Η Ολυμπιακή Φλόγα και η ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων στην αρχαιότητα και στην σύγχρονη εποχή.
Η Ολυμπιακή Φλόγα είναι ένα σύμβολο των Ολυμπιακών Αγώνων. Είναι αναπαράσταση της κλοπής της φωτιάς του Δία από τον Προμηθέα, και οι ρίζες της βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα, όπου μια φωτιά κρατούνταν άσβεστη κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Η Φλόγα επανήλθε κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1928, ενώ η λαμπαδηδρομία εισήχθη κατά τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936.
Πίνακας περιεχομένων
Αφή της Φλόγας Η Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας γίνεται στο χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας. Για πρώτη φορά έγινε το 1936 για την Ολυμπιάδα του Βερολίνου με τη βοήθεια κοίλου κατόπτρου, το οποίο ανήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είχε κατασκευαστεί στη Γερμανία. Επιστημονικός υπεύθυνος αυτής της πρώτης αφής ήταν ο καθηγητής φυσικής Σαλτερής Περιστεράκης.
Σύμφωνα με το τελετουργικό που έχει καθιερωθεί την αφή κάνει η πρωθιέρεια στο χώρο του ναού της Ήρας (Ηραίου), που βρίσκεται απέναντι από το ναό του Δία, στο αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας. Εκεί η πρωθιέρεια ζητά τη βοήθεια του θεού του ήλιου Απόλλωνα ώστε να ανάψει η δάδα απαγγέλοντας την ακόλουθη επίκληση:
ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Ιερά σιωπή!
Να ηχήσει όλος ο αιθέρας, η γη, η θάλασσα και οι πνοές των ανέμων.
Όρη και Τέμπη σιγήστε.
Ήχοι και φωνές πουλιών παύσατε.
Γιατί μέλλει να μας συντροφεύσει ο Φοίβος, ο Φωσφόρος Βασιλεύς.
Απόλλωνα, θεέ του ήλιου και της ιδέας του φωτός,
στείλε τις ακτίνες σου και άναψε την ιερή δάδα
για τη φιλοξενη πόλη της ...(όνομα της διοργανώτριας πόλης).
Και συ, ω Δία, χάρισε ειρήνη σ' όλους τους λαούς της Γης
και στεφάνωσε τους νικητές του Ιερού Αγώνα.
Μετά την αφή η πρωθιέρεια παραδίδει ανάβει με τη φλόγα τη δάδα του πρώτου λαμπαδηδρόμου, ενώ παράλληλα φυλάει άσβηστη τη φλόγα σε όλη τη διάρκεια της ολυμπιακής τετραετίας σε ειδικό χώρο. Ακολουθεί λαμπαδηδρομία σε πολλές πόλεις της Ελλάδας πριν τελικά παραδοθεί στους εκπροσώπους της διοργανώτριας χώρας. Η λαμπαδηδρομία συνεχίζεται και η φλόγα φτάνει στο στάδιο τη βραδιά της τελετής έναρξης των αγώνων.
Πρωθιέρειες: Οι ιέρειες κατά την εκτέλεση της χορογραφίας της Μαρίας Χορς κατά την τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας το 2004. Στο τελετουργικό της αφής συμμετέχουν η πρωθιέρεια και οι ιέρειες, οι οποίες πραγματοποιούν μια λιτή χορογραφία κατά τη διάρκεια της τελετής. Υπεύθυνη της χορογραφίας ήταν η Μαρία Χορς από το 1964 ως το 2004. Το 2008 τη διαδέχτηκε η Άρτεμις Ιγνατίου.
Πρωθιέρειες από το 1936 μέχρι σήμερα διετέλεσαν οι εξής:
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες πρωτάρχισαν το 776 π.Χ. στην Ολυμπία της Ήλιδας, με τη συμμετοχή αθλητών απ’ όλο τον Ελληνικό Κόσμο της αρχαιότητας. Κατά τη διάρκεια των Αγώνων κηρυσσόταν εκεχειρία και οι πολεμικές επιχειρήσεις διακόπτονταν. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες πέρασαν από διάφορες φάσεις ακμής και παρακμής, έως ότου καταργήθηκαν από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδόσιο τον Μέγα το 393 μ.Χ. ως ειδωλολατρικοί. 1503 χρόνια αργότερα αναβίωσαν, χάρις στις ενέργειες δύο ανθρώπων, του Γάλλου βαρώνου Πιέρ Ντε Κουμπερτέν (1836-1937) και του Έλληνα λόγιου και επιχειρηματία Δημητρίου Βικέλα (1835-1908) που ήταν συγγραφέας, έμπορος και αθλητικός παράγων, υπηρετώντας με επιτυχία, τόσο τον Κερδώο, όσο και τον Λόγιο Ερμή.
