Το ταξίδι του καλού καιρού ‒ θάλασσα, τοπίο, σύμβολα
σε πίνακες σύγχρονων Ελλήνων ζωγράφων
Μέρος Α’
Το καλοκαίρι δίνεται συνήθως η αφορμή να οργανώσουμε έτσι το χρόνο μας, ώστε να αφιερώσουμε παρενθέσεις συγκεντρωμένων στιγμών σε περιηγήσεις, με τη σύντομη διακοπή του καθιερωμένου προγράμματος. Αυτές, άλλωστε, ανοίγουν το δρόμο στο διαφορετικό. Παρ’ όλα αυτά, τόσο το ταξίδι όσο και ο καλός καιρός δύνανται να υπερβούν την απτή πραγματικότητα, να γίνουν εικόνα, φαντασία, ιδέα, όνειρο, έννοια, να εκφραστούν και να αποτυπωθούν δημιουργικά, διαμορφώνοντας κόσμους με πραγματικά και με νοερά όμως υλικά, πρόσφορους και ανοιχτούς στις μικρές μας περιπλανήσεις κάθε στιγμή και εποχή. Ένα τέτοιο μαγικό χαλί αποτελεί και η ζωγραφική, που στο χρώμα, στο σχήμα, στο υλικό, στις συνθέσεις και στις τεχνικές συμπυκνώνονται η εποχή, η εξέλιξη, η σύλληψη, η αγωνία και η ανάγκη εκδήλωσης σκέψεων, προβληματισμών, διαθέσεων, εμπειριών και συναισθημάτων. Κάθε πίνακας γίνεται εν δυνάμει μία μαγική σφαίρα, ικανή να απορροφήσει, ανάλαφρα ή καθηλωτικά, το θεατή και κοινωνό της στον κωδικοποιημένο μικρόκοσμο του εκάστοτε καλλιτέχνη. Και μετουσιώνει έτσι τη γόνιμη ανταλλαγή και επικοινωνία σε όμορφο ταξίδι καλού και παντός καιρού.
Θα επιχειρήσουμε εδώ να κάνουμε, σε διαδοχικές ενότητες, μία συνοπτική περιδιάβαση στο χώρο, στο χρόνο, ενίοτε και σε ό,τι θα μπορούσε να συμβολίζει μία εποχή ή μία κατάσταση, εντοπίζοντας προοδευτικά αλλά αποσπασματικά και στοιχεία για τις αλλαγές ή για τις διαφορές των φάσεων στη ζωγραφική, μέσα από έργα σύγχρονων Ελλήνων ζωγράφων, φιλοτεχνημένα από τη δεκαετία του ’20 έως και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Και, φυσικά, σε τούτη τη μικρή μας οδύσσεια, που ξεκινάει από το ορισμένο, στοχεύοντας στη διάχυση και στην ελευθερία του ονείρου, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να οδηγηθούμε σε επιπλέον μονοπάτια, χωρίς να χάσουμε τον προσανατολισμό μας, αλλά εμπλουτίζοντας την περιπέτεια αυτής της διαδρομής. Θα σταθούμε, επομένως, σε απεικονίσεις του αφηρημένου, του φυσικού, αλλά και του αστικού τοπίου, το οποίο δεν ξεφεύγει εντελώς από το θέμα μας, καθώς αντικατοπτρίζει την ανθρώπινη παρέμβαση στο φυσικό τοπίο, όπως εκείνη εν μέρει αποκρυσταλλώνεται σε αυτό μορφικά, εφόσον η διεργασία παραμένει δυναμικά μεταβαλλόμενη στο χρόνο. Στο Μέρος Α’, λοιπόν, θα παρουσιάσουμε επιλεκτικά κάποια έργα των πρώτων τριών εικαστικών, που καταπιάστηκαν και με σχετικά θέματα στην πορεία των αναζητήσεών τους. Αυτοί είναι ο Κωνσταντίνος Μαλέας, ο Σπύρος Παπαλουκάς και ο Αλέκος Κοντόπουλος.
Θα επιχειρήσουμε εδώ να κάνουμε, σε διαδοχικές ενότητες, μία συνοπτική περιδιάβαση στο χώρο, στο χρόνο, ενίοτε και σε ό,τι θα μπορούσε να συμβολίζει μία εποχή ή μία κατάσταση, εντοπίζοντας προοδευτικά αλλά αποσπασματικά και στοιχεία για τις αλλαγές ή για τις διαφορές των φάσεων στη ζωγραφική, μέσα από έργα σύγχρονων Ελλήνων ζωγράφων, φιλοτεχνημένα από τη δεκαετία του ’20 έως και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Και, φυσικά, σε τούτη τη μικρή μας οδύσσεια, που ξεκινάει από το ορισμένο, στοχεύοντας στη διάχυση και στην ελευθερία του ονείρου, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να οδηγηθούμε σε επιπλέον μονοπάτια, χωρίς να χάσουμε τον προσανατολισμό μας, αλλά εμπλουτίζοντας την περιπέτεια αυτής της διαδρομής. Θα σταθούμε, επομένως, σε απεικονίσεις του αφηρημένου, του φυσικού, αλλά και του αστικού τοπίου, το οποίο δεν ξεφεύγει εντελώς από το θέμα μας, καθώς αντικατοπτρίζει την ανθρώπινη παρέμβαση στο φυσικό τοπίο, όπως εκείνη εν μέρει αποκρυσταλλώνεται σε αυτό μορφικά, εφόσον η διεργασία παραμένει δυναμικά μεταβαλλόμενη στο χρόνο. Στο Μέρος Α’, λοιπόν, θα παρουσιάσουμε επιλεκτικά κάποια έργα των πρώτων τριών εικαστικών, που καταπιάστηκαν και με σχετικά θέματα στην πορεία των αναζητήσεών τους. Αυτοί είναι ο Κωνσταντίνος Μαλέας, ο Σπύρος Παπαλουκάς και ο Αλέκος Κοντόπουλος.
Κωνσταντίνος Μαλέας
(1879-1928)
(1879-1928)
Ο Κωνσταντίνος Μαλέας γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί σπούδασε αρχιτεκτονική και το 1901 έφυγε για το Παρίσι, όπου μαθήτευσε στην École Nationale des Arts Décotatifs. Η επίδραση και των δύο τομέων φαίνεται στους πίνακές του, ενώ στα θέματά του τον απασχόλησαν τόσο η τοπιογραφία και η παραδοσιακή λαϊκή αρχιτεκτονική όσο και η συνδυασμένη τους αναπαράσταση. Στα έργα του διακρίνεται η επαφή του με μία ποικιλία ρευμάτων, όπως είναι ο ιμπρεσιονισμός, ο πρώιμος εξπρεσιονισμός στο χειρισμό του χρώματος με αδρές γραμμές που όμως αποπνέουν λυρισμό, επίσης μία ιδέα ναΐφ τέχνης ενίοτε στα σχήματα, ο κυβισμός, η Art Nouveau κ.ά. Πειραματιζόταν και εμβάθυνε ακατάπαυστα στην τέχνη του, διευρύνοντας την οπτική του στον τρόπο απόδοσης των θεμάτων, ενώ, ευρισκόμενος στον αντίποδα της αυστηρότητας του ακαδημαϊσμού, κατέληξε σε ένα έργο πολύπλευρο. Το 1918 έγινε διευθυντής στο νεοϊδρυθέν Μουσείου Ελληνικών Χειροτεχνημάτων (Μουσείο Λαϊκής Τέχνης) και το 1929 εκδόθηκε μετά θάνατον η πολύχρονη συγκέντρωση των ζωγραφικών μελετών του, με τίτλο Εικόνες Λαϊκής Αρχιτεκτονικής.
Ένα τοπίο που, όντας αποδοσμένο λυρικά, αποπνέει ηρεμία, ενώ τα λιγότερο προσδιορισμένα περιγράμματα αφήνουν τη φαντασία να ταξιδέψει.
Στη «Σαντορίνη» οι εντάσεις των χρωμάτων και η αντίθεση του λευκού με τις αποχρώσεις του μπλε εναρμονίζονται με τη σύνθεση ξεκάθαρων φυσικών όγκων, στο βάθος, και των επιφανειών και των καμπυλών του οργανωμένου χώρου, στο πρώτο επίπεδο του πίνακα, έτσι όπως αυτός ‒ο χώρος‒ εντάσσεται ταιριαστά στο περιβάλλον.
Σπύρος Παπαλουκάς
(1892-1957)
(1892-1957)
Ο Σπύρος Παπαλουκάς από την κωμόπολη Δεσφίνα, στο Νομό Φωκίδας, σπούδασε στην Αθήνα, στη Σχολή Καλών Τεχνών ‒αναβαθμίστηκε σε Ανώτατη (ΑΣΚΤ), το 1930‒, τα χρόνια 1909-1916, με δασκάλους του τον πρώτο τότε διευθυντή Γεώργιο Ιακωβίδη, το Σπύρο Βικάτο, επίσης, το Δημήτριο Γερανιώτη, το Γεώργιο Ροϊλό, το Στέφανο Λάντσα και τον Παύλο Μαθιόπουλο. Συνέχισε τη μετεκπαίδευσή του στο μεταπολεμικό Παρίσι του 1917, προσπαθώντας να προχωρήσει πέραν του περιορισμένου ακαδημαϊκού συντηρητισμού των σπουδών του, μπολιαζόμενος από τις νέες τάσεις της εποχής. Ασκούνταν επίμονα πάνω στο αντικείμενό του, προκειμένου να οξύνει τις δεξιότητες και να ανοίξει τον ορίζοντά του. Συνδέθηκε φιλικά με το Στρατή Δούκα και το Φώτη Κόντογλου, που συνυπήρχαν δημιουργικά στη διαδρομή του και στις περιόδους παραμονής του στον Άθω. Από το 1943 έως το 1951 δίδαξε ελεύθερο σχέδιο στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου, ενώ το 1956 εξελέγη καθηγητής στην ΑΣΚΤ. Ασχολήθηκε επιπλέον, σε μικρή ηλικία, με τον πηλό και την κατασκευή φιγούρων του θεάτρου σκιών, αργότερα επιτυχώς με την αγιογραφία, με τη σκηνογραφία κ.ά. Στη ζωγραφική, πιο ειδικά, καταπιάστηκε με μία ποικιλία θεματικών ειδών, όπως θρησκευτικά, τοπιογραφία, προσωπογραφία κ.λπ., ενώ σε εκείνον οφείλεται το χρώμα της «Μπλε πολυκατοικίας» (1933), στα Εξάρχεια, έργο του αρχιτέκτονα Κυριακούλη Παναγιωτάκου (1902-1982).
«Η πολυκατοικία, ιδιοκτησία της οικογένειας Αντωνοπούλου, χτίστηκε το 1933 στη γωνία των οδών Αραχώβης και Θεμιστοκλέους, στα Εξάρχεια. Μεσοαστική γειτονιά τα Εξάρχεια, όπως και η γειτονική Νεάπολη, χτίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. (τα Εξάρχεια λίγο αργότερα από τη Νεάπολη) στον χώρο που δημιουργείται ανάμεσα στους δύο γυμνούς τότε και πευκόφυτους σήμερα λόφους, του Λυκαβηττού και του Στρέφη. Σπίτια νεοκλασικά, μικρά, μονώροφα και διώροφα τα περισσότερα αρχικά και σταδιακά, καθώς η γειτονιά απλωνόταν ανατολικότερα και μέχρι τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, αρκετά τριώροφα. Χαρακτηριστικός είναι ο πίνακας του Σπύρου Βασιλείου του 1930, που απεικονίζει την πλατεία των Εξαρχείων πλαισιωμένη από τέτοια μικρά, χαμηλά, προχειροφτιαγμένα κτίρια. Στην ίδια ακριβώς θέση δύο χρόνια αργότερα θα υψωθεί η μπλε πολυκατοικία, που το χρώμα της οφείλεται σε μελέτη του ζωγράφου Σπύρου Παπαλουκά. Σύμπτωση ή γνώση; Το αρχικό μπλε του Παπαλουκά ήταν πολύ κοντά στο μπλε του ουρανού του Βασιλείου» [Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, Η μπλε πολυκατοικία, Libro, Αθήνα, 2009, Α’ Ανατύπωση (1η έκδοση 2006), σσ. 11].
«Αν και ζωγράφος ο Παπαλουκάς, δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται σε επικοινωνία με τους αρχιτέκτονες και να τον απασχολούν σοβαρά τα θέματα της τεχνικής επεξεργασίας της μορφής. Όπως γράφει ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Παπαλουκάς “έδωσε μία λύση στα ειδικά προβλήματα της ζωγραφικής, εν συναρτήσει με την αρχιτεκτονική, όταν κοσμεί τις οικοδομικές επιφάνειες δίχως να παύει να είναι αρχιτεκτονική”.
»Από τα τρία χρώματα που χρησιμοποιεί ο Παπαλουκάς ‒το κίτρινο, το μπλε και τη ζεστή τερακότα‒ στην πολυκατοικία των Εξαρχείων επιλέγει τα δύο τελευταία. Στη βάση και στα εσωτερικά των στηθαίων η τερακότα. Στον κύριο όγκο το μπλε. Τα κουφώματα λευκά. Δείγματα αυτών των πρώτων αυθεντικών χρωμάτων του Παπαλουκά, των τόσο διαφορετικών από το σημερινό ανοιχτό γαλάζιο, βρήκε ο νεαρός αρχιτέκτονας Νίκος Μοίρας, κάτοικος της πολυκατοικίας, μελετώντας με προσοχή τους αρχιτεκτονικούς σοβάδες της.
»Ο Παπαλουκάς μελετά το παιχνίδι των αντιθέσεων θερμών και ψυχρών χρωμάτων, το παιχνίδι φωτός και σκιάς. Οργανώνει τις επιφάνειες και τους όγκους έτσι όπως το κάνει και στους πίνακές του. Τις ποιότητες των γραμμών του Παναγιωτάκου, τα μεγάλα κενά που εναλλάσσονται με τα πλήρη, τις ευθείες, τις σπάνιες καμπύλες. Ο τονισμός της οριζοντίου τον διευκολύνει. Αποτέλεσμα: μια πολυκατοικία υπόδειγμα από κάθε άποψη. Η πρώτη τολμηρή επέμβαση σε αθηναϊκό κτίριο, που σχολιάστηκε από ένα κοινό συνηθισμένο “στο αναιμικό γούστο των γύρω”, όπως είπε ένας άλλος μεγάλος της Τέχνης, ο γλύπτης και αρχιτέκτονας Γιώργος Ζογγολόπουλος.
»Δυστυχώς, σήμερα η μπλε πολυκατοικία μοιάζει εγκαταλελειμμένη. Το βαθύ μπλε του Παπαλουκά έχει αντικατασταθεί από ένα άχαρο θαλασσί και μαδημένους σοβάδες» [Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, Η μπλε πολυκατοικία, ό.π., σσ. 52-53].
Ο πίνακας συμπεριλαμβάνεται σε μία ενότητα θεμάτων εμπνευσμένων από τα τοπία, το φως και τα χρώματα της Αίγινας, από το καλοκαίρι του 1923 που διένυσε ο ζωγράφος στο νησί. Διαφαίνονται επιδράσεις της Art Nouveau στα σχήματα, ενώ το ίδιο το υλικό του χαρτονιού «συμμετέχει» στην τελική απόδοση του φωτός, της σκιάς και των χρωμάτων.
Ο πίνακας εντάσσεται στην «Περίοδο της Πάρου», στις πρώτες διακοπές που έκανε ο ζωγράφος με την οικογένειά του μεταπολεμικά, όπου καταπιάστηκε με την τοπιογραφία, και πιο συγκεκριμένα με θαλασσογραφίες. Διακρίνονται σε αυτόν η αφαίρεση και η γεωμετρική προσήλωση στο θέμα.
Αλέκος Κοντόπουλος
(1904-1975)
(1904-1975)
Ο Αλέκος Κοντόπουλος γεννήθηκε στη Λαμία. Από νωρίς εκδηλώθηκαν οι πολλαπλές καλλιτεχνικές του ανησυχίες, ενώ το 1923, ένα χρόνο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, σε μία εποχή αναβρασμού και ζυμώσεων, άρχισε τη φοίτησή του στη Σχολή Καλών Τεχνών. Δάσκαλοί του υπήρξαν οι Δημήτριος Γερανιώτης, Γεώργιος Ιακωβίδης, Νικόλαος Λύτρας και Παύλος Μαθιόπουλος. Του απονεμήθηκαν διάφορα βραβεία, λόγω των επιδόσεών του, που τον ενίσχυσαν οικονομικά στη διάρκεια των σπουδών του, ενώ παράλληλα συνεργαζόταν με έντυπα για την εικονογράφηση κειμένων. Τη δεκαετία του ’30 βρέθηκε στο Παρίσι, όπου μελέτησε όποιους νέους ζωγράφους και ρεύματα διαρρήγνυαν το στενό πλαίσιο του ακαδημαϊσμού, ενώ ο ίδιος αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι», με χρονικό σημείο εκκίνησής της το 1934. Ταξίδεψε πολύ και επηρεάστηκε τόσο από τις πολιτικοκοινωνικές αναταραχές όσο και από τις άθλιες συνθήκες ζωής των ασθενών οικονομικά στρωμάτων. Επιστρέφοντας επί ελληνοϊταλικού πολέμου, δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί, στη συνέχεια επιστρατεύτηκε και στην Κατοχή συμμετείχε στη δημιουργία αντιστασιακών αφισών που τοιχοκολλούνταν στην Αθήνα, και σε άλλες ανάλογες δραστηριότητες. Το 1949 ίδρυσε με άλλους ομοτέχνους του, σύμπνοους στις αναζητήσεις, την ομάδα «Οι Ακραίοι». Τη δεκαετία του ’50 ξαναβρέθηκε στο Παρίσι, επιστρέφοντας αργότερα και πάλι στην Ελλάδα. Συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις, εντός συνόρων και διεθνώς, ανάμεσα στις οποίες και στη 30ή Μπιενάλε της Βενετίας (1960). Είναι ένας πρωτοπόρος της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα, καθώς εξελίχθηκε από πολλά υποσχόμενος αντιπρόσωπος του ρεαλισμού, στην πρώτη περίοδο των σπουδών του, σε έναν από τους κυριότερους εκφραστές της αφαίρεσης, στην ανεικονική και μη παραστατική ζωγραφική.
Τις συνθέσεις του χαρακτηρίζουν οι αντιθέσεις στο χρώμα, η ιδιαίτερη λειτουργία του φωτός και ο ελεγχόμενα αφηρημένος γεωμετρισμός, αποπνέοντας ποιητικότητα και εκφράζοντας μία τάση φυγής από το συγκεκριμένο, με το σύγχρονο διαδραστικό άνοιγμα ως προς τον έξω κόσμο, μέσα από διάφορες τεχνικές, των οποίων ο χειρισμός διαμορφώνει έντονη εσωτερική κίνηση στα έργα του. Ίσως έτσι στοιχεία που θυμίζουν αντικείμενα ή απομεινάρια τους να γίνονται είδος συμβόλου, να αποκτούν μία άλλη διάσταση στη σφαίρα του ιδεατού και της υποκειμενικότητας του καλλιτέχνη, αντανακλώντας και τη διασπορά ή την αποσύνθεση των βεβαιοτήτων στο μεταπολεμικό κόσμο, που γίνονταν όλο και πιο αφηρημένες, μέσα από αλλεπάλληλες και συνεχείς πυροδοτήσεις συγκρούσεων και αναταραχών. Ο πίνακας «Καλοκαίρι, φεγγάρι και γη» θα μπορούσε να υποδηλώνει και την επιθυμία ενός ταξιδιού προσανατολισμένου από το σκοτάδι στο φως, με καραβάκι την ελπίδα, που μοιάζει σχεδόν σαν όνειρο.
Πηγές βιογραφικών πληροφοριών και εικόνων:
Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, Η μπλε πολυκατοικία, Libro, Αθήνα, 2009, Α’ Ανατύπωση (1η έκδοση 2006).
Αλέκος Κοντόπουλος, Τα Νέα, Πινακοθήκη του Νέου Ελληνισμού, Οι Μεγάλοι Έλληνες Ζωγράφοι, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2006. [Κείμενα Τώνη Π. Σπητέρη, Αλέκου Κοντόπουλου, καλλιτεχνική επιμέλεια Ρούλας Φραγκούλη, σχεδιασμός ‒ επιμέλεια σειράς Άρη Μαραγκόπουλου, Copyright εκδόσεις «Μέλισσα», «Πρόλογος» Άρη Μαραγκόπουλου, χορηγός Εθνική Τράπεζα.]
Σπύρος Παπαλουκάς, Τα Νέα, Πινακοθήκη του Νέου Ελληνισμού, Οι Μεγάλοι Έλληνες Ζωγράφοι, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2006. [Κείμενα Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, καλλιτεχνική επιμέλεια Ρούλας Φραγκούλη, σχεδιασμός ‒ επιμέλεια σειράς Άρη Μαραγκόπουλου, Copyright εκδόσεις «Μέλισσα», «Πρόλογος» Άρη Μαραγκόπουλου, χορηγός Εθνική Τράπεζα.]
http://wwk.kathimerini.gr/kath/7days/1996/01/14011996.pdf
http://archive-gr-2013.com/gr/n/2013-03-28_1743410_84/National-gallery
https://paletaart.wordpress.com/
http://artivity.gr/
http://www.gallery.asfa.gr/default.aspx
http://www.nationalgallery.gr/
http://www.melt.gr/
Γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου