«Το παράπονο του νεκροθάπτου», το διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη, μεταφέρθηκε στο θέατρο και παίζεται στην πλατεία Ασωμάτων στο Θησείο στο Χώρο Τέχνης Ασωμάτων. Το CityMag βρέθηκε εκεί και ο σκηνοθέτης του έργου Ανδρέας Κουτσουρέλης, ο οποίος ενσαρκώνει επίσης και ένα ρόλο στο έργο, μας μίλησε για αυτή τη δουλειά, για το έργο του Ροΐδη και για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το θέατρο σήμερα.
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Πες μας λίγα για το Ροΐδη».
Ανδρέας Κουτσουρέλης: «Το έργο είναι γραμμένο το 1895. Όλα τα διηγήματα του Ροΐδη, με εξαίρεση την Πάπισσα Ιωάννα που τον έκανε διάσημο διεθνώς, έχουν ως σημείο αναφοράς τη Σύρο. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία. Είχε σοβαρό πρόβλημα βαρηκοΐας, έκανε θεραπεία στη Γερμανία για ένα διάστημα, αλλά δεν άλλαξε κάτι. Επέστρεψε στην Αθήνα και έγραφε. Κυρίως στις εφημερίδες. Όλα αυτά τα διηγήματα είναι γραμμένα για εφημερίδες».
Ι.Λ.: «Ήταν η εποχή που έτσι γίνονταν δημοσιεύσεις έργων σε συνέχειες».
Α.Κ: «Ακριβώς. Τα θέματά του είναι κοινωνικά και κάποια πολιτικά. Πολλά αναφέρονται σε ζώα. Έκανε μία σύγκριση των ζώων με τον άνθρωπο σε σχέση με τον τρόπο αντίδρασης και με τα συναισθήματα».
Ι.Λ.: «Ο Ροΐδης είχε οξύ πνεύμα».
Α.Κ: «Και πολύ χιούμορ. Θα έλεγα ότι είναι πολύ κοντά στο φλεγματικό χιούμορ των Άγγλων. Περιγράφοντας τη σαπίλα χρησιμοποιεί το χιούμορ ενίοτε και χλευαστικά».
Ι.Λ.: «Ε, βέβαια. Καταπιάνεται με θέματα που θα ήταν πολύ θλιβερά αν δεν τα συνόδευε και με χιούμορ. Νομίζω ότι ο Ροΐδης ήταν πολύ κοντά σε αυτό που θα λέγαμε σήμερα μαύρη κωμωδία».
Α.Κ: «Θα μπορούσε να το πει και έτσι κανείς. Μιλάμε για έναν άνθρωπο που ήταν αντίθετος στην καθαρεύουσα. Υποστήριζε την αξία και τη δύναμη της δημοτικής. Γι’ αυτό στα διηγήματά του δε βρίσκουμε τη σκληρή καθαρεύουσα, χωρίς όμως και να γίνεται δημοτικιστής. Προσαρμόζει τη γλώσσα στον κάθε χαρακτήρα».
Ι.Λ.: «Το ύφος, δηλαδή».
Α.Κ: «Ναι. Οπότε μαλακώνει τη γλώσσα, που είναι εξαιρετική! Με αποτέλεσμα, όταν κάποιος ακούει ή διαβάζει το κείμενο, να μην έχει δυσκολία στην κατανόηση».
Ι.Λ.: «Έχοντας προοδευτική σκέψη, ενδεχομένως να ήταν οξύμωρη η υποστήριξη της καθαρεύουσας».
Α.Κ: «Ενδεχομένως. Και τα θέματά του είναι σαν να γράφτηκαν σήμερα».
Ι.Λ.: «Βάσει αυτού που λες, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το έργο του Ροΐδη είναι επίκαιρο ή τελικά τα πράγματα στην Ελλάδα δεν έχουν αλλάξει και τόσο πολύ;».
Α.Κ: «Τελικά τα πράγματα στην Ελλάδα δεν έχουν αλλάξει καθόλου, όχι μόνο όχι και τόσο πολύ. Από την εποχή του Όθωνα, αν θες, έως σήμερα η ιστορία επαναλαμβάνεται. Δε μαντεύει ο Ροΐδης, καταγράφει τα όσα συμβαίνουν στην εποχή του και διαβάζοντάς τον, εξαιτίας ακριβώς αυτής της επανάληψης στην ιστορία, το πρώτο που σκέφτεσαι δεν είναι “τι προοδευτική σκέψη”, γιατί τα όσα περιγράφει δε σταμάτησαν να συμβαίνουν».
Ι.Λ.: «Πες μας λίγα λόγια για τη μεταφορά του διηγήματος στο θέατρο και για τη δική σου σκηνοθεσία».
Α.Κ: «Καταρχήν δε θέλαμε να στήσουμε σκηνές δράσης και να γίνουμε περιγραφικοί».
Ι.Λ.: «Είναι δυνατός από μόνος του ο λόγος».
Α.Κ: «Ακριβώς. Οπότε έπρεπε να αναζητήσουμε άλλες λύσεις. Καταλήξαμε, λοιπόν, με την ομάδα να διατηρήσουμε το κείμενο ως έχει και να φανταστούμε έναν αφηγητή. Στο κείμενο υπάρχουν δύο πρόσωπα κεντρικά, ο Ροΐδης και ο ήρωάς του. Ο Ροΐδης συνομιλεί με τον ήρωά του στο κείμενο για την ακρίβεια. Αυτό διαδραματίζεται σε ένα καφενεδάκι όπου ο ήρωάς του του αφηγείται την ιστορία του. Εμείς αυτό το σπάσαμε σε τέσσερα πρόσωπα, αποδίδοντας ο καθένας τόσο τα λόγια του Ροΐδη όσο και του ήρωά του, σαν να πρόκειται για τέσσερα μοναχικά πρόσωπα που αφηγούνται την ίδια ιστορία. Το αποτέλεσμα της παράστασης είναι σαν κάποιος κινηματογραφιστής να γύρισε την ιστορία με τέσσερα διαφορετικά πρόσωπα και να μόνταρε επιλεκτικά κάποιες σκηνές φτιάχνοντας ένα έργο».