Πίνακας περιεχομένων
- 1 Αφή της Φλόγας
- 2 Πρωθιέρειες
- 3 Πρώτοι Λαμπαδηδρόμοι
- 4 Πηγή
- 5 Αναφορές
Αφή της Φλόγας Η Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας γίνεται στο χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας. Για πρώτη φορά έγινε το 1936 για την Ολυμπιάδα του Βερολίνου με τη βοήθεια κοίλου κατόπτρου, το οποίο ανήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είχε κατασκευαστεί στη Γερμανία. Επιστημονικός υπεύθυνος αυτής της πρώτης αφής ήταν ο καθηγητής φυσικής Σαλτερής Περιστεράκης.
Σύμφωνα με το τελετουργικό που έχει καθιερωθεί την αφή κάνει η πρωθιέρεια στο χώρο του ναού της Ήρας (Ηραίου), που βρίσκεται απέναντι από το ναό του Δία, στο αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας. Εκεί η πρωθιέρεια ζητά τη βοήθεια του θεού του ήλιου Απόλλωνα ώστε να ανάψει η δάδα απαγγέλοντας την ακόλουθη επίκληση:
ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Ιερά σιωπή!
Να ηχήσει όλος ο αιθέρας, η γη, η θάλασσα και οι πνοές των ανέμων.
Όρη και Τέμπη σιγήστε.
Ήχοι και φωνές πουλιών παύσατε.
Γιατί μέλλει να μας συντροφεύσει ο Φοίβος, ο Φωσφόρος Βασιλεύς.
Απόλλωνα, θεέ του ήλιου και της ιδέας του φωτός,
στείλε τις ακτίνες σου και άναψε την ιερή δάδα
για τη φιλοξενη πόλη της ...(όνομα της διοργανώτριας πόλης).
Και συ, ω Δία, χάρισε ειρήνη σ' όλους τους λαούς της Γης
και στεφάνωσε τους νικητές του Ιερού Αγώνα.
Μετά την αφή η πρωθιέρεια παραδίδει ανάβει με τη φλόγα τη δάδα του πρώτου λαμπαδηδρόμου, ενώ παράλληλα φυλάει άσβηστη τη φλόγα σε όλη τη διάρκεια της ολυμπιακής τετραετίας σε ειδικό χώρο. Ακολουθεί λαμπαδηδρομία σε πολλές πόλεις της Ελλάδας πριν τελικά παραδοθεί στους εκπροσώπους της διοργανώτριας χώρας. Η λαμπαδηδρομία συνεχίζεται και η φλόγα φτάνει στο στάδιο τη βραδιά της τελετής έναρξης των αγώνων.
Πρωθιέρειες: Οι ιέρειες κατά την εκτέλεση της χορογραφίας της Μαρίας Χορς κατά την τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας το 2004. Στο τελετουργικό της αφής συμμετέχουν η πρωθιέρεια και οι ιέρειες, οι οποίες πραγματοποιούν μια λιτή χορογραφία κατά τη διάρκεια της τελετής. Υπεύθυνη της χορογραφίας ήταν η Μαρία Χορς από το 1964 ως το 2004. Το 2008 τη διαδέχτηκε η Άρτεμις Ιγνατίου.
Πρωθιέρειες από το 1936 μέχρι σήμερα διετέλεσαν οι εξής:
- Κούλα Πράτσικα: 1936.
- Μαρία Αγγελακοπούλου: 1948.
- Ξανθίππη Πηχεών-Θεολογίτη: 1952.
- Αλέκα Κατσέλη: 1956, 1960, 1964.
- Μαρία Μοσχολιού: 1968, 1972, 1976, 1980.
- Κατερίνα Διδασκάλου: 1984, 1988.
- Μαρία Παμπούκη: 1992, 1996.
- Θάλεια Προκοπίου: 2000, 2004.
- Μαρία Ναυπλιώτου: 2008.
- Ηρώ Μενεγάκη: 2012.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες πρωτάρχισαν το 776 π.Χ. στην Ολυμπία της Ήλιδας, με τη συμμετοχή αθλητών απ’ όλο τον Ελληνικό Κόσμο της αρχαιότητας. Κατά τη διάρκεια των Αγώνων κηρυσσόταν εκεχειρία και οι πολεμικές επιχειρήσεις διακόπτονταν. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες πέρασαν από διάφορες φάσεις ακμής και παρακμής, έως ότου καταργήθηκαν από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδόσιο τον Μέγα το 393 μ.Χ. ως ειδωλολατρικοί. 1503 χρόνια αργότερα αναβίωσαν, χάρις στις ενέργειες δύο ανθρώπων, του Γάλλου βαρώνου Πιέρ Ντε Κουμπερτέν (1836-1937) και του Έλληνα λόγιου και επιχειρηματία Δημητρίου Βικέλα (1835-1908) που ήταν συγγραφέας, έμπορος και αθλητικός παράγων, υπηρετώντας με επιτυχία, τόσο τον Κερδώο, όσο και τον Λόγιο Ερμή.
Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 15 Φεβρουαρίου 1835. Ο πατέρας του ήταν έμπορος με καταγωγή από τη Βέροια και ονομαζόταν Εμμανουήλ Μπικέλας ή Μπεκέλας, μέχρις ότου μετέτρεψε το επίθετό του σε Βικέλας. Η μητέρα του Σµαράγδα ανήκε στη μεγάλη ηπειρώτικη οικογένεια των Μελάδων, με δράση στο εμπόριο και τα γράμματα. Θείος του ήταν ο συγγραφέας Λέων Μελάς, ο οποίος με το μυθιστόρημά του Ο Γεροστάθης γαλούχησε γενεές ελληνοπαίδων. Λόγω των συχνών μετακινήσεων του πατέρα του, αλλά και δικών του προβλημάτων υγείας, η φοίτησή του στα σχολεία δεν ήταν τακτική. Η μητέρα του, όμως, ήταν πολύ καλλιεργημένη και του προσέφερε αρκετά μαθήματα κατ' οίκον. Ο ίδιος αργότερα ομολόγησε ότι σ' αυτήν όφειλε την κλίση του προς τη λογοτεχνία. Σε κάποια από τις πολλές μετακινήσεις της οικογένειάς του ξαναβρέθηκε στη Σύρο, όπου και φοίτησε στο Λύκειο του Χρήστου Ευαγγελίδη. Εκεί, αυτός και ο συμμαθητής του Εμμανουήλ Ροΐδης, εξέδιδαν χειρόγραφη εφημερίδα. Στα γράμματα εμφανίσθηκε το 1851, όταν σε ηλικία 16 ετών μετάφρασε από τα γαλλικά το θεατρικό έργο του Ρακίνα Εσθήρ.
Σε ηλικία 17 ετών ο Βικέλας εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, στην αρχή ως λογιστής στην εμπορική επιχείρηση των θείων του Αφοί Μελά και στη συνέχεια ως συνεταίρος. Από τους εμπορικούς κύκλους του Λονδίνου εκτιμήθηκε η εργατικότητα, η μεθοδικότητα, η εντιμότητα και η ευρύτητα του πνεύματός του. Ανέπτυξε φιλία με τον πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο Σπυρίδωνα Τρικούπη και τον γιο του Χαρίλαο, μετέπειτα πρωθυπουργό, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάληψη και τη διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων το 1896. Τις ελάχιστες ελεύθερες ώρες, ο νεαρός Βικέλας παρακολουθούσε μαθήματα Βοτανικής και Αρχιτεκτονικής στο University College, ενώ εξασκούσε το ταλέντο του στις ξένες γλώσσες. Παράλληλα, έγραφε διηγήματα, ποιήματα και μετέφραζε στα ελληνικά τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και τις τραγωδίες του Σαίξπηρ.
