CMOM Portrait | Γιώργος Μπιλικάς
«Το να μπορούμε –και μπορούμε− να μετατρέπουμε τα αρνητικά σε θετικά και να δημιουργούμε μόνο θαύμα είναι».
Οι δρόμοι μας συναντήθηκαν στη μουσική διαδικτυακή κοινότητα MusicHeaven, καθώς μοιραζόμαστε ανάλογες ανησυχίες σε σχέση με το πάθος μας για τη γραφή, και εκεί κεντάμε ιστορίες για «αφηγήσεις» άλλων, επενδυμένες με νότες. Ο Γιώργος είναι ό,τι θα χαρακτήριζα ευγενική ψυχή. Τον διακρίνει, επομένως, μία ευγένεια, που γίνεται αμέσως εμφανής, τόσο με την απαλή και βαθιά φωνή του όσο και με την ηρεμία στις κινήσεις του. Παρότι κρύβονται πολλές ιστορίες στην εμπειρική του παρακαταθήκη, και λόγω καταγωγής (βλ. το κείμενο του διμήνου στο Guest List) και λόγω της προσωπικής του πορείας, χρειάζεται κάποιος να τον συναναστραφεί αρκετά, για να αρχίσουν να αποκαλύπτονται ένας ένας οι μικροί του θησαυροί, γιατί η διακριτικότητά του αφήνει το στίγμα της εσωτερικής δυναμικής του χωρίς να διαταράσσεται η αισθητική από οτιδήποτε ενοχλητικά πομπώδες ή κραυγαλέο. Και όχι γιατί είναι κρυψίνους ή ακοινώνητος, το αντίθετο μάλιστα, αλλά γιατί η αυτοπροβολή και η επανάπαυση σε «δάφνες» δε χαρακτηρίζουν όσους πιστεύουν ότι η περιπέτεια της δημιουργίας είναι μία συνεχής διαδρομή δίχως τέλος. Το ανήσυχο πνεύμα του, λοιπόν, και η πλούσια φαντασία του μας ωθούν σε ατέρμονες συζητήσεις, οι οποίες δεν ξέρουμε ποτέ σε ποια «Ιθάκη» ή σε ποια μανιασμένη θάλασσα θα μας οδηγήσουν, καθώς κάθε φορά ανοίγονται νέοι και άγνωστοι ορίζοντες. Εκεί, ακόμα και όταν οι προοπτικές μοιάζουν ανύπαρκτες, τις επινοούμε αν χρειαστεί, με την τόλμη που επιτρέπουν η αγνόηση της πληγωμένης αθωότητας και ο σεβασμός στη χαρά του ονείρου. Αυτές οι προκλήσεις για νοερά ταξίδια, επομένως, υπήρξαν κάποιοι από τους λόγους που έκαναν αυτήν τη γνωριμία να ανθίσει σε μία ενδιαφέρουσα ανθρώπινη σχέση. Ανάμεσα σε άλλα, προέκυψαν μία υπέροχη συνεργασία αφορμή των δύο πρώτων βιβλίων του «Heaven Adventures» και «No. 9», για τα οποία κάναμε μαζί παρουσιάσεις, όπως και πολλές ιδέες για μελλοντικά δημιουργικά συναπαντήματα.
Σε αναμονή όποιου νέου ευπρόσδεκτου ερεθίσματος μπορεί να μας απογειώσει σε διαφορετικές σφαίρες, σας παρουσιάζουμε εδώ μία συζήτηση – συνέντευξη με το Γιώργο Μπιλικά εφ’ όλης της ύλης, για να γνωρίσετε ορισμένες πτυχές της πληθωρικής και πάντα γλυκιάς προσωπικότητάς του.
Γιώργος Μπιλικάς: «You’ve got me by surprise, Ιουλία. Δεν περίμενα τέτοιο ξεκίνημα για συζήτηση. Νιώθω δύσκολα να μιλάω για μένα. Δεν είναι καλύτερα να με ρωτάς; Τι να πω εγώ για μένα; Ok! Γεια σας, είμαι ο Γιώργος Μπιλικάς, τραγουδοποιός, αρθρογράφος και συγγραφέας και πρόκειται να απαντήσω σε μία σειρά ερωτήσεων, που θα μου υποβάλλει η καλή μου φίλη Ιουλία Λυμπεροπούλου και που συνθέτουν μία συνέντευξη. Ευχαριστώ επί τη ευκαιρία».
Ι.Λ.: «Να είσαι πάντα καλά! Και εγώ σ’ ευχαριστώ που μου ανοίγεις τα πέταλα της σκέψης σου, για να πάρουμε μερικές ιδέες, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο θαυμαστό σου κόσμο! Θα γίνω, λοιπόν, πιο συγκεκριμένη. Εσύ γράφεις μουσική, στίχους, τραγουδάς και παίζεις κιθάρα. Με ποια είδη μουσικής έχεις ασχοληθεί ή και ασχολείσαι κυρίως;».
