμικά, έλυσε πολλά τεχνικά και κοινωνικά προβλήματα εκπληρώνοντας το σκοπό του. Ποια είναι κατεύθυνση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής;».
N.P.: «Τη μεταπολεμική περίοδο η μαρξιστική οπτική ανέθεσε στον αρχιτέκτονα και στο σχέδιο πόλεως την ανάληψη της ευθύνης για την αντιμετώπιση με τον καλύτερο δυνατό και πιο γρήγορο τρόπο όσων προβλημάτων είχαν παραμείνει άλυτα. Η κοινωνία χρειαζόταν χώρους κατοικίας για το νέο εργατικό της δυναμικό. Την ίδια στιγμή η πολεοδομία καταπιάστηκε με την αστική κατοικία, διευρύνοντας το πεδίο των επιλογών με νέες περιοχές στην περιφέρεια των πόλεων. Τα μαρξιστικό όραμα, από την άλλη, προσπάθησε να περιορίσει την κερδοσκοπία, για να εντείνει το ρυθμό της αποκατάστασης, καταλήγοντας σε λίγες περιπτώσεις, όμως, σε ένα εμβληματικό αποτέλεσμα. Τελικά, πολλές απόπειρες νέων συγκεντρώσεων κατοικιών υπήρξαν αποτυχημένες, γιατί δε λειτούργησε σωστά ο συντονισμός παλιού κέντρου και περιφέρειας των πόλεων (μόνο κατοικίες χωρίς κτίρια υποδομής). Έτσι μειώθηκαν οι πιθανότητες διατήρησης του παλιού αστικού ιστού. Με την πτώση των αξιών του κοινωνικού ριζοσπαστισμού, η αφθονία και η καθαρή αισθητική μέχρι πρόσφατα διαμόρφωσαν ένα τέτοιο πεδίο δυνατοτήτων, που ανέτρεψε τις προσδοκίες της δεκαετίας του ’50. Η κρίση στη Δύση, που κάνει την εποχή μας να ασφυκτιά, ώθησε σε έναν αναπροσδιορισμό των αξιών υποβάλλοντας νέους στόχους».
N.P.: «Σύμφωνα με μία απαισιόδοξη άποψη, δε διαφαίνεται για το επάγγελμά μας ένα μέλλον, όπου οι παλιές αρχές της αρχιτεκτονικής να βρίσκουν πεδίο εφαρμογής. Το πιο πιθανό είναι το ενδιαφέρον να επικεντρωθεί στη συντήρηση των ιστορικών αστικών κέντρων και στον ήδη δομημένο χώρο παρά σε άσκοπες προεκτάσεις. Από τη στιγμή, όμως, που η αρχιτεκτονική μπορεί να θεωρηθεί ο αληθινός παλμός της κοινωνίας, είναι δυνατόν οι νέες κατευθύνσεις που θα υποδείξουν η πολιτική και η οικονομία να αλλάξουν δραστικά την κοινωνική προοπτική. Από αυτό θα μπορούσε να προκύψει και μία διαφορετική προσέγγιση της αισθητικής».
Ι.Λ.: «Πώς μπορεί να ασκηθεί το επάγγελμα του αρχιτέκτονα σε μία χώρα με πολλούς περιβαλλοντολογικούς περιορισμούς και περιορισμούς δόμησης δεδομένου ότι όλη η Ιταλία είναι ένα ανοιχτό μουσείο;».
N.P.: «Η γνώμη μου ήταν πάντα ότι οι περιορισμοί δεν αποτέλεσαν ποτέ εμπόδιο στη δυνατότητα έκφρασης του αρχιτέκτονα. Πιστεύω, μάλιστα, ότι οι περιορισμοί μπορούν να δώσουν ένα πολύ καλό κίνητρο διέγερσης της φαντασίας».
Ι.Λ.: «Πώς εξηγείται το γεγονός ότι σε μία χώρα με παράδοση σε λαμπρούς αρχιτέκτονες και επιστήμονες πραγματοποιούνται εργασίες με ή χωρίς άδεια που οδηγούν σε καταστροφές;».
