«Πρέπει να είσαι αληθινός για να επιβιώσεις σε αυτόν το χώρο… Ο καλός μουσικός φαίνεται στο σανίδι και στα δύσκολα… Αν πέσει στην παγίδα της απομόνωσης, θα μείνει στάσιμος»
Σκέφτηκα, επομένως, ότι θα έδινε μία πνοή ζωντάνιας ένας άνθρωπος με τόση ενέργεια να γίνει εξώφυλλο στο περιοδικό, και του πρότεινα να συναντηθούμε. Η πρώτη μας πρόσωπο με πρόσωπο γνωριμία, λοιπόν, αφορμή της συνέντευξης, εξελίχθηκε σε μία πολύωρη αρμένικη βίζιτα στο μπαράκι όπου καθίσαμε και όπου η συζήτηση κυλούσε αβίαστα για διάφορα θέματα. Δε συμβαίνει συχνά αυτό, και, όταν τύχει να συμβεί, θα ήταν ανοησία να στριμωχτεί σε μία τυπική διαδικασία οριοθετημένη με το ρολόι. Γίνεται κομμάτι της δυναμικής μας το να γνωρίζουμε πολύπλευρους ανθρώπους. Δε διαψεύστηκα τελικά. Ο Θωμάς είναι αεικίνητος, έχει μία ζεστή φωνή, την οποία θα μπορούσα κάλλιστα να φανταστώ σε ραδιοφωνική εκπομπή να μαγεύει τους ακροατές, είναι θετικός, καθόλου συμπλεγματικός και δεν προσποιείται κάτι που δεν είναι. Την ίδια στιγμή βγάζει μία πολύ χαριτωμένη παιδικότητα με ένα γάργαρο γέλιο, που κάθε τόσο συνοδεύει την κατακλείδα των φράσεών του, και βρίσκεται σε μία διαρκή κατάσταση κεκτημένης ταχύτητας για ό,τι πρόκειται, επιδιώκει ή επιθυμεί να συμβεί στο μέλλον.
Εμπνέοντας εμπιστοσύνη και ταυτόχρονα έναν αέρα επαγγελματισμού, η παιδικότητα συρρικνώθηκε για λίγο όταν άρχισε η ηχογράφηση και μπήκαμε στη διαδικασία εξομολόγησης των γνωστών και άγνωστων πτυχών της ζωής του και του ίδιου…
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Ποιες ήταν οι πρώτες σου επαφές με τη μουσική;».
Θωμάς Ανδρέου: «Άρχισα, ουσιαστικά, να ακούω μουσική από δέκα χρονών. Τα προηγούμενα χρόνια έπαιζα μόνος μου! Βάραγα όπου έβρισκα, στους καναπέδες. Στην πρώτη κασέτα που πήρα δώρο ήταν συγκεντρωμένα τα χιτς του ’84 ή του ’85, δε θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα ούτε το συναίσθημα εκείνης της στιγμής! Μετά θυμάμαι ότι το ’86 παρακολουθούσα τη μοναδική μουσική εκπομπή που υπήρχε τότε, το «Μουσικόραμα». Μια φορά την εβδομάδα έβαζε κλιπάκια και, όπως βάραγα μόνος μου στο σαλόνι, είδα τους Europe και το Τhe Final Countdown. Εκεί πρόσεξα έναν πολύ ωραίο τύπο που έπαιζε τύμπανα και ενθουσιάστηκα. Είπα, αυτό θέλω να γίνω!».
Ι.Λ.: «Μία εικόνα, δηλαδή, προσδιόρισε στο μυαλό σου ό,τι έκανες τόσον καιρό και δεν ήξερες τι ήταν!».
Θ.Α.: «Έτσι ακριβώς. Σε ηλικία δεκατριών δεκατεσσάρων ετών πήγα στο Ωδείο του Φίλιππου Νάκα. Κάποια στιγμή σταμάτησα γιατί δε συνδυάζονταν οι ώρες με εκείνες του σχολείου. Έπαιζα με διάφορα γκρουπ στην εφηβεία, αλλά η πρώτη μου επαγγελματική δραστηριότητα προέκυψε στα δεκάξι. Έπαιζα σε ένα γκρουπ που ονομαζόταν Τετ α Τετ και είχε κάνει τότε μία μεγάλη επιτυχία στο ραδιοσταθμό Jeronimo Groovy. Θυμάμαι τις κοπάνες από το σχολείο, για να κάνω στο κλαμπ sound check».
Ι.Λ.: «Ουσιαστικά, εσύ ξεκίνησες να δουλεύεις επί πληρωμή από δεκαέξι χρονών!».
Θ.Α.: «Ναι. Και με τη συγκεκριμένη μπάντα υπήρχε τότε και μία αναγνώριση».
Ι.Λ.: «Πώς σε αντιμετώπιζαν οι συνομήλικοί σου;».
Θ.Α.: «Κοίτα, στο σχολείο, όταν κάνεις κάτι διαφορετικό από τους άλλους, τραβάς την προσοχή. Επιπλέον η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια φιλόλογος. Σε συνδυασμό, λοιπόν, με το γεγονός ότι ήμουν ο χειρότερος μαθητής, αλλά με έβλεπαν στην τηλεόραση και με άκουγαν στο ραδιόφωνο, γινόμουν ο πιο γαμάτος τύπος του σχολείου!».
Ι.Λ.: «Στάθμιζες τις αντιθέσεις».
Θ.Α.: «Ναι, οι φίλοι και στο σχολείο με αντιμετώπιζαν με θαυμασμό. Γενικά, ήμουν πολύ ρέμπελος. Ούτε βιβλία δεν έπαιρνα μαζί μου».
Ι.Λ.: «Πώς αντιδρούσαν οι δικοί σου; Έχω μία αίσθηση ότι οι δικοί μας προσπαθούσαν να μας απομακρύνουν από οτιδήποτε στενά εξω-πανεπιστημιακό. Δεν το ενέκριναν λόγω οικονομικής ανασφάλειας ως προς την επαγγελματική αποκατάσταση».
