CMOM Portrait | Παναγιώτης Νάκος
«Όλοι οι άνθρωποι είναι εν δυνάμει καλλιτέχνες»
Γεννημένος στα Γιάννενα και μεγαλωμένος στο χωριό Καστρίτσα, ο Παναγιώτης από νεαρή ηλικία δούλευε στα χωράφια των γονιών του. Μετά το Γυμνάσιο ασκήθηκε ως υδραυλικός και ψυκτικός. Καμία από τις δύο δραστηριότητες, ωστόσο, δεν τον ευχαριστούσε ιδιαίτερα, με αποτέλεσμα να επιστρέψει και πάλι στο χωράφι μέχρι και την ηλικία των 29 ετών. Το θέατρο και η υποκριτική δεν ήρθαν ξαφνικά στη ζωή του, αλλά προϋπήρχαν, καθώς ο θείος του και ηθοποιός Γιώργος Νάκος υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του Θ.Ε.Η. (Θεατρικό Εργαστήρι Ηπείρου), στο οποίο ο Παναγιώτης ξεκίνησε σε ηλικία 18 ετών τα πρώτα του βήματα.
Για ένα μεγάλο διάστημα, ο Παναγιώτης θα ασχοληθεί ερασιτεχνικά με το θέατρο στα Γιάννενα, ώσπου μια μέρα, και σχεδόν από το πουθενά, θα βρεθεί να σπουδάζει στη Δραματική Σχολή του Διομήδη Φωτιάδη στην Αθήνα. Από κει και πέρα η ζωή του θα πάρει άλλη τροπή, και από το όργωμα του χωραφιού θα «οργώσει» σχεδόν όλη τη χώρα.
Λεωνίδας Θεοδωρίδης: «Να πούμε ότι, παρόλο που ήμασταν αρκετές μέρες μαζί, η συνέντευξη πραγματοποιείται μέσω βιντεοκλήσης, και το αναφέρω γιατί έχει κι αυτό τη σημασία του. Καταρχήν πού και σε ποια φάση σε βρίσκω;».
Παναγιώτης Νάκος: «Είμαι στη Σκόπελο, όπου εργάζομαι ως δάσκαλος θεατρικής αγωγής σε δημοτικό σχολείο και παράλληλα ξεκουράζομαι από τις πρόσφατες παραστάσεις».
Λ.Θ.: «Πες μας πώς πήγαν οι παραστάσεις στην “Όπερας της Πεντάρας”, πώς σου φάνηκε αυτή η εμπειρία και τι αποκόμισες;».
Π.Ν.: «Καταρχήν να πω πως έκανα νέους και πολύ καλούς συνεργάτες και φίλους. Έζησα κάτι το απίστευτα όμορφο και πρωτόγνωρο. Έμαθα καινούρια πράγματα σε σχέση με τη μουσική και την κίνηση, και τους ευχαριστώ όλους. Οι παραστάσεις πήγανε πολύ καλά και πιστεύω πως πετύχαμε τους στόχους μας σε όλα τα επίπεδα».
Π.Ν.: «Με το θέατρο άρχισα να ασχολούμαι όταν μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να εκφραστώ ψυχικά και στη συνέχεια να παίζω, επικοινωνώντας με τους άλλους ανθρώπους, είτε με τους ηθοποιούς είτε με το κοινό. Λόγω της επαφής μου με τη γη αισθανόμουν παρόμοια συναισθήματα. Ξέρεις η γη δεν είναι ανταγωνιστική με τον άνθρωπο, αλλά συνεργάσιμη. Με αυτή τη λογική, λοιπόν, πλησίασα και το θέατρο ως ένα πρόσφορο καλλιτεχνικό έδαφος από το οποίο, δουλεύοντας, αποκομίζεις καρπούς ψυχικής ικανοποίησης».
Λ.Θ.: «Πότε και ποιο ήταν το πρώτο σου θεατρικό έργο στο οποίο έπαιξες;».