N.P.: «Η κακή πολιτική και η διαφθορά επιτρέπουν να γίνονται αυτές οι καταστροφές, από τις οποίες μπορούμε να προστατευτούμε μόνο με μία στέρεα ηθική και ιδανικά καθαρά και αδιαπραγμάτευτα».
N.P.: «Το αποτύπωμα που αφήνει ο καθένας σε οποιοδήποτε πεδίο δραστηριότητας αποτελεί καρπό της κουλτούρας μας, η οποία διαρθρώνεται σε επίπεδα ανήκοντα στο χρόνο. Κατά συνέπεια ακόμα και μία απλή γραμμή τραβηγμένη με μολύβι φέρει μέσα της το βάρος της συνείδησής της και κυρίως του ότι αποτελεί κομμάτι της ιστορίας της ανθρωπότητας».
Ι.Λ.: «Πόσο εύκολο είναι να διατηρεί κάποιος σήμερα ένα αρχιτεκτονικό γραφείο στη Νάπολη, εφόσον οι εργασίες παραμένουν στάσιμες ήδη εδώ και δύο χρόνια;».
N.P.: «Το γραφείο, όσο είναι δυνατόν και παρ’ όλη την κρίση, για κάποιον άνθρωπο δημιουργικό αποτελεί ένα χώρο απαραίτητο, που προσφέρει τη δυνατότητα απομόνωσης από τον υπόλοιπο κόσμο, για να σκεφτεί (ή να ξανασκεφτεί) ποιος ήταν ο ρόλος του. Η εγκατάλειψή του αντιστοιχεί με την απόφαση του να σβήσει κανείς το παρελθόν του».
N.P.: «Η διδασκαλία αντιπροσώπευσε το μισό μέρος της ζωής μου. Με τη διδασκαλία έμαθα να καταλαβαίνω κυρίως τον εαυτό μου. Συνεπώς μου λείπει πολύ. Παρ’ όλα αυτά, τώρα έχω πιο πολύ χρόνο να ξανασκεφτώ τη πορεία πολλών παραδόσεων και το τι θα μπορούσα να έχω πει. Έτσι αποφάσισα να καταγράψω τις αναμνήσεις μου».
Ι.Λ.: «Πώς αλλιώς γεμίζετε πλέον το χρόνο σας; Μιλήστε μας για τα ενδιαφέροντά σας. Είστε ένας άνθρωπος πολυσχιδής και, πέραν των άλλων δραστηριοτήτων σας, δημοσιεύετε άρθρα στην εφημερίδα “la Repubblica” από το 2008. Πώς ξεκίνησε αυτή η συνεργασία;».
N.P.: «Δεν αισθάνομαι ανία. Όταν το αισθανθώ αυτό, θα αρχίσω να αργοπεθαίνω. Δήλωνα πάντα την έντονη επιθυμία τού να γράφω και να συνεργάζομαι με μία εφημερίδα. Έλεγα πάντα ότι, αν δεν έκανα το συγκεκριμένο επάγγελμα, θα ήθελα να ήμουν ένας πολεμικός ανταποκριτής. Από την άλλη, ίδρυσα και διηύθυνα δύο περιοδικά. Εδώ και χρόνια γράφω για περιοδικά αρχιτεκτονικής δοκίμια και κριτικές. Έχουν εκδοθεί βιβλία μου εκπαιδευτικά, όχι προσανατολισμένα μόνο στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Μία κριτική μου, ένα κείμενο που μου είναι πολύ αγαπητό, αφορά την ανάλυση για το ποίημα “L’Infinito” («Το άπειρο») του Τζάκομο Λεοπάρντι. Αλλά η πολιτική όπως την αντιμετωπίζω σε ένα πλαίσιο ειρωνείας με ώθησε στη συνεργασία με μικρές εφημερίδες και με εκδότες με κύρος, όποτε αυτό ήταν δυνατόν. Η συμμετοχή μου με κάνει να αισθάνομαι ζωντανός και παρών στα κοινωνικά δρώμενα. Κατά δεύτερο, γιατί θέλω να αφήσω και εγώ το στίγμα της ύπαρξής μου σε διανοητικό επίπεδο στο μέλλον».