Γ.Μπ.: «Δεν ξέρω αν μπορώ να κατατάξω τη μουσική μου οπωσδήποτε σε ένα είδος, γιατί η δουλειά μου δεν είναι αυτή. Δεν έχω πει ποτέ “τώρα θα κάνω αυτό” ή “τώρα θα κάνω εκείνο” και πιστεύω ότι ο προσδιορισμός με μία “ταμπέλα” περιορίζει την όποια έμπνευση. Ο δημιουργός αφήνεται στο μονοπάτι της έμπνευσης και ταξιδεύει. Έτσι κάνω και εγώ, αλλά, βλέπεις, έχουμε και τους κώδικες. Τους κώδικες τους οποίους εμείς οι ίδιοι έχουμε δημιουργήσει, για να μπορούμε να συνεννοούμαστε. Με βάση λοιπόν αυτούς τους κώδικες, θα έλεγα ότι ασχολούμαι με τη ροκ μπαλάντα, αλλά και πάλι, σύμφωνα πάντα με τους κώδικες, το λέω αυτό μόνο για να “συλλάβεις” το ηχόχρωμα στο οποίο κινούμαι».
Ι.Λ.: «Ποιες ήταν οι μουσικές επιρροές σου;».
Γ.Μπ.: «Όταν ένιωσα ότι πραγματικά άρχιζε μέσα μου να διαμορφώνεται “κάτι”, ήταν ο “αδελφός” μου, George Harrison, με τους Beatles, και ο Bob Dylan. Τώρα θα γελάει ο Καζούλλης».
Ι.Λ.: «Γιατί θα γελάει;».
Γ.Μπ.: «Γιατί ο Μπίλλυ είναι με το McCartney. Με αποκαλεί Harrison».
Ι.Λ.: «Τι σημαίνει για σένα μουσική και πόσο σημαντική είναι στη ζωή σου;».
Γ.Μπ.: «Ως ακροατής έχω πάντα την περιέργεια να ακούσω τι έχει να μου πει ο καλλιτέχνης, άσχετα εάν έχω ήδη διάλογο μαζί του ή όχι. Για τη δημιουργική μου πλευρά σημαίνει επικοινωνία, αλλά, επειδή γράφω πρώτα για μένα, σημαίνει να καλύψω πρώτα το δικό μου κενό και τη δικιά μου ανάγκη για έκφραση. Όταν καλύψω αυτή την ανάγκη, τότε ναι, θα πάρω την κιθάρα μου και θα το δημοσιοποιήσω. Αλλά αυτό πιστεύω ότι γίνεται από μόνο του. Δηλαδή το ίδιο το δημιούργημα σου το ζητάει και σου λέει: “Άσε με να περπατήσω τώρα. Είμαι έτοιμο”.».
Ι.Λ.: «Έχεις και δισκογραφικές δουλειές στο ενεργητικό σου με τους “Θαρσείν Χρει”, τους δίσκους “1974” και “Pop Festival”, από τον οποίο το τραγούδι “Μέρα Βροχερή” κέρδισε το Γ΄ Βραβείο Καλύτερου Τραγουδιού το 1973. Μίλησέ μας για αυτά».
Γ.Μπ.: «Ναι, ήταν ένας διαγωνισμός νέων συγκροτημάτων που διοργανώθηκε στα 1973 από το περιοδικό Φαντάζιο, την εταιρεία δίσκων Columbia και την ΕΡΤ-1. Δήλωνες λοιπόν συμμετοχή μέσω του περιοδικού σε μία φόρμα, σε ειδοποιούσαν και πήγαινες στο στούντιο, όπου ηχογραφούσες σε κασέτα τα τραγούδια με τα οποία ήθελες να συμμετέχεις στο διαγωνισμό. Ηχογράφησα 14 και ετοιμάστηκα να φύγω, αλλά μου είπαν ότι, αν έχω άλλο ένα, μπορώ να το ηχογραφήσω, γιατί η κασέτα το χωράει. Έτσι, για να γεμίσω την κασέτα, ηχογράφησα και το “Μέρα Βροχερή”. Συνολικά, έλαβαν μέρος 265 συγκροτήματα, από τα οποία προκρίθηκαν τα 13, το καθένα με ένα τραγούδι, για να λάβουν μέρος στον τηλεοπτικό διαγωνισμό που απένειμε ως “βραβείο” τη συμμετοχή στο δίσκο ο οποίος θα κυκλοφορούσε, ένα πενταετές επίσης συμβόλαιο με την Columbia και πέραν αυτών, με την ψήφο του κοινού, θα ξεχώριζαν επιπλέον τα 6 από τα 13 συγκροτήματα σε δύο κατηγορίες βραβείων. Τρία βραβεία αντιστοιχούσαν στην κατηγορία καλύτερου συγκροτήματος και άλλα τρία στην κατηγορία καλύτερου τραγουδιού. Η “Μέρα Βροχερή”, που ηχογραφήθηκε για να γεμίσει την κασέτα, κέρδισε το τρίτο βραβείο στην κατηγορία του καλύτερου τραγουδιού. Ο δίσκος “Pop Festival” κυκλοφόρησε και πρέπει να σου πω, όσον αφορά τη σπανιότητά του ως δίσκου βινυλίου, ότι αποτελεί για τους συλλέκτες στόχο πρώτης τάξεως. Πριν μερικά χρόνια, στη λίστα των 10 πιο σπάνιων δίσκων, ήταν στη θέση Νο. 5. Με την προοπτική, λοιπόν, μιας καριέρας λόγω του πενταετούς δισκογραφικού συμβολαίου, που είχε ήδη υπογραφεί, έγιναν οι ηχογραφήσεις, που αργότερα αποτέλεσαν το υλικό του “1974”. Η συνέχεια, όμως, δεν ήταν καθόλου ρόδινη, αφού η δισκογραφική δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου και για καμία μπάντα από τις 13 του δίσκου. Βεβαίως, πρέπει επίσης να σου πω ότι με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, που οδήγησαν στην εισβολή του “Αττίλα”, στην επιστράτευση κ.