Π.Ν.: «Ήμουν 18 ετών και θα ανεβάζαμε με το Θεατρικό Εργαστήρι Ηπείρου το έργο “Υπηρέτης δύο αφεντάδων” του Κάρλο Γκολντόνι. Είχα κάνει κανονικά τις πρόβες, ωστόσο δεν πρόλαβα να συμμετάσχω, γιατί έπρεπε να φύγω για το στρατό. Επομένως ως πρώτο έργο θεωρώ και το “Ζητείται κλέφτης” του Δημήτρη Ψαθά, που ανεβάσαμε με την ερασιτεχνική θεατρική ομάδα του Πολιτιστικού Συλλόγου Καστρίτσας».
Λ.Θ.: «Εκείνη την περίοδο συμμετείχες σε διάφορες παραστάσεις και στη συνέχεια ακολούθησε μία παύση, κατά την οποία δεν ασχολήθηκες σχεδόν καθόλου με το θέατρο».
Π.Ν.: «Ναι. Ήταν το διάστημα στο οποίο δούλευα από το πρωί στα χωράφια και το βράδυ πήγαινα στο νυχτερινό, για να πάρω το απολυτήριο του Λυκείου. Δούλευα και διάβαζα, επομένως δεν υπήρχε πολύς χρόνος να αφιερώσω ενεργά στο θέατρο».
Λ.Θ.: «Η απόφαση να επιστρέψεις στα θρανία είχε να κάνει με την επιθυμία σου να σπουδάσεις κάτι σχετικό με το θέατρο;».
Π.Ν.: «Τότε όχι. Δε σκεφτόμουν καθόλου τις οποιεσδήποτε σπουδές. Ήθελα απλά να πάρω το απολυτήριο του Λυκείου».
Π.Ν.: «Βρέθηκα το 2004 να σπουδάζω σε δραματική σχολή συμπτωματικά και αφορμή του τηλεφωνήματος ενός φίλου μου, ο οποίος με πήρε για να με ρωτήσει αν γνώριζα κάποια καλή δραματική σχολή, ενδιαφερόμενος ο ίδιος. Συμβουλεύτηκα το θείο μου και στη συνέχεια πρότεινα στο φίλο μου να πάει στη Δραματική Σχολή του Διομήδη Φωτιάδη. Λίγο καιρό αργότερα, κι ενώ είχε μιλήσει ο φίλος μου για μένα στη σχολή, συζητούσα με τον κ. Φωτιάδη στο τηλέφωνο λέγοντάς του πως θα κατέβω Αθήνα για να γνωριστούμε κι από κοντά. Πήγα και δεν ξαναγύρισα. Έλεγα, μιας και ήρθα, ας μείνω και στη σχολή (γελάει). Το ανακοίνωσα στους δικούς μου και παράλληλα με προετοίμαζε ο θείος μου για να δώσω και στο Υπουργείο».
Λ.Θ.: «Στο οποίο περνάς και παράλληλα με τις σπουδές στη δραματική σχολή κάνεις και τα πρώτα σου κινηματογραφικά βήματα».
Π.Ν.: «Ναι. Το 2006 παίρνω τον πρώτο μου ρόλο στην ταινία “Η επιστροφή” του Βασίλη Δούβλη, η οποία πήρε βραβείο FIPRESCI από την Κριτική Επιτροπή της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Κριτικών Κινηματογράφου, στο “Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης”, το 2007».
Λ.Θ.: «Τελειώνοντας τις σπουδές σου στη δραματική σχολή, τι ακολούθησε; Εργάστηκες κάπου ή συνέχισες τις σπουδές σου;».