Θ.Α.: «Αυτό ισχύει. Το αισθανόμουν στο σχολείο, κάτι που όμως δε μου δημιουργούσε αρνητικά συναισθήματα. Υπήρχε, για παράδειγμα, σε υποτιμητικά και ειρωνικά σχόλια καθηγητών, όπως “ο καλός μαθητής δε φαίνεται στο πόσο καλά παίζει ντραμς!”. Ή σε σχόλια για τα σκουλαρίκια».
Ι.Λ.: «Κατέτασσαν τη δική σου ασχολία ως δευτέρας κατηγορίας, ενώ ο άλλος θα γινόταν, υποτίθεται, γιατρός. Πάντως, το θεωρώ πολύ σημαντικό ότι από δεκαέξι χρονών πληρωνόσουν για ό,τι αγαπούσες να κάνεις. Είναι ηθική ικανοποίηση! Καταλαβαίνεις, φαντάζομαι, πόσο όνειρο θερινής νυκτός φαίνεται αυτό σε κάποιον που γράφει!».
Θ.Α.: «Υπήρχαν, βέβαια, σκαμπανεβάσματα. Μπορεί να ήμουν μέσα σε ένα γνωστό σχήμα, να απολάμβανα την αναγνωρισιμότητα και μετά αυτό να διαλυόταν. Το γκρουπ που ανέφερα προηγουμένως διαλύθηκε».
Ι.Λ.: «Εντάξει, υπήρχαν και αυτά, αλλά ήσουν συνέχεια ενεργός. Δεν υπήρχαν κενά. Αυτό είναι πολύ σημαντικό».
Θ.Α.: «Είναι αλήθεια. Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να μην παίζει! Θα πω κάτι που ίσως ακουστεί παρατραβηγμένο. Δε νομίζω ότι διαλέγουμε εμείς τη μουσική, νομίζω ότι η μουσική μάς διαλέγει».
Ι.Λ.: «Μίλησέ μου για τα ντραμς, που σε διάλεξαν, λοιπόν!».
Θ.Α.: «Καταρχήν, πολλοί θεωρούν ότι δεν ήμαστε μουσικοί! Τα ντραμς είναι ένα πολύ ιδιαίτερο όργανο. Ο πρώτος κανόνας είναι ότι χρειάζεται να έχεις ψυχικό σθένος. Δεν υπάρχει κάποιος που σου λέει να μάθεις τύμπανα. Μόνος σου προσανατολίζεσαι. Συνήθως οι γονείς προτείνουν στο παιδί ή το πάνε να μάθει πιάνο, βιολί, κιθάρα. Δε θα σε ωθήσει κανείς στα τύμπανα!».
Ι.Λ.: «Αντιλαμβάνεσαι, βέβαια, ότι ο λόγος είναι και πρακτικός! Λόγω του ήχου. Δεν είναι από τα πιο βολικά και ευέλικτα όργανα!».
Θ.Α.: «Ναι, για τους άλλους. Ως προς το παιδί που τα πρωτοανακαλύπτει έχει πλάκα. Παίζεις, εκτονώνεσαι, εκφράζεσαι, βγάζεις τη δική σου φωνή. Στη συνέχεια, όσο εμβαθύνεις είναι πολύ πιο δύσκολο από ό,τι φαίνεται. Δε μαθαίνεις να παίζεις ντραμς με δυο τρία μαθήματα. Πρέπει επίσης να έχεις πάντα διάθεση, γιατί, αν δεν έχεις, ο κόσμος το καταλαβαίνει. Η δουλειά του ντράμερ προϋποθέτει το να έχει ο ίδιος αυτοπεποίθηση και διάθεση, για να μπορεί να υποστηρίζει και να ωθεί τους συναδέλφους του. Γι’ αυτό χρειάζεται ψυχικό σθένος. Χρησιμοποιείς συνδυαστικά το σώμα και το πνεύμα όχι πάντα υπό τις καλύτερες συνθήκες. Υπάρχουν και μέρες που δε θες να παίξεις, ιδίως όταν ασχολείσαι επαγγελματικά. Αν επί σκηνής δεν είσαι καλά και δε βγάλεις την ενέργεια που χρειάζεται, φαίνεται. Οπότε πρέπει να βρεις τρόπους για να λειτουργείς και εκείνες τις μέρες. Προσωπικά, φέρνω μαζί μου το μικρό Θωμά στη σκηνή, γιατί το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να παίζει τύμπανα και όλα τα άλλα μένουν εκτός».
Ι.Λ.: «Η επιθυμία του ανθρώπου να μιμηθεί τους ήχους της φύσης, όπως το τραγούδι των πουλιών, το κελάρυσμα του νερού ή το χτύπο της καρδιάς, έδωσε το έναυσμα για τα πρώτα βήματα της μουσικής. Τα ντραμς ίσως να έλκουν την καταγωγή τους από τα πρώτα βασικά όργανα ή εργαλεία που παρήγαν ήχο. Ποια είναι η θέση τους σήμερα σε μία μπάντα;».
Θ.Α.: «Τα τύμπανα είναι η ραχοκοκαλιά. Τα ντραμς αποτελούν τη βάση μίας οικοδομής. Αν δεν τη στηρίξεις καλά, θα πέσει. Παρ’ όλα αυτά, λέγεται ως ένα αστείο μεταξύ των μουσικών ότι δεν είμαστε μουσικοί. Ίσως γιατί συνήθως οι ντράμερ δε γράφουν μουσική, δεν ενορχηστρώνουν. Υπάρχουν, βέβαια, μεγάλα ονόματα που σε βάθος χρόνου το κάνουν. Εξαρτάται και από το ποιο μουσικό μονοπάτι επιλέγει ο καθένας να ακολουθήσει. Ή θα γίνεις καλύτερος στο όργανο που παίζεις ή στο σύνολο της δουλειάς. Πολλοί γνωστοί ντράμερ έγιναν καλύτεροι στη σύνθεση και το τραγούδι από ό,τι ήταν ως ντράμερ».