λπ., το απαγορευμένο –λόγω δικτατορίας− πολιτικό τραγούδι επανήλθε με τη Μεταπολίτευση το 1974, και έτσι δεν ευνοούνταν το μουσικό ηχόχρωμα –για να το πω έτσι−, στο οποίο εμείς οι 13 ήμασταν “ταγμένοι”. Έτσι, τα χρόνια πέρασαν, το πενταετές έληξε, και αργότερα, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά, ξεπήδησαν στη μουσική σκηνή γνωριμίες τού τότε και σημερινοί μου φίλοι, που προέρχονταν από εκείνον το διαγωνισμό, όπως ο Γιάννης Γιοκαρίνης, ο Κώστας Μπίγαλης, ο Βασίλης Σπυρόπουλος, ο Μιχάλης Ρακιντζής… Όσο για το δίσκο “1974”, πάλι η “Μέρα Βροχερή” έβαλε το χεράκι της, διότι χάρη σε αυτό το τραγούδι έψαξε και με βρήκε ο ερευνητής Νίκος Καραθανάσης, ζητώντας μου ηχογραφημένο υλικό με τους “Θαρσείν Χρει”, προκειμένου να κάνουμε ένα δίσκο. Βρήκα, λοιπόν, την τότε ηχογραφημένη μπομπίνα στην Κοπεγχάγη (εκεί ζει ο μπασίστας των “Θαρσείν Χρει”), την παρέδωσα στο Νίκο Καραθανάση, και έτσι το ηχογραφημένο υλικό του “1974” κυκλοφόρησε χωρίς τις τεχνολογικές παρεμβάσεις, όπως θα συνέβαινε σήμερα, σε συλλεκτικό βινύλιο, το 2004. Δηλαδή μετά από 30 χρόνια. Αυτό χάρη στο Νίκο Καραθανάση και στη “Μέρα Βροχερή”. Ευχαριστώ το Νίκο αλλά και το τραγούδι, που το σνόμπαρα πάντοτε και εξακολουθώ να το σνομπάρω. Θα ήθελα, όμως, να συμπληρώσω δύο πράγματα ακόμα. Πρώτα από όλα, σε σχέση με το όνομα της μπάντας, που όλοι μου λένε ότι ορθογραφικά είναι λάθος και μου ζητάνε να το διορθώσω σε “Θαρσείν Χρη”. Όχι. Το όνομα δηλώθηκε όπως δηλώθηκε, δηλαδή “Θαρσείν Χρει”, συνειδητά. Ο καθένας, άλλωστε, έχει δικαίωμα να δηλώνει και να γράφει το όνομά του όπως αυτός θέλει. Στο κάτω κάτω, τι θα πει “Beatles”, που όλοι μας “Σκαθάρια” τους ανεβάζουμε και “Σκαθάρια” τους κατεβάζουμε; Ξέρουμε ότι είναι ένα λογοπαίγνιο. Τι θα πει “Byrds”; Θα πει “Πουλιά”; Σίγουρα όχι. “Πουλιά” βεβαίως εννοούν, αλλά… ανορθόγραφα. Το ήθελα λοιπόν με “ει” και το δήλωσα με “ει”. Και θα κλείσω την απάντηση στην ερώτηση αυτή αναφέροντας τα ονόματα των παιδικών μου φίλων, με τους οποίους όλοι μαζί συναποτελέσαμε το όχημα των “Θαρσείν Χρει”. Στα ιδρυτικά μέλη, εκτός από εμένα, ανήκουν επίσης ο Κώστας Χαλβαδάκης στο μπάσο και ο Μπάμπης Μαραγκός (“έφυγε” τον Απρίλιο του 2013) στην κιθάρα. Και στα τύμπανα, τέλος, είχαμε αρχικά τον Τόλη Πιπερά, με τον οποίο λάβαμε μέρος στο “Pop Festival”, αλλά αργότερα τον αντικατέστησε ο Δημήτρης Δημητράκας, με τον οποίο ηχογραφήσαμε το υλικό του “1974”».
«Μέρα Βροχερή»
«Ι.Λ.: «Πόσο δύσκολη είναι σήμερα η κυκλοφορία ενός δίσκου;».
Γ.Μπ.: «Σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά και δεν έχουν καμία σχέση με το τότε. Σήμερα οι εταιρείες δεν ψάχνουν για ταλέντα, γιατί σήμερα το ταλέντο έχει βιομηχανοποιηθεί και το παράγουν στα διάφορα τηλεοπτικά σόου. Έχει αλλάξει δηλαδή και το όνειρο. Το αντιλαμβάνεσαι αυτό; Πέραν αυτού, το internet έχει μειώσει αισθητά την αγορά δίσκων, πέραν αυτού, επίσης, η έννοια του “κάνω δίσκο” έχει χάσει την τότε αίγλη της, αφού σήμερα βρίσκεις τα πάντα στο περίπτερο, και, πέραν ΚΑΙ αυτού, σήμερα δίσκο κάνει ο οποιοσδήποτε μπορεί να διαθέσει ένα χρηματικό ποσόν για τα έξοδα του στούντιο και εφόσον έρθει σε συμφωνία με μια εφημερίδα. Όλο όμως αυτό το αρνητικό κλίμα σε σχέση με τις πωλήσεις θεωρώ ότι έκανε καλό στις ζωντανές εμφανίσεις, γιατί οι μειωμένες δισκογραφικές πωλήσεις ανάγκασαν τους καλλιτέχνες να έρχονται συχνότερα σε επαφή με το κοινό μέσω συναυλιών».
