Γράφοντας μετά μουσικής
γράφει ο Λεωνίδας Θεοδωρίδης
Σαφώς όλα τα παραπάνω αναφερόμενα είδη έκαναν την εμφάνισή τους αργά ή γρήγορα και στην ελληνική πραγματικότητα. Για την ιστορία, τα πρώτα δυνατά συγκροτήματα στην Ελλάδα εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όπου είχαμε και τα πρώτα boy bands (αντρικά συγκροτήματα), αλλά και girl bands (γυναικεία συγκροτήματα)! Ευκαιρίες και δυνατότητες υπήρχαν πάντα. Αυτό που χρειαζόταν κανείς, για να κάνει το μεγάλο άνοιγμα, ήταν το ταλέντο και, επιπλέον, την ικανότητα να διατηρήσει τη θέση του στην εκάστοτε μουσική σκηνή. Στη νέα δεκαετία του ’00, όμως, τα πράγματα είχαν αλλάξει αισθητά! Τα πρώτα δέκα χρόνια, ο υπολογιστής ήταν εκείνος που θα έδινε την κατάλληλη «φωνή» σε κάποιον, για να διαπρέψει. Η καλή εμφάνιση ή μη λίγο απασχολούσε, και αυτό εφόσον η ασχήμια έγινε ατού, ενώ οι ίματζ μέικερ έκαναν ό,τι χρειαζόταν, προκειμένου να γίνει ευπώλητο το «προϊόν» τους. Η σκηνική παρουσία αποτελούσε μεγάλο προτέρημα, αλλά και ένα χορευτικό στα μέτρα του προωθούμενου καλλιτέχνη «σουλούπωνε» κάθε ατέλεια στο βιντεοκλίπ. Με λίγα λόγια, καλύτερα να ξεκινούσε κανείς από ένα τάλεντ σόου, για να είναι ήσυχος και σίγουρος.
Τα μουσικά δρώμενα σήμερα άλλαξαν και πάλι. Το κλειδί έγιναν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο «μεγάλος αδελφός» πολλαπλασιάστηκε σε πολλά αδέλφια, που παρακολουθούν διάφορα μουσικά σχήματα από τα προφίλ του Facebook, Myspace, YouTube, SoundClowd και Podcasting. Οι κριτικές επιτροπές του «σου βάζω 3» έγιναν «εμείς οι χρήστες». Κατά τη γνώμη μου, ό,τι αρέσει στο κοινό μπορεί να μην είναι πάντα το καλύτερο, αλλά συνήθως είναι καλό, πιο ανταγωνιστικό, πιο αυθεντικό. «Δείξε μου τι έχεις και θα σου πω αν το έχεις!». Κακά τα ψέματα, το ποντίκι κυβερνάει και έχει πάρει εξ ολοκλήρου τη θέση του τηλεκοντρόλ! Με μια μικρή αλλά πάρα πολύ σημαντική διαφορά, το αριστερό κλικ. Με το τηλεκοντρόλ το μόνο που μπορεί κανείς να κάνει είναι να αλλάζει απλώς κανάλια, εξαιρούνται όσες οικογένειες έχουν επιλεγεί για την τοποθέτηση των μετρητών (τα γνωστά μηχανάκια της AGB), όπου το δικό τους τηλεκοντρόλ μετατρέπεται σε σκήπτρο εξουσίας για πολλές εκπομπές. Το ποντίκι, πάλι, δεν ανοιγοκλείνει απλώς παράθυρα πηγαίνοντας από τη μία ιστοσελίδα στην άλλη. Είναι σαν μαγικό ραβδί, που μοιράζει likes, κοινοποιήσεις, προβολές, «χτυπήματα» κτλ. Επιπλέον, προσφέρει πάρα πολλά σε έναν νέο μουσικό. Συμβάλλει στη σύνθεση, στην ηχογράφηση, στο μοντάρισμα και στη σκηνοθεσία κομματιών, καθιστώντας περιττή την παραδοσιακή ενοικίαση ενός στούντιο. Ανεβάζει, επίσης, και φορτώνει τραγούδια εντός ολίγων λεπτών για άμεση ακρόαση. Από εκεί και πέρα αναλαμβάνουν οι επισκέπτες. Αυτοί θα ακούσουν και θα κρίνουν. Και, αν αξίζει κάτι, θα το ακούσουν και άλλοι, μεταξύ αυτών και μεγάλοι καλλιτέχνες, παραγωγοί και εταιρείες. Με λίγη τύχη, αλλά πολλή δουλειά, μπορεί να φτάσει κανείς στο επιθυμητό αποτέλεσμα και στο επίπεδο που του αναλογεί, όπου, δηλαδή, τον κατατάσσει το κοινό. Όμως, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απαιτούν και τις ανάλογες κοινωνικές σχέσεις, τις οποίες αναπτύσσει κανείς, προκειμένου να διαχειριστεί σωστά τις ψηφιακές ευκαιρίες.