Το 1876 η εταιρεία Μελά διαλύθηκε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και ο Δημήτριος Βικέλας, έχοντας κάνει μια σεβαστή περιουσία, σε ηλικία 41 ετών αποφάσισε να εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις και στραφεί αποκλειστικά προς τα γράμματα και την κοινωνική δράση. Το 1877, εξαιτίας της ασθενείας της συζύγου του, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ανέπτυξε ένα ευρύ κύκλο γνωριμιών. Το καλοκαίρι του 1894 διεξήχθη στη γαλλική πρωτεύουσα το Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο και ο Δημήτριος Βικέλας παρακολουθεί τις εργασίες του, ως αντιπρόσωπος του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου. Στις 23 Ιουνίου, ημέρα λήξης των εργασιών του Συνεδρίου, αποφασίστηκε η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, µε την τέλεση της πρώτης διοργάνωσης το 1896 στην Αθήνα. Η συμβολή του Δημητρίου Βικέλα υπήρξε καθοριστική, ενεργώντας αυτοβούλως και χωρίς να έχει την εξουσιοδότηση του Πανελληνίου για να χειριστεί ένα τόσο σοβαρό θέμα.
Η αρχική σκέψη του Βαρώνου Ντε Κουμπερτέν ήταν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες να γίνουν το 1900 στο Παρίσι, αλλά ο εμπνευσμένος λόγος του Βικέλα ανέτρεψε την κατάσταση. «...Στην Αθήνα, ασφαλώς δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να οργανώσουμε μεγαλοπρεπείς γιορτές, αλλά τις πολλές ελλείψεις μας θα αναπληρώσει η εγκαρδιότητα της υποδοχής μας. Δεν θα προσφέρουμε στους επισκέπτες μας διασκεδάσεις άξιες προς την περίσταση, αλλά έχουμε να δείξουμε τα µνηµεία και τα ερείπια της αρχαιότητος και να τους οδηγήσουμε στους τόπους όπου τελούσαν οι αρχαίοι Έλληνες τους αγώνες τους…» είπε, σε μια αποστροφή της ομιλίας του και συνεπήρε τους συνέδρους, οι οποίοι ψήφισαν ομόφωνα την Αθήνα. Η τολμηρή πρωτοβουλία του Βικέλα προκάλεσε ενθουσιασμό στην κοινή γνώμη και τον τύπο στην Ελλάδα και ήταν η αιτία που συνέβαλε στην απροσδόκητα μεγάλη επιτυχία της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων τότε, αλλά και στην παγίωση του θεσμού τα επόμενα χρόνια. Ο Δημήτριος Βικέλας εξελέγη το 1894 πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Παρέμεινε στη θέση αυτή έως το 1896, οπότε τον διαδέχθηκε ο βαρόνος Ντε Κουμπερτέν. Πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα, όπου πέθανε στις 7 Ιουλίου 1908, χτυπημένος από την επάρατη νόσο.
Σε ηλικία 17 ετών ο Βικέλας εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, στην αρχή ως λογιστής στην εμπορική επιχείρηση των θείων του Αφοί Μελά και στη συνέχεια ως συνεταίρος. Από τους εμπορικούς κύκλους του Λονδίνου εκτιμήθηκε η εργατικότητα, η μεθοδικότητα, η εντιμότητα και η ευρύτητα του πνεύματός του. Ανέπτυξε φιλία με τον πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο Σπυρίδωνα Τρικούπη και τον γιο του Χαρίλαο, μετέπειτα πρωθυπουργό, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάληψη και τη διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων το 1896. Τις ελάχιστες ελεύθερες ώρες, ο νεαρός Βικέλας παρακολουθούσε μαθήματα Βοτανικής και Αρχιτεκτονικής στο University College, ενώ εξασκούσε το ταλέντο του στις ξένες γλώσσες. Παράλληλα, έγραφε διηγήματα, ποιήματα και μετέφραζε στα ελληνικά τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και τις τραγωδίες του Σαίξπηρ.
Το 1876 η εταιρεία Μελά διαλύθηκε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και ο Δημήτριος Βικέλας, έχοντας κάνει μια σεβαστή περιουσία, σε ηλικία 41 ετών αποφάσισε να εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις και στραφεί αποκλειστικά προς τα γράμματα και την κοινωνική δράση. Το 1877, εξαιτίας της ασθενείας της συζύγου του, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ανέπτυξε ένα ευρύ κύκλο γνωριμιών. Το καλοκαίρι του 1894 διεξήχθη στη γαλλική πρωτεύουσα το Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο και ο Δημήτριος Βικέλας παρακολουθεί τις εργασίες του, ως αντιπρόσωπος του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου. Στις 23 Ιουνίου, ημέρα λήξης των εργασιών του Συνεδρίου, αποφασίστηκε η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, µε την τέλεση της πρώτης διοργάνωσης το 1896 στην Αθήνα. Η συμβολή του Δημητρίου Βικέλα υπήρξε καθοριστική, ενεργώντας αυτοβούλως και χωρίς να έχει την εξουσιοδότηση του Πανελληνίου για να χειριστεί ένα τόσο σοβαρό θέμα.
