Τα τρία πνεύματα των Χριστουγέννων
γράφει ο Λεωνίδας Θεοδωρίδης
«Έλα, ρε, εγώ είμαι» ακούστηκε μια, ομολογουμένως ωραία, φωνή, που από τη μία δεν την αναγνώριζα, αλλά από την άλλη μού άφηνε πολύ οικεία αίσθηση. Δε γνωρίζω ποια δύναμη με ώθησε να σηκώσω τελικά σιγά σιγά το παντζούρι και να αντικρίσω ίσως το πιο όμορφο πλάσμα που έχω συναντήσει ποτέ. Ξάφνου πίσω από το τζάμι ένας ψηλός και όμορφος άντρας, που είχε μια περίεργη λάμψη, σαν αερικό, και, το πιο περίεργο απ’ όλα, δεν πατούσε κάπου! Ενώ εγώ βρισκόμουν υπό την επήρεια του σοκ, εκείνος με κοιτούσε με ένα βλέμμα απορίας, λέγοντας:
«Τι θα γίνει, Λεωνίδα, θα ανοίξεις επιτέλους; Τον έχω δαγκώσει λέμε».
Του άνοιξα, λοιπόν, και με μια απότομη κίνηση πετάχτηκε στο ταβάνι κοιτώντας με με ένα πολύ γλυκό χαμόγελο.
«Ποιος είσαι και τι θέλεις;» τον ρώτησα.
«Είμαι το πρώτο πνεύμα των Χριστουγέννων, με λένε παρελθόν, μπλα μπλα, μπλα μπλα, πάμε τώρα» αποκρίθηκε με έναν τόνο βαριεστημένο.
«Πρώτο; Παρελθόν; Πας καλά μέσα στη νύχτα; Τι λες, άνθρωπέ μου, ή ό,τι είσαι τέλος πάντων;»
«Σκάσε και σταμάτα τις σκηνές, δεν παίζουμε σε ταινία. Είμαι οι πρώην σου και ήρθα να σου υπενθυμίσω όλα όσα συνέβησαν κατά το παρελθόν. Γι’ αυτό λέω να ξεκινήσουμε γρήγορα, γιατί έχω να ενοχλήσω κι άλλους μετά».
«Κάτσε, περίμενε! Πού θα πάμε; Να ντυθώ πρώτα!»
«Πλάκα μου κάνεις; Δεν έχεις διαβάσει ποτέ το μυθιστόρημα του Κάρολου Ντίκενς Το πνεύμα των Χριστουγέννων;»
«Το έχω διαβάσει».
«Και τι απαντάει το πρώτο πνεύμα στο Σκρουτζ;»
«Δε θα πάμε πολύ μακριά και μη σε νοιάζει τι φοράς, άλλωστε δεν μπορεί να μας δει κανείς».
«Θέλεις διευκρινίσεις;»
Τον κοίταξα με ένα βλέμμα άρνησης, και σε κλάσματα δευτερολέπτου το δωμάτιό μου μεταμορφώθηκε σε μάντρα αυτοκινήτων.
«Γερμανία 1998. Είσαι 18 ετών και στο τέλος της Γ’ Λυκείου. Μόλις τελείωσες από το πάρτι, έχεις πιει πάρα πολύ και αυτός στο βάθος ακουμπισμένος στο καπό του αυτοκινήτου είναι ο πρώτος σου γκόμενος! Ερωτήσεις».
«Γιατί κλαίει;»
«Είναι το βράδυ που με χώρισες, πριν πέντε λεπτά έφυγες!»
«Δεν τον είχα δει ποτέ να κλαίει!»
«Καλύτερα, γιατί θα είχε απομυθοποιηθεί τελείως η εικόνα του δυνατού άντρα, και τώρα οι ερωτικές σου απογοητεύσεις θα ήταν εντονότερες!»
Το θυμάμαι εκείνο το βράδυ σαν σήμερα. Μέρες πριν είχα πάψει να νιώθω για εκείνον. Του ζήτησα να με πάει στο πάρτι χωρίς να τον καλέσω και είχα και το θράσος να του ζητήσω να έρθει πάλι να με πάρει. Σταματήσαμε στη μάντρα όπου είχαμε πρωτοσυναντηθεί. Είχα πιει όντως πολύ, κι έτσι ο χωρισμός μού βγήκε πιο εύκολα.
«Λυπάμαι πραγματικά. Πες μου τι κάνει σήμερα, είναι καλά;»
«Είμαι παντρεμένος με παιδιά. Πού και πού μου περνάς από το μυαλό!»
Δε γινόταν αλλιώς. Ούτως ή άλλως θα έδινα Πανελλήνιες και θα έφευγα. Και, πριν ολοκληρώσω τη σκέψη, γύρω μου απλωνόταν ένα εικονικό χρονολόγιο, που αποτύπωνε τη μεταβατική περίοδο από τη Γερμανία στην Ελλάδα. Το πνεύμα με πιάνει από τους ώμους και συνεχίζει:
«Ελλάδα 2001. Μένεις στα Ιωάννινα, το πρωί σπουδάζεις, το μεσημέρι ζωγραφίζεις, το απόγευμα κάνεις θέατρο και το βράδυ τραγουδάς. Έχεις σχολάσει από το μαγαζί και βρισκόμαστε τώρα ώρα τρεις τη νύχτα στο σπίτι της φίλης σου. Έχει ξεσπάσει για άλλη μια φορά καβγάς, ωστόσο δεν πάμε σπίτι σου ή σπίτι μου από το φόβο μη μείνεις μόνος μαζί μου! Με αναγνωρίζεις;».
«Είχες ποτέ κάποια σχέση με την ΚGB;» τον ρωτάω εντυπωσιασμένος από τη λεπτομερή αναφορά.
«Απάντα, Λεωνίδα!»
«Δεν έχω να πω τίποτα απολύτως για αυτόν!»
«Λάθος! Θα πεις, όπως οφείλει ο οποιοσδήποτε να μιλήσει όταν δέχεται βία εντός της σχέσης του!»
Συνεχίζοντας να με κρατάει από τους ώμους με σπρώχνει στο πρόσωπο του πρώην μου.
«Κοίτα με και μη με φοβάσαι!»
«Δε θέλω, σε παρακαλώ, πάρε με από δω!»
«Σε κρατώ και σε μισώ. Πες μου ότι δε με φοβάσαι πλέον!»
«Εντάξει, δε σε φοβάμαι πια!»
Σκοτάδι. Το πνεύμα είναι και πάλι στο ταβάνι του δωματίου μου και μου χαμογελάει.
«Τι χαμογελάς, ρε βλάκα;» του λέω με νεύρα.
«Κάνε υπομονή, δεν ήμασταν δα και τόσοι πολλοί».
Ξαφνικά θάλασσα. Βρισκόμαστε σε ένα καράβι από Κέρκυρα για Ηγουμενίτσα. Δεν τη γνωρίζω τη σκηνή αυτή. Κοιτάω το πνεύμα με απορία να μου κάνει τη γνώριμη πλέον εισαγωγή του.
«1η Δεκεμβρίου 2003. Κάνεις την πρακτική σου άσκηση στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Κέρκυρας. Ενώ μου είχες πει να μην έρθω, εγώ, γνωρίζοντας ότι μπορεί να σε έβλεπα για τελευταία φορά, ήρθα. Το προηγούμενο βράδυ με χώρισες και σήμερα τα χαράματα σου άφησα ένα γράμμα και ένα τσιγάρο. Δε σε ξύπνησα, έφυγα».
«Δε σε είχα ερωτευτεί!»
«Το ξέρω, Λεωνίδα, τότε δεν μπορούσα να το καταλάβω. Με πλήγωσες πάρα πολύ! Αλλά σήμερα σ’ αγαπώ, γιατί μ’ αγαπάς πραγματικά. Μου χάρισες κι άλλες ωραίες στιγμές και εύχομαι να ζήσουμε ακόμα πολλές μαζί!»
Τον συγχώρεσα τελικά και μετά από μεγάλη ταλαιπωρία, που με δυσκόλεψε να προχωρήσω ξανά σε νέα σχέση. Είναι από τους λίγους με τους οποίους μιλάω ακόμα και δε θέλω να χάσω από τη ζωή μου. Το καράβι φτάνει στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας και στην αποβάθρα βλέπω το λιμενικό, που είναι ο επόμενος. Δεν προλαβαίνω να βγω από το ένα καράβι και μπαίνω στο άλλο.
«Ηγουμενίτσα 2005. Έχεις πάρει το πτυχίο σου και μένεις στην πόλη έως ότου φύγεις για μεταπτυχιακό. Ήταν η πρώτη φορά που ήμουν μαζί με ένα αγόρι και η τελευταία. Σε άφησα, γιατί γνώριζα πως αυτό ήταν το σωστό. Όπως αργότερα, το 2008, θα με αφήσεις ως άλλος για τον ίδιο λόγο!»
Για τρία χρόνια δεν είχα κάνει άλλη σχέση. Κάπου ήθελα να μείνω μόνος και να κάνω ό,τι ήταν να κάνω χωρίς δεσμεύσεις. Αλλά η μοναξιά άρχιζε να με πιέζει. Τα χρόνια περνάγανε και, πατώντας τα 30, ήρθε ο λογαριασμός. Το σκηνικό αλλάζει και ξαφνικά βρίσκομαι κρυμμένος με το πνεύμα πίσω από κάτι σκάλες. Μου δείχνει μια πόρτα.
«Τη θυμάσαι αυτή;»
«Πώς να μην τη θυμάμαι, δεν πέρασε και τόσος καιρός».
Η πόρτα ανοίγει και με βλέπω με τον τελευταίο μου πρώην. Εκείνος πάει να με αγκαλιάσει, αλλά εγώ αρνούμαι και περνώ την πόρτα χωρίς να πω λέξη, χωρίς να κοιτάξω πίσω. Περνάω το κατώφλι του απόλυτου πόνου.
«Γιατί δε με άφησες να σε αγκαλιάσω, Λεωνίδα;»
«Τι να σε άφηνα; Γιατί με αγκάλιαζες τις άλλες φορές; Δεν την ήθελα την τελευταία αυτή αγκαλιά!»
«Δε σε είχα ερωτευτεί! Λυπάμαι».
«Κι εγώ λυπάμαι, γιατί όλα συνέβησαν χωρίς να το θέλω και χωρίς να το ελέγχω. Δεν ήθελα να σε ταλαιπωρήσω. Τράβηξα το δρόμο μου, όποιος και να ήταν αυτός, όπως μου έτυχε να ζήσω! Ερωτεύτηκα και πλήρωσα τα σπασμένα όλων σας πολύ ακριβά!»
Στο τέλος, όμως, δε μου έφταιγε κανείς τους. Όλοι κάτι μάθαμε. Κι εγώ, προσωπικά, να μην μπαίνω σε διαδικασίες άσκοπης αναζήτησης ή να προσπαθώ να «ισιώνω» τη σχέση μου σε μέτρα που δε μου κάνουν, μόνο και μόνο για να φορέσω το ρούχο της σχέσης. Επιπλέον, δε φοβάμαι τόσο πολύ για μένα όσο για τους πρώην μου μη μείνουν μόνοι. Ακούγοντάς το αυτό, το πνεύμα συγκινήθηκε. Ο όμορφος, δυνατός άντρας με την αυστηρή συμπεριφορά δάκρυσε.
«Φεύγουμε και δε θα ξαναγυρίσουμε ποτέ! Οπότε μη μας περιμένεις! Πήγαινε να ξαπλώσεις τώρα, γιατί η νύχτα είναι ακόμα μεγάλη!»
Έκλεισα τα παράθυρα και τα ρολά, και ξάπλωσα να κοιμηθώ. Ξύπνησα, όμως, από τη δίψα και κατέβηκα στην κουζίνα να πιω νερό. Στο μεταξύ σκεφτόμουν την όλη ιστορία με το πρώτο πνεύμα και γελούσα μόνος μου. Κάτι όνειρα που βλέπω ώρες ώρες! Και να πεις ότι είχα διαβάσει το μυθιστόρημα πριν ξαπλώσω! Και όπως έπινα στο ημίφως το νερό μου, ακούω πάλι θόρυβο, αυτήν τη φορά από το τζάκι, σαν να έπεσε κάτι μέσα στην καμινάδα. Έχει πλάκα να μπήκε κανένα ποντίκι να σωθεί από το κυνηγητό με τις γάτες της γειτονιάς. Το μουρμουρητό που άκουγα, όμως, μόνο ποντικιού δεν ήταν!
«Ε, ρε παιδιά, ε, ρε παιδιά… Μια δουλειά δεν μπορεί να γίνει σωστά!»
Δεν πίστευα στα μάτια μου! Μια πολύ μικρή, τοσοδούλα κοπέλα κρεμόταν στο τζάκι μέσα στη στάχτη. Την έπιασα από τις τιράντες του φορέματος και την ακούμπησα στην τραπεζαρία.
«Για πες, εσύ, πάλι, ποια είσαι;»
Εκείνη βήχοντας και τινάζοντας τη μαυρίλα από πάνω της μου απαντά:
«Α, ναι, εεε… Είμαι το… δεύτερο πνεύμα των Χριστουγέννων, ναι, και με λένε, μισό θα το βρω, α, ναι, με λένε παρόν!». Ακουμπάει τα χέρια της στο κεφάλι και με απελπισμένη φωνή συμπληρώνει:
«Αχ, συγγνώμη, είμαι καινούρια!».
«Και από μένα τι ακριβώς θέλεις;»
«Έλα, ντε! Άκου, είμαι η καριέρα σου και πρέπει να έρθεις μαζί μου, για να σου δείξω όλα όσα συμβαίνουν τώρα».
Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, ξαφνικά παντού φως και όλα γύρω μας έγιναν λευκά.
«Α, πα πα, σε νοσοκομείο είμαστε; Τι δουλειά έχουμε εδώ, καλέ;» λέει το δεύτερο πνεύμα.
«Εμένα ρωτάς; Εσύ με έφερες εδώ!»
«Σωστά!»
«Και, για να έχουμε καλό ρώτημα, τι δουλειά έχεις με όλα αυτά;»
Στο μυαλό μου άρχιζαν να γυρίζουν σκέψεις και εικόνες από τις σπουδές μου και τις ατελείωτες ώρες στα νοσοκομεία. Πρόσωπα και καταστάσεις δυσάρεστες και μένα να προσπαθώ να τα αντιστρέψω με αίσιο τέλος. Παιδιά στις ογκολογικές κλινικές να μου χαμογελάνε, τρελοί στα ψυχιατρεία να μου τραγουδάνε και ηλικιωμένοι να μου σφίγγουν το χέρι πριν φύγουν από τούτο τον κόσμο.
«Αχ, να ’σαι. Τι γλυκός! Σου πάνε τα άσπρα! Καφέ φτιάχνεις εκεί;»
«Το δεύτερο στην ίδια βάρδια!»
«Κουρασμένος μού φαίνεσαι, γιατί έτσι;»
«Κάθε νύχτα αυτό, για χρόνια. Διαβάσματα, γραψίματα και ατελείωτα κρεβάτια για στρώσιμο. Τόσος κόπος πού πήγε; Μία πληγή έκλεινα, δέκα άνοιγαν! Θέλω να φύγω από δω, πάρε μας από δω τώρα!»
«Κι έλεγα πως δε θα το ζητούσες ποτέ! Πολύ ευχαρίστως».
Το νοσοκομείο μεταμορφωνόταν σιγά σιγά σε θέατρο και ο Λεωνίδας, που λίγο πριν περπατούσε στους διαδρόμους, βρέθηκε ξαφνικά στο θεατρικό σανίδι. Στο μεταξύ το δεύτερο πνεύμα έμοιαζε χαμένο στο δικό του κόσμο.
«Αχ, το θέατρο! Να ζει κανείς ή να μη ζει; Αλλά τι ξέρω εγώ αφού δε ζω πλέον! Χα, χα, τι κουτή που είμαι! Οι θέσεις γιατί είναι άδειες; Πού είναι ο κόσμος;»
«Δεν ξέρω, μάλλον δε θέλω κόσμο, γιατί παίζω για μένα, τραγουδώ για μένα και ζωγραφίζω για μένα».