Ι.Λ.: «Μου αρέσει να ολοκληρώνω τις συνεντεύξεις μου με μία ευχή. Θα μας εκφράσετε τις σκέψεις σας για το μέλλον της καλλιτεχνικής και τεχνολογικής δημιουργικότητας στο πλαίσιο της σκοτεινής εποχής που διανύουμε;».
N.P.: «Αγαπητή Ιουλία, μου ζητάς να κάνω μία ευχή για έναν απάνθρωπο κόσμο που έχει τρελαθεί, γι’ αυτό δε θα μπορέσω να σου δώσω μία εύλογη απάντηση. Υποθέτω ότι στο μέλλον η δημιουργία θα διατρέχεται από αξίες, όπου η ηθική θα βρίσκει περιστασιακά θέση. Η “ομορφιά” έτσι όπως την είχαν φανταστεί οι πατέρες της τέχνης παραγκωνίστηκε, παραχωρώντας τη θέση της στην υπερβολή, που θα μπορούσε εκτός από τη γλώσσα να αφορά και την τεχνολογία. Αυτό δε σημαίνει ότι δε θα μπορέσει να βρει ο άνθρωπος στο μέλλον τη δική του καλλιτεχνική ταυτότητα. Απλώς θα την ξαναβρεί σε συλλογικές αξίες και όχι πλέον στο άτομο, καθώς μεμονωμένα ίσως και να σταματήσει να υπάρχει».
Αφορμή της Ιταλίας που διατηρεί τα ιστορικά κέντρα των περισσότερων πόλεων σε ένα καλό επίπεδο αναρωτήθηκα γιατί μία χώρα όπως η Ελλάδα, που διαρκώς υπερηφανεύεται για την ιστορία της, μάλλον θεωρητικά, αδυνατεί να επεξεργαστεί τη γνώση χειροπιαστά. Μήπως σχετίζεται με μία προβληματική κατανόησης επί της ουσίας; Θυμόμαστε πραγματικά το παρελθόν μας ή όποτε μας χρειάζεται κάποιο επιχείρημα για λόγους πολιτικής ανοίγουμε σκονισμένα κιτάπια, ξεφυλλίζοντας στα γρήγορα τις επισκιασμένες πτυχώσεις μιας σκουριασμένης μνήμης; Το κατανοούμε αυτό το παρελθόν ή περιοδολογούμε αοριστολογώντας, για να διασκορπίσουμε στοχευμένες εντυπώσεις; Δεδομένης και της κρίσης αξιών που διανύουμε, η οποία μας ωθεί ή θα έπρεπε να μας ωθεί σε αυτοαμφισβήτηση και επαναπροσδιορισμούς, μου γεννήθηκαν σκέψεις, εφόσον μάλλον ενεργοποιήθηκε το μαγικό ραβδάκι του Νικόλα Παλιάρα. Το έχει πει και μόνος του άλλωστε: «Στους μαθητές μου έλεγα πάντα: Όταν γράφετε αρχιτέκτονας, να το γράφετε με Α κεφαλαίο, να μη δέχεστε τίποτα λιγότερο, γιατί ο αρχιτέκτονας είναι ένας μάγος.».