Ι.Λ.: «Εντοπίζεις ένα μέρος της δυσκολίας γενικότερα ως προς τη μουσική δραστηριοποίηση, και όχι μόνο για τη δισκογραφία, και στο είδος της μουσικής που σου αρέσει να γράφεις και να παίζεις;».
Γ.Μπ.: «Ναι, πέρα από την όποια γενική δυσκολία υπάρχει, είναι σαφές ότι το μουσικό είδος το οποίο γράφω ή παίζω, δεν… τραβάει, με την έννοια ότι και οι ανάλογοι χώροι έχουν αλλάξει ρεπερτόριο ή αντικείμενο. Άρα έχουν μειωθεί. Είμαι όμως και παραμένω αθεράπευτα ρομαντικός. Θεωρώ τον εαυτό μου μουσικό και όχι διασκεδαστή, και αυτό κάνει τη διαφορά. Ο διασκεδαστής, προκειμένου να δουλέψει, προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του καταστηματάρχη αρχικά και του κοινού στη συνέχεια. Ο μουσικός, αντίθετα, έχει το δικό του ρεπερτόριο και, όταν ανεβαίνει να παίξει, παίζει το δικό του ρεπερτόριο. Και το κοινό, άλλωστε, που θα πάει να τον ακούσει, γι’ αυτόν το λόγο θα πάει. Κανένας δε θα πάει, για παράδειγμα, στο Βασίλη Καζούλλη, για να ακούσει τραγούδια που λέει ο Μανώλης Μητσιάς ή το αντίθετο. Έτσι δεν είναι;».
Ι.Λ.: «Έχεις κάνει και γνωριμίες με πολλούς γνωστούς τραγουδοποιούς μέσα από το χώρο όλα αυτά τα χρόνια. Θες να μας μιλήσεις για κάποιες από αυτές, που σε καθόρισαν μουσικά αλλά ίσως και σε προσωπικό επίπεδο;».
Γ.Μπ.: «Παραδέχομαι ότι με κάποιους νιώθω πιο κοντά λόγω παρέας ή συχνότερων επαφών, αλλά όλους τους αγαπώ το ίδιο, γιατί αυτό το πάρε δώσε συμβαίνει αυτόματα. Ωστόσο, δύο κορυφαίες γνωριμίες για μένα, οι οποίες όμως με είχαν καθορίσει μουσικά πολύ πριν τους γνωρίσω και προσωπικά, ήταν με τον Donovan και με τον Ian Anderson».
Γ.Μπ.: «Σημαντικές θεωρώ όλες μου τις συμμετοχές είτε στο cast είτε στον ήχο είτε στη μουσική. Χαρακτηριστική ήταν η πρώτη μου εμφάνιση στο cast στη μικρού μήκους “Φιλοσοφία” του Δημήτρη Αθανίτη, με την οποία πήραμε το βραβείο του Φανταστικού στο Φεστιβάλ της Δράμας το 1993, όπως και η συμμετοχή μου στο cast αλλά και στην πρωτότυπη μουσική επένδυση στο “Αντίο Βερολίνο”, με την οποία πήραμε το βραβείο της καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το 1994. Η ταινία δε αυτή είναι υπεύθυνη για τα καπέλα που συνηθίζω να φοράω. Έκανα έναν γκάνγκστερ με μπορσαλίνο εκεί, και μου άρεσε το στιλ. Από τότε τα υιοθέτησα».
«Αντίο Βερολίνο» − Η ταινία
Ι.Λ.: «Για την ταινία “Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο” του Δ. Αθανίτη έγραψες τη μουσική και είχες κερδίσει και μία υποψηφιότητα για βραβείο στο 38ο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης το 1997. Ήταν και αυτή μία σημαντική στιγμή».
Γ.Μπ.: «Και βέβαια ήταν. Και η υποψηφιότητα είναι επιτυχία από μόνη της. Όμορφη ταινία. Και επειδή την είδαμε πρόσφατα μαζί, χαίρομαι πάρα πολύ που σου άρεσε και η ταινία, αλλά και η μουσική».
«Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο»
«Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο» (trailer)
Ι.Λ.: «Μου άρεσαν πράγματι και η ταινία, με τη σύγχρονη αυτή μεταφορά του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης στη μεγάλη οθόνη, αλλά και η μουσική σου, που δημιουργούσε την κατάλληλη ατμόσφαιρα... Εκτός από τη μουσική και τον κινηματογράφο, ωστόσο, έχεις βρει δημιουργική διέξοδο και μέσα από τη γραφή. Πώς προέκυψε αυτή η σχέση;».