Το πνεύμα άρχισε να τραγουδάει και από το στόμα του βγήκαν χιλιάδες χαρτιά. Εργασίες, σημειώσεις, συγγράμματα, σενάρια, ποιήματα, τραγούδια και ζωγραφιές που είχα σκίσει και πετάξει.
«Πάρε τα πίσω, Λεωνίδα, γιατί θα σου χρειαστούν ξανά!»
Επιστρέψαμε στο δωμάτιό μου ανάμεσα σε κλωστές και υφάσματα. Το πνεύμα τραβούσε διάφορα ρούχα, δοκιμάζοντάς τα και κάνοντας πασαρέλα μπροστά από τους προβολείς και το φακό.
«Ωραία πράγματα φτιάχνεις. Βγάλε με μια φωτογραφία με αυτό το φόρεμα!»
Αμέσως έπιασα τη φωτογραφική μηχανή και την έβγαλα.
«Αχ, δε βγήκα ωραία;»
«Δε βγήκες καν!»
Βλέποντάς την, όμως, απογοητευμένη, τη διαβεβαίωσα πως βγήκε τελικά μία κούκλα. Το καημένο το πνεύμα. Ακόμα και αυτή δεν μπορούσε να προσαρμοστεί πλήρως στα νέα της δεδομένα. Μου φάνηκε πως κάπου είχε σκαλώσει μεταξύ της προηγούμενης ζωής της και των νέων αρμοδιοτήτων της. Όλα όσα μου έδειξε μόνος μου τα είπα. Τότε, πώς περίμενε να γνωρίζω το τι ήταν καλό για μένα σήμερα; Διακόπτοντας τη σκέψη μου μου λέει:
«Συγνώμη, εγώ τώρα πρέπει να φύγω πάλι από την καμινάδα δηλαδή;». «Κάνε ό,τι θες» της είπα γελώντας.
«Είδες, Λεωνίδα; Απάντησες μόνος σου!»
Επέστρεψα στο δωμάτιό μου χωρίς, ωστόσο, να ξαπλώσω για να κοιμηθώ, αφού ήμουν βέβαιος ότι όπου να ’ναι θα εμφανιζόταν και το τρίτο πνεύμα των Χριστουγέννων. Η ώρα είχε πάει τέσσερις και υπολόγιζα πως σε καμιά ώρα θα εμφανιζόταν. Τίποτα όμως. Συνέχιζα να περιμένω από τις πέντε έως τις έξι, αλλά δεν άντεξα, μετά από όλη την αϋπνία με πήρε ο ύπνος γλυκά. Επτά η ώρα χτύπησε το κουδούνι και κατέβηκα να ανοίξω την πόρτα. Σίγουρα κάποιος μάστορας θα ήταν, μιας και τους τελευταίους μήνες γίνονταν διάφορες εργασίες ανακαίνισης. Κι όμως, μέσα στο πρωινό σκοτάδι, στεκόταν μπροστά μου ο Χάρος. Πριν μου πει οτιδήποτε, τον πρόλαβα:
«Άσ’ το, ξέρω. Είσαι το τρίτο πνεύμα των Χριστουγέννων, σε λένε μέλλον και ήρθες να μου δείξεις όσα είναι να συμβούν. Μόνο το τι αντιπροσωπεύεις δεν μπορώ να καταλάβω».
