Φεστιβάλ και πανηγύρια
γράφει ο Λεωνίδας Θεοδωρίδης
Καλά, έχω περάσει από ουκ ολίγες καφετέριες, στις οποίες έχω διοργανώσει πολλά πάρτι και άλλα χάπενινγκ. Φέτος είχα, πότε τη χαρά και πότε την ατυχία, να είμαι μέσω των διάφορων δικών μου ομάδων και άλλων όπου είμαι μέλος παρών στα πολιτιστικά, αθλητικά αλλά και πολιτικά δρώμενα σε όλη τη χώρα. Ο μήνας Ιούνιος ξεκίνησε παραδοσιακά με τα δύο Φεστιβάλ Υπερηφάνειας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, για τα οποία έχω να πω ότι ήταν πάρα πολύ επιτυχημένα. Κι αν έτυχε να πω κάτι αρνητικό πάνω στο θέμα διεξαγωγής τους, τα παίρνω όλα αμέσως πίσω, γιατί όσα είδα στη συνέχεια, και αναφέρομαι στο περιβόητο και πολυδιαφημισμένο από το Mega «Potami Art Festival», με άφησαν απλώς άφωνο!
Αλλά ας γυρίσουμε λίγο πίσω, για να πάμε στο Φεστιβάλ Τζουμέρκων «Χαμός στο Ίσιωμα», που ήταν φέτος το δεύτερο και πραγματοποιήθηκε σε μια πολύ όμορφη τοποθεσία, το Βριζοτόπι. Αρχικά δεν ενθουσιάστηκα. Ωστόσο, τις επόμενες μέρες βρήκα τους ρυθμούς μου. Σε αυτό έπαιξαν ρόλο και οι διαφορές ομάδες που συμμετείχαν και γνώριζα τα μέλη τους. Μεταξύ αυτών των ομάδων ήταν και η ομάδα χειροτεχνών «Lake Crafters», οι οποίοι εκτός της παρουσίασης των έργων τους πραγματοποίησαν και σεμινάρια (workshops) κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το φεστιβάλ «Χαμός στο Ίσιωμα» περιλάμβανε και κάμπινγκ. Όλες οι απαραίτητες εγκαταστάσεις ήταν διασφαλισμένες και από την παρουσία υγειονομικού προσωπικού. Οι τιμές πολύ καλές, ίδιες με αυτές που συναντάμε και στην πόλη, θα έλεγα. Πλούσιο μουσικό πρόγραμμα, σε βαθμό που νόμιζες ότι δε θα σταματήσει πότε, αλλά καλό! Για το συγκεκριμένο φεστιβάλ έχω να πω πως ήταν μεν μικρό σε συμμετοχή, αλλά έχει σοβαρή προοπτική να γίνει ακόμα πιο γνωστό και δε θα μου κάνει καμία εντύπωση εάν του χρόνου συμμετέχουν τα διπλάσια ή ακόμα και τριπλάσια άτομα. Ίσως και από τις γύρω περιφέρειες.
Όλα καλά, μια χαρά, επέστρεψα σπίτι και αμέσως άρχισα τις προετοιμασίες για το επόμενο φεστιβάλ που θα ακολουθούσε, μετά από δύο μόλις μέρες κενού. Προσπαθούσα να προλάβω, μιας και διαφημιζόταν ως το μεγαλύτερο φεστιβάλ του καλοκαιριού στην Ήπειρο. Κατασκήνωση δίπλα στο ποτάμι, αθλητικές δραστηριότητες, όπως ράφτινγκ, parapente, μπιτς βόλεϊ, μπιτς χάντμπολ, 4Χ4 και της Παναγιάς τα μάτια. Οι δε καλλιτεχνικές δραστηριότητες περιλάμβαναν χορό ζούμπα, παραδοσιακούς χορούς, λάτιν, ζωγραφική, πλεϊγκράουντ για παιδιά, ραδιοφωνική εκπομπή του «Power FM» με πάρτι, έκθεση βιβλίου, μπλα μπλα μπλα. Ο λόγος για το «Potami Art Festival» στην Άρτα. Με τόση διαφήμιση από μεγάλο ιδιωτικό κανάλι και μεγάλους χορηγούς τρομάξαμε! Έλα που τρομάξαμε για τα καλά όταν φτάσαμε νωρίς στην Άρτα (γιατί έτσι μας είχαν πει), για να προλάβουμε να στήσουμε τις σκηνές μας, μη χάσουμε την καλή θέση από τον πολύ κόσμο στο καταπληκτικό κάμπινγκ, που ήτανε το χωράφι πίσω από τις εγκαταστάσεις του Εκθεσιακού Κέντρου της Άρτας. Δεν είχαν κόψει καν τα χόρτα ακόμα. Μπουλντόζες έσερναν κάτι σαν άμμο για τα δήθεν μπιτς βόλεϊ με τα τρύπια δίχτυα και τις πέντε σπασμένες καρέκλες που είχαν απομείνει στην εξέδρα. Σε όλη την ξεραΐλα υπήρχαν μόνο δύο δέντρα τα οποία και πιάσαμε. Στήσαμε τις σκηνές μας με την απορία αν βρισκόμαστε στο σωστό σημείο. Κανείς όμως δεν γνώριζε ακριβώς. Άρχιζα να αναρωτιέμαι για το πού θα στήσει όλος αυτός ο κόσμος (350 άτομα) από Αθήνα. Βέβαια τα 5 πούλμαν από Αθήνα δεν τα είδαμε ποτέ!
Συνεχίσαμε, λοιπόν, δειλά δειλά να βρούμε το χώρο στον οποίο είχαν κλείσει να στήσουμε εμείς οι χειροτέχνες. Ο χώρος μας ήταν ένα τρισάθλιο παρκάκι τίγκα στο σκουπίδι! Με τα χίλια ζόρια το καθαρίσαμε και έπρεπε να κάνουμε πάνω από δέκα παρατηρήσεις, προκειμένου να έρθει κάποιος να μαζέψει τα φύλλα και τα χόρτα από το δόμο. Στο μεταξύ κατέφτασαν και οι περιπτεράδες (η Έκθεση Βιβλίου, οι καραμελάδες, Ξηροί Καρποί, παραδοσιακές φλογέρες, Χαλβάς κτλ.), που είχαν κλείσει περίπτερα. Όλοι ήταν από επιχειρήσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, οι οποίοι νοίκιασαν το περίπτερο με 500 ευρώ! (αργότερα το διαπραγματεύτηκαν στα 300, κάποιοι πρέπει να έφυγαν νύχτα). Κάποια στιγμή πετύχαμε τον έναν από τους δήθεν διοργανωτές, που τάχα άνηκε στο Δήμο Αρταίων, τάχα στην εταιρία διοργάνωσης συναυλιών από Αθήνα, δεν ήξερε και ο ίδιος. Προσπαθώντας λοιπόν να συνεννοηθούμε μαζί του σε σχέση με το ρόλο μας στη συνδρομή του φεστιβάλ και για κάποια βασικά πράγματα, όπως ένα τραπέζι και τέσσερις καρέκλες για εργαστήριο, ξάφνου, ενώ συζητούσαμε μαζί του όρθιοι, κάθεται άνετος σε έναν από τους «σκηνοθέτες» μας με τα πόδια ορθάνοικτα και μας κοιτούσε με ένα βαρεμένο ύφος του τύπου «Δε με παρατάτε;». Να σημειώσω ότι η συμπεριφορά αυτή ήταν ανάλογη από όλους τους εμπλεκόμενους και καθόλη τη διάρκεια του φεστιβάλ, που θα διαρκούσε πέντε μέρες. Τα καλύτερα όμως ήρθαν πολύ πιο μετά. Με τα πολλά και τα λίγα συμβιβαστήκαμε με την αγένεια του συγκεκριμένου, για να γίνει αρχικά η δουλειά μας, επισημαίνοντάς του μόνο ότι το βράδυ θα χρειαστεί ρεύμα για τα φώτα των πάγκων μας. Εκείνος έφυγε και εξαφανίστηκε εντελώς από το χώρο και επέστρεψε το βράδυ λίγο πριν το πρόγραμμα που θα είχε στη μεγάλη σκηνή.
Άφωνα κοιταζόμασταν τα μέλη της ομάδας μεταξύ μας. Μια αφόρητη ζέστη, κι εγώ αυτό που επιθυμούσα εκείνη τη στιγμή όσο τίποτα άλλο ήταν να πιω κάτι. Αλλά μπαρ ή αναψυκτήριο πουθενά. Προχώρησα λίγο πιο κάτω προς την κεντρική είσοδο, όπου είχε στήσει τα μπαγκάζια της η «Heineken» (άλλη μούφα χορηγός κι αυτή). Βλέπω, λοιπόν, πέντε ψυγεία στη σειρά και ρωτάω έναν νεαρό αν υπάρχει κάτι για να πιω. Κι εκείνος μου απάντησε: «Αυτά, μεγάλε, είναι για το βράδυ». Έτσι, λοιπόν, βγήκα εκτός του χώρου του φεστιβάλ και πήγα λίγα μέτρα προς την πόλη να βρω περίπτερο και να πάρω ό,τι ήθελα. Το απόγευμα αρχίσαμε να στήνουμε όλοι οι συμμετέχοντες, ενώ κάποια στιγμή άρχισε να σουρουπώνει. Με τα χίλια ζόρια πάλι να βρούμε κάποιον από τους υπεύθυνους να μας πει από πού θα πάρουμε ρεύμα. Ο ίδιος ξανά και με απόλυτη άνεση και ανίκανος να μας εξυπηρετήσει, όπως αποδείχτηκε, μας είπε ότι το φως του γλόμπου στο παρκάκι είναι αρκετό. Ε, εκεί γελάσαμε και του καταστήσαμε σαφές πως πάγκος με χειροτεχνήματα χωρίς να το φωτίζει λάμπα δεν παίζει! Μπήκαμε στον κόπο να τραβήξουμε με δυο μπαλαντέζες μας ενωμένες ρεύμα από τα περίπτερα απέναντί μας και να περάσουμε τα καλώδια από πάνω προς την κολόνα με το σπασμένο(!) γλόμπο. Οι άνθρωποι, με τους οποίους γίναμε και φίλοι, μας εξυπηρέτησαν αμέσως! Το ίδιο συνέβη όταν μας παραχώρησαν εκείνοι έναν από τους μεταλλικούς τους πάγκους που περίσσευε και χρησιμοποιήσαμε εν τέλει ως τραπέζι μας. Οι παραστάσεις ξεκινούσαν και, ενώ υπήρχε μέσα στο συναυλιακό χώρο αρκετός κόσμος, κανείς δεν περνούσε μπροστά από τα περίπτερα. Με μια γρήγορη ματιά που έριξα στην είσοδο, παρατήρησα ότι ο κόσμος έμπαινε από άλλες εισόδους. Το ίδιο συνέβη και μετά τις παραστάσεις. Αντί ο κόσμος να βγαίνει ξανά από την καθιερωμένη είσοδο/έξοδο του συναυλιακού χώρου, εξαφανιζόταν από μία άσχετη, στην άλλη άκρη, έξοδο στο αναψυκτήριο «Διώνη». Οι διοργανωτές δεν έκλεισαν τις άλλες «τρύπες», και έτσι χάθηκε όλος ο κόσμος. Οι δε στα περίπτερα είχαν απηυδήσει, αφού έκαναν κάθε δέκα λεπτά παρατήρηση για το θέμα των εισόδων/εξόδων. Η βραδιά αυτή πέρασε λίγο στα αζήτητα και, προχωρώντας προς τις σκηνές μας, αντιληφτήκαμε ότι δεν υπήρχε κανένας φύλακας ή κάποιος για περιφρούρηση. Πάλι καλά που φώτιζαν οι προβολείς του μπιτς βόλεϊ, τουλάχιστον χρησίμευαν γι’ αυτό, και δεν ψαχνόμασταν στα σκοτάδια για να βρούμε τις σκηνές μας. Όχι τίποτε άλλο, αλλά θα πέφταμε και στο βούρκο παρέα με τα βατράχια. Μετά από παρατήρηση έφεραν έναν νεαρό, που δεν πρέπει να ήταν πάνω από 20 ετών, στον οποίο έταξαν εκεί ένα χαρτζιλίκι των 20 ευρώ, για να κάνει για καμιά ωρίτσα τον σκοπό. Λίγο πριν ξαπλώσουμε στις σκηνές, μας προειδοποίησαν από τις αερολέσχες ότι το πρωί θα πρέπει να ξυπνήσουμε πολύ νωρίς, γιατί θα πετάνε πάνω από τα κεφάλια μας τα αεροπλανάκια τους, και ότι ένα τέτοιο αεροπλανάκι θα μπορούσε να πέσει και να μας αφήσει στον τόπο. Επίσης μας ειδοποίησαν να κοιτάμε δεξιά και αριστερά, όπως θα διασχίζαμε το χωράφι, μην τυχόν έρχεται ένα από τα μηχανοκίνητα parapente, και μας πάρει και μας σηκώσει! Δε χρειάζεται να σας περιγράψω την έκφραση απορίας στα πρόσωπά μας.
Κοιμηθήκαμε όπως κοιμηθήκαμε και την άλλη μέρα, νωρίς εννοείται, ήμασταν σε αναζήτηση των 18 ντουζ και των 20 χημικών τουαλετών, που τελικά ήταν μια ανοιχτή ντουζιέρα στο χωράφι-μπιτς χαντβόλεϊ και τρόλεϊ, χωρίς καφάσι κάτω. Οπότε άδικα έπλενε κανείς εκεί τα πόδια του! Και άλλες δύο αντίστοιχα στις τουαλέτες, μπροστά στην είσοδο, με 2 τουαλέτες της κακιάς ώρας, εκ των οποίων στην αντρική δε δούλευε το καζανάκι. Δεν είχαν φτιάξει Τετάρτη και Πέμπτη απολύτως τίποτα. Εμείς ατάραχοι πλέον περιμέναμε πότε θα έρθει ο ηλεκτρολόγος να περάσει άλλο καλώδιο, πότε θα έρθει κάποιος από το Δήμο να καθαρίσει το χώρο, πότε θα εμφανιστεί το υγειονομικό ή ο Ερυθρός Σταυρός, κάποιος, βρε αδερφέ! Τίποτα, ήρθε ο Μήτσος να βάλει άλλο καλώδιο, τσεπώνοντας μία από τις μπαλαντέζες μας, καθαρίσαμε εμείς οι ίδιοι με σκούπες και τσουγκράνες τα πόστα μας και λίγο μετά ήρθε και η κυρία Κούλα που έκανε την καθαρίστρια στις τουαλέτες. Βέβαια, όλη την ήμερα δεν υπήρχε καμία δραστηριότητα παρά μόνο εμείς στο παρκάκι, με αποτέλεσμα να πίνουμε καφέδες με την Κούλα, την Νούλα και τη Σούλα. Κάποιοι, που είχαν μάλλον χαθεί, μας ρωτούσαν τι εκδήλωση γίνεται εδώ ή πότε θα ξεκινήσουν τα «μόνστερ τρακ», που ήταν ένα τζιπ και ένα ντάτσουν. Εμείς απαντούσαμε όσα ξέραμε. Είχαμε γίνει κάτι σαν γκισέ πληροφοριών. Άκρη δεν έβγαζε κανείς όμως. Κι αυτό πάλι επειδή δεν υπήρχε ούτε μια αφίσα ή ένα πανό του φεστιβάλ αναρτημένο στην πόλη, παρά μόνο κάποιες αφίσες των μεγάλων συναυλιών του Θανάση Παπακωνσταντίνου, των «Locomondo» και των «Active Member», για Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή αντίστοιχα. Το απόγευμα ξαναστήσαμε, κόσμος έμπαινε πάλι από όπου να ’ναι, και τα νεύρα όλων των συμμετεχόντων άρχιζαν να γίνονται τσατάλια, με αποκορύφωμα την απαίτηση να δώσουμε πίσω τις τέσσερις καρέκλες που είχαμε πάρει την προηγούμενη μέρα «μετά κόπων και βασάνων». Εκεί μπήκε ένα από τα δυνατά μας μέλη και έκανε μια καλή «εξήγα!». Δεν γινόταν να είμαστε όλη μέρα εκεί και να μην έχουμε πού να κάτσουμε! Μέσα στην αγανάκτηση αποφάσισα να πιω μια μπίρα, μπας και καλμάρω. Όταν είδα την τιμή, 2,50 ευρώ το μικρό μπουκάλι, και μάλιστα πλαστικό, μου ήρθε εγκεφαλικό. Το πρόγραμμα μέσα στη συναυλία είχε παραδοσιακούς χώρους και λίγο πολύ η ομάδα, παρ’ όλη την κατάσταση, μπήκε στο κέφι και αρχίσαμε να χορεύομε. Μάλιστα μερικοί από μας που είμαστε φαν των ποντιακών χορών περιμέναμε πότε θα ανέβει στη σκηνή ο Σύλλογος Ποντίων. Αμ δε! Όπως έπινα την τελευταία μου γουλιά μπίρας, βλέπω τους Πόντιους με τις στολές τους τροχάδην να περνάνε εκνευρισμένοι από μπροστά μας. Τους σταματήσαμε αμέσως για να ρωτήσουμε τι συνέβη και εκείνοι απάντησαν κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να ανέβουν σήμερα αλλά ούτε και άλλη μέρα. Ο stage manager (αν υπήρχε βέβαια) τους είχε ξεχάσει από το πρόγραμμα, ενώ ο προηγούμενος τοπικός σύλλογος χόρεψε κοντά τρεις ώρες. Και αυτό το βράδυ έκλεισε επεισοδιακά, ωστόσο αυτό που θα ακολουθούσε μέσα στη νύχτα ήταν το κερασάκι στην τούρτα!
Ήταν γύρω στις 3:30 τη νύχτα, όταν ξαφνικά άρχισε από τα μεγάλα ηχεία της κεντρικής σκηνής να παίζει η μουσική στο τέρμα και να κλείνει πάλι απότομα. Μια, δυο, τρεις… Απορούσαμε για το τι συμβαίνει. Από το μικρό μπαρ στο μπιτς χάντμπολ δεν ήταν, από τη μικρή σκηνή στο πάρκινγκ δεν ήταν επίσης. Έτσι, κάποιοι πήγαν να διερευνήσουν τι συμβαίνει. Δε θα το πιστέψετε, αλλά πάνω στην κεντρική σκηνή έκανε το «Τρίο Μπελ Κάντο» (οι ‒ο Θεός να τους κάνει‒ διοργανωτές) δοκιμή ήχου εν ώρα κοινής ησυχίας! Όταν ρωτήθηκαν για το λόγο, απάντησαν ότι τάχα κάνουν σάουντ τσεκ για το house party που θα ακολουθούσε μετά τη συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου, μιας και, όπως όλοι ξέρουμε, οι καλλιτέχνες έχουν τους δικούς τους ηχολήπτες. Όταν τους ζητήθηκε να σταματήσουν και να σεβαστούν εμάς στο κάμπινγκ αλλά και τη γειτονιά, εκείνοι συνέχισαν με υπεροπτικό ύφος να ρωτούν ποιο είναι το πρόβλημα μας. Οι άνθρωποι δεν έπαιζε να ανέβηκαν νηφάλιοι να κάνουν τεστ ήχου, κάτι είχαν πάρει και φαινόταν. Με τα τούτα και τα κείνα να σου και η αστυνομία, η οποία απορούσε, αλλά και βαριόταν να βγάλει άκρη. Εγώ, προσωπικά, παρόλο που δεν έχω βαρύ ύπνο, δεν πήρα τίποτα χαμπάρι. Πρέπει να είχα τεράστια κούραση, που είχε συσσωρευτεί μετά από τόσες μέρες από φεστιβάλ σε φεστιβάλ. Έτσι το πρωί, και χωρίς να γνωρίζω τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας, βγήκα πάλι έξω με προορισμό την πόλη και προς εύρεση σουπερμάρκετ, για να ψωνίσω καφέ και τρόφιμα, μιας και δεν είχε τίποτα εντός. Στο δρόμο συνάντησα τους διοργανωτές που με κοιτούσαν με μένος, και εγώ απορούσα γιατί αντιδρούν έτσι για τέσσερις καρέκλες! Βλέπετε, εγώ είχα μείνει στο προ-προηγούμενο συμβάν. Το βράδυ ήταν η μέρα της μεγάλης συναυλίας και όλοι περιμέναμε τα πράγματα να εξελιχτούν προς το καλύτερο. Τζίφος! Το ένα τρελό σκηνικό πίσω απ’ τ’ άλλο. Σκεπτόμουν να πιω κάτι πιο οικονομικό και πήγα να πάρω ένα ούζο που κόστιζε 1,50 ευρώ. Στο μπαρ ο δεύτερος από τις «Τρεις Χάριτες» με ρώτησε αν θα ήθελα πάγο. Χαζή ερώτηση, ωστόσο έκανα το λάθος να πω το αυτονόητο, και ξαφνικά τον βλέπω να αρπάζει με τα χέρια του τον πάγο και να τον βάζει στο ποτήρι. Θα μου πείτε, και πώς κάνω έτσι. Προσωπικά, κανένα πρόβλημα, αλλά οκ, ρε φίλε, πλύνε τα πριν. Τι φταίω να βλέπω κατάμαυρες σταγόνες γύρω από το ποτήρι; Εννοείται το έχυσα στο επόμενο δέντρο! Επιστρέφοντας στα πόστα μας, άκουγα και πάλι παράπονα. Μάλιστα, ένα μέλος μας δέχτηκε απίστευτη λεκτική επίθεση, που δεν μπορεί να γραφτεί εδώ, από κάτι παιδαρέλια, στα οποία φόρεσαν μπλούζες του φεστιβάλ με στάμπα «STAFF» (προσωπικό) στο πίσω μέρος, παρουσιάζοντάς τους ως μέλη της διοργάνωσης.
Λίγο πριν τη λήξη της συναυλίας συνέβη το εξής. Στο φεστιβάλ είχαν μπάσει μέσα χειροτέχνες που δεν άνηκαν στην ομάδα μας, ζητώντας στον καθένα 40 ευρώ για τη συμμετοχή. Εμείς, από την πλευρά μας, τους δεχτήκαμε λόγω αλληλεγγύης μεταξύ των χειροτεχνών και ως αρχή της ομάδας δεν μπορούσαμε να τους αποκλείσουμε από το φεστιβάλ. Έρχεται τότε ο τρίτος από τους (αν)οργανωτές και απευθυνόμενος σε αυτούς λέει: «Εσείς θα κάτσετε κι άλλο, έτσι; Δε θα φύγετε! Αυτοί ας φύγουν, δεν τους θέλουμε». Επί λέξει και δείχνοντας εμάς! Εκεί είχαμε τελειώσει πλέον. Πρώτον, εμμέσως μας ζητήθηκε να αποχωρίσουμε. Και δεύτερον, είχαμε την προφορική έγκριση να την κάνουμε με ελαφρά, εννοείται χωρίς καμία πλέον υποχρέωση!
Υπό τους ήχους του ντάμπα ντούπα house party ξεστήσαμε και φορτώσαμε τα αυτοκίνητά μας. Πρέπει να είχε πάει 4:00. Φύγαμε νύχτα κυριολεκτικά! Το πόσα παρατράγουδα είδα μετά στη σελίδα τους δε λέγεται. Βέβαια, φρόντισαν να σβήσουν τα ανεπιθύμητα σχόλια, αλλά οι φωτογραφίες των συναυλιών μιλούσαν από μόνες τους. Τρεις και ο κούκος, δηλαδή αυτοί οι τρεις και καμιά δεκαριά να χοροπηδάνε μπροστά στη σκηνή. Η συναυλία των Active Member ακυρώθηκε τελευταία στιγμή (υποτίθεται λόγω βροχής), αλλά ποτέ δεν ανακοινώθηκε. Δεν τηρήθηκε καμία συμφωνία, δεν ήταν τίποτα οργανωμένο, οι Αρτινοί είχαν πάει στο παραδοσιακό γλέντι που πραγματοποιούνταν το ίδιο εκείνο Σαββατοκύριακο δίπλα στο κάστρο, οι συμμετέχοντες, οι φορείς και οι ομάδες μπήκαν μέσα με τα τσαρούχια. Ποτάμι μάς είπαν, γούρνα με βατράχια είδαμε, ποδηλατοβόλτα είπαν, πατίνι δεν είδαμε, Εθνική Ελλάδος Beach volley είπαν, banging jumping, τουρνουά, ροζ κουνελάκια, ιπτάμενοι γάιδαροι και σαράντα κλέφτες χορηγοί, που ανάθεμα αν ξέρανε τι ήταν όλο αυτό. Στο πανηγύρι να πηγαίναμε, καλύτερα θα ήταν!
Κύριοι (από)διοργανωτές, αυτό πείτε το όπως θέλετε, αλλά μεταξύ μας… Τρελή αρπαχτή! Φεστιβάλ, όμως, δεν ήταν! Λυπάμαι.
Λεωνίδας Θεοδωρίδης