Το Άγγιγμά Της…
γράφει ο Γιώργος Μπιλικάς
«Καλέ, από πού ξεφύτρωσες εσύ; Ο Χριστός και η Παναγία…»
«Οχ! Είναι και τα αφεντικά εδώ;»
«Καλέ, ποια αφεντικά; Τι είναι αυτά που λες; Και από ό,τι βλέπω θέλεις να πετάξεις κιόλας; Μα δεν μπορείς, χρυσέ μου. Μόνο οι αληθινοί άγγελοι μπορούν».
«Μα κι εγώ άγγελος είμαι. Δεν με βλέπεις; Τι τις έχω τις φτερούγες; Για φιγούρα; Απλώς, έχασα την ισορροπία μου και έπεσα. Μας συμβαίνει κι αυτό μερικές φορές. Σπάνια, βέβαια, αλλά μας συμβαίνει».
Η Άρτα έμεινε με ανοιχτό το στόμα από την έκπληξη, αλλά κατάφερε και είπε ψύχραιμα:
«Έλα τώρα… Σιγά μην είσαι αληθινός! Να ’λεγα ότι έχουμε Απόκριες, να πω εντάξει, αλλά έχουν περάσει κι αυτές…».
«Μα ποιες Απόκριες; Τι λες τώρα;»
«Ε, αφού λοιπόν επιμένεις, τότε για πες μου… Πώς έγινε και έπεσες; Και γιατί εγώ δεν έχω ξαναδεί άγγελο να πέφτει στη Γη;»
«Το ότι δεν έχεις ξαναδεί εσύ, δε σημαίνει ότι δεν πέφτουν. Σε πληροφορώ ότι πέφτουν και παραπέφτουν. Και να λοιπόν που τώρα είδες κι εσύ έναν».
«Και τότε για πες μου πώς έγινε και έπεσες;»
«Ήμουνα στα μπαλκόνια του ουρανού, και ξαφνικά ήρθε ένα πολύ πηχτό σύννεφο που με έσπρωξε και με πέταξε στη Γη».
«Και πώς βρέθηκες εκεί; Για πες μου λίγα πράγματα».
«Πού; Στον ουρανό πώς βρέθηκα;»
«Καλέ, στα μπαλκόνια…»
«Αααα… Ε, ήθελα από καιρό να πάω εκεί, αλλά δε μας αφήνουν. Όταν είμαστε καινούριοι, απαγορεύεται να πάμε εκεί, για να μην πέσουμε. Να είδες; Έτσι την έπαθα κι εγώ. Έκανα την απογευματινή μου βόλτα και ξαφνικά αντιλήφθηκα ότι η αγγελική περίπολος χάζευε στο Facebook και δε με έβλεπε. Οπότε θεώρησα πως είναι καλή ευκαιρία να απομακρυνθώ λίγο και να πάω προς τα μπαλκόνια, να δω τη θέα που βλέπουν οι παλιοί. Ε, τα υπόλοιπα σου τα είπα. Ήρθε το σύννεφο και με πέταξε στον κήπο σου. Ωραίος κήπος επί τη ευκαιρία».
«Και πώς σε λένε;»
«Είμαι καινούριος άγγελος, σε δοκιμαστικό στάδιο, και δε με έχουν ονομάσει ακόμα. Μπορείς να με φωνάζεις όπως θέλεις».
«Όπως θέλω; Αχ, μη μου βάζεις δύσκολα... Πού να βρω ένα όνομα αγγελικό που να σου ταιριάζει; Αχ, το βρήκα! Θα σε λέω Άγγελο. Και δε μου λες, Αγγελάκο μου… Από πότε είσαι άγγελος; Σου συνέβη κάτι πρόσφατα;»
«Χμμμ… Μάλλον… Δεν το ξέρω αυτό».
«Δεν το ξέρεις; Πώς γίνεται να μην το ξέρεις;»
«Δε μας λένε στην αρχή, γιατί είμαστε ακόμα σοκαρισμένοι από τη μετάβαση. Είναι έτσι η διαδικασία και είναι ίδια για όλους. Χρειάζεται λίγος χρόνος για να συνειδητοποιήσουμε την καινούρια μας κατάσταση, να ανεβούμε επίπεδα γνώσης και, όταν αυτό γίνει, τότε αντιλαμβανόμαστε τι συνέβη και πώς. Τώρα είναι όλα μπερδεμένα ακόμα. Θα έρθεις κι εσύ κάποια στιγμή. Είναι φυσικός νόμος άλλωστε».
«Και τι πάθανε οι φτερούγες σου; Σπάσανε;»
«Ναι, ρε γαμώτο…»
«Ε, καλά, μην κάνεις έτσι. Θα τις κολλήσουμε!»
«Μη νομίζεις ότι είναι εύκολο. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος θεραπείας και δεν είναι θέμα κολλήματος».
«Και ποιος είναι, παρακαλώ, αυτός ο τρόπος;»
«Πρέπει να αγγίξει τα φτερά μου μία γυναίκα που θα με αγαπήσει, και αυτό δεν είναι εύκολο...»
«Σώπα, καλέ, που δεν είναι εύκολο!»
«Μα εγώ δε λέω για την αγάπη που την έχετε πάρει και την έχετε κάνει καραμέλα. Πλακώνετε τον άλλο στα “σ’ αγαπώ” από το πρώτο ραντεβού. Ακόμα δεν τον είδατε, Γιάννη τον βαφτίσατε…»
Η Άρτα πλησίασε, άγγιξε τις φτερούγες, αλλά δεν έγινε τίποτα. Τις άγγιξε ξανά και ξανά και ξανά, αλλά και πάλι δεν έγινε τίποτα.
«Είδες;» είπε ο άγγελος. «Δεν είναι εύκολο να γίνει, γιατί, για να λειτουργήσει, είναι απαραίτητο να υπάρχει αγνή και άδολη Αγάπη. Αληθινή Αγάπη!»
«Χμμμ… Και πού να βρεις Αληθινή Αγάπη σήμερα;»
«Υπάρχει, αλλά οι άνθρωποι αναζητούν το τέλειο και οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει, γιατί την τοποθετούν πολύ ψηλά και αυξάνουν την απόσταση μεταξύ τους. Ο ορισμός “τελειότητα” δε συμβαδίζει όμως με την ανθρώπινη φύση, γιατί το τέλειο πρότυπο είναι πιο πραγματικό από την πραγματικότητα».
«Και πώς μπορούμε να το διορθώσουμε αυτό, Άγγελε;»
«Πρέπει να ξεχάσουμε την “Τέλεια Αγάπη” και να εστιάσουμε στην Πραγματική».
«Εγώ, πάντως, θέλω να σε βοηθήσω και δε με νοιάζουν οι ορισμοί. Ας ασχοληθούν άλλοι με τους ορισμούς».
«Σε πιστεύω, αλλά, από την άλλη μεριά, ευτυχώς που κάποιοι ασχολούνται με τους ορισμούς, για να μπορούν οι άνθρωποι να συνεννοούνται. Αυτό λοιπόν που χρειάζεται είναι η Πραγματική Αγάπη. Και δεν εννοώ φυσικά τη συμπάθεια που μπορεί να νιώθεις αυτή τη στιγμή , και άρα μιλάμε για αγάπη στιγμιαία, αλλά εννοώ ότι η γυναίκα που θα μπορέσει να με γιατρέψει πρέπει να βρεθεί μαζί μου σε συναισθηματική κατάσταση, και αυτό δε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Αντιλαμβάνεσαι;»
«Μα θέλω να σε βοηθήσω σου λέω».
«Αφού το θέλεις πραγματικά, τότε τι να πω… Ίσως να λειτουργήσει. Είναι θέμα χρόνου».
Και περνούσαν οι μέρες, και στο μεταξύ η Άρτα έβγαινε καθημερινά στον κήπο και έκανε παρέα με τον άγγελο μέχρι αργά το βράδυ και του ζήταγε να της λέει ιστορίες και να της μαθαίνει πράγματα, όπως: Τι ήταν οι Μαμελούκοι, τι έγινε στη μάχη του Μαντζικέρτ, ποιος ήταν ο Μπαρμπαρόσα ή ακόμα και ποια ήταν η Δούκισσα της Πλακεντίας, που ερωτεύθηκε τον λήσταρχο Νταβέλη. Κάθε βράδυ και μια ιστορία, και τους έπαιρνε ο ύπνος τα ξημερώματα και πολλές φορές ξυπνούσαν αγκαλιασμένοι, και έτσι σιγά σιγά ένιωθαν να βρίσκονται όλο και πιο κοντά.
Ένα βράδυ με πανσέληνο, κάθισαν στην αγαπημένη τους γωνιά του κήπου και η Άρτα ήταν στεναχωρημένη.
«Γιατί είσαι έτσι;»
«Περνάω πολύ όμορφα μαζί σου, μου αρέσει η συντροφιά σου, νιώθω ήδη εξαρτημένη από την παρουσία σου και αυτό πρέπει να το παλέψω, γιατί κάποια στιγμή θα φύγεις και αυτό με πικραίνει».
«Καταλαβαίνω, αλλά δυστυχώς δεν γίνεται διαφορετικά».
«Το ξέρω. Ανήκουμε σε διαφορετικούς κόσμους».
Την κοίταξε και Εκείνη έγειρε το κεφάλι της απαλά στον ώμο του.
«Θα με κάνεις μια αγκαλιά;»
Την έκλεισε μέσα στα χέρια του και, καθώς Εκείνη κούρνιασε μέσα τους, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τους λυγμούς της.
«Άγγιξε τις φτερούγες μου τώρα!» της ψιθύρισε.
Η Άρτα άγγιξε τις σπασμένες φτερούγες με τις παλάμες της, και εκείνες ως διά μαγείας θεραπεύτηκαν αμέσως.
«Σ’ ευχαριστώ… Σ’ ευχαριστώ...»
«Δε θέλω να με ευχαριστείς, Άγγελε. Θέλω όμως να μου κάνεις μια χάρη».
«Σου το οφείλω».
«Δεν θέλω να μου οφείλεις κάτι. Δεν θέλω να μου οφείλεις τίποτα».
«Θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις».
«Φίλησέ με…»
Την κοίταξε και η Άρτα άρχισε να τρέμει από επιθυμία. Και ο άγγελος όμως είδε Αγάπη στα Μάτια της Άρτας. Την έσφιξε επάνω του και τη φίλησε.
«Μείνε στη ζωή μου, Άγγελε...»
«Μα πώς; Αφού είπαμε ότι οι Κόσμοι μας είναι διαφορετικοί. Δεν το είπαμε; Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω. Πρέπει να φύγω και το ξέρεις».
«Ναι, το ξέρω. Ξέρω ακόμα ότι σαν κι εσένα δεν υπάρχει άλλος. Μετά από σένα έσπασε το καλούπι και είσαι το τελευταίο που υπάρχει, αλλά σε θέλω στη ζωή μου. Σε χρειάζομαι».
«When you’re down and troubled
and you need some loving care
and nothing, nothing is going right.
Close your eyes and think of me
and soon I will be there
to brighten up even your darkest nights.
You just call out my name,
and you know where ever I am
i’ll come running to see you again.
Winter, spring, summer, or fall,
all you’ve got to do is call
and I’ll be there, yeah, yeah, yeah,
you’ve got a friend.
If the sky above you
should turn dark and full of clouds
and that old north wind should begin to blow,
keep your head together
and call my name out loud.
Soon I’ll be knocking upon your door.
You just call out my name,
and you know where ever I am
I’ll come running to see you again.
Winter, spring, summer, or fall,
all you’ve got to do is call
and I’ll be there, yeah, yeah, yeah,
Hey, ain’t it good to know that you’ve got a friend?
People can be so cold.
They’ll hurt you and desert you.
Well, they’ll take your soul if you let them,
oh yeah, but don’t you let them.
You just call out my name,
and you know where ever I am
i’ll come running to see you again.
Winter, spring, summer, or fall,
all you’ve got to do is call,
Love, I’ll be there, yeah, yeah,
you’ve got a friend. You’ve got a friend.
Ain’t it good to know that you’ve got a friend?
Ain’t it good to know you’ve got a friend?
Oh, yeah, yeah, you’ve got a friend».
Video: http://youtu.be/0iM38PyxzG8
Τη φίλησε ξανά και ξανά και ξανά… Το δέρμα της είχε ανατριχιάσει…
«Αχ, ρε Άγγελε…»
«Αχ, ρε Άρτα…»
Άνοιξε τις φτερούγες του και πέταξε ψηλά. Η Άρτα τον κοίταζε να φεύγει προς τον Ουρανό, μέχρι που δεν μπορούσε να διακρίνει ούτε καν τη σιλουέτα του.
«Άγγελέ μου…» ψιθύρισε.
Σχεδόν αμέσως φτερά άρχισαν να πέφτουν από τον Ουρανό κυματιστά προς το μέρος της. Την πλησίασαν, χόρεψαν για λίγο γύρω από το κορμί της, και προσγειώθηκαν μπροστά στα πόδια της απαλά.
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο ιστολόγιο του Γιώργου Μπιλικά στις 22/10/2014.