«Μακάρι να γίνει η αλληλεγγύη μία καθολική πραγματικότητα. Είχαμε γίνει σαν μηχανές… Η δύναμη είναι στην ομάδα και όχι μόνο στο άτομο»
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Πες μου λίγα πράγματα για σένα».
Χριστίνα Λουκίδη: «Βασικά, βγήκα από την κοιλιά της μάνας μου, όπως όλοι μας. Πήγα σχολείο, δεν το γλίτωσα (γέλια). Πάντα μου άρεσε να ζωγραφίζω. Στο Γυμνάσιο θυμάμαι όσο οι άλλοι έκαναν μάθημα εγώ έπαιρνα ένα μολύβι ή ένα στιλό και σκίτσαρα».
Ι.Λ.: «Θα είχες δηλαδή βιβλία διάστικτα στα σχέδια».
Χ.Λ.: «Ουουου! Όλο ζωγραφιές. Και έμοιαζαν με κινούμενα σχέδια. Μου άρεσε να φτιάχνω ιστοριούλες που αφορούσαν τις ανθρώπινες σχέσεις. Δε θυμάμαι να φτιάχνω ζωάκια, έφτιαχνα πάντα ανθρώπους, κοριτσάκια και αγοράκια. Με προβλημάτιζε έντονα η σχέση μεταξύ των δύο φύλων, ο ρομαντισμός, η αγάπη».
Ι.Λ.: «Και τότε κατάλαβες ότι ήθελες να ασχοληθείς με τη ζωγραφική;».
Χ.Λ.: «Όχι ακόμα. Αυτό ήρθε μετά. Τότε έλεγα ότι το να μπορείς να αποδώσεις κάτι που βλέπεις ζωγραφικά δεν είναι και τόσο σημαντικό. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα με κυνηγούσε μέχρι σήμερα, ότι θα ήθελα τόσο πολύ να ασχοληθώ με αυτό».
Ι.Λ.: «Δεν το είχες πάρει σοβαρά».
Χ.Λ.: «Δεν το είχα πάρει σοβαρά και δεν πίστευα και ακόμα δεν πιστεύω σε μένα. Δεν πιστεύω ότι θα γίνει κάτι με αυτό. Απλώς ξέρω ότι μ’ αρέσει και όσο μεγαλώνω μου αρέσει ακόμα περισσότερο».
Ι.Λ.: «Πού πιστεύεις ότι οφείλεται αυτό;».
Χ.Λ.: «Στη χαμηλή αυτοεκτίμηση;».
Ι.Λ.: «Από πού ξεκινά αυτή είναι το θέμα! Για αυτόν το μήνα έγραψα ένα άρθρο όπου μεταξύ άλλων με απασχόλησε και το ζήτημα των σκοπέλων της γενιάς μας στην επιλογή του επαγγέλματος. Υπήρξε ένα θέμα για εμάς το να πιστέψουμε στον εαυτό μας. Το θεωρείς εσύ ένα από τα χαρακτηριστικά της δικής μας γενιάς;».
Χ.Λ.: «Ναι. Πιστεύω ότι ήταν χαρακτηριστικό. Στις πιο μικρές ηλικίες είμαστε μπερδεμένοι, δεν ξέρουμε τι ακριβώς θέλουμε και τι θα μπορούσαμε τελικά να κάνουμε. Ή μπορεί να ξέρουμε, αλλά να μην είμαστε σίγουροι ότι μπορούμε. Μπερδευόμαστε από άλλα ερεθίσματα. Τη ζωγραφική, για παράδειγμα, την έβλεπαν και παλιότερα ότι δεν ήταν τόσο σοβαρό».
Ι.Λ.: «Όχι μόνο τη ζωγραφική. Και το θέατρο και το γράψιμο. Εμένα μου έλεγαν πάντα θα πεθάνεις στην ψάθα».
Χ.Λ.: «Μπράβο. Αυτό. Πάντα την τέχνη την είχαν υποτιμημένη».
Ι.Λ.: «Ήταν για χόμπι».
Χ.Λ.: «Ναι. Ακόμα και τώρα, όταν σου λένε με τι ασχολείσαι και τους λες είτε γράφω είτε ζωγραφίζω ή οτιδήποτε, σου λένε ο.κ. ωραίο το χόμπι σου, τι δουλειά κάνεις όμως; Και λέω αυτό είναι η δουλειά μου».
Ι.Λ.: «Καλά, θα λένε ότι το σκηνοθετήσαμε αυτό. Πρέπει να διαβάσεις το άρθρο μου».
Χ.Λ.: «(γέλια) Το πιστεύω».
Ι.Λ.: «Νομίζω ότι οι γονείς μας, που ανήκαν στις μεταπολεμικές γενιές, είχαν ένα φόβο ο οποίος λειτουργούσε ως κεκτημένη ταχύτητα για το τι δουλειά θα βρούμε και λοιπά».
Χ.Λ.: «Η κοινωνία ολόκληρη. Εγώ προσωπικά με τους γονείς μου δεν είχα τέτοιο θέμα, αλλά δεν το έπαιρναν και τόσο σοβαρά».
Ι.Λ.: «Οι γονείς μας ήταν για εμάς οι αντιπρόσωποι της κοινωνίας όταν ήμασταν μικρά. Για ένα παιδάκι οι γονείς του είναι οι σούπερ σταρ. Δεν επηρεάζεται από κάποιον άλλο όσο από τους γονείς σε πρώτη φάση. Και επειδή επρόκειτο για ένα γενικότερο κλίμα, δε σημαίνει ότι οι γονείς μάς αποθάρρυναν από βίτσιο. Υπήρχε μία διάχυτη ανασφάλεια, που τελικά δεν αποφορτίστηκε ποτέ και απλώς αλλάζει πρόσωπα. Σήμερα, πάλι, όλα είναι στην ίδια μοίρα».
Χ.Λ.: «Σου λένε τι να σπουδάσεις; Πήγαινε δούλεψε καλύτερα. Αλλά και αυτό δεν είναι καλό, γιατί ένας άνθρωπος πρέπει να διευρύνει τους ορίζοντές του. Στα 18 μου έκανα μία προσπάθεια να μπω στην Καλών Τεχνών, αλλά δεν το είχα πάρει σοβαρά. Δεν ασχολήθηκα όπως έπρεπε με το σχέδιο για να δώσω εξετάσεις. Και το άφησα. Γενικά άφηνα στη μέση πολλά πράγματα, το αρμόνιο, το μπαλέτο. Αυτό μπορεί να δείχνει μία αβεβαιότητα για μένα. Αλλά θυμάμαι στο μπαλέτο, για παράδειγμα, έβλεπα τα πιο μεγάλα παιδιά που φορούσαν τις πουέντ και στέκονταν στις μύτες και εμάς μας έβαζαν να τους χτενίζουμε τα μαλλιά, και έλεγα τι μας βάζουν να κάνουμε! Ήθελα γρήγορα να φτάσω, δεν έμπαινα στη διαδικασία να συνεχίσω και έφευγα. Όμως, τελικά, από όλα τα επαγγέλματα δε με ενδιέφερε κάτι άλλο. Η διακοσμητική δε με γέμιζε. Έτσι, κατέληξα σε ένα δημόσιο ΙΕΚ που αφορούσε τη συντήρηση ζωγραφικών έργων. Δεν ήξερα και τι ακριβώς ήταν ακόμα».
Ι.Λ.: «Στην ουσία είσαι τεχνικός, δεν είσαι δημιουργός του έργου».
Χ.Λ.: «Λέγεται και τεχνικός συντήρησης μάλιστα. Αυτή η διαδικασία με απασχόλησε για καιρό, γιατί πήρα την πιστοποίησή μου και δούλεψα στο Δημόσιο με συμβάσεις και πέρασαν έτσι 6-7 χρόνια».
Ι.Λ.: «Δούλεψες για κάποιο διάστημα στην Εθνική Πινακοθήκη».
Χ.Λ.: «Ναι, δούλεψα και ως φύλακας εκεί και ως συντηρήτρια. Σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Συντήρησης κάναμε τοιχογραφίες κυρίως σε νεοκλασικά κτίρια και σε εκκλησίες. Μου άρεσε, αλλά μετά υπήρχε ένα πρόβλημα με τις συμβάσεις και δεν μπορούσα να ανανεώσω τη σύμβαση από ένα σημείο και μετά. Πάντα είχα στο μυαλό μου τη ζωγραφική και στη συντήρηση μου άρεσε πιο πολύ το τελευταίο στάδιο της αισθητικής αποκατάστασης. Εκεί συμπληρώναμε όσα σημεία έλειπαν από το έργο».