Ι.Λ.: «Οπότε, αντί να αφηγείται ένα πρόσωπο την ιστορία, την αφηγούνται εκ περιτροπής τέσσερα».
Α.Κ: «Και είναι τέσσερα πρόσωπα που δε συναντιούνται ποτέ επί σκηνής. Αποτελούν διαφορετικούς χαρακτήρες. Έτσι, η σκηνοθεσία δουλεύτηκε πάνω στο μοίρασμα του κειμένου, στη ρυθμολογία. Αποφασίσαμε επίσης ότι δε θέλαμε να έχουμε εμπλοκή με τεχνικά μέσα, χωρίς τεχνικό στο κοντρόλ για τη ρύθμιση του ήχου ή του φωτός. Έτσι, επιλέξαμε ένα φως για τον καθένα. Είναι ένα σκληρό φως που δημιουργεί σκιές στα πρόσωπα, τα οποία επί το πλείστον είναι ακίνητα πάνω σε μία καρέκλα. Ο κάθε ηθοποιός επομένως διαχειρίζεται το δικό του φως».
Ι.Λ.: «Η ιδέα της αυτοδιαχείρισης διατρέχει όλη την παράσταση».
Α.Κ: «Βεβαίως. Φυσικά, είναι οργανωμένο το πότε ανάβει και σβήνει το κάθε φως. Και εδώ έχουμε μία άλλη ρυθμολογία, που διαφέρει από το μοίρασμα του κειμένου. Δεν συμπίπτει πάντα το φως με το κείμενο. Έχουμε λοιπόν ρυθμικά το κείμενο και το φως, που άλλοτε συναντώνται και άλλοτε όχι».
Ι.Λ.: «Δημιουργείται και ένα είδος δράσης μέσα από όλο αυτό. Έχουμε τέσσερις ανθρώπους επί σκηνής, είναι δυνατός ο λόγος, τρέχει στο κείμενο η ιστορία, καθώς η παρουσία του αφηγητή είναι πάρα πολύ διακριτική, και τελικά η μία ώρα δεν κατάλαβα πώς πέρασε».
Α.Κ: «Αυτό είναι αλήθεια. Επιπλέον, χρησιμοποιήσαμε και τη μουσική. Τυπώσαμε ένα βινύλιο, κάτι που επίσης διαχειρίζονται οι ηθοποιοί. Έτσι, όλα τα διαχειρίζονται οι ηθοποιοί με μηδενική δράση, και αυτή η αφαιρετικότητα επιτρέπει στο θεατή να δημιουργήσει τις εικόνες που επιθυμεί».
Ι.Λ.: «Εκτός από τη μουσική υπάρχει και μία παιδική φωνή. Η επιλογή παιδικής φωνής έγινε επί τούτου; Με την έννοια ότι ακούμε μία φωνή που παραπέμπει αυτόματα στην αθωότητα να κάνει ανάγνωση ονομάτων σκαλισμένων σε ταφόπλακες».
Α.Κ: «Έτσι ακριβώς. Το παιδάκι το επιλέξαμε μετά από ηχογραφήσεις που κάναμε με γνωστούς ή όχι συναδέλφους, με γνωστές φωνές, για να το θέσουμε καλύτερα. Καταλήξαμε στο να χρησιμοποιήσουμε την ηχογράφηση από ένα κοριτσάκι 10 χρονών, που έπιανε το κείμενο στα χέρια του για πρώτη φορά διαβάζοντας τη γλώσσα του Ροΐδη, αφήσαμε επίτηδες τα λάθη. Η ηχογράφηση ήταν prima vista. Με αυτήν τη φωνή αρχίζει και τελειώνει η παράσταση. Και το τέλος της παράστασης είναι πολύ σημαντικό σε σχέση με ό,τι θέλει να πει ο Ροΐδης, ο οποίος δε συμφωνεί με το δράμα του ήρωά του. Αντίθετα, θεωρεί ότι φταίει αυτός και ο κάθε ένας που παρασύρεται από υποσχέσεις αμφίβολων πολιτικών προσώπων. Με μία άλλη έννοια θα μπορούσε κανείς να πει ότι το πιτσιρίκι είναι η ελπίδα ενός μέλλοντος που περιμένουμε διακαώς να έρθει κάποια στιγμή».
Ι.Λ.: «Αποκρυσταλλώθηκε ο αυθορμητισμός με αυτήν τη φωνή της αθωότητας. Βγήκε πολύ τρυφερό το αποτέλεσμα μέσα στη σκληρότητά του. Και αυτή η αντίθεση υποκρύπτει έντεχνα το δραματικό στοιχείο. Στο τέλος ψυχοπλακώθηκα».
Α.Κ: «Εξαρτάται από το τι εισπράττει κανείς, τι εικόνες θέλει να δημιουργήσει».
Ι.Λ.: «Με επηρέασε το γεγονός ότι είναι ένα κείμενο που γράφτηκε την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και είναι επίκαιρο ακόμα. Οπότε αναρωτιέσαι τι ελπίδα υπάρχει!».
Α.Κ: «Ναι. Οι πελατειακές σχέσεις υπήρχαν πάντα και συνεχίζουν να υπάρχουν. Δεν έχει αλλάξει τίποτα».
Ι.Λ.: «Το κοινό ανταποκρίνεται στη συγκεκριμένη παράσταση; Το θέατρο ήταν γεμάτο».
Α.Κ: «Σε σχέση με τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες, όταν δε βρέχει, δε χιονίζει και δε γίνονται ταραχές, πάμε καλά».
Ι.Λ.: «Πες μου γιατί επέλεξες αυτό το κείμενο αυτή τη χρονική συγκυρία;».
Α.Κ: «Με τη συγκεκριμένη ομάδα πριν τρία χρόνια αποφασίσαμε ότι θέλουμε να κάνουμε κάποιες παραστάσεις μόνοι μας χωρίς να έχουμε ένα σκηνοθέτη πάνω από το κεφάλι μας, όπως όλα αυτά τα χρόνια. Είπαμε, λοιπόν, κάποια στιγμή ας κάνουμε αυτό που εμείς γουστάρουμε έτσι όπως θέλουμε εμείς, κι ας φάμε τα μούτρα μας. Προσωπικά, δε θεωρώ ότι πήραμε κάποιο ρίσκο, έτυχε και την εποχή που το ξεκινήσαμε να μην έχουμε δουλειά στο θέατρο. Και τότε ξεκινήσαμε με ένα κείμενο του Χάινριχ φον Κλάιστ. Επίσης δεν ήταν θεατρικό έργο. Ήταν μία νουβέλα του. Και μάλιστα μία από τις πολύ άγνωστες νουβέλες του, που δεν είχαν μεταφραστεί στα ελληνικά. Τη βρήκαμε από μία αγγλική βερσιόν, τη μεταφράσαμε από τα αγγλικά, κάναμε μεγάλη δουλειά. Βγάλαμε ένα αποτέλεσμα που είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και περάσαμε πάρα πολύ καλά ένα χειμώνα ολόκληρο. Το καλοκαίρι βρεθήκαμε στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κομοτηνής, γιατί άρεσε αυτή η δουλειά. Το έργο πήγε και δεύτερη σεζόν στην Αθήνα, γιατί πήρε πολύ καλές κριτικές και το ζητούσαν. Είχε ζωντανή μουσική επί σκηνής. Την πρώτη φορά όλο το μουσικό μέρος ήταν με τύμπανα. Στη δεύτερη βερσιόν τη θέση των τυμπάνων πήραν ένα τσέλο και ένα πιάνο. Τότε συνειδητοποιήσαμε ως ομάδα πια ότι οι δουλειές που θα κάναμε δε θέλαμε να έχουν καμία σχέση με θεατρικά κείμενα. Αλλά θέλαμε να παίρνουμε λογοτεχνικά κείμενα και να προσπαθούμε να τα μεταφέρουμε στο θέατρο. Ακολούθησε, βέβαια, το ερώτημα μετά τον Κλάιστ τι κάνουμε! Ο Στάθης, λοιπόν, έκανε μεταξύ άλλων την πρόταση για το κείμενο του Ροΐδη. Έτσι καταλήξαμε στο κείμενο αυτό και για τον επιπλέον λόγο ότι καθρέφτιζε τη σημερινή κοινωνία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».
Ι.Λ.: «Επειδή η τέχνη συνήθως εντοπίζει προβληματικές, δε λύνει προβλήματα, μπορεί όμως να προτείνει λύσεις, πες μου ποια είναι κατά τη γνώμη σου η πρόταση του Ροΐδη σε αυτό το κείμενο;».
Α.Κ: «Δε θα μας αρέσει η πρόταση του Ροΐδη! Κυρίως δε συμπαραστέκεται σε αυτούς που κάτι τους συμβαίνει είτε προέρχεται από μία κοινωνική είτε από μία πολιτική κατάσταση. Σε κανένα από τα διηγήματά του δε συμπαραστέκεται. Νομίζω ότι καταγράφει. Θα μπορούσα να πω ότι κάνει ένα είδος λογοτεχνικού ντοκιμαντέρ».
Ι.Λ.: «Έχεις δίκιο σε αυτό. Εμένα, πάλι, μου δίνει την εντύπωση ότι προτείνει εμμέσως, βέβαια, όχι άμεσα, την αντίσταση και την ανατροπή της καθεστηκυίας».
Α.Κ: «Με έναν άλλον τρόπο. Βεβαίως. Δεν είναι, ας πούμε, επαναστάτης, καθόλου».
Ι.Λ.: «Όχι με τη στενή έννοια του όρου. Αλλά κάποιος ο οποίος τόσο τολμηρά εκείνη την εποχή με το λόγο του προσδιορίζει μία κατάσταση και την απορρίπτει…».
Α.Κ: «Ασκεί κριτική, για να το πούμε σωστά. Εξού και το μεγάλο του έργο η Πάπισσα Ιωάννα, η κριτική του προς την εκκλησία εξαιτίας της οποίας αφορίστηκε. Άρθηκε αργότερα ο αφορισμός, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Αυτό κάνει, κριτικάρει εύστοχα και με χιούμορ. Και ίσως αυτός να είναι ο καλύτερος τρόπος για να δηλώσει κάποια πράγματα. Η “επανάστασή” του είναι μέσω αυτής της οδού. Παρόλα αυτά δε βρίσκω ότι δίνει κάποια συγκεκριμένη πρόταση για το τι θα πρέπει να συμβεί στην κοινωνία».
Ι.Λ.: «Συγκεκριμένη όχι. Αλλά τουλάχιστον λέει μην πιστεύετε ό,τι σας λένε και αναλάβετε τις ευθύνες των πράξεών σας. Αυτό δεν είναι λίγο για τότε, από τη στιγμή που ακόμα σήμερα δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Βάλτε τη σκέψη σας να δουλέψει!».
Α.Κ: «Ναι, αυτό. Το λέει εμμέσως πλην σαφώς. Δεν είναι λίγο. Να βρει ο καθένας ποια είναι η θέση του βάσει των πράξεών του. Το να πουλήσεις όπως ο ήρωας την περιουσία σου, να πας στην Αθήνα για να γίνεις κάποιος, επειδή ένας πολιτικός σού υποσχέθηκε μία θέση στο Δημόσιο, για παράδειγμα, το φταίξιμο δεν είναι του πολιτικού, δικό σου είναι».
Ι.Λ.: «Αφέθηκες να γίνεις παιχνιδάκι για την εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων».
Α.Κ: «Άρα φταις εσύ. Μην κλαίγεσαι. Όλοι οι Έλληνες σήμερα πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε αυτό, γιατί εμείς τα αφήνουμε να μας συμβαίνουν».
Ι.Λ.: «Λίγο λίγο γίνεται συνειδητό».
Α.Κ: «Ελπίζω να γίνει ακόμα περισσότερο, γιατί είναι πολύ λίγο ακόμα».
Ι.Λ.: «Πώς βλέπεις τα πράγματα στο θέατρο αύτη την εποχή γενικά;».
Α.Κ: «Πάρα πολύ δύσκολα. Παρόλο που λένε ότι σε περιόδους κρίσης τα πολιτιστικά δρώμενα γενικότερα ενισχύονται, δε βλέπω να συμβαίνει κάτι τέτοιο στην Ελλάδα, τουλάχιστον αυτήν τη στιγμή».
Ι.Λ.: «Ίσως να μην υπάρχουν λεφτά για να προβληθούν, αλλά μπορεί, για παράδειγμα, να υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν στο σπίτι τους».
Α.Κ: «Αυτό θα το δούμε στο μέλλον. Αισθάνομαι, πάντως, ότι είναι σε ένα μεταβατικό στάδιο όλη αυτή η ιστορία που λέγεται θέατρο».
Ι.Λ.: «Επαναπροσδιορίζεται;».
Α.Κ: «Επαναπροσδιορίζεται σίγουρα. Αρχίζει ο κόσμος να μην έχει ως συγκριτικό μέτρο την τηλεόραση».
Ι.Λ.: «Τι έπαιξε ρόλο σε αυτήν τη σταδιακή μεταστροφή;».
Α.Κ: «Παίξανε ρόλο πάρα πολλά πράγματα. Παραστάσεις που άρχισαν να έρχονται απ’ έξω. Αρχικά τις παρακολουθούσε το θεατρόφιλο κοινό. Αυτό σιγά σιγά άρχισε να ανοίγει λόγω των μεγάλων ονομάτων. Που δεν είναι απαραίτητα κακό, γιατί οδήγησαν τον κόσμο στο να παρακολουθήσει ενδιαφέροντα και σημαντικά θεάματα. Προέκυψαν πολλές ομάδες, οι οποίες διέφεραν αφενός από το εμπορικό σχήμα και αφετέρου δεν είχαν καμία σχέση με όσες στρατευμένες ομάδες δημιουργήθηκαν στη μεταπολίτευση. Τώρα υπάρχουν παιδιά που έχουν παρακολουθήσει παραστάσεις στο εξωτερικό, που ταξιδεύουν δηλαδή, που έχουν ωραίες ιδέες, πολύ πιο ανοιχτά μυαλά, οπότε τα πράγματα άρχισαν να ανοίγουν και να διαφοροποιούνται σε σχέση με το τι είναι γενικότερα θέατρο. Γι’ αυτό γίνονται και παραστάσεις σε οποιονδήποτε χώρο, που μπορεί να είναι και μη θεατρικός. Δεν είναι απαραίτητο να έχεις ένα θέατρο για να κάνεις μία παράσταση. Μπορείς να κάνεις παραστάσεις σε σπίτια, σε λεωφορεία, παντού. Αυτός είναι για μένα ένας πολύ σημαντικός τρόπος έκφρασης. Με την έννοια ότι όποιος θέλει έχει το δικαίωμα να εκφραστεί. Η έκθεση, δηλαδή, των νέων παιδιών, των ομάδων αλλά και παλαιότερων συναδέλφων που έχουν κάνει μία στροφή προς ένα άλλου είδους θέαμα είναι κάτι θεμιτό. Από εκεί και πέρα μπορούν όποιοι παρακολουθήσουν να αποφασίσουν αν τους αρέσει ή αν δεν τους αρέσει».
Ι.Λ.: «Ξεφεύγουν λίγο τα πράγματα από την ελιτίστικη άποψη που υπήρχε ίσως για το θέατρο. Για να πεις, δηλαδή, ότι κάνεις θέατρο, δεν είναι ανάγκη να παρουσιάσεις κάτι το τόσο πομπώδες και εντυπωσιακό, που τελικά πράγματι παραπέμπει στο γκλάμουρ και τις ακριβές παραγωγές της τηλεόρασης. Το θέατρο, εξάλλου, είναι πιο εσωτερικό, πώς να το κάνουμε!».
Α.Κ: «Ακριβώς. Αυτό παρασύρει με έναν τρόπο το κοινό. Θέλει ακόμα πολύ χρόνο και θα δούμε πώς θα πάει».
Ι.Λ.: «Το θέμα είναι ότι έγινε η αρχή. Και θα δούμε και τις μεταβάσεις και τα στάδια από τα οποία θα περάσει».
Α.Κ: «Και όχι μόνο αυτό, αλλά βλέπεις ότι ξαφνικά υπάρχουν άνθρωποι που αρχίζουν να γράφουν, νέοι άνθρωποι που γράφουν καλά και ενδιαφέροντα πράγματα. Μετά τη μεγάλη ζημιά που έκανε η τηλεόραση όλα αυτά τα χρόνια, που εξακολουθεί βέβαια να την κάνει, αρχίζει σιγά σιγά ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων που τους ενδιαφέρει γενικότερα αυτό το ζήτημα το πολιτιστικό να αναζητά άλλες διεξόδους».
Ι.Λ.: «Ας κλείσουμε με μία αισιόδοξη ευχή!».
Α.Κ: «Παρότι είναι δύσκολο κανείς να αισιοδοξεί έτσι όπως είναι τα πράγματα σήμερα, νομίζω ότι η μόνη διέξοδος, για να ακολουθήσω λίγο και τη σκέψη του Ροΐδη, είναι το να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε λίγο πιο ώριμα!».
Ιουλία Λυμπεροπούλου
Φωτογραφία από την παράσταση: (από αριστερά) Στάθης Βούτος και Αντρέας Κουτσουρέλης.
Βίντεο από την παράσταση:
http://www.youtube.com/watch?v=4pY3OGdtou8&list=FLXDIYCBGAjdFyDw7GC-nbUg&index=4&feature=plpp_video
Οι συντελεστές της παράστασης:
Σκηνοθεσία – Φωτισμοί: Αντρέας Κουτσουρέλης.
Σκηνικά: Σάντρα Δόμβρου.
Ερμηνεύουν οι: Δημήτρης Αντωνιάδης, Στάθης Βούτος, Αντρέας Κουτσουρέλης,
Παναγιώτης Μαρίνος.
Παραγωγή: Art Syndicate.
Οι δύο τελευταίες παραστάσεις στο Χώρο Τέχνης Ασωμάτων στην πλατεία Ασωμάτων θα γίνουν Δευτέρα 5 και Τρίτη 6 Μαρτίου.
Από τις 14 Μαρτίου κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:00 θα συνεχιστούν οι παραστάσεις στο Booze Cooperativa στην οδό Κολοκοτρώνη 57 έως τα τέλη Απριλίου και τις αρχές Μαΐου.
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Πες μας λίγα για το Ροΐδη».
Ανδρέας Κουτσουρέλης: «Το έργο είναι γραμμένο το 1895. Όλα τα διηγήματα του Ροΐδη, με εξαίρεση την Πάπισσα Ιωάννα που τον έκανε διάσημο διεθνώς, έχουν ως σημείο αναφοράς τη Σύρο. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία. Είχε σοβαρό πρόβλημα βαρηκοΐας, έκανε θεραπεία στη Γερμανία για ένα διάστημα, αλλά δεν άλλαξε κάτι. Επέστρεψε στην Αθήνα και έγραφε. Κυρίως στις εφημερίδες. Όλα αυτά τα διηγήματα είναι γραμμένα για εφημερίδες».
Ι.Λ.: «Ήταν η εποχή που έτσι γίνονταν δημοσιεύσεις έργων σε συνέχειες».
Α.Κ: «Ακριβώς. Τα θέματά του είναι κοινωνικά και κάποια πολιτικά. Πολλά αναφέρονται σε ζώα. Έκανε μία σύγκριση των ζώων με τον άνθρωπο σε σχέση με τον τρόπο αντίδρασης και με τα συναισθήματα».
Ι.Λ.: «Ο Ροΐδης είχε οξύ πνεύμα».
Α.Κ: «Και πολύ χιούμορ. Θα έλεγα ότι είναι πολύ κοντά στο φλεγματικό χιούμορ των Άγγλων. Περιγράφοντας τη σαπίλα χρησιμοποιεί το χιούμορ ενίοτε και χλευαστικά».
Ι.Λ.: «Ε, βέβαια. Καταπιάνεται με θέματα που θα ήταν πολύ θλιβερά αν δεν τα συνόδευε και με χιούμορ. Νομίζω ότι ο Ροΐδης ήταν πολύ κοντά σε αυτό που θα λέγαμε σήμερα μαύρη κωμωδία».
Α.Κ: «Θα μπορούσε να το πει και έτσι κανείς. Μιλάμε για έναν άνθρωπο που ήταν αντίθετος στην καθαρεύουσα. Υποστήριζε την αξία και τη δύναμη της δημοτικής. Γι’ αυτό στα διηγήματά του δε βρίσκουμε τη σκληρή καθαρεύουσα, χωρίς όμως και να γίνεται δημοτικιστής. Προσαρμόζει τη γλώσσα στον κάθε χαρακτήρα».
Ι.Λ.: «Το ύφος, δηλαδή».
Α.Κ: «Ναι. Οπότε μαλακώνει τη γλώσσα, που είναι εξαιρετική! Με αποτέλεσμα, όταν κάποιος ακούει ή διαβάζει το κείμενο, να μην έχει δυσκολία στην κατανόηση».
Ι.Λ.: «Έχοντας προοδευτική σκέψη, ενδεχομένως να ήταν οξύμωρη η υποστήριξη της καθαρεύουσας».
Α.Κ: «Ενδεχομένως. Και τα θέματά του είναι σαν να γράφτηκαν σήμερα».
Ι.Λ.: «Βάσει αυτού που λες, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το έργο του Ροΐδη είναι επίκαιρο ή τελικά τα πράγματα στην Ελλάδα δεν έχουν αλλάξει και τόσο πολύ;».
Α.Κ: «Τελικά τα πράγματα στην Ελλάδα δεν έχουν αλλάξει καθόλου, όχι μόνο όχι και τόσο πολύ. Από την εποχή του Όθωνα, αν θες, έως σήμερα η ιστορία επαναλαμβάνεται. Δε μαντεύει ο Ροΐδης, καταγράφει τα όσα συμβαίνουν στην εποχή του και διαβάζοντάς τον, εξαιτίας ακριβώς αυτής της επανάληψης στην ιστορία, το πρώτο που σκέφτεσαι δεν είναι “τι προοδευτική σκέψη”, γιατί τα όσα περιγράφει δε σταμάτησαν να συμβαίνουν».
Ι.Λ.: «Πες μας λίγα λόγια για τη μεταφορά του διηγήματος στο θέατρο και για τη δική σου σκηνοθεσία».
Α.Κ: «Καταρχήν δε θέλαμε να στήσουμε σκηνές δράσης και να γίνουμε περιγραφικοί».
Ι.Λ.: «Είναι δυνατός από μόνος του ο λόγος».
Α.Κ: «Ακριβώς. Οπότε έπρεπε να αναζητήσουμε άλλες λύσεις. Καταλήξαμε, λοιπόν, με την ομάδα να διατηρήσουμε το κείμενο ως έχει και να φανταστούμε έναν αφηγητή. Στο κείμενο υπάρχουν δύο πρόσωπα κεντρικά, ο Ροΐδης και ο ήρωάς του. Ο Ροΐδης συνομιλεί με τον ήρωά του στο κείμενο για την ακρίβεια. Αυτό διαδραματίζεται σε ένα καφενεδάκι όπου ο ήρωάς του του αφηγείται την ιστορία του. Εμείς αυτό το σπάσαμε σε τέσσερα πρόσωπα, αποδίδοντας ο καθένας τόσο τα λόγια του Ροΐδη όσο και του ήρωά του, σαν να πρόκειται για τέσσερα μοναχικά πρόσωπα που αφηγούνται την ίδια ιστορία. Το αποτέλεσμα της παράστασης είναι σαν κάποιος κινηματογραφιστής να γύρισε την ιστορία με τέσσερα διαφορετικά πρόσωπα και να μόνταρε επιλεκτικά κάποιες σκηνές φτιάχνοντας ένα έργο».
Ι.Λ.: «Οπότε, αντί να αφηγείται ένα πρόσωπο την ιστορία, την αφηγούνται εκ περιτροπής τέσσερα».
Α.Κ: «Και είναι τέσσερα πρόσωπα που δε συναντιούνται ποτέ επί σκηνής. Αποτελούν διαφορετικούς χαρακτήρες. Έτσι, η σκηνοθεσία δουλεύτηκε πάνω στο μοίρασμα του κειμένου, στη ρυθμολογία. Αποφασίσαμε επίσης ότι δε θέλαμε να έχουμε εμπλοκή με τεχνικά μέσα, χωρίς τεχνικό στο κοντρόλ για τη ρύθμιση του ήχου ή του φωτός. Έτσι, επιλέξαμε ένα φως για τον καθένα. Είναι ένα σκληρό φως που δημιουργεί σκιές στα πρόσωπα, τα οποία επί το πλείστον είναι ακίνητα πάνω σε μία καρέκλα. Ο κάθε ηθοποιός επομένως διαχειρίζεται το δικό του φως».
Ι.Λ.: «Η ιδέα της αυτοδιαχείρισης διατρέχει όλη την παράσταση».
Α.Κ: «Βεβαίως. Φυσικά, είναι οργανωμένο το πότε ανάβει και σβήνει το κάθε φως. Και εδώ έχουμε μία άλλη ρυθμολογία, που διαφέρει από το μοίρασμα του κειμένου. Δεν συμπίπτει πάντα το φως με το κείμενο. Έχουμε λοιπόν ρυθμικά το κείμενο και το φως, που άλλοτε συναντώνται και άλλοτε όχι».
Ι.Λ.: «Δημιουργείται και ένα είδος δράσης μέσα από όλο αυτό. Έχουμε τέσσερις ανθρώπους επί σκηνής, είναι δυνατός ο λόγος, τρέχει στο κείμενο η ιστορία, καθώς η παρουσία του αφηγητή είναι πάρα πολύ διακριτική, και τελικά η μία ώρα δεν κατάλαβα πώς πέρασε».
Α.Κ: «Αυτό είναι αλήθεια. Επιπλέον, χρησιμοποιήσαμε και τη μουσική. Τυπώσαμε ένα βινύλιο, κάτι που επίσης διαχειρίζονται οι ηθοποιοί. Έτσι, όλα τα διαχειρίζονται οι ηθοποιοί με μηδενική δράση, και αυτή η αφαιρετικότητα επιτρέπει στο θεατή να δημιουργήσει τις εικόνες που επιθυμεί».
Ι.Λ.: «Εκτός από τη μουσική υπάρχει και μία παιδική φωνή. Η επιλογή παιδικής φωνής έγινε επί τούτου; Με την έννοια ότι ακούμε μία φωνή που παραπέμπει αυτόματα στην αθωότητα να κάνει ανάγνωση ονομάτων σκαλισμένων σε ταφόπλακες».
Α.Κ: «Έτσι ακριβώς. Το παιδάκι το επιλέξαμε μετά από ηχογραφήσεις που κάναμε με γνωστούς ή όχι συναδέλφους, με γνωστές φωνές, για να το θέσουμε καλύτερα. Καταλήξαμε στο να χρησιμοποιήσουμε την ηχογράφηση από ένα κοριτσάκι 10 χρονών, που έπιανε το κείμενο στα χέρια του για πρώτη φορά διαβάζοντας τη γλώσσα του Ροΐδη, αφήσαμε επίτηδες τα λάθη. Η ηχογράφηση ήταν prima vista. Με αυτήν τη φωνή αρχίζει και τελειώνει η παράσταση. Και το τέλος της παράστασης είναι πολύ σημαντικό σε σχέση με ό,τι θέλει να πει ο Ροΐδης, ο οποίος δε συμφωνεί με το δράμα του ήρωά του. Αντίθετα, θεωρεί ότι φταίει αυτός και ο κάθε ένας που παρασύρεται από υποσχέσεις αμφίβολων πολιτικών προσώπων. Με μία άλλη έννοια θα μπορούσε κανείς να πει ότι το πιτσιρίκι είναι η ελπίδα ενός μέλλοντος που περιμένουμε διακαώς να έρθει κάποια στιγμή».
Ι.Λ.: «Αποκρυσταλλώθηκε ο αυθορμητισμός με αυτήν τη φωνή της αθωότητας. Βγήκε πολύ τρυφερό το αποτέλεσμα μέσα στη σκληρότητά του. Και αυτή η αντίθεση υποκρύπτει έντεχνα το δραματικό στοιχείο. Στο τέλος ψυχοπλακώθηκα».
Α.Κ: «Εξαρτάται από το τι εισπράττει κανείς, τι εικόνες θέλει να δημιουργήσει».
Ι.Λ.: «Με επηρέασε το γεγονός ότι είναι ένα κείμενο που γράφτηκε την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και είναι επίκαιρο ακόμα. Οπότε αναρωτιέσαι τι ελπίδα υπάρχει!».
Α.Κ: «Ναι. Οι πελατειακές σχέσεις υπήρχαν πάντα και συνεχίζουν να υπάρχουν. Δεν έχει αλλάξει τίποτα».
Ι.Λ.: «Το κοινό ανταποκρίνεται στη συγκεκριμένη παράσταση; Το θέατρο ήταν γεμάτο».
Α.Κ: «Σε σχέση με τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες, όταν δε βρέχει, δε χιονίζει και δε γίνονται ταραχές, πάμε καλά».
Ι.Λ.: «Πες μου γιατί επέλεξες αυτό το κείμενο αυτή τη χρονική συγκυρία;».
Α.Κ: «Με τη συγκεκριμένη ομάδα πριν τρία χρόνια αποφασίσαμε ότι θέλουμε να κάνουμε κάποιες παραστάσεις μόνοι μας χωρίς να έχουμε ένα σκηνοθέτη πάνω από το κεφάλι μας, όπως όλα αυτά τα χρόνια. Είπαμε, λοιπόν, κάποια στιγμή ας κάνουμε αυτό που εμείς γουστάρουμε έτσι όπως θέλουμε εμείς, κι ας φάμε τα μούτρα μας. Προσωπικά, δε θεωρώ ότι πήραμε κάποιο ρίσκο, έτυχε και την εποχή που το ξεκινήσαμε να μην έχουμε δουλειά στο θέατρο. Και τότε ξεκινήσαμε με ένα κείμενο του Χάινριχ φον Κλάιστ. Επίσης δεν ήταν θεατρικό έργο. Ήταν μία νουβέλα του. Και μάλιστα μία από τις πολύ άγνωστες νουβέλες του, που δεν είχαν μεταφραστεί στα ελληνικά. Τη βρήκαμε από μία αγγλική βερσιόν, τη μεταφράσαμε από τα αγγλικά, κάναμε μεγάλη δουλειά. Βγάλαμε ένα αποτέλεσμα που είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και περάσαμε πάρα πολύ καλά ένα χειμώνα ολόκληρο. Το καλοκαίρι βρεθήκαμε στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κομοτηνής, γιατί άρεσε αυτή η δουλειά. Το έργο πήγε και δεύτερη σεζόν στην Αθήνα, γιατί πήρε πολύ καλές κριτικές και το ζητούσαν. Είχε ζωντανή μουσική επί σκηνής. Την πρώτη φορά όλο το μουσικό μέρος ήταν με τύμπανα. Στη δεύτερη βερσιόν τη θέση των τυμπάνων πήραν ένα τσέλο και ένα πιάνο. Τότε συνειδητοποιήσαμε ως ομάδα πια ότι οι δουλειές που θα κάναμε δε θέλαμε να έχουν καμία σχέση με θεατρικά κείμενα. Αλλά θέλαμε να παίρνουμε λογοτεχνικά κείμενα και να προσπαθούμε να τα μεταφέρουμε στο θέατρο. Ακολούθησε, βέβαια, το ερώτημα μετά τον Κλάιστ τι κάνουμε! Ο Στάθης, λοιπόν, έκανε μεταξύ άλλων την πρόταση για το κείμενο του Ροΐδη. Έτσι καταλήξαμε στο κείμενο αυτό και για τον επιπλέον λόγο ότι καθρέφτιζε τη σημερινή κοινωνία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».
Ι.Λ.: «Επειδή η τέχνη συνήθως εντοπίζει προβληματικές, δε λύνει προβλήματα, μπορεί όμως να προτείνει λύσεις, πες μου ποια είναι κατά τη γνώμη σου η πρόταση του Ροΐδη σε αυτό το κείμενο;».
Α.Κ: «Δε θα μας αρέσει η πρόταση του Ροΐδη! Κυρίως δε συμπαραστέκεται σε αυτούς που κάτι τους συμβαίνει είτε προέρχεται από μία κοινωνική είτε από μία πολιτική κατάσταση. Σε κανένα από τα διηγήματά του δε συμπαραστέκεται. Νομίζω ότι καταγράφει. Θα μπορούσα να πω ότι κάνει ένα είδος λογοτεχνικού ντοκιμαντέρ».
Ι.Λ.: «Έχεις δίκιο σε αυτό. Εμένα, πάλι, μου δίνει την εντύπωση ότι προτείνει εμμέσως, βέβαια, όχι άμεσα, την αντίσταση και την ανατροπή της καθεστηκυίας».
Α.Κ: «Με έναν άλλον τρόπο. Βεβαίως. Δεν είναι, ας πούμε, επαναστάτης, καθόλου».
Ι.Λ.: «Όχι με τη στενή έννοια του όρου. Αλλά κάποιος ο οποίος τόσο τολμηρά εκείνη την εποχή με το λόγο του προσδιορίζει μία κατάσταση και την απορρίπτει…».
Α.Κ: «Ασκεί κριτική, για να το πούμε σωστά. Εξού και το μεγάλο του έργο η Πάπισσα Ιωάννα, η κριτική του προς την εκκλησία εξαιτίας της οποίας αφορίστηκε. Άρθηκε αργότερα ο αφορισμός, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Αυτό κάνει, κριτικάρει εύστοχα και με χιούμορ. Και ίσως αυτός να είναι ο καλύτερος τρόπος για να δηλώσει κάποια πράγματα. Η “επανάστασή” του είναι μέσω αυτής της οδού. Παρόλα αυτά δε βρίσκω ότι δίνει κάποια συγκεκριμένη πρόταση για το τι θα πρέπει να συμβεί στην κοινωνία».
Ι.Λ.: «Συγκεκριμένη όχι. Αλλά τουλάχιστον λέει μην πιστεύετε ό,τι σας λένε και αναλάβετε τις ευθύνες των πράξεών σας. Αυτό δεν είναι λίγο για τότε, από τη στιγμή που ακόμα σήμερα δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Βάλτε τη σκέψη σας να δουλέψει!».
Α.Κ: «Ναι, αυτό. Το λέει εμμέσως πλην σαφώς. Δεν είναι λίγο. Να βρει ο καθένας ποια είναι η θέση του βάσει των πράξεών του. Το να πουλήσεις όπως ο ήρωας την περιουσία σου, να πας στην Αθήνα για να γίνεις κάποιος, επειδή ένας πολιτικός σού υποσχέθηκε μία θέση στο Δημόσιο, για παράδειγμα, το φταίξιμο δεν είναι του πολιτικού, δικό σου είναι».
Ι.Λ.: «Αφέθηκες να γίνεις παιχνιδάκι για την εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων».
Α.Κ: «Άρα φταις εσύ. Μην κλαίγεσαι. Όλοι οι Έλληνες σήμερα πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε αυτό, γιατί εμείς τα αφήνουμε να μας συμβαίνουν».
Ι.Λ.: «Λίγο λίγο γίνεται συνειδητό».
Α.Κ: «Ελπίζω να γίνει ακόμα περισσότερο, γιατί είναι πολύ λίγο ακόμα».
Ι.Λ.: «Πώς βλέπεις τα πράγματα στο θέατρο αύτη την εποχή γενικά;».
Α.Κ: «Πάρα πολύ δύσκολα. Παρόλο που λένε ότι σε περιόδους κρίσης τα πολιτιστικά δρώμενα γενικότερα ενισχύονται, δε βλέπω να συμβαίνει κάτι τέτοιο στην Ελλάδα, τουλάχιστον αυτήν τη στιγμή».
Ι.Λ.: «Ίσως να μην υπάρχουν λεφτά για να προβληθούν, αλλά μπορεί, για παράδειγμα, να υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν στο σπίτι τους».
Α.Κ: «Αυτό θα το δούμε στο μέλλον. Αισθάνομαι, πάντως, ότι είναι σε ένα μεταβατικό στάδιο όλη αυτή η ιστορία που λέγεται θέατρο».
Ι.Λ.: «Επαναπροσδιορίζεται;».
Α.Κ: «Επαναπροσδιορίζεται σίγουρα. Αρχίζει ο κόσμος να μην έχει ως συγκριτικό μέτρο την τηλεόραση».
Ι.Λ.: «Τι έπαιξε ρόλο σε αυτήν τη σταδιακή μεταστροφή;».
Α.Κ: «Παίξανε ρόλο πάρα πολλά πράγματα. Παραστάσεις που άρχισαν να έρχονται απ’ έξω. Αρχικά τις παρακολουθούσε το θεατρόφιλο κοινό. Αυτό σιγά σιγά άρχισε να ανοίγει λόγω των μεγάλων ονομάτων. Που δεν είναι απαραίτητα κακό, γιατί οδήγησαν τον κόσμο στο να παρακολουθήσει ενδιαφέροντα και σημαντικά θεάματα. Προέκυψαν πολλές ομάδες, οι οποίες διέφεραν αφενός από το εμπορικό σχήμα και αφετέρου δεν είχαν καμία σχέση με όσες στρατευμένες ομάδες δημιουργήθηκαν στη μεταπολίτευση. Τώρα υπάρχουν παιδιά που έχουν παρακολουθήσει παραστάσεις στο εξωτερικό, που ταξιδεύουν δηλαδή, που έχουν ωραίες ιδέες, πολύ πιο ανοιχτά μυαλά, οπότε τα πράγματα άρχισαν να ανοίγουν και να διαφοροποιούνται σε σχέση με το τι είναι γενικότερα θέατρο. Γι’ αυτό γίνονται και παραστάσεις σε οποιονδήποτε χώρο, που μπορεί να είναι και μη θεατρικός. Δεν είναι απαραίτητο να έχεις ένα θέατρο για να κάνεις μία παράσταση. Μπορείς να κάνεις παραστάσεις σε σπίτια, σε λεωφορεία, παντού. Αυτός είναι για μένα ένας πολύ σημαντικός τρόπος έκφρασης. Με την έννοια ότι όποιος θέλει έχει το δικαίωμα να εκφραστεί. Η έκθεση, δηλαδή, των νέων παιδιών, των ομάδων αλλά και παλαιότερων συναδέλφων που έχουν κάνει μία στροφή προς ένα άλλου είδους θέαμα είναι κάτι θεμιτό. Από εκεί και πέρα μπορούν όποιοι παρακολουθήσουν να αποφασίσουν αν τους αρέσει ή αν δεν τους αρέσει».
Ι.Λ.: «Ξεφεύγουν λίγο τα πράγματα από την ελιτίστικη άποψη που υπήρχε ίσως για το θέατρο. Για να πεις, δηλαδή, ότι κάνεις θέατρο, δεν είναι ανάγκη να παρουσιάσεις κάτι το τόσο πομπώδες και εντυπωσιακό, που τελικά πράγματι παραπέμπει στο γκλάμουρ και τις ακριβές παραγωγές της τηλεόρασης. Το θέατρο, εξάλλου, είναι πιο εσωτερικό, πώς να το κάνουμε!».
Α.Κ: «Ακριβώς. Αυτό παρασύρει με έναν τρόπο το κοινό. Θέλει ακόμα πολύ χρόνο και θα δούμε πώς θα πάει».
Ι.Λ.: «Το θέμα είναι ότι έγινε η αρχή. Και θα δούμε και τις μεταβάσεις και τα στάδια από τα οποία θα περάσει».
Α.Κ: «Και όχι μόνο αυτό, αλλά βλέπεις ότι ξαφνικά υπάρχουν άνθρωποι που αρχίζουν να γράφουν, νέοι άνθρωποι που γράφουν καλά και ενδιαφέροντα πράγματα. Μετά τη μεγάλη ζημιά που έκανε η τηλεόραση όλα αυτά τα χρόνια, που εξακολουθεί βέβαια να την κάνει, αρχίζει σιγά σιγά ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων που τους ενδιαφέρει γενικότερα αυτό το ζήτημα το πολιτιστικό να αναζητά άλλες διεξόδους».
Ι.Λ.: «Ας κλείσουμε με μία αισιόδοξη ευχή!».
Α.Κ: «Παρότι είναι δύσκολο κανείς να αισιοδοξεί έτσι όπως είναι τα πράγματα σήμερα, νομίζω ότι η μόνη διέξοδος, για να ακολουθήσω λίγο και τη σκέψη του Ροΐδη, είναι το να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε λίγο πιο ώριμα!».
Ιουλία Λυμπεροπούλου
Φωτογραφία από την παράσταση: (από αριστερά) Στάθης Βούτος και Αντρέας Κουτσουρέλης.
Βίντεο από την παράσταση:
http://www.youtube.com/watch?v=4pY3OGdtou8&list=FLXDIYCBGAjdFyDw7GC-nbUg&index=4&feature=plpp_video
Οι συντελεστές της παράστασης:
Σκηνοθεσία – Φωτισμοί: Αντρέας Κουτσουρέλης.
Σκηνικά: Σάντρα Δόμβρου.
Ερμηνεύουν οι: Δημήτρης Αντωνιάδης, Στάθης Βούτος, Αντρέας Κουτσουρέλης,
Παναγιώτης Μαρίνος.
Παραγωγή: Art Syndicate.
Οι δύο τελευταίες παραστάσεις στο Χώρο Τέχνης Ασωμάτων στην πλατεία Ασωμάτων θα γίνουν Δευτέρα 5 και Τρίτη 6 Μαρτίου.
Από τις 14 Μαρτίου κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:00 θα συνεχιστούν οι παραστάσεις στο Booze Cooperativa στην οδό Κολοκοτρώνη 57 έως τα τέλη Απριλίου και τις αρχές Μαΐου.