Το τρίτο πνεύμα δε μιλούσε. Δεν μπορούσα καν να διακρίνω πρόσωπο μέσα από την κουκούλα του. Σαν να ήταν αόρατος μες στο μακρύ μαύρο μανδύα. Μου ένευσε να τον ακολουθήσω και τότε πρόσεξα πως αυτήν τη φορά δε μεταμορφωνόταν ο χώρος σε κάτι, ούτε πήγαμε κάπου. Απλώς έκλεισε η πόρτα και στράφηκα ένα βήμα έξω από το παράθυρο. Μέσα υπήρχε φως και κόσμος. Το σαλόνι ήταν στολισμένο χριστουγεννιάτικα και ένα πλούσιο τραπέζι είχε στρωθεί. Όλοι ήταν χαμογελαστοί και καλοδιάθετοι. Ένας, ένας, φίλοι και γνωστοί άρχιζαν να συγκεντρώνονται γύρω από το δέντρο και να ανοίγουν τα δώρα τους. Μία πραγματικά πολύ όμορφη εικόνα. Χριστούγεννα στο σπίτι μου όπως τα φανταζόμουν πάντα. Πού είμαι εγώ όμως; Προσπαθούσα να με διακρίνω στο πλήθος, ίσως να είμαι πίσω στην κουζίνα ή μήπως είμαι πάνω;
Το πνεύμα με αγγίζει στην πλάτη και, γυρίζοντας, βρέθηκα ξαφνικά έξω από το σπίτι μου στη Γερμανία. Ναι, έτσι θα είναι. Μάλλον είμαι εδώ για Χριστούγεννα. Και σε αυτό το σπίτι πολύς κόσμος, συγγενείς και φίλοι. Οι γονείς μου ευδιάθετοι μαζί με τα αδέλφια μου και τα παιδιά τους, τα οποία έμοιαζαν πολύ πιο μεγάλα από όσο είναι σήμερα. Και εκείνοι συγκεντρωμένοι γύρω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, μα εγώ και πάλι πουθενά! Δεν μπορεί, κάπου εδώ θα γυρίζω.
«Πού είμαι πνεύμα; Πες μου πού είμαι! Μίλα μου!» του απευθύνθηκα αγχωμένος.
Σκοτάδι. Ομίχλη, κρύο και γύρω μου παντού τάφοι. Το πνεύμα μού δείχνει ένα συγκεκριμένο τάφο. Το βλέμμα μου παγώνει. Στον τάφο αναγραφόταν «Θεοδωρίδης Λεωνίδας: 1980-2013».
«Είμαι νεκρός! Είναι Χριστούγεννα του 2013 και εγώ είμαι νεκρός! Και, ενώ έχω πει ένα εκατομμύριο φορές πως θέλω να αποτεφρωθώ, εκείνοι με χώσανε εδώ μέσα, και το γλεντάνε κιόλας! Γιατί πνεύμα έτσι; Και, καταρχήν, από τι πέθανα;»
Το πνεύμα δεν απαντάει σε καμία ερώτησή μου και, βάζοντας το μανίκι του μέσα στην κουκούλα, τραβάει ένα γράμμα. Το γράμμα είναι δικό μου. Εκεί εξηγώ τους λόγους της αυτοκτονίας μου. Το βλέμμα μου παγώνει. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έφτασα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα να βάλω τέλος στη ζωή μου, ούτε γιατί είναι όλοι τόσο αδιάφοροι για το θάνατό μου.
«Τι δεν έκανα σωστά; Πώς δυστύχησα έτσι, ώστε να επιλέξω το θάνατο;»
Το πνεύμα εξαφανίζεται στην ομίχλη και εγώ λυγίζω μπροστά στον τάφο μου. Είμαι πολύ λυπημένος και, απ’ ό,τι φαίνεται, είμαι και ο μόνος που με κλαίει. Τι κατάλαβα που έβαλα τέλος στη ζωή μου; Και για ποιους; Ποιος πονά περισσότερο, για να έχω πάρει τη θέση του; Ξαπλώνω δίπλα μου και κλείνω τα μάτια.
Πρέπει να είχε περάσει μόλις ένα λεπτό από τη στιγμή που τα έκλεισα, και ξαφνικά έρχεται πάλι μήνυμα* στο κινητό:«Έλα, Λεωνίδα, σε μια ώρα θα έρθω να σε πάρω από το σπίτι».
Αποστολέας μηνύματος: Λεωνίδας Θεοδωρίδης.
*Αυτές τις μέρες βγείτε μια βόλτα με τον εαυτό σας, ακούστε τον… Μιλήστε!
Καλές Εορτές
Λεωνίδας Θεοδωρίδης