Βίκτορ Ουγκό ‒ Victor Hugo
(1802-1885)
Φίλε, ποιητή, πνεύμα που φεύγεις από τη μαύρη νύχτα μας.
Φεύγεις απ’ τους θορύβους μας να κατοικείς στη δόξα.
Και τ’ όνομά σου στις ψηλές βουνοκορφές θα λάμπει.
Εγώ που νέο κι ωραίο σε γνώρισα παλιά και σε αγαπούσα,
και συντροφιά πετάξαμε κάποιες φορές στα ύψη,
έντρομος εγώ κι ακουμπώντας στην πιστή ψυχή σου·
εγώ ασπρισμένος ημερών με χιόνι στα μαλλιά μου,
θυμάμαι κείνους τους παλιούς καιρούς, ονειρευόμενος
κείνο το νέο παρελθόν ζώντας τις δύο αυγές μας,
στις θύελλες, στους αγώνες μας και στα βουερά ακρογιάλια,
στη νέα τέχνη που προσφέρονταν και στον κόσμο να λέει:
ναι· κι ακόμα ακούω εκείνον τον θείο άνεμο που κόπασε.
Ήσουν τέκνο της αρχαίας Ελλάδας και της νέας Γαλλίας,
τίμησες τους νεκρούς με υπερηφάνεια και μ’ ελπίδα·
* (Δεν έκλεισες ποτέ τα μάτια σου στο μέλλον.)
Μάγος στη Θήβα και υπό τον ίσκιο των μενχίρ δρυΐδης,
Φλαμανδός στις όχθες του Τίβερη και Ινδός στο Γάγγη,
στου Θεού το τόξο βάνοντας το βέλος του αρχαγγέλου,
ήσουνα σύντροφος του Αχιλλέα και του Ρολάνδου,
μυστηριώδης, δυνατός σιδηρουργός στο αμόνι,
γνώριζες να πλέξεις τις ακτίδες σε μία και μόνη φλόγα·
η δύση συναντούσε την αυγή μες στην ψυχή σου·
το χτες με το αύριο ενώνονταν στην εύφορή σου σκέψη·
καθαγίασες την προγιαγιά-τέχνη της νέας τέχνης·
καταλάβαινες όταν μια άγνωστη ψυχή μιλούσε
στον κόσμο μέσα από αστραπές, από ένα σύννεφο
πως έπρεπε να την ακούσουμε και να την αγαπήσουμε·
ήρεμος, περιφρόνησες των υβριστών τη χλεύη
για τον Αισχύλο, που έβγαναν με αφρούς, και για τον Σαίξπηρ·
ήξερες πως ο αιώνας μας ανάπνεε τον αέρα του,
πως η τέχνη εξελίσσεται μόνο αν μετουσιώνεται,
και πως το θείο και το υψηλό γιγαντώνουν το ωραίο,
και σ’ είδανε περικλεή κραυγές χαράς να βγάνεις,
όταν το Παρίσι άρπαξε η τραγωδία σαν ένα θήραμα,
όταν η νέα άνοιξη έδιωξε το χειμώνα,
όταν του σύγχρονου ιδανικού το απρόσμενο άστρο
έφτασε ξαφνικά να λάμψει στον φλεγόμενο ουρανό,
κι όταν τον Πήγασο έδιωξε ο Ιππόγρυφος!
Σε χαιρετώ στο αυστηρό χείλος του τάφου. Πήγαινε
να βρεις το αληθινό, εσύ που εδώ βρήκες το ωραίο.
Ανέβα τα πικρά σκαλιά. Πάνω απ’ τη σκοτεινιά τους,
το μαύρο εκείθε φαίνεται γεφύρι της αβύσσου·
πέθανε! Η στερνή σου ώρα είναι το τελευταίο σκαλί.
Πήγαινε, εσύ αετέ, στα βάραθρα που σε έλκουν·
θα δεις το απόλυτο, το πραγματικό και το θείο.
Θα αισθανθείς τον δυσοίωνο άνεμο της κορυφής
και το έκπαγλο θάμβος του αιωνίου θαύματος.
Τον Όλυμπό σου θε να δεις από τα ουράνια ύψη,
κι απ’ το ύψος του αληθινού θα δεις τις χίμαιρές μας,
αλλά κι εκείνη του Ιώβ μαζί και του Ομήρου,
κι από το ύψος του Θεού θα δεις τον Ιεχωβά.
Πέτα, πνεύμα, ανυψώσου με τα φτερά ανοιχτά, ανέβα!
Κι ένας μονάχα ζωντανός σαν μας αφήνει συγκινούμαι,
γιατί να μπεις στο θάνατο είναι να μπαίνεις στο ναό·
κι όταν πεθαίνει κάποιος εκεί, εγώ βλέπω καθαρά
στο θάνατό του τη δική μου ανάληψη, όταν έρθει η ώρα.
Φίλε, αισθάνομαι της τύχης την σκοτεινή αφθονία·
κίνησα για το θάνατο από τη μοναξιά μου,
βλέπω το βάθος της νυχτός θαμπά αστερωμένο·
να τη που φτάνει κι η δική μου ώρα· να, πηγαίνω.
Η μακριά κλωστή μου τρέμει από το τέντωμα και σχεδόν
άγγιξε το γάντι· ο άνεμος που σε πήρε απαλά με ανυψώνει,
και θα ακολουθήσω όσους με αγάπησαν στην εξορία.
Το ακίνητο βλέμμα τους με τραβάει στην εσχατιά του απείρου.
Τρέχω. Κρατάτε μου ανοιχτή τη νεκρική μου πόρτα.
Ας περάσουμε, είναι ο νόμος· κανείς δεν του ξεφεύγει.
Όλα παρακμάζουν, κι αυτός ο μέγας αιώνας με τη λάμψη του
μπαίνει κι αυτός στο άπειρο σκότος που όλοι, ωχρές ψυχές,
πηγαίνουμε. Τι τρομερό θόρυβο κάνουνε στο λυκόφωτο
οι οξιές που κόβει ο Ηρακλής για τη νεκρική πυρά του!
Άρχισαν το χλιμίντρισμα τ’ άλογα του θανάτου,
χαρούμενα γιατί η λαμπρή μας εποχή φτάνει στο τέλος·
ο αγέρωχος αιώνας μας που ήξερε να δαμάσει
τον αντίθετο άνεμο τελειώνει... Ω! Γκωτιέ που φεύγεις
πίσω από τους ισάξιούς σου: τον Δουμά, το Λαμαρτίνο,
τον Μισέ. Η αρχαία πηγή που ξανανιώνει έχει στερέψει·
αφού δεν υπάρχει η Στύγα, δεν υπάρχει και η Ήβη.
Ο σκληρός θεριστής προχωράει με τη μεγάλη λάμα του,
σκεφτικός, βήμα-βήμα κατά τα στάχυα που απομένουν·
ήρθε η σειρά μου· το θολό μάτι μου σκεπάζει η νύχτα,
που, αλίμονο, μαντεύοντας το μέλλον των περιστεριών,
κλαίει πάνω στις κούνιες και χαμογελάει στους τάφους.
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος
* Μεταφράσαμε πρόχειρα αυτόν το στίχο, που, μάλλον από αβλεψία, δεν υπάρχει στη συγκεκριμένη έκδοση: Jamais tu ne fermas les yeux à l’avenir.
Άλλα ποιήματα του Βίκτορ Ουγκό μπορείτε να διαβάσετε εδώ:
https://thepoetoftheuniverse.wordpress.com
Το ποίημα «Στον Θεόφιλο Γκωτιέ» του Βίκτορ Ουγκό αναδημοσιεύεται από το βιβλίο:
https://thepoetoftheuniverse.files.wordpress.com/2014/07/to_ellhnopoulo_kai_alla_poihmata.jpg
Η φωτογραφία: http://media-1.web.britannica.com/eb-media/40/1340-004-BFC7E8C1.jpg
Η επιλογή ‒ πρόταση του ποιήματος και η παράθεση των πηγών είναι του Γιώργου Ζούκα.