Γ.Μπ.: «Αυτή η σχέση προέκυψε μόνη της, χωρίς να το καταλάβω. Σχεδόν αυτόματα. Χτύπησε η πόρτα μου, την άνοιξα και μπήκε η γραφή. Μου είπε ότι ήρθε να με πάρει μαζί της και αφέθηκα στο ταξίδεμα».
Γ.Μπ.: «Ναι… είναι το χτύπημα της πόρτας που σου είπα μόλις πριν. Αρθρογραφώ στο MusicHeaven από το 2004, και η ονομασία της στήλης μου είναι δανεισμένη από την ταινία του Δημήτρη για την οποία μιλούσαμε νωρίτερα. Η θεματολογία μου αφορά όσους με ταξιδεύουν, με διαμορφώνουν και με καθορίζουν μουσικά όλα αυτά τα χρόνια. Σκέφτηκα ότι τους οφείλω πράγματα και έτσι ωρίμασε μέσα μου το ταξίδεμα της γραφής. Είπα στον εαυτό μου πως το ελάχιστο που μπορώ να κάνω για τη γνώση, τις εμπειρίες, το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά που έχω διαμορφώσει μέσα από το ταξίδεμα που μου έχουν χαρίσει ή μου χαρίζουν ακόμα είναι ένα αφιέρωμα για τον καθένα ξεχωριστά. Η στήλη είναι όντως επιτυχημένη και φαίνεται από την αναγνωσιμότητα που έχει. Αυτό βέβαια οφείλεται στους αναγνώστες της, τους οποίους, πέρα από τις ιδιαίτερες ευχαριστίες τις οποίες τους απευθύνω στο τέλος του κάθε μου άρθρου, τους ευχαριστώ και από εδώ ακόμα μία φορά. Μέσα από τις συνεντεύξεις γνωρίστηκα με καλλιτέχνες ή ξαναείδα άλλους τους οποίους ήδη γνώριζα. Δε θέλω να ξεχωρίσω κανέναν, είτε αυτός λέγεται Robert Plant είτε Marianne Faithful είτε Walkabouts, αλλά όλοι τους θα μου επιτρέψουν να αναφερθώ στο παιδί που χάσαμε, γιατί ο Νίκος Παπάζογλου ήταν όντως ένα παιδί. Γνωριστήκαμε αρκετά χρόνια πριν το 2006, τη χρονιά κατά την οποία του πήρα τη συνέντευξη, και συναντιόμασταν στους χώρους των συναυλιών του ή στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κάναμε μία πολύ όμορφη συνάντηση στην παρουσίαση του τελευταίου του δίσκου και, μετά τη συνέντευξη, αφήσαμε να πλανάται στον αέρα ένα μελλοντικό ραντεβού με ρακές, το οποίο δεν πρόλαβε να γίνει, αλλά, Νίκο μου, δε χρειάζεται να ανησυχείς, γιατί αυτό το ραντεβού θα το κάνουμε. Αφού το υποσχεθήκαμε, θα το κάνουμε».
«Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο» − η στήλη του Γιώργου Μπιλικά στο MusicHeaven
Ι.Λ.: «Έχουν ήδη εκδοθεί δύο βιβλία σου, το Heaven Adventures και το Νο. 9, ενώ τώρα ετοιμάζεται να εκδοθεί και το τρίτο σου βιβλίο, που θα φέρει τον τίτλο Al-Andalus. Μίλησέ μας με λίγα λόγια για αυτά».
Γ.Μπ.: «Δεν ξέρω από πού αντλώ. Από την κάθε μέρα μου; Από κάτι που θα δω; Από κάτι που θα διαβάσω; Η έμπνευση έρχεται από εκεί που δεν την περιμένεις, όπως ο έρωτας, που σε κατακεραυνώνει ξαφνικά και, για να τον ζήσεις, πρέπει να αφεθείς και να τον βιώσεις. Έτσι θεωρώ πως πρέπει να αφήσεις και την έμπνευση να σε ταξιδέψει και να σε πάει μέχρι εκεί που η δικιά σου Αθηνά θα σε αποθέσει στους δικούς σου Φαίακες. Και δε λέω Ιθάκη, γιατί το ταξίδι δεν τελειώνει. Η πρόκληση είναι για μένα η ίδια η γραφή. Είναι ο ίδιος ο έρωτας/γραφή, που, αντί να κάθομαι να χρονοτριβώ αναλύοντας τι είναι αυτό που μου συμβαίνει ή γιατί μου συμβαίνει αυτό που μου συμβαίνει, προτιμώ να μπω μέσα του, να το ξεψαχνίσω και το βιώσω».
Ι.Λ.: «Οι χαρακτήρες των βιβλίων σου, ακόμα και η ίδια η ιστορία, αφού βάζεις την τελευταία τελεία, αισθάνεσαι ότι φεύγουν από σένα, όντας έτοιμοι να ταξιδέψουν και να “χαθούν” ή να μετουσιωθούν με διάφορους τρόπους μέσα από τους αναγνώστες, ή συνεχίζουν να σε “στοιχειώνουν”, με αποτέλεσμα η τελεία να είναι εξαρχής ή να γίνεται στη συνέχεια αποσιωπητικά;..».