Ι.Λ.: «Εσύ γράφεις μουσική;».
Θ.Α.: «Όχι, αλλά έχω ιδέες που τις δείχνω στους συνεργάτες μου».
Ι.Λ.: «Συμβάλλεις, δηλαδή».
Θ.Α.: «Βέβαια συμβάλλω».
Ι.Λ.: «Έχεις ασχοληθεί με άλλα όργανα;».
Θ.Α.: «Έκανα δυο χρόνια πιάνο όταν κατάλαβαν οι δικοί μου ότι ήθελα να γίνω ντράμερ και σκέφτηκαν “θα έχουμε πρόβλημα”. Οπότε με έστειλαν για πιάνο, μήπως άλλαζα γνώμη. Αλλά κάπου έσπασα (γέλια). Δεν άντεχα άλλο, έψαχνα μία δικαιολογία για να επιστρέψω στα τύμπανα. Η αλήθεια είναι ότι είμαι ευγνώμων στους δικούς μου. Η τεχνολογία σήμερα έχει προχωρήσει τόσο, που μπορεί πλέον ένας ντράμερ να μελετά σπίτι του και να μην ενοχλεί. Εγώ τότε ήμουν συνέχεια σπίτι και βάραγα τα τύμπανα. Έπαιζαν τα νεύρα, αλλά με υποστήριζαν».
Ι.Λ.: «Είναι πολύ ωραίο αυτό. Και σίγουρα έπαιξε ρόλο στο ότι από τότε έως σήμερα μπήκες σε ένα δρόμο και χαράζεις τη δική σου πορεία αδιάκοπα και χωρίς λοξοδρομήσεις».
Θ.Α.: «Ναι, δε σταμάτησα ποτέ αυτό που κάνω, παρ’ όλες τις κατά καιρούς δυσκολίες. Το να είσαι μουσικός στην Ελλάδα έχει θετικές και αρνητικές πλευρές. Υπάρχουν φορές που παίρνεις πολλά χρήματα, για παράδειγμα, και άλλες που δεν παίρνεις τίποτα. Προσωπικά, δε με πτόησε ποτέ αυτή η αστάθεια».
Τότε είδα και το παιδάκι, το μικρό Θωμά, που λέει ο ίδιος ότι παίρνει μαζί του όταν βγαίνει στη σκηνή. Είναι εκείνο που του παρέχει το κάρβουνο εκτόξευσης από τα δύσκολα σε ένα νέο ορίζοντα, γιατί μέσα στην αθωότητά του ενδιαφέρεται μόνο για το παιχνίδι του, τα ντραμς, και όλα τα υπόλοιπα μένουν για λίγο στη σκιά του παρασκηνίου. Ίσως τελικά να αποτελεί σοφή επιλογή αυτή η λύση και εκεί να οφείλονται η ορμητικότητα και η ζωτικότητα του συγκεκριμένου ντράμερ. Είναι οι στιγμές που ξεφεύγει από την πραγματικότητα και όσο δύσκολο φαίνεται μερικές φορές να γίνει, τόσο λυτρωτικό μπορεί να αποδειχτεί μόλις βυθιστεί στη διαδικασία.
Παρατηρώντας τον μου θύμιζε τον αστυνόμο Σαΐνη με παράφραση των κλασικών προτροπών του από «έλα, καλό μου ελικόπτερο» σε «ελάτε, καλά μου πιατίνια και τύμπανα». Ο Θωμάς όταν παίζει παραπέμπει με την ορμή του σε παιδάκι αφημένο μπροστά σε μπουφέ γεμάτο γλυκά. Στις κινήσεις του σπαρταράει η λαχτάρα τού να μην ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει, γιατί τα θέλει όλα, αλλά, πάλι, διαφαίνεται κάτι ελεγχόμενο που δε σε ξεγελάει ούτε στιγμή ότι τάχα είναι αποπροσανατολισμένος στο μαγικό δάσος των τυμπάνων. Αποτελούν όλα μέρος ενός σόου που συνδυάζει τον αυτοσχεδιασμό με το πρόγραμμα βάσει ρεπερτορίου. Και μέσα σε όλα αυτά ο Θωμάς κάνει ένα παιχνίδι με τα ντραμς, ένα παιχνίδι αντισφαίρισης μεταξύ των τυμπάνων και του ίδιου, μία διάδραση εγκεφαλικής υπερδιέγερσης και εκστασιασμένου θυμικού, που εκδηλώνονται στα εκάστοτε μικρά ή μεγάλα περιθώρια αυτοσχεδιασμού βάσει αυτού του προγράμματος.
Στα διαλείμματα ερχόταν στο τραπέζι όπου καθόμουν και απολάμβανα το σόου. Παρ’ όλη την επί σκηνής ένταση, ηρεμούσε και χαλάρωνε άμεσα. Η εκτόνωση που προσφέρουν τα τύμπανα σε κάνουν να δείχνεις ο πιο ήπιος και χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο. Υποψιάζομαι ότι δεν ισχύει το ίδιο για όσους ακούνε τη μελέτη ενός ντράμερ καθημερινά, από την άλλη όμως δεν μπορώ να φανταστώ το Θωμά χωρίς να παίζει ντραμς! Αντίθετα, γίνεται ένα με τα ντραμς, ενώνεται αρμονικά με το όργανο και γι’ αυτό δε χρειάζεται τίποτα συμπληρωματικό που θα προκαλούσε τεχνητές παρεμβολές σε αυτή την αρμονία. Ερχόταν, λοιπόν, με ένα τεράστιο ποτήρι μπίρας γεμάτο νερό και ένα επιπλέον μπουκάλι με νερό. Επίσης δεν καπνίζει ούτε πριν ούτε κατά τη διάρκεια της παράστασης, για να μη στερηθεί στο ελάχιστο την ενέργεια που θέλει να αντλήσει και για να μη χάσει κανένα λεπτό την πραγματική επαφή. Τέλος, τρώει πολύ ελαφρά αρκετά νωρίτερα, ενώ χαλαρώνει πίνοντας μία μπίρα μετά το τέλος του σόου. Θέλει να βγαίνει καθαρός στη σκηνή και κατά κάποιον τρόπο δημιουργεί τις προϋποθέσεις γείωσης σε μία καταιγίδα ηλεκτρισμού, όπου γίνεται ο ίδιος ένα ηλεκτρισμένο φορτίο με ανάλογο πρόσημο εξουδετερώνοντας τις όποιες αρνητικές αντιδράσεις θα προκαλούσε οτιδήποτε περιττό και ξένο ως προς τη διαδικασία.
Στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης, λοιπόν, μιλήσαμε για τις επιρροές, τις συνεργασίες του, τους κώδικες του επαγγέλματος και το πόσο άλλαξαν σήμερα τα μουσικά πράγματα με την εξέλιξη της τεχνολογίας και την κατάρρευση της δισκογραφίας.
Θ.Α.: «Και ως μουσικό και ως άνθρωπο με εκφράζει η χαρντ ροκ μουσική των δεκαετιών ’60, ’70 και ’80. Γενικά, όμως, ακούω πολλά είδη από ποπ μέχρι κλασική. Μου αρέσουν όλα τα είδη. Δεν υπάρχει καλό και κακό είδος, αλλά καλοί και κακοί καλλιτέχνες. Οι επιρροές μου είναι συγκεκριμένες. Με επηρέασαν ντράμερ, όπως ο Ian Haugland, Cozy Powell, John Bonham, Ian Paice και Neil Peart».
Ι.Λ.: «Πες μου για συνεργασίες που έκανες στην καριέρα σου, για ανθρώπους που είχες την ευκαιρία να γνωρίσεις μέσα από τη δουλειά».
Θ.Α.: «Εδώ και σχεδόν έξι χρόνια παίζω με το Johnny Vavoura και με τους Vavoura Band, είμαστε τρεις μαζί με το Johnny Vavoura και το Γιάννη Δρόλαπα. Παράλληλα, όμως, συνεργάζομαι και με αλλά σχήματα και κάνω sessions για διάφορες μπάντες και καλλιτέχνες. Παλιότερα δούλεψα τέσσερα χρόνια με τους Domenica. Στο άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 2009 έπαιξα με τα παιδιά. Ακόμα με την Αρετή Κατιμέ, τη Σοφία Μάνου. Μοιράστηκα τη σκηνή με το Γιάννη Πάριο και το Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Έκανα πολλές δουλειές με ηχογραφήσεις σε στούντιο για διάφορους καλλιτέχνες και γκρουπ σε διάφορα στιλ μουσικά, συμμετείχα σε περιοδείες, βίντεο κλιπς, μεγάλες τηλεοπτικές εμφανίσεις κτλ. Είχα και τη χαρά να συνεργαστώ με ένα σχήμα δύο Ελληνοπορτογάλων που μένουν στο Λονδίνο και έψαχναν στην Αθήνα κάποιον να τους βοηθάει στο στούντιο για τις πρόβες και το στήσιμο των κομματιών. Είχαν φωνή, κιθάρα και πλήκτρα. Έτσι, τους βοήθησα και ήταν εμπειρία. Έπαιζα επίσης κάποια χρόνια με τους Nostos. Παλιότερα είχα δική μου μπάντα, που πλέον δεν υφίσταται, και ονομαζόταν Plus 9. Παίζαμε τραγούδια από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, cover κομμάτια από Deep Purple, Led Zeppelin κ.ά.».
Ι.Λ.: «Γίνονταν παράλληλα λίγο όλα αυτά, όπως καταλαβαίνω. Έτυχε ποτέ να παίξεις στο εξωτερικό;».
Θ.Α.: «Ναι, παράλληλα γίνονταν. Όχι ακόμα, αλλά με ένα από τα σχήματα που τώρα συνεργάζομαι υπάρχει μία περίπτωση να κάνουμε περιοδεία στον Καναδά».
Ι.Λ.: «Τι άλλο κάνεις αυτό τον καιρό;».
Θ.Α.: «Τώρα δουλεύω ως hοuse drummer στο Lazy Club στα jam nights. Εκεί είναι ένα ανοιχτό πάλκο όπου έρχονται μουσικοί και παίζουν ό,τι θέλουν. Συνοδεύω όποιον το επιθυμεί σε ό,τι και να παίζει».
Ι.Λ.: «Αυτό είναι πολύ ιδιαίτερο. Δεν το έχω ξανακούσει».
Θ.Α.: «Είναι σχολείο. Μπορεί να παίξει κάποιος ένα ήδη γνωστό κομμάτι λίγο διαφορετικά ή μπορεί να κάνει ένα μουσικό αυτοσχεδιασμό. Όλα αυτά με ανθρώπους που δε γνωρίζεις και χωρίς πρόβα. Χρειάζεται, λοιπόν, αντίληψη και εμπειρία».
Ι.Λ.: «Αυτές οι ιδιαίτερες νότες συνθέτουν ανύποπτα μία ευχάριστη παραφωνία στους χαλεπούς καιρούς, όπως πολλοί χαρακτηρίζουν την παρούσα οικονομικοπολιτική συγκυρία. Πώς είναι τα πράγματα σήμερα στην Ελλάδα για έναν μουσικό και για τη μουσική γενικότερα;».
Θ.Α.: «Γενικά, τα πράγματα ήταν και πιο παλιά χειρότερα από ό,τι σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Δεν προσφέρονται οι ευκαιρίες σε πολλούς καλλιτέχνες να αναδειχθούν βάσει των δυνατοτήτων τους. Τα χρηματικά πακέτα είναι περιορισμένα και προορίζονται για πιο μεγάλα ονόματα. Είναι ένα σύστημα, στο οποίο έχω μπει και εγώ, όπου δεν μπορείς να κάνεις ό,τι θες 100%. Όταν ασχολείσαι επαγγελματικά και ζεις από αυτό, δεν μπορείς να επιλέξεις τι είδους μουσική θα παίζεις. Δεν υπάρχει και το ανάλογο κοινό, εξάλλου».
Ι.Λ.: «Έστω λίγο το καταφέρνεις;».
Θ.Α.: «Περισσότερο από λίγο. Γι’ αυτό παίζω σε πολλά σχήματα. Έχω την ανάγκη να αποσυμπιέζομαι από το αυστηρά επαγγελματικό και το main stream. Χρειάζεται αυτό. Υπάρχουν πολλοί καλοί μουσικοί που δεν αντέχουν την πίεση ή δεν έχουν υπομονή, βιάζονται ή τους επηρεάζουν άλλου είδους υποχρεώσεις, όπως οικογένεια, παιδιά, και αποσύρονται. Αφήνουν το στόχο. Δεν ανήκω, ακόμα τουλάχιστον, σε αυτή την κατηγορία».
Ι.Λ.: «Εντάξει, δεν μπορεί κανείς να τα έχει όλα ούτε να τα καταφέρνει το ίδιο καλά παντού. Ο καθένας θέτει προτεραιότητες και κάνει επιλογές. Μόνο με κάτι σταρ του Χόλιγουντ, που έχουν χρήματα για να πληρώνουν δέκα ανθρώπους να τους κάνουν τις δουλειές ή που στα τριάντα τους είναι ήδη αναγνωρισμένοι βετεράνοι στο εκάστοτε είδος, το βλέπεις αυτό. Είμαι αυτής της άποψης, ότι κάνεις επιλογές βάσει των στόχων που θέτεις και των περιορισμών και των δυνατοτήτων που υπάρχουν».
Θ.Α.: «Ναι. Είναι και τι άνθρωπος είσαι. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να μην παίζει! Κάποιοι μπαίνουν στο χώρο, αλλά ουσιαστικά δεν μπαίνουν».
Ι.Λ.: «Είναι και θέμα ευκαιριών, όμως. Το όργανο που παίζεις εσύ είναι χρήσιμο, είναι αναγκαίο εργαλείο για μία μπάντα, ρυθμικά καθοδηγεί και υποστηρίζει. Ίσως, λοιπόν, σε σχέση με κάποιο άλλο όργανο το δικό σου να έχει πιο μεγάλη ζήτηση. Χωρίς ντραμς δε γίνεται».
Θ.Α.: «Αυτό είναι αλήθεια. Έχει να κάνει όμως και με το χαρακτήρα. Γνωρίζω περιπτώσεις πολύ καλών μουσικών με άσχημο χαρακτήρα που έκαναν μία επιτυχία και τώρα είναι στα αζήτητα».
Ι.Λ.: «Την ψώνισαν;».
Θ.Α.: «Όλοι την ψωνίζουν, το θέμα είναι πώς θα το διαχειριστείς. Για κάποιον που είναι στο level 1, όπου του λένε μόνο οι φίλοι και οι συγγενείς του ότι είναι καλός, και βρίσκεται ξαφνικά στην κορυφή, προσπερνώντας με συνοπτικές διαδικασίες το level 2, από όπου προσπαθεί ατελείωτα να ενταχθεί κάπου και να αναγνωριστεί η δουλειά του ‒αυτό το στάδιο για κάποιους κρατάει για πάντα‒, μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνο. Ανοίγει ένας νέος κόσμος και γίνεται μία απότομη απογείωση. Εκεί χάνονται οι ισορροπίες».
Ι.Λ.: «Εκεί καταλήγουμε στο ότι όλα εξαρτώνται από το τι άνθρωπος είσαι».
Θ.Α.: «Είναι κάτι πολύ βασικό η προσωπικότητα. Παίζει, φυσικά, μεγάλο ρόλο και η ηλικία. Όσο πιο μικρός την ψωνίσεις, τόσο το χειρότερο».
Ι.Λ.: «Όταν, όμως, είσαι μικρός, έχεις και το χρονικό περιθώριο να επανέλθεις. Αν την πατήσεις μεγάλος…».
Θ.Α.: «Γίνεται ένας κύκλος. Ξεκινάς από το ένα δύο, φτάνεις σε ένα ζενίθ και μετά επέρχεται η απομυθοποίηση. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες που έχουν κάνει τον κύκλο δε θέτουν ως προτεραιότητα το πώς θα φαίνονται στους άλλους ή δεν τους ενδιαφέρει να πασάρουν κάτι που δεν είναι. Έχουν περάσει από όλα αυτά, τα απομυθοποιούν και μένει ένα ουσιαστικό απόσταγμα. Καταρχήν παίζεις για σένα, μετά για τον κόσμο και μετά έρχονται όλα τα άλλα. Όταν, όμως, είναι και δουλειά, γιατί η μουσική μόνη της δεν έχει σχέση με τη μουσική βιομηχανία, μπαίνουν αναγκαστικά στη μέση και οικονομικοί παράγοντες. Χρειάζεται, λοιπόν, προσοχή. Γιατί, αν παίζεις μην έχοντας ως προτεραιότητα τη μουσική αλλά το να ρίξεις γκόμενες, το χάνεις το παιχνίδι».
Ι.Λ.: «Αυτό είναι πολύ επιφανειακό και βγάζει κάτι εφηβικό».
Θ.Α.: «Υπάρχει, όμως, ιδίως σε ανθρώπους που αισθάνονται αποτυχημένοι και που ταυτόχρονα έχουν αποπροσανατολιστεί από το στόχο τους».
Ι.Λ.: «Και βρίσκουν το χαμένο στόχο στο να ενισχύουν το σεξαπίλ τους;».
Θ.Α.: «Ναι αμέ! Βέβαια, αυτούς ο χώρος τούς ξεβράζει. Μου είχε πει ένας φίλος μουσικός κάτι πολύ σωστό, ότι, αν ψωνιστείς, μην πουλάς μούρη στο χώρο τουλάχιστον».
Ι.Λ.: «Και πρακτικά να το δεις, αν κάποιος ασχολείται πιο πολύ με το προφίλ του, αναλώνει πολύτιμο χρόνο από τη δουλειά και δεν εξελίσσεται».
Θ.Α.: «Έχει να κάνει με αυτό αλλά και με τη σχέση μεταξύ συναδέλφων».
Ι.Λ.: «Και μένει για δύο λόγους στα αζήτητα».
Θ.Α.: «Έχω ακούσει και δει παρανοϊκά πράγματα σε σχέση με αυτό. Η επιτυχία δεν είναι κάτι εύκολα διαχειρίσιμο. Σου ανοίγονται πόρτες, έχεις τις γυναίκες στα πόδια σου, μπορεί να περνάς φάσεις με κρεπάλες, αλλά αυτά έρχονται μετά. Οι πιο πολλοί έχουμε ζήσει καταστάσεις ροκ εντ ρολ. Δεν μπορεί να ξεφεύγεις, όμως, πριν τη δουλειά, πριν τη συναυλία. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν κάποιος υπερεκτιμά τις δυνάμεις του και νομίζει πως είναι κάτι περισσότερο από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Και έτσι καταδικάζει τον ίδιο του τον εαυτό. Πρέπει να είσαι αληθινός για να επιβιώσεις σε αυτόν το χώρο. Αν είσαι όντως καλός χαρακτήρας, θα φανεί. Αν το παίξεις, ενώ δεν είσαι, πάλι θα το δούνε. Δεν μπορείς να κρυφτείς, γιατί το γκρουπ εξαρτάται από την ομαδική δουλειά. Χρειάζεται συνεννόηση και καλή χημεία. Αν κάποιος δημιουργεί προβλήματα, βγαίνει και στη συνεργασία και στο αποτέλεσμα της δουλειάς».
Ι.Λ.: «Σε τι φάση βρίσκεται η δισκογραφία σήμερα στην Ελλάδα;».
Θ.Α.: «Και εδώ αλλά και γενικά είναι ανύπαρκτη. Οι εταιρίες κλείνουν η μία μετά την άλλη. Παίζει ρόλο και το διαδίκτυο. Ο καλλιτέχνης πρέπει να μπορεί να αποδεικνύει την αξία του στο σανίδι. Παλιά είχες επιλογή. Έκανες περισσότερες πωλήσεις και λιγότερες συναυλίες. Τώρα αναγκαστικά παίρνεις τους δρόμους. Εκεί, ωστόσο, φαίνεται ο καλός μουσικός, στο σανίδι και στα δύσκολα».
Ι.Λ.: «Οικονομικά βγαίνει; Δε σε κουράζει ψυχολογικά και σωματικά; Χρειάζεται πολλή ενέργεια μία περιοδεία!».
Θ.Α.: «Πάρα πολύ κουράζει. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι βάζεις τον αυτόματο πιλότο. Υπάρχει, λοιπόν, κούραση, αλλά είσαι στην τσίτα. Η κούραση βγαίνει στην επιστροφή».
Ι.Λ.: «Βγάζεις έτσι τα προς το ζην έως το επόμενο τουρ;».
Θ.Α.: «Εξαρτάται από το αν είσαι όνομα και από το τι ζωή κάνεις. Αν κάνεις μία συντηρητική ζωή και συμμετέχεις σε ένα μεγάλο τουρ…».
Ι.Λ.: «Σήμερα δύσκολα κάποιος δεν κινείται συντηρητικά».
Θ.Α.: «Δεν είναι ο κανόνας, αλλά σίγουρα έχουν πέσει οι τόνοι, ο κόσμος δε βγαίνει πολύ. Όλα είναι μία αλυσίδα. Το θέμα είναι τι άνθρωπος είσαι, πού χαλάς τα λεφτά σου και πώς διαχειρίζεσαι τα όσα έχεις. Όταν είσαι είκοσι εικοσιπέντε χρονών το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να περνάς καλά. Αργότερα αλλάζουν τα πράγματα».
Θ.Α.: «Ναι, παίζω με μπαγκέτες R-stick. Είναι μία τσέχικη εταιρεία που κατασκευάζει μπαγκέτες και μου έχουν φτιάξει δύο προσωπικά custom (μοντέλα) με το όνομα και την υπογραφή μου σκαλισμένα πάνω. Όποιος θέλει, βέβαια, μπορεί να τα προμηθευτεί από την ίδια την εταιρεία».
Ι.Λ.: «Αυτά είναι! Μίλησέ μας για τη ζωή on the road».
Θ.Α.: «Το κακό όταν είσαι on the road είναι ότι από ένα σημείο και μετά φαίνονται όλες οι μέρες ίδιες. Ακολουθείς μία συγκεκριμένη ρουτίνα: ξενοδοχείο, μαγαζί, στήσιμο, συναυλία, ξεστήσιμο, πάλι πίσω στο δωμάτιο. Υπάρχει πολλή αναμονή, πολλές φορές και από λίγο. Κουράζεσαι, γιατί αλλάζεις διάφορα μεταφορικά μέσα. Όσο μεγαλώνεις βλέπεις διαφορετικά τα πράγματα από ό,τι όταν ήσουν μικρός. Οργανώνεσαι και εξοικονομείς ενέργεια».
Ι.Λ.: «Πώς αισθανόσουν στο πρώτο σου τουρ!».
Θ.Α.: «Ενθουσιασμένος και φοβισμένος παράλληλα, γιατί δεν ήξερα τι θα συναντήσω. Είναι τεράστια αλλαγή από εκεί που παίζεις σε μπαράκια και κλαμπάκια το να βγεις σε ένα γήπεδο. Ζεις νέες καταστάσεις. Μετά συνηθίζεις και εκστασιάζεσαι επίσης. Προσωπικά, εκστασιάζομαι με τον κόσμο. Πρέπει να του δώσεις ό,τι έχει έρθει για να δει, όχι μόνο επειδή πληρώνει εισιτήριο, αλλά και γιατί θέλεις και εσύ!».