Ι.Λ.: «Όπου θα μπορούσες εσύ, δηλαδή, λίγο να επέμβεις δημιουργικά».
Χ.Λ.: «Ακριβώς. Με όλα αυτά, λοιπόν, καθυστέρησα να το πάρω απόφαση το να προσπαθήσω ξανά για να μπω στη σχολή. Στο μεταξύ παντρεύτηκα και πέρασα ένα διάστημα που δεν έκανα τίποτα. Μετά ασχολήθηκα με τοιχογραφίες. Πήγαινα σε σπίτια και έφτιαχνα παιδικά δωμάτια. Η περίοδος που το έκανα δεν ήταν ευνοϊκή. Υπάρχουν τα αυτοκόλλητα…».
Ι.Λ.: «Πιο εύκολες και πιο φτηνές λύσεις».
Χ.Λ.: «Ναι. Σιγά σιγά και με τη βοήθεια κάποιων ανθρώπων αποφάσισα να κυνηγήσω το όνειρό μου, που το είχα παραμελήσει. Έτσι, έκανα κάποια μαθήματα και έδωσα και στις τρεις σχολές: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Φλώρινα. Πέρασα στη Φλώρινα την πρώτη χρονιά».
Ι.Λ.: «Και πέρασες πρώτη!».
Χ.Λ.: «Ναι. Από όσους έδωσαν ήμουν πρώτη, πήρα υποτροφία από το ΙΚΥ».
Ι.Λ.: «Αυτά πρέπει να ενίσχυσαν την αυτοπεποίθησή σου».
Χ.Λ.: «Και πάλι, όμως, δεν αντιλαμβανόμουν ότι είχα προσπαθήσει και ότι είχα καταφέρει κάποια πράγματα. Μου έδωσε, βέβαια, μία πίστη για να μην το αφήσω. Στην ουσία ήθελα να περάσω στην Αθήνα, γιατί εδώ μεγάλωσα. Όχι ότι δε μου αρέσει να πάω σε μία επαρχία».
Ι.Λ.: «Καταρχήν οι δύο σχολές έχουν διαφορές από άποψη μαθημάτων».
Χ.Λ.: «Της Φλώρινας η σχολή είναι νεότερη και τους ενδιαφέρουν και οι εφαρμοσμένες τέχνες. Εγώ ήθελα πιο πολύ να εστιάσω στη ζωγραφική. Βέβαια έμεινα ένα χρόνο, παρακολούθησα μαθήματα. Πηγαινοερχόμουν κάθε Σαββατοκύριακο, ήμουν παντρεμένη και ήταν πολύ κουραστικό».
Ι.Λ.: «Πέρασες όλα τα μαθήματα του πρώτου έτους».
Χ.Λ.: «Τα πέρασα και με καλούς βαθμούς και πήρα και εκεί υποτροφία. Μετά έδωσα πάλι εξετάσεις μόνο Αθήνα και τώρα είμαι δεύτερο έτος».
Ι.Λ.: «Σου αναγνώρισαν μαθήματα;».
Χ.Λ.: «Ορισμένα, όχι όσα θα περίμενα».
Ι.Λ.: «Και τώρα πώς αισθάνεσαι που τα δύο τελευταία χρόνια, με πολλή προσπάθεια βέβαια, έχεις τη μία επιτυχία μετά την άλλη, από εκεί που ήσουν μετέωρη και δε γινόταν τίποτα;».
Χ.Λ.: «Εντάξει, είμαι ικανοποιημένη. Όταν κυνηγάς αυτό που θέλεις, σου ανοίγει η όρεξη εκεί που δεν το περιμένεις κιόλας. Πάντα έχω το άγχος αν αυτό θα με κάνει να εξελιχθώ ως άνθρωπος. Γιατί πολλοί νομίζουν ότι απλώς ζωγραφίζεις και ότι, αν έχεις λίγο χέρι, απλώς κάνεις…».
Ι.Λ.: «… μουτζαλιές!».
Χ.Λ.: «Ναι. Υπάρχει και μία διαφήμιση. Πολύ ωραίος ο πίνακας, λέει, αλλά μπορώ και εγώ να ζωγραφίσω έτσι».
Ι.Λ.: «Αυτό ακριβώς σατιρίζει πολύ πετυχημένα».
Χ.Λ.: «Και λόγω της εποχής αρχίζουν τα πράγματα και επί της ουσίας να είναι πιο απαιτητικά. Και θέλει και πολύ μυαλό για να αποδώσεις κάτι που θα έχει αξία και για τους άλλους».
Ι.Λ.: «Σε περιόδους κρίσης έχουν δημιουργηθεί έργα τέχνης σημαντικά. Ίσως γιατί εντατικοποιείται η διάδραση του ατόμου με την κοινωνία και η τέχνη είναι ένας τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας όχι άμεσα βίαιος, που εκτονώνει την ένταση με άλλον τρόπο».
Χ.Λ.: «Περνάει και μηνύματα. Δεν πρέπει να φτιάξεις κάτι που να αφορά εσένα, αλλά να τους αφορά όλους. Για να ενδιαφερθεί ο κόσμος. Να αλλάξει τρόπο σκέψης ή να πάρει ιδέες μέσα από ό,τι βλέπει, με τις οποίες να θέλει να κάνει κάποια πράγματα που να βοηθήσουν και τον ίδιο».
Ι.Λ.: «Η τέχνη για την τέχνη είναι κάτι αυτιστικό και δεν προσφέρει στο σύνολο».
Χ.Λ.: «Δεν έχει νόημα νομίζω. Και μέσα από τη διαδικασία που είναι επώδυνη, έτσι τη βιώνω εγώ τουλάχιστον, και θέλει και πολύ διάβασμα, θέλει να ενημερώνεσαι για ό,τι συμβαίνει γύρω σου, πρέπει να βγαίνει κάτι αληθινό. Δεν μπορείς να ασχοληθείς με όλα τα θέματα. Ούτε μπορείς να τα πιάσεις όλα».
Ι.Λ.: «Δεν προλαβαίνεις καταρχήν. Το κάθε πράγμα θέλει το χρόνο του».
Χ.Λ.: «Ναι, και επιπλέον, αν κάτι δε σε ενδιαφέρει τόσο πολύ, δεν μπορείς και να το αποδώσεις τελικά πολύ καλά».
Ι.Λ.: «Ίσως να χάνεις χρόνο και ενέργεια έτσι. Με την έννοια ότι, αν συγκεντρωθείς σε ένα θέμα που σε ενδιαφέρει, μπορείς να το διαπραγματευτείς πολύ καλά, από το να κάνεις πολλά μέτρια πράγματα».
Χ.Λ.: «Ναι. Και πιστεύω ότι έτσι βρίσκεις μία ισορροπία. Πρέπει να υπάρχει ειλικρίνεια. Εμένα δε μου άρεσε ποτέ το εφέ».
Ι.Λ.: «Μιλήσαμε για τη θετική επιρροή της εποχής στην τέχνη, ότι γίνονται τα πράγματα πιο απαιτητικά επί της ουσίας, ας μιλήσουμε λίγο και για το αρνητικό μέρος. Η κρίση δεν έχει επηρεάσει τη σχολή;».
Χ.Λ.: «Πάρα πολύ έχει επηρεάσει. Η σχολή είχε πάντα μοντέλα τα οποία βοηθούσαν στην πρακτική εξάσκηση στο σχέδιο και στη ζωγραφική. Δυστυχώς δεν υπάρχουν τώρα αυτά».
Ι.Λ.: «Δε χρηματοδοτούνται».
Χ.Λ.: «Όχι. Τώρα βάζουν θεματικές, όμως, που μπορεί τελικά να σε ωθεί περισσότερο στο να σκεφτείς το θέμα σου βάσει μιας αρχικής ιδέας. Το άσχημο είναι ότι πολλοί καθηγητές θα περάσουν στην εφεδρεία, άλλοι θα φύγουν και αρχίζεις στη σχολή να αισθάνεσαι μία μελαγχολία. Κάποτε ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα και τώρα πάνε να διαλυθούν όλα είτε πρόκειται για τη σχολή είτε για το σύστημα γενικότερα. Λεφτά δεν υπάρχουν. Όσο πάμε γίνεται χειρότερο. Γιατί στη ζωγραφική τα υλικά κοστίζουν».
Ι.Λ.: «Έχουμε περάσει όλες τις μεταβάσεις. Αργήσαμε να πάρουμε μπρος και “διαλέξαμε” τη χειρότερη στιγμή για να το κάνουμε».
Χ.Λ.: «Ναι, αλλά, όπως είπες και συ, μέσα από μία κρίση μπορεί να γίνουν πράγματα πολύ καλά και μακάρι δηλαδή! Προσπαθούμε να τα δούμε και λίγο αισιόδοξα. Δυστυχώς δε μας αφήνουν να τα δούμε αισιόδοξα, γιατί η ίδια η πραγματικότητα δεν είναι αισιόδοξη. Αλλά πώς θα μπορέσουμε όμως να πάρουμε δυνάμεις;».
Ι.Λ.: «Ίσως μέσα από τις δοκιμασίες να γινόμαστε καλύτεροι και να αποδεικνύεται το πόσο αγαπάμε ό,τι κάνουμε και ίσως να αξίζει να παλεύουμε υπό όποιες συνθήκες για το καλό όλων».
Χ.Λ.: «Και μακάρι να γίνει η αλληλεγγύη μία καθολική πραγματικότητα. Είχαμε γίνει λίγο σαν μηχανές».
Ι.Λ.: «Επικρατούσε μία ύπνωση».
Χ.Λ.: «Και ο καθένας κοιτούσε τον εαυτό του. Θα ήταν ωραίο αυτό να αλλάξει, γιατί η δύναμη βρίσκεται στην ομάδα και όχι μόνο στο άτομο».
Ι.Λ.: «Το κάθε άτομο, βέβαια, έχει τη δύναμή του. Ενώνονται πολλές ατομικότητες σε ένα κοινό όραμα, ακόμα και αν οι οιωνοί είναι αρνητικοί».
Χ.Λ.: «Βέβαια, είναι λίγο ρομαντική η σκέψη αυτή. Γιατί ο πιο πολύς κόσμος που σκέφτεται τελείως λογικά θέλει να μεταναστεύσει. Λένε δε γίνεται να μείνουμε άλλο εδώ, θα γίνουν ακόμα χειρότερα τα πράγματα».
Ι.Λ.: «Ίσως, όμως, η αλληλεγγύη που αναφέρεις να αποκτά περιεχόμενο αν μείνεις και αγωνιστείς, από το να φύγεις μακριά για να γλιτώσεις. Ίσως αν φύγεις από μία δυσκολία, μετά να φεύγεις παντού. Η επιβίωση βέβαια είναι το πιο ισχυρό ένστικτο. Και το σεξουαλικό από εκεί πηγάζει, από την ανάγκη διαιώνισης του είδους. Από την άλλη, υπάρχει ένα αλλά, δεν υπάρχει;».
Χ.Λ.: «Σίγουρα υπάρχει. Αυτό το αλλά δεν ξέρουμε τι μπορεί να είναι».
Ι.Λ.: «Ναι, το ρισκάρεις. Και φεύγοντας το ρισκάρεις. Και οι οικονομικοί μετανάστες που έρχονται εδώ για ένα καλύτερο αύριο έρχονται, δε σημαίνει ότι περνάνε καλά όμως. Δεν εντάσσονται κοινωνικά, ένα σωρό προβλήματα έχουν. Από τη στιγμή που δεν επιστρέφουν ίσως να επιλέγουν τη λίγο καλύτερη από δύο άσχημες καταστάσεις. Από αυτή την άποψη το καταλαβαίνω».
Χ.Λ.: «Συμφωνώ με αυτό που λες. Εγώ λειτουργώ λίγο διαισθητικά. Μπορεί να ακούγεται αφελές, αλλά νομίζω ότι κάπως θα την παλέψουμε, θα τα καταφέρουμε. Και είναι αυτό που λες, δε με έχει πιάσει ούτε το αίσθημα της φυγής, όσο και να τα ακούω σκούρα τα πράγματα. Μου δίνει μία ασφάλεια αυτό. Ότι, για να μη με πιάνει η τάση φυγής, ίσως να υπάρχει κάποια ελπίδα, διαισθητικά μιλώντας».
Ι.Λ.: «Και ιστορικά να το δεις, οι άνθρωποι που έχουν ωθήσει την εξέλιξη γενικότερα ήταν οι πιο τολμηροί που έφεραν πάνω τους μιαν ωραία τρέλα, οι πολύ περίεργοι, γιατί λόγω της περιέργειάς τους ανακάλυπταν πράγματα, και οι οραματιστές, και με αυτή την έννοια και οι ρομαντικοί. Θα ήμασταν σαν κονσέρβες αν ήμασταν όλοι τετράγωνοι».
Χ.Λ.: «Σαφώς. Όλα χρειάζονται. Νομίζω ότι υπάρχουν ταμπέλες που δεν ισχύουν επί της ουσίας. Ο τρελός, όπως συνήθως το εννοούμε, μπορεί να έχει να δώσει πράγματα που δεν έχεις σκεφτεί, γιατί δεν μπορείς να τα δεις».
Ι.Λ.: «Ο καθένας με τη διαφορετικότητά του συμβάλλει κοινωνικά. Γι’ αυτό δε μου αρέσουν τα πρότυπα με την απόλυτη έννοια του όρου. Μερικές φορές γίνεται ένα name dropping εντυπωσιασμού ή βλέπεις ανθρώπους να σου πετούν αμάσητες για τους ίδιος ατάκες άλλων χωρίς να τις έχουν φιλτράρει. Με ενοχλούσε πάντα αυτό. Και είχα το μότο ότι, εντάξει πέρασαν πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι από αυτήν τη γη, αυτό δε σημαίνει πως ακυρώνεται η δική μας σκέψη και ύπαρξη. Αυτό κι αν είναι χαμηλή αυτοεκτίμηση! Μαθαίνεις από αυτούς και μπορείς να πας τον ειρμό τους παρακάτω και έτσι αποκτά νόημα στο πλαίσιο της ενότητας του ανθρώπινου πνεύματος».
Χ.Λ.: «Πρότυπα με αυτή την έννοια νομίζω και ’σύ και ’γώ δεν πρέπει να είχαμε».
Ι.Λ.: «Ήμασταν συλλογείς ερεθισμάτων».
Χ.Λ.: «Βέβαια. Και υπήρξαν σπουδαίοι άνθρωποι και πιστεύω ότι και στις μέρες μας υπάρχουν σπουδαίοι άνθρωποι, απλώς δεν τους γνωρίζουμε».
Ι.Λ.: «Δεν τους δίνεται το βήμα να ακουστούν».
Χ.Λ.: «Και η ενημέρωση παίζει έναν περίεργο ρόλο. Γιατί, ενώ υποτίθεται ότι πρέπει να μας κρατά σε μία επαφή με την πραγματικότητα, προβάλλει άλλα πράγματα, χάνουμε την ουσία και δε βλέπουμε ανθρώπους που αξίζουν, ούτε μαθαίνουμε για καλά πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας. Προβάλλουν κυρίως αρνητικές πλευρές. Και μας υποβάλλουν σε μία κακή ψυχολογία».
Ι.Λ.: «Προβάλλουν επίσης μία εμπορική και επιφανειακή πλευρά. Κάτι το ποιοτικό δεν είναι απαραίτητα βαρετό. Μπορεί να είναι ενδιαφέρον. Μπορεί κάτι να είναι ποιοτικό και εμπορικό συγχρόνως».
Χ.Λ.: «Το ποιοτικό έχει συνδυαστεί με το βαρετό μάλλον και δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές, ανεξάρτητα με το κατά πόσο προβάλλεται ή όχι».
Ι.Λ.: «Και έτσι αντανακλαστικά κάποιος το αποφεύγει γιατί δεν έχουμε εκπαιδευτεί στο να ακούμε».
Χ.Λ.: «Παίζει πολύ αυτό. Και σε μία παρέα συμβαίνει αυτό. Περισσότερο μιλάμε, παρά ακούμε».
Ι.Λ.: «Και πώς να επικοινωνήσεις αν δεν ακούς; Έτσι τα λες και στον καθρέφτη. Δεν είναι ανάγκη να έχεις ακροατή. Γίνεσαι ένας ρήτορας».
Χ.Λ.: «Η συζήτηση είναι ανταλλαγή απόψεων. Δεν είναι μονόλογος».
Ι.Λ.: «Ακριβώς. Μου λες κάτι, πάει η σκέψη μου παραπέρα, σου λέω κάτι αντίστοιχα. Για να αλλάξουμε θέμα τώρα, τα νεότερα παιδιά πώς τα βλέπεις;».
Χ.Λ.: «Είμαι μαζί τους. Δεν είναι ανέμελοι. Αυτό που λένε ότι τα νέα παιδιά δεν ενδιαφέρονται για τίποτα. Και για εμάς τα ίδια λέγανε, βέβαια. Τώρα και στη σχολή ίσα ίσα τους βλέπω προσγειωμένους, μιλούν σοβαρότατα και είναι και πιο προβληματισμένα από εμάς».
Ι.Λ.: «Σε όλες τις γενιές υπήρχαν λιγότερο και περισσότερο προβληματισμένα παιδιά. Απλώς υπάρχει μία τάση λόγω του αγεφύρωτου χάσματος των γενεών οι παλαιότεροι να αμφισβητούν τους νεότερους ως πιο άπειρους και ως λιγότερο σκεπτόμενους. Και είναι μία επιρροή που εν μέρει αναπαράγεται».
Χ.Λ.: «Προσωπικά πιστεύω στον άνθρωπο είτε είναι νέος είτε είναι μεγάλος. Μπορεί κάποιος να είναι μεγάλος και πολύ ανοιχτόμυαλος και κάποιος νέος να είναι πολύ συντηρητικός και να θυμίζει παππού. Ή κάποιος μεγάλος να είναι ανώριμος και ένας νέος να σκέφτεται ώριμα. Σκοπός είναι κάποιος να καταλαβαίνει τι του συμβαίνει, τι συμβαίνει γύρω του και να έχει μία σκέψη καλλιεργημένη και να έχει παιδεία».
Ι.Λ.: «Άρα είναι θέμα ανθρώπου και όχι αποκλειστικά θέμα ηλικίας. Και εγώ το πιστεύω αυτό. Τι εύχεσαι στην κάθε Χριστίνα που είναι σήμερα 20 χρονών;».
Χ.Λ.: «Να μην αφήσει το όνειρό της. Να μην αφήσει ό,τι πιστεύει, και ενδοιασμούς να έχει, πάλι να το παλέψει, να μη σκεφτεί ότι δεν μπορεί. Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δε θέλω ή βρίσκομαι σε αδυναμία και σύγχυση. Οπωσδήποτε να κυνηγήσει το όνειρό της, είναι το πιο σημαντικό και ποτέ δεν είναι αργά. Τώρα σπουδάζω, ενώ είμαι 33, και βλέπω κι άλλους στη σχολή που είναι πολύ μεγαλύτεροι από μένα και 40 και 50 χρονών και άνθρωποι με οικογένεια και παιδιά. Τους θαυμάζω γιατί δεν το άφησαν και το κυνηγούν. Είναι πολύ ωραίο αυτό. Πάντα υπάρχει χρόνος για κάτι που αγαπάς. Εύχομαι στη νέα γενιά ό,τι περνάμε τώρα να μην κρατήσει πολύ και να βρει πολύ καλύτερα τα πράγματα. Και να προκύψει κάτι καλό από όλη αυτή την αρνητική κατάσταση. Πώς να εκτιμήσουμε το θετικό αν δε δούμε και την αρνητική πλευρά εξάλλου; Και εύχομαι η νέα γενιά να το χαρεί!».
Ι.Λ.: «Μακάρι! Έτσι κι αλλιώς ό,τι βασανίζει τη μία γενιά είναι κατακτημένο για την επόμενη και η κάθε μία αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις. Πώς βλέπεις τον εαυτό σου σε 10 χρόνια από τώρα; Μπορείς να το φανταστείς;».
Χ.Λ.: «Όχι. Ζω το σήμερα, γιατί δεν ξέρω τι θα μου ξημερώσει αύριο».
Ι.Λ.: «Μας έβαλαν σε τέτοια κεκτημένη ταχύτητα. Καταλήγουμε να ζούμε το τώρα όχι μόνο γιατί η ζωή είναι τώρα, αυτό ισχύει και στις καλύτερες περιόδους, αλλά είναι διαφορετικό να ζεις το τώρα και διαφορετικό να μην μπορείς να φανταστείς το αύριο γιατί ένα αδιέξοδο σου κλείνει τελικά το δρόμο».
Χ.Λ.: «Είναι αλήθεια αυτό. Είναι μία καλή ερώτηση που εμένα με πιάνει αδιάβαστη».
Ι.Λ.: «Η απάντησή σου λέει πολλά».