Γ.Μπ.: «Θεωρώ ότι τίποτα δεν τελειώνει και γι’ αυτό θα βάζω μια ζωή αποσιωπητικά. Γι’ αυτό κλείσαμε το ραντεβού να πιούμε ρακές με το Νίκο, γιατί θα τον ξαναδώ, και γι’ αυτό το Al-Andalus τελειώνει με ένα υστερόγραφο».
Ι.Λ.: «Μέχρι στιγμής στη λογοτεχνική σου γραφή σε έχει κερδίσει ό,τι θα συγκαταλέγαμε στο φανταστικό ή στην επιστημονική φαντασία. Τι σε ελκύει πιο πολύ σε αυτά τα είδη;».
Γ.Μπ.: «Με ελκύει το γεγονός ότι φτιάχνω έναν δικό μου κόσμο και ταξιδεύω μέσα σ’ αυτόν. Καταλαβαίνεις αυτό που θέλω να σου πω, Ιουλία; Είναι δικός μου ο κόσμος, σημαίνει ότι εγώ οριοθετώ και άρα ελέγχω τα πάντα».
Ι.Λ.: «Βέβαια το καταλαβαίνω. Έχουμε, άλλωστε, ανάλογες ανησυχίες και σημεία συνάντησης σε αυτές τις διαδρομές. Και είσαι πράγματι ανεξάντλητος, γιατί διατηρείς και ένα ιστολόγιο, όπου επίσης αναρτάς πολλές αυτοτελείς αφηγήσεις, ποιήματα κ.λπ. Μίλησέ μας για την ανάγκη που σε ωθεί όταν ξυπνάς το πρωί στην ενεργοποίηση της μαγικής σου πένας».
Γ.Μπ.: «Το συζητούσα πρόσφατα με ένα φίλο συγγραφέα αυτό, γιατί είναι και για μένα ένα ερωτηματικό. Αυτό μάλιστα που με “ανησυχεί” είναι ότι, μέχρι να οριστικοποιήσω τι είναι αυτό που θέλω να γράψω, γυρίζω μέσα στο σπίτι σαν το λιοντάρι στο κλουβί. Πρέπει να το κοιτάξω λες αυτό, Ιουλία μου;».
Ι.Λ.: «Να μη σε ανησυχεί καθόλου. Η συσσώρευση αυτής της ενέργειας είναι εκείνη που σε οδηγεί στη συνέχεια στο βατήρα της εκτόξευσης! Πότε, όμως, άρχισες να γράφεις, καταλαβαίνοντας ότι η σκέψη σου, τα συναισθήματα ή ό,τι θα διαμόρφωνε αργότερα τους χαρακτήρες σού ζητούσαν άμεση, ίσως και με τρόπο απαιτητικό, έκφραση στο χαρτί;».
Γ.Μπ.: «Η πηγή αυτού του γεγονότος βρίσκεται πολύ πίσω. Κάπου εκεί, στο 2000, όταν έγραφα εκείνα τα χιουμοριστικά μηνύματα στο Μάρκο, αργότερα μεγάλωσαν, έγιναν το καθένα από ένα κεφάλαιο και όλα μαζί συνέθεσαν το πρώτο μου μυθιστόρημα. Το Heaven Adventures δηλαδή».
Γ.Μπ.: «Ναι. Και τα δύο είναι δημιουργήματα. Αλλά και για έναν πίνακα ζωγραφικής όπως και για μία ταινία πάλι θα έλεγα το ίδιο, με την έννοια ότι αποτελούν δημιουργίες. Πίσω από κάθε δημιούργημα υπάρχει ένας δημιουργός και δεν έχει σημασία τι είναι αυτό. Ό,τι και να είναι, είναι το αποτέλεσμα του τρόπου μέσα από τον οποίο ο δημιουργός διάλεξε να εκφραστεί».
Ι.Λ.: «Πώς διαβάζεις και πάλι κάτι που έγραψες παλιότερα ή πώς ακούς κάτι που συνέθεσες πριν από χρόνια;».
Γ.Μπ.: «Χμμμ… Λίγο δύσκολο αυτό. Το κάνω όσο είναι φρέσκο και όσο μου επιτρέπεται να επεμβαίνω και να το τροποποιώ. Το να ακούσω/διαβάσω μετά από χρόνια κάτι δεν το κάνω, γιατί θα αρχίσω να λέω “εδώ έπρεπε να κάνω αυτό, εκεί έπρεπε να κάνω εκείνο”, και διάφορα τέτοια».
Ι.Λ.: «Διαβάζεις γενικότερα πολύ; Θεωρώ σημαντικό το να διαβάζει πολύ κάποιος που γράφει ή έστω να έχει διαβάσει πολύ. Ακόμα και να διαβάζει κάνοντας την απαιτούμενη “έρευνα” για την εποχή ή για ό,τι άλλο χρειάζεται το χτίσιμο μίας ιστορίας, κάτι που γνωρίζω ότι εσύ το κάνεις στα γραπτά σου. Είναι το ίδιο απαραίτητο δομικό υλικό όσο και η φαντασία. Η ερώτηση αφορά έναν προβληματισμό που γεννήθηκε σε διάφορες συζητήσεις μου με νεότερα παιδιά που γράφουν, στα οποία η ορμή τους για να γράψουν κάτι υποσκελίζει κάποιες φορές τη διαδικασία της ανάγνωσης. Μερικές φορές αυτό έχει επίπτωση και στην ανάγνωση του δικού τους τελικού γραπτού, γιατί η σωστή ανάγνωση, παρατήρηση, συνέπεια κ.λπ. καλλιεργείται στο χρόνο και με προσπάθεια. Είναι σαν να θες να γίνεις ή να είσαι μουσικός χωρίς να μελετάς και χωρίς να ακούς μουσική ή σαν να μη θες να μάθεις πιο πολλά για το είδος της μουσικής που παίζεις. Δεν ξέρω αν είναι πετυχημένος ο συσχετισμός ή αν ακούγεται πολύ ακαδημαϊκό όλο αυτό, αλλά νομίζω ότι η πραγματική ενασχόληση με όποιον τομέα μπορεί να αποτελέσει “αντικείμενο πόθου” είναι σημαντική για τη βαθύτερη κατανόησή του».
Γ.Μπ.: «Ναι, είναι πετυχημένος ο συσχετισμός, γιατί όντως η πραγματική ενασχόληση με το όποιο “αντικείμενο πόθου” απαιτεί, κατά τη γνώμη μου, τη συνεχή ενημέρωση και μελέτη. Αν, για παράδειγμα, είσαι κιθαρίστας, πώς θα κρατήσεις τα δάχτυλά σου σε φόρμα αν δεν μελετάς; Και πώς θα διατηρείσαι “μέσα στα πράγματα” αν δεν ενημερώνεσαι συνεχώς; Για να μπορείς όχι μόνο να είσαι αλλά και να παραμένεις ο Ρονάλντο ή ο Μέσι, πρέπει να το φροντίζεις με καθημερινή προπόνηση. Διαβάζουμε, λοιπόν, για να διατηρούμε την ικανότητα του να γράφουμε».
Ι.Λ.: «Μου έχει δημιουργηθεί η εντύπωση, σε σχέση με τα παραπάνω, ότι μπορεί να έχουν παίξει το ρόλο τους, ανάμεσα σε άλλους, δύο παράγοντες. Ο ένας είναι το ηλεκτρονικό μέσο, που επιδρά με μία εκμηδενιστική ταχύτητα στη διάσπαση της προσοχής και στη διαδικασία της ανάγνωσης, και ο δεύτερος μία προσπάθεια ίσως να αποτιναχτεί, ακόμα και ασυνείδητα, η “καταδυνάστευση” των προτύπων. Γιατί, κατά καιρούς, έχω ακούσει απίθανες ατάκες, οι οποίες μάλλον προκύπτουν από μία ατολμία ή απουσία αυτοπεποίθησης, κάτι που αφορά βαθιά ριζωμένα κοινωνικά κατάλοιπα, και οι οποίες σε κάνουν να αναρωτιέσαι για το αν, σύμφωνα πάντα με τέτοιου είδους αντιλήψεις, όποιος δεν είναι ο τάδε ή ο χ, ψ μεγάλος συγγραφέας, που και αυτός πέρασε από κύματα για να γίνει μεγάλος, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, δεν πρέπει να γράφει. Είναι προκατάληψη και η ερώτησή μου εδώ ρητορική. Και κάπου εκεί χάνεται η ισορροπία για το τι και για το πώς της διαδικασίας. Πιστεύω στο χρόνο θα αποκατασταθεί η σύγχυση ή θα προκύψουν νέα θέματα. Εσύ έχεις εντοπίσει τέτοια δείγματα συμπεριφοράς ή αντιλήψεων;».
Γ.Μπ.: «Όχι, δε συμφωνώ με αυτή την αντίληψη. Τι θα πει “όποιος δεν είναι μεγάλος συγγραφέας, δεν πρέπει να γράφει”; Μα, άμα δε γράφει, πώς θα εξελιχθεί, ώστε να φτάσει να γίνει κάποτε μεγάλος; Πήρε κανένας χρυσό μετάλλιο, για παράδειγμα, στην κολύμβηση χωρίς προηγουμένως να μάθει να κολυμπάει; Θεωρώ στείρα και ανόητη αυτή την αντίληψη και δεν την καταλαβαίνω. Είναι σαν “χούντα”, που σε στραγγαλίζει αφαιρώντας σου το δικαίωμα της έκφρασης. Θάνατος είναι».
Ι.Λ.: «Θεωρείς ότι από την κρίση και από όλη αυτή την οικονομικοπολιτική και κοινωνική ζύμωση θα μπορούσε να προκύψει και κάτι θετικό, με την ανάδειξη στοιχείων που νωρίτερα αυτή η φούσκα ευμάρειας έσπρωχνε κάτω από το χαλί;».
Γ.Μπ.: «Σαφώς ναι. Αυτό είναι άλλωστε για μένα το θαύμα που φέρνει μέσα της η “ελπίδα”, είναι το θαύμα που επιτελεί ο “αισιόδοξος άνθρωπος” και είναι αυτό που μας διακρίνει και μας χαρακτηρίζει ως λαό. Αυτό το “ξανά προς τη δόξα τραβά”, που ο λαός μας έχει τον τρόπο να το λέει και διαφορετικά. Το να μπορούμε –και μπορούμε− να μετατρέπουμε τα αρνητικά σε θετικά και να δημιουργούμε μόνο θαύμα είναι».