Μία τέτοια γνωριμία μού προέκυψε πέρυσι, όταν σέρφαρα στις διάφορες ιστοσελίδες μουσικής. Μεταξύ γνωστών και αγνώστων «έπεσα» πάνω σε δύο νέα παιδιά, που κάνουν το άνοιγμά τους στην ελληνική χιπ χοπ σκηνή. Στη συνέχεια πρόσεξα ότι είχαμε και κοινούς φίλους. Όχι πως δε θα επικοινωνούσα ούτως ή άλλως μαζί τους, αλλά οι κοινοί φίλοι επισπεύδουν συνήθως τις διαδικασίες. Προς μεγάλη μου έκπληξη η απάντηση ήταν θετική και θερμή, δείγμα πως πρόκειται για άτομα προσηλωμένα στο στόχο τους και αναζητούν κάθε πιθανό τρόπο ανάδειξης της δουλειάς τους. Επιπλέον, σε αυτού του είδους τις συνεργασίες το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο, κατά τη γνωστή ρήση. Θεωρώ ότι έχει νόημα να δοθεί βήμα μέσα από το περιοδικό σε προβαλλόμενους για πρώτη φορά καλλιτέχνες ή μη, όπως αντίστοιχα οι συνεντευξιαζόμενοι επιδιώκουν την πρώτη τους προβολή. Σε κάποιον «γνωστό» ή «φτασμένο», εξάλλου, δίνονται πολύ περισσότερες ευκαιρίες ανάδειξης, αλλά κυρίως αναλαμβάνουν την προβολή του οι «ειδικοί», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Στόχο στις συνεντεύξεις του CityMag αποτελούν οι ουσιώδεις συζητήσεις, που δε χάνουν το νόημά τους με πολλές περικοπές, ωραιοποιήσεις και αποσιωπήσεις. Ελπίζουμε να περνάει αυτό στο αναγνωστικό κοινό, γιατί οι γνωστοί τρόποι των likes και shares έχει αποδειχτεί πως δεν αποδεικνύουν το πόσο δημοφιλές πραγματικά είναι ένα κείμενο, ούτε ευεργετούνται πάντα με πολλές κοινοποιήσεις, ενδιαφέροντα σχόλια και likes τα πιο αξιόλογα κείμενα απαραίτητα. Αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση. Εδώ, αρκούμαστε στο να επισημάνουμε τη διαφορετικότητά μας με το εξώφυλλο, όπου συνήθως δεν εμφανίζεται κάποιο πρόσωπο γνωστό, με σκοπό ή αποτέλεσμα να μπαίνει ο αναγνώστης σε διαδικασία διερεύνησης. Και, αν επιθυμεί να πληροφορηθεί περαιτέρω, δεν έχει παρά να ξεφυλλίσει το περιοδικό και να διαβάσει το κεντρικό πορτρέτο.
Έτσι φαίνεται και η θέση που παίρνει το CityMag σε σχέση με το κατεστημένο των covers (εξώφυλλων). Αυτή ήταν μάλιστα και μία από τις αφορμές που το CityMag πριν ακριβώς από ένα χρόνο απέκτησε τη νέα του μορφή. Διατηρώντας βέβαια τον πυρήνα του άθικτο, με ανθρώπους ποικίλων ενδιαφερόντων, εξειδικευμένων ή όχι, που λίγο ή πολύ ασχολούνται με τη γραφή ή μπορούν να εκφράσουν τις σκέψεις τους μέσω αυτής, χωρίς να είναι απαραίτητα δημοσιογράφοι. Το γεγονός, επίσης, ότι είμαστε online magazine, που σημαίνει ότι το CityMag δεν τυπώνεται, είναι μόνο διαδικτυακό περιοδικό, μας αφήνει ελευθερία κινήσεων, καθώς επιπλέον, και κυρίως, λειτουργούμε ανεξάρτητα, με την έννοια ότι δε μας επιβάλλει κανείς το τι θα γράψουμε.
Αλλά, επιστρέφοντας στην προαναφερόμενη ρήση, θα προσθέσω άλλη μία «Μ’ ένα σμπάρο δύο τρυγόνια!». Αφορμή του πορτρέτου, θέλω να πω, προέκυψε το άρθρο μου ή αντίστροφα, δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία. Θα σταθώ και σε μια προσωπική άποψη περί διαφοράς. Ποτέ δε μου άρεσε το μαύρο και το άσπρο. Ποτέ δε διαχωρίζω την τέχνη σε ποιοτική ή μη και δε θυσιάζω το ύφος προς χάριν της εικόνας. Ο λόγος είναι ότι η εμπειρία μού δίδαξε πως πάντα θα υπάρχει μία μερίδα κόσμου στην οποία θα αρέσει κάτι και μία άλλη στην οποία δε θα αρέσει. Δε θα ζήσω, όμως, με το άγχος του πονταρίσματος. Προτιμώ να γίνω η μπίλια της ρουλέτας και, αν πέσω στον αριθμό που πόνταρα, έχει καλώς. Αν όχι, τότε το ξανασυζητάμε!
Καλό μήνα
Λεωνίδας Θεοδωρίδης