Η τρελή piñata | Οκτώβριος-Νοέμβριος '14 | 10
Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας! [Ζ' Μέρος]
Το φθινόπωρο επιβεβαιώνει όλο και πιο σταθερά την παρουσία του με την πρωινή ψυχρούλα, την υγρασία και σιγά σιγά τις βροχούλες. Οι μέρες και κάποια βραδάκια διατηρούν ακόμα αποσπασματικά τη θέρμη τους, επαναφέροντας καλοκαιρινές μνήμες, και όσοι αφεθήκατε σε γαστριμαργικούς πειρασμούς και γνωρίσατε νέα υλικά και εδέσματα ή όσοι δεν είχατε την ευκαιρία να το κάνετε σκεφτείτε ότι η κάθε εποχή κρύβει τη δική της ομορφιά, προβάλλοντας νέες προκλήσεις για τους γευστικούς μας κάλυκες, πρακτικά και συμβολικά. Άλλωστε, μετά από ένα χρόνο και πλέον, το θέμα της γεύσης, αφορμή του οποίου θίξαμε αρκετά ζητήματα και ταξιδέψαμε σχεδόν παντού, φτάνει στο τέλος του, σε αυτό το 10ο τεύχος της «Τρελής piñata», αλλά εκείνο που πιο πολύ μετράει είναι η απόλαυση της στιγμής, η δυνατότητα του να μπορεί κάποιος να κλείσει τα μάτια και να ξεφύγει για κάποια δεύτερα ή λεπτά σε μία ενδοσκόπηση ή και σε μία επικοινωνία με το όποιο γύρω του, για τα οποία η γεύση μπορεί να αποτελέσει μία μέθοδο, άλλον έναν κώδικα αντίληψης του κόσμου, διεγείροντας τη μνήμη, τα συναισθήματα και τη διάθεση για νοερή περιήγηση. Η εξάσκηση, όμως, μέσα από κάτι πιο εύκαιρο, ίσως και φαινομενικά απλό, όπως είναι μία νοικοκυρεμένη μπουκιά με απλά και καλά υλικά σε ένα πιρούνι, η οποία μπορεί να μας διακτινίσει στην παιδική μας ηλικία, να μας μεταφέρει σε ένα μέρος επιθυμητό, να ξαναζωντανέψει μπροστά μας ένα αγαπημένο πρόσωπο, που είτε είναι μακριά είτε δεν υπάρχει πια, ή να μας βάλει σε σκέψεις κάθε είδους, γίνεται και μέσα από άλλες δραστηριότητες, αν κάνουμε τις σχετικές διεργασίες και αν αναπτύξουμε τις ανάλογες διασυνδέσεις. Στόχο, έπειτα, αποτελεί αυτό ακριβώς το εσωτερικό ταξίδι στη χρονοκάψουλα της μίας στιγμής, που γίνεται η δική μας μικρή παρένθεση και στην οποία μπορεί να συμπεριληφθεί μόνο όποιος και ό,τι εμείς θέλουμε. Οι αισθήσεις στη συνέχεια την απογειώνουν, διασφαλίζοντας τις μικρές χαρές, σαν μέσα σε πολύτιμο εύθραυστο κοχύλι, και διαμορφώνοντας έτσι στιγμές, που ως σύντομα πυροτεχνήματα φωτοδοτούν το νόημά της ζωής... «Απολαύστε τη στιγμή», λοιπόν, όπως προτείνει και η ταινία «Perfect Sense» (με την έννοια της απόλυτης αίσθησης εδώ), αφορμή της σταδιακής απώλειας των αισθήσεων. Όχι απλώς αρπάξτε τη, αλλά απολαύστε τη!
Διευρύνοντας αυτή την οπτική, προκειμένου να πολλαπλασιαστούν οι παρενθέσεις και να γίνουν ο δικός μας κανόνας, αρκεί να σκεφτούμε ότι η ζωή είναι μία διαρκώς κινούμενη ενέργεια, που όντας η ίδια χειραφετημένη γνωρίζει το τι αξίζει και ξέρει να περιμένει. Τη διακρίνει η υπομονή, όχι η δίχως όρια όμως, και γι’ αυτό επιζητά την προσοχή μας, χωρίς να απαιτεί, χωρίς να τη ζητάει πάντα εμφανώς και σαφώς εκδηλωτικά. Μοιάζει με ερωτευμένη γυναίκα που επιθυμεί να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής σου, θέλει να γίνει η δική σου βασίλισσα, αλλά την αφήνουν αδιάφορη οι χειρισμοί του επαγγελματία, γιατί λειτουργούν με υπολογισμένες κινήσεις σαν θανάσιμο χτύπημα, άψυχο και ψυχρό, παραπέμποντας σε τέλεση καθήκοντος και πλήρωση υποχρέωσης. Εκείνη, αντίθετα, αναζητάει τον παθιασμένο αδέξιο εραστή μέσα σου, που στην αμηχανία του κρύβει όλο το ενδιαφέρον του για εκείνη, δείχνει πόσο χρόνο στη σκέψη του της αφιερώνει, γεγονός που τον κάνει ακόμα πιο επινοητικό, ευφάνταστο και χαριτωμένα τολμηρό μαζί της... Και τότε εκείνη σ’ το αναγνωρίζει και σ’ το αντιγυρίζει, με ειλικρινή φροντίδα και αγάπη, γλείφοντας κάποτε κάποτε και τις πηγές σου αντί για σένα ενώ σε κοιτάζει με εκείνο το παραπονεμένο βλέμμα, σαν να αναρωτιέται γιατί να τις κρατάς παράσημα, λες και δεν την αγαπάς αρκετά. Γιατί εκείνη χαίρεται κυρίως όποτε βουτάς μέσα της ανεπιφύλακτα και επιστρέφεις πιο δυνατός και λίγο πιο έμπειρος από τα νέα σου ταξίδια.
Οι πληγές σου σηματοδοτούν την πορεία σου, ναι, για να μην ξεχνάς τον εαυτό σου, αλλά όχι για να μιζεριάζεις, να μεγαλοποιείς, να κλείνεσαι και να τσιγκουνεύεσαι την αγάπη. Διαφορετικά, πληγώνεται εκείνη, και πάλι σ’ το αντιγυρίζει όποτε ζεις τις στιγμές της σαν κλέφτης και όχι διαφεντεύοντάς τες, όταν την κάνεις να νιώθει φτηνή, λίγη, χωρίς να είναι, γιατί την αδικείς, προβάλλοντάς της το δικό σου λίγο. Έτσι, όμως, τη στριμώχνεις και με τον τρόπο σου τη διώχνεις, με τη σειρά της μετά σε εγκαταλείπει αυτή και σιγά σιγά αρχίζει να σου διαφεύγει... Εκεί εσύ νευριάζεις, την αρνείσαι, την κατηγορείς, αρρωσταίνεις ακόμα, αγνοώντας ότι σου λείπει εκείνη, η οποία υποχώρησε μπρος στη δική σου επιθυμία και παράλογη προσταγή. Τότε που απέτυχες να αντιληφθείς ότι μόνο για αγάπη διψούσε, την οποία, για να δώσεις, πρέπει πρώτα να προσφέρεις σε εσένα, με το να την ρουφάς παθιασμένα ως ζωογόνο νέκταρ, να την φροντίζεις, ίδιο πολύτιμο πετράδι, εκείνη, στην κάθε της στιγμή, με κάθε ευκαιρία, γιατί η κάθε της στιγμή είναι σπόρος μοναδικός, ένα εν δυνάμει φύτεμα για μελλοντικά γεννήματα και θέριεμα από κοινού δικό σας.
Θυμίζει τα παιδιά. Κοιτάς παιδιά και ατενίζεις δυνατότητες για το μέλλον, που χτίζεται τώρα, τώρα, αυτήν τη στιγμή. Άλλα από αυτά φτάνουν, άλλα στην πορεία αποπροσανατολίζονται, άλλα στρώνουν καλύτερους δρόμους, άλλα απογειώνονται πραγματικά και πετούν. Μιλάω για σένα, για μένα, για τους φίλους σου, για τη μαμά σου, για τον μπαμπά σου, για τον ιδιότροπο εκείνο γείτονα, που ξέχασε πώς να χαίρεται και δε λέει ποτέ του καλημέρα παρά μουγκρίζει όταν του την απευθύνεις εσύ, επιμένοντας κάθε μέρα να σπας τον πάγο, διαταράσσοντας λίγο την οργισμένα εγκλωβισμένη του θλίψη, μιλάω ακόμα για τον κύριο που χτες στο δρόμο σε κοίταξε περίεργα γιατί μειδίαζες αφηρημένα, για την κοπέλα που σου ζήτησε φωτιά και σου χάρισε το χαμόγελό της, για όλους όσοι υπήρξαν παιδιά και το ξέχασαν ή φρόντισαν την ανάμνηση και θυμούνται, γι’ αυτό ακόμα ονειρεύονται και ταξιδεύουν, ακόμα και τώρα, που φαίνονται όλα τρομακτικά σκοτεινά και αβέβαια, συνεχίζουν να αγαπούν, να φροντίζουν, να εκπλήσσονται, γιατί μπορούν ακόμα να διακρίνουν την ομορφιά όπου υπάρχει και ξεπετάγεται νεαρό φυντάνι προοπτικής, μιλάω για όλους εκείνους που, όταν τους λες ξέρεις δε γεννήθηκα κατευθείαν στο τώρα, ήμουν και εγώ κάποτε παιδί, δεν παραξενεύονται, αλλά το σκέφτονται, καταλαβαίνουν και μετά από λίγο σού χαμογελούν...
Και όποιος θυμάται μπορεί να συνδυάζει, να αναλύει, να αντιλαμβάνεται βαθύτερα αποδίδοντας την απαιτούμενη σημασία στο ασήμαντο και στο σημαντικό, και έτσι ενδυναμώνεται με θέληση και προσπάθεια η αντοχή μόνο για ό,τι αξίζει, διαφορετικά, προσπερνάει, ξεπερνάει, γυρνάει σελίδα, όταν χρειάζεται, και ποτέ δεν αδιαφορεί. Η αδιαφορία υποδηλώνει αποτυχία ή και άρνηση απόδοσης της δέουσας προσοχής στις μικρές, αλλά σημαντικές, στιγμές, τα ψιμύθια του κορμιού της ζωής, στον τρόπο που ενώνει τα χείλη της όταν σε φιλάει, που ανοίγει τα μάτια της όταν την ξαφνιάζεις, στις λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά, για να μπορείς να της προσφέρεις ευχαρίστηση, ώστε να απολαμβάνεις και εσύ μαζί της τη στιγμή, εκείνη! Σε άλλη περίπτωση, το παιχνίδι χάνεται λίγο λίγο, μέρα τη μέρα, λεπτό το λεπτό, στιγμή τη στιγμή, κι ούτε το ξέρεις ακόμα. Κι ας διαμαρτύρεσαι μετά ότι φταίει εκείνη, αποδίδοντάς της όλο το φταίξιμο, λέγοντας ψέματα για όσα δεν έκανες σε άλλους που λειτούργησαν ανάλογα και γι’ αυτό τους βολεύει να σε πιστέψουν, χωρίς να αναλαμβάνεις καμία ευθύνη για το δικό σου χάσιμο. Όσο κι αν φωνάζεις, όμως, η αντίστροφη μέτρηση πυροδοτήθηκε ήδη, για να μείνεις εσύ μόνος σου με τον εαυτό σου, που τώρα σού διαφεύγει και εκείνος πλέον λίγο λίγο, ν’ αναρωτιέσαι το γιατί...
Αλλά τίποτα από αυτά δε συμβαίνει όταν την απολαμβάνεις όπως της πρέπει, χωρίς να την καταβροχθίζεις ή να τη στερείσαι, σαν να σε ταλανίζουν διατροφικές διαταραχές, έχοντας έτσι δυσανάλογες, ανισόρροπες, ενίοτε και ανάρμοστες απαιτήσεις από τον εαυτό σου και συνακόλουθα και από τους άλλους. Νιώσε την πείνα, για να την καταλαβαίνεις και στους άλλους, αλλά χόρτασε όσο σου πρέπει, για να μην εξαντλείσαι, για να μην ξοδεύεσαι, μαθαίνοντας και διαδοχικά γνωρίζοντας την αξία της κάθε «τροφής». Σημασία έχει να έχουμε τουλάχιστον συνείδηση του τι επιλέγουμε να βάλουμε στο πιάτο μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και να το αξιολογούμε και να το αξιοποιούμε σωστά, ακόμα και αν μοιάζει με ουτοπικό δονκιχωτισμό αυτή η οπτική, γιατί τελικά είμαστε ή γινόμαστε στην πορεία σταδιακά ό,τι τρώμε, σωματικά, πνευματικά και συναισθηματικά. Ο κάθε άνθρωπος αποτελεί ένα μικρό σύστημα – κύκλωμα, που μπορεί να επιλέξει αν θα παραμείνει κλειστό ή αν θα κρατήσει ανοιχτή την επικοινωνία με τον εαυτό του με και τους άλλους, χρησιμοποιώντας ένα λίγο από τη σοφία της ζωικής ενέργειας, την οποία κρύβει μέσα του, χωρίς συχνά να το ξέρει, και ξεκινώντας απλά, από μία όμορφα νοικοκυρεμένη μπουκιά στο πιρούνι του, ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικά και οργανικά μέρος ενός συνόλου που όλοι μαζί συνθέτουμε.
Στο 10ο τεύχος της «Τρελής piñata», λοιπόν, οι προτάσεις, μέσα από τις ταινίες, αφορούν την απόλαυση της στιγμής και του έρωτα και τη διεκδίκηση της ζωής αφορμή της γευστικής απόλαυσης. Στα βιβλία, επιπλέον, αναζητείται η ισορροπία στη σχέση με το φαγητό, όταν αναφερόμαστε σε διατροφικές υπερβολές, που εκδηλώνονται στη διαταραγμένη σχέση με αυτό και ξεκινούν από ψυχολογικά συνήθως αίτια. Γι’ αυτό έχει βαρύτητα, ανάμεσα σε άλλα, το να γίνει σωστή αρχή στη διαμόρφωση μίας καλής αντίληψης για το ζήτημα διατροφή. Σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα, επομένως, συμπεριλαμβάνονται βιβλία που μιλούν για την πολλαπλή χρησιμότητα των φυσικών προϊόντων και σε συνδυασμό παρατίθενται ιδέες για τη δημιουργική δραστηριοποίηση των μικρών μας φίλων στην κουζίνα, καθώς αγαπάμε κάτι πιο πολύ όταν βγαίνει από τα χέρια μας και όταν το καταλαβαίνουμε. Αυτό μπορεί να βοηθήσει και στη βελτίωση των διατροφικών συνηθειών, απαραίτητο συστατικό επιτυχίας στην καλή μας σχέση με την υγεία γενικότερα. Και, εφόσον αυτή ενδείκνυται να ξεκινάει από νωρίς, μπορεί η γόνιμη συνεργασία να επαναπροσδιορίσει και τη σχέση μικρών και μεγάλων με τη διατροφή, με ευφάνταστη δημιουργικότητα και επινοητικότητα, που φτάνει έως και τα μαθηματικά, ένα χρήσιμο καθημερινό εργαλείο, όσο η κουτάλα και το γουδί, και ένας απαραίτητος κώδικας επικοινωνίας όσο μπορούν να γίνουν η τροφή και η γεύση. Αναφερόμενοι σε κώδικες, θα βρείτε στα βιβλία και ένα χρήσιμο γλωσσάρι που μπορεί να γίνει πιστός βοηθός στην κουζίνα, σε επαγγελματίες και μη, καθώς σε αυτό το τεύχος «συνωστίζονται» πολλοί πραγματικοί, επίδοξοι και διάφορων ειδών σεφ. Όλα αυτά, βέβαια, συμβαίνουν πάντα συνοδεία μουσικής, για να διεγείρει την έμπνευση, να μας κινητοποιήσει ενεργητικά, να μας ξεσηκώσει, να μας κάνει να ονειρευτούμε ή και απλώς να μας χαλαρώσει, ώστε ευδιάθετα και θετικά να αγκαλιάσουμε κάθε γαργαλιστικό στη σκέψη μας ερέθισμα...
Καλό φθινόπωρο να έχουμε με υγεία, όμορφες αρχές σάς εύχομαι και ό,τι επιθυμείτε να γίνει πραγματικότητα, μέσα από πλούσια καρποφορία ιδεών, προσπαθειών και μέσα από επίτευξη στόχων με συναίσθημα πληρότητας! Και, βέβαια, μην ξεχνάτε να ονειρεύεστε και να απολαμβάνετε τη στιγμή, γιατί η ζωή σάς περιμένει με υπομονή να την κατακτάτε κάθε μέρα από την αρχή...
Διευρύνοντας αυτή την οπτική, προκειμένου να πολλαπλασιαστούν οι παρενθέσεις και να γίνουν ο δικός μας κανόνας, αρκεί να σκεφτούμε ότι η ζωή είναι μία διαρκώς κινούμενη ενέργεια, που όντας η ίδια χειραφετημένη γνωρίζει το τι αξίζει και ξέρει να περιμένει. Τη διακρίνει η υπομονή, όχι η δίχως όρια όμως, και γι’ αυτό επιζητά την προσοχή μας, χωρίς να απαιτεί, χωρίς να τη ζητάει πάντα εμφανώς και σαφώς εκδηλωτικά. Μοιάζει με ερωτευμένη γυναίκα που επιθυμεί να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής σου, θέλει να γίνει η δική σου βασίλισσα, αλλά την αφήνουν αδιάφορη οι χειρισμοί του επαγγελματία, γιατί λειτουργούν με υπολογισμένες κινήσεις σαν θανάσιμο χτύπημα, άψυχο και ψυχρό, παραπέμποντας σε τέλεση καθήκοντος και πλήρωση υποχρέωσης. Εκείνη, αντίθετα, αναζητάει τον παθιασμένο αδέξιο εραστή μέσα σου, που στην αμηχανία του κρύβει όλο το ενδιαφέρον του για εκείνη, δείχνει πόσο χρόνο στη σκέψη του της αφιερώνει, γεγονός που τον κάνει ακόμα πιο επινοητικό, ευφάνταστο και χαριτωμένα τολμηρό μαζί της... Και τότε εκείνη σ’ το αναγνωρίζει και σ’ το αντιγυρίζει, με ειλικρινή φροντίδα και αγάπη, γλείφοντας κάποτε κάποτε και τις πηγές σου αντί για σένα ενώ σε κοιτάζει με εκείνο το παραπονεμένο βλέμμα, σαν να αναρωτιέται γιατί να τις κρατάς παράσημα, λες και δεν την αγαπάς αρκετά. Γιατί εκείνη χαίρεται κυρίως όποτε βουτάς μέσα της ανεπιφύλακτα και επιστρέφεις πιο δυνατός και λίγο πιο έμπειρος από τα νέα σου ταξίδια.
Οι πληγές σου σηματοδοτούν την πορεία σου, ναι, για να μην ξεχνάς τον εαυτό σου, αλλά όχι για να μιζεριάζεις, να μεγαλοποιείς, να κλείνεσαι και να τσιγκουνεύεσαι την αγάπη. Διαφορετικά, πληγώνεται εκείνη, και πάλι σ’ το αντιγυρίζει όποτε ζεις τις στιγμές της σαν κλέφτης και όχι διαφεντεύοντάς τες, όταν την κάνεις να νιώθει φτηνή, λίγη, χωρίς να είναι, γιατί την αδικείς, προβάλλοντάς της το δικό σου λίγο. Έτσι, όμως, τη στριμώχνεις και με τον τρόπο σου τη διώχνεις, με τη σειρά της μετά σε εγκαταλείπει αυτή και σιγά σιγά αρχίζει να σου διαφεύγει... Εκεί εσύ νευριάζεις, την αρνείσαι, την κατηγορείς, αρρωσταίνεις ακόμα, αγνοώντας ότι σου λείπει εκείνη, η οποία υποχώρησε μπρος στη δική σου επιθυμία και παράλογη προσταγή. Τότε που απέτυχες να αντιληφθείς ότι μόνο για αγάπη διψούσε, την οποία, για να δώσεις, πρέπει πρώτα να προσφέρεις σε εσένα, με το να την ρουφάς παθιασμένα ως ζωογόνο νέκταρ, να την φροντίζεις, ίδιο πολύτιμο πετράδι, εκείνη, στην κάθε της στιγμή, με κάθε ευκαιρία, γιατί η κάθε της στιγμή είναι σπόρος μοναδικός, ένα εν δυνάμει φύτεμα για μελλοντικά γεννήματα και θέριεμα από κοινού δικό σας.
Θυμίζει τα παιδιά. Κοιτάς παιδιά και ατενίζεις δυνατότητες για το μέλλον, που χτίζεται τώρα, τώρα, αυτήν τη στιγμή. Άλλα από αυτά φτάνουν, άλλα στην πορεία αποπροσανατολίζονται, άλλα στρώνουν καλύτερους δρόμους, άλλα απογειώνονται πραγματικά και πετούν. Μιλάω για σένα, για μένα, για τους φίλους σου, για τη μαμά σου, για τον μπαμπά σου, για τον ιδιότροπο εκείνο γείτονα, που ξέχασε πώς να χαίρεται και δε λέει ποτέ του καλημέρα παρά μουγκρίζει όταν του την απευθύνεις εσύ, επιμένοντας κάθε μέρα να σπας τον πάγο, διαταράσσοντας λίγο την οργισμένα εγκλωβισμένη του θλίψη, μιλάω ακόμα για τον κύριο που χτες στο δρόμο σε κοίταξε περίεργα γιατί μειδίαζες αφηρημένα, για την κοπέλα που σου ζήτησε φωτιά και σου χάρισε το χαμόγελό της, για όλους όσοι υπήρξαν παιδιά και το ξέχασαν ή φρόντισαν την ανάμνηση και θυμούνται, γι’ αυτό ακόμα ονειρεύονται και ταξιδεύουν, ακόμα και τώρα, που φαίνονται όλα τρομακτικά σκοτεινά και αβέβαια, συνεχίζουν να αγαπούν, να φροντίζουν, να εκπλήσσονται, γιατί μπορούν ακόμα να διακρίνουν την ομορφιά όπου υπάρχει και ξεπετάγεται νεαρό φυντάνι προοπτικής, μιλάω για όλους εκείνους που, όταν τους λες ξέρεις δε γεννήθηκα κατευθείαν στο τώρα, ήμουν και εγώ κάποτε παιδί, δεν παραξενεύονται, αλλά το σκέφτονται, καταλαβαίνουν και μετά από λίγο σού χαμογελούν...
Και όποιος θυμάται μπορεί να συνδυάζει, να αναλύει, να αντιλαμβάνεται βαθύτερα αποδίδοντας την απαιτούμενη σημασία στο ασήμαντο και στο σημαντικό, και έτσι ενδυναμώνεται με θέληση και προσπάθεια η αντοχή μόνο για ό,τι αξίζει, διαφορετικά, προσπερνάει, ξεπερνάει, γυρνάει σελίδα, όταν χρειάζεται, και ποτέ δεν αδιαφορεί. Η αδιαφορία υποδηλώνει αποτυχία ή και άρνηση απόδοσης της δέουσας προσοχής στις μικρές, αλλά σημαντικές, στιγμές, τα ψιμύθια του κορμιού της ζωής, στον τρόπο που ενώνει τα χείλη της όταν σε φιλάει, που ανοίγει τα μάτια της όταν την ξαφνιάζεις, στις λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά, για να μπορείς να της προσφέρεις ευχαρίστηση, ώστε να απολαμβάνεις και εσύ μαζί της τη στιγμή, εκείνη! Σε άλλη περίπτωση, το παιχνίδι χάνεται λίγο λίγο, μέρα τη μέρα, λεπτό το λεπτό, στιγμή τη στιγμή, κι ούτε το ξέρεις ακόμα. Κι ας διαμαρτύρεσαι μετά ότι φταίει εκείνη, αποδίδοντάς της όλο το φταίξιμο, λέγοντας ψέματα για όσα δεν έκανες σε άλλους που λειτούργησαν ανάλογα και γι’ αυτό τους βολεύει να σε πιστέψουν, χωρίς να αναλαμβάνεις καμία ευθύνη για το δικό σου χάσιμο. Όσο κι αν φωνάζεις, όμως, η αντίστροφη μέτρηση πυροδοτήθηκε ήδη, για να μείνεις εσύ μόνος σου με τον εαυτό σου, που τώρα σού διαφεύγει και εκείνος πλέον λίγο λίγο, ν’ αναρωτιέσαι το γιατί...
Αλλά τίποτα από αυτά δε συμβαίνει όταν την απολαμβάνεις όπως της πρέπει, χωρίς να την καταβροχθίζεις ή να τη στερείσαι, σαν να σε ταλανίζουν διατροφικές διαταραχές, έχοντας έτσι δυσανάλογες, ανισόρροπες, ενίοτε και ανάρμοστες απαιτήσεις από τον εαυτό σου και συνακόλουθα και από τους άλλους. Νιώσε την πείνα, για να την καταλαβαίνεις και στους άλλους, αλλά χόρτασε όσο σου πρέπει, για να μην εξαντλείσαι, για να μην ξοδεύεσαι, μαθαίνοντας και διαδοχικά γνωρίζοντας την αξία της κάθε «τροφής». Σημασία έχει να έχουμε τουλάχιστον συνείδηση του τι επιλέγουμε να βάλουμε στο πιάτο μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και να το αξιολογούμε και να το αξιοποιούμε σωστά, ακόμα και αν μοιάζει με ουτοπικό δονκιχωτισμό αυτή η οπτική, γιατί τελικά είμαστε ή γινόμαστε στην πορεία σταδιακά ό,τι τρώμε, σωματικά, πνευματικά και συναισθηματικά. Ο κάθε άνθρωπος αποτελεί ένα μικρό σύστημα – κύκλωμα, που μπορεί να επιλέξει αν θα παραμείνει κλειστό ή αν θα κρατήσει ανοιχτή την επικοινωνία με τον εαυτό του με και τους άλλους, χρησιμοποιώντας ένα λίγο από τη σοφία της ζωικής ενέργειας, την οποία κρύβει μέσα του, χωρίς συχνά να το ξέρει, και ξεκινώντας απλά, από μία όμορφα νοικοκυρεμένη μπουκιά στο πιρούνι του, ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικά και οργανικά μέρος ενός συνόλου που όλοι μαζί συνθέτουμε.
Στο 10ο τεύχος της «Τρελής piñata», λοιπόν, οι προτάσεις, μέσα από τις ταινίες, αφορούν την απόλαυση της στιγμής και του έρωτα και τη διεκδίκηση της ζωής αφορμή της γευστικής απόλαυσης. Στα βιβλία, επιπλέον, αναζητείται η ισορροπία στη σχέση με το φαγητό, όταν αναφερόμαστε σε διατροφικές υπερβολές, που εκδηλώνονται στη διαταραγμένη σχέση με αυτό και ξεκινούν από ψυχολογικά συνήθως αίτια. Γι’ αυτό έχει βαρύτητα, ανάμεσα σε άλλα, το να γίνει σωστή αρχή στη διαμόρφωση μίας καλής αντίληψης για το ζήτημα διατροφή. Σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα, επομένως, συμπεριλαμβάνονται βιβλία που μιλούν για την πολλαπλή χρησιμότητα των φυσικών προϊόντων και σε συνδυασμό παρατίθενται ιδέες για τη δημιουργική δραστηριοποίηση των μικρών μας φίλων στην κουζίνα, καθώς αγαπάμε κάτι πιο πολύ όταν βγαίνει από τα χέρια μας και όταν το καταλαβαίνουμε. Αυτό μπορεί να βοηθήσει και στη βελτίωση των διατροφικών συνηθειών, απαραίτητο συστατικό επιτυχίας στην καλή μας σχέση με την υγεία γενικότερα. Και, εφόσον αυτή ενδείκνυται να ξεκινάει από νωρίς, μπορεί η γόνιμη συνεργασία να επαναπροσδιορίσει και τη σχέση μικρών και μεγάλων με τη διατροφή, με ευφάνταστη δημιουργικότητα και επινοητικότητα, που φτάνει έως και τα μαθηματικά, ένα χρήσιμο καθημερινό εργαλείο, όσο η κουτάλα και το γουδί, και ένας απαραίτητος κώδικας επικοινωνίας όσο μπορούν να γίνουν η τροφή και η γεύση. Αναφερόμενοι σε κώδικες, θα βρείτε στα βιβλία και ένα χρήσιμο γλωσσάρι που μπορεί να γίνει πιστός βοηθός στην κουζίνα, σε επαγγελματίες και μη, καθώς σε αυτό το τεύχος «συνωστίζονται» πολλοί πραγματικοί, επίδοξοι και διάφορων ειδών σεφ. Όλα αυτά, βέβαια, συμβαίνουν πάντα συνοδεία μουσικής, για να διεγείρει την έμπνευση, να μας κινητοποιήσει ενεργητικά, να μας ξεσηκώσει, να μας κάνει να ονειρευτούμε ή και απλώς να μας χαλαρώσει, ώστε ευδιάθετα και θετικά να αγκαλιάσουμε κάθε γαργαλιστικό στη σκέψη μας ερέθισμα...
Καλό φθινόπωρο να έχουμε με υγεία, όμορφες αρχές σάς εύχομαι και ό,τι επιθυμείτε να γίνει πραγματικότητα, μέσα από πλούσια καρποφορία ιδεών, προσπαθειών και μέσα από επίτευξη στόχων με συναίσθημα πληρότητας! Και, βέβαια, μην ξεχνάτε να ονειρεύεστε και να απολαμβάνετε τη στιγμή, γιατί η ζωή σάς περιμένει με υπομονή να την κατακτάτε κάθε μέρα από την αρχή...
Ταινίες
Pranzo di Ferragosto (2008)
(Αυγουστιάτικο Γεύμα στη Ρώμη)
Σκηνοθέτης: Τζιάνι ντι Γκρεγκόριο
Γλώσσα: Ιταλικά
Ηθοποιοί: Τζιάνι ντι Γκρεγκόριο, Βαλέρια ντε Φρανσίσις, Μαρίνα Κατσότι κ.ά.
Περιγραφή
Ο Τζιάνι είναι ένας εργένης που μένει με τη μητέρα του. Λίγο πριν το Δεκαπενταύγουστο ο διαχειριστής του παλάτσο προσφέρεται να τον διευκολύνει με τα χρωστούμενα κοινόχρηστα, με τον όρο να φιλοξενήσει τη μητέρα του για ένα βράδυ, ώστε να μπορέσει ο ίδιος να αποδράσει εκτός πόλης. Μία ανάλογη σκέψη κάνει όμως και ο γιατρός του, που έχει εφημερία και δε θέλει να αφήσει μόνη της τη δική του μητέρα, προσφέροντάς του επιπλέον χρήματα για αυτόν το σκοπό. Τελικά, ο Τζιάνι μένει να φροντίσει τέσσερις ηλικιωμένες γυναίκες, καθώς μαζί με τη μητέρα του διαχειριστή έρχεται και μία θεία, για να δραπετεύσει εκείνος τελικά με την ερωμένη του. Ο Τζιάνι έχει κάθε καλή διάθεση να τις φροντίσει, παρ’ όλους τους ενδοιασμούς του και τις αρχικές αντιρρήσεις της ιδιόρρυθμης μητέρας του. Παρελαύνουν έτσι διάφορα εδέσματα και ποτά, όπως κοτολέτες, σπαράγγια, τάρτα με φρούτα, ένα ciambellone, στρογγυλό κέικ με τρύπα στη μέση, που έφεραν οι φιλοξενούμενοι, άφθονο λευκό κρασί και μπίρα. Αλλά την ίδια στιγμή ο Τζιάνι έχει να αντιμετωπίσει και τις παραξενιές της καθεμίας, τις ανάγκες, τις ιδιαιτερότητες και τα νάζια, που δημιουργούν ευτράπελα επεισόδια. Η θεία Μαρία είναι 80 ετών και ακόμα φτιάχνει μακαρόνια φούρνου με μοτσαρέλα, μορταδέλα, σάλτσα ντομάτας κ.λπ., η Γράτσια, όμως, που πρέπει να προσέχει αυστηρά τη δίαιτά της, παίρνει το ταψί από το φούρνο όταν κανείς δεν την προσέχει, για να το καταβροχθίσει με τη ησυχία της, μετά το λιτό γεύμα βραστών λαχανικών. Η καπριτσιόζα Μαρίνα, που φλερτάρει ασύστολα, όταν νιώθει πως ασφυκτιά στο σπίτι, εξαφανίζεται απροειδοποίητα, για να πιει το ποτό της και να καπνίσει τα τσιγάρα της ανενόχλητη σε ένα καφέ-μπαρ, όπου ο Τζιάνι την εντοπίζει και τρομάζει να την ξαναφέρει σπίτι και να τη βάλει για ύπνο. Η μητέρα του, πάλι, που στην αρχή είναι διστακτική με την παρουσία των άλλων γυναικών, μετά τη γλυκαίνει η παρέα τους, καθώς αρχίζουν οι εξομολογήσεις και η αναπόληση του παρελθόντος, και στο τέλος δε θέλει καμιά τους να φύγει την άλλη μέρα. Έτσι, βρίσκεται ο Τζιάνι να τρέχει με ένα φίλο του στην άδεια Ρώμη το Δεκαπενταύγουστο για να εξασφαλίσει το ιδιαίτερο γεύμα της ημέρας: Κέφαλοι από το ποτάμι, με πατάτες και δεντρολίβανο στο φούρνο. Φυσικά, το γεύμα συμπληρώνει άφθονο, λευκό και ελαφρώς αφρίζον κρασί. Οι κυρίες τού βάζουν τα γυαλιά με την όρεξή τους για χορό και με τη διάθεση να ζήσουν όσα αισθάνονται ότι στερείται η τρίτη ηλικία, παρατείνοντας με κάθε τρόπο τη διαμονή τους. Και τι άλλο μπορεί να κάνει ο Τζιάνι με όλα αυτά παρά να υπακούσει στις θελήσεις τους φτιάχνοντας μία ελαφριά πίτσα λαχανικών με παρμεζάνα για το βράδυ!
Η ταινία κέρδισε τέσσερα βραβεία στο 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 2008, καθώς και άλλα βραβεία και υποψηφιότητες σε διεθνή φεστιβάλ.
(Αυγουστιάτικο Γεύμα στη Ρώμη)
Σκηνοθέτης: Τζιάνι ντι Γκρεγκόριο
Γλώσσα: Ιταλικά
Ηθοποιοί: Τζιάνι ντι Γκρεγκόριο, Βαλέρια ντε Φρανσίσις, Μαρίνα Κατσότι κ.ά.
Περιγραφή
Ο Τζιάνι είναι ένας εργένης που μένει με τη μητέρα του. Λίγο πριν το Δεκαπενταύγουστο ο διαχειριστής του παλάτσο προσφέρεται να τον διευκολύνει με τα χρωστούμενα κοινόχρηστα, με τον όρο να φιλοξενήσει τη μητέρα του για ένα βράδυ, ώστε να μπορέσει ο ίδιος να αποδράσει εκτός πόλης. Μία ανάλογη σκέψη κάνει όμως και ο γιατρός του, που έχει εφημερία και δε θέλει να αφήσει μόνη της τη δική του μητέρα, προσφέροντάς του επιπλέον χρήματα για αυτόν το σκοπό. Τελικά, ο Τζιάνι μένει να φροντίσει τέσσερις ηλικιωμένες γυναίκες, καθώς μαζί με τη μητέρα του διαχειριστή έρχεται και μία θεία, για να δραπετεύσει εκείνος τελικά με την ερωμένη του. Ο Τζιάνι έχει κάθε καλή διάθεση να τις φροντίσει, παρ’ όλους τους ενδοιασμούς του και τις αρχικές αντιρρήσεις της ιδιόρρυθμης μητέρας του. Παρελαύνουν έτσι διάφορα εδέσματα και ποτά, όπως κοτολέτες, σπαράγγια, τάρτα με φρούτα, ένα ciambellone, στρογγυλό κέικ με τρύπα στη μέση, που έφεραν οι φιλοξενούμενοι, άφθονο λευκό κρασί και μπίρα. Αλλά την ίδια στιγμή ο Τζιάνι έχει να αντιμετωπίσει και τις παραξενιές της καθεμίας, τις ανάγκες, τις ιδιαιτερότητες και τα νάζια, που δημιουργούν ευτράπελα επεισόδια. Η θεία Μαρία είναι 80 ετών και ακόμα φτιάχνει μακαρόνια φούρνου με μοτσαρέλα, μορταδέλα, σάλτσα ντομάτας κ.λπ., η Γράτσια, όμως, που πρέπει να προσέχει αυστηρά τη δίαιτά της, παίρνει το ταψί από το φούρνο όταν κανείς δεν την προσέχει, για να το καταβροχθίσει με τη ησυχία της, μετά το λιτό γεύμα βραστών λαχανικών. Η καπριτσιόζα Μαρίνα, που φλερτάρει ασύστολα, όταν νιώθει πως ασφυκτιά στο σπίτι, εξαφανίζεται απροειδοποίητα, για να πιει το ποτό της και να καπνίσει τα τσιγάρα της ανενόχλητη σε ένα καφέ-μπαρ, όπου ο Τζιάνι την εντοπίζει και τρομάζει να την ξαναφέρει σπίτι και να τη βάλει για ύπνο. Η μητέρα του, πάλι, που στην αρχή είναι διστακτική με την παρουσία των άλλων γυναικών, μετά τη γλυκαίνει η παρέα τους, καθώς αρχίζουν οι εξομολογήσεις και η αναπόληση του παρελθόντος, και στο τέλος δε θέλει καμιά τους να φύγει την άλλη μέρα. Έτσι, βρίσκεται ο Τζιάνι να τρέχει με ένα φίλο του στην άδεια Ρώμη το Δεκαπενταύγουστο για να εξασφαλίσει το ιδιαίτερο γεύμα της ημέρας: Κέφαλοι από το ποτάμι, με πατάτες και δεντρολίβανο στο φούρνο. Φυσικά, το γεύμα συμπληρώνει άφθονο, λευκό και ελαφρώς αφρίζον κρασί. Οι κυρίες τού βάζουν τα γυαλιά με την όρεξή τους για χορό και με τη διάθεση να ζήσουν όσα αισθάνονται ότι στερείται η τρίτη ηλικία, παρατείνοντας με κάθε τρόπο τη διαμονή τους. Και τι άλλο μπορεί να κάνει ο Τζιάνι με όλα αυτά παρά να υπακούσει στις θελήσεις τους φτιάχνοντας μία ελαφριά πίτσα λαχανικών με παρμεζάνα για το βράδυ!
Η ταινία κέρδισε τέσσερα βραβεία στο 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 2008, καθώς και άλλα βραβεία και υποψηφιότητες σε διεθνή φεστιβάλ.
Julie & Julia (2009)
(Τζούλι και Τζούλια)
Σκηνοθέτης: Νόρα Έφρον
Γλώσσα: Αγγλικά, γαλλικά
Ηθοποιοί: Μέριλ Στριπ, Έιμι Άνταμς, Στάνλεϊ Τούτσι κ.ά.