Ι.Λ.: «Τι είναι εκείνο που θα ήθελες πολύ να κάνεις και δεν το έχεις ακόμα καταφέρει;».
Γ.Μπ.: «Να γράψω το πέμπτο μου μυθιστόρημα, για να μπορέσω να ασχοληθώ με το έκτο. Μου είναι όμως εντελώς αδύνατον να το κάνω, γιατί πρέπει προηγουμένως να τελειώσω το… τέταρτο!».
Ι.Λ.: «Αν μπορούσες να ταξιδέψεις σε κάποια ιστορική περίοδο, ποια θα ήταν αυτή και γιατί;».
Γ.Μπ.: «Πάντοτε με γοήτευε ο ιππότης που σκοτώνει το δράκο, για να σώσει την καλή του, αλλά και ο τροβαδούρος που τραγουδάει κάτω από το μπαλκόνι της. Δεν έχει αλλάξει κάτι πάνω σ’ αυτό, Ιουλία. Εξακολουθούν να με γοητεύουν ακόμα».
Γ.Μπ.: «Αν ο Ορφέας θεωρείται λογοτεχνικός χαρακτήρας, τότε αυτός είναι. Νιώθω όμως και… Οδυσσέας».
Ι.Λ.: «Αν θεωρήσουμε πως ό,τι εικονοπλάθουμε στο μυαλό μας και ό,τι επιθυμούμε πολύ μπορεί να γίνει πραγματικότητα, ποια στοιχεία θα ήταν εκείνα που θα συνέθεταν τη δική σου ιδανική κοινωνία;».
Γ.Μπ.: «Αυτό, ξέρεις, μπορεί να επηρεάζεται και να διαμορφώνεται συνεχώς, ανάλογα με το παρόν που ζούμε. Όσο πιο εξελιγμένη είναι η κοινωνία, τόσο πιο λίγα παράπονα εισπράττει από τους πολίτες της. Έτσι, λοιπόν, η ιδανική για μένα κοινωνία είναι αυτή που, ανεξαρτήτως ιστορικής εποχής, φροντίζει για την ευμάρεια των πολιτών που την απαρτίζουν. Είναι αυτή στην οποία οι κατέχοντες φροντίζουν να ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες των πολιτών της. Είναι αυτή στην οποία η κοινωνική πρόνοια, δηλαδή, βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο και αφορά όλους τους πολίτες, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα της πνευματικής εξέλιξης. Βλέπεις, όμως, ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα, επειδή, για να μπορεί ο κάθε πολίτης να ασχοληθεί με την πνευματική του εξέλιξη, πρέπει οι κρατούντες να του έχουν εξασφαλίσει όλα τα προηγούμενα. Όταν σε μαστίζει η ανεργία, όταν χάνεις το σπίτι σου ή και την ίδια σου τη ζωή για 200 ευρώ, όταν ψάχνεις στους κάδους των απορριμμάτων για φαγητό, για ποια πνευματική εξέλιξη να μιλήσεις; Ευτυχώς ο λαός, είτε έτσι είτε αλλιώς, βρίσκει πάντα τρόπους να εκφράσει το παράπονό του. Γιατί μπορεί τα τραγούδια μας να έχουν “παραπονεμένα λόγια”, αλλά, απ’ την άλλη, “Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις…”, γιατί “να τη πετιέται, να τη πετιέται…”. Για να επανέλθουμε λοιπόν στο προηγούμενο και να το κλείσουμε, να που μέσα από τις διάφορες κρίσεις, που κατά περιόδους αντιμετωπίζουμε, πετιέται το δημιούργημα, και αυτό είναι μόνο θετικό».
Ι.Λ.: «Η προηγούμενη ερώτηση ίσως να προοιώνιζε μία έμμεση ευχή, αλλά ας ολοκληρώσουμε αυτήν τη συνέντευξη με μία πραγματική ευχή για το παρόν και για το μέλλον!».
Γ.Μπ.: «Μέγα χωνευτήρι η Ελλάδα! Εύχομαι να μπορούμε πάντοτε να “χωνεύουμε” τις όποιες κρίσεις και τους οποιασδήποτε μορφής κατακτητές, κάτι που το κάνουμε και το έχουμε ως λαός αποδείξει μέσα στους αιώνες. Εύχομαι σε όλους μας, αλλά και στον καθένα ξεχωριστά, δύναμη, κουράγιο και αισιοδοξία. Η ελπίδα για το καλύτερο δεν πεθαίνει ποτέ. Ας είμαστε ενωμένοι, για να είμαστε ΚΑΙ δυνατοί!».
Ι.Λ.: «Σ’ ευχαριστούμε πολύ που μοιράστηκες τη σκέψη σου μαζί μας!».
Γ.Μπ.: «Ιουλία, σε ευχαριστώ και εγώ για τη φιλοξενία στο “Πορτρέτο” του καθ’ όλα αξιόλογου περιοδικού CMOM και για την ευκαιρία τού να πούμε όλα όσα είπαμε σε μία ομολογουμένως πολύ όμορφη συζήτηση. Ευχαριστώ και πάλι».
Ιουλία Λυμπεροπούλου για το CMOM.
Το ιστολόγιο του Γιώργου Μπιλικά «Jai, Guru, Deva, Om!!!», στο MusicHeaven
Το κανάλι του Γιώργου Μπιλικά στο YouTube