Π.Ν.: «Έκανα τα χαρτιά μου και έστειλα βιογραφικά. Ήθελα να συνεχίσω τις σπουδές μου στον τομέα της σκηνοθεσίας. Για το λόγο αυτό έδωσα κατατακτήριες στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου της Πελοποννήσου, που είχε αυτή την κατεύθυνση. Λίγους μήνες μετά, διορίζομαι με σύμβαση στην παιδική σκηνή του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου της Βέροιας ως ηθοποιός και στην κεντρική σκηνή της Κοζάνης ως βοηθός σκηνοθέτη».
Λ.Θ.: «Ποια έργα ανεβάσατε εκεί;».
Π.Ν.: «Το 2008 το έργο “Νοέμβρης” του Νίκου Μανούδη, σε σκηνοθεσία του Οδυσσέα Γωνιάδη, στην κεντρική σκηνή. Το 2008-9 τις “Περιπέτειες του Βαρόνου Μινχάουσεν”, σε σκηνοθεσία του Παναγιώτη Βασιλειάδη, και την “Οδύσσεια” με τη θεατρική μέθοδο της επινόησης, σε σκηνοθεσία της Μαρίας Βαρδάκα, στην παιδική σκηνή. Τέλος, το 2009-10, ένα δραματοποιημένο αφιέρωμα στον ιστορικό Νικόλαο Κασομούλη, που έζησε στην Κοζάνη και έγραψε για την Επανάσταση του 1821, σε σκηνοθεσία και με επιμέλεια κειμένου του Χρήστου Ασλανίδη».
Π.Ν.: «Θα ξεκινήσω να σου πω ότι αγαπώ και τα δύο εξίσου. Άλλη μαγεία το θέατρο και άλλη το πλατό. Ο ηθοποιός ζει και ερμηνεύει το ρόλο του σε όλους τους χώρους, από τους οποίους παίρνει ενέργεια και αποκτά εμπειρίες. Από το 2007 μέχρι το 2010 συμμετείχα σε 8 ταινίες μικρού μήκους, εκ των οποίων αρκετές προβλήθηκαν και στο “Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας”».
Λ.Θ.: «Ολοκληρώνεις τις θεατρικές σπουδές σου στο Πανεπιστήμιο με δύο πολύ ενδιαφέρουσες εργασίες. Μίλησέ μας γι’ αυτές».
Π.Ν.: «Το 2011 γράφω την πτυχιακή μου εργασία για τα “Δωδωνέα”, από την περίοδο 1960 έως το 1998, όταν έκλεισε το αρχαίο θέατρο για εργασίες συντήρησης, που κρατούν μέχρι και σήμερα. Στην εργασία αυτή κάνω ιστορικές αναφορές σε έργα που ανέβηκαν στο παρελθόν και αποτέλεσαν αντίβαρο στα “Επιδαύρια”, με παραστάσεις τόσο από τα κρατικά και δημοτικά θέατρα της χώρας όσο και από ιδιώτες. Η δεύτερη εργασία ήταν η διπλωματική μου, η οποία μου πήρε αρκετό χρόνο μέχρι την ολοκλήρωσή της το 2013. Περιλαμβάνει την ιστορία του θεάτρου στα Γιάννενα και έχει τίτλο “Το θέατρο στα Ιωάννινα από τον 16ο αιώνα έως την ίδρυση του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Ιωαννίνων το 1983”».
Λ.Θ.: «Μετά από τις σπουδές σου τι ακολούθησε;».