Η αρχική σκέψη του Βαρώνου Ντε Κουμπερτέν ήταν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες να γίνουν το 1900 στο Παρίσι, αλλά ο εμπνευσμένος λόγος του Βικέλα ανέτρεψε την κατάσταση. «...Στην Αθήνα, ασφαλώς δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να οργανώσουμε μεγαλοπρεπείς γιορτές, αλλά τις πολλές ελλείψεις μας θα αναπληρώσει η εγκαρδιότητα της υποδοχής μας. Δεν θα προσφέρουμε στους επισκέπτες μας διασκεδάσεις άξιες προς την περίσταση, αλλά έχουμε να δείξουμε τα µνηµεία και τα ερείπια της αρχαιότητος και να τους οδηγήσουμε στους τόπους όπου τελούσαν οι αρχαίοι Έλληνες τους αγώνες τους…» είπε, σε μια αποστροφή της ομιλίας του και συνεπήρε τους συνέδρους, οι οποίοι ψήφισαν ομόφωνα την Αθήνα. Η τολμηρή πρωτοβουλία του Βικέλα προκάλεσε ενθουσιασμό στην κοινή γνώμη και τον τύπο στην Ελλάδα και ήταν η αιτία που συνέβαλε στην απροσδόκητα μεγάλη επιτυχία της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων τότε, αλλά και στην παγίωση του θεσμού τα επόμενα χρόνια. Ο Δημήτριος Βικέλας εξελέγη το 1894 πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Παρέμεινε στη θέση αυτή έως το 1896, οπότε τον διαδέχθηκε ο βαρόνος Ντε Κουμπερτέν. Πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα, όπου πέθανε στις 7 Ιουλίου 1908, χτυπημένος από την επάρατη νόσο.
Αγώνες «χρηματίται» και όχι «στεφανίται»: Ο κότινος της Ολυμπίας αποτελούσε μια τυπική βράβευση. Στην πραγματικότητα, οι ολυμπιονίκες απολάμβαναν άφθονες χρηματικές παροχές, ανάδειξη σε αξιώματα και ισόβια συντήρηση από την πολιτεία. Οι διακηρύξεις περί αθλητικών αγώνων χωρίς χρηματικές επιδιώξεις ή άλλα υλικά οφέλη αποτελούσαν κραυγαλέα απάτη. Στη βάση του αγάλματος του Δία στην Ολυμπία υπήρχε επιγραφή-μήνυμα και συμβουλή («Ο Ζευς εθέλει τον Ολυμπιάσιν αγώνα αρετής είναι ου χρήμασιν») για τον αξιοπρεπή, τον ευγενή και ενάρετο συναγωνισμό, χωρίς όμως καμιά απολύτως ανταπόκριση. Ο Σόλων, ο νομοθέτης της Αθήνα, καθόρισε την αμοιβή των ολυμπιονικών σε 500 δραχμές, που σήμαινε τη δυνατότητα αγοράς 500 προβάτων ή 100 βοδιών. Πολλοί ολυμπιονίκες κατέφευγαν σε άλλες πόλεις και αναλάμβαναν την εκπροσώπηση τους σε πανελλήνιους αγώνες με σκοπό να εισπράξουν μεγάλες ποσότητες ασημιού.
Στην 100η Ολυμπιάδα η Έφεσος της Μ. Ασίας δωροδόκησε τον καταγόμενο από την Κρήτη ολυμπιονίκη Σωτάδη για να αγωνιστεί ως Εφέσιος στην επόμενη Ολυμπιάδα. Ο Αθηναίος Κάλιππος εξαγόρασε κατά την 112η Ολυμπιάδα τους ανταγωνιστές του και ανακηρύχτηκε ολυμπιονίκης. Ο Σωκράτης στην Απολογία» του αξιώνει τη σίτισή του στο πρυτανείο λέγοντας: «…εκείνος (ο ολυμπιονίκης) σας κάνει μόνον ευδαίμονες, ενώ εγώ να είστε ευτυχείς, εκείνος δεν έχει καθόλου ανάγκη διατροφής, ενώ εγώ έχω». Στο δεύτερο ήμισυ του 5ου αι. π.χ. εμφανίζεται ο επαγγελματικός αθλητισμός και κατά την ελληνιστική εποχή πλέον οι αθλητικοί αγώνες επαγγελματοποιούνται πλήρως. Και όπως γράφει ο φιλόσοφος Ξενοφάνης από τον 6ο αι. π.χ. οι αχρειότητες που συνόδευαν τις νίκες στην Ολυμπία ήταν ισόβια διατροφή, πλούσιες παροχές και άλλα πλούσια δώρα που νέμονταν οι επαγγελματίες αθλητές που οδήγησαν στον ευτελισμό των αγώνων.
Στην 100η Ολυμπιάδα η Έφεσος της Μ. Ασίας δωροδόκησε τον καταγόμενο από την Κρήτη ολυμπιονίκη Σωτάδη για να αγωνιστεί ως Εφέσιος στην επόμενη Ολυμπιάδα. Ο Αθηναίος Κάλιππος εξαγόρασε κατά την 112η Ολυμπιάδα τους ανταγωνιστές του και ανακηρύχτηκε ολυμπιονίκης. Ο Σωκράτης στην Απολογία» του αξιώνει τη σίτισή του στο πρυτανείο λέγοντας: «…εκείνος (ο ολυμπιονίκης) σας κάνει μόνον ευδαίμονες, ενώ εγώ να είστε ευτυχείς, εκείνος δεν έχει καθόλου ανάγκη διατροφής, ενώ εγώ έχω». Στο δεύτερο ήμισυ του 5ου αι. π.χ. εμφανίζεται ο επαγγελματικός αθλητισμός και κατά την ελληνιστική εποχή πλέον οι αθλητικοί αγώνες επαγγελματοποιούνται πλήρως. Και όπως γράφει ο φιλόσοφος Ξενοφάνης από τον 6ο αι. π.χ. οι αχρειότητες που συνόδευαν τις νίκες στην Ολυμπία ήταν ισόβια διατροφή, πλούσιες παροχές και άλλα πλούσια δώρα που νέμονταν οι επαγγελματίες αθλητές που οδήγησαν στον ευτελισμό των αγώνων.
Η Ολυμπιακή Εκεχειρία που εκηρύσσετο κατά τη διάρκεια τέλεσης των Ο.Α. στην αρχαιότητα συμπεριελάμβανε τις μέρες τέλεσης των αγώνων καθώς και το χρόνο που απαιτούνταν για την άφιξη και την αναχώρηση των αθλητών και των θεατών. «Η καθολική αποχή από εχθροπραξίες αποτελούσε τον υψηλό και ευσεβή πόθο, που όμως ουσιαστικά ποτέ δεν κατακτήθηκε με τρόπο σταθερό («Ολυμπιακά», εφ. «Ελευθεροτυπία», «Ιστορικά», τομ. 2ος). Ωστόσο, οι Ολυμπιακοί αγώνες αποτελούσαν πάντα και αιτία πολικοστρατιωτικών συγκρούσεων. Στον 7ο αι. π.χ. οι πόλεις Ήλις και Πίσα διεκδικούσαν δια των όπλων τον έλεγχο του ολυμπιακού χώρου καθώς αυτή η κυριαρχία εξασφάλιζε γόητρο, πολιτική επιρροή και κυρίως πλούσια οικονομικά οφέλη. Όπως ιστορεί ο Στράβων οι πόλεις της Πελοποννήσου πολεμούσαν διαρκώς μεταξύ τους. Το 420π.χ. οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν στην Ήλιδα κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας με 1.000 στρατιώτες, με σκοπό να αποκτήσουν τον έλεγχο του ολυμπιακού χώρου αλλά δεν τα κατάφεραν. Τα κατάφεραν όμως το 404 π.χ. σε νέα εισβολή που επιχείρησαν. Στον 5ο και 4ο αι. π.χ. συνέβησαν κι άλλα γεγονότα που ποδοπατούσαν την ειρήνη και καθιστούσαν την «εκεχειρία» χωρίς κανένα αντίκρισμα. Όσοι σήμερα την επικαλούνται έχουν χρέος να αναδιφήσουν τα αρχαία κείμενα που αποκαλύπτουν την απάτη και τη διαπλοκή πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών συμφερόντων και φιλοδοξιών.