Ι.Λ.: «Είναι σαν άτυπη συμφωνία. Το κοινό πληρώνει για να σε δει και εσύ οφείλεις να το ανταμείψεις. Θα μας πεις για στιγμές που θυμάσαι πιο έντονα;».
Θ.Α.: «Συμβαίνουν διάφορα περίεργα στα live. Πριν δύο χρόνια ήμασταν σε ένα φεστιβάλ με τους Vavoura Band. Πάνω στη σκηνή υπήρχαν την ώρα που παίζαμε εκατομμύρια μυγάκια. Τα τύμπανα είχαν γίνει από λευκά μαύρα. Ο Johnny κάποια στιγμή σταμάτησε γιατί τραγουδώντας τα κατάπινε. Ήταν παντού! Με κάτι καπνούς και λάδια περιορίστηκαν, αλλά ήταν φρίκη. Άλλα θέματα προκύπτουν με μάνατζερ και όσους αναλαμβάνουν την προώθηση του εκάστοτε γκρουπ. Υπήρξε, θυμάμαι, μία περίπτωση όπου ο διαμεσολαβητής ζητούσε περισσότερα χρήματα από τα κανονισμένα λίγο πριν τη συναυλία. Και δεν ξέραμε αν θα παίξουμε ή όχι μέχρι την τελευταία στιγμή».
Ι.Λ.: «Ο κόσμος στο μεταξύ να είναι κάτω και να περιμένει!».
Θ.Α.: «Ναι. Ε, αυτά είναι τα κακώς κείμενα. Άλλοτε μένεις για μέρες άυπνος. Δεν έχεις χρόνο ούτε για τον ύπνο».
Ι.Λ.: «Σε κουράζει το να λείπεις για μεγάλο χρονικό διάστημα;».
Θ.Α.: «Συνηθίζεις τους ανθρώπους που βλέπεις κάθε μέρα για πολύ καιρό. Σου λείπει η οικογένειά σου, βέβαια, η προσωπική σου ζωή, αλλά επιστρέφεις ξανά».
Ι.Λ.: «Είναι και αυτή, όμως, μία οικογένεια. Μοιάζει με παροδικό χωρισμό η διαδικασία».
Θ.Α.: «Ακριβώς. Όταν φεύγεις σου λείπει το ένα και όταν επιστρέφεις αποζητάς το άλλο. Απλώς ξέρω, πλέον, εμπειρικά να διαχειρίζομαι κάποια πράγματα σε σχέση με τη μουσική βιομηχανία και να διαφυλάττω την ενέργειά μου και on the road και στη βάση μου».
Ι.Λ.: «Γνωρίζεις νέους ντράμερ; Και πόσο διαφορετικοί είναι από σένα όταν ήσουν είκοσι χρονών;».
Θ.Α.: «Βέβαια γνωρίζω, γιατί παραδίδω και ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά. Υπάρχουν πολλά κοινά, αλλά έχει αλλάξει ο τρόπος προσέγγισης του αντικειμένου. Εμείς ακούγαμε το βινύλιο και παίζαμε πάνω στα τύμπανα, για να βγάλουμε το κομμάτι, ή παίζαμε 7-8 μπάντες σε συναυλίες και ακούγαμε και τους άλλους. Τώρα έχει επηρεάσει πολύ η τεχνολογική πρόοδος. Δεν ασχολούνται, επομένως, τόσο πολύ με τη μουσική στο σύνολό της, παρά μόνο ως ντράμερ».
Ι.Λ.: «Ο καθένας συγκεντρώνεται αποκλειστικά στο όργανο που παίζει;».
Θ.Α.: «Ναι, έχουν γίνει λίγο πιο εσωστρεφή τα πράγματα. Μπορούν να το κάνουν γιατί βοηθά η τεχνολογία, αλλά μουσικά είναι λάθος».
Ι.Λ.: «Βάσει αυτού που λες, ενώ πρόκειται για ομαδική δουλειά, λειτουργεί ο καθένας για λογαριασμό του».
Θ.Α.: «Έτσι ακριβώς. Λείπει η “καλή αλητεία” που ζήσαμε εμείς».
Ι.Λ.: «Πηγαίνατε ο ένας στο σπίτι του άλλου για να ακούσετε μουσική…».
Θ.Α.: «Την κασέτα, το δίσκο».
Ι.Λ.: «Και ανταλλάσσατε ιδέες χωρίς να απομονώνεστε».
Θ.Α.: «Τώρα όλοι είναι απομονωμένοι. Και ο καθένας μπορεί να κάνει τα πάντα στη μουσική από το σπίτι του. Υπάρχει ο μουσικός που παίζει μπροστά σε 10-12.000 ανθρώπους ή σε δύο άτομα και είναι συνέχεια εν ενεργεία και υπάρχει και ο Bedroom Warrior (πολεμιστής δωματίου), που κάθεται σπίτι του, ανεβάζει βιντεάκια πίνοντας το γάλα του, και όλα από το δωμάτιό του. Είναι αυτός, όμως, που κρίνει τους άλλους χωρίς να έχει ο ίδιος πρώτα δοκιμαστεί ως μουσικός. Είναι πολύ θλιβερό. Βλέπω στο YouTube, και σε άλλους χώρους κοινωνικής διαδικτύωσης, ανθρώπους που δεν έχουν ζήσει το παραμικρό σε σχέση με το επάγγελμα, πρόσεξε, το επάγγελμα…».
Ι.Λ.: «Εννοείς την επαφή με το κοινό, την έκθεση στη σκηνή, τους κώδικες συνεργασίας ενός γκρουπ…».
Θ.Α.: «Δεν έχουν ζήσει κάτι τέτοιο, έχουν παίξει στο μπαράκι της γειτονιάς και κρίνουν ανθρώπους και καταστάσεις της δουλειάς με δυσανάλογο τρόπο συγκριτικά με τα προσόντα και την εμπειρία τους. Είναι θλιβερό για τους ίδιους, γιατί δε θα προχωρήσουν έτσι».
Ι.Λ.: «Μήπως, όμως, αυτή η συμπεριφορά αντικατοπτρίζει την εποχή; Η αποξένωση και η εκ του ασφαλούς κρίση ‒ κατάκριση. Πιστεύεις ότι μπορεί σε βάθος χρόνου να αποδειχτεί επιβλαβής αυτή η διαδικασία;».
Θ.Α.: «Κοίτα, πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τα πράγματα με περιορισμένο ορίζοντα. Έχω παίξει μουσική σε κοινό 12.000 ανθρώπων. Δεν το βλέπω συνολικά όταν είμαι επί σκηνής. Παίζεις για τον καθέναν χωριστά. Οι μπάντες επίσης είναι καλό να είναι ενωμένες σαν οικογένειες. Αν είναι αξιοπρεπείς μουσικοί, μελετούν, διατηρούν χαμηλούς τόνους και δεν έχουν στο νου τους μόνο πώς να κρίνουν τους άλλους, θα προχωρήσουν, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Αν πέσουν στην παγίδα της αυτοκαταναλωτικής απομόνωσης, θα μείνουν στάσιμοι».
Παρότι ο Θωμάς είναι ένα νέο παιδί, θα μπορούσε να πει κανείς ότι για τους πολύ νέους σήμερα αποτελεί παλιά σχολή. Και λόγω της ταχύτατης τεχνολογικής εξέλιξης που άλλαξε και καθόρισε πολλά στο μουσικό χώρο, τα οποία ο χρόνος θα δείξει πόσο ευεργετικά ή όχι θα φανούν, και γιατί έχει ψηθεί από δεκαέξι χρονών ως επαγγελματίας μουσικός. Κρατάμε, λοιπόν, τις συμβουλές του για ακεραιότητα χαρακτήρα, πολλή μελέτη, σεβασμό στην ομαδική εργασία με μία σφαιρική οπτική για το σύνολο της δουλειάς και για σωστό και σταθερό προσανατολισμό στους στόχους. Εμείς του ευχόμαστε να βρίσκει συνεχώς τη δύναμη να διατηρεί αυτή την καθαρότητα και ό,τι καλύτερο για τα μελλοντικά σχέδια και τις συνεργασίες του πάντα με υγεία.
Ι.Λ.: «Στο τελευταίο μέρος της συνέντευξης ας μιλήσουμε για τα μελλοντικά σου επαγγελματικά σχέδια».
Θ.Α.: «Αυτή τη στιγμή με τους Vavoura Band βρισκόμαστε σε ένα πολύ καλό στάδιο preproduction, κατεβάζουμε ακόμα ιδέες. Σκεφτόμαστε να γράψουμε νέο δίσκο μετά από πολλά χρόνια. Ας ελπίσουμε να γίνει πράξη. Λογικά θα γίνει. Δε θέλουμε να βιαστούμε, αλλά, ουσιαστικά, είμαστε στο στάδιο πριν την ηχογράφηση. Το καλοκαίρι ευελπιστώ να υπάρχει κίνηση και με τους Vavoura Band και με άλλα σχήματα που παίζω παράλληλα. Επίσης συνεργάζομαι με το Γιώργο Ντούρο, που είναι γνωστός από το Greek Idol, και τους Rock Mafia. Γράφουμε καινούρια κομμάτια στο στούντιο για έναν προσωπικό του δίσκο. Ετοιμάζω και μία καθαρά δική μου δουλειά, αλλά θα τα πούμε στο μέλλον αυτά…».
Ι.Λ.: «Σου ευχόμαστε να γίνουν όλα όπως τα επιθυμείς!».
Θ.Α.: «Ευχαριστώ! Θα ήθελα να ευχηθώ με τη σειρά μου στους αναγνώστες σου και στο CityMag τα καλύτερα ever!».
Ι.Λ.: «Σε ευχαριστούμε πολύ!!! Ας ολοκληρώσουμε, όπως πάντα, με μία ευχή! Τι έχεις να πεις στα παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν με τα ντραμς;».
Θ.Α.: «Καταρχήν εύχομαι καλή δύναμη σε όλους αυτές τις δύσκολες μέρες. Και όσον αφορά τους ντράμερ είτε πρόκειται για επαγγελματίες είτε όχι, να μην ξεχνούν για ποιο λόγο ξεκίνησαν να παίζουν τύμπανα. Δεν ξεκινάς με το μυαλό, αλλά με την καρδιά, από όπου ξεκινούν και όλα! Θα τους πρότεινα να μην κολλούν σε ένα δύο ντράμερ, αλλά να παίρνουν στοιχεία από πολλούς και μουσικά και ως προς τις κινήσεις. Να μελετούν, λοιπόν, να παίζουν ζωντανά, να επιδιώκουν τη βελτίωση και ως άνθρωποι και να μην πέφτουν στην παγίδα τού να γίνουν καλοί μόνο ως ντράμερ. Αν στοχεύουν στο σύνολο, θα γίνουν καλοί και ως ντράμερ. Τέλος, να ξέρουν τι υπογράφουν, να εμπιστεύονται ανθρώπους που υπολογίζουν σε αυτούς τους ίδιους. Τους εύχομαι τα καλύτερα μέσα από την καρδιά μου».
Μπορείτε να δείτε τους Vavoura Band σε live στις 23/6 στο συναυλιακό χώρο Gagarin 205, Λιοσίων 205.
Δείτε εδώ το κανάλι του Θωμά Ανδρέου στο YouΤube, όπου μπορείτε να βρείτε συγκεντρωμένα βίντεο από διάφορα live:
http://www.youtube.com/user/ThomasAndreou?feature=mhee
Στοιχεία επικοινωνίας:
Facebook: Thomas Andreou
Twitter: @ThomasAndreou
E-mail: [email protected]
Φωτογραφίες: Ήρα Σαραντάκη.
Ιουλία Λυμπεροπούλου για το CityMag.