Π.Ν.: «Επιστρέφω στα Γιάννενα και συμμετέχω ως σκηνοθέτης με το Σταύρο Παπανικολάου στη μαθητική ταινία μικρού μήκους “Πορτρέτα”, βασισμένη σε μια ιδέα του Άγγελου Κοσμά. Η ταινία απέσπασε το 2ο βραβείο στον 3ο Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Ταινιών Μικρού Μήκους, το 2013. Παράλληλα είχα κάνει τα χαρτιά μου στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και διορίστηκα δάσκαλος θεατρικής αγωγής σε δημοτικό σχολείο στην Αλεξανδρούπολη. Το καλοκαίρι του 2013 ιδρύσαμε με τον Άλκη Διαμάντη, την Ξανθή Γεωργίου και το Νίκο Σφαιρόπουλο τη θεατρική ομάδα “Περίπλους”, με την οποία ανεβάσαμε τα έργα “Πρόταση Γάμου” και “Αρκούδα” του Άντον Τσέχoφ, σε σκηνοθεσία του Νίκου Σφαιρόπουλου. Επίσης, την ίδια χρονιά, έπαιξα στο έργο “Το σκλαβί” της Ξένιας Καλογεροπούλου και στον “Πλούτο” του Αριστοφάνη, και τα δύο έργα σε σκηνοθεσία του Νίκου Σφαιρόπουλου, με τη θεατρική ομάδα “Επί Σκηνής”. Τελειώνω με τις περιοδείες και με τη διδασκαλία και το 2014 έρχεται η πρόταση από την Ειρήνη Δόβα να παίξω το ρόλο του Μακ στην “Όπερα της Πεντάρας” των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ, σε σκηνοθεσία του Κωστή Μπασσογιάννη».
Π.Ν.: «Είναι η περίοδος που πηγαινοέρχομαι για πρόβες στα Γιάννενα και παράλληλα κάνω πρόβες και στο νησί. Το Δεκέμβριο του 2014 κάναμε εντατικές πρόβες στα Γιάννενα και παράλληλα συζητούσα με τον Άλκη Διαμάντη και την Άννα Κατσάνου για τη δημιουργία της θεατρικής ομάδας “Καλειδοσκόπιο”, με την οποία ανεβάσαμε το έργο “Αγκάλιασέ με, Ιππότη” του Ευγένιου Λαμπίς, σε σκηνοθεσία της Άννας Κατσάνου και δικής μου. Λίγες μέρες μετά ανέβηκε και “Η Όπερα της Πεντάρας”».
Λ.Θ.: «Μετά από τις σπουδές σου και τη μέχρι τώρα εμπειρία σου στο θέατρο, ποια είναι η σχέση σου μ’ αυτό σήμερα;».
Π.Ν.: «Για μένα το θέατρο παραμένει αυτό που ήταν εξαρχής. Η επικοινωνία των ψυχών μέσα από ένα κείμενο. Τα κείμενα έχουν από πίσω και ένα άλλο που καλείται να “διαβάσει” ένας ηθοποιός. Το συναισθηματικό κείμενο. Διότι ο ηθοποιός δεν αποδίδει απλά τις λέξεις. Δεν υποδύεται απλά την εμφάνιση, την ηλικία και το φύλο ενός ρόλου, αλλά και την εκάστοτε ψυχολογία που είχε το συγκεκριμένο άτομο όταν διαδραματίζονταν τα γεγονότα, είτε αυτό το πρόσωπο είναι ιστορικό είτε φανταστικό. Έχει επομένως μια ψυχική συμπεριφορά που πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη και την οποία πρέπει να αντιληφθεί ο ηθοποιός».
Λ.Θ.: «Να υποδύεται, δηλαδή, το φόβο, τον πόνο, τη χαρά και τον έρωτα που θα ένιωθε και σε μία αντίστοιχη περίπτωση στη δική του ζωή;».
Π.Ν.: «Αυτό ακριβώς. Να ζήσει την αλήθεια του ρόλου και να γίνει η δική του αλήθεια, που θα την επικοινωνήσει στους θεατές. Αυτή την αλήθεια δεν τη βρίσκεις συχνά στους ανθρώπους. Στη ζωή, αν θέλεις, μπορείς να παίξεις “θέατρο”, στο θέατρο όμως θα παίξεις την αλήθεια σου. Και γι’ αυτό πιστεύω πως το θέατρο θα υπάρχει για πάντα. Λόγω αυτής της αλήθειας θα επιβιώσει μέσα στους αιώνες».