Χ.Λ.: «Με επηρεάζει η εποχή. Δε θα πάρω σύνταξη, γιατί έχω λίγα ένσημα».
Ι.Λ.: «Εγκαινιάζουμε τις γενιές των ανασφάλιστων. Πήραμε λίγα χρήματα, δουλεύοντας πολλές ώρες και, έχοντας ένσημα, δε θα πάρουμε σύνταξη».
Χ. Λ.: «Υπάρχει ένα καλό σε αυτό. Δεν μπορούν να μας τη μειώσουν! Δε θα υπάρχει καν (γέλια)».
Ι.Λ.: «Ας κρατήσουμε ακμαίο το ηθικό μας, ακόμα και με μπλακ χιούμορ. Και στα έργα σου στην έκθεση “Το θύμα και ο θύτης” είπες ότι δεν αφορούν μόνο τη σχέση του ζευγαριού, αλλά και την κοινωνία. Και το μαύρο χρώμα που χρησιμοποιείς τόσο επίμονα μπορεί να είναι το μονοδρομικό αδιέξοδο που ανοίγεται μπροστά μας. Το φως στο τούνελ ίσως έρθει, αλλά πώς να το προβλέψεις πριν το δεις;».
Χ.Λ.: «Μπορείς να ελπίζεις, αλλά όχι να το προβλέψεις. Έχω σκεφτεί βέβαια, αλλά δεν ξέρω αν με ενδιαφέρει, τη διδασκαλία. Ο δάσκαλος πρέπει να έχει το χάρισμα της μεταδοτικότητας. Και αν έβλεπα ότι εκεί υστερούσα, δε θα το συνέχιζα. Γιατί είχα τέτοιους καθηγητές και στο σχολείο, δε με βοήθησε και δε θα ήθελα να υποβάλλω άλλους σε αυτήν τη δυσάρεστη εμπειρία».
Ι.Λ.: «Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι διδασκαλίας. Δεν είναι μόνο η τυπική και η από καθέδρας διδασκαλία. Θα μπορούσες ίσως να δώσεις διαφορετικά στον άλλον κάποια εργαλεία θεωρητικά ή μη, για να βγάλει την αγάπη του για το σχέδιο και για να εκφραστεί μέσω αυτού».
Χ.Λ.: «Αυτό θα μου άρεσε».
Ι.Λ.: «Έχοντας μιλήσει για τόσα πράγματα, ας κλείσουμε με αυτό που είπες για τους δάσκαλους, οι οποίοι φέρουν ένα ρόλο ευθύνης στην κοινωνία και δύνανται να επηρεάσουν κάποιον θετικά ή αρνητικά για μία ζωή. Είπες, λοιπόν, ότι “αν έβλεπα ότι εκεί υστερoύσα […] δε θα ήθελα να υποβάλλω άλλους σε αυτήν τη δυσάρεστη εμπειρία ”. Είναι πολύ ευγενικό, συνειδητοποιημένο και υπεύθυνο αυτό που λες. Και αν αυτή η συνειδητοποίηση υπήρχε γενικότερα, ίσως να βλέπαμε και τους σωστούς ανθρώπους στις σωστές θέσεις και έτσι να επωφελούνταν πραγματικά το σύνολο. Σ’ ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου!».
Ιουλία Λυμπεροπούλου για το CityMag.
______________________
Συνοπτικά στοιχεία από τις συμμετοχές της Χριστίνας Λουκίδη σε εκθέσεις:
2012: Συμμετοχή στην έκθεση με τίτλο «Το Θύμα και ο Θύτης» από το κατ’ επιλογήν μάθημα σχεδίου της ΑΣΚΤ.
2010-2011: Συμμετοχή σε εκθέσεις του εικαστικού εργαστηρίου Ship Art (της ζωγράφου και οργανώτριας Σοφίας Μπόμπολη) με έργα χαρακτικής και ζωγραφικής.
2001: Συμμετοχή σε ομαδική έκθεση του Εργαστηρίου Σχεδίου και Ζωγραφικής Ι. Καρούσου.
2000: Συμμετοχή με ασπρόμαυρα σχέδια σε ομαδική έκθεση του τμήματος ζωγραφικής του Πολιτισμικού Κέντρου Άγιος Ιωάννης από όπου της απονεμήθηκε και δίπλωμα.
Eπιλεκτικά κάποια έργα της Χριστίνας [PhotoGallery]