Η αρχιτεκτονική, λοιπόν, προσφέρει τροφή για σκέψη, αποτελώντας ένα ευρύ πεδίο πνευματικής παραγωγής, γιατί αγκαλιάζει πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η πολεοδομική εξέλιξη των Αθηνών καθώς και άλλων πόλεων υπήρξε και συνεχίζει να είναι μία περιπέτεια, ιδίως μετά την «εισβολή» του μπετόν αρμέ. Κάνοντας βόλτα σε μία πόλη δε διαπιστώνει κανείς μόνο το πόσο γίνονται σεβαστά ή όχι το παρελθόν και η ιστορία της. Το παρελθόν δεν προβάλλει το αποτέλεσμα των διδαχών του στη μουσειακή του συντήρηση, αλλά στο κατά πόσο ο σύγχρονος άνθρωπος σέβεται τον εαυτό του, άρα και το περιβάλλον στο χωρικό πλαίσιο διαβίωσής του. Στο κατά πόσο συνδέει τα ερεθίσματα και τις ανάγκες του λειτουργικά χωρίς να παραθέτει άτεχνα τη μία δόμηση δίπλα στην άλλη ή πάνω στην άλλη. Το τελευταίο αναδεικνύεται στη στρωματογραφία της ιστορικής συνέχειας πολλών πόλεων ως συνέπεια της συνέχισης μίας πολιτικής εξουσίας ή θρησκευτικής λατρείας στον ίδιο χώρο, για παράδειγμα. Η επιβεβαίωση της έννοιας εξέλιξη, όμως, επιζητά τη λειτουργική αφομοίωση και όχι την αναπαραγωγή προηγούμενων προτύπων.
Η ασχήμια, δηλαδή, μίας πόλης, με άλλα λόγια, για να εστιάσουμε στον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής ως τέχνης και επιστήμης, δε μεταφράζει δομικά και υλικά τίποτα διαφορετικό από τις εσωτερικές συγκρούσεις και ζυμώσεις μίας κοινωνίας. Μία ένδειξη της απώλειας του ανθρώπινου μέτρου στην πόλη προσφέρουν οι μεσοτοιχίες μεταξύ μοντέρνων και γκρεμισμένων παλιών σπιτιών, στην πλαϊνή όψη του διπλανού τους γίγαντα, λίγο πριν σβήσει το μικροσκοπικό τους αποτύπωμα, για να στρωθεί το τσιμεντένιο πουκάμισο των θεμελίων της νέας κατασκευής που θα τα αντικαταστήσει. Με την απώλεια του μέτρου και ίσως με την αποδιάρθρωση της εσωτερικής ισορροπίας, με μία ευρύτερη θεώρηση, συνδέεται επίσης η καταστροφή του περιβάλλοντος και των ιστορικών κτιρίων, που προβάλλει την απουσία συνδέσμων με την ιστορία του χώρου ή τη μη κατανόησή τους. Η έννοια της δομής μπορεί να αναζητηθεί σε πολλές φόρμες έκφρασης, στη γλώσσα, στην τέχνη, στη διαρθρωμένη τελικά σκέψη μέχρι που, όταν αποκτά μορφή και παύει να είναι πλέον νοητή, δύναται να προκαλέσει την έκπληξη ή να γίνει αποκρουστική ως ενσάρκωση του πνεύματος που πάνω της αποκρυσταλλώνεται. Οι τόνοι τσιμέντου, επομένως, που καταστρέφουν το φυσικό περιβάλλον και ισοπεδώσουν δασικές εκτάσεις και συγκεντρώσεις πρασίνου, εντός ή εκτός πόλεων, είναι το ίδιο πραγματικοί και αντιπροσωπευτικοί της πολυπρισματικής ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας όσο και η έκφραση της αισθητικής όταν μετουσιώνεται με τρόπο εξαιρετικό στην ύλη. Το θέμα είναι ποιοι επιλέγουμε να είμαστε ή να γίνουμε. Η κατασκευή, άλλωστε, είναι ένα είδος πολιτισμικού διαγράμματος με αντοχή στο χρόνο και δυνατότητα μελλοντικής αφήγησης.
Εδώ μπορείτε να βρείτε το επίσημο site του Νικόλα Παλιάρα:
http://nicolapagliara.wordpress.com/architetture/
Τα κείμενα των ετών 2008-2010 από τη «la Repubblica» που συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο με τίτλο Riflessioni (Στοχασμοί) των εκδόσεων Clean Edizioni.
Η αυτοβιογραφία του Νικόλα Παλιάρα με τίτλο La felicità di essere εκδόθηκε το 2012 από τον εκδοτικό Οίκο Tullio Pironti Editore.