Π.Ν.: «Εκτός μερικών εξαιρέσεων, που συσχετίζονται καθαρά με σωματικές ιδιότητες και ικανότητες, ναι. Όλοι οι άνθρωποι έχουν όλους τους ρόλους μέσα τους. Είναι και αρσενικοί και θηλυκοί, είναι και κακοί και καλοί, γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη να μπαίνει σε ρόλους, κυρίως σε ρόλους που στην πραγματικότητα ή σε άλλη περίπτωση δε θα ζήσει ποτέ. Γι’ αυτό όλοι οι άνθρωποι είναι εν δυνάμει καλλιτέχνες. Οι καλλιτέχνες κάθε είδους έχουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στον κόσμο. Είναι οι ευαίσθητες χορδές της κοινωνίας. Εισπράττουν θετικά και αρνητικά συναισθήματα και τα μετατρέπουν σε έργα τέχνης. Για να επικοινωνήσει ένας καλλιτέχνης το έργο του στο κοινό, θα πρέπει να επικοινωνήσει και με τον εαυτό του. Όσο μακριά θέλει να ταξιδέψει εξωτερικά, τόσο βαθιά θα πρέπει να ταξιδέψει μέσα του».
Λ.Θ.: «Ως σκηνοθέτης πώς νιώθεις και πώς επικοινωνείς αυτή την αλήθεια, όπως μας προανέφερες, στους ηθοποιούς σου;».
Π.Ν.: «Δίνοντάς τους χώρο να ψαχτούν, να εκφραστούν, να επικοινωνήσουν με τον εαυτό τους, ώστε να υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες για εργασία. Με τους ηθοποιούς είμαι συνεργάτης και ως σκηνοθέτης. Δεν υπάρχουν για μένα υφιστάμενοι ή κατώτεροι, αλλά ισάξιοι συνεργάτες, ο καθένας στο ρόλο και στο αντικείμενό του. Είμαστε στο θέατρο για να δημιουργήσουμε, κι αυτό μπορεί να πετύχει μόνο αβίαστα. Για μένα δε βοηθάει σε τίποτα το να πιέζω τους ηθοποιούς να παίξουν. Δε χρειάζεται να αναλωνόμαστε άσκοπα, δε χρειάζονται εντάσεις και παρεξηγήσεις, γιατί αυτά δημιουργούν αρνητική ενέργεια, η οποία δε βοηθάει καθόλου στο να πετύχει μία παράσταση. Η σκηνοθεσία είναι δύσκολη, ειδικά σε τεχνικό επίπεδο, αλλά, αν κάτι δε βγει έτσι, θα το βρούμε μαζί αλλιώς».
Λ.Θ.: «Τι προσδοκάς για το μέλλον; Πού βλέπεις τον εαυτό σου σε κάποια χρόνια από τώρα;».
Π.Ν.: «Δεν το σκέφτομαι καθόλου αυτό. Ζω την καθημερινότητά μου όπως έρχεται. Αφήνομαι στη ροή των πραγμάτων και δεν προσδοκώ, αλλά επιδιώκω να ζω αρμονικά με μένα και τους γύρω μου. Το βέβαιο είναι πως έρχονται χρόνια δύσκολα, αλλά δημιουργικά».
Λ.Θ.: «Και μ’ αυτήν τη σκέψη θα κλείσω τη συνέντευξη και θα σε ευχαριστήσω για το χρόνο σου και για την πολύ ωραία κουβέντα που κάναμε. Να είσαι πάντα καλά, Παναγιώτη, και σου εύχομαι τα καλύτερα».
Π.Ν.: «Κι εγώ σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία στο περιοδικό σας και σας εύχομαι πολλά και δημιουργικά τεύχη».
Λεωνίδας Θεοδωρίδης για το CMOM.
__________
Φωτογραφίες: Από το προσωπικό αρχείο του Παναγιώτη Νάκου / 4η από την ταινία μικρού μήκους "Τελωνεία" / 5η Θύμιος Μάντζιος.