Οι θεατές στους αθλητικούς αγώνες της αρχαιότητας απολάμβαναν τα βάρβαρα, συχνά και θανατηφόρα, αγωνίσματα παραληρώντας από ενθουσιασμό μετά τον κατασπαραγμό του αντιπάλου. Ο ιατροφιλόσοφος Γαληνός στηλιτεύει την εγκληματική συμπεριφορά στις παλαίστρες, τους αθλητές που στραγγαλίζουν, σακατεύουν, παραμορφώνουν και τυφλώνουν. Πολλοί αθλητές δεν έβρισκαν τον αντίπαλό τους στην παλαίστρα από τον τρόμο που προκαλούσαν. Οι επαγγελματίες του αθλητισμού, γράφει ο Γαληνός, είχαν αποκτηνωθεί, φρόντιζαν να αυξήσουν τις μυϊκές τους δυνάμεις καταβροχθίζοντας μεγάλες ποσότητες κρεάτων κι άλλων τροφών. Ο παλαιστής Μίλων ο Κροτωνιάτης μπαίνοντας στο στάδιο το 510 π.χ. είδε τον αντίπαλό του να τρέπεται σε φυγή επειδή το ογκώδες, τεράστιο σώμα του τον τρομοκράτησε. Ο Λεοντίσκος από τη Μεσσήνη της Σικελίας, δυο φορές ολυμπιονίκης, τσάκιζε τα δάχτυλα των αντιπάλων του για να νικήσει. Ο Λιβάνιος καταδικάζει την πάλη και το παγκράτιον που προκαλούσαν συχνά συντριβή οστών και εξόρυξη οφθαλμών. Η πυγμαχία επίσης ήταν ένα τρομακτικά αιματηρό αγώνισμα. Στο «λάκτισμα», την πιο καταστροφική βαναυσότητα του παγκρατίου, ο αθλητής με το γόνατο χτυπούσε και συνέθλιβε τα γεννητικά όργανα του αντιπάλου. Τα βάρβαρα αυτά αθλήματα (η πυγμαχία, η πάλη και το παγκράτιον) καταλάμβαναν το ήμισυ σχεδόν των αθλητικών αναμετρήσεων. Στους Ολυμπιακούς αγώνες απαγορευόταν το δάγκωμα και η εξόρυξη οφθαλμών, αλλά και τα δύο ήταν σύνηθες φαινόμενο. Στο αγώνισμα των αρματοδρομιών συνηθίζονταν βίαιες ενέργειες για προσπεράσματα, ανατροπές αντιπάλων και αιματοκυλίσματα. Στην «Ηλέκτρα» ο Σοφοκλής γράφει: « Όλοι οι αρματοδρόμοι τσακίζονταν κι έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο κι ολόκληρος ο στίβος γέμιζε ιππικά ναυάγια. Δεν έλειπαν βέβαια και τα ένοπλα αγωνίσματα: ξιφομαχίες και μονομαχίες, κυρίως στην περίοδο της ρωμαιοκρατίας.
Από τον 6ο αι. π.χ. οι φιλόσοφοι καταδίκαζαν με δριμύτητα τις πλουσιοπάροχες αμοιβές και τα αξιώματα που παρέχονταν στους ολυμπιονίκες, την αποκλειστική ενασχόληση με τον αθλητισμό και την υποβάθμιση της πνευματικής και ηθικής άσκησης. Κατά τον Πλάτωνα, η αποκλειστική ενασχόληση με τον αθλητισμό καθιστά το άτομο βίαιο και απάνθρωπο: η αγαθή ψυχή και το πνεύμα καθιστά κάλλιστο το σώμα και όχι το αντίθετο, τονίζει δε πως επιβάλλεται παράλληλη άσκηση του πνεύματος και του σώματος. Ο Αριστοτέλης λέει πως ο συναγωνισμός πρέπει να αφορά και την παιδεία και όχι αποκλειστικά τον αθλητισμό. Ο Ισοκράτης εκφράζει την αγανάκτησή του για την καθιέρωση θρησκευτικών εορτών και αθλητικών αγώνων με βράβευση μόνον των σωματικών επιδόσεων (στην Αθήνα, πρέπει να σημειώσουμε, ότι εκτός από τα αθλητικά Παναθήναια υπήρχαν και πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις, πνευματικές και καλλιτεχνικές, με τη μορφή των διαγωνισμών). Ο Ευριπίδης γράφει πως η διανόηση είναι πιο ισχυρή από τα δυνατά χέρια και αναγκάζεται, βλέποντας τη διαφθορά και τη βαναυσότητα των αθλητών στους αθλητικούς αγώνες, να πει: «Από όλα τα κακά που κουβαλάει μαζί της η Ελλάδα, τίποτα δεν είναι τόσο κακό όσο η ράτσα των αθλητών». Οι Στωικοί φιλόσοφοι δίδασκαν ότι πρωταρχικό χρέος των πολιτών είναι η πνευματική ανάπτυξη και η ηθική τελειοποίηση στιγματίζοντας τον επαγγελματικό αθλητισμό της βίας. Ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης, ο «αναρχικός» της αρχαιότητας, στιγματίζει τους επαγγελματίες αθλητές χαρακτηρίζοντάς τους πανάθλιους εξαιτίας των βαναυσοτήτων τους για την κατάκτηση της νίκης. Ο Πλούταρχος εξαίρει την κυριαρχία του πνεύματος πάνω στο σώμα, ο δε Γαληνός τονίζει ότι η πιο σημαντική άσκηση είναι αυτή που όχι μόνο εκγυμνάζει το σώμα, αλλά τέρπει και το πνεύμα.
Σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες
Από τον 6ο αι. π.χ. οι φιλόσοφοι καταδίκαζαν με δριμύτητα τις πλουσιοπάροχες αμοιβές και τα αξιώματα που παρέχονταν στους ολυμπιονίκες, την αποκλειστική ενασχόληση με τον αθλητισμό και την υποβάθμιση της πνευματικής και ηθικής άσκησης. Κατά τον Πλάτωνα, η αποκλειστική ενασχόληση με τον αθλητισμό καθιστά το άτομο βίαιο και απάνθρωπο: η αγαθή ψυχή και το πνεύμα καθιστά κάλλιστο το σώμα και όχι το αντίθετο, τονίζει δε πως επιβάλλεται παράλληλη άσκηση του πνεύματος και του σώματος. Ο Αριστοτέλης λέει πως ο συναγωνισμός πρέπει να αφορά και την παιδεία και όχι αποκλειστικά τον αθλητισμό. Ο Ισοκράτης εκφράζει την αγανάκτησή του για την καθιέρωση θρησκευτικών εορτών και αθλητικών αγώνων με βράβευση μόνον των σωματικών επιδόσεων (στην Αθήνα, πρέπει να σημειώσουμε, ότι εκτός από τα αθλητικά Παναθήναια υπήρχαν και πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις, πνευματικές και καλλιτεχνικές, με τη μορφή των διαγωνισμών). Ο Ευριπίδης γράφει πως η διανόηση είναι πιο ισχυρή από τα δυνατά χέρια και αναγκάζεται, βλέποντας τη διαφθορά και τη βαναυσότητα των αθλητών στους αθλητικούς αγώνες, να πει: «Από όλα τα κακά που κουβαλάει μαζί της η Ελλάδα, τίποτα δεν είναι τόσο κακό όσο η ράτσα των αθλητών». Οι Στωικοί φιλόσοφοι δίδασκαν ότι πρωταρχικό χρέος των πολιτών είναι η πνευματική ανάπτυξη και η ηθική τελειοποίηση στιγματίζοντας τον επαγγελματικό αθλητισμό της βίας. Ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης, ο «αναρχικός» της αρχαιότητας, στιγματίζει τους επαγγελματίες αθλητές χαρακτηρίζοντάς τους πανάθλιους εξαιτίας των βαναυσοτήτων τους για την κατάκτηση της νίκης. Ο Πλούταρχος εξαίρει την κυριαρχία του πνεύματος πάνω στο σώμα, ο δε Γαληνός τονίζει ότι η πιο σημαντική άσκηση είναι αυτή που όχι μόνο εκγυμνάζει το σώμα, αλλά τέρπει και το πνεύμα.
Σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες
Με μεγάλη επιτυχία, όπως αναγνωρίστηκε διεθνώς, διεξήχθησαν στη φτωχή Ελλάδα εκείνης της εποχής, οι Πρώτοι Σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες (6 Απριλίου - 15 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο, 25 Μαρτίου - 3 Απριλίου με το παλαιό), με επίκεντρο το καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο, που ανακαινίσθηκε εκ βάθρων, χάρις στην οικονομική συνεισφορά του Γεωργίου Αβέρωφ. Συμμετε