«L’ uomo ritroverà una sua identità artistica in valori complessivi e non più nell’individuo mentre, come coscienza singola, forse scomparirà»
Nicola Pagliara è un famoso architetto Italiano che è stato Professore Ordinario di Progettazione Architettonica della Facoltà di Architettura dell’Università Federico II di Napoli dal 1975 fino al 2008. Si è ritirato dal suo impegno didattico e ha sempre avuto il suo studio a Napoli, il quale per ragioni della crisi affronta molte difficoltà. Si tratta di una persona poliedrica e dichiara apertamente che «impazzisce» quando non impegna il suo estro. A causa del fermo che si è venuto a creare negli ultimi anni nel campo della sua professione di architetto, ha trovato l’opportunità di occuparsi di un’altra sua passione, cioè quella della scrittura. Ha collaborato e collabora periodicamente con riviste e giornali, ma negli ultimi anni è pubblicista nel giornale «la Repubblica». I suoi articoli scritti negli anni 2008-2010 sono raccolti nel libro col titolo «Riflessioni» pubblicato dalle Clean Edizioni. In questi il lettore trova diverse storie scritte a volte con un’amara ironia, a volte con un animo nostalgico per un passato trascorso che non ritornerà e a volte con stupore enigmatico e con aria sibillina sull’argomento se l’uomo ha appreso dai suoi errori.
Più di ogni altro ha rappresentato la fonte di ispirazione e idee sia per la sua rettitudine e sia per la passione nel dedicarsi a qualsiasi campo di interesse. Certamente non lo si può caratterizzare come persona senza alcun entusiasmo. Ha il concetto dell’architettura come una forma di arte e tecnica dove lo spirito umano trova la sua totale possibilità di espressione e di sviluppo. L’estetica completa la sua ragione di esistere nella materia quando è in armonia con la funzione, creando infinite potenzialità di applicazioni e di realizzazione. Il risultato forse dimostra in pratica quanto l’uomo rispetta o no se stesso e l’ambiente, siccome l’architettura, con il sostegno della tecnica delle costruzioni, possa riflettere nella sfera dell’umano intelletto l’ispirato concetto di sistemazione dello spazio come protezione dalla natura e per la convivenza dell’atomo con la natura. Nell’architettura lasciano le loro orme la storia, le mentalità, le conquiste, l’economia, le lotte politiche, la bellezza, le opposizioni e ogni tipo di impegno si incorpora nella materia e rispecchia nella forma l’uomo e in essa se stesso. Così forse si potrebbe comprendere la sua frase: «L’architetto quando decide di mettere la matita sul foglio deve tener presente tutta la storia dell’umanità».
L’ho conosciuto dieci anni fa nello studio precedente e ho avuto la gioia di incontrarlo nuovamente di recente nel suo nuovo studio. Dato che questo studio è più piccolo è stato costretto di privarsi del suo enorme archivio, il quale costituisce tutto il lavoro di una vita professionale e che è stato sistemato in fretta in scatoloni e trasportati altrove. Nicola Pagliara rappresenta da solo un’epoca. Da professore è sempre stato creativo, passionario con la sua materia e regolarmente attivo, tanto con il suo lavoro che con i suoi studenti. Le sue ispirate costruzioni esprimono fantasia, la sua inventiva e i suoi esprerimenti e il desiderio di una ricerca infinita, rispettando l’ambiente con armonia.
Era sempre circondato dai suoi allievi ai quali ha trasmesso il suo entusiasmo per ogni progetto che portavano a termine come lezione. È una persona con prospettive, con voce squillante, dinamico senza essere nervoso, esuberante con sentimenti e idee, che da importanza ai particolari. «L’architetto si distingue nella ricerca del particolare» è stata una sua amata espressione. Sono stata anche io, tramite i miei genitori che hanno fatto parte nel suo gruppo di studio, un poco una sua alieva. Uno dei suoi insegnamenti è stato un’indirizzo anche per me, cioè il concetto che la forma estetica proiettata all’ esterno deriva da una giusta distribuzione interna, le stesse distribuzioni quindi definiscono la forma. Ciò è stato uno dei principi che ha formato il mio metodo di scrittura. Infatti anche la scrittura è un tipo di costruzione basata sul’organizzazione di elementi e sulla direzione di idee. Ciò lo riconoscierebbe, immagino, anche Nicola Pagliara perchè pubblica degli articoli, creando un tipo di costruzione mentale tramite gli scritti, per non «impazzire», come lui dice. Di tutto questo e di altro abbiamo discusso nel suo studio a Napoli.
Giulia Limperopoulos: «Mi descriva con poche parole il suo percorso professionale».
Nicola Pagliara: «Ho deciso di fare il mio mestiere quando mi sono reso conto di poter raccontare con l’Architettura l’immaginario della mia adolescenza; con lei ho potuto realizzare la sintesi fra storia, tecnica ed estetica. Per ottenere qualche risultato, le ho dedicato tutta la mia vita, ma anche all’insegnamento, che mi è stato utile per dare un significato a ciò che volevo fare».
G.L.: «Cosa è secondo lei l’architettura?»
N.P.: «L’Architettura è l’indispensabile strumento per raccontare il ruolo politico della società, dei suoi valori etici e la sua capacità di costruire una coscienza estetica. Più di qualsiasi altro mestiere o attività artistica, racchiude la speranza dell’uomo di lasciare tracce utili a conservare la nostra memoria. Con la memoria costruiamo il futuro che non potrà mai essere uguale al passato, ma simile, insieme a tutto quanto ogni secolo porta con sé».
N.P.: «Fino ad una trentina di anni fa è stato così anche in Italia, negando la necessità dell’Architetto, relegandolo ad un ruolo mondano. Poi, lentamente, si è presa coscienza del valore aggiunto che l’Architetto poteva offrire alla città e al privato, dando inizio ad una stagione nuova nella quale l’Architettura si è riscattata dalla pura tecnica. In questo senso ha avuto un ruolo importante la buona critica che ha messo in evidenza l’importanza dell’estetica nell’uso della città. Fin tanto che la paura non ha preso il sopravvento facendo regredire gli obiettivi che erano stati faticosamente raggiunti».
G.L.: «Mi puntualizzi in breve le differenze che intercorrono, in base alla sua esperienza, tra la vecchia e la nuova scuola architettonica. Per esempio, la pianificazione applicata nel dopoguerra ha risolto molti problemi tecnici e sociali di quel periodo giungendo al suo scopo. Verso quale indicazione procede oggi l’architettura moderna?»
N.P.: «Nel dopoguerra la cultura marxista pose l’Architetto e la pianificazione urbana, nella condizione di dover affrontare al meglio e al più presto i problemi che erano rimasti irrisolti. La società ebbe bisogno di ricostruire case per un nuovo proletariato. Contemporaneamente l’urbanistica si rivolse alla residenza borghese, ampliando la scelta di nuove aree nelle periferie urbane. La visione marxiana cercò di limitare la speculazione, incrementando il recupero, riuscendoci però solo in pochi casi restati emblematici. In compenso i fallimenti furono numerosi e le città ne hanno risentito al punto da paralizzare, con la nuova generazione di piani, la possibilità di salvare il vecchio tessuto urbano. Caduti i valori espressi dal radicalismo sociale, l’opulenza e la pura estetica fino a pochi anni fa avevano conquistato un territorio di possibilità che hanno travolto le serie speranze degli anni ’50. La crisi dell’occidente, che strangola il nostro tempo, ha prodotto un ripensamento dei valori, ponendoci nuovi obiettivi».
N.P.: «Secondo una visione pessimistica, alla nostra professione non si presenta un futuro nel quale gli antichi valori dell’Architettura possano trovare ancora spazio. È probabile che l’interesse sarà rivolto soprattutto al recupero dei vecchi centri urbani e del già costruito, piuttosto che a delle inutili espansioni. Ma dal momento che l’Architettura si può considerare il vero polso della società, è possibile che le indicazioni che potranno offrire la politica e l’economia cambino radicalmente la prospettiva sociale. Dal che ne potrebbe risultare una diversa valutazione estetica».
G.L.: «Come può essere esercitata la professione di architetto in un Paese che ha molti vincoli paesaggistici e ambientali tenendo conto che tutta l’Italia è un museo a cielo aperto?»
N.P.: «La mia opinione è sempre stata che i vincoli paesaggistici non hanno mai rappresentata una limitazione all’espressività dell’Architetto. Anzi ritengo che i limiti costituiscono una eccezionale opportunità per stimolare il nostro immaginario».
G.L.: «Come si possa spiegare che in un Paese, il quale ha generato illustri architetti e scienziati, si eseguino lavori con o senza permessi che conducono a disastri totali?»
N.P.: « È la cattiva politica e la corruzione che consentono quei disastri, dai quali ci si può difendere solo con una solida condotta etica e con ideali chiari e irrinunciabili».
N.P.: «I segni che ognuno di noi produce in qualsiasi campo sono frutto della nostra cultura, la quale si realizza su strati che appartengono al tempo. Di conseguenza anche un semplice tratto di matita porta con sé il peso della propria coscienza e soprattutto l’appartenenza alla storia dell’umanità».
G.L.: «Mi dica se è possibbile avere in attivo uno studio architettonico quì a Napoli dato che le attività sono stazionarie già da due anni».
N.P.: «Lo studio finchè si può, nonostante la crisi, è per un creativo un luogo indispensabile per isolarsi dal resto del mondo e pensare (o ripensare) a ciò che è stato il proprio ruolo. Abbandonarlo equivale ad aver deciso di suicidare il proprio passato».
G.L.: «Le manca l’insegnamento?»
N.P.: «L’insegnamento ha rappresentato l’altra metà della mia vita. Con l’insegnamento ho imparato a capire soprattutto me stesso. Di conseguenza mi manca molto; tuttavia ora ho più tempo per ripensare a ciò che ho raccontato in tante lezionie a ciò che avrei potuto dire. Così ho deciso di scrivere le mie memorie».
N.P.: «Non mi annoio ancora. Quando sentirò questo sentimento comincerò a morire. Scrivere e collaborare ad un giornale è sempre stata la mia passione dichiarata. Ho sempre detto che, se non avessi fatto il mio mestiere, avrei voluto essere un corrispondente di guerra. D’altra parte ho fondato e diretto due periodici; ho da anni scritto per riviste di Architettura saggi e critiche; ho pubblicato libri didattici, non necessariamente dedicati all’Architettura. Uno dei racconti critici, al quale sono molto affezionato, è stata una lettura analitica de “L’Infinito” di Giacomo Leopardi. Ma la politica, vissuta con una buona base di ironia, mi ha spinto a collaborare a piccoli giornali, poi a testate autorevoli, appena ho potuto. La mia partecipazione oggi ha lo scopo di sentirmi vivo e presente nella società; in secondo perchè voglio lasciare traccia della mia presenza di intellettuale a futura memoria».
G.L.: «È sempre nella mia intenzione concludere le interviste con un augurio, quindi anche a lei chiedo che esprima un suo augurio riguardo il futuro di creatività artistica e tecnica nel quadro critico di questa epoca odierna».
N.P.: «Carissima Giulia, mi chiedi un augurio per questa umanità impazzita e spietata, così credo di non poterti dare una risposta plausibile. La creatività futura suppongo che sarà legata a valori in cui l’etica avrà scarsa ospitalità; la “bellezza” come l’avevano immaginata i padri dell’arte è finita in soffitta, facendo prendere corpo al “sublime”, che potrà essere oltre che del linguaggio anche della tecnologia. Il che però non significa che sarà esclusa dal futuro dell’uomo una sua identità artistica; solo che la ritroverà in valori complessivi e non più nell’individuo, mentre come coscienza singola forse scomparirà».
L’architettura, quindi, offre un modo di pensare, risultando un ampio campo di produzione intelletuale, perchè abbraccia diverse branche delle sfaccettature umane. Lo sviluppo poleodomico della città di Atene e di altre città è stato e continua ad essere un’avventura, specialmente dopo «l’invasione» del cemento armato. Passeggiando in una città non si nota solo il rispetto verso il passato oppure no e della sua storia. Il passato non dimostra il vero risultato di tutto ciò che ci ha insegnato mantenendolo nei musei, ma si dimostra da quanto l’uomo moderno rispetta se stresso, quindi anche da quanto rispetta il suo ambiente abitativo. Da quanto ancora interlega gli stimoli e le sue necessità in modo funzionale senza posizionare disordinatamente una costruzione affianco all’altra oppure una sopra all’altra. Questa ultima parte si riferisce alla stratificazione urbanistica delle città, come, per esempio, è stata la conseguenza di una sucessione di autorità politiche o religiose. L’affermazione dello sviluppo però ricerca una assimilazione liturgica e non una riproduzione dei prototipi precedenti.
L’aspetto sgradevole, tra l’altro, di una città, per esempio, con riferimento al carattere antropocentrico dell’architettura come arte e scienza, non traduce tra il linguaggio costruttivo e materiale dell’architettura niente altro che degli interni scontri e dinamiche di una società. Un’indicazione della mancanza della misura umana nella città offrono i muri di case attigue, dalle tracce che sono rimaste sul muro di fianco delle case moderne quando la vecchia costruzione al loro fianco e stata demolita, prima che si scavino le fontamenta di una nuova costruzione sul terreno rimasto libero. Con la mancanza della misura umana forse anche con la mancanza del’equilibrio interno, in una più ampia visione, è interrelazionata la distruzione dell’ambiente e degli edifici storici, che puntualizza l’assenza di connessioni con la storia dello spazio o della loro non comprensione. Il senso della struttura si può trovare in molte forme di espressione, nel linguaggio, nell’arte, nell’organizazione del proprio pensiero, quando acquista forma e smette di essere solo idea, può causare la sorpresa o la repulsione come incorporazione dello spirito che si cristallizza in essa. In altre parole, la quantità di cemendo che distrugge l’ambiente naturale e rade al suolo delle distese boschive e spazi verdi, dentro o fuori della città, è tanto rappresentativa del prismatico indole umano quanto l’espressione dell’estetica quando sorge in modo eccellente dalla materia. La sostanza della problematica è nello scegliere chi vogliamo essere o diventare. La costruzione è una specie di grafico culturale con resistenza negli anni e possibilità di un racconto futuro.
Il sito ufficiale di Nicola Pagliara è questo:
http://nicolapagliara.wordpress.com/architetture/
Gli articoli scritti negli anni 2008-2010 nel giornale «la Repubblica» sono raccolti nel libro col titolo Riflessioni pubblicato dalle Clean Edizioni.
La autobiografia di Nicola Pagliara intitolata La felicità di essere è pubblicata nel 2012 da Tullio Pironti Editore.
1) Στο γραφείο στη Νάπολη.
1) Nello studio a Napoli.
2, 6) Εκκλησία του Σαν Νικόλα στο Κολομπράρο στη Ματέρα (1967-1978).
2, 6) Chiesa di San Nicola a Colobraro in provincia di Matera (1967-1978).
3) Βιβλιοθήκη στο Πανεπιστήμιο του Φισάνο στο Σαλέρνο (2012).
3) Biblioteca dell’Università di Fisciano, Salerno (2012).
4) Grand Hotel, Salerno (2007).
5) Grand Hotel, Salerno (ρεσεψιόν).
5) Grand Hotel, Salerno (sala ingresso).
7) Οικεία «F.» στη Σάντα Μαρία Καστελαμπάτε, Σαλέρνο (1966).
7) Casa «F.» a Santa Maria di Castellabate, Salerno (1966).
8) Διπλή κατοικία στη βραχώδη ακτογραμμή του Αμάλφι (1968).
8) Villa bifamiliare sulla Costiera amalfitana (1968).
9) Κεντρική μονάδα ανύψωσης για το υδραγωγείο της Νάπολη στο Σκουντίλο ‒ Καποντιμόντε (1974-1977).
9) Centrale di sollevamento per l’acquedotto di Napoli allo Scudillo di Capodimonte (1974-1977).
10) Ίδρυμα νοσηλείας στο Αβελίνο (2012).
10) Ηospice a Solofra, Avellino (2012).
Ιουλία Λυμπεροπούλου για το CityMag.