Στέλλα
γράφει η Κατερίνα Σωπύλη
Το σκοτάδι γεννά το φως ή μόνο το φως είναι αυτό που μπορεί να προκαλέσει το σκοτάδι; Ξημερώματα στην Αθήνα. Οι λιγοστές ακτίνες ηλίου, που κατάφερναν να ξεπηδήσουν από τα μαύρα σύννεφα που είχαν καλύψει τον αθηναϊκό ουρανό, χάιδευαν τις γρίλιες από μισοκλεισμένα στόρια.
Η Στέλλα παραμέρισε το σεντόνι της, με μια κίνηση βρέθηκε καθιστή στο κρεβάτι της. Σήκωσε τα χέρια της, τεντώνοντας όλο της τον κορμό. Έπειτα ένιωσε μια κρυάδα σε όλο της το κορμί. Η θύμηση του Μίλτου για άλλη μια φορά την κυρίευσε. Άφησε μια ξέπνοη ανάσα και σηκώθηκε. Κοίταξε το κλειστό στόρι, οι ακτίνες του θεού της ημέρας είχαν για τα καλά περικυκλώσει τις γρίλιες. Δεν ήθελε να το ανοίξει. Δεν ήθελε το φως. Ήθελε το σκοτάδι. Ένιωθε βαθιά μέσα της το σκοτάδι. Σαν έφυγε εκείνος, η ζωή της έγινε άνω κάτω. Σαν μια πικρή μοίρα να τους ήθελε χώρια. Ήταν τόσο μα τόσο ευτυχισμένοι μαζί, όμως η ζωή είχε άλλα σχέδια για τους δυο τους. Η είδηση ότι χάθηκε στη λεωφόρο Αθηνών – Θεσσαλονίκης ήρθε να κατασπαράξει την ύπαρξή της. «Θα είμαστε μαζί το βράδυ, αγάπη μου» της είχε πει. Δεν γύρισε ποτέ. Έμεινε εκεί...
Ποτέ της δεν στερήθηκε κάτι. Μεγαλωμένη στα πούπουλα, οι γονείς της είχαν καλή οικονομική κατάσταση, έτσι όλη τους η φροντίδα έπεσε επάνω στη κόρη τους. Έτσι και εκείνη έμαθε να ζει με αυτό τον τρόπο. Όλος ο κόσμος στα πόδια της. Έτσι ήταν η ζωή για τη Στέλλα.
Στα φοιτητικά χρόνια ήρθαν να τη συναντήσουν δυο μελένια μάτια γεμάτα στοργή. Ήρθαν να γεμίσουν την πλούσια από υλικά, μα άδεια από συναισθήματα, ψυχή της.
Δίπλα του γνώρισε ομορφιές που δεν ήξερε. Εκτίμησε τη βόλτα στη Πλάκα, εκτίμησε το συνοικιακό ταβερνάκι. Και, παρά τις διαφωνίες των μέχρι τότε φίλων της, αφέθηκε στα χέρια του να γεννηθεί από την αρχή… Άλλαζε σιγά σιγά η Στέλλα και γινόταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Μια άλλη ψυχή γεννιόταν μέσα από την ψυχή της. Μια άλλη ζωή μέσα από τη ζωή της. Και όλα έμοιαζαν με όνειρο.
Πιασμένοι χέρι χέρι γνώρισαν τόπους και μέρη, αγκαλιάστηκαν κάτω από τη σκιά δέντρων που συντρόφευαν τον έρωτα τους και τα πρώτα τους φιλιά. Όλα ήταν τόσο όμορφα δίπλα του, σαν μια μαγική παλέτα με χιλιάδες χρώματα που κάθε ένα ήταν ένα διαφορετικό συναίσθημα. Ένας πανέμορφος πίνακας ζωγραφικής, επάνω του διέκρινε κανείς τη Στέλλα και το Μίλτο. Ένας έρωτας χρυσοκέντητος, ένας έρωτας που όμοιό του δεν είχε μέχρι τότε γνωρίσει. Κανένα από όλα εκείνα τα πλουσιόπαιδα δεν μπόρεσαν ποτέ να της δώσουν ό,τι ο Μίλτος, ακόμα και όταν την πήγαιναν στα πιο ακριβά μέρη του κόσμου. Όχι, ο Μίλτος της ήταν από μόνος του ένα θαύμα. Και τώρα ήταν μακριά... Τώρα ήταν εκεί, κλεισμένος σε ένα ψυχρό κουτί. Έκαναν σχέδια να μείνουν μαζί. Είχε πια φτάσει η ώρα να κάνουν το επόμενο βήμα. Έκλεισε τα μάτια της. Τον έφερε στο μυαλό της.... Τα λόγια έβγαιναν μόνα τους από το στόμα της. Το μυαλό κενό... Η καρδιά όμως είχε τώρα το λόγο. Η καρδιά που πονούσε...
«Δώσε μου το χέρι σου να σε οδηγήσω στο φως. Μίλτο μου, έφυγες και με άφησες πίσω. Θέλω να σου δώσω ανάσα, να αισθανθείς ζωντανός. Δε ζητάω τίποτα άλλο παρά να σε έχω δίπλα μου ξανά. Όπως τότε που σε γνώρισα. Όπως τότε που σε ακολούθησα, πέταξα στα όνειρά σου, γεύτηκα όλες τις στιγμές μαζί σου. Θα ήθελα να μπορούσα να σε κρατούσα για πάντα κοντά μου, να μη φύγεις από τη ζωή μου. Κούρσεψες την καρδιά και το μυαλό μου, έκανες τα αδύνατα δυνατά!!!»
Άνοιξε τα δακρυσμένα μάτια της. Είχε υποχρέωση να συνεχίσει. Να κάνει τα πάντα, σαν να ήταν εκεί. Σαν να μην έφυγε ποτέ. Με δυσκολία σηκώθηκε, άνοιξε τα στόρια. Το φως τύφλωσε τα κουρασμένα από το κλάμα μάτια της. Θα τα κατάφερνε. Την έμαθε να πλάθει η ίδια τη ζωή, να μην περιμένει. Ήταν δίπλα της, τον ένιωθε. Ντύθηκε, άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός της, βγήκε και άρχισε να περπατά. Τα βήματά της την οδήγησαν στο δασάκι που συχνάζανε. Με το μυαλό άδειο από σκέψεις συνέχισε να περπατά. Κάθε δέντρο, κάθε παγκάκι είχε κάτι από εκείνους. Είχε κρυμμένη μια ανάμνηση, μια υπόσχεση αιώνιας αγάπης... Δεν άφησε τα δάκρυα να ξεχυθούν στο πρόσωπό της. Αρκετά είχε κλάψει. Η θύμησή του και πάλι την κούρσεψε. Ένιωσε πίσω της βήματα. Δεν έδωσε σημασία. Πολλοί ήταν εκείνοι που την ίδια ώρα έκαναν περίπατο εκεί. Τα βήματα όμως πλησίαζαν, σταμάτησε με φόβο μήπως ήταν κανένας παλαβός και της ορμήσει. Ένα χέρι ένιωσε στον ώμο της, που την έκανε να γυρίσει απότομα και τρομαγμένη. Ο τρόμος όμως αντικαταστάθηκε από την έκπληξη. Η ίδια της η ανάσα την έπνιξε. Μπροστά στα μάτια της στέκονταν ο Μίλτος, με σάρκα και οστά, με αυτά τα μελένια μάτια να την κοιτούν, γεμάτα από την ίδια εκείνη αγάπη. Τα χέρια της μούδιασαν, το σώμα της άρχισε να χάνεται, ναι, το ένιωθε, χανόταν. Εκείνος έτρεξε και την έπιασε.
«Τι έπαθες, αγάπη μου; Δεν με περίμενες; Δεν σου είπα ότι το βράδυ θα έρθω;»
«Μα...»
«Μα... ακόμα και ο θάνατος κάνει πίσω σε μια τέτοια αγάπη, Στέλλα μου, εγώ δε θα φύγω ποτέ από δίπλα σου. Θα είμαι πάντα εδώ».
Άπλωσε τα χέρια της να τον αγγίξει, όπως έκανε εκείνος. Μα, για μεγάλη της έκπληξη, το σώμα του ήταν διάφανο. Λες και ήταν αερικό.
«Μίλτο μου...» είπε και έσκυψε επάνω του, μην μπορώντας να τον αγγίξει.
«Ήρθα να σου πω ότι θα είμαι δίπλα σου. Σε αγαπάω, Στέλλα...»
Της είπε αυτά τα λόγια και την άφησε απαλά να καθίσει στο χώμα. Η Στέλλα με κλειστά τα μάτια τον άκουγε, έτρεμε μήπως τα ανοίξει, και εκείνος εξαφανιστεί. Σε λίγα δευτερόλεπτα, τα ίδια βήματα που άκουσε πριν έφτασαν σαν ήχος στα αφτιά της και πάλι. Άνοιξε τα μάτια της, δεν υπήρχε τίποτα, είχαν όλα χαθεί! Με όση δύναμη της είχε απομείνει, φώναξε το όνομα του.
«Μίλτο!!!»
Ένιωθε και πάλι να πνίγεται, δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Ήταν όλα μαύρα, ξένα, παγωμένα. Ένιωθε να χάνεται όταν....
«Ε, μικρή μου, ξύπνα... Στέλλα, όνειρο βλέπεις. Ξύπνα, αγάπη μου».
Άνοιξε τα μάτια της. Βρέθηκε και πάλι στο κρεβάτι της. Δίπλα της ο Μίλτος. Αυτήν τη φορά όμως ήταν εκείνος και όχι το φάντασμά του. Ένα όνειρο ήταν. Τον κοίταξε. Με μια κίνηση έπεσε μέσα στην αγκαλιά του. Τον έσφιξε δυνατά.
«Μη μου φύγεις ποτέ, το ακούς;»
«Πού να πάω, γλυκό μου πλάσμα;» της είπε χαμογελώντας.
«Μίλτο μου, είδα ένα άσχημο όνειρο...»
«Όνειρο, όπως το είπες... Εμάς δε μας χωρίζει τίποτα. Ούτε καν ο ΘΑΝΑΤΟΣ...»
Την αγκάλιασε, την έσφιξε στην αγκαλιά του, να νιώσει τα λόγια που της είπε... Όλα ήταν ένα όνειρο...