Περιγραφή
Οι ιστορίες δύο γυναικών, της Τζούλια Τσάιλντ και της Τζούλι Πάουελ, συναντιούνται σε αυτή την ταινία, που είναι βασισμένη σε περιστατικά από τη ζωή τους μέσα από δύο βιβλία. Την αυτοβιογραφία της πρώτης, που γράφτηκε με τη βοήθεια του ανιψιού της Άλεξ Προυντόμ (Alex Prud’homme), με τίτλο My Life in France, η οποία δημοσιεύτηκε το 2006, δύο χρόνια μετά το θάνατό της, και το βιβλίο της Τζούλι Πάουελ, με τίτλο Julie and Julia: 365 Days, 524 Recipes, 1 Tiny Apartment Kitchen, που κυκλοφόρησε το 2005, ένα χρόνο μετά το θάνατο της Τζούλια Τσάιλντ. Η Τζούλια Τσάιλντ ήταν μία γυναίκα με πάθος, που αγαπούσε το φαγητό και τη μαγειρική και η οποία εξελίχθηκε σε μία από τις πιο γνωστές Αμερικανίδες επαγγελματίες του χώρου, μεταφέροντας στην πατρίδα της τα μυστικά της απαιτητικής γαλλικής κουζίνας και αλλάζοντας την έως τότε επικρατούσα αντίληψη για τη μαγειρική. Αρκετές δεκαετίες αργότερα η πορεία και το έργο της αποτέλεσαν έμπνευση για την Τζούλι Πάουελ, που στην ταινία προσπαθεί να ξεφύγει από τις δυσκολίες της καθημερινότητάς της κάνοντας κάτι δημιουργικό. Η πλοκή κινείται, λοιπόν, ανάμεσα σε δύο χωροχρονικές διαστάσεις, με αφετηρία στη μία ιστορία το 1949 στο Παρίσι και στην άλλη το 2002 στο Κουίνς. Το σημείο συνάντησης των δύο γυναικών είναι ότι κάποια στιγμή στη ζωή τους η μαγειρική, η γεύση και ο πειραματισμός τούς πρόσφεραν το κίνητρο της δημιουργικής δραστηριοποίησης. Έτσι, η Τζούλι αποφασίζει να φτιάξει ένα ιστολόγιο με στόχο να περιγράψει βήμα βήμα την εμπειρία εκτέλεσης των 524 συνταγών ενός πολύ γνωστού βιβλίου της Τζούλια Τσάιλντ στο ακριβές διάστημα ενός χρόνου, κάτι που λειτουργεί ως στοίχημα για την ίδια. Και εκείνο που κατά βάση την εμπνέει πέραν των συνταγών είναι η τόλμη και η θέληση της Τζούλια να επιβιώσει σε ένα εχθρικό για την εποχή περιβάλλον, με άντρες κυρίως σεφ στον τομέα της γαστρονομίας, σε ένα κατά τα άλλα ευχάριστο και χρωματιστό Παρίσι, όταν η ίδια είναι στριμωγμένη σε ένα μικρό διαμέρισμα εκτεθειμένο στο θόρυβο, πάνω από μία πιτσαρία του συρμού, από τραγική ειρωνεία.
Η γνωστή μαγείρισσα, παρ’ όλα τα εμπόδια που αντιμετώπιζε στη σχολή μαγειρικής αλλά και αργότερα, είχε βέβαια τη συμπαράσταση του συζύγου της, ο οποίος αγαπούσε το καλό φαγητό, ωστόσο δεν ήταν μικροί οι σκόπελοι που χρειάστηκε να υποσκελίσει για να κάνει την υπέρβαση. Η ταινία καλύπτει ένα μέρος της ζωής της, από το τέλος της δεκαετίας του ’40 μέχρι την έκδοση του πρώτου της βιβλίου, κατά κύριο λόγο. Γι’ αυτό δε βλέπουμε την προϊστορία της ούτε την επιτυχημένη εξέλιξή της στη συνέχεια, την οποία υποδηλώνουν οι τηλεοπτικές εκπομπές και η παρουσία της κουζίνας της σε μουσείο, στο τέλος. Η Τζούλια Μακ Γουίλιαμς μετά το κολέγιο πρόσφερε τις υπηρεσίες της, νωρίτερα αλλά και στη διάρκεια του Β’ πολέμου, στο γραφείο που αργότερα θα ονομαζόταν Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών. Τότε συμμετείχε σε μία επιχείρηση με πρώτη πετυχημένη «συνταγή» την απώθηση των καρχαριών, ώστε να μην πυροδοτούν εκρηκτικά, προορισμένα να ανατινάξουν γερμανικά υποβρύχια[1]. Εκεί, εργάστηκε ως αρχειακός υπάλληλος απασχολούμενη κυρίως με απόρρητα έγγραφα και στην πορεία γνώρισε το σύζυγό της Πολ Τσάιλντ, στη διάρκεια του Β’ Πολέμου, επίσης υπάλληλο του Γραφείου, όταν μετατέθηκε εκτός ΗΠΑ στη Σρι Λάνκα. Παντρεύτηκαν το 1946 και μεταπολεμικά βρέθηκε από το 1948 στη Γαλλία, αρχικά στο Παρίσι και μετά στη Μασσαλία, καθώς εκεί προσφέρθηκε από την υπηρεσία μία θέση στον Πολ. Όσα ακολούθησαν, ωστόσο, μέχρι να γίνει η διάσημη μαγείρισσα που όλοι γνώρισαν αργότερα έρχονταν σε αντίφαση με την έως τότε πορεία της, καθώς σκόνταφτε στη νοοτροπία της εποχής. Ήταν μία γυναίκα ενθουσιώδης, αισιόδοξη, με πυγμή και αποφασιστικότητα, πληρώντας όλες τις προϋποθέσεις για να εξελιχθεί σε επαγγελματίας, όταν το επάγγελμα του σεφ καθόριζαν, όμως, εν πολλοίς στερεότυπα επηρεασμένα και αλληλεπιδρώντα με ό,τι σήμερα θα συμπυκνώναμε στον όρο «κοινωνικό φύλο». Οι γυναίκες έκαναν κυρίως βοηθητικές εργασίες και οι ανώτερες θέσεις στην ιεραρχία της κουζίνας ανήκαν στους άντρες μαζί με το κυρίως δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς και την ανάληψη της ευθύνης. Και αυτά ίσχυαν κατά βάση για όσες γυναίκες έβγαιναν στην αγορά εργασίας για οικονομικούς λόγους, ενώ για όσες είχαν τα μέσα να μείνουν σπίτι η μαγειρική κινούνταν συχνά σε ένα διεκπεραιωτικό πλαίσιο καθήκοντος και υποχρέωσης.
Σε αυτή την περίπτωση, αντιμετώπιζαν την Τζούλια Τσάιλντ στη σχολή μαγειρικής ως μία γυναίκα όχι ασθενούς οικονομικής τάξης που ψάχνει απλώς έναν άλλον τρόπο «για να σκοτώσει το χρόνο της». Και έβγαινε νικήτρια όποτε νόμιζαν πως δε θα μπορούσε να αντεπεξέλθει, όπως το να σκοτώσει ακαριαία με το κουζινομάχαιρο ένα ζωντανό αστακό. Προβλήματα προέκυπταν και από ομόφυλές της, επηρεασμένες ίσως από τα πρότυπα της εποχής, ίσως και ανταγωνιστικά ή ζηλότυπα, καθώς η ίδια ήθελε να πάρει το δίπλωμά της, για να διδάξει, αλλά η διευθύντρια της σχολής τής δημιουργούσε ένα σωρό προσκόμματα. Στην ταινία, βλέπουμε επίσης τη διεργασία συγγραφής και έκδοσης ενός από τα πιο γνωστά βιβλία μαγειρικής, με τίτλο Mastering the Art of French Cooking, το οποίο γράφτηκε σταδιακά από κοινού με τη Σιμόν Μπεκ (Simone Beck) και τη Λουιζέτ Μπερτόλ (Louisette Bertholle). Κυκλοφόρησε σε δύο τόμους, το 1961 και το 1970 αντίστοιχα, ο δεύτερος όμως χωρίς την υπογραφή της Λουιζέτ Μπερτόλ. Η αρχική ιδέα ήταν η επίτευξη της εξοικείωσης των Αμερικανίδων με τη γαλλική μαγειρική, με στόχο την απομυθοποίηση της δυσκολίας της και την απόλαυση της διαδικασίας. Κεντρικός μοχλός υπήρξε η μακροχρόνια αλληλογραφία με ανταλλαγή πληροφοριών πάνω σε ιδέες, συστατικά κ.λπ. και με ατελείωτους μαγειρικούς πειραματισμούς ανάμεσα στη Τζούλια και στην Έιβις Ντεβότο (Avis DeVoto), που υπήρξε γαστρονομικός συντάκτης, κριτικός βιβλίων και έμπειρη μαγείρισσα. Βοήθησε, επίσης, η πρακτική εξάσκηση των τριών συγγραφέων του βιβλίου με εκτελέσεις συνταγών, καθώς και μέσα από μαθήματα μαγειρικής που παρέδιδαν κατ’ οίκον. Η δημιουργική περιπέτεια, όμως, έγινε και πραγματική την περίοδο του Μακαρθισμού για τους Τζούλια και Πολ Τσάιλντ, με δυσμενείς μεταθέσεις, καθώς ο Πολ είχε υπηρετήσει στην Κίνα και θεωρήθηκε εν δυνάμει ύποπτος για προδοσία, ανάμεσα σε άλλα. Έτσι αλλάζουν περιβάλλοντα χώρο μέχρι να επιστρέψουν κάποια στιγμή αργότερα στην Αμερική.
Η Τζούλι Πάουελ, από την άλλη, ο αντίποδας αυτού του ιδιόρρυθμου «διδύμου», περνώντας μία κρίση ηλικίας λίγο πριν κλείσει τα τριάντα, νιώθει αποξενωμένη και απροσάρμοστη στις επιταγές του σύγχρονου τρόπου ζωής. Γι’ αυτό αποφασίζει να δώσει μία ώθηση στον εαυτό της ολοκληρώνοντας κάτι αξιόλογο για την ίδια και συνεπαρμένη από τη μείξη ρομαντισμού και δυναμισμού της αγαπημένης της μαγείρισσας. Και οι δύο γυναίκες, όμως, αλλάζουν μέσα από την ενασχόλησή τους με τη μαγειρική και με την ανάληψη πρωτοβουλιών, που τελικά ξεφεύγουν από την κουζίνα και αφορούν τη ζωή τους. Η Τζούλια ασχολείται εξαρχής με τη μαγειρική, γιατί παθιάζεται με τη γεύση αλλά και επιθυμώντας να διοχετεύσει κάπου την πληθωρική της ενέργεια. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την αυτοβιογραφία της, πεισμώνει όταν στις πρώτες απόπειρές της στην κουζίνα ως άπειρη ακόμα μαγείρισσα, σε μία προσπάθεια να εντυπωσιάσει τον Πολ, τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Και από το σημείο μηδέν καταλήγει να κάνει επάγγελμά της τη μαγειρική, μεταδίδοντας ενθουσιωδώς στους άλλους ό,τι ανακαλύπτει. Στην ταινία, η ευεργετική επίδρασή της στη Τζούλι μοιάζει να δείχνει ότι το φρούτο του κόπου της τιμήθηκε δεόντως... Αν φτάσει κάποιος ένα στόχο, άλλωστε, μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για πολλούς!
Έχει ενδιαφέρον, επίσης, και η παρατήρηση των δύο ζευγαριών, οι δυναμικές που αναπτύσσονται και οι ισορροπίες που καθιερώνονται σε βάθος χρόνου και με διαφορά χρόνου. Προκύπτει και η εξέλιξη στις σχέσεις των δύο φύλων αναπόφευκτα, η διαφορετικότητα των αναζητήσεων, η ισχύς και η αξία της αλληλοϋποστήριξης, καθώς και τα σημεία καμπής, που εξαρτώνται επιπλέον από την εκάστοτε εποχή και τις επικρατούσες συνθήκες.
Από τους ήρωες που ξεχωρίζουν, η Μέριλ Στριπ δίνει μία πολύ αξιόλογη ερμηνεία, πάντα αφήνει την εντύπωση της ακρίβειας και της λεπτολογίας στον τρόπο που διερευνά τους χαρακτήρες της, προκειμένου να τους χτίσει, αλλά εδώ φαίνεται να γλεντάει το ρόλο. Ο Στάνλεϊ Τούτσι («βετεράνος» στις ταινίες με μαγειρική ήδη από το «Big Night» − 1996), που τον έχουμε συνηθίσει σε κωμικούς ρόλους, αλλά όχι μόνο, καταθέτει με διακριτικότητα και ευαισθησία μία ερμηνεία που προκύπτει ως επάξιος αντίποδας ήρεμης δύναμης δίπλα στην εκρηκτική αλλά και με πολλά ευαίσθητα σημεία Τζούλια. Η Έιμι Άνταμς, πολύ γλυκιά και συμπαθής, περνάει επίσης διακριτικά τη δυναμική ισχυροποίησης της αυτοπεποίθησής της μέσα από τα διάφορα ξεσπάσματα και την προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού στο χρονικό περιθώριο ενός έτους, στο επίπεδο που το επιτρέπουν το σενάριο και οι επιλογές της σκηνοθετικής γραμμής για την παρουσίαση αυτού του χαρακτήρα. Και τέλος, εκτός του καστ, δεν μπορεί κανείς βέβαια να αμφισβητήσει ότι ο σούπερ σταρ της ταινίας ήταν οπωσδήποτε ο γάτος!
Ατάκες που κρατάω:
«Τζούλια, είσαι το βούτυρο στο ψωμί μου και η ανάσα στη ζωή μου. Σ’ αγαπάω».
Και η ίδια αγαπούσε, άλλωστε, το βούτυρο, μακριά από τη μεσογειακή διατροφή, ενώ οι ιδέες που δίνει η ταινία για συνταγές είναι λιγουριάρικες, ώστε να ξεφεύγει κάποιος γευστικά μία στο τόσο με κάτι διαφορετικό, αν και αρκετά έως πολύ απαιτητικές.
Και ο κλασικός της χαιρετισμός:
«I’m Julia Child. Bon appétit!».
Η Μέριλ Στριπ κέρδισε το 2010 για την ερμηνεία της μία υποψηφιότητα για βραβείο Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερου Α’ Γυναικείου Ρόλου.
__________
[1] http://www.unknownnews.org/040202child.html
(Τζούλι και Τζούλια)
Σκηνοθέτης: Νόρα Έφρον
Γλώσσα: Αγγλικά, γαλλικά
Ηθοποιοί: Μέριλ Στριπ, Έιμι Άνταμς, Στάνλεϊ Τούτσι κ.ά.
Περιγραφή
Οι ιστορίες δύο γυναικών, της Τζούλια Τσάιλντ και της Τζούλι Πάουελ, συναντιούνται σε αυτή την ταινία, που είναι βασισμένη σε περιστατικά από τη ζωή τους μέσα από δύο βιβλία. Την αυτοβιογραφία της πρώτης, που γράφτηκε με τη βοήθεια του ανιψιού της Άλεξ Προυντόμ (Alex Prud’homme), με τίτλο My Life in France, η οποία δημοσιεύτηκε το 2006, δύο χρόνια μετά το θάνατό της, και το βιβλίο της Τζούλι Πάουελ, με τίτλο Julie and Julia: 365 Days, 524 Recipes, 1 Tiny Apartment Kitchen, που κυκλοφόρησε το 2005, ένα χρόνο μετά το θάνατο της Τζούλια Τσάιλντ. Η Τζούλια Τσάιλντ ήταν μία γυναίκα με πάθος, που αγαπούσε το φαγητό και τη μαγειρική και η οποία εξελίχθηκε σε μία από τις πιο γνωστές Αμερικανίδες επαγγελματίες του χώρου, μεταφέροντας στην πατρίδα της τα μυστικά της απαιτητικής γαλλικής κουζίνας και αλλάζοντας την έως τότε επικρατούσα αντίληψη για τη μαγειρική. Αρκετές δεκαετίες αργότερα η πορεία και το έργο της αποτέλεσαν έμπνευση για την Τζούλι Πάουελ, που στην ταινία προσπαθεί να ξεφύγει από τις δυσκολίες της καθημερινότητάς της κάνοντας κάτι δημιουργικό. Η πλοκή κινείται, λοιπόν, ανάμεσα σε δύο χωροχρονικές διαστάσεις, με αφετηρία στη μία ιστορία το 1949 στο Παρίσι και στην άλλη το 2002 στο Κουίνς. Το σημείο συνάντησης των δύο γυναικών είναι ότι κάποια στιγμή στη ζωή τους η μαγειρική, η γεύση και ο πειραματισμός τούς πρόσφεραν το κίνητρο της δημιουργικής δραστηριοποίησης. Έτσι, η Τζούλι αποφασίζει να φτιάξει ένα ιστολόγιο με στόχο να περιγράψει βήμα βήμα την εμπειρία εκτέλεσης των 524 συνταγών ενός πολύ γνωστού βιβλίου της Τζούλια Τσάιλντ στο ακριβές διάστημα ενός χρόνου, κάτι που λειτουργεί ως στοίχημα για την ίδια. Και εκείνο που κατά βάση την εμπνέει πέραν των συνταγών είναι η τόλμη και η θέληση της Τζούλια να επιβιώσει σε ένα εχθρικό για την εποχή περιβάλλον, με άντρες κυρίως σεφ στον τομέα της γαστρονομίας, σε ένα κατά τα άλλα ευχάριστο και χρωματιστό Παρίσι, όταν η ίδια είναι στριμωγμένη σε ένα μικρό διαμέρισμα εκτεθειμένο στο θόρυβο, πάνω από μία πιτσαρία του συρμού, από τραγική ειρωνεία.
Η γνωστή μαγείρισσα, παρ’ όλα τα εμπόδια που αντιμετώπιζε στη σχολή μαγειρικής αλλά και αργότερα, είχε βέβαια τη συμπαράσταση του συζύγου της, ο οποίος αγαπούσε το καλό φαγητό, ωστόσο δεν ήταν μικροί οι σκόπελοι που χρειάστηκε να υποσκελίσει για να κάνει την υπέρβαση. Η ταινία καλύπτει ένα μέρος της ζωής της, από το τέλος της δεκαετίας του ’40 μέχρι την έκδοση του πρώτου της βιβλίου, κατά κύριο λόγο. Γι’ αυτό δε βλέπουμε την προϊστορία της ούτε την επιτυχημένη εξέλιξή της στη συνέχεια, την οποία υποδηλώνουν οι τηλεοπτικές εκπομπές και η παρουσία της κουζίνας της σε μουσείο, στο τέλος. Η Τζούλια Μακ Γουίλιαμς μετά το κολέγιο πρόσφερε τις υπηρεσίες της, νωρίτερα αλλά και στη διάρκεια του Β’ πολέμου, στο γραφείο που αργότερα θα ονομαζόταν Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών. Τότε συμμετείχε σε μία επιχείρηση με πρώτη πετυχημένη «συνταγή» την απώθηση των καρχαριών, ώστε να μην πυροδοτούν εκρηκτικά, προορισμένα να ανατινάξουν γερμανικά υποβρύχια[1]. Εκεί, εργάστηκε ως αρχειακός υπάλληλος απασχολούμενη κυρίως με απόρρητα έγγραφα και στην πορεία γνώρισε το σύζυγό της Πολ Τσάιλντ, στη διάρκεια του Β’ Πολέμου, επίσης υπάλληλο του Γραφείου, όταν μετατέθηκε εκτός ΗΠΑ στη Σρι Λάνκα. Παντρεύτηκαν το 1946 και μεταπολεμικά βρέθηκε από το 1948 στη Γαλλία, αρχικά στο Παρίσι και μετά στη Μασσαλία, καθώς εκεί προσφέρθηκε από την υπηρεσία μία θέση στον Πολ. Όσα ακολούθησαν, ωστόσο, μέχρι να γίνει η διάσημη μαγείρισσα που όλοι γνώρισαν αργότερα έρχονταν σε αντίφαση με την έως τότε πορεία της, καθώς σκόνταφτε στη νοοτροπία της εποχής. Ήταν μία γυναίκα ενθουσιώδης, αισιόδοξη, με πυγμή και αποφασιστικότητα, πληρώντας όλες τις προϋποθέσεις για να εξελιχθεί σε επαγγελματίας, όταν το επάγγελμα του σεφ καθόριζαν, όμως, εν πολλοίς στερεότυπα επηρεασμένα και αλληλεπιδρώντα με ό,τι σήμερα θα συμπυκνώναμε στον όρο «κοινωνικό φύλο». Οι γυναίκες έκαναν κυρίως βοηθητικές εργασίες και οι ανώτερες θέσεις στην ιεραρχία της κουζίνας ανήκαν στους άντρες μαζί με το κυρίως δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς και την ανάληψη της ευθύνης. Και αυτά ίσχυαν κατά βάση για όσες γυναίκες έβγαιναν στην αγορά εργασίας για οικονομικούς λόγους, ενώ για όσες είχαν τα μέσα να μείνουν σπίτι η μαγειρική κινούνταν συχνά σε ένα διεκπεραιωτικό πλαίσιο καθήκοντος και υποχρέωσης.
Σε αυτή την περίπτωση, αντιμετώπιζαν την Τζούλια Τσάιλντ στη σχολή μαγειρικής ως μία γυναίκα όχι ασθενούς οικονομικής τάξης που ψάχνει απλώς έναν άλλον τρόπο «για να σκοτώσει το χρόνο της». Και έβγαινε νικήτρια όποτε νόμιζαν πως δε θα μπορούσε να αντεπεξέλθει, όπως το να σκοτώσει ακαριαία με το κουζινομάχαιρο ένα ζωντανό αστακό. Προβλήματα προέκυπταν και από ομόφυλές της, επηρεασμένες ίσως από τα πρότυπα της εποχής, ίσως και ανταγωνιστικά ή ζηλότυπα, καθώς η ίδια ήθελε να πάρει το δίπλωμά της, για να διδάξει, αλλά η διευθύντρια της σχολής τής δημιουργούσε ένα σωρό προσκόμματα. Στην ταινία, βλέπουμε επίσης τη διεργασία συγγραφής και έκδοσης ενός από τα πιο γνωστά βιβλία μαγειρικής, με τίτλο Mastering the Art of French Cooking, το οποίο γράφτηκε σταδιακά από κοινού με τη Σιμόν Μπεκ (Simone Beck) και τη Λουιζέτ Μπερτόλ (Louisette Bertholle). Κυκλοφόρησε σε δύο τόμους, το 1961 και το 1970 αντίστοιχα, ο δεύτερος όμως χωρίς την υπογραφή της Λουιζέτ Μπερτόλ. Η αρχική ιδέα ήταν η επίτευξη της εξοικείωσης των Αμερικανίδων με τη γαλλική μαγειρική, με στόχο την απομυθοποίηση της δυσκολίας της και την απόλαυση της διαδικασίας. Κεντρικός μοχλός υπήρξε η μακροχρόνια αλληλογραφία με ανταλλαγή πληροφοριών πάνω σε ιδέες, συστατικά κ.λπ. και με ατελείωτους μαγειρικούς πειραματισμούς ανάμεσα στη Τζούλια και στην Έιβις Ντεβότο (Avis DeVoto), που υπήρξε γαστρονομικός συντάκτης, κριτικός βιβλίων και έμπειρη μαγείρισσα. Βοήθησε, επίσης, η πρακτική εξάσκηση των τριών συγγραφέων του βιβλίου με εκτελέσεις συνταγών, καθώς και μέσα από μαθήματα μαγειρικής που παρέδιδαν κατ’ οίκον. Η δημιουργική περιπέτεια, όμως, έγινε και πραγματική την περίοδο του Μακαρθισμού για τους Τζούλια και Πολ Τσάιλντ, με δυσμενείς μεταθέσεις, καθώς ο Πολ είχε υπηρετήσει στην Κίνα και θεωρήθηκε εν δυνάμει ύποπτος για προδοσία, ανάμεσα σε άλλα. Έτσι αλλάζουν περιβάλλοντα χώρο μέχρι να επιστρέψουν κάποια στιγμή αργότερα στην Αμερική.
Η Τζούλι Πάουελ, από την άλλη, ο αντίποδας αυτού του ιδιόρρυθμου «διδύμου», περνώντας μία κρίση ηλικίας λίγο πριν κλείσει τα τριάντα, νιώθει αποξενωμένη και απροσάρμοστη στις επιταγές του σύγχρονου τρόπου ζωής. Γι’ αυτό αποφασίζει να δώσει μία ώθηση στον εαυτό της ολοκληρώνοντας κάτι αξιόλογο για την ίδια και συνεπαρμένη από τη μείξη ρομαντισμού και δυναμισμού της αγαπημένης της μαγείρισσας. Και οι δύο γυναίκες, όμως, αλλάζουν μέσα από την ενασχόλησή τους με τη μαγειρική και με την ανάληψη πρωτοβουλιών, που τελικά ξεφεύγουν από την κουζίνα και αφορούν τη ζωή τους. Η Τζούλια ασχολείται εξαρχής με τη μαγειρική, γιατί παθιάζεται με τη γεύση αλλά και επιθυμώντας να διοχετεύσει κάπου την πληθωρική της ενέργεια. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την αυτοβιογραφία της, πεισμώνει όταν στις πρώτες απόπειρές της στην κουζίνα ως άπειρη ακόμα μαγείρισσα, σε μία προσπάθεια να εντυπωσιάσει τον Πολ, τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Και από το σημείο μηδέν καταλήγει να κάνει επάγγελμά της τη μαγειρική, μεταδίδοντας ενθουσιωδώς στους άλλους ό,τι ανακαλύπτει. Στην ταινία, η ευεργετική επίδρασή της στη Τζούλι μοιάζει να δείχνει ότι το φρούτο του κόπου της τιμήθηκε δεόντως... Αν φτάσει κάποιος ένα στόχο, άλλωστε, μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για πολλούς!
Έχει ενδιαφέρον, επίσης, και η παρατήρηση των δύο ζευγαριών, οι δυναμικές που αναπτύσσονται και οι ισορροπίες που καθιερώνονται σε βάθος χρόνου και με διαφορά χρόνου. Προκύπτει και η εξέλιξη στις σχέσεις των δύο φύλων αναπόφευκτα, η διαφορετικότητα των αναζητήσεων, η ισχύς και η αξία της αλληλοϋποστήριξης, καθώς και τα σημεία καμπής, που εξαρτώνται επιπλέον από την εκάστοτε εποχή και τις επικρατούσες συνθήκες.
Από τους ήρωες που ξεχωρίζουν, η Μέριλ Στριπ δίνει μία πολύ αξιόλογη ερμηνεία, πάντα αφήνει την εντύπωση της ακρίβειας και της λεπτολογίας στον τρόπο που διερευνά τους χαρακτήρες της, προκειμένου να τους χτίσει, αλλά εδώ φαίνεται να γλεντάει το ρόλο. Ο Στάνλεϊ Τούτσι («βετεράνος» στις ταινίες με μαγειρική ήδη από το «Big Night» − 1996), που τον έχουμε συνηθίσει σε κωμικούς ρόλους, αλλά όχι μόνο, καταθέτει με διακριτικότητα και ευαισθησία μία ερμηνεία που προκύπτει ως επάξιος αντίποδας ήρεμης δύναμης δίπλα στην εκρηκτική αλλά και με πολλά ευαίσθητα σημεία Τζούλια. Η Έιμι Άνταμς, πολύ γλυκιά και συμπαθής, περνάει επίσης διακριτικά τη δυναμική ισχυροποίησης της αυτοπεποίθησής της μέσα από τα διάφορα ξεσπάσματα και την προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού στο χρονικό περιθώριο ενός έτους, στο επίπεδο που το επιτρέπουν το σενάριο και οι επιλογές της σκηνοθετικής γραμμής για την παρουσίαση αυτού του χαρακτήρα. Και τέλος, εκτός του καστ, δεν μπορεί κανείς βέβαια να αμφισβητήσει ότι ο σούπερ σταρ της ταινίας ήταν οπωσδήποτε ο γάτος!
Ατάκες που κρατάω:
«Τζούλια, είσαι το βούτυρο στο ψωμί μου και η ανάσα στη ζωή μου. Σ’ αγαπάω».
Και η ίδια αγαπούσε, άλλωστε, το βούτυρο, μακριά από τη μεσογειακή διατροφή, ενώ οι ιδέες που δίνει η ταινία για συνταγές είναι λιγουριάρικες, ώστε να ξεφεύγει κάποιος γευστικά μία στο τόσο με κάτι διαφορετικό, αν και αρκετά έως πολύ απαιτητικές.
Και ο κλασικός της χαιρετισμός:
«I’m Julia Child. Bon appétit!».
Η Μέριλ Στριπ κέρδισε το 2010 για την ερμηνεία της μία υποψηφιότητα για βραβείο Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερου Α’ Γυναικείου Ρόλου.
__________
[1] http://www.unknownnews.org/040202child.html
Io sono l'amore (2009)
(Είμαι ο Έρωτας)
Σκηνοθέτης: Λούκα Γκουαντανίνο
Γλώσσα: Ιταλικά, ρώσικα, αγγλικά
Ηθοποιοί: Τίλντα Σουίντον, Φλάβιο Παρέντι, Εντοάρντο Γκαμπριελίνι κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία ξεκινάει με ένα οικογενειακό γεύμα για τα γενέθλια του παππού, που λειτουργεί ως πάτερ φαμίλια και επικεφαλής της επιχείρησης μίας μεγαλοαστικής οικογένειας. Παραπέμπει λίγο η αρχή στη δανική ταινία «Οικογενειακή γιορτή», που παρουσιάστηκε στο τεύχος 5 Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2013 της «Τρελής piñata», αλλά τόσο η αισθητική αυτής της ταινίας όσο και ο τρόπος εξέλιξης της πλοκής στην αποκάλυψη των μυστικών των χαρακτήρων διαφέρουν. Το γεγονός, όμως, ότι τα μεγάλα γεγονότα ανακοινώνονται στο οικογενειακό τραπέζι ή πυροδοτούνται αφορμή των γευμάτων συμβαίνει και εδώ. Γύρω από τον παππού, λοιπόν, συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια. Ο γιος του Τανκρέντι, τα εγγόνια του, ο Εντοάρντο (Έντο), ο αγαπημένος του, ο Τζιανλούκα και η Ελιζαμπέτα. Η Ρωσίδα γυναίκα, επίσης, του γιου του, Έμα, που προέρχεται από ένα διαφορετικό οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο και «έμαθε να είναι Ιταλίδα», όπως ισχυρίζεται, όταν ο Τανκρέντι την έφερε στο Μιλάνο. Είναι η μόνη που παραδόξως μοιάζει να έχει σημεία αναφοράς με την αρραβωνιαστικιά, Εύα, του Έντο, γιατί επίσης προέρχεται από ασθενέστερη οικονομικά τάξη και γι’ αυτό σχολιάζεται. Η Έμα, παρ’ όλες τις διαφορές της με το περιβάλλον στο οποίο κλήθηκε να επιβιώσει, δεν έγινε σνομπ, διατήρησε τις ευαισθησίες της, ακόμα κι αν εν πολλοίς ξέχασε τον εαυτό της. Έτσι αναπτύσσει ανάλογες καλές σχέσεις, όπως με το προσωπικό που εργάζεται στο σπίτι και μοιάζει με δεύτερη οικογένεια. Ο Έντο, επηρεασμένος από το μητρικό πρότυπο, διατηρεί με τη μητέρα του έναν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό, ακολουθώντας το ίδιο μονοπάτι.
Ανεπαίσθητα αρχίζουν να ξετυλίγονται οι δυναμικές και οι ισορροπίες αυτής της οικογένειας, με σημείο εκκίνησης το τραπέζι, όταν όλα φαίνεται να είναι ακόμα υπό έλεγχο. Ο παππούς σβήνει ένα κεράκι σε μία Mont Blanc, δώρο της Ρωσίδας νύφης του, και η γιορτή ξεκινάει. Μιλάει με περηφάνια για όσα κατάφερε στο εργοστάσιο, που άντεξε σε βάθος χρόνου τις αντιξοότητες, και η αντοχή σημαίνει από μόνη της δύναμη, δείχνει να λέει. Η φίρμα ονομάζεται Recchi και μοιάζει να γίνεται λογοπαίγνιο με τη λέξη ricchi, που σημαίνει πλούσιοι. Όταν κάνουν πρόποση στους Recchi είναι σαν να εξυμνούν την ισχύ και τον πλούτο. Στη συνέχεια, παραδίδει τη σκυτάλη στο γιο του και στον εγγονό του Έντο, πυροδοτώντας μία ένταση αμηχανίας, καθώς έχουν αφενός άλλη οπτική γωνία και αφετέρου γιατί ο πατέρας αισθάνεται ελαφρώς υποτιμημένος από τον παππού, ο οποίος δηλώνει με σιγουριά και αυτοπεποίθηση ότι χρειάζονται δύο άντρες για να τον αντικαταστήσουν.
Δημιουργείται, κατά βάση, ένα δίπολο με επίκεντρο τους χαρακτήρες. Από τη μία, υπάρχει το συναισθηματικό κομμάτι και από την άλλη το εγκεφαλικό, που στοχεύει στο χρήμα και στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων. Στο συναισθηματικό ανήκει ο Έντο –ο μόνος που μιλάει με τη μητέρα του στη μητρική της γλώσσα−, ο οποίος παρουσιάζει ως υποψήφια νύφη μία γυναίκα που ούτε εκείνη, όπως και η μητέρα του, ανήκει στην τάξη του κοινωνικά, ενώ οραματίζεται να συνεχίσει την παράδοση του παππού στο εργοστάσιο, αλλά σκοντάφτει στις οικονομικές φιλοδοξίες του πατέρα του, που επιθυμεί την πώλησή του. Αφορμή του Έντο, επίσης, από ένα τυχαίο περιστατικό, η μητέρα πληροφορείται μία άγνωστη έως τότε για εκείνη πτυχή της κόρη της, που προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί μέσα από καλλιτεχνικές δραστηριότητες, αλλά ελάχιστα γίνεται κατανοητή στην οικογένεια. Και τέλος είναι εκείνος που θα τη φέρει σε επαφή με τον ταλαντούχο και πρωτοπόρο σεφ, Αντόνιο, τον έρωτα! Και σε αυτήν τη σχέση υποδηλώνονται οι ταξικές αντιθέσεις και η αλληλεπίδραση, καθώς οι δυο τους γνωρίστηκαν σε έναν αγώνα κωπηλασίας –οι σχετικές σκηνές κόπηκαν στο μοντάζ−[1], όπου ο Αντόνιο με τον Έντο ήρθαν ισόπαλοι, γεγονός που θεωρήθηκε, όμως, ήττα για τον Έντο από τους δικούς του, καθώς οι νίκες αποτελούσαν παράδοση για τους Recchi. Ο Αντόνιο βρίσκεται και εκείνος σε σύγκρουση με το δικό του πατέρα, που διατηρεί ένα συμβατικό εστιατόριο, αρνούμενος να υποστηρίξει τις ιδέες και τις φιλοδοξίες του γιου του. Έτσι, πηγαίνοντας το ίδιο βράδυ ένα γλυκό στο σπίτι του Έντο, ανοίγει εν δυνάμει ο δρόμος και για τη δραστηριότητά του και ουσιαστικά για την καρδιά του.
Από την άλλη πλευρά του διπόλου έχουμε τον πατέρα Τανκρέντι και τον άλλο του αδελφό Τζιανλούκα ως τους πιο κυνικούς και τυπικούς αντιπρόσωπους της οικονομικής ισχύος της οικογένειας, με τον Τζιανλούκα να προσγειώνει τις ανησυχίες του Έντο για την τύχη των εργατών σε περίπτωση πώλησης της επιχείρησης, με το επιχείρημα ότι οι Recchi ούτως ή άλλως πάντα εκμεταλλεύονταν τους αδύναμους για να φτάσουν εκεί που έφτασαν. Ο παππούς αποτελεί μάλλον μία κατηγορία μόνος του, σαν ρομαντική υπενθύμιση του πεπερασμένου που χάνεται, ακόμα κι αν εθελοτυφλεί απέναντι στα κακώς κείμενα. Στη μέση όλων η Ρωσίδα μητέρα κρατάει τις ισορροπίες, σιωπηλά και υπάκουα, σαν ηφαίστειο που βράζει υπογείως, έτοιμο να εκραγεί, και είναι εκείνη που σαν κλειδί-σφήνα αποτελεί την καρδιά, διατηρώντας όρθιο το ρωμαϊκό τόξο, μία ξένη παραδόξως, αλλά πάντα μητέρα.
Ο έρωτας κινείται ως αθόρυβη ήρεμη δύναμη, μία αόρατη φωτιά που ανάβει προοδευτικά το φυτίλι όποιας αστάθειας ακροβατεί ακόμα πίσω από επιφάσεις, όποιας υποκρισίας αντέχει ακόμα να επιβιώνει στη σύμβαση. Είναι πολύ ωραία η σκηνή όπου στο εστιατόριο του πατέρα του Αντόνιο η Έμα φωτίζεται, μόνο εκείνη, και με εναλλαγή γκρο πλαν ανάμεσα στο πρόσωπό της και στο πιάτο με γαρίδες και λαχανικά, μέσα από την αποκάλυψη των γεύσεων και την απόλαυση κάθε μπουκιάς, εισβάλλει αναζωογονητικά η ιδέα του έρωτα. Και αυτή η σκηνή βρίσκεται σε ανταπόκριση με τη μετέπειτα σκηνή, απουσία απόλαυσης εκεί, όπου και πάλι πάνω από ένα πιάτο ρώσικης σούπας, φτιαγμένης από τα χέρια του Αντόνιο, στη γιορτή των αρραβώνων του Έντο, αποκαλύπτεται στα μάτια του δεύτερου το μυστικό αυτού του έρωτα, όταν όλα τα κομμάτια του παζλ ενώνονται, και τότε επέρχεται η καταστροφή. Αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Η καρδιά ραγίζει και το κλειδί-σφήνα κλυδωνίζεται συθέμελα, ο συναισθηματικός κορμός που το κρατούσε στη θέση του καταρρέει.
Το ερωτικό πάθος, άλλωστε, δε χωράει σε έναν κόσμο ορισμένο αποκλειστικά από το χρήμα, με συνέπεια να καταλήγει στην τραγωδία αλλά και στην απελευθέρωση. Η μητέρα, έχοντας σχεδόν ξεχάσει το ποια είναι, χωρίς καλά καλά να μιλάει τη γλώσσα της, απλώς επιβιώνει έως τότε με τρόπο καθωσπρέπει, και αποφασίζει να τολμήσει, εξωθείται στο να κοιτάξει κατάματα την αλήθεια, δοκιμάζοντας τα όριά της. Και μόνο τότε σπάει η παγωμένη επιφάνεια η οποία αδιαφορεί ή αναβάλλει διαρκώς να γνωρίσει τον εαυτό της. Κάποιοι βουτούν και ακόμα λιγότεροι αναδύονται νικητές μετά τη δοκιμασία.
Η τραγική ειρωνεία διατρέχει την ταινία σε πολλά σημεία. Ο ίδιος ο ρόλος της Ρωσίδας μητέρας είναι μία ειρωνεία μέσα στην ιταλική μεγαλοαστική οικογένεια. Επίσης ο καλός και αντάξιος γιος του παππού τον «προδίδει» μη θέλοντας να συνεχίσει την παράδοση, ενώ ο καινοτόμος εγγονός, που με τις ιδέες του ξενίζει τον παππού, ήταν εκείνος που θα την υποστήριζε, αλλά διαφορετικά. Και τελικά η συντηρητικότητα με την ισχύ την οποία της παρέχει ο πλούτος αυτοκαταστρέφεται, μένει χωρίς καρδιά, ξεπουλιέται, αποτυγχάνοντας να εκτιμήσει τους πραγματικούς καρπούς της. Συντήρηση και επέκταση για τους πλούσιους, συντήρηση τελεία για τους πιο ασθενείς οικονομικά, όπως για τον πατέρα του Αντόνιο, γιατί η εξέλιξη προϋποθέτει ένα ποσοστό ρίσκου που δεν είναι διατεθειμένος να πάρει, ώστε να μη χάσει και όσα διαθέτει. Και εκεί συγκρούεται η παλιά γενιά με τη νέα, όταν η δεύτερη οραματίζεται το διαφορετικό, σε όποια κοινωνική τάξη. Η ελπίδα είναι παντού κυνηγημένη και στριμώχνεται στον έρωτα, πάλι και εκεί ελπίζοντας να απελευθερωθεί.
Σκηνές που κρατάω:
Μιλάνο, Σορέντο, Λονδίνο, αντιθέσεις, με τη φυσική ομορφιά της εξοχής να υπερισχύει, καθώς η Έμα και ο Αντόνιο κάνουν έρωτα, παρασυρμένοι, με τις αισθήσεις στο απόγειο να ωθούνται σε ξέσπασμα, σε ένα ντελίριο χρωμάτων, γεύσεων, μυρωδιών, σαν να μην υπάρχει αύριο... Και την ομορφιά να επισκιάζει κεραυνοβόλα η ψυχρή εναλλαγή σκηνικού με το ξεπούλημα της οικογενειακής επιχείρησης στο Λονδίνο.
Η ταινία κέρδισε μία υποψηφιότητα για βραβείο Όσκαρ το 2011 στην κατηγορία για Καλύτερα Κοστούμια.
__________
[1] http://www.mymovies.it/film/2009/iosonolamore/news/comesicucinaunbuonfilm/
(Είμαι ο Έρωτας)
Σκηνοθέτης: Λούκα Γκουαντανίνο
Γλώσσα: Ιταλικά, ρώσικα, αγγλικά
Ηθοποιοί: Τίλντα Σουίντον, Φλάβιο Παρέντι, Εντοάρντο Γκαμπριελίνι κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία ξεκινάει με ένα οικογενειακό γεύμα για τα γενέθλια του παππού, που λειτουργεί ως πάτερ φαμίλια και επικεφαλής της επιχείρησης μίας μεγαλοαστικής οικογένειας. Παραπέμπει λίγο η αρχή στη δανική ταινία «Οικογενειακή γιορτή», που παρουσιάστηκε στο τεύχος 5 Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2013 της «Τρελής piñata», αλλά τόσο η αισθητική αυτής της ταινίας όσο και ο τρόπος εξέλιξης της πλοκής στην αποκάλυψη των μυστικών των χαρακτήρων διαφέρουν. Το γεγονός, όμως, ότι τα μεγάλα γεγονότα ανακοινώνονται στο οικογενειακό τραπέζι ή πυροδοτούνται αφορμή των γευμάτων συμβαίνει και εδώ. Γύρω από τον παππού, λοιπόν, συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια. Ο γιος του Τανκρέντι, τα εγγόνια του, ο Εντοάρντο (Έντο), ο αγαπημένος του, ο Τζιανλούκα και η Ελιζαμπέτα. Η Ρωσίδα γυναίκα, επίσης, του γιου του, Έμα, που προέρχεται από ένα διαφορετικό οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο και «έμαθε να είναι Ιταλίδα», όπως ισχυρίζεται, όταν ο Τανκρέντι την έφερε στο Μιλάνο. Είναι η μόνη που παραδόξως μοιάζει να έχει σημεία αναφοράς με την αρραβωνιαστικιά, Εύα, του Έντο, γιατί επίσης προέρχεται από ασθενέστερη οικονομικά τάξη και γι’ αυτό σχολιάζεται. Η Έμα, παρ’ όλες τις διαφορές της με το περιβάλλον στο οποίο κλήθηκε να επιβιώσει, δεν έγινε σνομπ, διατήρησε τις ευαισθησίες της, ακόμα κι αν εν πολλοίς ξέχασε τον εαυτό της. Έτσι αναπτύσσει ανάλογες καλές σχέσεις, όπως με το προσωπικό που εργάζεται στο σπίτι και μοιάζει με δεύτερη οικογένεια. Ο Έντο, επηρεασμένος από το μητρικό πρότυπο, διατηρεί με τη μητέρα του έναν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό, ακολουθώντας το ίδιο μονοπάτι.
Ανεπαίσθητα αρχίζουν να ξετυλίγονται οι δυναμικές και οι ισορροπίες αυτής της οικογένειας, με σημείο εκκίνησης το τραπέζι, όταν όλα φαίνεται να είναι ακόμα υπό έλεγχο. Ο παππούς σβήνει ένα κεράκι σε μία Mont Blanc, δώρο της Ρωσίδας νύφης του, και η γιορτή ξεκινάει. Μιλάει με περηφάνια για όσα κατάφερε στο εργοστάσιο, που άντεξε σε βάθος χρόνου τις αντιξοότητες, και η αντοχή σημαίνει από μόνη της δύναμη, δείχνει να λέει. Η φίρμα ονομάζεται Recchi και μοιάζει να γίνεται λογοπαίγνιο με τη λέξη ricchi, που σημαίνει πλούσιοι. Όταν κάνουν πρόποση στους Recchi είναι σαν να εξυμνούν την ισχύ και τον πλούτο. Στη συνέχεια, παραδίδει τη σκυτάλη στο γιο του και στον εγγονό του Έντο, πυροδοτώντας μία ένταση αμηχανίας, καθώς έχουν αφενός άλλη οπτική γωνία και αφετέρου γιατί ο πατέρας αισθάνεται ελαφρώς υποτιμημένος από τον παππού, ο οποίος δηλώνει με σιγουριά και αυτοπεποίθηση ότι χρειάζονται δύο άντρες για να τον αντικαταστήσουν.
Δημιουργείται, κατά βάση, ένα δίπολο με επίκεντρο τους χαρακτήρες. Από τη μία, υπάρχει το συναισθηματικό κομμάτι και από την άλλη το εγκεφαλικό, που στοχεύει στο χρήμα και στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων. Στο συναισθηματικό ανήκει ο Έντο –ο μόνος που μιλάει με τη μητέρα του στη μητρική της γλώσσα−, ο οποίος παρουσιάζει ως υποψήφια νύφη μία γυναίκα που ούτε εκείνη, όπως και η μητέρα του, ανήκει στην τάξη του κοινωνικά, ενώ οραματίζεται να συνεχίσει την παράδοση του παππού στο εργοστάσιο, αλλά σκοντάφτει στις οικονομικές φιλοδοξίες του πατέρα του, που επιθυμεί την πώλησή του. Αφορμή του Έντο, επίσης, από ένα τυχαίο περιστατικό, η μητέρα πληροφορείται μία άγνωστη έως τότε για εκείνη πτυχή της κόρη της, που προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί μέσα από καλλιτεχνικές δραστηριότητες, αλλά ελάχιστα γίνεται κατανοητή στην οικογένεια. Και τέλος είναι εκείνος που θα τη φέρει σε επαφή με τον ταλαντούχο και πρωτοπόρο σεφ, Αντόνιο, τον έρωτα! Και σε αυτήν τη σχέση υποδηλώνονται οι ταξικές αντιθέσεις και η αλληλεπίδραση, καθώς οι δυο τους γνωρίστηκαν σε έναν αγώνα κωπηλασίας –οι σχετικές σκηνές κόπηκαν στο μοντάζ−[1], όπου ο Αντόνιο με τον Έντο ήρθαν ισόπαλοι, γεγονός που θεωρήθηκε, όμως, ήττα για τον Έντο από τους δικούς του, καθώς οι νίκες αποτελούσαν παράδοση για τους Recchi. Ο Αντόνιο βρίσκεται και εκείνος σε σύγκρουση με το δικό του πατέρα, που διατηρεί ένα συμβατικό εστιατόριο, αρνούμενος να υποστηρίξει τις ιδέες και τις φιλοδοξίες του γιου του. Έτσι, πηγαίνοντας το ίδιο βράδυ ένα γλυκό στο σπίτι του Έντο, ανοίγει εν δυνάμει ο δρόμος και για τη δραστηριότητά του και ουσιαστικά για την καρδιά του.
Από την άλλη πλευρά του διπόλου έχουμε τον πατέρα Τανκρέντι και τον άλλο του αδελφό Τζιανλούκα ως τους πιο κυνικούς και τυπικούς αντιπρόσωπους της οικονομικής ισχύος της οικογένειας, με τον Τζιανλούκα να προσγειώνει τις ανησυχίες του Έντο για την τύχη των εργατών σε περίπτωση πώλησης της επιχείρησης, με το επιχείρημα ότι οι Recchi ούτως ή άλλως πάντα εκμεταλλεύονταν τους αδύναμους για να φτάσουν εκεί που έφτασαν. Ο παππούς αποτελεί μάλλον μία κατηγορία μόνος του, σαν ρομαντική υπενθύμιση του πεπερασμένου που χάνεται, ακόμα κι αν εθελοτυφλεί απέναντι στα κακώς κείμενα. Στη μέση όλων η Ρωσίδα μητέρα κρατάει τις ισορροπίες, σιωπηλά και υπάκουα, σαν ηφαίστειο που βράζει υπογείως, έτοιμο να εκραγεί, και είναι εκείνη που σαν κλειδί-σφήνα αποτελεί την καρδιά, διατηρώντας όρθιο το ρωμαϊκό τόξο, μία ξένη παραδόξως, αλλά πάντα μητέρα.
Ο έρωτας κινείται ως αθόρυβη ήρεμη δύναμη, μία αόρατη φωτιά που ανάβει προοδευτικά το φυτίλι όποιας αστάθειας ακροβατεί ακόμα πίσω από επιφάσεις, όποιας υποκρισίας αντέχει ακόμα να επιβιώνει στη σύμβαση. Είναι πολύ ωραία η σκηνή όπου στο εστιατόριο του πατέρα του Αντόνιο η Έμα φωτίζεται, μόνο εκείνη, και με εναλλαγή γκρο πλαν ανάμεσα στο πρόσωπό της και στο πιάτο με γαρίδες και λαχανικά, μέσα από την αποκάλυψη των γεύσεων και την απόλαυση κάθε μπουκιάς, εισβάλλει αναζωογονητικά η ιδέα του έρωτα. Και αυτή η σκηνή βρίσκεται σε ανταπόκριση με τη μετέπειτα σκηνή, απουσία απόλαυσης εκεί, όπου και πάλι πάνω από ένα πιάτο ρώσικης σούπας, φτιαγμένης από τα χέρια του Αντόνιο, στη γιορτή των αρραβώνων του Έντο, αποκαλύπτεται στα μάτια του δεύτερου το μυστικό αυτού του έρωτα, όταν όλα τα κομμάτια του παζλ ενώνονται, και τότε επέρχεται η καταστροφή. Αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Η καρδιά ραγίζει και το κλειδί-σφήνα κλυδωνίζεται συθέμελα, ο συναισθηματικός κορμός που το κρατούσε στη θέση του καταρρέει.
Το ερωτικό πάθος, άλλωστε, δε χωράει σε έναν κόσμο ορισμένο αποκλειστικά από το χρήμα, με συνέπεια να καταλήγει στην τραγωδία αλλά και στην απελευθέρωση. Η μητέρα, έχοντας σχεδόν ξεχάσει το ποια είναι, χωρίς καλά καλά να μιλάει τη γλώσσα της, απλώς επιβιώνει έως τότε με τρόπο καθωσπρέπει, και αποφασίζει να τολμήσει, εξωθείται στο να κοιτάξει κατάματα την αλήθεια, δοκιμάζοντας τα όριά της. Και μόνο τότε σπάει η παγωμένη επιφάνεια η οποία αδιαφορεί ή αναβάλλει διαρκώς να γνωρίσει τον εαυτό της. Κάποιοι βουτούν και ακόμα λιγότεροι αναδύονται νικητές μετά τη δοκιμασία.
Η τραγική ειρωνεία διατρέχει την ταινία σε πολλά σημεία. Ο ίδιος ο ρόλος της Ρωσίδας μητέρας είναι μία ειρωνεία μέσα στην ιταλική μεγαλοαστική οικογένεια. Επίσης ο καλός και αντάξιος γιος του παππού τον «προδίδει» μη θέλοντας να συνεχίσει την παράδοση, ενώ ο καινοτόμος εγγονός, που με τις ιδέες του ξενίζει τον παππού, ήταν εκείνος που θα την υποστήριζε, αλλά διαφορετικά. Και τελικά η συντηρητικότητα με την ισχύ την οποία της παρέχει ο πλούτος αυτοκαταστρέφεται, μένει χωρίς καρδιά, ξεπουλιέται, αποτυγχάνοντας να εκτιμήσει τους πραγματικούς καρπούς της. Συντήρηση και επέκταση για τους πλούσιους, συντήρηση τελεία για τους πιο ασθενείς οικονομικά, όπως για τον πατέρα του Αντόνιο, γιατί η εξέλιξη προϋποθέτει ένα ποσοστό ρίσκου που δεν είναι διατεθειμένος να πάρει, ώστε να μη χάσει και όσα διαθέτει. Και εκεί συγκρούεται η παλιά γενιά με τη νέα, όταν η δεύτερη οραματίζεται το διαφορετικό, σε όποια κοινωνική τάξη. Η ελπίδα είναι παντού κυνηγημένη και στριμώχνεται στον έρωτα, πάλι και εκεί ελπίζοντας να απελευθερωθεί.
Σκηνές που κρατάω:
Μιλάνο, Σορέντο, Λονδίνο, αντιθέσεις, με τη φυσική ομορφιά της εξοχής να υπερισχύει, καθώς η Έμα και ο Αντόνιο κάνουν έρωτα, παρασυρμένοι, με τις αισθήσεις στο απόγειο να ωθούνται σε ξέσπασμα, σε ένα ντελίριο χρωμάτων, γεύσεων, μυρωδιών, σαν να μην υπάρχει αύριο... Και την ομορφιά να επισκιάζει κεραυνοβόλα η ψυχρή εναλλαγή σκηνικού με το ξεπούλημα της οικογενειακής επιχείρησης στο Λονδίνο.
Η ταινία κέρδισε μία υποψηφιότητα για βραβείο Όσκαρ το 2011 στην κατηγορία για Καλύτερα Κοστούμια.
__________
[1] http://www.mymovies.it/film/2009/iosonolamore/news/comesicucinaunbuonfilm/
Soul Kitchen (2009)
(Κουζίνα με ψυχή)
Σκηνοθέτης: Φατίχ Ακίν
Γλώσσα: Γερμανικά, ελληνικά
Ηθοποιοί: Αδάμ Μπουσδούκος, Μόριτζ Μπλαϊμπτρόι, Μπιρόλ Γιουνέλ κ.ά.
Περιγραφή
Ο Ζήνος Καζαντζάκης έχει ένα εστιατόριο σε μία αποθήκη στη βιομηχανική περιοχή του Αμβούργου, το «Soul Kitchen», που ικανοποιεί επαρκώς τις συγκεκριμένες απαιτήσεις των χωρίς ιδιαίτερες γαστρονομικές προσδοκίες θαμώνων του. Ένα βράδυ γνωρίζεται τυχαία με έναν σεφ ο οποίος απολύεται από το εστιατόριο όπου δουλεύει, γιατί αρνείται να σερβίρει ζεστό γκασπάτσο σε έναν ιδιόρρυθμο πελάτη, καρφώνοντας το κουζινομάχαιρο στο τραπέζι. Ανάλογες σκηνές είναι τόσο κοινότοπες σε ταινίες με σεφ, παρεμπιπτόντως, που αναρωτιέμαι αν συμβαίνει το ίδιο συχνά στην πραγματικότητα! Διάφορες ξαφνικές αλλαγές στη ζωή του Καζαντζάκη, όμως, τον κάνουν να αλλάξει πλεύση: φεύγει η κοπέλα του για να εργαστεί στην Σαγκάη, βγαίνει ο αδελφός του Ηλίας με μερική αναστολή από τη φυλακή τα Σ/Κ, και υπογράφει ότι τον προσλαμβάνει για έξι μήνες, ώστε να μένει έξω. Μέσα σε όλα αυτά ο Ζήνος παθαίνει λουμπάγκο. Έτσι, προκειμένου να επανέλθουν τα πράγματα στους κανονικούς τους ρυθμούς, αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια τόσο μίας φυσιοθεραπεύτριας, για να ανακουφίσει τον πόνο του, όσο και του άνεργου πλέον σεφ, ο οποίος αλλάζει το μενού του εστιατορίου. Οι τακτικοί πελάτες ωστόσο δε συμμερίζονται αρχικά αυτή την ανανέωση και φεύγουν. Επιπλέον, εμφανίζεται απειλητικά και ο ανταγωνισμός, στο πρόσωπο ενός παλιού συμμαθητή του και νυν κτηματομεσίτη, ο οποίος θέλει να αγοράσει την αποθήκη. Το «Soul Kitchen», παρ’ όλα αυτά, αλλάζει, αναβαθμίζεται και βρίσκει τρόπους να επιβιώσει, μέσα από τις αντιξοότητες και τις τρικλοποδιές, καθώς έχει πιστούς υποστηριχτές, ενώ ο Ζήνος βρίσκει τους συμμάχους που χρειάζεται για να κρατήσει το μαγαζί του.
Μέσα από το χιούμορ, τα ευτράπελα περιστατικά, τα οποία διατρέχει μία γλυκόπικρη ειρωνεία, την αδιόρατη θλίψη για ό,τι ξαφνικά αλλάζει, χάνεται ή αποδεικνύεται κατώτερο των προσδοκιών, εξαναγκάζοντας στην ευελιξία και στην προσαρμογή με καταιγιστικούς ρυθμούς στη σύγχρονη ζωή, προκύπτουν και οι διάφορες σχέσεις, όπως των δύο αδελφών, που παραμένουν μαζί καίτοι διαφορετικοί. Προκύπτουν επίσης η ποικιλία εθνικοτήτων, που συνυπάρχουν στη Γερμανία, οι οικονομικές διαφορές και τα συγκρουόμενα συμφέροντα που διαταράσσουν τις ισορροπίες στον κοινωνικό ιστό, και τελικά η επιθυμία των ατόμων να καταφέρουν κάτι καλύτερο, να ξεχωρίσουν, να επιβιώσουν, να ζήσουν με ψυχή και όχι συμβιβασμένοι σε μία εξαναγκαστική και ιλιγγιώδη πραγματικότητα.
Ο πρωταγωνιστής Αδάμ Μπουσδούκος, γεννημένος στη Γερμανία από Έλληνες οικονομικούς μετανάστες, είχε πράγματι επενδύσει τα χρήματά του σε ένα εστιατόριο και το σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο εν πολλοίς και στη δική του ιστορία. Πιο συγκεκριμένα, το σενάριο συγγράφτηκε από τον ίδιο και από το φίλο του και Γερμανό σκηνοθέτη τουρκικής καταγωγής Φατίχ Ακίν, ενώ επιπλέον προσαρμόστηκαν σε αυτό και στοιχεία που έφεραν οι ηθοποιοί στην αφήγηση. Ο συμπρωταγωνιστής Μόριτζ Μπλαϊμπτρόι, γνωστός από ταινίες, όπως «Τρέξε, Λόλα, τρέξε», «Το Πείραμα», «Το Σπίτι με τους Κορυδαλλούς» κ.ά., βοήθησε και στη σκηνοθεσία των ηθοποιών. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες έχουν επίσης ενδιαφέρον, όπως ο σεφ, η Λουκία, η δυναμική γκαρσόνα του μαγαζιού που τα βρίσκει με τον Ηλία, η φυσιοθεραπεύτρια Άννα, με την οποία ο Ζήνος αναπτύσσει μία τρυφερή σχέση, ο παππούς Σωκράτης με τις σοφές ατάκες κ.ά.
Η ταινία κέρδισε δύο βραβεία και μία υποψηφιότητα στο 66ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 2009, καθώς και άλλα βραβεία και υποψηφιότητες σε διεθνή φεστιβάλ.
(Κουζίνα με ψυχή)
Σκηνοθέτης: Φατίχ Ακίν
Γλώσσα: Γερμανικά, ελληνικά
Ηθοποιοί: Αδάμ Μπουσδούκος, Μόριτζ Μπλαϊμπτρόι, Μπιρόλ Γιουνέλ κ.ά.
Περιγραφή
Ο Ζήνος Καζαντζάκης έχει ένα εστιατόριο σε μία αποθήκη στη βιομηχανική περιοχή του Αμβούργου, το «Soul Kitchen», που ικανοποιεί επαρκώς τις συγκεκριμένες απαιτήσεις των χωρίς ιδιαίτερες γαστρονομικές προσδοκίες θαμώνων του. Ένα βράδυ γνωρίζεται τυχαία με έναν σεφ ο οποίος απολύεται από το εστιατόριο όπου δουλεύει, γιατί αρνείται να σερβίρει ζεστό γκασπάτσο σε έναν ιδιόρρυθμο πελάτη, καρφώνοντας το κουζινομάχαιρο στο τραπέζι. Ανάλογες σκηνές είναι τόσο κοινότοπες σε ταινίες με σεφ, παρεμπιπτόντως, που αναρωτιέμαι αν συμβαίνει το ίδιο συχνά στην πραγματικότητα! Διάφορες ξαφνικές αλλαγές στη ζωή του Καζαντζάκη, όμως, τον κάνουν να αλλάξει πλεύση: φεύγει η κοπέλα του για να εργαστεί στην Σαγκάη, βγαίνει ο αδελφός του Ηλίας με μερική αναστολή από τη φυλακή τα Σ/Κ, και υπογράφει ότι τον προσλαμβάνει για έξι μήνες, ώστε να μένει έξω. Μέσα σε όλα αυτά ο Ζήνος παθαίνει λουμπάγκο. Έτσι, προκειμένου να επανέλθουν τα πράγματα στους κανονικούς τους ρυθμούς, αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια τόσο μίας φυσιοθεραπεύτριας, για να ανακουφίσει τον πόνο του, όσο και του άνεργου πλέον σεφ, ο οποίος αλλάζει το μενού του εστιατορίου. Οι τακτικοί πελάτες ωστόσο δε συμμερίζονται αρχικά αυτή την ανανέωση και φεύγουν. Επιπλέον, εμφανίζεται απειλητικά και ο ανταγωνισμός, στο πρόσωπο ενός παλιού συμμαθητή του και νυν κτηματομεσίτη, ο οποίος θέλει να αγοράσει την αποθήκη. Το «Soul Kitchen», παρ’ όλα αυτά, αλλάζει, αναβαθμίζεται και βρίσκει τρόπους να επιβιώσει, μέσα από τις αντιξοότητες και τις τρικλοποδιές, καθώς έχει πιστούς υποστηριχτές, ενώ ο Ζήνος βρίσκει τους συμμάχους που χρειάζεται για να κρατήσει το μαγαζί του.
Μέσα από το χιούμορ, τα ευτράπελα περιστατικά, τα οποία διατρέχει μία γλυκόπικρη ειρωνεία, την αδιόρατη θλίψη για ό,τι ξαφνικά αλλάζει, χάνεται ή αποδεικνύεται κατώτερο των προσδοκιών, εξαναγκάζοντας στην ευελιξία και στην προσαρμογή με καταιγιστικούς ρυθμούς στη σύγχρονη ζωή, προκύπτουν και οι διάφορες σχέσεις, όπως των δύο αδελφών, που παραμένουν μαζί καίτοι διαφορετικοί. Προκύπτουν επίσης η ποικιλία εθνικοτήτων, που συνυπάρχουν στη Γερμανία, οι οικονομικές διαφορές και τα συγκρουόμενα συμφέροντα που διαταράσσουν τις ισορροπίες στον κοινωνικό ιστό, και τελικά η επιθυμία των ατόμων να καταφέρουν κάτι καλύτερο, να ξεχωρίσουν, να επιβιώσουν, να ζήσουν με ψυχή και όχι συμβιβασμένοι σε μία εξαναγκαστική και ιλιγγιώδη πραγματικότητα.
Ο πρωταγωνιστής Αδάμ Μπουσδούκος, γεννημένος στη Γερμανία από Έλληνες οικονομικούς μετανάστες, είχε πράγματι επενδύσει τα χρήματά του σε ένα εστιατόριο και το σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο εν πολλοίς και στη δική του ιστορία. Πιο συγκεκριμένα, το σενάριο συγγράφτηκε από τον ίδιο και από το φίλο του και Γερμανό σκηνοθέτη τουρκικής καταγωγής Φατίχ Ακίν, ενώ επιπλέον προσαρμόστηκαν σε αυτό και στοιχεία που έφεραν οι ηθοποιοί στην αφήγηση. Ο συμπρωταγωνιστής Μόριτζ Μπλαϊμπτρόι, γνωστός από ταινίες, όπως «Τρέξε, Λόλα, τρέξε», «Το Πείραμα», «Το Σπίτι με τους Κορυδαλλούς» κ.ά., βοήθησε και στη σκηνοθεσία των ηθοποιών. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες έχουν επίσης ενδιαφέρον, όπως ο σεφ, η Λουκία, η δυναμική γκαρσόνα του μαγαζιού που τα βρίσκει με τον Ηλία, η φυσιοθεραπεύτρια Άννα, με την οποία ο Ζήνος αναπτύσσει μία τρυφερή σχέση, ο παππούς Σωκράτης με τις σοφές ατάκες κ.ά.
Η ταινία κέρδισε δύο βραβεία και μία υποψηφιότητα στο 66ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 2009, καθώς και άλλα βραβεία και υποψηφιότητες σε διεθνή φεστιβάλ.
Eat pray love (2010)
(Να τρως, να προσεύχεσαι, να αγαπάς)
Σκηνοθέτης: Ράιαν Μέρφι
Γλώσσα: Αγγλικά, ιταλικά, πορτογαλικά
Ηθοποιοί: Τζούλια Ρόμπερτς, Χαβιέ Μπαρδέμ, Ρίτσαρντ Τζένκινς κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ, που είναι επιπλέον αυτοβιογραφικό, και χωρίζεται σε τρεις ενότητες: φαγητό, προσευχή και αγάπη. Η κεντρική ηρωίδα Λιζ, όταν αποφασίζει να χωρίσει από ένα γάμο που δε λειτουργεί, νιώθοντας αποπροσανατολισμένη σε μία κρίσιμη για την ίδια καμπή, ξεκινάει ένα ταξίδι, προκειμένου να βρει τον εαυτό της, το οποίο την οδηγεί πρώτα στη Ιταλία, μετά στην Ινδία και τέλος στο Μπαλί. Σε κάθε μέρος ανακαλύπτει διαφορετικές πτυχές του κόσμου και του εαυτού της.
Eat: Ιταλία. Εκεί γίνεται το γαστριμαργικό όργιο, από ελαφρύ γεύμα με σπαράγγια σωστά βρασμένα, αβγά, ελιές, μοτσαρέλα, σολομό και ψωμί έως σπαγκέτι με φρέσκια σάλτσα ντομάτας, πίτσα μαργαρίτα στη Νάπολη και διάφορα πρώτα και δεύτερα πιάτα συνοδεία κρασιού. Μέχρι που φτάνει στο Μαυσωλείο του Αυγούστου και βρίσκει το κλειδί της ανοικοδόμησης, της μεταμόρφωσης:
«Είναι ένα από τα πιο ήσυχα και μοναχικά μέρη στη Ρώμη. Η πόλη αναπτύχθηκε γύρω του στο πέρασμα των αιώνων. Δίνει την αίσθηση μίας πολύτιμης πληγής, που δεν αφήνεις να ξεχαστεί, γιατί σε γλυκαίνει ο πόνος της. Σε κανέναν δεν αρέσει η αλλαγή. Βολευόμαστε στη μιζέρια, γιατί φοβόμαστε την αλλαγή των πραγμάτων που καταρρέουν. Μετά, κοίταξα ολόγυρα το χάος το οποίο αυτό το μέρος άντεξε, τον τρόπο με τον οποίο προσαρμόστηκε, λεηλατήθηκε και βρήκε τρόπο πάλι να ανοικοδομηθεί, και εκεί κατάλαβα ότι τελικά δεν είναι ο κόσμος τόσο χαοτικός όσο η παγίδα τού να αγκιστρωθούμε σε οτιδήποτε. Ο ερειπιώνας είναι ένα δώρο. Είναι ο δρόμος προς τη μεταμόρφωση».
Pray: Το επόμενο βήμα προς τη μεταμόρφωση έγινε μέσα από το διαλογισμό στην Ινδία. Συγχώρεσε τον εαυτό σου και όλα θα τακτοποιηθούν. Η δύναμη της συγκέντρωσης στον εαυτό μας καθαρίζει το μυαλό, δημιουργεί χώρο, για να ανοίξει μία τεράστια πόρτα και να ορμήσει το σύμπαν στο κενό, να μας απογειώσει, για να γεμίσουμε με τόση αγάπη όση δεν έχουμε φανταστεί..., της λέει με άλλα λόγια ο Ρίτσαρντ. Και έτσι ίσως να πιστέψει ξανά στην αγάπη και να μπορέσει να αγαπήσει όλο τον κόσμο. Attraversiamo, λοιπόν, let’s cross over! Διασχίζουμε το δρόμο ή το ποτάμι και περνάμε απέναντι, ποτέ δεν είναι αργά για μία νέα αρχή...
Love: Μπαλί. Εκεί έρχονται τα δύσκολα, όταν η Λιζ γνωρίζει το Φελίπε.
Όμως: «Το να χάνεις την ισορροπία για την αγάπη αποτελεί καμιά φορά μέρος τού να βιώνεις την ισορροπία στη ζωή».
(Να τρως, να προσεύχεσαι, να αγαπάς)
Σκηνοθέτης: Ράιαν Μέρφι
Γλώσσα: Αγγλικά, ιταλικά, πορτογαλικά
Ηθοποιοί: Τζούλια Ρόμπερτς, Χαβιέ Μπαρδέμ, Ρίτσαρντ Τζένκινς κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ, που είναι επιπλέον αυτοβιογραφικό, και χωρίζεται σε τρεις ενότητες: φαγητό, προσευχή και αγάπη. Η κεντρική ηρωίδα Λιζ, όταν αποφασίζει να χωρίσει από ένα γάμο που δε λειτουργεί, νιώθοντας αποπροσανατολισμένη σε μία κρίσιμη για την ίδια καμπή, ξεκινάει ένα ταξίδι, προκειμένου να βρει τον εαυτό της, το οποίο την οδηγεί πρώτα στη Ιταλία, μετά στην Ινδία και τέλος στο Μπαλί. Σε κάθε μέρος ανακαλύπτει διαφορετικές πτυχές του κόσμου και του εαυτού της.
Eat: Ιταλία. Εκεί γίνεται το γαστριμαργικό όργιο, από ελαφρύ γεύμα με σπαράγγια σωστά βρασμένα, αβγά, ελιές, μοτσαρέλα, σολομό και ψωμί έως σπαγκέτι με φρέσκια σάλτσα ντομάτας, πίτσα μαργαρίτα στη Νάπολη και διάφορα πρώτα και δεύτερα πιάτα συνοδεία κρασιού. Μέχρι που φτάνει στο Μαυσωλείο του Αυγούστου και βρίσκει το κλειδί της ανοικοδόμησης, της μεταμόρφωσης:
«Είναι ένα από τα πιο ήσυχα και μοναχικά μέρη στη Ρώμη. Η πόλη αναπτύχθηκε γύρω του στο πέρασμα των αιώνων. Δίνει την αίσθηση μίας πολύτιμης πληγής, που δεν αφήνεις να ξεχαστεί, γιατί σε γλυκαίνει ο πόνος της. Σε κανέναν δεν αρέσει η αλλαγή. Βολευόμαστε στη μιζέρια, γιατί φοβόμαστε την αλλαγή των πραγμάτων που καταρρέουν. Μετά, κοίταξα ολόγυρα το χάος το οποίο αυτό το μέρος άντεξε, τον τρόπο με τον οποίο προσαρμόστηκε, λεηλατήθηκε και βρήκε τρόπο πάλι να ανοικοδομηθεί, και εκεί κατάλαβα ότι τελικά δεν είναι ο κόσμος τόσο χαοτικός όσο η παγίδα τού να αγκιστρωθούμε σε οτιδήποτε. Ο ερειπιώνας είναι ένα δώρο. Είναι ο δρόμος προς τη μεταμόρφωση».
Pray: Το επόμενο βήμα προς τη μεταμόρφωση έγινε μέσα από το διαλογισμό στην Ινδία. Συγχώρεσε τον εαυτό σου και όλα θα τακτοποιηθούν. Η δύναμη της συγκέντρωσης στον εαυτό μας καθαρίζει το μυαλό, δημιουργεί χώρο, για να ανοίξει μία τεράστια πόρτα και να ορμήσει το σύμπαν στο κενό, να μας απογειώσει, για να γεμίσουμε με τόση αγάπη όση δεν έχουμε φανταστεί..., της λέει με άλλα λόγια ο Ρίτσαρντ. Και έτσι ίσως να πιστέψει ξανά στην αγάπη και να μπορέσει να αγαπήσει όλο τον κόσμο. Attraversiamo, λοιπόν, let’s cross over! Διασχίζουμε το δρόμο ή το ποτάμι και περνάμε απέναντι, ποτέ δεν είναι αργά για μία νέα αρχή...
Love: Μπαλί. Εκεί έρχονται τα δύσκολα, όταν η Λιζ γνωρίζει το Φελίπε.
Όμως: «Το να χάνεις την ισορροπία για την αγάπη αποτελεί καμιά φορά μέρος τού να βιώνεις την ισορροπία στη ζωή».
Επικίνδυνες μαγειρικές (2010)
Σκηνοθέτης: Βασίλης Τσελεμέγκος
Γλώσσα: Ελληνικά
Ηθοποιοί: Γιώργος Χωραφάς, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Κάτια Ζυγούλη, Μυρτώ Αλικάκη κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Ανδρέα Στάικου. Ένας αναγνωρισμένος σεφ, ο Δαμοκλής, και ένας μάγειρας σε πλοίο διεκδικούν, ο καθένας με τον τρόπο του, μέσα από μία πανδαισία γεύσεων, την καρδιά της Νανάς, ενός μοντέλου στην Καλών Τεχνών.
«Πιστεύετε ότι τα υλικά σας συναντιούνται τυχαία;»
Δαμοκλής: «Δεν πιστεύω στο τυχαίο. Γνώση και τεχνική. Αυτά καθορίζουν το αποτέλεσμα».
«Δηλαδή αποκλείετε τη δύναμη της παρόρμησης;»
Δαμοκλής: «Εντελώς!».
Και αρχίζει το ξετύλιγμα της ιστορίας, όπου ο καθένας θα φτάσει τα όριά του για την κατάκτηση του έρωτα, αποδεικνύοντας από τι υλικά είναι φτιαγμένος.
Άλλωστε: «Η απόλαυση είναι προσωπική υπόθεση και απαιτεί ρίσκο!».
Η ταινία, πέραν των αισθησιακών σκηνών αφορμή της γεύσης, χαρακτηρίζεται από διαλόγους που μετεωρίζονται ανάμεσα στην εκτέλεση συνταγής και στην περιγραφή ερωτικής σκηνής:
«Πατάτα να την πιεις στο ποτήρι! Την αφήνεις στο νερό να μουλιάσει, μετά τη γδέρνεις βίαια. Καμιά φορά χρειάζεται να πιέσεις λίγο παραπάνω τα υλικά, ώστε να απελευθερώσεις αυτό που με το χάδι δεν μπορείς».
Άλλοι, πάλι, κινούνται στο όριο της ερωτικής εξομολόγησης, χωρίς να ξεφεύγουν από το επίμαχο θέμα:
«Μακριά σου παθαίνω γευστική νοσταλγία».
Ή ακόμα μοιάζουν με συμβουλές μαγειρικής, καμουφλάροντας όμως με τρόπο ενδιαφέροντα την ανθρώπινη συμπεριφορά:
«Το μυστικό είναι στην πίτα. Πρέπει να της φερθείς όπως σε μία γυναίκα. Την ψήνεις, την ψήνεις, την ψήνεις, αλλά μόνο από τη μία μεριά, μέχρι να γίνει σκληρή και τραγανή. Την άλλη μεριά, την εσωτερική, δεν την αγγίζεις καθόλου, την αφήνεις ως έχει, μαλακή, με ανοιχτούς τους πόρους, για να μπορέσει ν’ απορροφήσει όλους τους χυμούς, να ποτιστεί με τις μάχες που έχει δώσει αυτό το κρέας, το δόλιο κρέας, που παλεύει πάνω στα κάρβουνα, για να κρατήσει την αρσενική του ωμότητα».
«Ο μαϊντανός έχει γυναικείο ένστικτο. Σ’ αφήνει να νομίζεις ότι αφομοιώνεται από εσένα, ενώ, στην πραγματικότητα, σε οδηγεί εκεί που θέλει. Συμπληρώνει το κάθε υλικό με αυτό ακριβώς που χρειάζεται».
Είναι μία ταινία που παρακολουθείται ευχάριστα και ανοίγει την όρεξη τόσο για γευστικές όσο και για ερωτικές βουτιές! Αλλά, σε αυτή την περίπτωση, είναι το ίδιο...
Σκηνοθέτης: Βασίλης Τσελεμέγκος
Γλώσσα: Ελληνικά
Ηθοποιοί: Γιώργος Χωραφάς, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Κάτια Ζυγούλη, Μυρτώ Αλικάκη κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Ανδρέα Στάικου. Ένας αναγνωρισμένος σεφ, ο Δαμοκλής, και ένας μάγειρας σε πλοίο διεκδικούν, ο καθένας με τον τρόπο του, μέσα από μία πανδαισία γεύσεων, την καρδιά της Νανάς, ενός μοντέλου στην Καλών Τεχνών.
«Πιστεύετε ότι τα υλικά σας συναντιούνται τυχαία;»
Δαμοκλής: «Δεν πιστεύω στο τυχαίο. Γνώση και τεχνική. Αυτά καθορίζουν το αποτέλεσμα».
«Δηλαδή αποκλείετε τη δύναμη της παρόρμησης;»
Δαμοκλής: «Εντελώς!».
Και αρχίζει το ξετύλιγμα της ιστορίας, όπου ο καθένας θα φτάσει τα όριά του για την κατάκτηση του έρωτα, αποδεικνύοντας από τι υλικά είναι φτιαγμένος.
Άλλωστε: «Η απόλαυση είναι προσωπική υπόθεση και απαιτεί ρίσκο!».
Η ταινία, πέραν των αισθησιακών σκηνών αφορμή της γεύσης, χαρακτηρίζεται από διαλόγους που μετεωρίζονται ανάμεσα στην εκτέλεση συνταγής και στην περιγραφή ερωτικής σκηνής:
«Πατάτα να την πιεις στο ποτήρι! Την αφήνεις στο νερό να μουλιάσει, μετά τη γδέρνεις βίαια. Καμιά φορά χρειάζεται να πιέσεις λίγο παραπάνω τα υλικά, ώστε να απελευθερώσεις αυτό που με το χάδι δεν μπορείς».
Άλλοι, πάλι, κινούνται στο όριο της ερωτικής εξομολόγησης, χωρίς να ξεφεύγουν από το επίμαχο θέμα:
«Μακριά σου παθαίνω γευστική νοσταλγία».
Ή ακόμα μοιάζουν με συμβουλές μαγειρικής, καμουφλάροντας όμως με τρόπο ενδιαφέροντα την ανθρώπινη συμπεριφορά:
«Το μυστικό είναι στην πίτα. Πρέπει να της φερθείς όπως σε μία γυναίκα. Την ψήνεις, την ψήνεις, την ψήνεις, αλλά μόνο από τη μία μεριά, μέχρι να γίνει σκληρή και τραγανή. Την άλλη μεριά, την εσωτερική, δεν την αγγίζεις καθόλου, την αφήνεις ως έχει, μαλακή, με ανοιχτούς τους πόρους, για να μπορέσει ν’ απορροφήσει όλους τους χυμούς, να ποτιστεί με τις μάχες που έχει δώσει αυτό το κρέας, το δόλιο κρέας, που παλεύει πάνω στα κάρβουνα, για να κρατήσει την αρσενική του ωμότητα».
«Ο μαϊντανός έχει γυναικείο ένστικτο. Σ’ αφήνει να νομίζεις ότι αφομοιώνεται από εσένα, ενώ, στην πραγματικότητα, σε οδηγεί εκεί που θέλει. Συμπληρώνει το κάθε υλικό με αυτό ακριβώς που χρειάζεται».
Είναι μία ταινία που παρακολουθείται ευχάριστα και ανοίγει την όρεξη τόσο για γευστικές όσο και για ερωτικές βουτιές! Αλλά, σε αυτή την περίπτωση, είναι το ίδιο...
Perfect Sense (2011)
(Η αίσθηση του έρωτα)
Σκηνοθέτης: Ντέιβιντ Μακένζι
Γλώσσα: Αγγλικά, νοηματική γλώσσα
Ηθοποιοί: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Εύα Γκριν, Στίβεν Ντιλέιν κ.ά.
Περιγραφή
«Υπάρχει σκοτάδι, υπάρχει φως, υπάρχουν άντρες και γυναίκες, υπάρχει τροφή, υπάρχουν εστιατόρια, αρρώστιες, υπάρχει δουλειά, κίνηση, οι μέρες όπως τις ξέρουμε, ο κόσμος όπως τον φανταζόμαστε». Μέχρι που όλα αλλάζουν. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Γλασκόβη. Ξαφνικά, μέσα σε ένα 24ωρο, εμφανίζεται μία επιδημία με άγνωστη αιτία, με κρούσματα σε διάφορες αρχικά χώρες της Ευρώπης. Τα αποσπασματικά περιστατικά δε φαίνεται να συνδέονται με κάποιον τρόπο, αλλά παρουσιάζουν ανάλογα συμπτώματα: κατάθλιψη και απώλεια της αίσθησης της όσφρησης. Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα κεντρικά πρόσωπα είναι μία επιδημιολόγος, που διασκεδάζει τη θλίψη της καπνίζοντας και πετώντας πέτρες στους γλάρους, και ένας σεφ που δυσκολεύεται να συνδεθεί συναισθηματικά. Στο μεταξύ, ο ιός εξαπλώνεται και αυτοί οι δύο συναντιούνται, ενώνοντας τη μοναξιά τους μέσα από ανεξέλεγκτα δάκρυα. Στο νοσοκομείο παρακολουθούν τις εξελίξεις χωρίς να μπορούν να παρέμβουν σε κάτι, ενώ στην κουζίνα του εστιατορίου, μόλις περνάει το πρώτο σοκ, αποφασίζουν να εντείνουν τις γεύσεις στα πιάτα, για να αισθάνονται κάτι όσοι έχουν προσβληθεί από τον ιό.
«Η μεγαλύτερη απώλεια είναι όλες οι αναμνήσεις που δεν πυροδοτούνται πια, η όσφρηση και η μνήμη συνδέονται στον εγκέφαλο [...] Χωρίς όσφρηση ένας ωκεανός με εικόνες από το παρελθόν εξαφανίζεται».
Ο ιός, όμως, εξελίσσεται, κρίσεις πανικού ξεσπούν, η συναίσθηση ότι επικρατεί πολύ μίσος στον κόσμο κυριαρχεί. Εικόνες απανωτές σαν από ντοκιμαντέρ κατακλύζουν την οθόνη: φονταμενταλισμός, μιλιταρισμός, πόλεμος. Και ακολουθεί η απώλεια της γεύσης με ακατάσχετη πείνα για οτιδήποτε.
«Έτσι η ηρεμία χάνεται από τον κόσμο. Δεν υπάρχει χρόνος ούτε για να δοθεί όνομα στην αρρώστια».
Αναπόφευκτα, έρχεται η προσαρμογή στην απώλεια, οι άλλες αισθήσεις αποκτούν νέο νόημα, επικρατούν, και η αντίληψη για τα πράγματα προσαρμόζεται στην αλλαγή. Τότε ο άγνωστος ιός εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο με συνέπειες: καταστροφές, επιθέσεις, βία, οργή, μίσος, ανεξέλεγκτη επιθετικότητα. Άλλη μία αίσθηση χάνεται, η ακοή, και για όσους ακόμα τη διατηρούν αρχίζει η αναμονή. Και πάλι, όμως, η ζωή συνεχίζεται μετά από κάθε απώλεια. Και όσοι έως τότε θεωρούνταν μειονοτικές ομάδες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά υπερτερούν πλέον σε αυτό τον κόσμο που αντιστρέφεται. Η πόλη, ωστόσο, κηρύσσεται πια σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Και στο τέλος μένουν η αποδοχή, η συγχώρεση και η αγάπη. Χωρίς αγάπη δεν είμαστε τίποτα! Τύφλωση – Σκοτάδι − Αφή. Η απόλυτη αίσθηση του να νιώθεις τα πάντα όταν τα έχεις χάσει όλα εκτός από την αγάπη.
Είναι μία ταινία ατμοσφαιρική, το μυστήριο υποδηλώνεται και ενίοτε ακολουθούν εκρήξεις, αποφορτίζοντας την ένταση, που επανέρχεται όμως στην επόμενη σκηνή. Δεν κάνει κοιλιά και στο τέλος η ένταση παραμένει, μοιάζει με «άδειασμα», χωρίς όμως να εξαφανίζεται. Θυμίζει συμπυκνωμένο βιβλίο στην οθόνη η ταινία, αλλά σε μένα δεν άφησε την ίδια εντύπωση που άφησαν άλλες ταινίες, πετυχημένες ή όχι, βασισμένες σε βιβλία ή όχι, οι οποίες αφορούσαν επιδημίες με τους σχετικούς συμβολισμούς. Θα έλεγα πως αυτή την ταινία χαρακτηρίζει μία τραγική ποιητικότητα. Η φωτογραφία μού άρεσε, επίσης, πολύ καθώς και το μουσικό άλμπουμ. Τα μακρινά πλάνα είναι σταθερά και μοιάζουν με πίνακες, σαν να αγκαλιάζουν ένα κομμάτι του κόσμου, ενώ κάποιες φορές εναλλάσσονται με γκρο πλαν (κοντινό) ασταθές, με το συναίσθημα του ήρωα να γεμίζει την οθόνη, το οποίο, ενώ συνεπαίρνει το θεατή, δημιουργείται την ίδια στιγμή η αίσθηση του κενού, συνοδεία της υποβλητικής μουσικής, συνθέτοντας στιγμές συναισθηματικά καθηλωτικές. Σε αυτό βοηθάει και η ποιητικά περιγραφική αφήγηση, που επίσης συνοδεία μουσικής μοιάζει με μελαγχολικό ιντερλούδιο χωρίς να λειτουργεί ως επεξηγηματική ανασκόπηση αλλά ως συνειδησιακό καμπανάκι.
Ατάκες που κρατάω:
«Δεν είμαι άρρωστη. Είμαι απλώς στεναχωρημένη».
«Δεν είναι το ίδιο;».
(Η αίσθηση του έρωτα)
Σκηνοθέτης: Ντέιβιντ Μακένζι
Γλώσσα: Αγγλικά, νοηματική γλώσσα
Ηθοποιοί: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Εύα Γκριν, Στίβεν Ντιλέιν κ.ά.
Περιγραφή
«Υπάρχει σκοτάδι, υπάρχει φως, υπάρχουν άντρες και γυναίκες, υπάρχει τροφή, υπάρχουν εστιατόρια, αρρώστιες, υπάρχει δουλειά, κίνηση, οι μέρες όπως τις ξέρουμε, ο κόσμος όπως τον φανταζόμαστε». Μέχρι που όλα αλλάζουν. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Γλασκόβη. Ξαφνικά, μέσα σε ένα 24ωρο, εμφανίζεται μία επιδημία με άγνωστη αιτία, με κρούσματα σε διάφορες αρχικά χώρες της Ευρώπης. Τα αποσπασματικά περιστατικά δε φαίνεται να συνδέονται με κάποιον τρόπο, αλλά παρουσιάζουν ανάλογα συμπτώματα: κατάθλιψη και απώλεια της αίσθησης της όσφρησης. Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα κεντρικά πρόσωπα είναι μία επιδημιολόγος, που διασκεδάζει τη θλίψη της καπνίζοντας και πετώντας πέτρες στους γλάρους, και ένας σεφ που δυσκολεύεται να συνδεθεί συναισθηματικά. Στο μεταξύ, ο ιός εξαπλώνεται και αυτοί οι δύο συναντιούνται, ενώνοντας τη μοναξιά τους μέσα από ανεξέλεγκτα δάκρυα. Στο νοσοκομείο παρακολουθούν τις εξελίξεις χωρίς να μπορούν να παρέμβουν σε κάτι, ενώ στην κουζίνα του εστιατορίου, μόλις περνάει το πρώτο σοκ, αποφασίζουν να εντείνουν τις γεύσεις στα πιάτα, για να αισθάνονται κάτι όσοι έχουν προσβληθεί από τον ιό.
«Η μεγαλύτερη απώλεια είναι όλες οι αναμνήσεις που δεν πυροδοτούνται πια, η όσφρηση και η μνήμη συνδέονται στον εγκέφαλο [...] Χωρίς όσφρηση ένας ωκεανός με εικόνες από το παρελθόν εξαφανίζεται».
Ο ιός, όμως, εξελίσσεται, κρίσεις πανικού ξεσπούν, η συναίσθηση ότι επικρατεί πολύ μίσος στον κόσμο κυριαρχεί. Εικόνες απανωτές σαν από ντοκιμαντέρ κατακλύζουν την οθόνη: φονταμενταλισμός, μιλιταρισμός, πόλεμος. Και ακολουθεί η απώλεια της γεύσης με ακατάσχετη πείνα για οτιδήποτε.
«Έτσι η ηρεμία χάνεται από τον κόσμο. Δεν υπάρχει χρόνος ούτε για να δοθεί όνομα στην αρρώστια».
Αναπόφευκτα, έρχεται η προσαρμογή στην απώλεια, οι άλλες αισθήσεις αποκτούν νέο νόημα, επικρατούν, και η αντίληψη για τα πράγματα προσαρμόζεται στην αλλαγή. Τότε ο άγνωστος ιός εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο με συνέπειες: καταστροφές, επιθέσεις, βία, οργή, μίσος, ανεξέλεγκτη επιθετικότητα. Άλλη μία αίσθηση χάνεται, η ακοή, και για όσους ακόμα τη διατηρούν αρχίζει η αναμονή. Και πάλι, όμως, η ζωή συνεχίζεται μετά από κάθε απώλεια. Και όσοι έως τότε θεωρούνταν μειονοτικές ομάδες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά υπερτερούν πλέον σε αυτό τον κόσμο που αντιστρέφεται. Η πόλη, ωστόσο, κηρύσσεται πια σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Και στο τέλος μένουν η αποδοχή, η συγχώρεση και η αγάπη. Χωρίς αγάπη δεν είμαστε τίποτα! Τύφλωση – Σκοτάδι − Αφή. Η απόλυτη αίσθηση του να νιώθεις τα πάντα όταν τα έχεις χάσει όλα εκτός από την αγάπη.
Είναι μία ταινία ατμοσφαιρική, το μυστήριο υποδηλώνεται και ενίοτε ακολουθούν εκρήξεις, αποφορτίζοντας την ένταση, που επανέρχεται όμως στην επόμενη σκηνή. Δεν κάνει κοιλιά και στο τέλος η ένταση παραμένει, μοιάζει με «άδειασμα», χωρίς όμως να εξαφανίζεται. Θυμίζει συμπυκνωμένο βιβλίο στην οθόνη η ταινία, αλλά σε μένα δεν άφησε την ίδια εντύπωση που άφησαν άλλες ταινίες, πετυχημένες ή όχι, βασισμένες σε βιβλία ή όχι, οι οποίες αφορούσαν επιδημίες με τους σχετικούς συμβολισμούς. Θα έλεγα πως αυτή την ταινία χαρακτηρίζει μία τραγική ποιητικότητα. Η φωτογραφία μού άρεσε, επίσης, πολύ καθώς και το μουσικό άλμπουμ. Τα μακρινά πλάνα είναι σταθερά και μοιάζουν με πίνακες, σαν να αγκαλιάζουν ένα κομμάτι του κόσμου, ενώ κάποιες φορές εναλλάσσονται με γκρο πλαν (κοντινό) ασταθές, με το συναίσθημα του ήρωα να γεμίζει την οθόνη, το οποίο, ενώ συνεπαίρνει το θεατή, δημιουργείται την ίδια στιγμή η αίσθηση του κενού, συνοδεία της υποβλητικής μουσικής, συνθέτοντας στιγμές συναισθηματικά καθηλωτικές. Σε αυτό βοηθάει και η ποιητικά περιγραφική αφήγηση, που επίσης συνοδεία μουσικής μοιάζει με μελαγχολικό ιντερλούδιο χωρίς να λειτουργεί ως επεξηγηματική ανασκόπηση αλλά ως συνειδησιακό καμπανάκι.
Ατάκες που κρατάω:
«Δεν είμαι άρρωστη. Είμαι απλώς στεναχωρημένη».
«Δεν είναι το ίδιο;».
Comme un chef (2012)
(Ο Σεφ και ο Σεφ του)
Σκηνοθέτης: Ντανιέλ Κοέν
Γλώσσα: Γαλλικά, ισπανικά, ιαπωνικά, αγγλικά
Ηθοποιοί: Ζαν Ρενό, Μικαέλ Γιουν, Ραφαέλ Αγκογκέ κ.ά.
Περιγραφή
Ο Ζακί Μπονό είναι λάτρης της μαγειρικής, θεωρεί μάλιστα τον εαυτό του ιδιοφυΐα και φιλοδοξεί να γίνει σεφ της υψηλής γαστρονομίας. Οι πληθωρικές ιδέες του, όμως, στους χώρους εστίασης όπου εργάζεται υπερβαίνουν το στενό τους πλαίσιο και καταλήγει να βάφει πόρτες και παράθυρα σε έναν οίκο ευγηρίας, στου οποίου την κουζίνα εισβάλλει κυριολεκτικά από το παράθυρο. Από την άλλη, έχουμε έναν αναγνωρισμένο σεφ, τον Αλεξάντερ Λαγκάρντ. Ο Αλεξάντερ ελπίζει σε ένα ακόμα αστέρι Michelin, αλλά η απουσία έμπνευσης το τελευταίο διάστημα τον φέρνει σε αδιέξοδο. Στο μεταξύ, ο επιχειρηματίας του εστιατορίου όπου εργάζεται, και στο οποίο έδωσε κατά το παρελθόν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα μαζί με την επωνυμία του «Cargo Lagarde», έχει πλέον νέες βλέψεις. Επιδιώκει την προώθηση συγκεκριμένων προϊόντων, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των επενδυτών του. Ο Αλεξάντερ όμως διαφωνεί με τη χαμηλή τους ποιότητα, με συνέπεια να υποβιβαστεί και να χάσει τους βοηθούς του. Αφού, λοιπόν, οι δύο ήρωες γνωρίζονται συγκυριακά, ο Ζακί, που γνωρίζει όλα τα βιβλία του Αλεξάντερ απέξω κι ανακατωτά, ίσως καλύτερα και από τον ίδιο, γίνεται βοηθός του.
Ο καθένας τους καλείται να αντιμετωπίσει διαφορετικές προκλήσεις, τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά. Ο Αλεξάντερ υποστηρίζει την παραδοσιακή κουζίνα, με άγγιγμα δημιουργικότητας, που να ξυπνάει συναισθήματα με τη συμμετοχή όλων των αισθήσεων, και συγκρούεται με τις νέες τεχνικές για τις οποίες η καινοτομία γίνεται ενίοτε αυτοσκοπός χωρίς ουσία και χωρίς καρδιά. Μέσα από αυτό το σκεπτικό η ταινία σατιρίζει επιπλέον και τους χώρους εστίασης που παραβαίνουν το χρυσό κανόνα χρήσης καλών υλικών, με ποιότητα φαστφούντ και γκουρμέ επίχρισμα. Από την άλλη, όμως, η τέλεια συγκέντρωση στη δουλειά του τον κάνει αμελή και απρόσεκτο στη σχέση του με την κόρη του. Στην ταινία, μπορεί να μην προβάλλεται σε πρώτο πλάνο αυτή η δύσκολη πτυχή σε ανάλογες σχέσεις επιτυχημένων επαγγελματιών γονιών και παιδιών, αλλά θίγονται κάποια τέτοια σημεία. Ο Ζακί, πάλι, έχει την ευκαιρία, αφού τώρα γίνεται πατέρας, να κάνει, σαν ιδιόρρυθμη αντανάκλαση του Αλεξάντερ, διαφορετικές επιλογές.
Ούτως ή άλλως:
«Δεν είμαστε τίποτα χωρίς αγάπη».
Στο τέλος, φαίνεται ότι ο Ζακί αυτοπροσδιορίζεται και ο Αλεξάντερ επαναπροσδιορίζεται μέσα από τη διαδικασία διεκδίκησης για ό,τι πιο πολύ αγαπούν και οραματίζονται.
Είναι μια ταινία που προσφέρεται άνετα για ένα ευχάριστο βραδάκι, με ένα πλούσιο γευστικά μυρωδάτο κέικ, κατά προτίμηση, και με ένα ωραίο κρασί επιδορπίου. Γιατί σημασία σε ό,τι κάνουμε έχει η απόλαυση! Από το «Γ» έως το (!) αληθινό. Όπως λέει και ο Αλεξάντερ, άλλωστε, στην κόρη του, έχοντας ετοιμάσει ένα ολόκληρο τραπέζι με κέικ και διάφορες λιχουδιές για πρωινό:
«Παλιότερα μαγείρευα για την απόλαυση, μετά έγινα ο τύπος με τα τρία αστέρια και ξέχασα ό,τι αγαπάω πιο πολύ: Εσένα και τη μαγειρική!».
(Ο Σεφ και ο Σεφ του)
Σκηνοθέτης: Ντανιέλ Κοέν
Γλώσσα: Γαλλικά, ισπανικά, ιαπωνικά, αγγλικά
Ηθοποιοί: Ζαν Ρενό, Μικαέλ Γιουν, Ραφαέλ Αγκογκέ κ.ά.
Περιγραφή
Ο Ζακί Μπονό είναι λάτρης της μαγειρικής, θεωρεί μάλιστα τον εαυτό του ιδιοφυΐα και φιλοδοξεί να γίνει σεφ της υψηλής γαστρονομίας. Οι πληθωρικές ιδέες του, όμως, στους χώρους εστίασης όπου εργάζεται υπερβαίνουν το στενό τους πλαίσιο και καταλήγει να βάφει πόρτες και παράθυρα σε έναν οίκο ευγηρίας, στου οποίου την κουζίνα εισβάλλει κυριολεκτικά από το παράθυρο. Από την άλλη, έχουμε έναν αναγνωρισμένο σεφ, τον Αλεξάντερ Λαγκάρντ. Ο Αλεξάντερ ελπίζει σε ένα ακόμα αστέρι Michelin, αλλά η απουσία έμπνευσης το τελευταίο διάστημα τον φέρνει σε αδιέξοδο. Στο μεταξύ, ο επιχειρηματίας του εστιατορίου όπου εργάζεται, και στο οποίο έδωσε κατά το παρελθόν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα μαζί με την επωνυμία του «Cargo Lagarde», έχει πλέον νέες βλέψεις. Επιδιώκει την προώθηση συγκεκριμένων προϊόντων, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των επενδυτών του. Ο Αλεξάντερ όμως διαφωνεί με τη χαμηλή τους ποιότητα, με συνέπεια να υποβιβαστεί και να χάσει τους βοηθούς του. Αφού, λοιπόν, οι δύο ήρωες γνωρίζονται συγκυριακά, ο Ζακί, που γνωρίζει όλα τα βιβλία του Αλεξάντερ απέξω κι ανακατωτά, ίσως καλύτερα και από τον ίδιο, γίνεται βοηθός του.
Ο καθένας τους καλείται να αντιμετωπίσει διαφορετικές προκλήσεις, τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά. Ο Αλεξάντερ υποστηρίζει την παραδοσιακή κουζίνα, με άγγιγμα δημιουργικότητας, που να ξυπνάει συναισθήματα με τη συμμετοχή όλων των αισθήσεων, και συγκρούεται με τις νέες τεχνικές για τις οποίες η καινοτομία γίνεται ενίοτε αυτοσκοπός χωρίς ουσία και χωρίς καρδιά. Μέσα από αυτό το σκεπτικό η ταινία σατιρίζει επιπλέον και τους χώρους εστίασης που παραβαίνουν το χρυσό κανόνα χρήσης καλών υλικών, με ποιότητα φαστφούντ και γκουρμέ επίχρισμα. Από την άλλη, όμως, η τέλεια συγκέντρωση στη δουλειά του τον κάνει αμελή και απρόσεκτο στη σχέση του με την κόρη του. Στην ταινία, μπορεί να μην προβάλλεται σε πρώτο πλάνο αυτή η δύσκολη πτυχή σε ανάλογες σχέσεις επιτυχημένων επαγγελματιών γονιών και παιδιών, αλλά θίγονται κάποια τέτοια σημεία. Ο Ζακί, πάλι, έχει την ευκαιρία, αφού τώρα γίνεται πατέρας, να κάνει, σαν ιδιόρρυθμη αντανάκλαση του Αλεξάντερ, διαφορετικές επιλογές.
Ούτως ή άλλως:
«Δεν είμαστε τίποτα χωρίς αγάπη».
Στο τέλος, φαίνεται ότι ο Ζακί αυτοπροσδιορίζεται και ο Αλεξάντερ επαναπροσδιορίζεται μέσα από τη διαδικασία διεκδίκησης για ό,τι πιο πολύ αγαπούν και οραματίζονται.
Είναι μια ταινία που προσφέρεται άνετα για ένα ευχάριστο βραδάκι, με ένα πλούσιο γευστικά μυρωδάτο κέικ, κατά προτίμηση, και με ένα ωραίο κρασί επιδορπίου. Γιατί σημασία σε ό,τι κάνουμε έχει η απόλαυση! Από το «Γ» έως το (!) αληθινό. Όπως λέει και ο Αλεξάντερ, άλλωστε, στην κόρη του, έχοντας ετοιμάσει ένα ολόκληρο τραπέζι με κέικ και διάφορες λιχουδιές για πρωινό:
«Παλιότερα μαγείρευα για την απόλαυση, μετά έγινα ο τύπος με τα τρία αστέρια και ξέχασα ό,τι αγαπάω πιο πολύ: Εσένα και τη μαγειρική!».
Υψηλή Μαγειρική (2012)
(Les saveurs du Palais)
Σκηνοθέτης: Κριστιάν Βανσάν
Γλώσσα: Γαλλικά, αγγλικά
Ηθοποιοί: Kατρίν Φρο, Αρτιούρ Ντιουπόν, Ζαν Ντ’ Ορμεσόν κ.ά.
Περιγραφή
Ο χαρακτήρας της Ορτάνς Λαμπορί, της μαγείρισσας του Γάλλου Προέδρου, μας εισάγει στο άδυτο της κουζίνας του Μεγάρου των Ηλυσίων Πεδίων κατά την προεδρία του Φρανσουά Μιτεράν, την περίοδο 1988-1990, όταν η πραγματική μαγείρισσα Ντανιέλ Ντελπές, την οποία υποδύεται η Kατρίν Φρο, είχε αναλάβει την οργάνωση και την εκτέλεση των γευμάτων του. Έτσι, βλέπουμε να παρελαύνουν διάφορα πιάτα στην ταινία, με τις «Πορδές καλογριών», παραδοσιακή συνταγή για τύπο μπισκότων ή και σου, σε παραλλαγή του επιδόρπιου, να κερδίζει τις εντυπώσεις. Ο παιχνιδιάρικος, άλλωστε, επίσημος τίτλος «Les saveurs du Palais», όπου η λέξη «palais» λειτουργεί και ως λογοπαίγνιο ανάμεσα στο διοικητικό μέγαρο και στον ουρανίσκο, αφήνει περιθώρια στον αυτοσχεδιασμό.
Η Ορτάνς αιφνιδιάζεται όταν της γίνεται η πρόταση να αναλάβει την κουζίνα του Προέδρου. Από την περιοχή Περιγκόρ, όπου παράγει και καλλιεργεί η ίδια πολλά από όσα υλικά χρησιμοποιεί, βρίσκεται ξαφνικά σε ένα περιβάλλον ανδροκρατούμενο και καθωσπρέπει, ανταγωνιστικό, με γραφειοκράτες και κυβερνητικούς υπαλλήλους, που λειτουργούν με ακρίβεια δευτερολέπτου και σε ρυθμούς ασφυκτικούς, πολύ μακριά από τις έως τότε συνήθειές της στο πλαίσιο της επαρχιακής χαλαρότητας. Παρ’ όλα αυτά, βρίσκει ένα κίνητρο ή μάλλον μία νέα πρόκληση, αφορμή και της αγάπης της για τη μαγειρική, στο να ικανοποιήσει τις γαστριμαργικές επιθυμίες του Προέδρου, ο οποίος επιζητά την επιστροφή στην απλότητα των παιδικών του χρόνων.
«Έχω ανάγκη να ξαναβρώ τις γεύσεις, τις απλές και αυθεντικές [...] Αν μου μαγειρεύετε όπως η γιαγιά μου, θα ήμουν πολύ ευτυχισμένος. Δείξτε μου ό,τι καλύτερο διαθέτει η Γαλλία».
«Θα μπορούσα να σας μιλώ ώρες για τη μαγειρική. Αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να έχω ασχοληθεί με τη μαγειρική παρά με την πολιτική».
Όταν χειροτερεύει η κατάσταση της υγείας του, όμως, πρέπει να αλλάξει η δίαιτά του, και έτσι όσοι δεν είχαν δεχτεί ευχαρίστως την παρουσία της Ορτάνς βρίσκουν την ευκαιρία να της δημιουργήσουν επιπλέον προβλήματα. Ανάμεσα σε άλλα, την αποκαλούν υποτιμητικά κόμισσα ντε Μπαρί, η οποία υπήρξε μία ερωμένη και γι’ αυτό ευνοούμενη του Λουδοβίκου ΙΕ’.
Όταν φεύγει από την υπηρεσία του Προέδρου, τη βρίσκουμε σε μία επιστημονική βάση στην Ανταρκτική. Γυρίζει σελίδα στη ζωή της και μαγειρεύει για όλους τους ερευνητές γκουρμέ εδέσματα. Η ηρωίδα εργάζεται εκεί για μερικά χρόνια, σε μία καλοπληρωμένη θέση, ώστε να μπορέσει να πραγματοποιήσει το όνειρό της: Ήθελε να εγκατασταθεί στη Νέα Ζηλανδία, καλλιεργώντας τρούφες.
Ατάκα που κρατάω:
«Οι αντιξοότητες με κρατούν όρθιο. Κάνουν τη ζωή πικάντικη».
Τον Πρόεδρο Μιτεράν υποδύεται ο Γάλλος διανοούμενος και ακαδημαϊκός Ζαν Ντ’ Ορμεσόν, σε ηλικία 86 ετών, ενώ παραδόξως μεταξύ τους είχε δημιουργηθεί στο παρελθόν μία σχέση δυναμική[1].
Πιο πολλά για τη ζωή της Ντανιέλ Ντελπές θα βρείτε εδώ:
http://www.marieclaire.gr/women/world/article/2679/ntaniel-ntelpes-mia-gynaika-sthn-koyzina-toy-elyze/
__________
[1] http://www.franceinfo.fr/emission/Unknown%20token%20emisaison-type-url/noeud-diffusion-temporaire-pour-le-nid-source-1325597-05-05-2014-11-47
(Les saveurs du Palais)
Σκηνοθέτης: Κριστιάν Βανσάν
Γλώσσα: Γαλλικά, αγγλικά
Ηθοποιοί: Kατρίν Φρο, Αρτιούρ Ντιουπόν, Ζαν Ντ’ Ορμεσόν κ.ά.
Περιγραφή
Ο χαρακτήρας της Ορτάνς Λαμπορί, της μαγείρισσας του Γάλλου Προέδρου, μας εισάγει στο άδυτο της κουζίνας του Μεγάρου των Ηλυσίων Πεδίων κατά την προεδρία του Φρανσουά Μιτεράν, την περίοδο 1988-1990, όταν η πραγματική μαγείρισσα Ντανιέλ Ντελπές, την οποία υποδύεται η Kατρίν Φρο, είχε αναλάβει την οργάνωση και την εκτέλεση των γευμάτων του. Έτσι, βλέπουμε να παρελαύνουν διάφορα πιάτα στην ταινία, με τις «Πορδές καλογριών», παραδοσιακή συνταγή για τύπο μπισκότων ή και σου, σε παραλλαγή του επιδόρπιου, να κερδίζει τις εντυπώσεις. Ο παιχνιδιάρικος, άλλωστε, επίσημος τίτλος «Les saveurs du Palais», όπου η λέξη «palais» λειτουργεί και ως λογοπαίγνιο ανάμεσα στο διοικητικό μέγαρο και στον ουρανίσκο, αφήνει περιθώρια στον αυτοσχεδιασμό.
Η Ορτάνς αιφνιδιάζεται όταν της γίνεται η πρόταση να αναλάβει την κουζίνα του Προέδρου. Από την περιοχή Περιγκόρ, όπου παράγει και καλλιεργεί η ίδια πολλά από όσα υλικά χρησιμοποιεί, βρίσκεται ξαφνικά σε ένα περιβάλλον ανδροκρατούμενο και καθωσπρέπει, ανταγωνιστικό, με γραφειοκράτες και κυβερνητικούς υπαλλήλους, που λειτουργούν με ακρίβεια δευτερολέπτου και σε ρυθμούς ασφυκτικούς, πολύ μακριά από τις έως τότε συνήθειές της στο πλαίσιο της επαρχιακής χαλαρότητας. Παρ’ όλα αυτά, βρίσκει ένα κίνητρο ή μάλλον μία νέα πρόκληση, αφορμή και της αγάπης της για τη μαγειρική, στο να ικανοποιήσει τις γαστριμαργικές επιθυμίες του Προέδρου, ο οποίος επιζητά την επιστροφή στην απλότητα των παιδικών του χρόνων.
«Έχω ανάγκη να ξαναβρώ τις γεύσεις, τις απλές και αυθεντικές [...] Αν μου μαγειρεύετε όπως η γιαγιά μου, θα ήμουν πολύ ευτυχισμένος. Δείξτε μου ό,τι καλύτερο διαθέτει η Γαλλία».
«Θα μπορούσα να σας μιλώ ώρες για τη μαγειρική. Αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να έχω ασχοληθεί με τη μαγειρική παρά με την πολιτική».
Όταν χειροτερεύει η κατάσταση της υγείας του, όμως, πρέπει να αλλάξει η δίαιτά του, και έτσι όσοι δεν είχαν δεχτεί ευχαρίστως την παρουσία της Ορτάνς βρίσκουν την ευκαιρία να της δημιουργήσουν επιπλέον προβλήματα. Ανάμεσα σε άλλα, την αποκαλούν υποτιμητικά κόμισσα ντε Μπαρί, η οποία υπήρξε μία ερωμένη και γι’ αυτό ευνοούμενη του Λουδοβίκου ΙΕ’.
Όταν φεύγει από την υπηρεσία του Προέδρου, τη βρίσκουμε σε μία επιστημονική βάση στην Ανταρκτική. Γυρίζει σελίδα στη ζωή της και μαγειρεύει για όλους τους ερευνητές γκουρμέ εδέσματα. Η ηρωίδα εργάζεται εκεί για μερικά χρόνια, σε μία καλοπληρωμένη θέση, ώστε να μπορέσει να πραγματοποιήσει το όνειρό της: Ήθελε να εγκατασταθεί στη Νέα Ζηλανδία, καλλιεργώντας τρούφες.
Ατάκα που κρατάω:
«Οι αντιξοότητες με κρατούν όρθιο. Κάνουν τη ζωή πικάντικη».
Τον Πρόεδρο Μιτεράν υποδύεται ο Γάλλος διανοούμενος και ακαδημαϊκός Ζαν Ντ’ Ορμεσόν, σε ηλικία 86 ετών, ενώ παραδόξως μεταξύ τους είχε δημιουργηθεί στο παρελθόν μία σχέση δυναμική[1].
Πιο πολλά για τη ζωή της Ντανιέλ Ντελπές θα βρείτε εδώ:
http://www.marieclaire.gr/women/world/article/2679/ntaniel-ntelpes-mia-gynaika-sthn-koyzina-toy-elyze/
__________
[1] http://www.franceinfo.fr/emission/Unknown%20token%20emisaison-type-url/noeud-diffusion-temporaire-pour-le-nid-source-1325597-05-05-2014-11-47
Ματζουράνα (2013)
Σκηνοθέτης: Όλγα Μαλέα
Γλώσσα: Ελληνικά
Ηθοποιοί: Ναταλία Δραγούμη, Σήφης Πολυζωίδης, Μαρία Ρισκάκη, Γιούλικα Σκαφιδά κ.ά.
Περιγραφή
Η Όλγα Μαλέα, η οποία συνήθως καταπιάνεται με κωμωδίες, που πραγματεύονται όμως δύσκολα θέματα, αυτήν τη φορά βουτάει κατευθείαν στο ψυχολογικό δράμα, με θριλερικές αποχρώσεις στην ατμόσφαιρα. Η Άννα είναι ένα χαρισματικό εντεκάχρονο κορίτσι, με ιδιαίτερο ταλέντο στη μαγειρική. Συμμετέχει, με την υποστήριξη της νευρωτικής και απαιτητικής της μητέρας Μαίρης, σε μία τηλεοπτική εκπομπή μαγειρικής, και όλα δείχνουν ότι πληροί τις προϋποθέσεις για να αναδειχθεί νικήτρια. Η πίεση, όμως, ολοένα αυξάνεται και αρχίζουν να συμβαίνουν στην Άννα διάφορα μικροατυχήματα, ενώ η συμπεριφορά της αλλάζει στο όριο της αναποφασιστικότητας και της άρνησης. Τότε έρχεται στο προσκήνιο μία παιδοψυχολόγος από την εκπομπή, η οποία ζητάει από τη μητέρα της Άννας να την παρακολουθήσει, καθώς υποψιάζεται ότι μόνη της προκαλεί τα μικροατυχήματα, σε μία προσπάθεια να εκφράσει κάτι για το οποίο δε βρίσκει τα κατάλληλα λόγια να το μιλήσει. Με τη βοήθειά της πυροδοτούνται ακόμα πιο πολύ οι αντιδράσεις της Άννας και αναπτύσσονται ποικίλες δυναμικές και συγκρούσεις στις σχέσεις των χαρακτήρων.
Η μητέρα πανικοβάλλεται, καθώς νιώθει ότι χάνει τον έλεγχο της Άννας αλλά και του εαυτού της, ο πατέρας προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες, δημιουργείται ένας ανταγωνισμός εκ μέρους της Μαίρης απέναντι στην παιδοψυχολόγο και η Άννα οδηγείται σταδιακά στη λύση, προκειμένου να απελευθερωθεί από τους εφιάλτες της. Δεν ξέρουμε αν αυτό συμβαίνει, γιατί στο τέλος η τάρτα σοκολάτας με μαντζουράνα μένει ανολοκλήρωτη, καθώς η Άννα πάλι επιστρέφει σπίτι, για να βρει το κατάλληλο μυρωδικό. Έτσι κι αλλιώς τα τραύματα δύσκολα ξεπερνιούνται, αλλά, αν δε γίνει η αρχή, δε φτάνει κάποιος ούτε στο σημείο της παλινδρόμησης μέχρι να κατακτήσει έστω την ευελιξία. Ίσως γι’ αυτό στο τέλος μένει η αίσθηση του μετέωρου να πλανάται στον αέρα σε κάτι που περιμένουμε ακόμα να συμβεί. Αν και η ταινία αφήνει αναπάντητα ερωτήματα, ωστόσο, το θέμα της αγγίζει φλέγονται ζητήματα, που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο επανέρχονται στις ταινίες της Όλγας Μαλέα, και εδώ τα θίγει από μία διαφορετική οπτική, που θα μπορούσε να είναι και ενδιαφέρουσα.
Σκηνοθέτης: Όλγα Μαλέα
Γλώσσα: Ελληνικά
Ηθοποιοί: Ναταλία Δραγούμη, Σήφης Πολυζωίδης, Μαρία Ρισκάκη, Γιούλικα Σκαφιδά κ.ά.
Περιγραφή
Η Όλγα Μαλέα, η οποία συνήθως καταπιάνεται με κωμωδίες, που πραγματεύονται όμως δύσκολα θέματα, αυτήν τη φορά βουτάει κατευθείαν στο ψυχολογικό δράμα, με θριλερικές αποχρώσεις στην ατμόσφαιρα. Η Άννα είναι ένα χαρισματικό εντεκάχρονο κορίτσι, με ιδιαίτερο ταλέντο στη μαγειρική. Συμμετέχει, με την υποστήριξη της νευρωτικής και απαιτητικής της μητέρας Μαίρης, σε μία τηλεοπτική εκπομπή μαγειρικής, και όλα δείχνουν ότι πληροί τις προϋποθέσεις για να αναδειχθεί νικήτρια. Η πίεση, όμως, ολοένα αυξάνεται και αρχίζουν να συμβαίνουν στην Άννα διάφορα μικροατυχήματα, ενώ η συμπεριφορά της αλλάζει στο όριο της αναποφασιστικότητας και της άρνησης. Τότε έρχεται στο προσκήνιο μία παιδοψυχολόγος από την εκπομπή, η οποία ζητάει από τη μητέρα της Άννας να την παρακολουθήσει, καθώς υποψιάζεται ότι μόνη της προκαλεί τα μικροατυχήματα, σε μία προσπάθεια να εκφράσει κάτι για το οποίο δε βρίσκει τα κατάλληλα λόγια να το μιλήσει. Με τη βοήθειά της πυροδοτούνται ακόμα πιο πολύ οι αντιδράσεις της Άννας και αναπτύσσονται ποικίλες δυναμικές και συγκρούσεις στις σχέσεις των χαρακτήρων.
Η μητέρα πανικοβάλλεται, καθώς νιώθει ότι χάνει τον έλεγχο της Άννας αλλά και του εαυτού της, ο πατέρας προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες, δημιουργείται ένας ανταγωνισμός εκ μέρους της Μαίρης απέναντι στην παιδοψυχολόγο και η Άννα οδηγείται σταδιακά στη λύση, προκειμένου να απελευθερωθεί από τους εφιάλτες της. Δεν ξέρουμε αν αυτό συμβαίνει, γιατί στο τέλος η τάρτα σοκολάτας με μαντζουράνα μένει ανολοκλήρωτη, καθώς η Άννα πάλι επιστρέφει σπίτι, για να βρει το κατάλληλο μυρωδικό. Έτσι κι αλλιώς τα τραύματα δύσκολα ξεπερνιούνται, αλλά, αν δε γίνει η αρχή, δε φτάνει κάποιος ούτε στο σημείο της παλινδρόμησης μέχρι να κατακτήσει έστω την ευελιξία. Ίσως γι’ αυτό στο τέλος μένει η αίσθηση του μετέωρου να πλανάται στον αέρα σε κάτι που περιμένουμε ακόμα να συμβεί. Αν και η ταινία αφήνει αναπάντητα ερωτήματα, ωστόσο, το θέμα της αγγίζει φλέγονται ζητήματα, που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο επανέρχονται στις ταινίες της Όλγας Μαλέα, και εδώ τα θίγει από μία διαφορετική οπτική, που θα μπορούσε να είναι και ενδιαφέρουσα.
Chef (2014)
Σκηνοθέτης: Τζον Φαβρό
Γλώσσα: Αγγλικά, ισπανικά
Ηθοποιοί: Τζον Φαβρό, Τζον Λεγκουιζάμο, Σκάρλετ Γιόχανσον, Ντάστιν Χόφμαν κ.ά.
Περιγραφή
Ο Καρλ Κάσπερ είναι ένας σεφ που εργάζεται δέκα χρόνια σε ένα ρεστοράν στο Λος Άντζελες και θέλει πολύ να καινοτομήσει, αλλά η δημιουργικότητά του εμποδίζεται και τελικά ευθυγραμμίζεται από τη σταθερότητα στη γραμμή «ασφαλείας» για όσα ήδη ξέρουν οι πελάτες, την οποία επιβάλλει ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου. Έτσι, λίγο η διαφωνία του μαζί του λίγο ένας διάσημος κριτικός που τον κατακεραυνώνει για τα ανέμπνευστα πιάτα του, όταν δεν τόλμησε να παρουσιάσει το νέο μενού, παρακούγοντας το αφεντικό του, έφεραν ως αποτέλεσμα το να χάσει τη δουλειά του. Η τύχη, όμως, χρειάζεται τόλμη αλλά και επιμονή, για να οδηγήσει στο δρόμο της επιτυχίας, και έτσι, με τη βοήθεια της πρώην γυναίκας του, ενός συναδέλφου του και του δεκάχρονου γιου του, αναλαμβάνει στο Μαϊάμι μία καντίνα με κουβανέζικες λιχουδιές. Επιστρέφοντας στην πόλη των αγγέλων, μέσα από ένα ενθουσιώδες ταξίδι και με την απαιτούμενη προώθηση στα μέσα μαζικής δικτύωσης, καθώς ο γιος του τον μυεί στο Twitter, ξαναβρίσκει τη χαμένη του αυτοπεποίθηση. Στο μεταξύ, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να συσφίξει τις σχέσεις του με το γιο του, εφόσον η δουλειά του τον είχε απορροφήσει απόλυτα, αλλά και με την πρώην γυναίκα του.
Η ταινία είναι ένα ταξίδι, έχοντας και κάποια στοιχεία road movie, σε συμπυκνωμένη, όμως, ανάλαφρη εκδοχή. Ο πληθωρικός Τζον Φαβρό, επίσης, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί, με αέρα σεφ, και, ενώ συμμετέχουν πολλοί γνωστοί ηθοποιοί, αναφέρω τον Τζον Λεγκουιζάμο, στο ρόλο του ενθουσιώδη και ένθερμου Μάρτιν, γιατί του έχω αδυναμία. Οι εικόνες αλλάζουν, η μουσική δένει ευχάριστα και ενίοτε ξεσηκώνει και οι γεύσεις συνεπαίρνουν, από το φαγητό δρόμου και τα γκουρμέ πιάτα έως και τα προσεγμένα απλά αλλά πλούσια πρωινά, που ετοιμάζει στο γιο του ο Καρλ. Η ταινία είναι όντως ευχάριστη και μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά στην τόνωση της διάθεσης!
Σκηνή που κρατάω:
Όταν ο γιος του θεώρησε ότι δεν πειράζει να σερβίρουν ένα καμένο σάντουιτς, γιατί ήταν ούτως ή άλλως κερασμένο.
«Αγγίζω τις ζωές των ανθρώπων με ό,τι κάνω. Και το αγαπάω».
Ατάκες που κρατάω:
«Είμαι χαμένος».
«Είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης».
Σκηνοθέτης: Τζον Φαβρό
Γλώσσα: Αγγλικά, ισπανικά
Ηθοποιοί: Τζον Φαβρό, Τζον Λεγκουιζάμο, Σκάρλετ Γιόχανσον, Ντάστιν Χόφμαν κ.ά.
Περιγραφή
Ο Καρλ Κάσπερ είναι ένας σεφ που εργάζεται δέκα χρόνια σε ένα ρεστοράν στο Λος Άντζελες και θέλει πολύ να καινοτομήσει, αλλά η δημιουργικότητά του εμποδίζεται και τελικά ευθυγραμμίζεται από τη σταθερότητα στη γραμμή «ασφαλείας» για όσα ήδη ξέρουν οι πελάτες, την οποία επιβάλλει ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου. Έτσι, λίγο η διαφωνία του μαζί του λίγο ένας διάσημος κριτικός που τον κατακεραυνώνει για τα ανέμπνευστα πιάτα του, όταν δεν τόλμησε να παρουσιάσει το νέο μενού, παρακούγοντας το αφεντικό του, έφεραν ως αποτέλεσμα το να χάσει τη δουλειά του. Η τύχη, όμως, χρειάζεται τόλμη αλλά και επιμονή, για να οδηγήσει στο δρόμο της επιτυχίας, και έτσι, με τη βοήθεια της πρώην γυναίκας του, ενός συναδέλφου του και του δεκάχρονου γιου του, αναλαμβάνει στο Μαϊάμι μία καντίνα με κουβανέζικες λιχουδιές. Επιστρέφοντας στην πόλη των αγγέλων, μέσα από ένα ενθουσιώδες ταξίδι και με την απαιτούμενη προώθηση στα μέσα μαζικής δικτύωσης, καθώς ο γιος του τον μυεί στο Twitter, ξαναβρίσκει τη χαμένη του αυτοπεποίθηση. Στο μεταξύ, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να συσφίξει τις σχέσεις του με το γιο του, εφόσον η δουλειά του τον είχε απορροφήσει απόλυτα, αλλά και με την πρώην γυναίκα του.
Η ταινία είναι ένα ταξίδι, έχοντας και κάποια στοιχεία road movie, σε συμπυκνωμένη, όμως, ανάλαφρη εκδοχή. Ο πληθωρικός Τζον Φαβρό, επίσης, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί, με αέρα σεφ, και, ενώ συμμετέχουν πολλοί γνωστοί ηθοποιοί, αναφέρω τον Τζον Λεγκουιζάμο, στο ρόλο του ενθουσιώδη και ένθερμου Μάρτιν, γιατί του έχω αδυναμία. Οι εικόνες αλλάζουν, η μουσική δένει ευχάριστα και ενίοτε ξεσηκώνει και οι γεύσεις συνεπαίρνουν, από το φαγητό δρόμου και τα γκουρμέ πιάτα έως και τα προσεγμένα απλά αλλά πλούσια πρωινά, που ετοιμάζει στο γιο του ο Καρλ. Η ταινία είναι όντως ευχάριστη και μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά στην τόνωση της διάθεσης!
Σκηνή που κρατάω:
Όταν ο γιος του θεώρησε ότι δεν πειράζει να σερβίρουν ένα καμένο σάντουιτς, γιατί ήταν ούτως ή άλλως κερασμένο.
«Αγγίζω τις ζωές των ανθρώπων με ό,τι κάνω. Και το αγαπάω».
Ατάκες που κρατάω:
«Είμαι χαμένος».
«Είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης».
Βιβλία
Ο Γυμνός Σεφ (1999)
Συγγραφέας: Τζέιμι Όλιβερ (Jamie Oliver)
Εκδόσεις: Ερμείας
Έτος: 2004
Περιγραφή
Αυτό είναι ένα βιβλίο με συνταγές μαγειρικής που αγαπάω πολύ. Και γιατί συνοδεύει αρκετά χρόνια τους γευστικούς πειραματισμούς και τις αναζητήσεις μου, αλλά και γιατί κρύβει όλον αυτό τον ενθουσιασμό του σεφ που προσπαθεί να σε μυήσει στην αγάπη του για τα καλά υλικά και στην απόλαυση της δημιουργίας στην κουζίνα, κλείνοντας μέσα του πιο πολύ σαν αίσθηση την ιδέα της σχέσης με το αντικείμενο του πόθου του, που στα χρόνια εύχεσαι να μη χαθεί, βρίσκοντας τρόπους να ανανεώνεται και να αναπτύσσεται. Αυτός ο ενθουσιασμός φαίνεται και στις μικρές εισαγωγές των κεφαλαίων και των συνταγών του. Κάτι σαν παλιό τετράδιο στο οποίο ανακαλύπτεις ξανά και ξανά προσωπικές πτυχές και σκέψεις όταν υπήρχε ακόμα ο χρόνος καταγραφής τους. Στην αρχή, είναι άλλωστε το πρώτο του βιβλίο, μας μιλάει για το πώς ξεκίνησε η σχέση του με την κουζίνα από την παμπ του πατέρα του, σε ένα χωριό του βόρειου Έσσεξ, και εν καιρώ εξελίχθηκε. Στο βιβλίο, ο αναγνώστης βρίσκει μία προτεινόμενη λίστα για ψώνια, κάποια βασικά υλικά, όπως βότανα –φρέσκα, κατά προτίμηση− και καρυκεύματα, μαζί με τα κλασικά εργαλεία, γουδί και γουδοχέρι, και στη συνέχεια παρατίθενται συνταγές για σούπες, σαλάτες και ντρέσινγκς, ζυμαρικά, ψάρια και θαλασσινά, κρέας, πουλερικά και κυνήγι, λαχανικά, σπαράγγια, όσπρια, ριζότο και κουσκούς, ψωμί, γλυκίσματα, ζωμούς, σάλτσες κ.λπ. Γενικότερα, οι συνταγές του είναι μία πανδαισία χρωμάτων, αρωμάτων και ευφάνταστων ιδεών και όποτε καταπιάστηκα με την εκτέλεση οποιασδήποτε από βιβλία ή από εκπομπές του δεν μπορούσε παρά να πετύχει. Και μου αρέσει γιατί είναι της λογικής τού «φτιάξ’ το μόνος σου», όπως ζύμες, ζωμούς, πάστα κ.λπ., και έτσι στο τέλος έχεις πλήρως την ικανοποίηση ότι κάτι βγήκε εξολοκλήρου από τα χέρια σου και χωρίς ετοιματζίδικες ζαβολιές.
Η επίδραση που δέχτηκε από την ιταλική κουζίνα είναι επίσης γνωστή, καθώς και η σχέση που διατηρεί με τον Ιταλό σεφ Τζενάρο Κοντάλντο (Gennaro Contaldo), το Λονδρέζο «πατέρα» του, όπως γράφει ο ίδιος[1]... Εδώ θα δείτε τους καρπούς αυτού του πάθους, καθώς θα βρείτε συνταγές για σπιτική πάστα σε πολλές παραλλαγές και για σπιτικό ψωμί, μία διάσταση που την οφείλει στον Τζενάρο, ο οποίος έφτιαχνε μόνος του όλα τα ψωμιά στο εστιατόριο όπου εργαζόταν.
«Θεωρώ την παρασκευή του ψωμιού τέχνη, αλλά απαιτεί λίγη επιδεξιότητα για να αποκτήσεις τη συνήθεια, πώς να χειρίζεσαι τη ζύμη και να ζυμώνεις. Αυτό ακούγεται πολύ κλισέ, αλλά είναι η αλήθεια. Την πρώτη φορά που άρχισα να δουλεύω τη ζύμη του Gennaro, αυτή κόλλησε πάνω μου. Βρισκόταν παντού. Ο Gennaro έβαλε τα γέλια και πρότεινε να συμπεριφέρομαι στη ζύμη σαν να ήταν μια γυναίκα – εκλεπτυσμένα και ευγενικά αλλά ταυτόχρονα με δύναμη και σφρίγος. Αυτό ήταν κάτι το οποίο ανέδειξε κατά πολύ τις ικανότητές μου τόσο στην παρασκευή του ψωμιού όσο και στη σεξουαλική μου ζωή! Καταπληκτικό! Αυτή η εμπειρία μού έμεινε και είναι η βάση μου για την παρασκευή των ψωμιών μου. Βασικά, εφόσον θέλετε να παρασκευάσετε καλό ψωμί και απολαμβάνετε αυτό που κάνετε, τότε έχετε ήδη διανύσει τη μισή απόσταση!»[2].
Κάποιες από τις συνταγές, για να σας δελεάσω: Η Μινεστρόνε σούπα μου, Σούπα από ρεβίθια και πράσο, Σούπα από φρέσκιες ντομάτες και γλυκές πιπεριές τσίλι, με λιωμένο βασιλικό και λάδι ελιάς, Σαλάτα από ρίζες λαχανικών, διάφορες πατατοσαλάτες, Σαλάτα με κουκιά, σπαράγγια και φασολάκια με ντρέσινγκ μουστάρδας, Παπαρντέλε με ανάμικτα άγρια μανιτάρια, Ταλιατέλες από παντζάρια με πέστο, μύδια και λευκό κρασί, Ψητή πέστροφα με θυμάρι, Χριστόψαρο ψημένο σε σακούλα με μαριναρισμένα ντοματίνια, μαύρες ελιές και βασιλικό, Χοιρινά παϊδάκια με θυμάρι, λεμόνι και πέστο, Χοιρινό με τραγανή πέτσα, Πικάντικα αρνίσια κότσια σιγοψημένα, Το τέλεια ψητό κοτόπουλό μου, Η τελειότερη πάπια ατμού, ψητή με μέλι και σάλτσα στρειδιών, Βραστό μπέικον με πουρέ μπιζελιών, Κεφτέδες, Κρεμμύδι κόκκινο, ψητό με θυμάρι και βούτυρο, Χούμους, Πουρές μπιζελιών, Ριζότο με φασόλια μπορλότι, παντσέτα και δεντρολίβανο, Πικάντικο κουσκούς, Φοκάτσα, Πίτσες διάφορες, Φρούτα στο φούρνο, Σέμι-Φρέντο, Πουτίγκες, Κραμπλ φρούτων, διάφορες τάρτες, όπως Τάρτα με κρέμα από λεμόνι και λάιμ, Τάρτα σοκολάτας στο φούρνο κ.ά.
Τη μετάφραση έκανε ο Άρης Βράιλας και οι φωτογραφίες είναι των Jean Cazals και David Eustace.
__________
[1] Jamie Oliver, Ευτυχισμένες Μέρες Με Τον Γυμνό Σεφ, Ερμείας, Αθήνα, 2006, Εισαγωγή, σσ. 240.
[2] Jamie Oliver, Ο Γυμνός Σεφ, Ερμείας, Αθήνα, 2004, σσ. 183.
Συγγραφέας: Τζέιμι Όλιβερ (Jamie Oliver)
Εκδόσεις: Ερμείας
Έτος: 2004
Περιγραφή
Αυτό είναι ένα βιβλίο με συνταγές μαγειρικής που αγαπάω πολύ. Και γιατί συνοδεύει αρκετά χρόνια τους γευστικούς πειραματισμούς και τις αναζητήσεις μου, αλλά και γιατί κρύβει όλον αυτό τον ενθουσιασμό του σεφ που προσπαθεί να σε μυήσει στην αγάπη του για τα καλά υλικά και στην απόλαυση της δημιουργίας στην κουζίνα, κλείνοντας μέσα του πιο πολύ σαν αίσθηση την ιδέα της σχέσης με το αντικείμενο του πόθου του, που στα χρόνια εύχεσαι να μη χαθεί, βρίσκοντας τρόπους να ανανεώνεται και να αναπτύσσεται. Αυτός ο ενθουσιασμός φαίνεται και στις μικρές εισαγωγές των κεφαλαίων και των συνταγών του. Κάτι σαν παλιό τετράδιο στο οποίο ανακαλύπτεις ξανά και ξανά προσωπικές πτυχές και σκέψεις όταν υπήρχε ακόμα ο χρόνος καταγραφής τους. Στην αρχή, είναι άλλωστε το πρώτο του βιβλίο, μας μιλάει για το πώς ξεκίνησε η σχέση του με την κουζίνα από την παμπ του πατέρα του, σε ένα χωριό του βόρειου Έσσεξ, και εν καιρώ εξελίχθηκε. Στο βιβλίο, ο αναγνώστης βρίσκει μία προτεινόμενη λίστα για ψώνια, κάποια βασικά υλικά, όπως βότανα –φρέσκα, κατά προτίμηση− και καρυκεύματα, μαζί με τα κλασικά εργαλεία, γουδί και γουδοχέρι, και στη συνέχεια παρατίθενται συνταγές για σούπες, σαλάτες και ντρέσινγκς, ζυμαρικά, ψάρια και θαλασσινά, κρέας, πουλερικά και κυνήγι, λαχανικά, σπαράγγια, όσπρια, ριζότο και κουσκούς, ψωμί, γλυκίσματα, ζωμούς, σάλτσες κ.λπ. Γενικότερα, οι συνταγές του είναι μία πανδαισία χρωμάτων, αρωμάτων και ευφάνταστων ιδεών και όποτε καταπιάστηκα με την εκτέλεση οποιασδήποτε από βιβλία ή από εκπομπές του δεν μπορούσε παρά να πετύχει. Και μου αρέσει γιατί είναι της λογικής τού «φτιάξ’ το μόνος σου», όπως ζύμες, ζωμούς, πάστα κ.λπ., και έτσι στο τέλος έχεις πλήρως την ικανοποίηση ότι κάτι βγήκε εξολοκλήρου από τα χέρια σου και χωρίς ετοιματζίδικες ζαβολιές.
Η επίδραση που δέχτηκε από την ιταλική κουζίνα είναι επίσης γνωστή, καθώς και η σχέση που διατηρεί με τον Ιταλό σεφ Τζενάρο Κοντάλντο (Gennaro Contaldo), το Λονδρέζο «πατέρα» του, όπως γράφει ο ίδιος[1]... Εδώ θα δείτε τους καρπούς αυτού του πάθους, καθώς θα βρείτε συνταγές για σπιτική πάστα σε πολλές παραλλαγές και για σπιτικό ψωμί, μία διάσταση που την οφείλει στον Τζενάρο, ο οποίος έφτιαχνε μόνος του όλα τα ψωμιά στο εστιατόριο όπου εργαζόταν.
«Θεωρώ την παρασκευή του ψωμιού τέχνη, αλλά απαιτεί λίγη επιδεξιότητα για να αποκτήσεις τη συνήθεια, πώς να χειρίζεσαι τη ζύμη και να ζυμώνεις. Αυτό ακούγεται πολύ κλισέ, αλλά είναι η αλήθεια. Την πρώτη φορά που άρχισα να δουλεύω τη ζύμη του Gennaro, αυτή κόλλησε πάνω μου. Βρισκόταν παντού. Ο Gennaro έβαλε τα γέλια και πρότεινε να συμπεριφέρομαι στη ζύμη σαν να ήταν μια γυναίκα – εκλεπτυσμένα και ευγενικά αλλά ταυτόχρονα με δύναμη και σφρίγος. Αυτό ήταν κάτι το οποίο ανέδειξε κατά πολύ τις ικανότητές μου τόσο στην παρασκευή του ψωμιού όσο και στη σεξουαλική μου ζωή! Καταπληκτικό! Αυτή η εμπειρία μού έμεινε και είναι η βάση μου για την παρασκευή των ψωμιών μου. Βασικά, εφόσον θέλετε να παρασκευάσετε καλό ψωμί και απολαμβάνετε αυτό που κάνετε, τότε έχετε ήδη διανύσει τη μισή απόσταση!»[2].
Κάποιες από τις συνταγές, για να σας δελεάσω: Η Μινεστρόνε σούπα μου, Σούπα από ρεβίθια και πράσο, Σούπα από φρέσκιες ντομάτες και γλυκές πιπεριές τσίλι, με λιωμένο βασιλικό και λάδι ελιάς, Σαλάτα από ρίζες λαχανικών, διάφορες πατατοσαλάτες, Σαλάτα με κουκιά, σπαράγγια και φασολάκια με ντρέσινγκ μουστάρδας, Παπαρντέλε με ανάμικτα άγρια μανιτάρια, Ταλιατέλες από παντζάρια με πέστο, μύδια και λευκό κρασί, Ψητή πέστροφα με θυμάρι, Χριστόψαρο ψημένο σε σακούλα με μαριναρισμένα ντοματίνια, μαύρες ελιές και βασιλικό, Χοιρινά παϊδάκια με θυμάρι, λεμόνι και πέστο, Χοιρινό με τραγανή πέτσα, Πικάντικα αρνίσια κότσια σιγοψημένα, Το τέλεια ψητό κοτόπουλό μου, Η τελειότερη πάπια ατμού, ψητή με μέλι και σάλτσα στρειδιών, Βραστό μπέικον με πουρέ μπιζελιών, Κεφτέδες, Κρεμμύδι κόκκινο, ψητό με θυμάρι και βούτυρο, Χούμους, Πουρές μπιζελιών, Ριζότο με φασόλια μπορλότι, παντσέτα και δεντρολίβανο, Πικάντικο κουσκούς, Φοκάτσα, Πίτσες διάφορες, Φρούτα στο φούρνο, Σέμι-Φρέντο, Πουτίγκες, Κραμπλ φρούτων, διάφορες τάρτες, όπως Τάρτα με κρέμα από λεμόνι και λάιμ, Τάρτα σοκολάτας στο φούρνο κ.ά.
Τη μετάφραση έκανε ο Άρης Βράιλας και οι φωτογραφίες είναι των Jean Cazals και David Eustace.
__________
[1] Jamie Oliver, Ευτυχισμένες Μέρες Με Τον Γυμνό Σεφ, Ερμείας, Αθήνα, 2006, Εισαγωγή, σσ. 240.
[2] Jamie Oliver, Ο Γυμνός Σεφ, Ερμείας, Αθήνα, 2004, σσ. 183.
Ευτυχισμένες Μέρες Με Τον Γυμνό Σεφ (2001)
Συγγραφέας: Τζέιμι Όλιβερ (Jamie Oliver)
Εκδόσεις: Ερμείας
Έτος: 2006
Περιγραφή
Αυτό είναι το τρίτο βιβλίο του Τζέιμι Όλιβερ, στο οποίο τον βρίσκουμε ακόμα πιο παθιασμένο με τη μαγειρική:
«Ο περσινός χρόνος ήταν γεμάτος δράση, αλλά ο φετινός είναι εξωπραγματικός! Να ’μαι εδώ, στην Κορνουάλη, να γράφω αυτή την Εισαγωγή, ενώ οι φωτογράφοι –χωμένοι μέσα στους θάμνους− να με τραβάνε συνέχεια φωτογραφίες. Προτού σας περάσει από το μυαλό, σας λέω πως ακόμα δεν έχω αρχίσει να κουράζομαι από τη μαγειρική. Ίσα ίσα που νομίζω ότι είμαι ακόμα πιο παθιασμένος μαζί της! Έχει αρχίσει πλέον να γίνεται βδομαδιάτικη συνήθεια το να ξυπνάω, αφού πρώτα με έχει σκουντήξει η κυρά μου, και να μου λέει πως μουρμούριζα στον ύπνο μου για κάποια γλυκά κόκκινα κρεμμύδια και αγρούς γεμάτους βότανα – εγώ δε θυμάμαι τίποτα, αλλά είναι κάτι που δε θα με εξέπληττε. Αυτό, όμως, δεν την εμπόδισε να με παντρευτεί –ναι, τώρα πια είμαστε ο κύριος και η κυρία Όλιβερ− και νομίζω πως ακόμα της αρέσω!»[1].
Όσοι αγαπάτε το καλό φαγητό, τη δημιουργικότητα μέσα στην κουζίνα και απολαμβάνετε τις γεύσεις με όλες σας τις αισθήσεις βουτώντας μέσα τους ανενδοίαστα και ανεπιτήδευτα σε αυτό το βιβλίο θα βρείτε: Τα φαγητά της μαμάκας, Γρήγορες λιχουδιές, Παιδική λέσχη, Περισσότερες απλές σαλάτες, Ντρέσινγκς, Ζυμαρικά, Ψάρια, Ένα ωραίο κομμάτι κρέας, Πολλά πολλά λαχανικά, Το θαυμαστό κόσμο του ψωμιού, Γλυκά, Ποτά και Τελικά... Είστε ό,τι τρώτε!
Μία ιδέα από τις συνταγές για τους επίδοξους βουτηχτάδες: Η παλιά, καλή μοσχαρίσια μπριζόλα και η πίτα με μπίρα Guinness, Τσίλι κον κάρνε, Η αγαπημένη μου σάλτσα κάρυ, Στήθος κοτόπουλου ψημένο στο αλουμινόχαρτο, με μανιτάρια, βούτυρο, λευκό κρασί και θυμάρι, Μοσχάρι φιλέτο με pak choy, σάλτσα σόγιας και τζίντζερ, Μπακαλιάρος στο φούρνο, με αβοκάντο, γαρίδες, κρέμα και τυρί, Μπακαλιάρος ψητός με ντοματίνια, βασιλικό και μοτσαρέλα, Η ευκολότερη και πιο σεξουαλική σαλάτα στον κόσμο, Σπαγκέτι με σαλάμι, μάραθο και ντομάτες, Κλασική καρμπονάρα με πένες, Στρείδια με κρεμμύδια και ξύδι από κόκκινο κρασί, Γαρίδες με τσίλι, μαϊντανό, τζίντζερ και σκόρδο πάνω σε φρυγανιά, Απολαυστική γλώσσα ψητή, με σπανάκι, ελιές και ντομάτες, Εκπληκτικό αγγελόψαρο ψητό, Ψητά μπαρμπούνια γεμιστά με ψίχουλα, ντομάτες λιαστές, ελιές, κουκουνάρια και μαντζουράνα, Πάπια αργοψημένη με φασκόμηλο, τζίντζερ και σπιτική σάλτσα από ραβέντι, Χοιρινό ψητό της κατσαρόλας σε λευκό κρασί, με σκόρδο, μάραθο και δεντρολίβανο, Κοτόπουλο σε ζύμη, Ψημένες πιπεριές με ντοματίνια, βασιλικό και μαντζουράνα, Μάραθος ψημένος με ντοματίνια, ελιές, σκόρδο και λάδι ελιάς, Το καλτσόνε Grande Cappela Rossa του Gennaro, Ψωμί με μπανάνα και μέλι, Καρυδόψωμο, Ψωμί με προζύμι, Σικελιάνικο μπισκότο Κανόλι, Τραγανό ζαχαρωτό από σουσάμι (παστέλι), Ο βασιλιάς της πουτίγκας, Ωραία πηχτή πουτίγκα λεμονιού, Πανεύκολη τζιτζιμπίρα, Τα Χριστούγεννα στο ποτήρι (μανταρινάδα με αλκοόλ), Lassi από μάνγκο, Μαργαρίτα, κ.ά.
Και η περιπέτεια συνεχίζεται...
Τη μετάφραση έκανε ο Άρης Βράιλας, την επιμέλεια μετάφρασης η Ευφροσύνη Σταυρούλη και οι φωτογραφίες είναι του David Loftus.
__________
[1] Jamie Oliver, Ευτυχισμένες Μέρες Με Τον Γυμνό Σεφ, ό.π., Εισαγωγή.
Συγγραφέας: Τζέιμι Όλιβερ (Jamie Oliver)
Εκδόσεις: Ερμείας
Έτος: 2006
Περιγραφή
Αυτό είναι το τρίτο βιβλίο του Τζέιμι Όλιβερ, στο οποίο τον βρίσκουμε ακόμα πιο παθιασμένο με τη μαγειρική:
«Ο περσινός χρόνος ήταν γεμάτος δράση, αλλά ο φετινός είναι εξωπραγματικός! Να ’μαι εδώ, στην Κορνουάλη, να γράφω αυτή την Εισαγωγή, ενώ οι φωτογράφοι –χωμένοι μέσα στους θάμνους− να με τραβάνε συνέχεια φωτογραφίες. Προτού σας περάσει από το μυαλό, σας λέω πως ακόμα δεν έχω αρχίσει να κουράζομαι από τη μαγειρική. Ίσα ίσα που νομίζω ότι είμαι ακόμα πιο παθιασμένος μαζί της! Έχει αρχίσει πλέον να γίνεται βδομαδιάτικη συνήθεια το να ξυπνάω, αφού πρώτα με έχει σκουντήξει η κυρά μου, και να μου λέει πως μουρμούριζα στον ύπνο μου για κάποια γλυκά κόκκινα κρεμμύδια και αγρούς γεμάτους βότανα – εγώ δε θυμάμαι τίποτα, αλλά είναι κάτι που δε θα με εξέπληττε. Αυτό, όμως, δεν την εμπόδισε να με παντρευτεί –ναι, τώρα πια είμαστε ο κύριος και η κυρία Όλιβερ− και νομίζω πως ακόμα της αρέσω!»[1].
Όσοι αγαπάτε το καλό φαγητό, τη δημιουργικότητα μέσα στην κουζίνα και απολαμβάνετε τις γεύσεις με όλες σας τις αισθήσεις βουτώντας μέσα τους ανενδοίαστα και ανεπιτήδευτα σε αυτό το βιβλίο θα βρείτε: Τα φαγητά της μαμάκας, Γρήγορες λιχουδιές, Παιδική λέσχη, Περισσότερες απλές σαλάτες, Ντρέσινγκς, Ζυμαρικά, Ψάρια, Ένα ωραίο κομμάτι κρέας, Πολλά πολλά λαχανικά, Το θαυμαστό κόσμο του ψωμιού, Γλυκά, Ποτά και Τελικά... Είστε ό,τι τρώτε!
Μία ιδέα από τις συνταγές για τους επίδοξους βουτηχτάδες: Η παλιά, καλή μοσχαρίσια μπριζόλα και η πίτα με μπίρα Guinness, Τσίλι κον κάρνε, Η αγαπημένη μου σάλτσα κάρυ, Στήθος κοτόπουλου ψημένο στο αλουμινόχαρτο, με μανιτάρια, βούτυρο, λευκό κρασί και θυμάρι, Μοσχάρι φιλέτο με pak choy, σάλτσα σόγιας και τζίντζερ, Μπακαλιάρος στο φούρνο, με αβοκάντο, γαρίδες, κρέμα και τυρί, Μπακαλιάρος ψητός με ντοματίνια, βασιλικό και μοτσαρέλα, Η ευκολότερη και πιο σεξουαλική σαλάτα στον κόσμο, Σπαγκέτι με σαλάμι, μάραθο και ντομάτες, Κλασική καρμπονάρα με πένες, Στρείδια με κρεμμύδια και ξύδι από κόκκινο κρασί, Γαρίδες με τσίλι, μαϊντανό, τζίντζερ και σκόρδο πάνω σε φρυγανιά, Απολαυστική γλώσσα ψητή, με σπανάκι, ελιές και ντομάτες, Εκπληκτικό αγγελόψαρο ψητό, Ψητά μπαρμπούνια γεμιστά με ψίχουλα, ντομάτες λιαστές, ελιές, κουκουνάρια και μαντζουράνα, Πάπια αργοψημένη με φασκόμηλο, τζίντζερ και σπιτική σάλτσα από ραβέντι, Χοιρινό ψητό της κατσαρόλας σε λευκό κρασί, με σκόρδο, μάραθο και δεντρολίβανο, Κοτόπουλο σε ζύμη, Ψημένες πιπεριές με ντοματίνια, βασιλικό και μαντζουράνα, Μάραθος ψημένος με ντοματίνια, ελιές, σκόρδο και λάδι ελιάς, Το καλτσόνε Grande Cappela Rossa του Gennaro, Ψωμί με μπανάνα και μέλι, Καρυδόψωμο, Ψωμί με προζύμι, Σικελιάνικο μπισκότο Κανόλι, Τραγανό ζαχαρωτό από σουσάμι (παστέλι), Ο βασιλιάς της πουτίγκας, Ωραία πηχτή πουτίγκα λεμονιού, Πανεύκολη τζιτζιμπίρα, Τα Χριστούγεννα στο ποτήρι (μανταρινάδα με αλκοόλ), Lassi από μάνγκο, Μαργαρίτα, κ.ά.
Και η περιπέτεια συνεχίζεται...
Τη μετάφραση έκανε ο Άρης Βράιλας, την επιμέλεια μετάφρασης η Ευφροσύνη Σταυρούλη και οι φωτογραφίες είναι του David Loftus.
__________
[1] Jamie Oliver, Ευτυχισμένες Μέρες Με Τον Γυμνό Σεφ, ό.π., Εισαγωγή.
Ωφέλιμη μαγειρική με βότανα και φρούτα (2001)
Συγγραφέας: Μυρσίνη Λαμπράκη
Εκδόσεις: Mirsini’s Edition
Έτος: 2006
Περιγραφή
Αυτό είναι ένα βιβλίο για τους λάτρεις των βοτάνων και φυτών κάθε είδους, από ό,τι συνήθως ονομάζουμε μυριστικά έως και τα βρώσιμα λουλούδια, των άγριων χόρτων επίσης και των φρούτων. Ο επιθετικός προσδιορισμός «ωφέλιμη» δε βρίσκει τυχαία τη θέση του δίπλα στο ουσιαστικό μαγειρική, καθώς ό,τι υλικό παρατίθεται στις σελίδες συνοδεύουν η ιστορία, οι ιδιότητες, η καλλιέργεια, ο τρόπος αποθήκευσης, μαγειρέματος, παρασκευής ροφημάτων κ.λπ. Το πρώτο μισό είναι πλούσιο σε ανάλογες πληροφορίες, ενώ στο δεύτερο μισό βρίσκει ο αναγνώστης και σχετικές συνταγές. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν χρήσιμοι πίνακες που συνοψίζουν τα χαρακτηριστικά, τη χρήση και τη διατροφική αξία των βασικών χόρτων, βοτάνων και φρούτων.
Μία ματιά θα ρίξουμε στις σελίδες του, για να πάρετε μία ιδέα:
«Βασιλικός – Ο βασιλιάς τω μυριστικών: “Toulsi” αποκαλείται στη γενέτειρά του την Ινδία, όπου το φυτό είναι αφιερωμένο στην ομώνυμη νύμφη η οποία μεταμορφώθηκε, όπως η Δάφνη, σε ένα μικρό θάμνο, προκειμένου να γλιτώσει από τον έρωτα κάποιου θεού της Ανατολής. Στην Ινδία ακόμα και σήμερα είναι ιερό φυτό του “Βινσού”, θεού των Ινδουιστών και των Κρίσνα.
»Από εκεί αυτό το πολύτιμο φυτό ταξίδεψε πολύ νωρίς, 4000 χρόνια πριν, μέχρι την Αφρική, την Αίγυπτο, την Αρχαία Ελλάδα και τέλος την Ευρώπη.
»Οι ιθαγενείς της Δυτικής Αφρικής τον χρησιμοποιούσαν ως εξαιρετικό αντιπυρετικό φάρμακο, οι Αιγύπτιοι τον χρησιμοποίησαν μαζί με το μύρο και το λιβάνι ως πρώτη ύλη στο βαλσάμωμα των νεκρών Φαραώ.
»Για τους Ρωμαίους υπήρξε το έμβλημα των ερωτευμένων παρόλο που, αν κρίνουμε από τη συνταγή που μας άφησε ο Απίκιος “Μπιζέλια με σαλάτα βασιλικού”, αποδεικνύει ότι τον χρησιμοποιούσαν και στη μαγειρική. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και σήμερα, τόσο στην Ιταλία όσο και στην Κρήτη, το φυτό θεωρείται σύμβολο της αγάπης και οι νεαρές κοπέλες συνήθιζαν να προσφέρουν στους αγαπημένους τους κλωνάρια βασιλικού.
»Όσο για την Ορθοδοξία ο βασιλικός θεωρείται ιερό φυτό μια και φύτρωσε εκεί όπου η Αγία Ελένη ανακάλυψε τον Τίμιο Σταυρό[1]. [...]
»Να φας τσουκνίδα για να προστατευθείς από όλες τις ασθένειες του έτους (Ησίοδος): Έπρεπε να περάσουν 14 ολόκληροι αιώνες για να αποδειχτεί ότι καμία υπερβολή δεν έκρυβαν τα λόγια του Ησίοδου, μια και αυτό το μικρό φυτό, που πολλές φορές χαρακτηρίζεται και ως ζιζάνιο, έχει θαυμάσιες θρεπτικές και θεραπευτικές ιδιότητες. [...]
»Είναι ένα από τα πολυτιμότερα φυτά που μας χαρίζει το “Φαρμακείο της φύσης”. Άριστο αιμοστατικό (κατάπλασμα), διεγερτικό της κυκλοφορίας του αίματος, αντιδιαβητικό, προληπτικό κατά του σκορβούτου, διότι είναι πλούσιο σε βιταμίνες Α και C και μέταλλα, μεταξύ αυτών ο σίδηρος, το κάλιο και το μαγγάνιο. Καταπλάσματα τσουκνίδας μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περιπτώσεις εκζεμάτων αλλά και για ρινορραγίες.
»Τα τελευταία χρόνια έρευνες πάνω στα συστατικά της τσουκνίδας έδειξαν ότι η αφθονία της Καροτίνης Β θωρακίζει τον οργανισμό και προλαμβάνει την ανάπτυξη των “ελευθέρων ριζών”. Φτιάξτε ένα αποτοξινωτικό ρόφημα με αποξηραμένα φύλλα τσουκνίδας, λεμονόχορτου (λουίζα) και πράσινου τσαγιού[2]. [...]
»Ραδίκι – Ο νόστιμος φίλος του συκωτιού: Τα ραδίκια και η ιδιαίτερα πικρή γεύση τους ήταν πολύ γνωστά ήδη από την Αρχαιότητα ενώ οι Αιγύπτιοι είχαν επιδοθεί συστηματικά στην καλλιέργειά τους. Οι Έλληνες θεωρούσαν το πικρό ραδίκι ωφέλιμη και υγιεινή τροφή. Ο Διοσκουρίδης αναφέρεται στις διουρητικές ιδιότητες του χυμού τους και ο Γαληνός το αποκαλεί “φίλο για το συκώτι”.
»Ο Αγάπιος Μοναχός, ο Κρης, στο σύγγραμμά του “Τροφές ωφέλιμες για το λαό”, γράφει ότι το πικρό ραδίκι με τα γαλάζια άνθη είναι το καλύτερο. Πρέπει να διαλέγει δε κάποιος τα τρυφερά φύλλα και τις ρίζες και να τα τρώει, γιατί καθαρίζουν το συκώτι[3]. [...]
»Ρόδι – Το μεσογειακό φρούτο των θεών: Ο καρπός του είναι σύμβολο γονιμότητας και ευημερίας. Τα μικροσκοπικά διάφανα και λαμπερά σπόρια του, σύμβολο ζωής και ελπίδας, κάνουν την εμφάνισή τους κάθε φθινόπωρο, όπου σύμφωνα με το αρχαίο ημερολόγιο άρχιζε ο χειμώνας[4]. [...]
»Κίτρα – Κατά των δηλητηριάσεων: Σύμφωνα με τους αρχαίους και τους Ρωμαίους γιατρούς, αν κάποιος κατανάλωνε φλούδα και ζωμό από κίτρα πριν από ένα γεύμα, ήταν προφυλαγμένος από κάθε είδους δηλητήριο»[5].
Οι φωτογραφίες είναι των Douwe Hoogstins, Παναγιώτη Μπελτζηνίτη και Μυρσίνης Λαμπράκη.
_________
[1] Μυρσίνη Λαμπράκη, Ωφέλιμη μαγειρική με βότανα και φρούτα, Mirsini’s Edition, Ηράκλειο Κρήτης, 2006, σσ. 46.
[2] Μυρσίνη Λαμπράκη, Ωφέλιμη μαγειρική με βότανα και φρούτα, ό.π., σσ. 50-51.
[3] Μυρσίνη Λαμπράκη, Ωφέλιμη μαγειρική με βότανα και φρούτα, ό.π., σσ.74.
[4] Μυρσίνη Λαμπράκη, Ωφέλιμη μαγειρική με βότανα και φρούτα, ό.π., σσ.82.
[5] Μυρσίνη Λαμπράκη, Ωφέλιμη μαγειρική με βότανα και φρούτα, ό.π., σσ.86.
Συγγραφέας: Μυρσίνη Λαμπράκη
Εκδόσεις: Mirsini’s Edition
Έτος: 2006
Περιγραφή
Αυτό είναι ένα βιβλίο για τους λάτρεις των βοτάνων και φυτών κάθε είδους, από ό,τι συνήθως ονομάζουμε μυριστικά έως και τα βρώσιμα λουλούδια, των άγριων χόρτων επίσης και των φρούτων. Ο επιθετικός προσδιορισμός «ωφέλιμη» δε βρίσκει τυχαία τη θέση του δίπλα στο ουσιαστικό μαγειρική, καθώς ό,τι υλικό παρατίθεται στις σελίδες συνοδεύουν η ιστορία, οι ιδιότητες, η καλλιέργεια, ο τρόπος αποθήκευσης, μαγειρέματος, παρασκευής ροφημάτων κ.λπ. Το πρώτο μισό είναι πλούσιο σε ανάλογες πληροφορίες, ενώ στο δεύτερο μισό βρίσκει ο αναγνώστης και σχετικές συνταγές. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν χρήσιμοι πίνακες που συνοψίζουν τα χαρακτηριστικά, τη χρήση και τη διατροφική αξία των βασικών χόρτων, βοτάνων και φρούτων.
Μία ματιά θα ρίξουμε στις σελίδες του, για να πάρετε μία ιδέα:
«Βασιλικός – Ο βασιλιάς τω μυριστικών: “Toulsi” αποκαλείται στη γενέτειρά του την Ινδία, όπου το φυτό είναι αφιερωμένο στην ομώνυμη νύμφη η οποία μεταμορφώθηκε, όπως η Δάφνη, σε ένα μικρό θάμνο, προκειμένου να γλιτώσει από τον έρωτα κάποιου θεού της Ανατολής. Στην Ινδία ακόμα και σήμερα είναι ιερό φυτό του “Βινσού”, θεού των Ινδουιστών και των Κρίσνα.
»Από εκεί αυτό το πολύτιμο φυτό ταξίδεψε πολύ νωρίς, 4000 χρόνια πριν, μέχρι την Αφρική, την Αίγυπτο, την Αρχαία Ελλάδα και τέλος την Ευρώπη.
»Οι ιθαγενείς της Δυτικής Αφρικής τον χρησιμοποιούσαν ως εξαιρετικό αντιπυρετικό φάρμακο, οι Αιγύπτιοι τον χρησιμοποίησαν μαζί με το μύρο και το λιβάνι ως πρώτη ύλη στο βαλσάμωμα των νεκρών Φαραώ.
»Για τους Ρωμαίους υπήρξε το έμβλημα των ερωτευμένων παρόλο που, αν κρίνουμε από τη συνταγή που μας άφησε ο Απίκιος “Μπιζέλια με σαλάτα βασιλικού”, αποδεικνύει ότι τον χρησιμοποιούσαν και στη μαγειρική. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και σήμερα, τόσο στην Ιταλία όσο και στην Κρήτη, το φυτό θεωρείται σύμβολο της αγάπης και οι νεαρές κοπέλες συνήθιζαν να προσφέρουν στους αγαπημένους τους κλωνάρια βασιλικού.
»Όσο για την Ορθοδοξία ο βασιλικός θεωρείται ιερό φυτό μια και φύτρωσε εκεί όπου η Αγία Ελένη ανακάλυψε τον Τίμιο Σταυρό[1]. [...]
»Να φας τσουκνίδα για να προστατευθείς από όλες τις ασθένειες του έτους (Ησίοδος): Έπρεπε να περάσουν 14 ολόκληροι αιώνες για να αποδειχτεί ότι καμία υπερβολή δεν έκρυβαν τα λόγια του Ησίοδου, μια και αυτό το μικρό φυτό, που πολλές φορές χαρακτηρίζεται και ως ζιζάνιο, έχει θαυμάσιες θρεπτικές και θεραπευτικές ιδιότητες. [...]
»Είναι ένα από τα πολυτιμότερα φυτά που μας χαρίζει το “Φαρμακείο της φύσης”. Άριστο αιμοστατικό (κατάπλασμα), διεγερτικό της κυκλοφορίας του αίματος, αντιδιαβητικό, προληπτικό κατά του σκορβούτου, διότι είναι πλούσιο σε βιταμίνες Α και C και μέταλλα, μεταξύ αυτών ο σίδηρος, το κάλιο και το μαγγάνιο. Καταπλάσματα τσουκνίδας μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περιπτώσεις εκζεμάτων αλλά και για ρινορραγίες.
»Τα τελευταία χρόνια έρευνες πάνω στα συστατικά της τσουκνίδας έδειξαν ότι η αφθονία της Καροτίνης Β θωρακίζει τον οργανισμό και προλαμβάνει την ανάπτυξη των “ελευθέρων ριζών”. Φτιάξτε ένα αποτοξινωτικό ρόφημα με αποξηραμένα φύλλα τσουκνίδας, λεμονόχορτου (λουίζα) και πράσινου τσαγιού[2]. [...]
»Ραδίκι – Ο νόστιμος φίλος του συκωτιού: Τα ραδίκια και η ιδιαίτερα πικρή γεύση τους ήταν πολύ γνωστά ήδη από την Αρχαιότητα ενώ οι Αιγύπτιοι είχαν επιδοθεί συστηματικά στην καλλιέργειά τους. Οι Έλληνες θεωρούσαν το πικρό ραδίκι ωφέλιμη και υγιεινή τροφή. Ο Διοσκουρίδης αναφέρεται στις διουρητικές ιδιότητες του χυμού τους και ο Γαληνός το αποκαλεί “φίλο για το συκώτι”.
»Ο Αγάπιος Μοναχός, ο Κρης, στο σύγγραμμά του “Τροφές ωφέλιμες για το λαό”, γράφει ότι το πικρό ραδίκι με τα γαλάζια άνθη είναι το καλύτερο. Πρέπει να διαλέγει δε κάποιος τα τρυφερά φύλλα και τις ρίζες και να τα τρώει, γιατί καθαρίζουν το συκώτι[3]. [...]
»Ρόδι – Το μεσογειακό φρούτο των θεών: Ο καρπός του είναι σύμβολο γονιμότητας και ευημερίας. Τα μικροσκοπικά διάφανα και λαμπερά σπόρια του, σύμβολο ζωής και ελπίδας, κάνουν την εμφάνισή τους κάθε φθινόπωρο, όπου σύμφωνα με το αρχαίο ημερολόγιο άρχιζε ο χειμώνας[4]. [...]
»Κίτρα – Κατά των δηλητηριάσεων: Σύμφωνα με τους αρχαίους και τους Ρωμαίους γιατρούς, αν κάποιος κατανάλωνε φλούδα και ζωμό από κίτρα πριν από ένα γεύμα, ήταν προφυλαγμένος από κάθε είδους δηλητήριο»[5].
Οι φωτογραφίες είναι των Douwe Hoogstins, Παναγιώτη Μπελτζηνίτη και Μυρσίνης Λαμπράκη.
_________
[1] Μυρσίνη Λαμπράκη, Ωφέλιμη μαγειρική με βότανα και φρούτα, Mirsini’s Edition, Ηράκλειο Κρήτης, 2006, σσ. 46.
[2] Μυρσίνη Λαμπράκη, Ωφέλιμη μαγειρική με βότανα και φρούτα, ό.π., σσ. 50-51.
[3] Μυρσίνη Λαμπράκη, Ωφέλιμη μαγειρική με βότανα και φρούτα, ό.π., σσ.74.
[4] Μυρσίνη Λαμπράκη, Ωφέλιμη μαγειρική με βότανα και φρούτα, ό.π., σσ.82.
[5] Μυρσίνη Λαμπράκη, Ωφέλιμη μαγειρική με βότανα και φρούτα, ό.π., σσ.86.
Γλωσσάριο Μαγειρικής (2002)
Συγγραφέας: Αλέξανδρος Γιώτης
Εκδόσεις: Le Monde/Les Livres Du Tourisme
Έτος: 2008
Περιγραφή
Στο βιβλίο αυτό, που είναι κάτι σαν μικρό λεξικό μαγειρικής, γίνεται μία προσπάθεια διευκρίνισης κάποιων όρων, από το Α έως το Ω, που συνήθως χρησιμοποιούνται στην κουζίνα, και απευθύνεται κυρίως σε επαγγελματίες μάγειρες. Έτσι, βρίσκουμε λήμματα με υλικά, τεχνικές, συνταγές, ακόμα και Αρχαίους Έλληνες, όπως τον Ησίοδο, που έκανε πολλές αναφορές στη διατροφή, ή το Θεόφραστο, τον πατέρα της βοτανολογίας κ.λπ. Δεν είμαι σίγουρη για το αν κυκλοφορεί ευρέως πλέον στο εμπόριο, αλλά, αν το εντοπίσετε κάπου, σίγουρα θα σας φανεί χρήσιμο.
Πιο συγκεκριμένα, στην «Εισαγωγή» διαβάζουμε:
«Το Γλωσσάριο Μαγειρικής [...] Είχε σαν γενεσιουργό αιτία την ασυνεννοησία που επικρατεί στις κουζίνες και τις απορίες που προκαλούν τα βιβλία μαγειρικής λόγω των τεχνικών όρων, συχνά ξενικών. Είναι ένα βοήθημα για τον επαγγελματία μάγειρα, τον υπεύθυνο εστιατορίου, το μαιτρ, το μαθητευόμενο, τον πεφωτισμένο γαστρονόμο και όποιον αγαπά τη μαγειρική και δε θέλει να μένει με τις απορίες σχετικά με το τι σημαίνουν τα “σωτέ-μπλανσί-πικέ-γκαρνί” και άλλα “ρεντουί”. Η ελληνική γλώσσα είναι πλούσια και μόνο άγνοια ή πνευματική οκνηρία μάς οδηγούν στην αυτούσια μεταφορά ξενικών λέξεων στο επαγγελματικό λεξιλόγιο, συχνά χωρίς να κατανοούμε τι ακριβώς λέμε. Εάν εξαιρέσουμε τις λέξεις που δε μεταφράζονται (π.χ., αβοκάντο [αβογάδο] σημαίνει δικηγόρος στα ισπανικά, αλλά το φρούτο αυτό επικράτησε να ονομάζεται έτσι διεθνώς) ή που έχουν ελληνοποιηθεί (γρατινάρω), στο παρόν εγχειρίδιο γίνεται μία γενικότερη προσπάθεια απόδοσης των όρων, καθώς και προτάσεις μετάφρασης.
»Εξηγούνται τεχνικές, δίδονται παραδείγματα, σύντομες ιστορικές αναφορές, όταν είναι αναγκαίο, περιγραφές πρώτων υλών με επιστημονικές αναφορές και, όταν χρειάζεται, δίδονται και συνταγές.
»Βεβαίως, δεν πρόκειται για βιβλίο μαγειρικής, αλλά για εγχειρίδιο επεξήγησης»[1].
__________
[1] Αλέξανδρος Γιώτης, Γλωσσάριο Μαγειρικής, Le Monde/Les Livres Du Tourisme, Αθήνα, 2008, σσ. 5.
Συγγραφέας: Αλέξανδρος Γιώτης
Εκδόσεις: Le Monde/Les Livres Du Tourisme
Έτος: 2008
Περιγραφή
Στο βιβλίο αυτό, που είναι κάτι σαν μικρό λεξικό μαγειρικής, γίνεται μία προσπάθεια διευκρίνισης κάποιων όρων, από το Α έως το Ω, που συνήθως χρησιμοποιούνται στην κουζίνα, και απευθύνεται κυρίως σε επαγγελματίες μάγειρες. Έτσι, βρίσκουμε λήμματα με υλικά, τεχνικές, συνταγές, ακόμα και Αρχαίους Έλληνες, όπως τον Ησίοδο, που έκανε πολλές αναφορές στη διατροφή, ή το Θεόφραστο, τον πατέρα της βοτανολογίας κ.λπ. Δεν είμαι σίγουρη για το αν κυκλοφορεί ευρέως πλέον στο εμπόριο, αλλά, αν το εντοπίσετε κάπου, σίγουρα θα σας φανεί χρήσιμο.
Πιο συγκεκριμένα, στην «Εισαγωγή» διαβάζουμε:
«Το Γλωσσάριο Μαγειρικής [...] Είχε σαν γενεσιουργό αιτία την ασυνεννοησία που επικρατεί στις κουζίνες και τις απορίες που προκαλούν τα βιβλία μαγειρικής λόγω των τεχνικών όρων, συχνά ξενικών. Είναι ένα βοήθημα για τον επαγγελματία μάγειρα, τον υπεύθυνο εστιατορίου, το μαιτρ, το μαθητευόμενο, τον πεφωτισμένο γαστρονόμο και όποιον αγαπά τη μαγειρική και δε θέλει να μένει με τις απορίες σχετικά με το τι σημαίνουν τα “σωτέ-μπλανσί-πικέ-γκαρνί” και άλλα “ρεντουί”. Η ελληνική γλώσσα είναι πλούσια και μόνο άγνοια ή πνευματική οκνηρία μάς οδηγούν στην αυτούσια μεταφορά ξενικών λέξεων στο επαγγελματικό λεξιλόγιο, συχνά χωρίς να κατανοούμε τι ακριβώς λέμε. Εάν εξαιρέσουμε τις λέξεις που δε μεταφράζονται (π.χ., αβοκάντο [αβογάδο] σημαίνει δικηγόρος στα ισπανικά, αλλά το φρούτο αυτό επικράτησε να ονομάζεται έτσι διεθνώς) ή που έχουν ελληνοποιηθεί (γρατινάρω), στο παρόν εγχειρίδιο γίνεται μία γενικότερη προσπάθεια απόδοσης των όρων, καθώς και προτάσεις μετάφρασης.
»Εξηγούνται τεχνικές, δίδονται παραδείγματα, σύντομες ιστορικές αναφορές, όταν είναι αναγκαίο, περιγραφές πρώτων υλών με επιστημονικές αναφορές και, όταν χρειάζεται, δίδονται και συνταγές.
»Βεβαίως, δεν πρόκειται για βιβλίο μαγειρικής, αλλά για εγχειρίδιο επεξήγησης»[1].
__________
[1] Αλέξανδρος Γιώτης, Γλωσσάριο Μαγειρικής, Le Monde/Les Livres Du Tourisme, Αθήνα, 2008, σσ. 5.
Κριτική του γευστικού λόγου (2006)
Συγγραφέας: Επίκουρος
Εκδόσεις: Κέδρος
Έτος: 2006
Περιγραφή
Ο δημοσιογράφος γεύσης και κριτικός εστιατορίων Αλβέρτος Αρούχ, και πιο γνωστός ως Επίκουρος, άφησε μία παρακαταθήκη βιβλίων που σχετίζονται με τη γαστρονομία. Είχαμε αναφερθεί και πάλι στην Κριτική του γευστικού λόγου αφορμή της ταινίας «Vatel» (2000), στο 6o τεύχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2013. Σε αυτό το βιβλίο, εκτός από αναφορές στους όρους, που προκύπτουν στη διάρκεια της αφήγησης, προς διευκρίνιση και αποφυγή παρεξηγήσεων, άλλοτε με χιούμορ και αδιόρατο αυτοσαρκασμό άλλοτε φιλοσοφημένα, πάντα όμως με πολλά επίπεδα ανάγνωσης στη γευσιγνωστική του περιδιάβαση, ο συγγραφέας μάς ανοίγει μία ρωγμή στη γευστική συνείδηση και στον κόσμο της γαστρονομίας από την οπτική ενός τεχνοκριτικού της γεύσης. Αφορμή γίνεται οτιδήποτε διεγείρει τη σκέψη και τους γευστικούς κάλυκες της γλώσσας ή της μνήμης, από ιστορικά στοιχεία, πρόσωπα, γεγονότα κ.λπ., μέσα από μία ποικιλία παραθεμάτων, διαλόγων με ειδικούς της γεύσης και μη, εστιατορίων, βιβλίων, σεφ, παραδειγμάτων έως και στιγμιότυπων της καθημερινότητας του συγγραφέα. Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα, βρήκα μέσα προβληματισμούς και σκέψεις ήδη από χρόνια συγκεντρωμένα εδώ, που αργότερα σε παραλλαγές και διάσπαρτα σταχυολογούνται και από διάφορες ταινίες σχετικές με τη γεύση. Συμπτωματικό αυτό, εννοώ ότι το βιβλίο δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε ειδικούς, αλλά και σε όποιον ενδιαφέρεται για τη γεύση, η οποία γίνεται ένα ταξίδι, ακόμα και ένας κώδικας αντίληψης του κόσμου.
Μία ιδέα από το βιβλίο:
«Η μαγειρική είναι εκατό τοις εκατό επιστήμη και εκατό τοις εκατό τέχνη. [...] Στη μαγειρική ως τέχνη και επιστήμη θα προσέθετα ακόμα μία διάσταση: τη μεταφυσική. Η μαγειρική αποτελείται από τρία μέρη: ένα μέρος χημεία ακρίβεια, ένα μέρος μεταφυσική αλχημεία και ένα μέρος καλλιτεχνική έκφραση[1]. [...]
»[...] θέλοντας να δικαιολογήσω το επάγγελμά μου ως τεχνοκριτικού και όχι ως λαίμαργου ηδονιστή, της είπα: “Καταρχάς, κυρία μου, δεν είναι όλα τα φαγητά προς απόλαυση. Η γαστριμαργική ηδονή δεν είναι ο μοναδικός σκοπός της έντεχνης γαστρονομίας. Το φαγητό έχει πολλά επίπεδα. Δε μας αρκεί μόνο το φαγητό ως επιβίωση, δεν τρώμε μόνο για να επιβιώσουμε. Ούτε τρώμε μόνο για να απολαύσουμε. Τρώμε και για να προβληματιστούμε, για να νιώσουμε εμπειρίες οι οποίες υπερβαίνουν το σώμα και τις υλικές ηδονές και οι οποίες μετουσιώνονται σε αισθητική και άρα πνευματική ανάταση[2]. [...]
»Η γεύση (taste) έχει να κάνει με αυτό που αντιλαμβάνονται οι γευστικοί αισθητήρες στη γλώσσα όταν έρχονται σε επαφή με το φαγητό. Η νοστιμιά (flavour) είναι μια σύνθετη εμπειρία, η οποία συμπεριλαμβάνει τις πέντε γεύσεις και όλη την προσωπικότητα αυτού που τρώει. Όταν γευόμαστε ένα φαγητό, αυτό που συμβαίνει στο στόμα μας είναι αφενός η αίσθηση των πέντε γεύσεων και αφετέρου η θερμοκρασία, η υφή, το άρωμα και, πιο σημαντικά ίσως, η προσωπική ιστορία μας, η ψυχολογία μας, οι αναμνήσεις και οι προσδοκίες που έχουμε σχετικά με το φαγητό, η κουλτούρα, η εθνικότητα, το πού γεννηθήκαμε, πού ζούμε, σε ποια κοινωνική τάξη ανήκουμε, η μόρφωση και η καλλιέργειά μας.
»Αυτό που κάνει τη γαστρονομία σύνθετη δεν είναι τόσο η φυσιολογία της γεύσης, δηλαδή η βιοχημεία του φαγητού και το νευροφυσιολογικό υπόβαθρο της γεύσης, όσο η σύνθεση της γευστικής εμπειρίας, δηλαδή η αντίληψη της νοστιμιάς[3]. [...]
»Υπάρχει μία μεγάλη παρεξήγηση σχετικά με την υψηλή γαστρονομία. Συνήθως το καλό φαγητό ταυτίζεται με την πολυτέλεια. Αν και η παρεξήγηση αυτή συμβαίνει και σε άλλες χώρες, στην Ελλάδα, λόγω του νεότευκτου νεοπλουτισμού, έχει αποκτήσει κοινωνικές προεκτάσεις, οι οποίες ταυτίζουν πλέον τη γαστρονομία με την πόζα και το σνομπισμό, όλα μαζί πακεταρισμένα σ’ αυτό που χαρακτηρίζουμε lifestyle. Το φαγητό δηλαδή ως στιλ· όχι ως απόλαυση ή ως τέχνη, ή ακόμα και ως βιολογική ανάγκη, αλλά σαν ρούχο που φοριέται για να επιδεικνύεται [...] ένα είδος σόου, μία πασαρέλα όπου αντί μοντέλων παρελαύνουν τρούφες, φιλέτα, σαμπάνιες, malt whisky, πούρα, χαβιάρι, σολομοί και Kobe beef. Η γαστρονομία έχει πολύ έντονο snob appeal.
»Αυτό βέβαια δεν είναι καινούριο, εφόσον σε κάθε εποχή το φαγητό διαχώριζε τους πληβείους από τους πατρικίους [...] Το φαγητό ήταν και συνεχίζει να είναι πολύπλοκα συνυφασμένο με την κοινωνία, διαμορφώνοντας θρησκευτικές, εθνοτικές και ταξικές ταυτότητες. Αυτό που είναι καινούριο είναι ότι στη σύγχρονη (μεταμοντέρνα) εποχή, όπου τα κοινωνικά όρια έχουν γίνει ρευστά και οι ταυτότητες λιώνουν η μία μέσα στην άλλη στο παγκοσμιοποιημένο φιούζον, όπου η ρητορεία αποδομείται και απομυθοποιείται και όπου πλέον, από ό,τι φαίνεται, η μόνη σταθερή ιδεολογική παράμετρος είναι η τέχνη, ξεχνάμε ότι η γαστρονομία καθίσταται υψηλή όχι λόγω της πολυτέλειας που τη διακρίνει αλλά λόγω της αισθητικής της φόρμας.
»Αυτό που θέλω να πω είναι πολύ απλό: η γαστρονομία είναι υψηλή όταν η αισθητική των οργανοληπτικών (γευστικών/αρωματικών) στοιχείων που χαρακτηρίζει ένα φαγητό συμμορφώνεται με το παράδειγμα (υπόδειγμα) αισθητικής που κυριαρχεί σε μία χρονική στιγμή. [...]
»Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά, η αισθητική φόρμα του φαγητού, όχι αν ένα φαγητό περιέχει πολυτελή στοιχεία ή όχι. Με το να πασπαλίζεται ένα φαγητό με τρούφα δε μεταμορφώνεται αυτόματα σε υψηλή γαστρονομία. Ιδιαίτερα στη χώρα μας, τα πολυτελή υλικά, όπως η τρούφα, ο αστακός στα μακαρόνια, τα φιλέτα και ο καπνιστός σολομός, χρησιμοποιούνται σαν μια ρητορεία η οποία θέλει να πείσει (και να ξεγελάσει) πως, όταν προστίθενται σε ένα φαγητό, αυτό μεταμορφώνεται σε υψηλή γαστρονομία, για την οποία αξίζει να πληρώσει κανείς αδρά, άσχετα αν από αισθητική άποψη τα φαγητά αυτά είναι για τα μπάζα. Οπότε, αν κάποιος εντρυφεί σε αυτού του είδους τη δημαγωγική ρητορεία της γαστρονομικής πολυτέλειας, πιθανόν να θεωρήσει ότι τα ταπεινά λαχανικά που χρησιμοποιεί ο Αλέν Πασάρ στο τριάστερο εστιατόριό του στο Παρίσι δεν αποτελούν υψηλή γαστρονομία. [...]
»Όπως και κάποιοι θεωρούν ότι το ουζερί του Αδαλάκη[4] στη Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να συγκαταλεγεί στα μεγάλα εστιατόρια της χώρας μας επειδή είναι ένα ουζερί. Μα δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό, τη στιγμή που τα περισσότερα πιάτα που προσφέρει το ουζερί του Αδαλάκη διακρίνονται από όλα αυτά τα αισθητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την υψηλή γαστρονομία. Τα αυγά σουπιάς του Αδαλάκη, για παράδειγμα, είναι πρότυπο κομψότητας, φρεσκάδας, γευστικής συμπύκνωσης και διακριτικότητας γεύσεων και υπόδειγμα εκτέλεσης[5]».
__________
[1] Επίκουρος, Κριτική του γευστικού λόγου, Κέδρος, Αθήνα, 2006, σσ. 69-70.
[2] Επίκουρος, Κριτική του γευστικού λόγου, ό.π., σσ. 90.
[3] Επίκουρος, Κριτική του γευστικού λόγου, ό.π., σσ. 140-141.
[4] Το ουζερί του συγκεκριμένου εστιάτορα, που άλλαξε στο χρόνο τοποθεσίες και ονομασίες, υπάρχει περίπτωση να μην είναι πλέον σε λειτουργία. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2006, αλλά αναφέρουμε εδώ την παράγραφο, γιατί ολοκληρώνει το επιχείρημα που ξεκινάει από την προηγούμενη παράγραφο.
[5] Επίκουρος, Κριτική του γευστικού λόγου, ό.π., σσ. 119-121.
Συγγραφέας: Επίκουρος
Εκδόσεις: Κέδρος
Έτος: 2006
Περιγραφή
Ο δημοσιογράφος γεύσης και κριτικός εστιατορίων Αλβέρτος Αρούχ, και πιο γνωστός ως Επίκουρος, άφησε μία παρακαταθήκη βιβλίων που σχετίζονται με τη γαστρονομία. Είχαμε αναφερθεί και πάλι στην Κριτική του γευστικού λόγου αφορμή της ταινίας «Vatel» (2000), στο 6o τεύχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2013. Σε αυτό το βιβλίο, εκτός από αναφορές στους όρους, που προκύπτουν στη διάρκεια της αφήγησης, προς διευκρίνιση και αποφυγή παρεξηγήσεων, άλλοτε με χιούμορ και αδιόρατο αυτοσαρκασμό άλλοτε φιλοσοφημένα, πάντα όμως με πολλά επίπεδα ανάγνωσης στη γευσιγνωστική του περιδιάβαση, ο συγγραφέας μάς ανοίγει μία ρωγμή στη γευστική συνείδηση και στον κόσμο της γαστρονομίας από την οπτική ενός τεχνοκριτικού της γεύσης. Αφορμή γίνεται οτιδήποτε διεγείρει τη σκέψη και τους γευστικούς κάλυκες της γλώσσας ή της μνήμης, από ιστορικά στοιχεία, πρόσωπα, γεγονότα κ.λπ., μέσα από μία ποικιλία παραθεμάτων, διαλόγων με ειδικούς της γεύσης και μη, εστιατορίων, βιβλίων, σεφ, παραδειγμάτων έως και στιγμιότυπων της καθημερινότητας του συγγραφέα. Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα, βρήκα μέσα προβληματισμούς και σκέψεις ήδη από χρόνια συγκεντρωμένα εδώ, που αργότερα σε παραλλαγές και διάσπαρτα σταχυολογούνται και από διάφορες ταινίες σχετικές με τη γεύση. Συμπτωματικό αυτό, εννοώ ότι το βιβλίο δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε ειδικούς, αλλά και σε όποιον ενδιαφέρεται για τη γεύση, η οποία γίνεται ένα ταξίδι, ακόμα και ένας κώδικας αντίληψης του κόσμου.
Μία ιδέα από το βιβλίο:
«Η μαγειρική είναι εκατό τοις εκατό επιστήμη και εκατό τοις εκατό τέχνη. [...] Στη μαγειρική ως τέχνη και επιστήμη θα προσέθετα ακόμα μία διάσταση: τη μεταφυσική. Η μαγειρική αποτελείται από τρία μέρη: ένα μέρος χημεία ακρίβεια, ένα μέρος μεταφυσική αλχημεία και ένα μέρος καλλιτεχνική έκφραση[1]. [...]
»[...] θέλοντας να δικαιολογήσω το επάγγελμά μου ως τεχνοκριτικού και όχι ως λαίμαργου ηδονιστή, της είπα: “Καταρχάς, κυρία μου, δεν είναι όλα τα φαγητά προς απόλαυση. Η γαστριμαργική ηδονή δεν είναι ο μοναδικός σκοπός της έντεχνης γαστρονομίας. Το φαγητό έχει πολλά επίπεδα. Δε μας αρκεί μόνο το φαγητό ως επιβίωση, δεν τρώμε μόνο για να επιβιώσουμε. Ούτε τρώμε μόνο για να απολαύσουμε. Τρώμε και για να προβληματιστούμε, για να νιώσουμε εμπειρίες οι οποίες υπερβαίνουν το σώμα και τις υλικές ηδονές και οι οποίες μετουσιώνονται σε αισθητική και άρα πνευματική ανάταση[2]. [...]
»Η γεύση (taste) έχει να κάνει με αυτό που αντιλαμβάνονται οι γευστικοί αισθητήρες στη γλώσσα όταν έρχονται σε επαφή με το φαγητό. Η νοστιμιά (flavour) είναι μια σύνθετη εμπειρία, η οποία συμπεριλαμβάνει τις πέντε γεύσεις και όλη την προσωπικότητα αυτού που τρώει. Όταν γευόμαστε ένα φαγητό, αυτό που συμβαίνει στο στόμα μας είναι αφενός η αίσθηση των πέντε γεύσεων και αφετέρου η θερμοκρασία, η υφή, το άρωμα και, πιο σημαντικά ίσως, η προσωπική ιστορία μας, η ψυχολογία μας, οι αναμνήσεις και οι προσδοκίες που έχουμε σχετικά με το φαγητό, η κουλτούρα, η εθνικότητα, το πού γεννηθήκαμε, πού ζούμε, σε ποια κοινωνική τάξη ανήκουμε, η μόρφωση και η καλλιέργειά μας.
»Αυτό που κάνει τη γαστρονομία σύνθετη δεν είναι τόσο η φυσιολογία της γεύσης, δηλαδή η βιοχημεία του φαγητού και το νευροφυσιολογικό υπόβαθρο της γεύσης, όσο η σύνθεση της γευστικής εμπειρίας, δηλαδή η αντίληψη της νοστιμιάς[3]. [...]
»Υπάρχει μία μεγάλη παρεξήγηση σχετικά με την υψηλή γαστρονομία. Συνήθως το καλό φαγητό ταυτίζεται με την πολυτέλεια. Αν και η παρεξήγηση αυτή συμβαίνει και σε άλλες χώρες, στην Ελλάδα, λόγω του νεότευκτου νεοπλουτισμού, έχει αποκτήσει κοινωνικές προεκτάσεις, οι οποίες ταυτίζουν πλέον τη γαστρονομία με την πόζα και το σνομπισμό, όλα μαζί πακεταρισμένα σ’ αυτό που χαρακτηρίζουμε lifestyle. Το φαγητό δηλαδή ως στιλ· όχι ως απόλαυση ή ως τέχνη, ή ακόμα και ως βιολογική ανάγκη, αλλά σαν ρούχο που φοριέται για να επιδεικνύεται [...] ένα είδος σόου, μία πασαρέλα όπου αντί μοντέλων παρελαύνουν τρούφες, φιλέτα, σαμπάνιες, malt whisky, πούρα, χαβιάρι, σολομοί και Kobe beef. Η γαστρονομία έχει πολύ έντονο snob appeal.
»Αυτό βέβαια δεν είναι καινούριο, εφόσον σε κάθε εποχή το φαγητό διαχώριζε τους πληβείους από τους πατρικίους [...] Το φαγητό ήταν και συνεχίζει να είναι πολύπλοκα συνυφασμένο με την κοινωνία, διαμορφώνοντας θρησκευτικές, εθνοτικές και ταξικές ταυτότητες. Αυτό που είναι καινούριο είναι ότι στη σύγχρονη (μεταμοντέρνα) εποχή, όπου τα κοινωνικά όρια έχουν γίνει ρευστά και οι ταυτότητες λιώνουν η μία μέσα στην άλλη στο παγκοσμιοποιημένο φιούζον, όπου η ρητορεία αποδομείται και απομυθοποιείται και όπου πλέον, από ό,τι φαίνεται, η μόνη σταθερή ιδεολογική παράμετρος είναι η τέχνη, ξεχνάμε ότι η γαστρονομία καθίσταται υψηλή όχι λόγω της πολυτέλειας που τη διακρίνει αλλά λόγω της αισθητικής της φόρμας.
»Αυτό που θέλω να πω είναι πολύ απλό: η γαστρονομία είναι υψηλή όταν η αισθητική των οργανοληπτικών (γευστικών/αρωματικών) στοιχείων που χαρακτηρίζει ένα φαγητό συμμορφώνεται με το παράδειγμα (υπόδειγμα) αισθητικής που κυριαρχεί σε μία χρονική στιγμή. [...]
»Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά, η αισθητική φόρμα του φαγητού, όχι αν ένα φαγητό περιέχει πολυτελή στοιχεία ή όχι. Με το να πασπαλίζεται ένα φαγητό με τρούφα δε μεταμορφώνεται αυτόματα σε υψηλή γαστρονομία. Ιδιαίτερα στη χώρα μας, τα πολυτελή υλικά, όπως η τρούφα, ο αστακός στα μακαρόνια, τα φιλέτα και ο καπνιστός σολομός, χρησιμοποιούνται σαν μια ρητορεία η οποία θέλει να πείσει (και να ξεγελάσει) πως, όταν προστίθενται σε ένα φαγητό, αυτό μεταμορφώνεται σε υψηλή γαστρονομία, για την οποία αξίζει να πληρώσει κανείς αδρά, άσχετα αν από αισθητική άποψη τα φαγητά αυτά είναι για τα μπάζα. Οπότε, αν κάποιος εντρυφεί σε αυτού του είδους τη δημαγωγική ρητορεία της γαστρονομικής πολυτέλειας, πιθανόν να θεωρήσει ότι τα ταπεινά λαχανικά που χρησιμοποιεί ο Αλέν Πασάρ στο τριάστερο εστιατόριό του στο Παρίσι δεν αποτελούν υψηλή γαστρονομία. [...]
»Όπως και κάποιοι θεωρούν ότι το ουζερί του Αδαλάκη[4] στη Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να συγκαταλεγεί στα μεγάλα εστιατόρια της χώρας μας επειδή είναι ένα ουζερί. Μα δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό, τη στιγμή που τα περισσότερα πιάτα που προσφέρει το ουζερί του Αδαλάκη διακρίνονται από όλα αυτά τα αισθητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την υψηλή γαστρονομία. Τα αυγά σουπιάς του Αδαλάκη, για παράδειγμα, είναι πρότυπο κομψότητας, φρεσκάδας, γευστικής συμπύκνωσης και διακριτικότητας γεύσεων και υπόδειγμα εκτέλεσης[5]».
__________
[1] Επίκουρος, Κριτική του γευστικού λόγου, Κέδρος, Αθήνα, 2006, σσ. 69-70.
[2] Επίκουρος, Κριτική του γευστικού λόγου, ό.π., σσ. 90.
[3] Επίκουρος, Κριτική του γευστικού λόγου, ό.π., σσ. 140-141.
[4] Το ουζερί του συγκεκριμένου εστιάτορα, που άλλαξε στο χρόνο τοποθεσίες και ονομασίες, υπάρχει περίπτωση να μην είναι πλέον σε λειτουργία. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2006, αλλά αναφέρουμε εδώ την παράγραφο, γιατί ολοκληρώνει το επιχείρημα που ξεκινάει από την προηγούμενη παράγραφο.
[5] Επίκουρος, Κριτική του γευστικού λόγου, ό.π., σσ. 119-121.
Σαλάτες (2009)
Συγγραφέας: Μυρσίνη Λαμπράκη
Εκδόσεις: Η Καθημερινή
Έτος: 2009
Περιγραφή
Η σαλάτα θα ήταν καλό να βρίσκεται καθημερινά στο διαιτολόγιό μας, συνοδεύοντας το κυρίως γεύμα ή και αποτελώντας το, με το σωστό συνδυασμό υλικών, για να έχουμε το κατάλληλο αποτέλεσμα, γευστικό και θρεπτικό. Επιλέγω να σας σερβίρω διάφορες σαλάτες στο τελευταίο μέρος του θέματος «Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας!», που χωρίστηκε σε 7 ενότητες και μας κράτησε συντροφιά πάνω από ένα χρόνο, από το 4ο τεύχος Ιουνίου-Ιουλίου της «Τρελής piñata» 2013. Τώρα που έφτασε η ώρα να προχωρήσουμε παρακάτω μία σαλάτα είναι ό,τι πρέπει, για να «καθαρίσουμε το στόμα» και να γίνει όμορφα η μετάβαση με προορισμό νέα ταξίδια.
Το συγκεκριμένο βιβλίο προτείνει σαλάτες με το συνδυασμό απλών υλικών, λίγο ή πολύ γνωστές. Μπορείτε να εμπλουτίσετε τις ιδέες σας ή να προσδιορίσετε τις ήδη υπάρχουσες στο μυαλό σας, στις οποίες μένει να διαφωτίσετε το μονοπάτι εξόδου. Έτσι, θα βρείτε σαλάτες με χόρτα και λαχανικά, με πατάτες, με όσπρια, με δημητριακά και ζυμαρικά, με ψάρια και θαλασσινά, με κρέας και πουλερικά. Κάποιες από τις συνταγές, για να σας ανοίξει η όρεξη: Σαλάτα με ντοματίνια, ψωμί, βασιλικό και μοτσαρέλα, Μαριναρισμένη σαλάτα μανιταριών, Σαλάτα με κολοκυθάκια, σπαράγγια και μοτσαρέλα, Σαλάτα ζεστή με χόρτα, Πράσινη σαλάτα με ξινομυζήθρα και ρόδι, Σαλάτα με βαλεριάνα, γιαούρτι και σκόρδο, Βραστή σαλάτα με σπανάκι, λάπαθα και ζοχιά, Σαλάτα με αρακά, ζαμπόν και φέτα, Μελιτζανοσαλάτα με γιαούρτι και κουκουνάρι, Μαϊντανοσαλάτα με κρίθινο παξιμάδι και μοσχολέμονο, Πατατοσαλάτα με κρύο μοσχάρι και κάπαρη, Σαλάτα με μυρώνια και φασόλια, Δροσερή σαλάτα με φακές και μυρωδικά, Σαλάτα με σπαγκέτι, κουνουπίδι και δεντρολίβανο, Πλιγουροσαλάτα με φινόκιο και σάλτσα πορτοκαλιού, Σαλάτα με καπνιστό σολομό και παντζάρια, Ντομάτες γεμιστές με κουσκουσάκι και καπνιστή πέστροφα, Γαρίδες με φινόκιο και πράσινο μήλο, Σαλάτα με βραστό μοσχάρι και βινεγκρέτ κάπαρης, Πράσινη σαλάτα με κοτόπουλο και τρία εσπεριδοειδή.
Και bon appétit!
Οι φωτογραφίες έγιναν από το Studio «ID.US» Π. Αδριανόπουλου.
Συγγραφέας: Μυρσίνη Λαμπράκη
Εκδόσεις: Η Καθημερινή
Έτος: 2009
Περιγραφή
Η σαλάτα θα ήταν καλό να βρίσκεται καθημερινά στο διαιτολόγιό μας, συνοδεύοντας το κυρίως γεύμα ή και αποτελώντας το, με το σωστό συνδυασμό υλικών, για να έχουμε το κατάλληλο αποτέλεσμα, γευστικό και θρεπτικό. Επιλέγω να σας σερβίρω διάφορες σαλάτες στο τελευταίο μέρος του θέματος «Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας!», που χωρίστηκε σε 7 ενότητες και μας κράτησε συντροφιά πάνω από ένα χρόνο, από το 4ο τεύχος Ιουνίου-Ιουλίου της «Τρελής piñata» 2013. Τώρα που έφτασε η ώρα να προχωρήσουμε παρακάτω μία σαλάτα είναι ό,τι πρέπει, για να «καθαρίσουμε το στόμα» και να γίνει όμορφα η μετάβαση με προορισμό νέα ταξίδια.
Το συγκεκριμένο βιβλίο προτείνει σαλάτες με το συνδυασμό απλών υλικών, λίγο ή πολύ γνωστές. Μπορείτε να εμπλουτίσετε τις ιδέες σας ή να προσδιορίσετε τις ήδη υπάρχουσες στο μυαλό σας, στις οποίες μένει να διαφωτίσετε το μονοπάτι εξόδου. Έτσι, θα βρείτε σαλάτες με χόρτα και λαχανικά, με πατάτες, με όσπρια, με δημητριακά και ζυμαρικά, με ψάρια και θαλασσινά, με κρέας και πουλερικά. Κάποιες από τις συνταγές, για να σας ανοίξει η όρεξη: Σαλάτα με ντοματίνια, ψωμί, βασιλικό και μοτσαρέλα, Μαριναρισμένη σαλάτα μανιταριών, Σαλάτα με κολοκυθάκια, σπαράγγια και μοτσαρέλα, Σαλάτα ζεστή με χόρτα, Πράσινη σαλάτα με ξινομυζήθρα και ρόδι, Σαλάτα με βαλεριάνα, γιαούρτι και σκόρδο, Βραστή σαλάτα με σπανάκι, λάπαθα και ζοχιά, Σαλάτα με αρακά, ζαμπόν και φέτα, Μελιτζανοσαλάτα με γιαούρτι και κουκουνάρι, Μαϊντανοσαλάτα με κρίθινο παξιμάδι και μοσχολέμονο, Πατατοσαλάτα με κρύο μοσχάρι και κάπαρη, Σαλάτα με μυρώνια και φασόλια, Δροσερή σαλάτα με φακές και μυρωδικά, Σαλάτα με σπαγκέτι, κουνουπίδι και δεντρολίβανο, Πλιγουροσαλάτα με φινόκιο και σάλτσα πορτοκαλιού, Σαλάτα με καπνιστό σολομό και παντζάρια, Ντομάτες γεμιστές με κουσκουσάκι και καπνιστή πέστροφα, Γαρίδες με φινόκιο και πράσινο μήλο, Σαλάτα με βραστό μοσχάρι και βινεγκρέτ κάπαρης, Πράσινη σαλάτα με κοτόπουλο και τρία εσπεριδοειδή.
Και bon appétit!
Οι φωτογραφίες έγιναν από το Studio «ID.US» Π. Αδριανόπουλου.
Διατροφική νοημοσύνη (2009)
Συγγραφέας: Ευάγγελος Ζουμπανέας
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Έτος: 2013
Περιγραφή
Ο Ευάγγελος Ζουμπανέας είναι διαιτολόγος-διατροφολόγος και εξειδικεύεται στην αντιμετώπιση, διατροφικά και ψυχολογικά, ποικίλων διατροφικών διαταραχών. Σε αυτό το βιβλίο καταπιάνεται με τη βουλιμία, την πολυφαγία και την παχυσαρκία, όπως φιλτράρονται και επηρεάζονται από τη συναισθηματική νοημοσύνη, με στόχο να αναπτύξει το άτομο μία διατροφική νοημοσύνη, ακολουθώντας τις πραγματικές ανάγκες του σώματός του και μαθαίνοντας τελικά να το αγαπάει. Το βιβλίο παρέχει πληροφορίες όχι μόνο για τον προσδιορισμό των ασθενειών αλλά και για τον τρόπο που λειτουργούν η ψυχολογία και ο εγκέφαλος καθορίζοντας τις συμπεριφορές των ατόμων. Αναφέρεται επίσης στη διατροφική αξία των τροφών και σε άλλα σχετικά θέματα, μέσα από παραδείγματα συνεδριών και ερευνών, υποδείγματα διαιτολογίων, σχήματα, διαγράμματα κ.ά. Είναι ένα χρήσιμο εγχειρίδιο, που απλά, κατανοητά και επικοινωνιακά βοηθάει τον αναγνώστη στην κατανόηση υπαρκτών καταστάσεων, οι οποίες μπορεί να ταλανίζουν τον ίδιο ή τους γύρω του.
Ματιές από το βιβλίο:
«Συναισθηματική νοημοσύνη: [...] πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν πολύ χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη, δηλαδή δεν έχουν υπομονή, δεν περιμένουν και ο εγκέφαλος μαθαίνει να δρα πάρα πολύ γρήγορα με σκοπό να καλύψει τις ανάγκες σε ένα πρωτογενές επίπεδο και με έναν πρωτόγονο τρόπο, σαν άμυνα απέναντι στους κινδύνους μιας επιβίωσης στη ζούγκλα. Στους ανθρώπους που συναισθηματικά είναι πιο προηγμένοι και έχουν την ικανότητα να περιμένουν, ο εγκέφαλος ταυτόχρονα φτιάχνει πιο πολλές δικτυώσεις −διασυνδέσεις− νέους νευρώνες και εκείνη τη στιγμή εμβαθύνει και επεξεργάζεται το τι συμβαίνει, το γιατί συμβαίνει, το γιατί πρέπει να αντιδράσει με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Έτσι, αυτό καλλιεργείται και επέρχεται η ωριμότητα και έτσι αυξάνεται και το συναισθηματικό IQ. Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα κληθεί να αντιμετωπίσει μία παρόμοια κατάσταση είναι περισσότερο ενδυναμωμένος, θα έχει δημιουργήσει περισσότερες αντιστάσεις και κάθε φορά που θα ελέγχει έστω και από λίγο τις παρορμητικές αντιδράσεις του θα αισθάνεται όλο και πιο ενδυναμωμένος απέναντι στις διάφορες προκλήσεις. Σε αυτούς τους ανθρώπους μία πολύ καλή άσκηση είναι η αναμονή, π.χ., περίμενε 5 λεπτά, κατέβασε το πιρούνι, μάσησε αργά, βγες για δυο λεπτά στον καθαρό αέρα, πάρε ένα δικό σου άνθρωπο να μιλήσεις, πάρε δέκα βαθιές εισπνοές. Έτσι ο άνθρωπος μαθαίνει να αυξάνει την αντοχή του. Ένα κλασικό παράδειγμα, που συχνά λειτουργεί στα άτομα με συναισθηματική διαταραχή, είναι το πείραμα του Walter Michel, καθηγητή του πανεπιστημίου του Stanford, με τα παιδιά και τις καραμέλες, όπου τίθεται το δίλημμα σε ένα παιδί: “Θέλεις μια καραμέλα τώρα ή δύο καραμέλες και να περιμένεις λίγο;”. Στη συνέχεια της μελέτης του πειράματος, τα παιδιά που διάλεξαν τις δύο καραμέλες περιμένοντας λίγο, όταν αξιολογήθηκαν έπειτα από μερικά χρόνια, αποδείχθηκε ότι αργότερα ως έφηβοι έκαναν καλύτερες επιλογές στη ζωή τους, ενώ τα παιδιά που δεν περίμεναν καθόλου παρουσίασαν δυσκολίες κατά την εφηβεία. Δηλαδή, το τι επιλογές θα έκαναν αργότερα στη ζωή τους είχαν να κάνουν σε σημαντικό βαθμό με το συναισθηματικό δείκτη νοημοσύνης τους[1]. [...]
»Διαταραχές της όρεξης σε συνάρτηση με διαταραχές της ισορροπίας των νευροδιαβιβαστών του εγκεφάλου: Οι χημικές ενώσεις του εγκεφάλου, οι νευροδιαβιβαστές, φτιάχνουν τους συνδέσμους μεταξύ του δικτύου των νευρώνων που απαρτίζουν και συγκροτούν το εγκέφαλο. Αυτές οι χημικές ενώσεις επηρεάζουν τον τρόπο που σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε και συμπεριφερόμαστε. Πάρα πολλές έρευνες έχουν αποδείξει ότι υπάρχει άμεση συσχέτιση μεταξύ του είδους των τροφών που τρώμε και της διαθεσιμότητας και της επάρκειας ορισμένων νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο.
»Οι χημικές ενώσεις του εγκεφάλου είναι εκατοντάδες φορές πιο δυνατές από ναρκωτικά, όπως η ηρωίνη και η κοκαΐνη. Κάποιοι επιστήμονες πιστεύουν ότι η χημεία που αναπτύσσεται στον εγκέφαλο έπειτα από ένα πολυφαγικό επεισόδιο είναι σχεδόν ταυτόσημη με αυτή που προκύπτει από την ταυτόχρονη κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών. (Des Maisons, 1998, Wang, 2001, Davis, 2004). Καθώς ένας άνθρωπος καταβροχθίζει μεγάλες ποσότητες τροφής και κυρίως καταναλώνοντας όλο και περισσότερες ποσότητες ραφιναρισμένων υδατανθράκων (γλυκά και αμυλούχα προϊόντα), αυτές οι “ναρκωτικές τροφές” δημιουργούν ένα εσφαλμένα υψηλό δείκτη κορεσμού στον εγκέφαλο, με αποτέλεσμα να οδηγείται προς την εξάρτηση[2]. [...]
»Η διαρκής προσπάθεια για αυτοσυγκράτηση μειώνει τα αποθέματα γλυκόζης στον εγκέφαλο, οπότε, αν δεν υπάρχει διαρκής επανατροφοδότηση του οργανισμού με γλυκόζη από φυσικές πηγές, όπως τα φρούτα και οι φυσικοί χυμοί, τότε η δύναμη της θέλησης είναι θέμα χρόνου να εξαντληθεί, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια σε ένα φαύλο κύκλο βουλιμικών επεισοδίων, ενοχών και διακοπής της δίαιτας[3]. [...]
»Η διατροφή είναι ένα ταξίδι προς το ιδανικό σώμα: [...] Η διατροφή προς το ιδανικό σώμα είναι πράγματι ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι που θα πρέπει να το γεμίσεις με γνώσεις και εμπειρίες. Είναι μία διαδρομή που θα σου δίνει το δικαίωμα να παρεκκλίνεις λίγο από την πορεία σου για να γνωρίσεις και κάποιες όμορφες γεύσεις που θα περάσουν δίπλα σου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αρκεί να θυμάσαι πάντοτε ποιος είναι ο τελικός προορισμός σου. Αν χάνεσαι αρκετά συχνά δεξιά και αριστερά, σύντομα θα χάσεις τον προσανατολισμό σου και η επάνοδος θα είναι όλο και πιο δύσκολη μέσα από δύσβατα μονοπάτια που μπορεί να σε εξαντλήσουν. [...] Το μόνο που χρειάζεται είναι να πεις στον εαυτό σου: “Τώρα έγινε, το ευχαριστήθηκα, το έκανα γιατί το χρειαζόμουνα τη συγκεκριμένη στιγμή, αλλά την αμέσως επόμενη είμαι και πάλι στο δρόμο μου, μπροστά στις σωστές επιλογές που θα με στηρίξουν να ολοκληρώσω το ταξίδι μου. Ένα ταξίδι που θα μου επιτρέπει να εφαρμόζω τις σωστές συνήθειες διατροφής μου μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής μου”. Αν η Ιθάκη είναι ο στόχος για το ιδανικό σώμα, η επίτευξη ενός υψηλού Δείκτη Διατροφικής Νοημοσύνης θα είναι το ταξίδι»[4].
__________
[1] Ευάγγελος Ζουμπανέας, Διατροφική νοημοσύνη, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2013, σσ. 28-29.
[2] Ευάγγελος Ζουμπανέας, Διατροφική νοημοσύνη, ό.π., σσ. 100.
[3] Ευάγγελος Ζουμπανέας, Διατροφική νοημοσύνη, ό.π., σσ. 198.
[4] Ευάγγελος Ζουμπανέας, Διατροφική νοημοσύνη, ό.π., σσ. 199-200.
Συγγραφέας: Ευάγγελος Ζουμπανέας
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Έτος: 2013
Περιγραφή
Ο Ευάγγελος Ζουμπανέας είναι διαιτολόγος-διατροφολόγος και εξειδικεύεται στην αντιμετώπιση, διατροφικά και ψυχολογικά, ποικίλων διατροφικών διαταραχών. Σε αυτό το βιβλίο καταπιάνεται με τη βουλιμία, την πολυφαγία και την παχυσαρκία, όπως φιλτράρονται και επηρεάζονται από τη συναισθηματική νοημοσύνη, με στόχο να αναπτύξει το άτομο μία διατροφική νοημοσύνη, ακολουθώντας τις πραγματικές ανάγκες του σώματός του και μαθαίνοντας τελικά να το αγαπάει. Το βιβλίο παρέχει πληροφορίες όχι μόνο για τον προσδιορισμό των ασθενειών αλλά και για τον τρόπο που λειτουργούν η ψυχολογία και ο εγκέφαλος καθορίζοντας τις συμπεριφορές των ατόμων. Αναφέρεται επίσης στη διατροφική αξία των τροφών και σε άλλα σχετικά θέματα, μέσα από παραδείγματα συνεδριών και ερευνών, υποδείγματα διαιτολογίων, σχήματα, διαγράμματα κ.ά. Είναι ένα χρήσιμο εγχειρίδιο, που απλά, κατανοητά και επικοινωνιακά βοηθάει τον αναγνώστη στην κατανόηση υπαρκτών καταστάσεων, οι οποίες μπορεί να ταλανίζουν τον ίδιο ή τους γύρω του.
Ματιές από το βιβλίο:
«Συναισθηματική νοημοσύνη: [...] πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν πολύ χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη, δηλαδή δεν έχουν υπομονή, δεν περιμένουν και ο εγκέφαλος μαθαίνει να δρα πάρα πολύ γρήγορα με σκοπό να καλύψει τις ανάγκες σε ένα πρωτογενές επίπεδο και με έναν πρωτόγονο τρόπο, σαν άμυνα απέναντι στους κινδύνους μιας επιβίωσης στη ζούγκλα. Στους ανθρώπους που συναισθηματικά είναι πιο προηγμένοι και έχουν την ικανότητα να περιμένουν, ο εγκέφαλος ταυτόχρονα φτιάχνει πιο πολλές δικτυώσεις −διασυνδέσεις− νέους νευρώνες και εκείνη τη στιγμή εμβαθύνει και επεξεργάζεται το τι συμβαίνει, το γιατί συμβαίνει, το γιατί πρέπει να αντιδράσει με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Έτσι, αυτό καλλιεργείται και επέρχεται η ωριμότητα και έτσι αυξάνεται και το συναισθηματικό IQ. Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα κληθεί να αντιμετωπίσει μία παρόμοια κατάσταση είναι περισσότερο ενδυναμωμένος, θα έχει δημιουργήσει περισσότερες αντιστάσεις και κάθε φορά που θα ελέγχει έστω και από λίγο τις παρορμητικές αντιδράσεις του θα αισθάνεται όλο και πιο ενδυναμωμένος απέναντι στις διάφορες προκλήσεις. Σε αυτούς τους ανθρώπους μία πολύ καλή άσκηση είναι η αναμονή, π.χ., περίμενε 5 λεπτά, κατέβασε το πιρούνι, μάσησε αργά, βγες για δυο λεπτά στον καθαρό αέρα, πάρε ένα δικό σου άνθρωπο να μιλήσεις, πάρε δέκα βαθιές εισπνοές. Έτσι ο άνθρωπος μαθαίνει να αυξάνει την αντοχή του. Ένα κλασικό παράδειγμα, που συχνά λειτουργεί στα άτομα με συναισθηματική διαταραχή, είναι το πείραμα του Walter Michel, καθηγητή του πανεπιστημίου του Stanford, με τα παιδιά και τις καραμέλες, όπου τίθεται το δίλημμα σε ένα παιδί: “Θέλεις μια καραμέλα τώρα ή δύο καραμέλες και να περιμένεις λίγο;”. Στη συνέχεια της μελέτης του πειράματος, τα παιδιά που διάλεξαν τις δύο καραμέλες περιμένοντας λίγο, όταν αξιολογήθηκαν έπειτα από μερικά χρόνια, αποδείχθηκε ότι αργότερα ως έφηβοι έκαναν καλύτερες επιλογές στη ζωή τους, ενώ τα παιδιά που δεν περίμεναν καθόλου παρουσίασαν δυσκολίες κατά την εφηβεία. Δηλαδή, το τι επιλογές θα έκαναν αργότερα στη ζωή τους είχαν να κάνουν σε σημαντικό βαθμό με το συναισθηματικό δείκτη νοημοσύνης τους[1]. [...]
»Διαταραχές της όρεξης σε συνάρτηση με διαταραχές της ισορροπίας των νευροδιαβιβαστών του εγκεφάλου: Οι χημικές ενώσεις του εγκεφάλου, οι νευροδιαβιβαστές, φτιάχνουν τους συνδέσμους μεταξύ του δικτύου των νευρώνων που απαρτίζουν και συγκροτούν το εγκέφαλο. Αυτές οι χημικές ενώσεις επηρεάζουν τον τρόπο που σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε και συμπεριφερόμαστε. Πάρα πολλές έρευνες έχουν αποδείξει ότι υπάρχει άμεση συσχέτιση μεταξύ του είδους των τροφών που τρώμε και της διαθεσιμότητας και της επάρκειας ορισμένων νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο.
»Οι χημικές ενώσεις του εγκεφάλου είναι εκατοντάδες φορές πιο δυνατές από ναρκωτικά, όπως η ηρωίνη και η κοκαΐνη. Κάποιοι επιστήμονες πιστεύουν ότι η χημεία που αναπτύσσεται στον εγκέφαλο έπειτα από ένα πολυφαγικό επεισόδιο είναι σχεδόν ταυτόσημη με αυτή που προκύπτει από την ταυτόχρονη κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών. (Des Maisons, 1998, Wang, 2001, Davis, 2004). Καθώς ένας άνθρωπος καταβροχθίζει μεγάλες ποσότητες τροφής και κυρίως καταναλώνοντας όλο και περισσότερες ποσότητες ραφιναρισμένων υδατανθράκων (γλυκά και αμυλούχα προϊόντα), αυτές οι “ναρκωτικές τροφές” δημιουργούν ένα εσφαλμένα υψηλό δείκτη κορεσμού στον εγκέφαλο, με αποτέλεσμα να οδηγείται προς την εξάρτηση[2]. [...]
»Η διαρκής προσπάθεια για αυτοσυγκράτηση μειώνει τα αποθέματα γλυκόζης στον εγκέφαλο, οπότε, αν δεν υπάρχει διαρκής επανατροφοδότηση του οργανισμού με γλυκόζη από φυσικές πηγές, όπως τα φρούτα και οι φυσικοί χυμοί, τότε η δύναμη της θέλησης είναι θέμα χρόνου να εξαντληθεί, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια σε ένα φαύλο κύκλο βουλιμικών επεισοδίων, ενοχών και διακοπής της δίαιτας[3]. [...]
»Η διατροφή είναι ένα ταξίδι προς το ιδανικό σώμα: [...] Η διατροφή προς το ιδανικό σώμα είναι πράγματι ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι που θα πρέπει να το γεμίσεις με γνώσεις και εμπειρίες. Είναι μία διαδρομή που θα σου δίνει το δικαίωμα να παρεκκλίνεις λίγο από την πορεία σου για να γνωρίσεις και κάποιες όμορφες γεύσεις που θα περάσουν δίπλα σου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αρκεί να θυμάσαι πάντοτε ποιος είναι ο τελικός προορισμός σου. Αν χάνεσαι αρκετά συχνά δεξιά και αριστερά, σύντομα θα χάσεις τον προσανατολισμό σου και η επάνοδος θα είναι όλο και πιο δύσκολη μέσα από δύσβατα μονοπάτια που μπορεί να σε εξαντλήσουν. [...] Το μόνο που χρειάζεται είναι να πεις στον εαυτό σου: “Τώρα έγινε, το ευχαριστήθηκα, το έκανα γιατί το χρειαζόμουνα τη συγκεκριμένη στιγμή, αλλά την αμέσως επόμενη είμαι και πάλι στο δρόμο μου, μπροστά στις σωστές επιλογές που θα με στηρίξουν να ολοκληρώσω το ταξίδι μου. Ένα ταξίδι που θα μου επιτρέπει να εφαρμόζω τις σωστές συνήθειες διατροφής μου μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής μου”. Αν η Ιθάκη είναι ο στόχος για το ιδανικό σώμα, η επίτευξη ενός υψηλού Δείκτη Διατροφικής Νοημοσύνης θα είναι το ταξίδι»[4].
__________
[1] Ευάγγελος Ζουμπανέας, Διατροφική νοημοσύνη, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2013, σσ. 28-29.
[2] Ευάγγελος Ζουμπανέας, Διατροφική νοημοσύνη, ό.π., σσ. 100.
[3] Ευάγγελος Ζουμπανέας, Διατροφική νοημοσύνη, ό.π., σσ. 198.
[4] Ευάγγελος Ζουμπανέας, Διατροφική νοημοσύνη, ό.π., σσ. 199-200.
Από μικρός στα βάσανα ή στην υγιεινή κουζίνα; (2010)
Συγγραφέας: Ελένη Παρασκευά-Πανοτοπούλου
Εκδόσεις: Εκδόσεις Πατάκη
Έτος: 2010
Περιγραφή
Αυτό το πολύ συμπαθητικό βιβλίο απευθύνεται τόσο στα παιδιά όσο στους γονείς και τους κηδεμόνες τους, αλλά και σε μικρούς επίδοξους μάγειρες. Με μία διασκεδαστική, χρήσιμη και ευφάνταστη εικονογράφηση, μέσα από παιχνίδια, αφηγήσεις, ασκήσεις, μικρά τεστ, συνταγές και παροχή πληροφοριών για την αξία της καλής διατροφής, τις ιδιότητες των υλικών κ.ά., η μαγειρική αποκτά τη διάσταση του παιχνιδιού και η διατροφή γίνεται ένα ευχάριστα εκπαιδευτικό ταξίδι. Δίνει ένα ενδιαφέρον κίνητρο δραστηριοποίησης σε μικρούς και μεγάλους μέσα από τη διάδραση, προσφέροντας ψυχαγωγία, και −ποιος ξέρει;− μπορεί να αποτελέσει ερέθισμα, ώστε να αναδειχθεί ένας/μία μελλοντικός/κή σεφ! Αλλά εκείνο στο οποίο κυρίως στοχεύει το βιβλίο είναι το να αποκτήσει το παιδί μία προσωπική και υγιή σχέση με την έννοια και την αξία της σωστής διατροφής και των γευμάτων και μία σωστή αντίληψη για τη σημασία που έχει η διατροφή γενικότερα στη ζωή μας. Αυτό, βέβαια, δεν είναι ανάγκη να είναι βαρετό ή να θυμίζει το σχολείο, αλλά γίνεται μέσα από μία διασκεδαστική και δημιουργική διαδικασία.
Μικρές ματιές στο βιβλίο από την «Εισαγωγή» της συγγραφέα:
«Το βιβλίο αυτό περιέχει απλές συνταγές μαγειρικής, ώστε να μπορούν να εκτελεστούν από ένα παιδί με τη βοήθεια ή την επίβλεψή σας. Είναι, δηλαδή, μία πρόκληση προς τα παιδιά να μπουν στην κουζίνα και να βάλουν ένα χεράκι στην ετοιμασία του φαγητού, εμπειρία μέσα από την οποία θα έχουν την ευκαιρία να μάθουν για τα τρόφιμα και την αξία της ισορροπημένης διατροφής, να νιώσουν την ικανοποίηση και την περηφάνια της προετοιμασίας του φαγητού και να συμμετάσχουν ενεργά στην προσπάθεια του να διατηρήσουν σωστό σωματικό βάρος και καλύτερη υγεία στη ζωή τους.
»Η ποιότητα των υλικών και το μέτρο στην ποσότητα, η δοκιμή και ο πειραματισμός στη μαγειρική, πάντα με τη βοήθεια ή την επίβλεψη ενός μεγάλου, κεντρίζουν το ενδιαφέρον του παιδιού για το φαγητό που ετοιμάζεται. Ασφαλώς είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος του γονιού, που θα ενθαρρύνει το παιδί να πάρει θέση στην κουζίνα.
»Είναι βέβαιο πως το ενδιαφέρον του γονιού για την υγεία του παιδιού του και το σωστό σωματικό βάρος του δε σταματάει στην ανάγνωση ενός βιβλίου ή στην υπόδειξη του τι είναι σωστό και τι είναι λάθος για τη διατροφή του. Όλοι ξέρουμε πως το παράδειγμα του ίδιου του γονιού, καλό ή κακό, το παιδί συνήθως το μιμείται. Αν ο γονιός έχει μια ισορροπημένη σχέση με το φαγητό, είναι μεγαλύτερες οι πιθανότητες να “μυήσει” το παιδί του σε μια υγιή σχέση με τη διατροφή. Διαφορετικά, έστω και άθελά του, το δεσμεύει στο λάθος και στο πρόβλημα.
»Το παιδί από μόνο του δεν είναι ικανό να “χτίσει” την παχυσαρκία του. Πράγματι, η παχυσαρκία είναι ένα... οικοδόμημα πολυσύνθετο: χρειάζονται γονίδια, αδρανής ζωή, ψυχολογικά προβλήματα, αλλά και διατροφικά λάθη που επαναλαμβάνονται συστηματικά και συσσωρεύουν τις συνέπειές τους. Χρειάζεται συγκεκριμένος τρόπος ζωής, σημαντικές δόσεις ψυχικής πίεσης, συστηματικό κακό παράδειγμα προς μίμηση, ώσπου κάτι που είναι τελείως λάθος να φαίνεται τελείως φυσικό και δεδομένο: τα όσπρια “δε θέλει να τα μυρίσει”, το ψάρι “το τρώει μόνο τηγανητό”, σαλάτα “τρώει μόνο ντομάτα” και άλλοι πολλοί αφορισμοί, που κατά σύμπτωση βρίσκουν συχνά σύμφωνη και την υπόλοιπη οικογένεια... Το παιδί είναι κατά κανόνα αποδέκτης λαθών και παραλείψεων, είναι το πρόσφορο έδαφος για να καλλιεργηθούν κακές συνήθειες.
»Το παιδί που αβοήθητο σήμερα είναι παχύσαρκο αύριο θα είναι ο άρρωστος ενήλικας... Δηλαδή, από παιδί στα βάσανα... που δεν έχουν τέλος. Όσο για το σχολικό κυλικείο, φαίνεται πως είναι τόσο αγαπημένο θέμα των ΜΜΕ όσο και μια εμμονή των “αγχωμένων” γονιών. Ο γονιός δίκαια ενδιαφέρεται. Ας σταθεί όμως με λίγη ψυχραιμία να σκεφτεί πως τα παιδιά που έχουν αποκτήσει μία βασική διατροφική αγωγή, αντί να παπαγαλίζουν τις διατροφικές εμμονές που ακούνε από ενήλικες “διαιτώμενους”, είναι ικανά να κάνουν σωστή χρήση ακόμα και των τροφίμων που προσφέρονται στο σχολικό κυλικείο.
»Η βοήθεια στο μαγείρεμα ή η προετοιμασία ενός εύκολου φαγητού από το ίδιο το παιδί, εκτός από ευχάριστη δραστηριότητα, είναι και διδακτική. Το σωστό μαγείρεμα είναι απαραίτητο για να τρώμε σωστά και να είμαστε υγιείς! Οι απλές συνταγές έχουν στόχο να περιγράψουν στα παιδιά με απλά λόγια το μαγείρεμα του φαγητού και να τα κάνουν να αισθανθούν ότι μπορούν, αν θέλουν, να αναλάβουν την ετοιμασία του από την αρχή έως το τέλος! Ας δείξουμε στο μικρό μας παιδί ότι η ετοιμασία του φαγητού είναι μια απαραίτητη δραστηριότητα του ανθρώπου για την επιβίωσή του, την καλή του υγεία, για την ευτυχία του, που περνάει και από το στομάχι του, αλλά και μια απλή και ευχάριστη διαδικασία, ειδικά όταν προορίζεται για όσους αγαπάμε!»[1].
Έτσι, λοιπόν, ακόμα και αν δεν είστε ο σεφ Καρλ Κάσπερ, που στην ταινία «Chef» μύησε το γιο του στην αγάπη για τη δημιουργία και την προσφορά μέσα από τη μαγειρική, μπορείτε πάντα μαζί με το παιδί να κάνετε τις μικρές σας αλχημείες, παροτρύνοντάς το να κάνει τα δικά του μικρά θαύματα, κάτι που οδηγεί στην κατανόηση, στο χτίσιμο της αυτοπεποίθησης και τελικά στη σύσφιξη των σχέσεων, περνώντας την ίδια στιγμή μαζί του δημιουργικό χρόνο. Αργότερα, αυτά θα θυμάται και από κάθε άποψη δε θα το μετανιώσετε, γιατί θα αναπολείτε και εσείς νοσταλγικά αυτές τις στιγμές. Το σχόλιο αφορά και όλα τα μεγάλα «παιδιά» που θυμούνται και διατηρούν τον παιδικό ενθουσιασμό μέσα τους. Αν όχι, υπάρχει πάντα ο τρόπος να ριχτούν τα ρεβίθια για να βρουν οι μικροί γευσιγνώστες, δοκιμαστές, δημιουργοί και επίδοξοι μάγειρες το μονοπάτι προς αυτό τον ενθουσιασμό − είναι ανεκτίμητο! Δείχνει τους καρπούς του στο μέλλον...
Τον «Πρόλογο» στο βιβλίο έγραψε ο Δρ. Γεώργιος Πανοτόπουλος, που είναι παθολόγος-διατροφολόγος και διευθυντής του Τμήματος Παχυσαρκίας-Διατροφής-Μεταβολισμού στο νοσοκομείο «Υγεία».
Η εικονογράφηση είναι της Ανδρομάχης Γιαννοπούλου.
__________
[1] Ελένη Παρασκευά-Πανοτοπούλου, Από μικρός στα βάσανα ή στην υγιεινή κουζίνα;, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2010, σσ. 10-11.
Συγγραφέας: Ελένη Παρασκευά-Πανοτοπούλου
Εκδόσεις: Εκδόσεις Πατάκη
Έτος: 2010
Περιγραφή
Αυτό το πολύ συμπαθητικό βιβλίο απευθύνεται τόσο στα παιδιά όσο στους γονείς και τους κηδεμόνες τους, αλλά και σε μικρούς επίδοξους μάγειρες. Με μία διασκεδαστική, χρήσιμη και ευφάνταστη εικονογράφηση, μέσα από παιχνίδια, αφηγήσεις, ασκήσεις, μικρά τεστ, συνταγές και παροχή πληροφοριών για την αξία της καλής διατροφής, τις ιδιότητες των υλικών κ.ά., η μαγειρική αποκτά τη διάσταση του παιχνιδιού και η διατροφή γίνεται ένα ευχάριστα εκπαιδευτικό ταξίδι. Δίνει ένα ενδιαφέρον κίνητρο δραστηριοποίησης σε μικρούς και μεγάλους μέσα από τη διάδραση, προσφέροντας ψυχαγωγία, και −ποιος ξέρει;− μπορεί να αποτελέσει ερέθισμα, ώστε να αναδειχθεί ένας/μία μελλοντικός/κή σεφ! Αλλά εκείνο στο οποίο κυρίως στοχεύει το βιβλίο είναι το να αποκτήσει το παιδί μία προσωπική και υγιή σχέση με την έννοια και την αξία της σωστής διατροφής και των γευμάτων και μία σωστή αντίληψη για τη σημασία που έχει η διατροφή γενικότερα στη ζωή μας. Αυτό, βέβαια, δεν είναι ανάγκη να είναι βαρετό ή να θυμίζει το σχολείο, αλλά γίνεται μέσα από μία διασκεδαστική και δημιουργική διαδικασία.
Μικρές ματιές στο βιβλίο από την «Εισαγωγή» της συγγραφέα:
«Το βιβλίο αυτό περιέχει απλές συνταγές μαγειρικής, ώστε να μπορούν να εκτελεστούν από ένα παιδί με τη βοήθεια ή την επίβλεψή σας. Είναι, δηλαδή, μία πρόκληση προς τα παιδιά να μπουν στην κουζίνα και να βάλουν ένα χεράκι στην ετοιμασία του φαγητού, εμπειρία μέσα από την οποία θα έχουν την ευκαιρία να μάθουν για τα τρόφιμα και την αξία της ισορροπημένης διατροφής, να νιώσουν την ικανοποίηση και την περηφάνια της προετοιμασίας του φαγητού και να συμμετάσχουν ενεργά στην προσπάθεια του να διατηρήσουν σωστό σωματικό βάρος και καλύτερη υγεία στη ζωή τους.
»Η ποιότητα των υλικών και το μέτρο στην ποσότητα, η δοκιμή και ο πειραματισμός στη μαγειρική, πάντα με τη βοήθεια ή την επίβλεψη ενός μεγάλου, κεντρίζουν το ενδιαφέρον του παιδιού για το φαγητό που ετοιμάζεται. Ασφαλώς είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος του γονιού, που θα ενθαρρύνει το παιδί να πάρει θέση στην κουζίνα.
»Είναι βέβαιο πως το ενδιαφέρον του γονιού για την υγεία του παιδιού του και το σωστό σωματικό βάρος του δε σταματάει στην ανάγνωση ενός βιβλίου ή στην υπόδειξη του τι είναι σωστό και τι είναι λάθος για τη διατροφή του. Όλοι ξέρουμε πως το παράδειγμα του ίδιου του γονιού, καλό ή κακό, το παιδί συνήθως το μιμείται. Αν ο γονιός έχει μια ισορροπημένη σχέση με το φαγητό, είναι μεγαλύτερες οι πιθανότητες να “μυήσει” το παιδί του σε μια υγιή σχέση με τη διατροφή. Διαφορετικά, έστω και άθελά του, το δεσμεύει στο λάθος και στο πρόβλημα.
»Το παιδί από μόνο του δεν είναι ικανό να “χτίσει” την παχυσαρκία του. Πράγματι, η παχυσαρκία είναι ένα... οικοδόμημα πολυσύνθετο: χρειάζονται γονίδια, αδρανής ζωή, ψυχολογικά προβλήματα, αλλά και διατροφικά λάθη που επαναλαμβάνονται συστηματικά και συσσωρεύουν τις συνέπειές τους. Χρειάζεται συγκεκριμένος τρόπος ζωής, σημαντικές δόσεις ψυχικής πίεσης, συστηματικό κακό παράδειγμα προς μίμηση, ώσπου κάτι που είναι τελείως λάθος να φαίνεται τελείως φυσικό και δεδομένο: τα όσπρια “δε θέλει να τα μυρίσει”, το ψάρι “το τρώει μόνο τηγανητό”, σαλάτα “τρώει μόνο ντομάτα” και άλλοι πολλοί αφορισμοί, που κατά σύμπτωση βρίσκουν συχνά σύμφωνη και την υπόλοιπη οικογένεια... Το παιδί είναι κατά κανόνα αποδέκτης λαθών και παραλείψεων, είναι το πρόσφορο έδαφος για να καλλιεργηθούν κακές συνήθειες.
»Το παιδί που αβοήθητο σήμερα είναι παχύσαρκο αύριο θα είναι ο άρρωστος ενήλικας... Δηλαδή, από παιδί στα βάσανα... που δεν έχουν τέλος. Όσο για το σχολικό κυλικείο, φαίνεται πως είναι τόσο αγαπημένο θέμα των ΜΜΕ όσο και μια εμμονή των “αγχωμένων” γονιών. Ο γονιός δίκαια ενδιαφέρεται. Ας σταθεί όμως με λίγη ψυχραιμία να σκεφτεί πως τα παιδιά που έχουν αποκτήσει μία βασική διατροφική αγωγή, αντί να παπαγαλίζουν τις διατροφικές εμμονές που ακούνε από ενήλικες “διαιτώμενους”, είναι ικανά να κάνουν σωστή χρήση ακόμα και των τροφίμων που προσφέρονται στο σχολικό κυλικείο.
»Η βοήθεια στο μαγείρεμα ή η προετοιμασία ενός εύκολου φαγητού από το ίδιο το παιδί, εκτός από ευχάριστη δραστηριότητα, είναι και διδακτική. Το σωστό μαγείρεμα είναι απαραίτητο για να τρώμε σωστά και να είμαστε υγιείς! Οι απλές συνταγές έχουν στόχο να περιγράψουν στα παιδιά με απλά λόγια το μαγείρεμα του φαγητού και να τα κάνουν να αισθανθούν ότι μπορούν, αν θέλουν, να αναλάβουν την ετοιμασία του από την αρχή έως το τέλος! Ας δείξουμε στο μικρό μας παιδί ότι η ετοιμασία του φαγητού είναι μια απαραίτητη δραστηριότητα του ανθρώπου για την επιβίωσή του, την καλή του υγεία, για την ευτυχία του, που περνάει και από το στομάχι του, αλλά και μια απλή και ευχάριστη διαδικασία, ειδικά όταν προορίζεται για όσους αγαπάμε!»[1].
Έτσι, λοιπόν, ακόμα και αν δεν είστε ο σεφ Καρλ Κάσπερ, που στην ταινία «Chef» μύησε το γιο του στην αγάπη για τη δημιουργία και την προσφορά μέσα από τη μαγειρική, μπορείτε πάντα μαζί με το παιδί να κάνετε τις μικρές σας αλχημείες, παροτρύνοντάς το να κάνει τα δικά του μικρά θαύματα, κάτι που οδηγεί στην κατανόηση, στο χτίσιμο της αυτοπεποίθησης και τελικά στη σύσφιξη των σχέσεων, περνώντας την ίδια στιγμή μαζί του δημιουργικό χρόνο. Αργότερα, αυτά θα θυμάται και από κάθε άποψη δε θα το μετανιώσετε, γιατί θα αναπολείτε και εσείς νοσταλγικά αυτές τις στιγμές. Το σχόλιο αφορά και όλα τα μεγάλα «παιδιά» που θυμούνται και διατηρούν τον παιδικό ενθουσιασμό μέσα τους. Αν όχι, υπάρχει πάντα ο τρόπος να ριχτούν τα ρεβίθια για να βρουν οι μικροί γευσιγνώστες, δοκιμαστές, δημιουργοί και επίδοξοι μάγειρες το μονοπάτι προς αυτό τον ενθουσιασμό − είναι ανεκτίμητο! Δείχνει τους καρπούς του στο μέλλον...
Τον «Πρόλογο» στο βιβλίο έγραψε ο Δρ. Γεώργιος Πανοτόπουλος, που είναι παθολόγος-διατροφολόγος και διευθυντής του Τμήματος Παχυσαρκίας-Διατροφής-Μεταβολισμού στο νοσοκομείο «Υγεία».
Η εικονογράφηση είναι της Ανδρομάχης Γιαννοπούλου.
__________
[1] Ελένη Παρασκευά-Πανοτοπούλου, Από μικρός στα βάσανα ή στην υγιεινή κουζίνα;, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2010, σσ. 10-11.
Μαθηματικά στην κουζίνα (2011)
Συγγραφέας: Δημήτρης Χασάπης
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Έτος: 2011
Περιγραφή
Να ένα βιβλίο που μπορεί να κάνει τα μαθηματικά παιχνίδι! Και πράγματι είναι παιχνίδι, αρκεί τα όσα είναι να γίνουν κατανοητά στο παιδί να εξηγηθούν από την αρχή σωστά. Και, εφόσον τα μαθηματικά, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, υπάρχουν παντού, τα βρίσκουμε οπωσδήποτε και στην κουζίνα. Κλάσματα, αναλογίες, ποσότητες, μερίδες, γραμμάρια κ.λπ. είναι απαραίτητα στοιχεία όχι μόνο για να πετύχει αλλά και για να θεωρηθεί μία συνταγή ολοκληρωμένη, καταλήγοντας –πού αλλού;− στο στομάχι, αλλά περνώντας βέβαια πρώτα από τον αυστηρό κριτή ουρανίσκο! Στο τέλος, έτσι καταλαβαίνουμε και την αξία του γεύματος, τόσο θρεπτικά όσο και κοστολογικά. Αυτό το βιβλίο, λοιπόν, δίνει μία ευκαιρία να ξεκινήσει όμορφα ή να επαναπροσδιοριστεί η σχέση παιδιών και γονιών με τα μαθηματικά μέσω της μαγειρικής, επομένως ωφέλιμα και δημιουργικά, αποδεικνύοντας έμπρακτα την εφαρμογή τους στην καθημερινότητα, μέσα από οδηγίες, συνταγές, βήματα, χρήσιμα θέματα που θίγονται, για να προληφθούν όσα τυχόν ζητήματα μπορεί να προκύψουν στη διαδικασία κ.ά.
Ματιές από το βιβλίο:
«Πάρα πολλές έρευνες, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, έχουν δείξει ότι η μάθηση δεν είναι μόνο ατομική υπόθεση, δηλαδή αποτέλεσμα αποκλειστικά των ατομικών μας δραστηριοτήτων. Οι κοινωνικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουμε παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο με την ατομική μελέτη στη μάθηση, και τα μαθηματικά δεν εξαιρούνται από αυτήν τη διαπίστωση. Τα παιδιά, μέσα από τις δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν μαζί με τα συνομήλικά τους παιδιά και τους ενήλικες της οικογένειας, του περιβάλλοντος και του σχολείου τους, “ανακαλύπτουν” και κατακτούν τη γνώση που συσσώρευσε ο ανθρώπινος πολιτισμός. Αξιοποιούν την κοινωνική γνώση για να οικοδομήσουν σταδιακά τη δική τους ατομική γνώση και τις δικές τους αξίες.
»Επομένως, το σχολείο είναι ο κύριος αλλά όχι ο μοναδικός τόπος στον οποίο τα παιδιά μαθαίνουν και η σχολική εκπαίδευση είναι η κύρια αλλά όχι η αποκλειστική δραστηριότητα μάθησης. Το σπίτι και οι οικογενειακές δραστηριότητες, το παιχνίδι με άλλα παιδιά, οι εκδρομές και οι επισκέψεις, το θέατρο, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, οι συζητήσεις και γενικά κάθε κοινωνική δραστηριότητα στην οποία τα παιδιά συμμετέχουν συμβάλλουν στη νοητική τους ανάπτυξη και στην απόκτηση γνώσεων. Παράλληλα, συμβάλλουν στην ανάπτυξη θετικών συναισθημάτων απέναντι στη μάθηση και στη γνώση, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια της σωστής σχέσης των παιδιών με τη μάθηση. Κάθε κοινωνική δραστηριότητα, όμως, είναι διαφορετική και συμβάλλει με το δικό της διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό στην επίτευξη αυτού του σκοπού. Άρα, η κοινωνική δραστηριότητα δεν μπορεί να προσφέρει από μόνη της στα παιδιά όλες τις ευκαιρίες να αναπτύξουν τις νοητικές τους ικανότητες και όλες τις δυνατότητες να αποκτήσουν τις απαραίτητες γνώσεις.
»Όταν οι ευκαιρίες για μάθηση που προσφέρονται στο σχολείο υποστηρίζονται και συμπληρώνονται από τις ευκαιρίες που προσφέρουν οι κοινωνικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν τα παιδιά, τότε το αποτέλεσμα είναι πάντοτε θετικό. [...]
»Τα παιδιά έρχονται σε επαφή με τα μαθηματικά στο νηπιαγωγείο, όταν μαθαίνουν να ταξινομούν, να βάζουν σε σειρά και να απαριθμούν αντικείμενα, και μετά στο δημοτικό, όταν διδάσκονται συστηματικά τους αριθμούς, τις πράξεις των αριθμών και τις μετρήσεις των πιο γνωστών μεθόδων. [...]
»Τα παιδιά, όμως, κατανοούν τα μαθηματικά που μαθαίνουν στο σχολείο μόνο όταν μπορούν να αποδώσουν ένα νόημα σ’ αυτά τα μαθηματικά, στους αριθμούς και τις πράξεις, στις μετρήσεις και τους υπολογισμούς. [...]
»Στην απόδοση νοήματος στις έννοιες, τις πράξεις και τα σύμβολα των μαθηματικών παίζει καθοριστικό ρόλο η ευχέρεια των παιδιών να “αναγνωρίζουν” τα μαθηματικά μέσα σε δραστηριότητες της καθημερινής μας ζωής. [...]
»Οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην κουζίνα για το μαγείρεμα φαγητών είναι δραστηριότητες μέσα από τις οποίες προσφέρονται στα παιδιά πολλές ευκαιρίες να “αναγνωρίσουν” και να “χειρίζονται” μαθηματικές έννοιες και πράξεις και να “μιλούν” με τη γλώσσα των μαθηματικών για όλες αυτές τις δραστηριότητες. [...]
»Αυτά τα μαθηματικά της κουζίνας φαίνονται διαφορετικά από τα μαθηματικά του σχολείου αλλά δεν είναι. Είναι οι ίδιες μαθηματικές έννοιες και οι ίδιες πράξεις της αριθμητικής που μαθαίνουμε στο σχολείο. [...]
»Εκτός από τις δραστηριότητες της κουζίνας, τα μαθηματικά υπάρχουν “κρυμμένα” σε κάθε δραστηριότητα της ζωής μας. Αλλά αυτό δεν είναι ούτε μυστήριο ούτε θαύμα. Γιατί τα μαθηματικά δεν είναι παρά ένας τρόπος να βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας και να οργανώνουμε τις δραστηριότητές μας μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο και μια γλώσσα να μιλάμε για τον κόσμο και τις δραστηριότητές μας.
»Βλέπουμε και μιλάμε “μαθηματικά” σήμερα, πολύ περισσότερο από κάθε άλλη εποχή του παρελθόντος, αφού οι ποσότητες και οι συναλλαγές μας με τις ποσότητες έχουν γίνει συστατικά στοιχεία όλων μας των δραστηριοτήτων. Απαριθμούμε, μετράμε και κάνουμε αριθμητικές πράξεις, υπολογίζουμε κλάσματα και ποσοστά, λύνουμε πολλά και διαφορετικά προβλήματα μαθηματικών, πολλές φορές χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε, όταν ψωνίζουμε, όταν διαχειριζόμαστε τους λογαριασμούς μας, όταν ταξιδεύουμε, όταν βλέπουμε τηλεόραση, όταν διαβάζουμε εφημερίδα, όταν προγραμματίζουμε τις δουλειές μας, ακόμα και στα όνειρά μας...»[1].
Η εικονογράφηση είναι του Σπύρου Γούση.
__________
[1] Δημήτρης Χασάπης, Μαθηματικά στην κουζίνα, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2011, σσ. 10-13.
Συγγραφέας: Δημήτρης Χασάπης
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Έτος: 2011
Περιγραφή
Να ένα βιβλίο που μπορεί να κάνει τα μαθηματικά παιχνίδι! Και πράγματι είναι παιχνίδι, αρκεί τα όσα είναι να γίνουν κατανοητά στο παιδί να εξηγηθούν από την αρχή σωστά. Και, εφόσον τα μαθηματικά, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, υπάρχουν παντού, τα βρίσκουμε οπωσδήποτε και στην κουζίνα. Κλάσματα, αναλογίες, ποσότητες, μερίδες, γραμμάρια κ.λπ. είναι απαραίτητα στοιχεία όχι μόνο για να πετύχει αλλά και για να θεωρηθεί μία συνταγή ολοκληρωμένη, καταλήγοντας –πού αλλού;− στο στομάχι, αλλά περνώντας βέβαια πρώτα από τον αυστηρό κριτή ουρανίσκο! Στο τέλος, έτσι καταλαβαίνουμε και την αξία του γεύματος, τόσο θρεπτικά όσο και κοστολογικά. Αυτό το βιβλίο, λοιπόν, δίνει μία ευκαιρία να ξεκινήσει όμορφα ή να επαναπροσδιοριστεί η σχέση παιδιών και γονιών με τα μαθηματικά μέσω της μαγειρικής, επομένως ωφέλιμα και δημιουργικά, αποδεικνύοντας έμπρακτα την εφαρμογή τους στην καθημερινότητα, μέσα από οδηγίες, συνταγές, βήματα, χρήσιμα θέματα που θίγονται, για να προληφθούν όσα τυχόν ζητήματα μπορεί να προκύψουν στη διαδικασία κ.ά.
Ματιές από το βιβλίο:
«Πάρα πολλές έρευνες, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, έχουν δείξει ότι η μάθηση δεν είναι μόνο ατομική υπόθεση, δηλαδή αποτέλεσμα αποκλειστικά των ατομικών μας δραστηριοτήτων. Οι κοινωνικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουμε παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο με την ατομική μελέτη στη μάθηση, και τα μαθηματικά δεν εξαιρούνται από αυτήν τη διαπίστωση. Τα παιδιά, μέσα από τις δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν μαζί με τα συνομήλικά τους παιδιά και τους ενήλικες της οικογένειας, του περιβάλλοντος και του σχολείου τους, “ανακαλύπτουν” και κατακτούν τη γνώση που συσσώρευσε ο ανθρώπινος πολιτισμός. Αξιοποιούν την κοινωνική γνώση για να οικοδομήσουν σταδιακά τη δική τους ατομική γνώση και τις δικές τους αξίες.
»Επομένως, το σχολείο είναι ο κύριος αλλά όχι ο μοναδικός τόπος στον οποίο τα παιδιά μαθαίνουν και η σχολική εκπαίδευση είναι η κύρια αλλά όχι η αποκλειστική δραστηριότητα μάθησης. Το σπίτι και οι οικογενειακές δραστηριότητες, το παιχνίδι με άλλα παιδιά, οι εκδρομές και οι επισκέψεις, το θέατρο, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, οι συζητήσεις και γενικά κάθε κοινωνική δραστηριότητα στην οποία τα παιδιά συμμετέχουν συμβάλλουν στη νοητική τους ανάπτυξη και στην απόκτηση γνώσεων. Παράλληλα, συμβάλλουν στην ανάπτυξη θετικών συναισθημάτων απέναντι στη μάθηση και στη γνώση, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια της σωστής σχέσης των παιδιών με τη μάθηση. Κάθε κοινωνική δραστηριότητα, όμως, είναι διαφορετική και συμβάλλει με το δικό της διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό στην επίτευξη αυτού του σκοπού. Άρα, η κοινωνική δραστηριότητα δεν μπορεί να προσφέρει από μόνη της στα παιδιά όλες τις ευκαιρίες να αναπτύξουν τις νοητικές τους ικανότητες και όλες τις δυνατότητες να αποκτήσουν τις απαραίτητες γνώσεις.
»Όταν οι ευκαιρίες για μάθηση που προσφέρονται στο σχολείο υποστηρίζονται και συμπληρώνονται από τις ευκαιρίες που προσφέρουν οι κοινωνικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν τα παιδιά, τότε το αποτέλεσμα είναι πάντοτε θετικό. [...]
»Τα παιδιά έρχονται σε επαφή με τα μαθηματικά στο νηπιαγωγείο, όταν μαθαίνουν να ταξινομούν, να βάζουν σε σειρά και να απαριθμούν αντικείμενα, και μετά στο δημοτικό, όταν διδάσκονται συστηματικά τους αριθμούς, τις πράξεις των αριθμών και τις μετρήσεις των πιο γνωστών μεθόδων. [...]
»Τα παιδιά, όμως, κατανοούν τα μαθηματικά που μαθαίνουν στο σχολείο μόνο όταν μπορούν να αποδώσουν ένα νόημα σ’ αυτά τα μαθηματικά, στους αριθμούς και τις πράξεις, στις μετρήσεις και τους υπολογισμούς. [...]
»Στην απόδοση νοήματος στις έννοιες, τις πράξεις και τα σύμβολα των μαθηματικών παίζει καθοριστικό ρόλο η ευχέρεια των παιδιών να “αναγνωρίζουν” τα μαθηματικά μέσα σε δραστηριότητες της καθημερινής μας ζωής. [...]
»Οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην κουζίνα για το μαγείρεμα φαγητών είναι δραστηριότητες μέσα από τις οποίες προσφέρονται στα παιδιά πολλές ευκαιρίες να “αναγνωρίσουν” και να “χειρίζονται” μαθηματικές έννοιες και πράξεις και να “μιλούν” με τη γλώσσα των μαθηματικών για όλες αυτές τις δραστηριότητες. [...]
»Αυτά τα μαθηματικά της κουζίνας φαίνονται διαφορετικά από τα μαθηματικά του σχολείου αλλά δεν είναι. Είναι οι ίδιες μαθηματικές έννοιες και οι ίδιες πράξεις της αριθμητικής που μαθαίνουμε στο σχολείο. [...]
»Εκτός από τις δραστηριότητες της κουζίνας, τα μαθηματικά υπάρχουν “κρυμμένα” σε κάθε δραστηριότητα της ζωής μας. Αλλά αυτό δεν είναι ούτε μυστήριο ούτε θαύμα. Γιατί τα μαθηματικά δεν είναι παρά ένας τρόπος να βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας και να οργανώνουμε τις δραστηριότητές μας μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο και μια γλώσσα να μιλάμε για τον κόσμο και τις δραστηριότητές μας.
»Βλέπουμε και μιλάμε “μαθηματικά” σήμερα, πολύ περισσότερο από κάθε άλλη εποχή του παρελθόντος, αφού οι ποσότητες και οι συναλλαγές μας με τις ποσότητες έχουν γίνει συστατικά στοιχεία όλων μας των δραστηριοτήτων. Απαριθμούμε, μετράμε και κάνουμε αριθμητικές πράξεις, υπολογίζουμε κλάσματα και ποσοστά, λύνουμε πολλά και διαφορετικά προβλήματα μαθηματικών, πολλές φορές χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε, όταν ψωνίζουμε, όταν διαχειριζόμαστε τους λογαριασμούς μας, όταν ταξιδεύουμε, όταν βλέπουμε τηλεόραση, όταν διαβάζουμε εφημερίδα, όταν προγραμματίζουμε τις δουλειές μας, ακόμα και στα όνειρά μας...»[1].
Η εικονογράφηση είναι του Σπύρου Γούση.
__________
[1] Δημήτρης Χασάπης, Μαθηματικά στην κουζίνα, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2011, σσ. 10-13.
Τι γεύση έχουν τα καλλυντικά σας; (2013)
Συγγραφέας: Δήμητρα Γουλά
Εκδόσεις: Διόπτρα
Έτος: 2013
Περιγραφή
Ένα χρήσιμο βιβλίο για όλον το χρόνο, πόσο μάλλον τώρα που μπορεί να έχετε ταλαιπωρηθεί από το αλάτι της θάλασσας και τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Η γιαγιά μίας φίλη μου έλεγε δε βάζω τίποτα στο πρόσωπό μου αν δεν τρώγεται. Και είχε δίκιο! Γιατί όλα φιλτράρονται από το συκώτι και πολλές από τις χημικές ουσίες που εμπεριέχουν τα καλλυντικά του εμπορίου απορροφώνται από τα ζωτικά όργανα. Πάρτε, λοιπόν, το γουδί και το γουδοχέρι σας, εξοπλιστείτε με λίγη υπομονή και πολλή καλή διάθεση, έτοιμες και έτοιμοι να πυροδοτηθεί η φαντασία σας, γιατί αυτό το βιβλίο προσφέρει πολλές ιδέες, για να φτιάξετε οι ίδιοι εσείς τα καλλυντικά σας με φυσικά προϊόντα. Έτσι, βρίσκουμε ιδέες για το πώς να χρησιμοποιήσουμε το αλάτι, το αμύγδαλο, το βούτυρο, το γάλα, το γιαούρτι, την ελιά, τη ζάχαρη, την κανέλα, τον καφέ, τον κρόκο (Κοζάνης), το λεμόνι, το μέλι, την μπίρα, το κρασί, το ρύζι, την σαμπάνια, τη σοκολάτα, το σουσάμι το ταχίνι, το τσάι, το αβοκάντο, το αγγούρι, το ακτινίδιο, το βερίκοκο, το καρότο, το μήλο, την μπανάνα, το παντζάρι, το πεπόνι, το πορτοκάλι, το ρόδι, το σταφύλι, το σύκο, το τριαντάφυλλο, τη φράουλα, την αλόη βέρα, τον άργιλο, τη γλυκερίνη, την καρύδα, το κερί μέλισσας, τη λανολίνη, τη λεβάντα, τη μαγιά μπίρας, τα βότανα και τα αιθέρια έλαια. Μαζί με αυτά θα βρείτε χρήσιμες πληροφορίες για την ιστορία, την προέλευση, τα είδη των υλικών, τη θρεπτική αξία και τη δράση τους στην επιδερμίδα. Να μια ευκαιρία για να γίνετε πράγματι μικροί αλχημιστές!
Ματιές από το βιβλίο:
«Πρέπει να γνωρίζετε: Το δέρμα μας απορροφά μέχρι και το 60% των χημικών ουσιών με τις οποίες έρχεται σε επαφή και τις στέλνει κατευθείαν στο αίμα. Έρευνες υποστηρίζουν ότι χρειάζονται μόλις 26 δευτερόλεπτα για να περάσουν κάποιες από αυτές τις ουσίες στα ζωτικά όργανα. Άτομα που χρησιμοποιούν κατά κόρον, και για όλα τα μέρη του σώματος, καλλυντικά του εμπορίου υπολογίζεται ότι απορροφούν περίπου 2 κιλά χημικά συστατικά το χρόνο.
»Το 10%-30% των ενηλίκων εμφανίζει δερματικά προβλήματα λόγω της έκθεσής τους σε συντηρητικά και αρωματικές ουσίες που προέρχονται από συνθετικά καλλυντικά. [...]
»Σημείο αναφοράς του βιβλίου είναι ότι τα σπιτικά φυσικά καλλυντικά είναι απόλυτα συμβατά με τον ανθρώπινο οργανισμό. Τα κύτταρα περιβάλλονται από μια προστατευτική μεμβράνη η οποία έχει το ρόλο του ελεγκτή, “επιλέγει” ποια στοιχεία θα διεισδύσουν και ποια όχι. Δεν αναγνωρίζει τα συνθετικά στοιχεία και δεν παίρνουν “άδεια εισόδου”. Αντίθετα, τα φυσικά στοιχεία, τα οποία είναι απολύτως αναγνωρίσιμα από τον οργανισμό μας, περνούν την κυτταρική μεμβράνη και διεισδύουν μέχρι την καρδιά των κυττάρων μας με συνέπεια να έχουμε γρήγορα και εντυπωσιακά αποτελέσματα.
»Τα σπιτικά φυσικά καλλυντικά έχουν κάποια αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα:
· Αφού δε διατηρούνται για πολύ, είναι πάντα φρέσκα και τα θρεπτικά τους στοιχεία παραμένουν πλούσια και αναλλοίωτα.
· Είναι αγνά και φιλικά προς τον οργανισμό.
· Το κόστους τους είναι ελάχιστο.
· Έχουν άμεση δράση στην επιδερμίδα, καθώς διεισδύουν βαθιά στα κύτταρά μας.
· Τα βρίσκουμε εύκολα στον κήπο, στην κουζίνα, στο μανάβη, στο σουπερμάρκετ.
»Υπάρχει όμως και ένας εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας τον οποίο πρέπει να αναφέρουμε: ο χρόνος που απαιτείται για την παρασκευή των φυσικών καλλυντικών και που ίσως θεωρείται εμπόδιο για τη σύγχρονη, πολυάσχολη γυναίκα.
»Σκεφτείτε όμως το εξής: Λέμε ότι ο χρόνος είναι χρήμα, άρα... και το χρήμα είναι χρόνος! Αν μετατρέψουμε το κόστος μιας επώνυμης κρέμας ή μιας σειράς καλλυντικών σε ώρες ή μέρες δουλειάς, θα καταλάβουμε ότι πολλές φορές μια εντυπωσιακή συσκευασία στοιχίζει... πολύτιμο χρόνο από τη ζωή μας»[1].
Και πράγματι τα μαθηματικά βρίσκονται παντού. Χρόνος, χρήμα, αναλογίες, ταξινόμηση χρόνου, υπολογισμοί. Και στο τέλος μένουν η ζυγαριά και οι προτεραιότητες: Εξοικονομώντας αναλογικά χρόνο και χρήμα, κερδίζουμε σε υγεία, ομορφιά, αυτοπεποίθηση, αν είναι αυτό που ψάχνουμε και μας χρειάζεται, ικανοποίηση αντλημένη από τον καρπό της δημιουργίας, και τελικά κερδίζουμε βήμα βήμα τη ζωή! Κάνοντας ένα βήμα τη φορά, θα είμαστε πάντα λίγο πιο μπροστά από το σημείο στο οποίο βρισκόμασταν νωρίτερα...
Οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Βελισσαρίδη.
__________
[1] Δήμητρα Γουλά, Τι γεύση έχουν τα καλλυντικά σας;, Διόπτρα, Αθήνα, 2013, σσ. 12-13.
Συγγραφέας: Δήμητρα Γουλά
Εκδόσεις: Διόπτρα
Έτος: 2013
Περιγραφή
Ένα χρήσιμο βιβλίο για όλον το χρόνο, πόσο μάλλον τώρα που μπορεί να έχετε ταλαιπωρηθεί από το αλάτι της θάλασσας και τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Η γιαγιά μίας φίλη μου έλεγε δε βάζω τίποτα στο πρόσωπό μου αν δεν τρώγεται. Και είχε δίκιο! Γιατί όλα φιλτράρονται από το συκώτι και πολλές από τις χημικές ουσίες που εμπεριέχουν τα καλλυντικά του εμπορίου απορροφώνται από τα ζωτικά όργανα. Πάρτε, λοιπόν, το γουδί και το γουδοχέρι σας, εξοπλιστείτε με λίγη υπομονή και πολλή καλή διάθεση, έτοιμες και έτοιμοι να πυροδοτηθεί η φαντασία σας, γιατί αυτό το βιβλίο προσφέρει πολλές ιδέες, για να φτιάξετε οι ίδιοι εσείς τα καλλυντικά σας με φυσικά προϊόντα. Έτσι, βρίσκουμε ιδέες για το πώς να χρησιμοποιήσουμε το αλάτι, το αμύγδαλο, το βούτυρο, το γάλα, το γιαούρτι, την ελιά, τη ζάχαρη, την κανέλα, τον καφέ, τον κρόκο (Κοζάνης), το λεμόνι, το μέλι, την μπίρα, το κρασί, το ρύζι, την σαμπάνια, τη σοκολάτα, το σουσάμι το ταχίνι, το τσάι, το αβοκάντο, το αγγούρι, το ακτινίδιο, το βερίκοκο, το καρότο, το μήλο, την μπανάνα, το παντζάρι, το πεπόνι, το πορτοκάλι, το ρόδι, το σταφύλι, το σύκο, το τριαντάφυλλο, τη φράουλα, την αλόη βέρα, τον άργιλο, τη γλυκερίνη, την καρύδα, το κερί μέλισσας, τη λανολίνη, τη λεβάντα, τη μαγιά μπίρας, τα βότανα και τα αιθέρια έλαια. Μαζί με αυτά θα βρείτε χρήσιμες πληροφορίες για την ιστορία, την προέλευση, τα είδη των υλικών, τη θρεπτική αξία και τη δράση τους στην επιδερμίδα. Να μια ευκαιρία για να γίνετε πράγματι μικροί αλχημιστές!
Ματιές από το βιβλίο:
«Πρέπει να γνωρίζετε: Το δέρμα μας απορροφά μέχρι και το 60% των χημικών ουσιών με τις οποίες έρχεται σε επαφή και τις στέλνει κατευθείαν στο αίμα. Έρευνες υποστηρίζουν ότι χρειάζονται μόλις 26 δευτερόλεπτα για να περάσουν κάποιες από αυτές τις ουσίες στα ζωτικά όργανα. Άτομα που χρησιμοποιούν κατά κόρον, και για όλα τα μέρη του σώματος, καλλυντικά του εμπορίου υπολογίζεται ότι απορροφούν περίπου 2 κιλά χημικά συστατικά το χρόνο.
»Το 10%-30% των ενηλίκων εμφανίζει δερματικά προβλήματα λόγω της έκθεσής τους σε συντηρητικά και αρωματικές ουσίες που προέρχονται από συνθετικά καλλυντικά. [...]
»Σημείο αναφοράς του βιβλίου είναι ότι τα σπιτικά φυσικά καλλυντικά είναι απόλυτα συμβατά με τον ανθρώπινο οργανισμό. Τα κύτταρα περιβάλλονται από μια προστατευτική μεμβράνη η οποία έχει το ρόλο του ελεγκτή, “επιλέγει” ποια στοιχεία θα διεισδύσουν και ποια όχι. Δεν αναγνωρίζει τα συνθετικά στοιχεία και δεν παίρνουν “άδεια εισόδου”. Αντίθετα, τα φυσικά στοιχεία, τα οποία είναι απολύτως αναγνωρίσιμα από τον οργανισμό μας, περνούν την κυτταρική μεμβράνη και διεισδύουν μέχρι την καρδιά των κυττάρων μας με συνέπεια να έχουμε γρήγορα και εντυπωσιακά αποτελέσματα.
»Τα σπιτικά φυσικά καλλυντικά έχουν κάποια αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα:
· Αφού δε διατηρούνται για πολύ, είναι πάντα φρέσκα και τα θρεπτικά τους στοιχεία παραμένουν πλούσια και αναλλοίωτα.
· Είναι αγνά και φιλικά προς τον οργανισμό.
· Το κόστους τους είναι ελάχιστο.
· Έχουν άμεση δράση στην επιδερμίδα, καθώς διεισδύουν βαθιά στα κύτταρά μας.
· Τα βρίσκουμε εύκολα στον κήπο, στην κουζίνα, στο μανάβη, στο σουπερμάρκετ.
»Υπάρχει όμως και ένας εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας τον οποίο πρέπει να αναφέρουμε: ο χρόνος που απαιτείται για την παρασκευή των φυσικών καλλυντικών και που ίσως θεωρείται εμπόδιο για τη σύγχρονη, πολυάσχολη γυναίκα.
»Σκεφτείτε όμως το εξής: Λέμε ότι ο χρόνος είναι χρήμα, άρα... και το χρήμα είναι χρόνος! Αν μετατρέψουμε το κόστος μιας επώνυμης κρέμας ή μιας σειράς καλλυντικών σε ώρες ή μέρες δουλειάς, θα καταλάβουμε ότι πολλές φορές μια εντυπωσιακή συσκευασία στοιχίζει... πολύτιμο χρόνο από τη ζωή μας»[1].
Και πράγματι τα μαθηματικά βρίσκονται παντού. Χρόνος, χρήμα, αναλογίες, ταξινόμηση χρόνου, υπολογισμοί. Και στο τέλος μένουν η ζυγαριά και οι προτεραιότητες: Εξοικονομώντας αναλογικά χρόνο και χρήμα, κερδίζουμε σε υγεία, ομορφιά, αυτοπεποίθηση, αν είναι αυτό που ψάχνουμε και μας χρειάζεται, ικανοποίηση αντλημένη από τον καρπό της δημιουργίας, και τελικά κερδίζουμε βήμα βήμα τη ζωή! Κάνοντας ένα βήμα τη φορά, θα είμαστε πάντα λίγο πιο μπροστά από το σημείο στο οποίο βρισκόμασταν νωρίτερα...
Οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Βελισσαρίδη.
__________
[1] Δήμητρα Γουλά, Τι γεύση έχουν τα καλλυντικά σας;, Διόπτρα, Αθήνα, 2013, σσ. 12-13.
Μουσική
Pranzo di Ferragosto (2009)
Περιγραφή
Η μουσική του άλμπουμ, που συμπληρώνει κάτι παραπάνω από είκοσι λεπτά της ώρας, είναι του συνθέτη Ματία Καρατέλο (Mattia Carratello), ο οποίος συνεργάζεται σταθερά τα τελευταία χρόνια με τον τσελίστα Στέφανο Ράτσεβ (Stefano Ratchev) – Ratchev& Carratello. Γνωστοί για τη μουσική επένδυση και άλλων ταινιών, εδώ συνδυάζουν ορχηστρικά και ηλεκτρονικά στοιχεία σε ένα μουσικό άλμπουμ, που, αν και σύντομο, γνώρισε επιτυχία.
«Titine Tango» (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=_8NB4NHQ4-0
«Ribolla» (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=lr6O9pBHbuA
Περιγραφή
Η μουσική του άλμπουμ, που συμπληρώνει κάτι παραπάνω από είκοσι λεπτά της ώρας, είναι του συνθέτη Ματία Καρατέλο (Mattia Carratello), ο οποίος συνεργάζεται σταθερά τα τελευταία χρόνια με τον τσελίστα Στέφανο Ράτσεβ (Stefano Ratchev) – Ratchev& Carratello. Γνωστοί για τη μουσική επένδυση και άλλων ταινιών, εδώ συνδυάζουν ορχηστρικά και ηλεκτρονικά στοιχεία σε ένα μουσικό άλμπουμ, που, αν και σύντομο, γνώρισε επιτυχία.
«Titine Tango» (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=_8NB4NHQ4-0
«Ribolla» (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=lr6O9pBHbuA
Soul Kitchen (2009)
Περιγραφή
Το άλμπουμ της ταινίας είναι διπλό και συμπεριλαμβάνει τραγούδια και ορχηστρικά κομμάτια διάφορων καλλιτεχνών και συγκροτημάτων, όπως «Kool & The Gang», Μπιλ Κόσμπι (Bill Cosby), Ρουθ Μπράουν (Ruth Brown), Ίβαν Τζόουνς (Ivan «Boogaloo Joe» Jones), «Dyke & The Blazers», Μόνγκο Σανταμαρία (Mongo Santamaria), Σιλ Τζόνσον (Syl Johnson), Κέρτις Μέιφιλντ (Curtis Mayfield), «Olympians», «Zapp & Roger», Λούις Άρμστρονγκ (Louis Armstrong), « Isley Brothers», Γιαν Ντιλέι (Jan Delay), Burning Spear (Γουίνστον Ρόντνεϊ), «Silly Walks Movement» feat Γιαν Ντιλέι, «Locomondo», Shantel (Στέφαν Χάντελ), «Love Ravers», «Er France», «Bad Boy Boogiez», Στίβεν Φέφερ (Steven Pfeffer), Παύλος Σιδηρόπουλος, Στιβ Μπέικερ (Steve Baker), «Turtle Bay Country Club», «Broke but Busy» και Χανς Άλμπερς (Hans Albers). Το άλμπουμ είναι πολύ πλούσιο σε μουσικά ακούσματα και συνδυάζει παλαιότερα και πιο σύγχρονα ακούσματα μέσα από διάφορα είδη μουσικής.
«Brown Bag» − Ίβαν Τζόουνς (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=vTQWAPLMyFM
«Arcilla» – Στίβεν Φέφερ (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=MHHGcBreb-E
«Steve’s La Paloma» – Στιβ Μπέικερ (φυσαρμόνικα).
https://www.youtube.com/watch?v=YNqDYPPkq3Y
«Gang Und Gӓbe» – «Broke but Busy».
https://www.youtube.com/watch?v=SqQnKzgIymY
Περιγραφή
Το άλμπουμ της ταινίας είναι διπλό και συμπεριλαμβάνει τραγούδια και ορχηστρικά κομμάτια διάφορων καλλιτεχνών και συγκροτημάτων, όπως «Kool & The Gang», Μπιλ Κόσμπι (Bill Cosby), Ρουθ Μπράουν (Ruth Brown), Ίβαν Τζόουνς (Ivan «Boogaloo Joe» Jones), «Dyke & The Blazers», Μόνγκο Σανταμαρία (Mongo Santamaria), Σιλ Τζόνσον (Syl Johnson), Κέρτις Μέιφιλντ (Curtis Mayfield), «Olympians», «Zapp & Roger», Λούις Άρμστρονγκ (Louis Armstrong), « Isley Brothers», Γιαν Ντιλέι (Jan Delay), Burning Spear (Γουίνστον Ρόντνεϊ), «Silly Walks Movement» feat Γιαν Ντιλέι, «Locomondo», Shantel (Στέφαν Χάντελ), «Love Ravers», «Er France», «Bad Boy Boogiez», Στίβεν Φέφερ (Steven Pfeffer), Παύλος Σιδηρόπουλος, Στιβ Μπέικερ (Steve Baker), «Turtle Bay Country Club», «Broke but Busy» και Χανς Άλμπερς (Hans Albers). Το άλμπουμ είναι πολύ πλούσιο σε μουσικά ακούσματα και συνδυάζει παλαιότερα και πιο σύγχρονα ακούσματα μέσα από διάφορα είδη μουσικής.
«Brown Bag» − Ίβαν Τζόουνς (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=vTQWAPLMyFM
«Arcilla» – Στίβεν Φέφερ (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=MHHGcBreb-E
«Steve’s La Paloma» – Στιβ Μπέικερ (φυσαρμόνικα).
https://www.youtube.com/watch?v=YNqDYPPkq3Y
«Gang Und Gӓbe» – «Broke but Busy».
https://www.youtube.com/watch?v=SqQnKzgIymY
Julie & Julia (2009)
Περιγραφή
Την ορχηστρική μουσική της ταινίας συνέθεσε ο Αλεξάντρ Ντεσπλά (Alexandre Desplat), γνωστός για τη σύνθεση αρκετών κινηματογραφικών άλμπουμ και με έξι υποψηφιότητες για βραβείο Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερης Μουσικής Επένδυσης. Εδώ, εκφράζει την παιχνιδιάρικη ατμόσφαιρα των σκηνών, το ενίοτε περιπαιχτικό ύφος, τη χαρά, τον ενθουσιασμό, την προσδοκία, τη μελαγχολία και τη γλυκύτητα των χαρακτήρων σε κάθε τους πτυχή. Στο άλμπουμ συμπεριλαμβάνονται επιπλέον και πέντε γνωστά τραγούδια: «Psycho Killer» των «Talking Heads», «Mes Emmerdes» σε σύνθεση και ερμηνεία Σαρλ Αζναβούρ (Charles Aznavour), «Stop The Train» σε σύνθεση και ερμηνεία Χένρι Γουλφ (Henry Wolfe), «A Bushel and a Peck», τραγούδι του Φρανκ Λέσερ (Frank Loesser), σε ερμηνεία της Ντόρις Ντέι (Doris Day), και «Time After Time» των Σάμι Καν (Sammy Cahn) και Τζουλ Στάιν (Jule Styne), σε ερμηνεία της Μάργκαρετ Γουίτινγκ (Margaret Whiting).
«Julia’s Theme», Αλεξάντρ Ντεσπλά (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=xi_JJTorDnI
«The New York Times», Αλεξάντρ Ντεσπλά (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=bGpLwLwIryo
Περιγραφή
Την ορχηστρική μουσική της ταινίας συνέθεσε ο Αλεξάντρ Ντεσπλά (Alexandre Desplat), γνωστός για τη σύνθεση αρκετών κινηματογραφικών άλμπουμ και με έξι υποψηφιότητες για βραβείο Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερης Μουσικής Επένδυσης. Εδώ, εκφράζει την παιχνιδιάρικη ατμόσφαιρα των σκηνών, το ενίοτε περιπαιχτικό ύφος, τη χαρά, τον ενθουσιασμό, την προσδοκία, τη μελαγχολία και τη γλυκύτητα των χαρακτήρων σε κάθε τους πτυχή. Στο άλμπουμ συμπεριλαμβάνονται επιπλέον και πέντε γνωστά τραγούδια: «Psycho Killer» των «Talking Heads», «Mes Emmerdes» σε σύνθεση και ερμηνεία Σαρλ Αζναβούρ (Charles Aznavour), «Stop The Train» σε σύνθεση και ερμηνεία Χένρι Γουλφ (Henry Wolfe), «A Bushel and a Peck», τραγούδι του Φρανκ Λέσερ (Frank Loesser), σε ερμηνεία της Ντόρις Ντέι (Doris Day), και «Time After Time» των Σάμι Καν (Sammy Cahn) και Τζουλ Στάιν (Jule Styne), σε ερμηνεία της Μάργκαρετ Γουίτινγκ (Margaret Whiting).
«Julia’s Theme», Αλεξάντρ Ντεσπλά (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=xi_JJTorDnI
«The New York Times», Αλεξάντρ Ντεσπλά (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=bGpLwLwIryo
Io sono l'amore (2009)
Περιγραφή
Το άλμπουμ συμπεριλαμβάνει ολοκληρωμένα μουσικά κομμάτια που λειτουργούν και αυτόνομα χωρίς ν’ αποτελούν μόνο κρίκους της ίδιας αλυσίδας στο σύνολό τους. Πολύ προσεγμένη η δουλειά του Τζον Άνταμς (John Adams), που χρησιμοποιεί υλικό από νέες και παλιότερες συνθέσεις του.
«The Chairman Dances» σε σύνθεση Τζον Άνταμς (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=hvzdstfOlEE
«Lollapalooza» σε σύνθεση Τζον Άνταμς (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=zUs0d7h8WTc
«Shaker Loops: III. Loops And Verses» σε σύνθεση Τζον Άνταμς (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=AweuPt2_MoM
Περιγραφή
Το άλμπουμ συμπεριλαμβάνει ολοκληρωμένα μουσικά κομμάτια που λειτουργούν και αυτόνομα χωρίς ν’ αποτελούν μόνο κρίκους της ίδιας αλυσίδας στο σύνολό τους. Πολύ προσεγμένη η δουλειά του Τζον Άνταμς (John Adams), που χρησιμοποιεί υλικό από νέες και παλιότερες συνθέσεις του.
«The Chairman Dances» σε σύνθεση Τζον Άνταμς (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=hvzdstfOlEE
«Lollapalooza» σε σύνθεση Τζον Άνταμς (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=zUs0d7h8WTc
«Shaker Loops: III. Loops And Verses» σε σύνθεση Τζον Άνταμς (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=AweuPt2_MoM
Eat Pray Love (2010)
Περιγραφή
Την ορχηστρική μουσική της ταινίας συνέθεσε ο Ντάριο Μαριανέλι (Dario Marianelli), αλλά το άλμπουμ συμπληρώνουν και άλλα γνωστά τραγούδια ποπ, ροκ, κλασικής μουσικής, world, φανκ κ.λπ. Κάποιοι από τους μουσικούς και τα συγκροτήματα: Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (Wolfgang Amadeus Mozart), Τζος Ράουζ (Josh Rouse), Γκάτο Μπαρμπιέρι (Gato Barbieri), «Sly & the Family Stone», Νιλ Γιανγκ (Neil Young), Ζουάου Ζουμπέρτου (João Gilberto) κ.ά.
«Heart of Gold» Νιλ Γιανγκ.
https://www.youtube.com/watch?v=u925g6CgKuw
«The Augusteum» σε σύνθεση του Ντάριο Μαριανέλι (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=av5Poyf_tW8
«Attraversiamo» σε σύνθεση του Ντάριο Μαριανέλι (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=6IA_6aL1EEM
Περιγραφή
Την ορχηστρική μουσική της ταινίας συνέθεσε ο Ντάριο Μαριανέλι (Dario Marianelli), αλλά το άλμπουμ συμπληρώνουν και άλλα γνωστά τραγούδια ποπ, ροκ, κλασικής μουσικής, world, φανκ κ.λπ. Κάποιοι από τους μουσικούς και τα συγκροτήματα: Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (Wolfgang Amadeus Mozart), Τζος Ράουζ (Josh Rouse), Γκάτο Μπαρμπιέρι (Gato Barbieri), «Sly & the Family Stone», Νιλ Γιανγκ (Neil Young), Ζουάου Ζουμπέρτου (João Gilberto) κ.ά.
«Heart of Gold» Νιλ Γιανγκ.
https://www.youtube.com/watch?v=u925g6CgKuw
«The Augusteum» σε σύνθεση του Ντάριο Μαριανέλι (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=av5Poyf_tW8
«Attraversiamo» σε σύνθεση του Ντάριο Μαριανέλι (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=6IA_6aL1EEM
Perfect Sense (2011)
Περιγραφή
Η μουσική της ταινίας «Perfect Sense» είναι του Μαξ Ρίχτερ (Max Richter), που έχει συνθέσει τα άλμπουμ πολλών ταινιών. Τα ορχηστρικά του κομμάτια είναι τόσο ατμοσφαιρικά, συνδυάζοντας κλασικά και σύγχρονα στοιχεία στον ήχο, όσο και η ιστορία, εκφράζοντας τη θλίψη, τη χαρά, τη μελαγχολία, το φόβο κ.λπ. Το πιάνο, τα έγχορδα και τα πνευστά κυριαρχούν, ενώ σε κάποια κομμάτια η σύνθεση περιπλέκεται γύρω από ένα όργανο, όπως το πιάνο ή το τσέλο, συνοδεύοντάς το στην ανάπτυξη της μουσικής αφήγησης.
«Sorrow Atoms» – Μαξ Ρίχτερ (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=xNJHx96Drbo
«Luminous» – Μαξ Ρίχτερ (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=gcEW9jXvsNw
«Monologue» – Μαξ Ρίχτερ (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=0IhRrGaAs6g
Περιγραφή
Η μουσική της ταινίας «Perfect Sense» είναι του Μαξ Ρίχτερ (Max Richter), που έχει συνθέσει τα άλμπουμ πολλών ταινιών. Τα ορχηστρικά του κομμάτια είναι τόσο ατμοσφαιρικά, συνδυάζοντας κλασικά και σύγχρονα στοιχεία στον ήχο, όσο και η ιστορία, εκφράζοντας τη θλίψη, τη χαρά, τη μελαγχολία, το φόβο κ.λπ. Το πιάνο, τα έγχορδα και τα πνευστά κυριαρχούν, ενώ σε κάποια κομμάτια η σύνθεση περιπλέκεται γύρω από ένα όργανο, όπως το πιάνο ή το τσέλο, συνοδεύοντάς το στην ανάπτυξη της μουσικής αφήγησης.
«Sorrow Atoms» – Μαξ Ρίχτερ (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=xNJHx96Drbo
«Luminous» – Μαξ Ρίχτερ (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=gcEW9jXvsNw
«Monologue» – Μαξ Ρίχτερ (ορχηστρικό).
https://www.youtube.com/watch?v=0IhRrGaAs6g
Chef (2014)
Περιγραφή
Στο άλμπουμ συμμετέχουν διάφοροι μουσικοί και συγκροτήματα, υποστηρίζοντας το λάτιν ταμπεραμέντο της ταινίας, ενώ ανεβαίνουν επιπλέον οι ρυθμοί και με ροκ κομμάτια, φανκ, ρέγκε ήχους κ.λπ. Έτσι, βρίσκουμε τους Λάιλ Γουόρκμαν (Lyle Workman), Περίκο Χερνάντεζ (Perico Hernandez), «The Hot 8 Brass Band», «Rebirth Brass Band», «Quantic & His Combo Barbaro», «The Martinis», Λούι Ραμίρεζ (Louie Ramirez), «Liquid Liquid» κ.ά.
«I Like It Like That» με Πιτ Ροντρίγκεζ (Pete Rodriguez) και «Boogaloo».
https://www.youtube.com/watch?v=CIJfdVPACyw
«A Message To You Rudy» με Grant Phabao, The Lone Ranger & Carlton Livingston, αρχικά από το άλμπουμ «Bridge of Life».
https://www.youtube.com/watch?v=SLyuCQx2H_M
Περιγραφή
Στο άλμπουμ συμμετέχουν διάφοροι μουσικοί και συγκροτήματα, υποστηρίζοντας το λάτιν ταμπεραμέντο της ταινίας, ενώ ανεβαίνουν επιπλέον οι ρυθμοί και με ροκ κομμάτια, φανκ, ρέγκε ήχους κ.λπ. Έτσι, βρίσκουμε τους Λάιλ Γουόρκμαν (Lyle Workman), Περίκο Χερνάντεζ (Perico Hernandez), «The Hot 8 Brass Band», «Rebirth Brass Band», «Quantic & His Combo Barbaro», «The Martinis», Λούι Ραμίρεζ (Louie Ramirez), «Liquid Liquid» κ.ά.
«I Like It Like That» με Πιτ Ροντρίγκεζ (Pete Rodriguez) και «Boogaloo».
https://www.youtube.com/watch?v=CIJfdVPACyw
«A Message To You Rudy» με Grant Phabao, The Lone Ranger & Carlton Livingston, αρχικά από το άλμπουμ «Bridge of Life».
https://www.youtube.com/watch?v=SLyuCQx2H_M
* Οι πληροφορίες για τα βραβεία Όσκαρ και τους συντελεστές των ταινιών επί το πλείστον προέρχονται από το IMDb site: http://www.imdb.com/
* Κάποια από τα βιβλία αυτού του τεύχους τα προμηθεύτηκα από το βιβλιοπωλείο «Βιβλιοανιχνευτής» του Γιώργου Ζούκα: http://vivlioanihneftis.wordpress.com/
* Το εξώφυλλο είναι έργο της Κινέζας καλλιτέχνιδας Ju Duoqi, με τίτλο «Napoleon on Potatoes».
* Η φωτογραφία και η σύνθεση του οπισθόφυλλου είναι έργο της Μαλαισιανής καλλιτέχνιδας (Red) Hong Yi.
Στο επόμενο 11ο ένθετο τεύχος Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου 2014-2015:
Όλον το χρόνο γιορτή με ταινίες, βιβλία μουσική!
Γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου
* Κάποια από τα βιβλία αυτού του τεύχους τα προμηθεύτηκα από το βιβλιοπωλείο «Βιβλιοανιχνευτής» του Γιώργου Ζούκα: http://vivlioanihneftis.wordpress.com/
* Το εξώφυλλο είναι έργο της Κινέζας καλλιτέχνιδας Ju Duoqi, με τίτλο «Napoleon on Potatoes».
* Η φωτογραφία και η σύνθεση του οπισθόφυλλου είναι έργο της Μαλαισιανής καλλιτέχνιδας (Red) Hong Yi.
Στο επόμενο 11ο ένθετο τεύχος Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου 2014-2015:
Όλον το χρόνο γιορτή με ταινίες, βιβλία μουσική!
Γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου