Η τρελή piñata | Φεβρουάριος-Μάρτιος '14 | 07
Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας! [Δ' Μέρος]

Καλή αρχή από το δεύτερο μήνα του έτους, το μήνα της γιορτής των ερωτευμένων και του Καρναβαλιού, που τον διαδέχεται ο τσουχτερός Μάρτης, όταν θα αποβάλουμε το κρέας, τις πρώτες του μέρες αυτήν τη χρονιά, για να αρχίσει η περίοδος της νηστείας και προετοιμασίας για το Πάσχα, το πέρασμα, ενώ θα οδεύουμε προς την καρδιά της άνοιξης. Άλλωστε η ζωή μία σειρά από μεταβάσεις είναι, κεντημένες στο ίδιο εργόχειρο, που άλλοτε η σύνθεσή τους ή η παράθεσή τους για τη συμπλήρωση του τελικού σκηνικού ξεκινούν από ένα αδιάκοπο μεταξένιο νήμα και άλλες από μάλλινες μαλακές και αραιές ίνες, διαμορφώνοντας σαφείς εικόνες ή καταλήγοντας σε πλεγμένο ιστό. Μέσα σε αυτή την αναπόδραστη πολυπλοκότητα, αρκεί πολλές φορές ένας καλός λόγος είτε ένα θετικό αλληλέγγυο χαμόγελο, για να μας βγάλει από το νοητό λαβύρινθο, ο οποίος συχνά γίνεται πολύ πραγματικός. Και η βάση σε όλα είναι η όποια διάσταση αγάπης κάνει τη ζωή απολαυστική περιπέτεια, ώστε να μην καταδικάζεται σε στεγνό και στυγνό συνάμα αγώνα επιβίωσης χωρίς προοπτική. Η έλλειψη προοπτικής σημαίνει έλλειψη οξυγόνου. Το ανάλογο συμβαίνει και με τα συναισθήματα που προκαλούν χαρά, τα οποία εν πολλοίς σήμερα αντικαθίστανται με χάπια. Ισοδυναμεί με μικρή ιστορία ιλίγγου η ιδέα και μόνο του να γίνεται το ανθρώπινο άγγιγμα ένα στερεοποιημένο σκονάκι. Τα χάπια, πάντως, σίγουρα δεν είναι καραμέλες, ούτε γλυκά, σαν τα ποθητά φιλιά που ροδίζουν τα μάγουλα και ξανάβουν τις διαθέσεις, αποτελώντας φυσικό ρουζ και εξωθώντας σε συναισθηματική αναπτέρωση, δίχως ίχνος παρεμβατισμού ή βιασμού των φυσικών ρυθμών με χημείες.
Το 7ο τεύχος, λοιπόν, Φεβρουαρίου-Μαρτίου είναι αφιερωμένο στον έρωτα, το πιο εθιστικό και σκληρό ναρκωτικό, στην αγάπη και σε όποιον ή όποια βασιλεύει στην καρδιά μας. Η αγάπη βρίσκεται παντού, άλλωστε, με παραλλαγές και πολυμορφίες. Θα διαγράψουμε έναν φανταστικό κύκλο από την περίοδο με τη σοκολάτα του έρωτα, που τη διαδέχεται η σοκολάτα υγείας και καταλήγει λίγο πριν τα σοκολατένια αβγά, τα οποία προοιωνίζουν το παγωτό σοκολάτα. Αλλά δε θα παραμείνουμε στη σοκολάτα, όλες οι γεύσεις που προκαλούν ηδονή συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το ταξίδι, μέσα από παραμύθια κάθε είδους και από όσες ιστορίες πυροδοτούν τη σκέψη και τα συναισθήματα, προειδοποιώντας, επισημαίνοντας και αποτελώντας προστάτες μικρών και μεγάλων. Θα γίνει αναφορά, επομένως, στο είδος μίας γοητείας και ενός αισθησιασμού, που ξεκινά από την κάλυψη βασικών αναγκών και την τέρψη της αισθητικής και φτάνει έως την ανθρωποφαγία. Άλλωστε το φαγητό είναι στενά συνδεδεμένο με κάθε πτυχή της ζωής και με κάθε κοινωνική εκδήλωση, ενώ ο έρωτας συσχετίζεται με την απόλυτη αρχή της. Και αυτό δε συμβαίνει μόνο γιατί, καθώς λένε, περνά από το στομάχι, αλλά γιατί ακόμα και στο λεξιλόγιο μίας ερωτικής «αλληλοκατανάλωσης» χρησιμοποιούνται λέξεις, όπως τρώω, πίνω, γεύομαι, ρουφάω, γλείφω κτλ. Το φαγητό μάς συνοδεύει παντού, ήδη από την παιδική ηλικία, μέχρι να φτάσουμε εκεί. Ξεκινώντας από το μητρικό στήθος, όπου τρώμε τη μητέρα και από τη μητέρα, εισχωρούμε σε έναν κόσμο παραμυθιού, που είναι γεμάτος με εικόνες φαγητού, για να περάσουμε αργότερα σε μία έμμεση έννοια «αλληλοκατανάλωσης» στην ερωτική πλέον σφαίρα. Το παραμύθι και ο μύθος, ωστόσο, λεκτικά και εικονικά προχωρούν ακόμα πιο πέρα, και κατά κυριολεξία, έως την ανθρωποφαγία, αλλά με τρόπο εξωραϊσμένο. Είναι η διάσταση με την οποία αναπόφευκτα έρχεται αντιμέτωπος ούτως ή άλλως ο ενήλικας σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, ακόμα και τα παιδιά στη σκληρή μικροκοινωνία τους, και από την οποία οι αφηγήσεις λειτουργούν μυητικά και προστατευτικά.
Ελάτε να θυμηθούμε μερικές ιστορίες, όπως είναι, για παράδειγμα, στην τραγωδία ο χαρακτήρας της Μήδειας, που εκδικήθηκε τη μοιχεία, ανάμεσα σε άλλα, του άντρα της ταΐζοντάς τον τα παιδιά του. Επίσης την ιστορία του Χάνσελ και της Γκρέτελ, όπου τα δυο παιδιά αφέθηκαν στο δάσος από τον ξυλοκόπο πατέρα τους, γιατί δεν τα ήθελε η μητριά τους, σύμφωνα με κάποιες εκδοχές του παραμυθιού. Αντίστροφα εκεί, αλλά με ανάλογο αποτέλεσμα, η νέα «εξουσία», η νέα μήτρα που παράγει, αντικαθιστά την παλιά και επιδιώκεται ο αφανισμός του σπόρου, προκειμένου να εξαλειφθεί ο ανταγωνισμός. Θυμίζει ό,τι κάνουν τα λιοντάρια με όσα μικρά ανήκουν στον ηττημένο της αγέλης και μοιάζει με ό,τι γινόταν στους βασιλικούς οίκους για την κατάκτηση και την εξασφάλιση του θρόνου. Τα παιδιά, λοιπόν, βρήκαν το καραμελόσπιτο, το δέλεαρ που θα τα οδηγούσε στο σπίτι της μάγισσας και θα τα πάχαινε, για να τα φάει. Εξωραΐζεται λίγο από το γεγονός ότι πρόκειται για μία κακιά μάγισσα, αλλά οπωσδήποτε με ανθρώπινη μορφή, έστω και μη θελκτική. Άλλο ένα παράδειγμα αποτελεί ο «Τζακ και η φασολιά», όπου ο δράκος φωνάζει «ανθρώπινο κρέας μού μυρίζει!». Και πάλι πρόκειται για δράκο ‒ γίγαντα με ανθρώπινη μορφή. Τα παραμύθια, συνεπώς, είχαν πάντα εικόνες ανθρωποφαγίας, βιαιότητας και κάθε είδους δοκιμασίες, που καταλήγουν με τη νίκη του ήρωα ‒ με την ελπίδα και την ψυχική ενδυνάμωση του ακροατή επομένως.
Η ανθρωποφαγία και η ανθρωποθυσία, άλλωστε, ως πρακτικές ασκήθηκαν στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, είτε για καθαρά καταναλωτικούς λόγους ή και για τελετουργικούς, που αφορούσαν ποικίλα ζητήματα, από την επίτευξη της αθανασίας έως και τον εξευμενισμό των θεών, των στοιχείων της φύσης κτλ. Σύγχρονες εκδοχές τους, σε διευρυμένο και παραφρασμένο πλαίσιο, θα μπορούσαν να είναι οι πόλεμοι, η υποστήριξη ενός συστήματος που καταλήγει σε πολίτες του κόσμου πρώτης κατηγορίας και σε παιδιά ενός κατώτερου θεού, η εκμετάλλευση, ακόμα, ανθρώπου από άνθρωπο με τη διακίνηση ναρκωτικών, το human trafficking, την παιδική πορνεία, τις σύγχρονες μορφές δουλειάς, και σε τομείς, όπως η υγεία, για παράδειγμα, για να κερδοσκοπεί μία μειοψηφία, στα θεωρούμενα ως «πολιτισμένα» κράτη, αλλά και μη, και άλλα. Σε όλα τα παραπάνω ενυπάρχουν οι λέξεις-έννοιες τρώω, πεινάω και θυσία, που προκαλούνται από ανθρώπους σε ανθρώπους, ενώ έχει ήδη υποσκελιστεί το όριο πλήρωσης βασικών αναγκών, καθώς επικρατούν οι λέξεις κέρδος, εκμετάλλευση, υπερκατανάλωση κτλ. Επιπλέον, η άλλοτε δυσκολία εξασφάλισης της τροφής, που μπορεί να αναδεικνυόταν ως ανάγκη με αυτή την εμμονή στο φαγητό μέσα στα παραμύθια, με άλλους όρους ισχύει και σήμερα, καθώς η ανεργία και η πείνα είναι και μορφές βίας, που οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα στέρησης, κάνοντας τα παραμύθια πάντα επίκαιρα.
Ας περιφρουρηθούμε, λοιπόν, από κάθε είδος βίας και κακοτοπιάς με θετικές σκέψεις και με αγάπη, την πιο ισχυρή ιδέα, αξία και δύναμη όλων! Και δεν είναι ανάγκη να καταξοδευτείτε, ένα «σ’ αγαπάω» αρκεί, όταν είναι αληθινό, για να έχει νόημα. Προκειμένου να μη μετανιώσετε ποτέ για όλα τα «σ’ αγαπάω» που δεν είπατε, ανοιχτείτε, πάρτε φόρα και μοιράστε αγάπη! Μια απόφαση είναι, σαν μία ανάσα. Και, εν πάση περιπτώσει, γιατί από μένα γκρίνια και μιζέρια μακριά και ούτε αγαπημένες, οι γιορτές γενικότερα γίνονται αφορμή για συνευρέσεις και δίνουν τροφή για σκέψη, όχι μελαγχολία, αλλά μία ευκαιρία για δραστηριοποίηση και όχι για αδράνεια ή άρνηση, πόσο μάλλον αρνητικότητα. Όσο ξενόφερτες κι αν δείχνουν ή προκαλούν ξινίλες. Λίγη σοκολατίτσα από το ψυγείο, λοιπόν, να πάνε κάτω τα φαρμάκια της κακής μας διάθεσης, και ανοίγουμε ατζέντα να θυμηθούμε όσους ξεχνάμε όλον το χρόνο. Και όσους δεν ξεχνάμε βέβαια. Και μην πείτε θα το κάνω όποτε θέλω και όχι εκείνη την ημέρα. Κάν’ το όλο το μήνα, άνθρωπε, κάν’ το κάθε μέρα όλο το χρόνο ή όποτε θες, κάν’ το όμως. Μη μένεις στα λόγια, μόνο για να βρεις αντεπιχείρημα. Οι ερωτευμένοι δε χρειάζονται συμβουλές. Ξέρουν κάθε μέρα τι να κάνουν, κινούνται σε άλλα μήκη κύματος. Οι υπόλοιποι χρειάζονται λίγη ώθηση για έναν έρωτα που υπάρχει σε πολλές μορφές και σε κάθε κρυφή και φανερή πτυχή της ζωής. Su con la vita! Tiratevi su! Πάρτε τα πάνω σας! Και για αυτή την περίπτωση προτείνω πολλές μπουκιές ενός «πνευματώδους», με τη σωστή ποσότητα λικέρ, ζουμερού, δροσερού και όχι στεγνού τιραμισού, συνοδεία ενός σπιτικού λικέρ καφέ για τόνωση…
Τα απλά και ταπεινά γίνονται ενίοτε βατήρας ανύποπτης εκτόξευσης, χωρίς φαντασμαγορίες και με πολύ όμορφο και τρυφερό αποτέλεσμα. Μου τυχαίνει πολλές φορές να με χαιρετούν άγνωστοι στο δρόμο και μετά να μου ζητούν συγνώμη για το λάθος, ενώ τους έχω ήδη απαντήσει ανάλογα, σαν να τους γνωρίζω. Εκεί μπερδεύονται ή άλλοτε αισθάνονται αμήχανα. Όπως κι αν έχει, ένας χαιρετισμός, μία καλημέρα με χαμόγελο εκπέμπουν και προσφέρουν αμφίδρομα μία θετικότητα, ανεξάρτητα από το αν ο αρχικός τους στόχος εκ παραδρομής «ζαλίστηκε» ελαφρώς και έχασε την πορεία του. Γιατί θα έπρεπε κάποιος να απολογείται για αυτά; Μπορεί να γελάσει, για παράδειγμα, με έκπληξη! Είναι μία ευκαιρία να ανταλλάξει κανείς δυο κουβέντες με κάποιον άνθρωπο, που σε άλλη περίπτωση το πιο πιθανό είναι και να μη συνέβαινε ποτέ. Η ζωή είναι μικρή και καλό θα ήταν να αρπάζουμε τις ευκαιρίες για χαμόγελα, πόσο μάλλον των ευχάριστα απρόσμενων και ανώδυνων συναπαντημάτων. Όχι κάτι άλλο, αλλά, έτσι μία σκέψη μοιράζομαι, πως, αν κάποιος αδυνατεί να διαχειριστεί τα μικρά ή τα απαξιώνει ως ασήμαντα, ενώ σε κάτι αρνητικό κάνει την τρίχα τριχιά, όπως θα έλεγε και ο σοφός λαός, τότε στα μεγάλα προτείνω πυξίδα για την πρόληψη πιθανών κρίσεων πανικού, ενώ καθημερινά μάλλον δύσκολα θα φώτιζε ένα τέτοιο πρόσωπο το ταπεινό χαμογελάκι. Μία δοκιμή μπορεί να αποδειχτεί επαρκώς πειστική. Έχει συμβεί να μου αλλάξει η διάθεση από ένα χαμόγελο σε συνδυασμό με τον καλό λόγο από άγνωστους τελείως ανθρώπους ή και από πρόσωπα ενός ευρύτερου κύκλου στην καθημερινότητά μου, όπως είναι ο περιπτεράς, για παράδειγμα, ή ο μανάβης. Πραγματικά, χωρίς να γίνεται κάτι ιδιαίτερο, μόνο με το χαμόγελο αλλάζει η διάθεση, αλλά πρέπει να βγαίνει από την καρδιά. Διαφορετικά ακυρώνεται η ενέργεια ελλείψει περιεχομένου. Θυμάμαι κάποτε μία κυρία στη στάση να μυρίζει τον αέρα γύρω μου σάμπως μαγνητισμένη, αστείο ακούγεται, το αντιλαμβάνομαι, και να μου λέει τι ωραίο το άρωμά σας! Το είπε τόσο ταξιδιάρικα και ειλικρινά, που χάρηκα πολύ περισσότερο από το να μου το έλεγε ένας άντρας, γιατί το εννοούσε όπως το έλεγε χωρίς καμία άλλη στοχοθέτηση.
Σας καλώ να κάνουμε άσκηση του διμήνου την αποδοχή των συναισθημάτων, την έκφραση και την απόλαυσή τους αφορμή ενός μεγάλου νοητού κύκλου που διαγράφουμε εμείς ως όριο. Έστω ότι ανοίγει από τώρα για να κλείσει στην καρδιά της άνοιξης, δίνοντας τη σκυτάλη στον αμέσως επόμενο. Θα είναι το δικό μας μυστικό, ένας κύκλος αγάπης, που, αν ανοίξει, θα είναι πολύ πιο εύκολο να τον διαδεχτούν αλλεπάλληλα κι άλλοι. Κάθε αρχή και δύσκολη, αλλά το ήμισυ του παντός!
Ας ξεκινήσουμε από εδώ με ένα γεύμα ερωτικό, συνοδευμένο με καλό κρασί, που να ολοκληρώνεται με χρωματιστά φρούτα και λαχταριστά γλυκά. Θα μπορούσε ακόμα να διαχυθεί στην ατμόσφαιρα χαλαρή μουσική ή μία χαμηλόφωνη αφήγηση ως ηχητική βάση σε δεύτερο πλάνο. Και αυτό γιατί οι ήχοι που θα έπρεπε να επικρατούν είναι το πλατάγισμα της γλώσσας, το πιπίλισμα των δαχτύλων και το γλείψιμο των χειλιών ως ένδειξη απόλαυσης της κάθε λιχουδιάς στην κατανάλωσή της, και κυρίως της «αλληλοκατανάλωσης»...
Το 7ο τεύχος, λοιπόν, Φεβρουαρίου-Μαρτίου είναι αφιερωμένο στον έρωτα, το πιο εθιστικό και σκληρό ναρκωτικό, στην αγάπη και σε όποιον ή όποια βασιλεύει στην καρδιά μας. Η αγάπη βρίσκεται παντού, άλλωστε, με παραλλαγές και πολυμορφίες. Θα διαγράψουμε έναν φανταστικό κύκλο από την περίοδο με τη σοκολάτα του έρωτα, που τη διαδέχεται η σοκολάτα υγείας και καταλήγει λίγο πριν τα σοκολατένια αβγά, τα οποία προοιωνίζουν το παγωτό σοκολάτα. Αλλά δε θα παραμείνουμε στη σοκολάτα, όλες οι γεύσεις που προκαλούν ηδονή συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το ταξίδι, μέσα από παραμύθια κάθε είδους και από όσες ιστορίες πυροδοτούν τη σκέψη και τα συναισθήματα, προειδοποιώντας, επισημαίνοντας και αποτελώντας προστάτες μικρών και μεγάλων. Θα γίνει αναφορά, επομένως, στο είδος μίας γοητείας και ενός αισθησιασμού, που ξεκινά από την κάλυψη βασικών αναγκών και την τέρψη της αισθητικής και φτάνει έως την ανθρωποφαγία. Άλλωστε το φαγητό είναι στενά συνδεδεμένο με κάθε πτυχή της ζωής και με κάθε κοινωνική εκδήλωση, ενώ ο έρωτας συσχετίζεται με την απόλυτη αρχή της. Και αυτό δε συμβαίνει μόνο γιατί, καθώς λένε, περνά από το στομάχι, αλλά γιατί ακόμα και στο λεξιλόγιο μίας ερωτικής «αλληλοκατανάλωσης» χρησιμοποιούνται λέξεις, όπως τρώω, πίνω, γεύομαι, ρουφάω, γλείφω κτλ. Το φαγητό μάς συνοδεύει παντού, ήδη από την παιδική ηλικία, μέχρι να φτάσουμε εκεί. Ξεκινώντας από το μητρικό στήθος, όπου τρώμε τη μητέρα και από τη μητέρα, εισχωρούμε σε έναν κόσμο παραμυθιού, που είναι γεμάτος με εικόνες φαγητού, για να περάσουμε αργότερα σε μία έμμεση έννοια «αλληλοκατανάλωσης» στην ερωτική πλέον σφαίρα. Το παραμύθι και ο μύθος, ωστόσο, λεκτικά και εικονικά προχωρούν ακόμα πιο πέρα, και κατά κυριολεξία, έως την ανθρωποφαγία, αλλά με τρόπο εξωραϊσμένο. Είναι η διάσταση με την οποία αναπόφευκτα έρχεται αντιμέτωπος ούτως ή άλλως ο ενήλικας σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, ακόμα και τα παιδιά στη σκληρή μικροκοινωνία τους, και από την οποία οι αφηγήσεις λειτουργούν μυητικά και προστατευτικά.
Ελάτε να θυμηθούμε μερικές ιστορίες, όπως είναι, για παράδειγμα, στην τραγωδία ο χαρακτήρας της Μήδειας, που εκδικήθηκε τη μοιχεία, ανάμεσα σε άλλα, του άντρα της ταΐζοντάς τον τα παιδιά του. Επίσης την ιστορία του Χάνσελ και της Γκρέτελ, όπου τα δυο παιδιά αφέθηκαν στο δάσος από τον ξυλοκόπο πατέρα τους, γιατί δεν τα ήθελε η μητριά τους, σύμφωνα με κάποιες εκδοχές του παραμυθιού. Αντίστροφα εκεί, αλλά με ανάλογο αποτέλεσμα, η νέα «εξουσία», η νέα μήτρα που παράγει, αντικαθιστά την παλιά και επιδιώκεται ο αφανισμός του σπόρου, προκειμένου να εξαλειφθεί ο ανταγωνισμός. Θυμίζει ό,τι κάνουν τα λιοντάρια με όσα μικρά ανήκουν στον ηττημένο της αγέλης και μοιάζει με ό,τι γινόταν στους βασιλικούς οίκους για την κατάκτηση και την εξασφάλιση του θρόνου. Τα παιδιά, λοιπόν, βρήκαν το καραμελόσπιτο, το δέλεαρ που θα τα οδηγούσε στο σπίτι της μάγισσας και θα τα πάχαινε, για να τα φάει. Εξωραΐζεται λίγο από το γεγονός ότι πρόκειται για μία κακιά μάγισσα, αλλά οπωσδήποτε με ανθρώπινη μορφή, έστω και μη θελκτική. Άλλο ένα παράδειγμα αποτελεί ο «Τζακ και η φασολιά», όπου ο δράκος φωνάζει «ανθρώπινο κρέας μού μυρίζει!». Και πάλι πρόκειται για δράκο ‒ γίγαντα με ανθρώπινη μορφή. Τα παραμύθια, συνεπώς, είχαν πάντα εικόνες ανθρωποφαγίας, βιαιότητας και κάθε είδους δοκιμασίες, που καταλήγουν με τη νίκη του ήρωα ‒ με την ελπίδα και την ψυχική ενδυνάμωση του ακροατή επομένως.
Η ανθρωποφαγία και η ανθρωποθυσία, άλλωστε, ως πρακτικές ασκήθηκαν στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, είτε για καθαρά καταναλωτικούς λόγους ή και για τελετουργικούς, που αφορούσαν ποικίλα ζητήματα, από την επίτευξη της αθανασίας έως και τον εξευμενισμό των θεών, των στοιχείων της φύσης κτλ. Σύγχρονες εκδοχές τους, σε διευρυμένο και παραφρασμένο πλαίσιο, θα μπορούσαν να είναι οι πόλεμοι, η υποστήριξη ενός συστήματος που καταλήγει σε πολίτες του κόσμου πρώτης κατηγορίας και σε παιδιά ενός κατώτερου θεού, η εκμετάλλευση, ακόμα, ανθρώπου από άνθρωπο με τη διακίνηση ναρκωτικών, το human trafficking, την παιδική πορνεία, τις σύγχρονες μορφές δουλειάς, και σε τομείς, όπως η υγεία, για παράδειγμα, για να κερδοσκοπεί μία μειοψηφία, στα θεωρούμενα ως «πολιτισμένα» κράτη, αλλά και μη, και άλλα. Σε όλα τα παραπάνω ενυπάρχουν οι λέξεις-έννοιες τρώω, πεινάω και θυσία, που προκαλούνται από ανθρώπους σε ανθρώπους, ενώ έχει ήδη υποσκελιστεί το όριο πλήρωσης βασικών αναγκών, καθώς επικρατούν οι λέξεις κέρδος, εκμετάλλευση, υπερκατανάλωση κτλ. Επιπλέον, η άλλοτε δυσκολία εξασφάλισης της τροφής, που μπορεί να αναδεικνυόταν ως ανάγκη με αυτή την εμμονή στο φαγητό μέσα στα παραμύθια, με άλλους όρους ισχύει και σήμερα, καθώς η ανεργία και η πείνα είναι και μορφές βίας, που οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα στέρησης, κάνοντας τα παραμύθια πάντα επίκαιρα.
Ας περιφρουρηθούμε, λοιπόν, από κάθε είδος βίας και κακοτοπιάς με θετικές σκέψεις και με αγάπη, την πιο ισχυρή ιδέα, αξία και δύναμη όλων! Και δεν είναι ανάγκη να καταξοδευτείτε, ένα «σ’ αγαπάω» αρκεί, όταν είναι αληθινό, για να έχει νόημα. Προκειμένου να μη μετανιώσετε ποτέ για όλα τα «σ’ αγαπάω» που δεν είπατε, ανοιχτείτε, πάρτε φόρα και μοιράστε αγάπη! Μια απόφαση είναι, σαν μία ανάσα. Και, εν πάση περιπτώσει, γιατί από μένα γκρίνια και μιζέρια μακριά και ούτε αγαπημένες, οι γιορτές γενικότερα γίνονται αφορμή για συνευρέσεις και δίνουν τροφή για σκέψη, όχι μελαγχολία, αλλά μία ευκαιρία για δραστηριοποίηση και όχι για αδράνεια ή άρνηση, πόσο μάλλον αρνητικότητα. Όσο ξενόφερτες κι αν δείχνουν ή προκαλούν ξινίλες. Λίγη σοκολατίτσα από το ψυγείο, λοιπόν, να πάνε κάτω τα φαρμάκια της κακής μας διάθεσης, και ανοίγουμε ατζέντα να θυμηθούμε όσους ξεχνάμε όλον το χρόνο. Και όσους δεν ξεχνάμε βέβαια. Και μην πείτε θα το κάνω όποτε θέλω και όχι εκείνη την ημέρα. Κάν’ το όλο το μήνα, άνθρωπε, κάν’ το κάθε μέρα όλο το χρόνο ή όποτε θες, κάν’ το όμως. Μη μένεις στα λόγια, μόνο για να βρεις αντεπιχείρημα. Οι ερωτευμένοι δε χρειάζονται συμβουλές. Ξέρουν κάθε μέρα τι να κάνουν, κινούνται σε άλλα μήκη κύματος. Οι υπόλοιποι χρειάζονται λίγη ώθηση για έναν έρωτα που υπάρχει σε πολλές μορφές και σε κάθε κρυφή και φανερή πτυχή της ζωής. Su con la vita! Tiratevi su! Πάρτε τα πάνω σας! Και για αυτή την περίπτωση προτείνω πολλές μπουκιές ενός «πνευματώδους», με τη σωστή ποσότητα λικέρ, ζουμερού, δροσερού και όχι στεγνού τιραμισού, συνοδεία ενός σπιτικού λικέρ καφέ για τόνωση…
Τα απλά και ταπεινά γίνονται ενίοτε βατήρας ανύποπτης εκτόξευσης, χωρίς φαντασμαγορίες και με πολύ όμορφο και τρυφερό αποτέλεσμα. Μου τυχαίνει πολλές φορές να με χαιρετούν άγνωστοι στο δρόμο και μετά να μου ζητούν συγνώμη για το λάθος, ενώ τους έχω ήδη απαντήσει ανάλογα, σαν να τους γνωρίζω. Εκεί μπερδεύονται ή άλλοτε αισθάνονται αμήχανα. Όπως κι αν έχει, ένας χαιρετισμός, μία καλημέρα με χαμόγελο εκπέμπουν και προσφέρουν αμφίδρομα μία θετικότητα, ανεξάρτητα από το αν ο αρχικός τους στόχος εκ παραδρομής «ζαλίστηκε» ελαφρώς και έχασε την πορεία του. Γιατί θα έπρεπε κάποιος να απολογείται για αυτά; Μπορεί να γελάσει, για παράδειγμα, με έκπληξη! Είναι μία ευκαιρία να ανταλλάξει κανείς δυο κουβέντες με κάποιον άνθρωπο, που σε άλλη περίπτωση το πιο πιθανό είναι και να μη συνέβαινε ποτέ. Η ζωή είναι μικρή και καλό θα ήταν να αρπάζουμε τις ευκαιρίες για χαμόγελα, πόσο μάλλον των ευχάριστα απρόσμενων και ανώδυνων συναπαντημάτων. Όχι κάτι άλλο, αλλά, έτσι μία σκέψη μοιράζομαι, πως, αν κάποιος αδυνατεί να διαχειριστεί τα μικρά ή τα απαξιώνει ως ασήμαντα, ενώ σε κάτι αρνητικό κάνει την τρίχα τριχιά, όπως θα έλεγε και ο σοφός λαός, τότε στα μεγάλα προτείνω πυξίδα για την πρόληψη πιθανών κρίσεων πανικού, ενώ καθημερινά μάλλον δύσκολα θα φώτιζε ένα τέτοιο πρόσωπο το ταπεινό χαμογελάκι. Μία δοκιμή μπορεί να αποδειχτεί επαρκώς πειστική. Έχει συμβεί να μου αλλάξει η διάθεση από ένα χαμόγελο σε συνδυασμό με τον καλό λόγο από άγνωστους τελείως ανθρώπους ή και από πρόσωπα ενός ευρύτερου κύκλου στην καθημερινότητά μου, όπως είναι ο περιπτεράς, για παράδειγμα, ή ο μανάβης. Πραγματικά, χωρίς να γίνεται κάτι ιδιαίτερο, μόνο με το χαμόγελο αλλάζει η διάθεση, αλλά πρέπει να βγαίνει από την καρδιά. Διαφορετικά ακυρώνεται η ενέργεια ελλείψει περιεχομένου. Θυμάμαι κάποτε μία κυρία στη στάση να μυρίζει τον αέρα γύρω μου σάμπως μαγνητισμένη, αστείο ακούγεται, το αντιλαμβάνομαι, και να μου λέει τι ωραίο το άρωμά σας! Το είπε τόσο ταξιδιάρικα και ειλικρινά, που χάρηκα πολύ περισσότερο από το να μου το έλεγε ένας άντρας, γιατί το εννοούσε όπως το έλεγε χωρίς καμία άλλη στοχοθέτηση.
Σας καλώ να κάνουμε άσκηση του διμήνου την αποδοχή των συναισθημάτων, την έκφραση και την απόλαυσή τους αφορμή ενός μεγάλου νοητού κύκλου που διαγράφουμε εμείς ως όριο. Έστω ότι ανοίγει από τώρα για να κλείσει στην καρδιά της άνοιξης, δίνοντας τη σκυτάλη στον αμέσως επόμενο. Θα είναι το δικό μας μυστικό, ένας κύκλος αγάπης, που, αν ανοίξει, θα είναι πολύ πιο εύκολο να τον διαδεχτούν αλλεπάλληλα κι άλλοι. Κάθε αρχή και δύσκολη, αλλά το ήμισυ του παντός!
Ας ξεκινήσουμε από εδώ με ένα γεύμα ερωτικό, συνοδευμένο με καλό κρασί, που να ολοκληρώνεται με χρωματιστά φρούτα και λαχταριστά γλυκά. Θα μπορούσε ακόμα να διαχυθεί στην ατμόσφαιρα χαλαρή μουσική ή μία χαμηλόφωνη αφήγηση ως ηχητική βάση σε δεύτερο πλάνο. Και αυτό γιατί οι ήχοι που θα έπρεπε να επικρατούν είναι το πλατάγισμα της γλώσσας, το πιπίλισμα των δαχτύλων και το γλείψιμο των χειλιών ως ένδειξη απόλαυσης της κάθε λιχουδιάς στην κατανάλωσή της, και κυρίως της «αλληλοκατανάλωσης»...
Ταινίες

Hannibal (2001)
Σκηνοθέτης: Σκοτ Ρίντλεϊ
Γλώσσα: Αγγλικά, ιταλικά, ιαπωνικά
Ηθοποιοί: Άντονι Χόπκινς, Τζούλιαν Μουρ, Γκάρι Όλντμαν κ.ά.
Περιγραφή
Πρόσφατα είχε γενέθλια ένας φίλος μου και από λάθος συνεννόηση κατέβηκα να τον περιμένω νωρίτερα, για να περάσει να με πάρει. Άνοιξα ανύποπτη την εξώπορτα της πολυκατοικίας και βρέθηκα μπροστά σε έναν έξαλλο καβγά, ο οποίος δεν κατάλαβα για ποιο λόγο γινόταν. Οι «μαχητές της οδού» δύο οδηγοί, των οποίων η τεστοστερόνη έβρασε, κόχλασε και τράνταζε όλη τη γειτονιά με ένα ανελέητο σφυροκόπημα από επαναλαμβανόμενες ατάκες ιδιόρρυθμου σεναρίου, που ολοένα κλιμακώνονταν και δεν έλεγαν να εκτονωθούν. Τους πλησίασα, μάλιστα, γιατί μέσα στη στραβομάρα μου φοβήθηκα ‒παράλογο, βέβαια, καθώς διακρίνεται από μακάρια ηρεμία‒ μήπως ο φίλος μου είχε μπλεχτεί σε περιπέτειες, καθώς η χροιά της φωνής χάνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της στη στεντόρεια εκδοχή της. Μόλις διαπίστωσα ανακουφισμένη την απουσία του από το παθιασμένα συμπλεκόμενο δίδυμο, απομακρύνθηκα και βυθίστηκα στη μουσική του mp3 μου, περιμένοντας. Τότε σκέφτηκα πως, θέλοντας ή μη, σε τέτοιες περιπτώσεις γίνεται κανείς «ωτακουστής», όταν με τη βίαιη εισβολή των ήχων καλείται να γίνει ακούσια συμμέτοχος. Συσσωρευμένη οργή που βγαίνει με λάθος τρόπο, συλλογίστηκα μετά, και τα νεύρα μου τεντώθηκαν ακόμα πιο πολύ από τη χαμένη ενέργεια που σπαταλιέται για το τίποτα.
Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, νοστάλγησα απερίγραπτα το Hannibal. Αυτός ο χαρακτήρας ‒ αντιήρωας, που, ενώ συγκεντρώνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία, για να τον αντιπαθήσει ο θεατής, καταφέρνει τελικά να ασκήσει απαράμιλλη γοητεία. Ίσως αυτό να συμβαίνει γιατί, χωρίς κανένα κόστος για το θεατή, αναλαμβάνει ένα ρόλο, που δε θα τολμούσε ο ίδιος να αναλάβει, το να «απαλλάξει» την κοινωνία από όσους προσβάλλουν την αισθητική του. Φυσικά, τίθεται μετά το ζήτημα της διακριτικής ευχέρειας και προτίμησης, και το παιχνίδι εκεί που είναι έτοιμο να χαθεί συνειδητοποιούμε προσγειωνόμενοι ότι πρόκειται για ταινία που εκτονώνει έμμεσα τα μύχια συναισθήματα. Ο τρόπος που το κάνει είναι παράδοξος, αλλά διακρίνεται, κατά τη γνώμη μου, από εύστοχο μαύρο χιούμορ. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, η έννοια της ανθρωποφαγίας δεν είναι κάτι καινούριο, περνάει μέσα από τα παραμύθια, ακόμα και στις περιπτώσεις που δε γίνεται συνειδητά αντιληπτή ως τέτοια. Το ερέθισμα, όμως, αποθηκεύεται σε κάποιο χώρο του ασυνείδητου, ενδεχομένως συμπλέοντας με μία κοινωνική πραγματικότητα νοητής και συμβολικής «ανθρωποφαγίας», που λαμβάνει χώρα χωρίς προσχήματα. Τα παραμύθια δρουν ως «παιδαγωγοί», προετοιμάζοντας τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, να αντιμετωπίσουν τον κόσμο. Όπως κι αν έχει, με τη νομιμοποιημένη διαστροφή που προβάλλεται τα τελευταία χρόνια στις κοινωνίες γενικότερα, το να σοκάρεται κάποιος από τουλάχιστον ευφυείς χαρακτήρες, όπως είναι ο Λέκτερ, στο επίπεδο που αναφερόμαστε σε μία ταινία ή σε ένα βιβλίο και εξαιρουμένης της αισθητικής προτίμησης για το είδος, είναι μάλλον προκλητική υποκρισία.
Ο Hannibal είχε βρει τη μυστική συνταγή επιβίωσης, σε ένα ιδιόρρυθμο «παραμύθι» για μεγάλους, διαφεύγοντας πάντα έξυπνα, επιβιώνοντας με κάθε κόστος και βρίσκοντας την ίδια στιγμή τρόπο να απολαμβάνει τις μικρές χαρές της ζωής μέσα σε ένα δικό του συναισθηματικό πλαίσιο. Υπάρχει και η εξήγηση γι’ αυτή του την εξέλιξη σε μεταγενέστερη ταινία, που περιγράφει τα νεανικά του χρόνια. Η ταινία βασίζεται στο τρίτο στη σειρά βιβλίο του συγγραφέα σε σχέση με αυτό τον ήρωα, ενώ στις ταινίες αποτελεί τη συνέχεια του πρώτου μέρους της «Σιωπής των αμνών», δέκα χρόνια μετά το γύρισμά της ‒ ακολούθησαν και άλλες με διάφορα επεισόδια της ζωής του Λέκτερ, χωρίς να συμμορφώνονται απαραίτητα με τη σειρά των βιβλίων. Εδώ ο ήρωας υποστηρίζει τον ιδιαίτερο δεσμό που τον συνδέει με την πράκτορα του FBI Κλαρίς Στάρλινγκ κινούμενος μεταξύ Αμερικής και Ιταλίας, όταν εκείνη αντιμετωπίζει προβλήματα στη δουλειά της, όντας και αποφασισμένη να τον καταδιώξει μόλις κάνει την εμφάνισή του. Οι δύο ήρωες μοιάζουν να είναι ο ένας το αρνητικό του άλλου με αναλογίες στα βασικά τους χαρακτηριστικά.
Φράση που κρατάω:
«Τα περιστέρια πετούν ψηλά και μετά γυρνούν με ελεύθερη πτώση προς τη Γη. Άλλα κάνουν μεγάλες βουτιές, άλλα μικρότερες. Αν ζευγαρώσεις δύο που κάνουν μεγάλες βουτιές, ο απόγονός τους θα πέσει στη Γη».
Κρατάμε από αυτό το «παραμύθι», ανάμεσα σε άλλα, τις αντιθετικές πλευρές των οποίων το ευκταίο σημείο συνάντησης είναι η εξισορρόπηση. Έτσι, πριν κάποιος πέσει, θα προλάβει την τελευταία στιγμή και πάλι να απογειωθεί.
Η ταινία βασίζεται σε ομώνυμο μυθιστόρημα του Τόμας Χάρις.
Σκηνοθέτης: Σκοτ Ρίντλεϊ
Γλώσσα: Αγγλικά, ιταλικά, ιαπωνικά
Ηθοποιοί: Άντονι Χόπκινς, Τζούλιαν Μουρ, Γκάρι Όλντμαν κ.ά.
Περιγραφή
Πρόσφατα είχε γενέθλια ένας φίλος μου και από λάθος συνεννόηση κατέβηκα να τον περιμένω νωρίτερα, για να περάσει να με πάρει. Άνοιξα ανύποπτη την εξώπορτα της πολυκατοικίας και βρέθηκα μπροστά σε έναν έξαλλο καβγά, ο οποίος δεν κατάλαβα για ποιο λόγο γινόταν. Οι «μαχητές της οδού» δύο οδηγοί, των οποίων η τεστοστερόνη έβρασε, κόχλασε και τράνταζε όλη τη γειτονιά με ένα ανελέητο σφυροκόπημα από επαναλαμβανόμενες ατάκες ιδιόρρυθμου σεναρίου, που ολοένα κλιμακώνονταν και δεν έλεγαν να εκτονωθούν. Τους πλησίασα, μάλιστα, γιατί μέσα στη στραβομάρα μου φοβήθηκα ‒παράλογο, βέβαια, καθώς διακρίνεται από μακάρια ηρεμία‒ μήπως ο φίλος μου είχε μπλεχτεί σε περιπέτειες, καθώς η χροιά της φωνής χάνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της στη στεντόρεια εκδοχή της. Μόλις διαπίστωσα ανακουφισμένη την απουσία του από το παθιασμένα συμπλεκόμενο δίδυμο, απομακρύνθηκα και βυθίστηκα στη μουσική του mp3 μου, περιμένοντας. Τότε σκέφτηκα πως, θέλοντας ή μη, σε τέτοιες περιπτώσεις γίνεται κανείς «ωτακουστής», όταν με τη βίαιη εισβολή των ήχων καλείται να γίνει ακούσια συμμέτοχος. Συσσωρευμένη οργή που βγαίνει με λάθος τρόπο, συλλογίστηκα μετά, και τα νεύρα μου τεντώθηκαν ακόμα πιο πολύ από τη χαμένη ενέργεια που σπαταλιέται για το τίποτα.
Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, νοστάλγησα απερίγραπτα το Hannibal. Αυτός ο χαρακτήρας ‒ αντιήρωας, που, ενώ συγκεντρώνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία, για να τον αντιπαθήσει ο θεατής, καταφέρνει τελικά να ασκήσει απαράμιλλη γοητεία. Ίσως αυτό να συμβαίνει γιατί, χωρίς κανένα κόστος για το θεατή, αναλαμβάνει ένα ρόλο, που δε θα τολμούσε ο ίδιος να αναλάβει, το να «απαλλάξει» την κοινωνία από όσους προσβάλλουν την αισθητική του. Φυσικά, τίθεται μετά το ζήτημα της διακριτικής ευχέρειας και προτίμησης, και το παιχνίδι εκεί που είναι έτοιμο να χαθεί συνειδητοποιούμε προσγειωνόμενοι ότι πρόκειται για ταινία που εκτονώνει έμμεσα τα μύχια συναισθήματα. Ο τρόπος που το κάνει είναι παράδοξος, αλλά διακρίνεται, κατά τη γνώμη μου, από εύστοχο μαύρο χιούμορ. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, η έννοια της ανθρωποφαγίας δεν είναι κάτι καινούριο, περνάει μέσα από τα παραμύθια, ακόμα και στις περιπτώσεις που δε γίνεται συνειδητά αντιληπτή ως τέτοια. Το ερέθισμα, όμως, αποθηκεύεται σε κάποιο χώρο του ασυνείδητου, ενδεχομένως συμπλέοντας με μία κοινωνική πραγματικότητα νοητής και συμβολικής «ανθρωποφαγίας», που λαμβάνει χώρα χωρίς προσχήματα. Τα παραμύθια δρουν ως «παιδαγωγοί», προετοιμάζοντας τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, να αντιμετωπίσουν τον κόσμο. Όπως κι αν έχει, με τη νομιμοποιημένη διαστροφή που προβάλλεται τα τελευταία χρόνια στις κοινωνίες γενικότερα, το να σοκάρεται κάποιος από τουλάχιστον ευφυείς χαρακτήρες, όπως είναι ο Λέκτερ, στο επίπεδο που αναφερόμαστε σε μία ταινία ή σε ένα βιβλίο και εξαιρουμένης της αισθητικής προτίμησης για το είδος, είναι μάλλον προκλητική υποκρισία.
Ο Hannibal είχε βρει τη μυστική συνταγή επιβίωσης, σε ένα ιδιόρρυθμο «παραμύθι» για μεγάλους, διαφεύγοντας πάντα έξυπνα, επιβιώνοντας με κάθε κόστος και βρίσκοντας την ίδια στιγμή τρόπο να απολαμβάνει τις μικρές χαρές της ζωής μέσα σε ένα δικό του συναισθηματικό πλαίσιο. Υπάρχει και η εξήγηση γι’ αυτή του την εξέλιξη σε μεταγενέστερη ταινία, που περιγράφει τα νεανικά του χρόνια. Η ταινία βασίζεται στο τρίτο στη σειρά βιβλίο του συγγραφέα σε σχέση με αυτό τον ήρωα, ενώ στις ταινίες αποτελεί τη συνέχεια του πρώτου μέρους της «Σιωπής των αμνών», δέκα χρόνια μετά το γύρισμά της ‒ ακολούθησαν και άλλες με διάφορα επεισόδια της ζωής του Λέκτερ, χωρίς να συμμορφώνονται απαραίτητα με τη σειρά των βιβλίων. Εδώ ο ήρωας υποστηρίζει τον ιδιαίτερο δεσμό που τον συνδέει με την πράκτορα του FBI Κλαρίς Στάρλινγκ κινούμενος μεταξύ Αμερικής και Ιταλίας, όταν εκείνη αντιμετωπίζει προβλήματα στη δουλειά της, όντας και αποφασισμένη να τον καταδιώξει μόλις κάνει την εμφάνισή του. Οι δύο ήρωες μοιάζουν να είναι ο ένας το αρνητικό του άλλου με αναλογίες στα βασικά τους χαρακτηριστικά.
Φράση που κρατάω:
«Τα περιστέρια πετούν ψηλά και μετά γυρνούν με ελεύθερη πτώση προς τη Γη. Άλλα κάνουν μεγάλες βουτιές, άλλα μικρότερες. Αν ζευγαρώσεις δύο που κάνουν μεγάλες βουτιές, ο απόγονός τους θα πέσει στη Γη».
Κρατάμε από αυτό το «παραμύθι», ανάμεσα σε άλλα, τις αντιθετικές πλευρές των οποίων το ευκταίο σημείο συνάντησης είναι η εξισορρόπηση. Έτσι, πριν κάποιος πέσει, θα προλάβει την τελευταία στιγμή και πάλι να απογειωθεί.
Η ταινία βασίζεται σε ομώνυμο μυθιστόρημα του Τόμας Χάρις.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ Κουζίνα (2003)
Σκηνοθέτης: Τάσος Μπουλμέτης
Γλώσσα: Ελληνικά, τούρκικα, αγγλικά
Ηθοποιοί: Γιώργος Χωραφάς, Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Ρένια Λουιζίδου κ.ά.
Περιγραφή
Είναι μία από τις ταινίες που περνούν με τρόπο παραμυθένιο οδυνηρά περιστατικά και συναισθήματα. Όλα στροβιλίζονται κυκλικά γύρω από την αγάπη, το χωρισμό και το θάνατο σε σχέση με ανθρώπους, όνειρα και με τις έννοιες ταυτότητα και πατρίδα. Πασπαλίζονται με μπαχαρικά, συνοδεύονται με αναρίθμητους μεζέδες και συσχετίζονται πάντα με τη γεύση, καθώς και με τη συμμετοχή όλων των αισθήσεων στη διαδικασία του φαγητού. Η ιστορία αφορά μία οικογένεια από την Πόλη και την περιπέτεια της αναγκαστικής εγκατάστασής της στην Ελλάδα μετά τις απελάσεις του 1964, τα προβλήματα προσαρμογής, τις αντιθέσεις και τις δύσκολες συνειδητοποιήσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινείται διαδραστικά και η ιστορία του μικρού Φάνη, που μεγαλώνει, επιστρέφει και τρέφεται με ελπίδα, ψάχνοντας να βρει την άλλη άκρη του κομμένου νήματος.
«Η πολίτικη κουζίνα είναι πολιτική, γιατί είναι φτιαγμένη από ανθρώπους που άφησαν το φαΐ τους στη μέση κάπου αλλού».
Η πλοκή ξεκινάει στο παρόν με έναν καθηγητή αστρονόμο, που περιμένει πάντα τον παππού του, αλλά…
«Φοβάμαι κάποιους ήχους, γιατί πίσω από το κάθε σημαντικό γεγονός της ζωής μου κρύβεται το κουδούνι μίας πόρτας ή ο ήχος ενός τηλεφώνου».
Γιατί «στη ζωή υπάρχουν δυο λογιών άνθρωποι που ταξιδεύουν. Αυτοί που πριν το ταξίδι κοιτάζουν το χάρτη και αυτοί που πριν το ταξίδι κοιτάζουν τον καθρέφτη. Αυτοί που κοιτάζουν το χάρτη φεύγουν. Αυτοί που κοιτάζουν τον καθρέφτη επιστρέφουν».
Και έτσι γυρνάει στο παρελθόν, όταν ήταν ακόμα μικρός στην Κωνσταντινούπολη, το 1959, από όπου αρχίζει το ξετύλιγμα της ιστορίας με μία σειρά εικόνων στην αρχή ‒ θυμίζει video art. Βρισκόμαστε στο μαγαζί μπαχαρικών του παππού του, στην ανατολική πλευρά του Βοσπόρου, όπου ο ήρωας ήρθε σε επαφή με τις γεύσεις, τις μυρωδιές και με τα κρυμμένα μυστικά που φωλιάζουν στην καρδιά κάθε σχετικής λέξης. Και, βέβαια, η σωστή χρήση των μπαχαρικών ανοίξει διάλογο και λύνει ή περιπλέκει τη γλώσσα. Έτσι, ενώ το κύμινο είναι δυνατό και σφίγγει τους ανθρώπους, η κανέλα στους κεφτέδες τούς φέρνει κοντά και κοιτάζονται στα μάτια. Το κάθε μπαχαρικό, όμως, διαθέτει ποικίλες ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Αναφερόμενοι, παρεμπιπτόντως, στην κανέλα, αυτή έλκει επιρροές, σύμφωνα με τις διδαχές του παππού Βασίλη, από τη θεά «Αφροδίτη, που ήταν η πιο όμορφη γυναίκα. Γι’ αυτό η κανέλα είναι και πικρή και γλυκιά όπως όλες οι γυναίκες».
Εκεί ο Φάνης πήρε τα πρώτα μαθήματα αστρονομίας μέσω τον μπαχαρικών, με τον παππού του να του περιγράφει το σύμπαν με αρωματικές σκόνες και γευστικούς κόκκους πάνω σε έναν αυτοσχέδιο χάρτη, καθώς «Η λέξη γαστρονόμος κρύβει μέσα της τη λέξη αστρονόμος». Και όλα πήγαιναν καλά μέχρι που συννέφιασε ο ουρανός και οι διαθέσεις, φέρνοντας την ανατροπή.
«Φοβάμαι τους ανθρώπους που φοράνε στολή […] μα πιο πολύ φοβάμαι τους τελωνειακούς [..] Τραυμάτιζαν τις αποσκευές μας με κιμωλία. Το σημάδι εκείνο έμοιαζε με το τραύμα κάθε πολίτη που ήρθε στην Αθήνα. Πώς οι Τούρκοι μας έδιωξαν σαν Έλληνες και οι Έλληνες μας υποδέχτηκαν σαν Τούρκους».
Και από εδώ αρχίζει το δεύτερο μέρος της ιστορίας, το κυρίως πιάτο ‒οι μεζέδες που ανοίγουν την όρεξη έχουν προηγηθεί και το γλυκό έρχεται στο τρίτο μέρος να απαλύνει λίγο την πληγωμένη αγάπη και το αναπόδραστο τέλος‒, με τον ερχομό της οικογένειας στην Ελλάδα, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, τα πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν, και το μικρό Φάνη να αντιδρά στην απουσία του παππού και στο συναισθηματικό του στρίμωγμα κυρίως μαγειρεύοντας.
Όλο σχεδόν το σενάριο είναι συντεθειμένο με ατάκες που παραμένουν στο μυαλό, γιατί τις διέπει μία ποιητική μέθοδος λεκτικού χειρισμού που καλλιεργεί ένα είδος οικειότητας με το θεατή ‒ ακροατή. Μουσικά, πάντα λεκτικά μιλώντας, εξελίσσεται προοδευτικά μία συμφωνία, η οποία προβάλλει σαν τρεχούμενο νερό τις διάφορες πτυχές της ιστορίας.
Φράση που κρατάω:
«Εσύ να θυμάσαι, όπου και να βρίσκεσαι, να κοιτάζεις τα άστρα, γιατί στον ουρανό είναι πράγματα που βλέπουμε, κι είναι και κάτι πράγματα που δεν βλέπουμε. Εσύ να μιλάς για τα πράγματα που δε βλέπουν οι άλλοι, γιατί στον άνθρωπο αρέσει να ακούει ιστορίες για τα πράγματα που δε βλέπει. Είναι όπως με το φαΐ. Σε μέλει εσένα άμα δε βλέπεις το αλάτι άμα το φαΐ σου είναι νόστιμο; Δε σε μέλει. Εκεί, όμως, είναι η ουσία: στο αλάτι!».
Σκηνές που κρατάω:
Τη μικρή Σαϊμέ να χορεύει στο μικρό Φάνη, όταν μοιράστηκε μαζί της το μυστικό για να γίνονται νόστιμοι οι κεφτέδες.
Το λίκνισμά της στο σιδηροδρομικό σταθμό όταν η οικογένεια του Φάνη έφευγε για την Ελλάδα, ενώ του είχε χαρίσει τα κουζινικά της ως δείγμα αγάπης.
Το χέρι του παππού να «πασπαλίζει» νοητά μπαχαρικά πάνω στο σεντόνι του νοσοκομείου ως στοιχείο αυτοπροσδιορισμού και υπενθύμισης.
Η ταινία τιμήθηκε με πολλά βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και αλλού.
Σκηνοθέτης: Τάσος Μπουλμέτης
Γλώσσα: Ελληνικά, τούρκικα, αγγλικά
Ηθοποιοί: Γιώργος Χωραφάς, Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Ρένια Λουιζίδου κ.ά.
Περιγραφή
Είναι μία από τις ταινίες που περνούν με τρόπο παραμυθένιο οδυνηρά περιστατικά και συναισθήματα. Όλα στροβιλίζονται κυκλικά γύρω από την αγάπη, το χωρισμό και το θάνατο σε σχέση με ανθρώπους, όνειρα και με τις έννοιες ταυτότητα και πατρίδα. Πασπαλίζονται με μπαχαρικά, συνοδεύονται με αναρίθμητους μεζέδες και συσχετίζονται πάντα με τη γεύση, καθώς και με τη συμμετοχή όλων των αισθήσεων στη διαδικασία του φαγητού. Η ιστορία αφορά μία οικογένεια από την Πόλη και την περιπέτεια της αναγκαστικής εγκατάστασής της στην Ελλάδα μετά τις απελάσεις του 1964, τα προβλήματα προσαρμογής, τις αντιθέσεις και τις δύσκολες συνειδητοποιήσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινείται διαδραστικά και η ιστορία του μικρού Φάνη, που μεγαλώνει, επιστρέφει και τρέφεται με ελπίδα, ψάχνοντας να βρει την άλλη άκρη του κομμένου νήματος.
«Η πολίτικη κουζίνα είναι πολιτική, γιατί είναι φτιαγμένη από ανθρώπους που άφησαν το φαΐ τους στη μέση κάπου αλλού».
Η πλοκή ξεκινάει στο παρόν με έναν καθηγητή αστρονόμο, που περιμένει πάντα τον παππού του, αλλά…
«Φοβάμαι κάποιους ήχους, γιατί πίσω από το κάθε σημαντικό γεγονός της ζωής μου κρύβεται το κουδούνι μίας πόρτας ή ο ήχος ενός τηλεφώνου».
Γιατί «στη ζωή υπάρχουν δυο λογιών άνθρωποι που ταξιδεύουν. Αυτοί που πριν το ταξίδι κοιτάζουν το χάρτη και αυτοί που πριν το ταξίδι κοιτάζουν τον καθρέφτη. Αυτοί που κοιτάζουν το χάρτη φεύγουν. Αυτοί που κοιτάζουν τον καθρέφτη επιστρέφουν».
Και έτσι γυρνάει στο παρελθόν, όταν ήταν ακόμα μικρός στην Κωνσταντινούπολη, το 1959, από όπου αρχίζει το ξετύλιγμα της ιστορίας με μία σειρά εικόνων στην αρχή ‒ θυμίζει video art. Βρισκόμαστε στο μαγαζί μπαχαρικών του παππού του, στην ανατολική πλευρά του Βοσπόρου, όπου ο ήρωας ήρθε σε επαφή με τις γεύσεις, τις μυρωδιές και με τα κρυμμένα μυστικά που φωλιάζουν στην καρδιά κάθε σχετικής λέξης. Και, βέβαια, η σωστή χρήση των μπαχαρικών ανοίξει διάλογο και λύνει ή περιπλέκει τη γλώσσα. Έτσι, ενώ το κύμινο είναι δυνατό και σφίγγει τους ανθρώπους, η κανέλα στους κεφτέδες τούς φέρνει κοντά και κοιτάζονται στα μάτια. Το κάθε μπαχαρικό, όμως, διαθέτει ποικίλες ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Αναφερόμενοι, παρεμπιπτόντως, στην κανέλα, αυτή έλκει επιρροές, σύμφωνα με τις διδαχές του παππού Βασίλη, από τη θεά «Αφροδίτη, που ήταν η πιο όμορφη γυναίκα. Γι’ αυτό η κανέλα είναι και πικρή και γλυκιά όπως όλες οι γυναίκες».
Εκεί ο Φάνης πήρε τα πρώτα μαθήματα αστρονομίας μέσω τον μπαχαρικών, με τον παππού του να του περιγράφει το σύμπαν με αρωματικές σκόνες και γευστικούς κόκκους πάνω σε έναν αυτοσχέδιο χάρτη, καθώς «Η λέξη γαστρονόμος κρύβει μέσα της τη λέξη αστρονόμος». Και όλα πήγαιναν καλά μέχρι που συννέφιασε ο ουρανός και οι διαθέσεις, φέρνοντας την ανατροπή.
«Φοβάμαι τους ανθρώπους που φοράνε στολή […] μα πιο πολύ φοβάμαι τους τελωνειακούς [..] Τραυμάτιζαν τις αποσκευές μας με κιμωλία. Το σημάδι εκείνο έμοιαζε με το τραύμα κάθε πολίτη που ήρθε στην Αθήνα. Πώς οι Τούρκοι μας έδιωξαν σαν Έλληνες και οι Έλληνες μας υποδέχτηκαν σαν Τούρκους».
Και από εδώ αρχίζει το δεύτερο μέρος της ιστορίας, το κυρίως πιάτο ‒οι μεζέδες που ανοίγουν την όρεξη έχουν προηγηθεί και το γλυκό έρχεται στο τρίτο μέρος να απαλύνει λίγο την πληγωμένη αγάπη και το αναπόδραστο τέλος‒, με τον ερχομό της οικογένειας στην Ελλάδα, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, τα πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν, και το μικρό Φάνη να αντιδρά στην απουσία του παππού και στο συναισθηματικό του στρίμωγμα κυρίως μαγειρεύοντας.
Όλο σχεδόν το σενάριο είναι συντεθειμένο με ατάκες που παραμένουν στο μυαλό, γιατί τις διέπει μία ποιητική μέθοδος λεκτικού χειρισμού που καλλιεργεί ένα είδος οικειότητας με το θεατή ‒ ακροατή. Μουσικά, πάντα λεκτικά μιλώντας, εξελίσσεται προοδευτικά μία συμφωνία, η οποία προβάλλει σαν τρεχούμενο νερό τις διάφορες πτυχές της ιστορίας.
Φράση που κρατάω:
«Εσύ να θυμάσαι, όπου και να βρίσκεσαι, να κοιτάζεις τα άστρα, γιατί στον ουρανό είναι πράγματα που βλέπουμε, κι είναι και κάτι πράγματα που δεν βλέπουμε. Εσύ να μιλάς για τα πράγματα που δε βλέπουν οι άλλοι, γιατί στον άνθρωπο αρέσει να ακούει ιστορίες για τα πράγματα που δε βλέπει. Είναι όπως με το φαΐ. Σε μέλει εσένα άμα δε βλέπεις το αλάτι άμα το φαΐ σου είναι νόστιμο; Δε σε μέλει. Εκεί, όμως, είναι η ουσία: στο αλάτι!».
Σκηνές που κρατάω:
Τη μικρή Σαϊμέ να χορεύει στο μικρό Φάνη, όταν μοιράστηκε μαζί της το μυστικό για να γίνονται νόστιμοι οι κεφτέδες.
Το λίκνισμά της στο σιδηροδρομικό σταθμό όταν η οικογένεια του Φάνη έφευγε για την Ελλάδα, ενώ του είχε χαρίσει τα κουζινικά της ως δείγμα αγάπης.
Το χέρι του παππού να «πασπαλίζει» νοητά μπαχαρικά πάνω στο σεντόνι του νοσοκομείου ως στοιχείο αυτοπροσδιορισμού και υπενθύμισης.
Η ταινία τιμήθηκε με πολλά βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και αλλού.

Salmer fra kjøkkenet (2003)
(Kitchen Stories)
Σκηνοθέτης: Μπεντ Χάμερ (Bent Hamer)
Γλώσσα: σουηδικά, νορβηγικά
Ηθοποιοί: Joachim Calmeyer, Bjorn Floberg, Tomas Nostrom κ.ά.
Περιγραφή
Το 1944 ιδρύθηκε στη Σουηδία το Ινστιτούτο Έρευνας Οικιακού Εξοπλισμού (HFI). Στα εργαστήριά του εξεταζόταν με διάφορα πειράματα ο εξοπλισμός της κουζίνας, με στόχο τη δημιουργία ολοένα και πιο λειτουργικών συσκευών, όπως ήταν ο πατατοκόφτης και η πιατοθήκη. Η έρευνα αφορούσε, επίσης, την παρατήρηση της Σουηδέζας νοικοκυράς στο χώρο της με την κατάρτιση σχεδιαγραμμάτων διαδρομών μέσα στις κουζίνες. Έτσι διαπιστώθηκε ότι διένυαν χιλιόμετρα, που αντιστοιχούσαν σε μακρινά ταξίδια. Ίσως σκοπός των ερευνών, ανάμεσα σε άλλα, να ήταν η κατάλληλη διαρρύθμιση για εξοικονόμηση χρόνου και χώρου. Στη συνέχεια, όμως, επεκτάθηκε η έρευνα και στους εργένηδες. Τότε, εκπαιδευμένοι παρατηρητές πήγαν σε ένα χωριό της Νορβηγίας με πολλούς εργένηδες, ώστε να καταγραφεί η καθημερινότητά τους μέσα στην κουζίνα. Οι παρατηρητές θα έμεναν σε τρέιλερ, που έφεραν μαζί τους από τη Σουηδία, δίπλα στο σπίτι του εθελοντή ‒ υποκειμένου έρευνας. Επιπλέον, ένα ψηλό σκαμνί ήταν ήδη στημένο μέσα στην κουζίνα, ώστε να υπάρχει γενική εποπτεία της καθώς και εποπτεία των κινήσεων του εθελοντή από ψηλά, διευκολύνοντας τον παρατηρητή να κρατάει σημειώσεις. Απαγορευόταν να αναπτυχθεί η οποιαδήποτε σχέση μεταξύ παρατηρούμενου και παρατηρητή, για να μην αλλοιωθούν το δείγμα της έρευνας και τα αποτελέσματα της παρατήρησης. Η ανθρώπινη επαφή, ωστόσο, όσο συγκρουσιακή κι αν φαίνεται ή προκαλεί αμηχανία στην αρχή, δύσκολα στεγανοποιείται εργαστηριακά.
Έτσι προκύπτουν σταδιακά τα κοινά σημεία και οι διαφορές Σουηδών και Νορβηγών, η στάση των δύο χωρών στον πόλεμο, η αντίληψη των πολιτών τους για αυτή και άλλα, μέσα από παράδοξα, ευτράπελα και συγκινητικά επεισόδια, αποδοσμένα με γλυκόπικρο χιούμορ. Αφορμή της κουζίνας παρελαύνουν ρέγκες, σοκολάτες, καφές, τυριά, αλλαντικά, μία τούρτα γενεθλίων, μπίρες, μπέρμπον, μία ξεστρατισμένη αλατιέρα, πολύ πιπέρι που προκαλεί φτέρνισμα, και διάφορα τοπικά προϊόντα των δύο χωρών. Έχουν ενδιαφέρον και οι μικρές λεπτομέρειες που καταγράφουν τις συνήθειες της εποχής. Μία από αυτές είναι το κάπνισμα, το οποίο επιτρεπόταν παντού, ακόμα και στο γιατρό, που εξέταζε στο ιατρείο του με στηθοσκόπιο τον ασθενή καπνίζοντας. Τέλος, αναδεικνύεται, μέσα από την ταινία, το κατά πόσο το πείσμα και η ανάγκη επικοινωνίας μπορούν να παρεμποδίσουν ή να εξωθήσουν σε νέα διάσταση την επιστημονική παρατήρηση και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Η ταινία κέρδισε διακρίσεις και υποψηφιότητες σε διάφορα φεστιβάλ.
(Kitchen Stories)
Σκηνοθέτης: Μπεντ Χάμερ (Bent Hamer)
Γλώσσα: σουηδικά, νορβηγικά
Ηθοποιοί: Joachim Calmeyer, Bjorn Floberg, Tomas Nostrom κ.ά.
Περιγραφή
Το 1944 ιδρύθηκε στη Σουηδία το Ινστιτούτο Έρευνας Οικιακού Εξοπλισμού (HFI). Στα εργαστήριά του εξεταζόταν με διάφορα πειράματα ο εξοπλισμός της κουζίνας, με στόχο τη δημιουργία ολοένα και πιο λειτουργικών συσκευών, όπως ήταν ο πατατοκόφτης και η πιατοθήκη. Η έρευνα αφορούσε, επίσης, την παρατήρηση της Σουηδέζας νοικοκυράς στο χώρο της με την κατάρτιση σχεδιαγραμμάτων διαδρομών μέσα στις κουζίνες. Έτσι διαπιστώθηκε ότι διένυαν χιλιόμετρα, που αντιστοιχούσαν σε μακρινά ταξίδια. Ίσως σκοπός των ερευνών, ανάμεσα σε άλλα, να ήταν η κατάλληλη διαρρύθμιση για εξοικονόμηση χρόνου και χώρου. Στη συνέχεια, όμως, επεκτάθηκε η έρευνα και στους εργένηδες. Τότε, εκπαιδευμένοι παρατηρητές πήγαν σε ένα χωριό της Νορβηγίας με πολλούς εργένηδες, ώστε να καταγραφεί η καθημερινότητά τους μέσα στην κουζίνα. Οι παρατηρητές θα έμεναν σε τρέιλερ, που έφεραν μαζί τους από τη Σουηδία, δίπλα στο σπίτι του εθελοντή ‒ υποκειμένου έρευνας. Επιπλέον, ένα ψηλό σκαμνί ήταν ήδη στημένο μέσα στην κουζίνα, ώστε να υπάρχει γενική εποπτεία της καθώς και εποπτεία των κινήσεων του εθελοντή από ψηλά, διευκολύνοντας τον παρατηρητή να κρατάει σημειώσεις. Απαγορευόταν να αναπτυχθεί η οποιαδήποτε σχέση μεταξύ παρατηρούμενου και παρατηρητή, για να μην αλλοιωθούν το δείγμα της έρευνας και τα αποτελέσματα της παρατήρησης. Η ανθρώπινη επαφή, ωστόσο, όσο συγκρουσιακή κι αν φαίνεται ή προκαλεί αμηχανία στην αρχή, δύσκολα στεγανοποιείται εργαστηριακά.
Έτσι προκύπτουν σταδιακά τα κοινά σημεία και οι διαφορές Σουηδών και Νορβηγών, η στάση των δύο χωρών στον πόλεμο, η αντίληψη των πολιτών τους για αυτή και άλλα, μέσα από παράδοξα, ευτράπελα και συγκινητικά επεισόδια, αποδοσμένα με γλυκόπικρο χιούμορ. Αφορμή της κουζίνας παρελαύνουν ρέγκες, σοκολάτες, καφές, τυριά, αλλαντικά, μία τούρτα γενεθλίων, μπίρες, μπέρμπον, μία ξεστρατισμένη αλατιέρα, πολύ πιπέρι που προκαλεί φτέρνισμα, και διάφορα τοπικά προϊόντα των δύο χωρών. Έχουν ενδιαφέρον και οι μικρές λεπτομέρειες που καταγράφουν τις συνήθειες της εποχής. Μία από αυτές είναι το κάπνισμα, το οποίο επιτρεπόταν παντού, ακόμα και στο γιατρό, που εξέταζε στο ιατρείο του με στηθοσκόπιο τον ασθενή καπνίζοντας. Τέλος, αναδεικνύεται, μέσα από την ταινία, το κατά πόσο το πείσμα και η ανάγκη επικοινωνίας μπορούν να παρεμποδίσουν ή να εξωθήσουν σε νέα διάσταση την επιστημονική παρατήρηση και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Η ταινία κέρδισε διακρίσεις και υποψηφιότητες σε διάφορα φεστιβάλ.

Dumplings (2004)
(Νοσηρό Γεύμα)
Σκηνοθέτης: Φρουτ Χαν
Γλώσσα: Καντονέζικα, μανδαρινική διάλεκτος
Ηθοποιοί: Πολίν Λο, Μπάι Λινγκ κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία αποτελεί μέρος μίας τριλογίας ταινιών, που κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Νοσηρή Τριλογία», σκηνοθετημένη η καθεμία από διαφορετικό σκηνοθέτη. Είχα δει και τον «Ακρωτηριασμό» παλιότερα. Υπάρχει μία έννοια ακρότητας ως προς τη νοσηρότητα, που παρουσιάζεται όμως με τη λογική τού πόσα είναι κάποιος διατεθειμένος να θυσιάσει για τη ματαιοδοξία, τη φιλοδοξία, τα πάθη του, αναδεικνύοντας ένα εσωτερικό και κοινωνικό κενό. Η συγκεκριμένη ταινία προβάλλει, βάσει αυτού του σκεπτικού, τις μακιαβελικές πτυχές της ανθρώπινης φύσης που ξεπερνάει το όριο, και ιδίως μες στο πλαίσιο των σύγχρονων ρυθμών φρενίτιδας και αποξένωσης, οι οποίοι ισοπεδώνουν κάθε δικλείδα ασφάλειας. Διαφαίνονται, επιπλέον, συμβολισμοί όχι μόνο σε σχέση με τις προσωπικές νευρώσεις ή με την αγωνία της σταδιακής έκπτωσης και εν τέλει του θανάτου, αλλά και αναφορικά με τη σύγκρουση παλιάς και νέας γενιάς και με τις ταξικές διαφορές, μέσα σε έναν αυξανόμενο ανταγωνισμό, που μεταφορικά καταλήγουν εν δυνάμει στη μικρογραφία μίας νέας κοινωνικής «ηρωδιάδας», με πολλές προεκτάσεις και για διάφορους λόγους.
Πιο συγκεκριμένα, η κεντρική ηρωίδα, κυρία Λι, είναι μία αποσυρμένη ηθοποιός της τηλεόρασης στο Χονγκ Κονγκ, που περνάει κρίση ηλικίας στο κύκνειο άσμα της ύστερης νιότης της και ενώ ο πλούσιος σύζυγός της εμφανίζεται λάτρης του νεανικού ποδόγυρου, επιδεινώνοντας την κατάσταση. Έτσι, αποφασίζει να επισκεφτεί μία γυναίκα, τη Μέι, που φαίνεται πολύ νεότερη από τη βιολογική της ηλικία και είναι γνωστή, σε όσους μπορούν να αγοράσουν κάτι ανάλογο, για την επινόηση ενός ελιξιρίου νεότητας. Η Μέι, όμως, έχει μία σκοτεινή και μυστήρια ιστορία σε σχέση με την πρώην και τη νυν επαγγελματική της δραστηριότητα, που δημιουργεί στη Λι αμφιβολίες. Ωστόσο, επιδίδεται στην κατανάλωση ντάμπλπινγκς, ακολουθώντας τις διατροφικές οδηγίες της Μέι, χωρίς να ξέρει τι εμπεριέχουν. Η μέθοδος δείχνει να αποδίδει καρπούς, παρ’ όλες τις αρχικές της επιφυλάξεις, αλλά σταδιακά εθίζεται σε αυτή, επιζητώντας επιτακτικά όλο και πιο δραστικά αποτελέσματα. Τότε η Λι καλείται να συμμετέχει πιο ενεργά στη διαδικασία, ανακαλύπτοντας το μυστικό της συνταγής, και κυρίως το πού είναι έτοιμη και αποφασισμένη να φτάσει, προκειμένου να ξεγελάσει το χρόνο.
(Νοσηρό Γεύμα)
Σκηνοθέτης: Φρουτ Χαν
Γλώσσα: Καντονέζικα, μανδαρινική διάλεκτος
Ηθοποιοί: Πολίν Λο, Μπάι Λινγκ κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία αποτελεί μέρος μίας τριλογίας ταινιών, που κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Νοσηρή Τριλογία», σκηνοθετημένη η καθεμία από διαφορετικό σκηνοθέτη. Είχα δει και τον «Ακρωτηριασμό» παλιότερα. Υπάρχει μία έννοια ακρότητας ως προς τη νοσηρότητα, που παρουσιάζεται όμως με τη λογική τού πόσα είναι κάποιος διατεθειμένος να θυσιάσει για τη ματαιοδοξία, τη φιλοδοξία, τα πάθη του, αναδεικνύοντας ένα εσωτερικό και κοινωνικό κενό. Η συγκεκριμένη ταινία προβάλλει, βάσει αυτού του σκεπτικού, τις μακιαβελικές πτυχές της ανθρώπινης φύσης που ξεπερνάει το όριο, και ιδίως μες στο πλαίσιο των σύγχρονων ρυθμών φρενίτιδας και αποξένωσης, οι οποίοι ισοπεδώνουν κάθε δικλείδα ασφάλειας. Διαφαίνονται, επιπλέον, συμβολισμοί όχι μόνο σε σχέση με τις προσωπικές νευρώσεις ή με την αγωνία της σταδιακής έκπτωσης και εν τέλει του θανάτου, αλλά και αναφορικά με τη σύγκρουση παλιάς και νέας γενιάς και με τις ταξικές διαφορές, μέσα σε έναν αυξανόμενο ανταγωνισμό, που μεταφορικά καταλήγουν εν δυνάμει στη μικρογραφία μίας νέας κοινωνικής «ηρωδιάδας», με πολλές προεκτάσεις και για διάφορους λόγους.
Πιο συγκεκριμένα, η κεντρική ηρωίδα, κυρία Λι, είναι μία αποσυρμένη ηθοποιός της τηλεόρασης στο Χονγκ Κονγκ, που περνάει κρίση ηλικίας στο κύκνειο άσμα της ύστερης νιότης της και ενώ ο πλούσιος σύζυγός της εμφανίζεται λάτρης του νεανικού ποδόγυρου, επιδεινώνοντας την κατάσταση. Έτσι, αποφασίζει να επισκεφτεί μία γυναίκα, τη Μέι, που φαίνεται πολύ νεότερη από τη βιολογική της ηλικία και είναι γνωστή, σε όσους μπορούν να αγοράσουν κάτι ανάλογο, για την επινόηση ενός ελιξιρίου νεότητας. Η Μέι, όμως, έχει μία σκοτεινή και μυστήρια ιστορία σε σχέση με την πρώην και τη νυν επαγγελματική της δραστηριότητα, που δημιουργεί στη Λι αμφιβολίες. Ωστόσο, επιδίδεται στην κατανάλωση ντάμπλπινγκς, ακολουθώντας τις διατροφικές οδηγίες της Μέι, χωρίς να ξέρει τι εμπεριέχουν. Η μέθοδος δείχνει να αποδίδει καρπούς, παρ’ όλες τις αρχικές της επιφυλάξεις, αλλά σταδιακά εθίζεται σε αυτή, επιζητώντας επιτακτικά όλο και πιο δραστικά αποτελέσματα. Τότε η Λι καλείται να συμμετέχει πιο ενεργά στη διαδικασία, ανακαλύπτοντας το μυστικό της συνταγής, και κυρίως το πού είναι έτοιμη και αποφασισμένη να φτάσει, προκειμένου να ξεγελάσει το χρόνο.

Sideways (2004)
(Πλαγίως)
Σκηνοθέτης: Αλεξάντερ Πέιν
Γλώσσα: Αγγλικά, αρμένικα
Ηθοποιοί: Πολ Τζιαμάτι, Τόμας Χέιντεν Τσερτς, Βιρτζίνια Μάντσεν κ.ά.
Περιγραφή
Δύο φίλοι, λίγο πριν το γάμο του ενός και ενώ ο γάμος του άλλου είναι ήδη διαλυμένος από χρόνια, κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι σε διάφορους αμπελώνες. Αυτό εξελίσσεται σε μία πορεία ενδοσκοπήσεων, συνειδητοποιήσεων και προσωπικών αναζητήσεων, που προκαλούν τη μεταξύ τους σύγκρουση, τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης τους καθώς και την επανεξέταση της σχέσης τους με τον εαυτό τους. Ο δοκιμαστής κρασιού Μάιλς, Πολ Τζιαμάτι, ο φίλος του μέλλοντα γαμπρού, χωρίς να είναι επαγγελματίας, αλλά ασχολούμενος με το κρασί από πάθος, δίνει εύγλωττα μία περιγραφή του χαρακτήρα του μέσα από την ανάλυση μίας ποικιλίας:
«Να σου κάνω μία προσωπική ερώτηση; Γιατί σου αρέσει τόσο το Πινό (Pinot);».
«Είναι ένα σταφύλι απαιτητικό στην καλλιέργειά του, με λεπτή φλούδα, ιδιόρρυθμη ψυχοσύνθεση, ωριμάζει πρώιμα, δε διαθέτει τεχνικές επιβίωσης όπως το Καμπερνέ (Cabernet), που φυτρώνει οπουδήποτε και ευδοκιμεί ακόμα κι όταν παραμελείται. Το Πινό χρειάζεται συνεχή φροντίδα και προσοχή. Καλλιεργείται, μάλιστα, μόνο σε πολύ συγκεκριμένες και μικρές γωνιές του κόσμου, και μόνο οι πιο υπομονετικοί και επιμελείς καλλιεργητές πράγματι τα καταφέρνουν. Χρειάζεται χρόνος, για να κατανοήσει κανείς τη δυναμική του Πινό. Και τότε μπορεί να το καλοπιάσει, ώστε να εκφραστεί πλήρως. Τότε τα αρώματά του γίνονται πιο συναρπαστικά, εξαίσια και διακριτικά, τα πιο παλιά στον πλανήτη».
Σε αυτή την ταινία που οι χαρακτήρες πίνουν πιο πολύ από ό,τι τρώνε, το κρασί γίνεται προσωπική υπόθεση και αποτελεί ζωντανό οργανισμό. Γιατί, πέραν της υπερβολής, το προσεγγίζουν με αγάπη και τρυφερότητα.
Ο Μάιλς μάς δίνει μία σαφή ιδέα αυτής της αγάπης:
«Είχα οξυδερκή ουρανίσκο. Όσο πιο πολύ έπινα, τόσο πιο πολύ μου άρεσαν τα όσα σκεφτόμουν. Μου αρέσει να σκέφτομαι για τη ζωή του κρασιού. Είναι κάτι ζωντανό. Τι γινόταν τη χρονιά που καλλιεργούνταν τα σταφύλια, πώς έλαμπε ο ήλιος, αν έβρεχε, όλους όσοι κατασκήνωσαν και μάζεψαν τα σταφύλια, και, αν πρόκειται για ένα πολύ παλιό κρασί, το πόσοι θα έχουν πεθάνει έως τώρα. Μου αρέσει η εξέλιξή του. Το γεγονός ότι το ίδιο κρασί, αν το άνοιγες οποιαδήποτε άλλη μέρα, θα είχε διαφορετική γεύση. Γιατί ένα μπουκάλι κρασί είναι ζωντανό, εξελίσσεται διαρκώς και κερδίζει σε πολυπλοκότητα μέχρι να φτάσει στο αποκορύφωμά του. Και μετά αρχίζει η σταθερή και αναπόφευκτη πτώση. Και έχει τόσο ωραία γεύση…».
Θα μπορούσε να αποτελεί και τη συμβολική περιγραφή μίας σχέσης, όπως εκείνης των δύο φίλων, ή όποιας άλλης μέσα στην ταινία, του όποιου κύκλου επιδέχεται αρχή, μέση κα τέλος. Με μέτρο, λοιπόν, επιλέγουμε το σωστό κρασί για την κάθε περίπτωση και χωρίς υπερβολή, για να διατηρούνται οι γευστικές ισορροπίες.
Ατάκα που κρατάω:
«Το χρώμα στο κόκκινο κρασί προκύπτει από τη φλούδα. Χωρίς τη φλούδα παίρνουμε λευκό».
Η ταινία το 2005 κέρδισε Όσκαρ Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου και υποψηφιότητες στις κατηγορίες Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερου Β’ Γυναικείου Ρόλου και Καλύτερης Σκηνοθεσίας.
(Πλαγίως)
Σκηνοθέτης: Αλεξάντερ Πέιν
Γλώσσα: Αγγλικά, αρμένικα
Ηθοποιοί: Πολ Τζιαμάτι, Τόμας Χέιντεν Τσερτς, Βιρτζίνια Μάντσεν κ.ά.
Περιγραφή
Δύο φίλοι, λίγο πριν το γάμο του ενός και ενώ ο γάμος του άλλου είναι ήδη διαλυμένος από χρόνια, κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι σε διάφορους αμπελώνες. Αυτό εξελίσσεται σε μία πορεία ενδοσκοπήσεων, συνειδητοποιήσεων και προσωπικών αναζητήσεων, που προκαλούν τη μεταξύ τους σύγκρουση, τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης τους καθώς και την επανεξέταση της σχέσης τους με τον εαυτό τους. Ο δοκιμαστής κρασιού Μάιλς, Πολ Τζιαμάτι, ο φίλος του μέλλοντα γαμπρού, χωρίς να είναι επαγγελματίας, αλλά ασχολούμενος με το κρασί από πάθος, δίνει εύγλωττα μία περιγραφή του χαρακτήρα του μέσα από την ανάλυση μίας ποικιλίας:
«Να σου κάνω μία προσωπική ερώτηση; Γιατί σου αρέσει τόσο το Πινό (Pinot);».
«Είναι ένα σταφύλι απαιτητικό στην καλλιέργειά του, με λεπτή φλούδα, ιδιόρρυθμη ψυχοσύνθεση, ωριμάζει πρώιμα, δε διαθέτει τεχνικές επιβίωσης όπως το Καμπερνέ (Cabernet), που φυτρώνει οπουδήποτε και ευδοκιμεί ακόμα κι όταν παραμελείται. Το Πινό χρειάζεται συνεχή φροντίδα και προσοχή. Καλλιεργείται, μάλιστα, μόνο σε πολύ συγκεκριμένες και μικρές γωνιές του κόσμου, και μόνο οι πιο υπομονετικοί και επιμελείς καλλιεργητές πράγματι τα καταφέρνουν. Χρειάζεται χρόνος, για να κατανοήσει κανείς τη δυναμική του Πινό. Και τότε μπορεί να το καλοπιάσει, ώστε να εκφραστεί πλήρως. Τότε τα αρώματά του γίνονται πιο συναρπαστικά, εξαίσια και διακριτικά, τα πιο παλιά στον πλανήτη».
Σε αυτή την ταινία που οι χαρακτήρες πίνουν πιο πολύ από ό,τι τρώνε, το κρασί γίνεται προσωπική υπόθεση και αποτελεί ζωντανό οργανισμό. Γιατί, πέραν της υπερβολής, το προσεγγίζουν με αγάπη και τρυφερότητα.
Ο Μάιλς μάς δίνει μία σαφή ιδέα αυτής της αγάπης:
«Είχα οξυδερκή ουρανίσκο. Όσο πιο πολύ έπινα, τόσο πιο πολύ μου άρεσαν τα όσα σκεφτόμουν. Μου αρέσει να σκέφτομαι για τη ζωή του κρασιού. Είναι κάτι ζωντανό. Τι γινόταν τη χρονιά που καλλιεργούνταν τα σταφύλια, πώς έλαμπε ο ήλιος, αν έβρεχε, όλους όσοι κατασκήνωσαν και μάζεψαν τα σταφύλια, και, αν πρόκειται για ένα πολύ παλιό κρασί, το πόσοι θα έχουν πεθάνει έως τώρα. Μου αρέσει η εξέλιξή του. Το γεγονός ότι το ίδιο κρασί, αν το άνοιγες οποιαδήποτε άλλη μέρα, θα είχε διαφορετική γεύση. Γιατί ένα μπουκάλι κρασί είναι ζωντανό, εξελίσσεται διαρκώς και κερδίζει σε πολυπλοκότητα μέχρι να φτάσει στο αποκορύφωμά του. Και μετά αρχίζει η σταθερή και αναπόφευκτη πτώση. Και έχει τόσο ωραία γεύση…».
Θα μπορούσε να αποτελεί και τη συμβολική περιγραφή μίας σχέσης, όπως εκείνης των δύο φίλων, ή όποιας άλλης μέσα στην ταινία, του όποιου κύκλου επιδέχεται αρχή, μέση κα τέλος. Με μέτρο, λοιπόν, επιλέγουμε το σωστό κρασί για την κάθε περίπτωση και χωρίς υπερβολή, για να διατηρούνται οι γευστικές ισορροπίες.
Ατάκα που κρατάω:
«Το χρώμα στο κόκκινο κρασί προκύπτει από τη φλούδα. Χωρίς τη φλούδα παίρνουμε λευκό».
Η ταινία το 2005 κέρδισε Όσκαρ Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου και υποψηφιότητες στις κατηγορίες Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερου Β’ Γυναικείου Ρόλου και Καλύτερης Σκηνοθεσίας.

Mondovino (2004)
(Ο Κόσμος του Κρασιού: Mondovino)
Σκηνοθέτης: Τζόναθαν Νόσιτερ
Γλώσσα: Αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, πορτογαλικά
Συμμετέχουν: Αλέγκρα Αντινόρι, Λοντοβίκο Αντινόρι κ.ά.
Περιγραφή
Το «Mondovino» (mondo ‒ vino) είναι ένα ντοκιμαντέρ για τον κόσμο του κρασιού, στο οποίο συμμετέχουν οινοπαραγωγοί, οινολόγοι, γευσιγνώστες και άνθρωποι του κρασιού από διάφορα σημεία του πλανήτη, όπως είναι η Αργεντινή, η Γαλλία, η Καλιφόρνια και η Σαρδηνία. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι δεν αναφέρεται πουθενά η Ελλάδα, ενώ μικροί ή μεσαίοι παραγωγοί από άλλες χώρες με μακρά ή νεότερη παράδοση στο κρασί είναι παρόντες. Οι οινοπαραγωγοί και όσοι ασχολούνται με το κρασί σε κάθε περιοχή αναπτύσσουν, λοιπόν, τις προβληματικές σε μία εποχή παγκοσμιοποίησης που επηρεάζει την αγορά, τις προτιμήσεις και την ποιότητα στη γεύση, ανάλογα με τη ζήτηση αλλά και με τις νέες μεθόδους παραγωγής, όπου η παράδοση παραβλέπεται και οι μικρότεροι αμπελώνες συρρικνώνονται ή δεν ευνοούνται. Σε αυτό το ντοκιμαντέρ ανακαλύπτουμε ένα πολύ ενδιαφέρον παρασκήνιο σε σχέση με το κρασί, έναν ζωντανό οργανισμό, όπως περιγράφεται στην ταινία «Sideways», που γίνεται προϊόν κατανάλωσης και υποβάλλεται σε ισοπεδωτικούς κανόνες.
Πίσω από το κρασί παλιότερα κρυβόταν ένας ολόκληρος τρόπος ζωής, μία ιδέα, που διασφάλιζε την αξιοπρέπεια. Τότε τα τοπικά προϊόντα είχαν ταυτότητα, ενώ τώρα δεν προβάλλονται ή αφομοιώνονται σε ένα πλαίσιο χαοτικής υπερκατανάλωσης, όπου οι μικρές παραγωγές αδυνατούν να ανταποκριθούν χωρίς να χάσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Κάποιοι, μάλιστα, υποστηρίζουν πως το κρασί «πέθανε», γιατί άλλαξε η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, άλλαξε το κλίμα και αναπόφευκτα το ίδιο το προϊόν.
«Οι αμπελώνες, το κρασί είναι το ιερό προϊόν της Μεσογείου. Το κρασί μάς κάνει να ονειρευόμαστε. Πρέπει να είσαι ποιητής, για να κάνεις καλό κρασί».
Επισημαίνονται οι διαφορές στη διαχείριση και στη διαδικασία παραγωγής μεταξύ Γαλλίας, Ευρώπης γενικότερα και Αμερικής. Το μάρκετινγκ και η έμφαση που δίνεται στην εικόνα εξασφαλίζουν ένα σεβαστό αριθμό πωλήσεων, αλλά «χάνεται η ψυχή του κρασιού». Ένας απρόσμενος παράγοντας που επίσης παίζει ρόλο στη διαφοροποίηση του προϊόντος είναι ο διάσημος γευσιγνώστης Ρόμπερτ Πάρκερ, ο οποίος ασφάλισε τη μύτη και τον ουρανίσκο του για 1.000.000 δολάρια. Αναπτύσσονται ανταγωνισμοί μεταξύ των μεγάλων παραγωγών, καθώς όλοι θέλουν την εύνοιά του με μία καλή κριτική και μπαίνοντας στη λίστα των κρασιών που προτιμά. Ορισμένα οινοποιία προσαρμόζουν για αυτόν το λόγο παράνομα κάποια κρασιά στις δικές του προτιμήσεις, αλλοιώνοντας το γευστικό τους χαρακτήρα χάριν των πωλήσεων.
Τα αμπέλια χρειάζονται χώρο, καλό χώμα και κλίμα κατάλληλο, εκτός από αγάπη για το προϊόν. Γι’ αυτό έγινε μήλον της έριδος μία επίμαχη περιοχή για το αν θα ισοπεδώνονταν δεντρόφυτοι λόφοι, ώστε να επεκταθούν οι αμπελώνες, με κίνδυνο να δημιουργηθούν μελλοντικά πλημμύρες, καθώς το χώμα δε θα συγκρατούσε το νερό. Και έτσι η μικρή κοινότητα Aniane στη Γαλλία, σαν ένα νέο γαλατικό χωριό που αντιστάθηκε στους Ρωμαίους, υπήρξε η μόνη που εξέλεξε κομουνιστή δήμαρχο και αντιστάθηκε στο μεγάλο κεφάλαιο, προκειμένου να σώσει τον περιβάλλοντα χώρο και την ταυτότητά της.
(Ο Κόσμος του Κρασιού: Mondovino)
Σκηνοθέτης: Τζόναθαν Νόσιτερ
Γλώσσα: Αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, πορτογαλικά
Συμμετέχουν: Αλέγκρα Αντινόρι, Λοντοβίκο Αντινόρι κ.ά.
Περιγραφή
Το «Mondovino» (mondo ‒ vino) είναι ένα ντοκιμαντέρ για τον κόσμο του κρασιού, στο οποίο συμμετέχουν οινοπαραγωγοί, οινολόγοι, γευσιγνώστες και άνθρωποι του κρασιού από διάφορα σημεία του πλανήτη, όπως είναι η Αργεντινή, η Γαλλία, η Καλιφόρνια και η Σαρδηνία. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι δεν αναφέρεται πουθενά η Ελλάδα, ενώ μικροί ή μεσαίοι παραγωγοί από άλλες χώρες με μακρά ή νεότερη παράδοση στο κρασί είναι παρόντες. Οι οινοπαραγωγοί και όσοι ασχολούνται με το κρασί σε κάθε περιοχή αναπτύσσουν, λοιπόν, τις προβληματικές σε μία εποχή παγκοσμιοποίησης που επηρεάζει την αγορά, τις προτιμήσεις και την ποιότητα στη γεύση, ανάλογα με τη ζήτηση αλλά και με τις νέες μεθόδους παραγωγής, όπου η παράδοση παραβλέπεται και οι μικρότεροι αμπελώνες συρρικνώνονται ή δεν ευνοούνται. Σε αυτό το ντοκιμαντέρ ανακαλύπτουμε ένα πολύ ενδιαφέρον παρασκήνιο σε σχέση με το κρασί, έναν ζωντανό οργανισμό, όπως περιγράφεται στην ταινία «Sideways», που γίνεται προϊόν κατανάλωσης και υποβάλλεται σε ισοπεδωτικούς κανόνες.
Πίσω από το κρασί παλιότερα κρυβόταν ένας ολόκληρος τρόπος ζωής, μία ιδέα, που διασφάλιζε την αξιοπρέπεια. Τότε τα τοπικά προϊόντα είχαν ταυτότητα, ενώ τώρα δεν προβάλλονται ή αφομοιώνονται σε ένα πλαίσιο χαοτικής υπερκατανάλωσης, όπου οι μικρές παραγωγές αδυνατούν να ανταποκριθούν χωρίς να χάσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Κάποιοι, μάλιστα, υποστηρίζουν πως το κρασί «πέθανε», γιατί άλλαξε η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, άλλαξε το κλίμα και αναπόφευκτα το ίδιο το προϊόν.
«Οι αμπελώνες, το κρασί είναι το ιερό προϊόν της Μεσογείου. Το κρασί μάς κάνει να ονειρευόμαστε. Πρέπει να είσαι ποιητής, για να κάνεις καλό κρασί».
Επισημαίνονται οι διαφορές στη διαχείριση και στη διαδικασία παραγωγής μεταξύ Γαλλίας, Ευρώπης γενικότερα και Αμερικής. Το μάρκετινγκ και η έμφαση που δίνεται στην εικόνα εξασφαλίζουν ένα σεβαστό αριθμό πωλήσεων, αλλά «χάνεται η ψυχή του κρασιού». Ένας απρόσμενος παράγοντας που επίσης παίζει ρόλο στη διαφοροποίηση του προϊόντος είναι ο διάσημος γευσιγνώστης Ρόμπερτ Πάρκερ, ο οποίος ασφάλισε τη μύτη και τον ουρανίσκο του για 1.000.000 δολάρια. Αναπτύσσονται ανταγωνισμοί μεταξύ των μεγάλων παραγωγών, καθώς όλοι θέλουν την εύνοιά του με μία καλή κριτική και μπαίνοντας στη λίστα των κρασιών που προτιμά. Ορισμένα οινοποιία προσαρμόζουν για αυτόν το λόγο παράνομα κάποια κρασιά στις δικές του προτιμήσεις, αλλοιώνοντας το γευστικό τους χαρακτήρα χάριν των πωλήσεων.
Τα αμπέλια χρειάζονται χώρο, καλό χώμα και κλίμα κατάλληλο, εκτός από αγάπη για το προϊόν. Γι’ αυτό έγινε μήλον της έριδος μία επίμαχη περιοχή για το αν θα ισοπεδώνονταν δεντρόφυτοι λόφοι, ώστε να επεκταθούν οι αμπελώνες, με κίνδυνο να δημιουργηθούν μελλοντικά πλημμύρες, καθώς το χώμα δε θα συγκρατούσε το νερό. Και έτσι η μικρή κοινότητα Aniane στη Γαλλία, σαν ένα νέο γαλατικό χωριό που αντιστάθηκε στους Ρωμαίους, υπήρξε η μόνη που εξέλεξε κομουνιστή δήμαρχο και αντιστάθηκε στο μεγάλο κεφάλαιο, προκειμένου να σώσει τον περιβάλλοντα χώρο και την ταυτότητά της.
Βιβλία

Ανήθικες Συνταγές (1981)
Συγγραφέας: Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν
Εκδόσεις: Στάχυ
Έτος: 2000
Περιγραφή
Το βιβλίο είναι γραμμένο με χιούμορ, καθώς ο συγγραφέας παραθέτει συνταγές με σχόλια παίζοντας με τις λέξεις. Γίνεται με τέτοιον τρόπο, που δημιουργείται μία ατμόσφαιρα αισθησιακή, ερωτική και καυστική, με θελκτικές εικόνες, σαν να έχουν αναμειχθεί σε μία ιδιαίτερα πρωτότυπη προσομοίωση συνουσίας γλυκά, έντονα, απαλά και καυτερά αρώματα και γεύσεις μαζί. Όπως μας κατατοπίζει και ο συγγραφέας στην αρχή:
«Προτείνοντας την καθεμιά από τις συνταγές αυτές είναι σαν να ποντάρουμε στη δυνατότητα μιας άλλης ηθικής, μιας ηθικής ηδονιστικής που απευθύνεται στους οπαδούς της άμεσης ευδαιμονίας, η οποία βασίζεται στη χρήση αλλά και στην κατάχρηση αθώων γνώσεων: να ξέρει κανείς να μαγειρεύει, να ξέρει να τρώει, να θέλει να γνωρίσει την αγάπη. Κάθε συνταγή προέρχεται από ένα διαφορετικό τύπο ανηθικότητας. Μια συνταγή επινοήθηκε για τέσσερα άτομα, ή άλλη για έξι, μία άλλη ακόμα για οκτώ. […] Όλες όμως μπορούν να προσαρμοστούν για δύο. Δύο, το πολύ τρεις συνδαιτυμόνες. Είναι αριθμός που, αν ξεπεραστεί, η ανηθικότητα μεταβάλλεται σε εκδρομή με πούλμαν. […] Και το πράγμα γίνεται ακόμα πιο ανήθικο όταν επιδιώκεται η συνάθροιση ή ο συνδυασμός δύο τόσο ακραίων ηδονών, όπως η ηδονή του καλού φαγητού και η ηδονή του καλού έρωτα. Στόχος μας δεν είναι να λεπτολογήσουμε περί μιας ανύπαρκτης αφροδισιακής κουζίνας, αλλά να θεωρήσουμε το συντροφικό φαγοπότι ως μία κατάσταση που είναι από μόνη της αφροδισιακή, κυρίως αν η αλχημεία των εδεσμάτων ανταποκρίνεται στην αλχημεία των συνδαιτυμόνων»[1].
Κάτω από τις συνταγές ή στις σύντομες εισαγωγές των θεματικών κεφαλαίων υπάρχουν σχόλια ή αφήγηση ιστοριών.
«[…] Αντίθετα, μερικά στρείδια, μερικά απλά στρείδια με λεμόνι, ανοίγουν πολλές πόρτες, όχι τόσο λόγω της χημικής αντίδρασης που προκαλεί το ζωάκι αυτό, όσο εξαιτίας της οπτικής συγκίνησης που προξενεί συνήθως»[2].
Είναι ενδιαφέρον το σχόλιο κάτω από τη συνταγή «χταπόδι κρητικό», το οποίο ως μαλάκιο «προκαλεί φρίκη στο Βορά», όπως αναφέρει ο συγγραφέας, αλλά «στα ελληνικά νησιά, όπου διαποτίζεται από το γνωστό ψεύτικο φιλελευθερισμό της Μεσογείου, λόγω μαζικών δόσεων συρτακιού και συνταγματαρχών, η κατάσταση εμφανίζεται διαφορετική»[3]. Αν σκεφτεί κανείς ότι η πρώτη του έκδοση έγινε το 1981 και ενδεχομένως να είχε γραφτεί λίγο ή πολύ νωρίτερα, αναδεικνύεται η επικρατούσα εντύπωση, ακόμα και μετά τη δικτατορία, που άφησε η φρενίτιδα τουριστικοποίησης, ορισμένων ιδίως νησιών, από τη δεκαετία του ’60 και μετά, με τρόπο «προκάτ» και μαζικό, αλλά χωρίς ουσιαστικό σχεδιασμό, ενώ περνάει έμμεσα και το πολιτικό σχόλιο αφορμή του μαλακίου.
Τέλος, παραθέτω ενδεικτικά ορισμένες συνταγές: αβγά της ευδαιμονίας, κατσικίσιο τυρί στη σχάρα, μελιτζάνες αλεξανδρινές, πουρές από τρούφες, ρύζι από αχιβάδες, σαρμαδάκια από συκωτάκια πουλιών, καλκάνι του διαβόλου, μπανάνες στο φούρνο με ρούμι και μπανάνες φλαμπέ, πράσινη πιπερόριζα (γλυκό του κουταλιού), σύκα γεμιστά της Συρίας, τούρτα φιστίκι κ.ά.
__________
[1] Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, Ανήθικες Συνταγές, Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα, 2000 (1η έκδοση 1981), σελ 7-8.
[2] Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, Ανήθικες Συνταγές, ό.π., σελ 114-115.
[3] Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, Ανήθικες Συνταγές, ό.π., σελ 140.
Συγγραφέας: Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν
Εκδόσεις: Στάχυ
Έτος: 2000
Περιγραφή
Το βιβλίο είναι γραμμένο με χιούμορ, καθώς ο συγγραφέας παραθέτει συνταγές με σχόλια παίζοντας με τις λέξεις. Γίνεται με τέτοιον τρόπο, που δημιουργείται μία ατμόσφαιρα αισθησιακή, ερωτική και καυστική, με θελκτικές εικόνες, σαν να έχουν αναμειχθεί σε μία ιδιαίτερα πρωτότυπη προσομοίωση συνουσίας γλυκά, έντονα, απαλά και καυτερά αρώματα και γεύσεις μαζί. Όπως μας κατατοπίζει και ο συγγραφέας στην αρχή:
«Προτείνοντας την καθεμιά από τις συνταγές αυτές είναι σαν να ποντάρουμε στη δυνατότητα μιας άλλης ηθικής, μιας ηθικής ηδονιστικής που απευθύνεται στους οπαδούς της άμεσης ευδαιμονίας, η οποία βασίζεται στη χρήση αλλά και στην κατάχρηση αθώων γνώσεων: να ξέρει κανείς να μαγειρεύει, να ξέρει να τρώει, να θέλει να γνωρίσει την αγάπη. Κάθε συνταγή προέρχεται από ένα διαφορετικό τύπο ανηθικότητας. Μια συνταγή επινοήθηκε για τέσσερα άτομα, ή άλλη για έξι, μία άλλη ακόμα για οκτώ. […] Όλες όμως μπορούν να προσαρμοστούν για δύο. Δύο, το πολύ τρεις συνδαιτυμόνες. Είναι αριθμός που, αν ξεπεραστεί, η ανηθικότητα μεταβάλλεται σε εκδρομή με πούλμαν. […] Και το πράγμα γίνεται ακόμα πιο ανήθικο όταν επιδιώκεται η συνάθροιση ή ο συνδυασμός δύο τόσο ακραίων ηδονών, όπως η ηδονή του καλού φαγητού και η ηδονή του καλού έρωτα. Στόχος μας δεν είναι να λεπτολογήσουμε περί μιας ανύπαρκτης αφροδισιακής κουζίνας, αλλά να θεωρήσουμε το συντροφικό φαγοπότι ως μία κατάσταση που είναι από μόνη της αφροδισιακή, κυρίως αν η αλχημεία των εδεσμάτων ανταποκρίνεται στην αλχημεία των συνδαιτυμόνων»[1].
Κάτω από τις συνταγές ή στις σύντομες εισαγωγές των θεματικών κεφαλαίων υπάρχουν σχόλια ή αφήγηση ιστοριών.
«[…] Αντίθετα, μερικά στρείδια, μερικά απλά στρείδια με λεμόνι, ανοίγουν πολλές πόρτες, όχι τόσο λόγω της χημικής αντίδρασης που προκαλεί το ζωάκι αυτό, όσο εξαιτίας της οπτικής συγκίνησης που προξενεί συνήθως»[2].
Είναι ενδιαφέρον το σχόλιο κάτω από τη συνταγή «χταπόδι κρητικό», το οποίο ως μαλάκιο «προκαλεί φρίκη στο Βορά», όπως αναφέρει ο συγγραφέας, αλλά «στα ελληνικά νησιά, όπου διαποτίζεται από το γνωστό ψεύτικο φιλελευθερισμό της Μεσογείου, λόγω μαζικών δόσεων συρτακιού και συνταγματαρχών, η κατάσταση εμφανίζεται διαφορετική»[3]. Αν σκεφτεί κανείς ότι η πρώτη του έκδοση έγινε το 1981 και ενδεχομένως να είχε γραφτεί λίγο ή πολύ νωρίτερα, αναδεικνύεται η επικρατούσα εντύπωση, ακόμα και μετά τη δικτατορία, που άφησε η φρενίτιδα τουριστικοποίησης, ορισμένων ιδίως νησιών, από τη δεκαετία του ’60 και μετά, με τρόπο «προκάτ» και μαζικό, αλλά χωρίς ουσιαστικό σχεδιασμό, ενώ περνάει έμμεσα και το πολιτικό σχόλιο αφορμή του μαλακίου.
Τέλος, παραθέτω ενδεικτικά ορισμένες συνταγές: αβγά της ευδαιμονίας, κατσικίσιο τυρί στη σχάρα, μελιτζάνες αλεξανδρινές, πουρές από τρούφες, ρύζι από αχιβάδες, σαρμαδάκια από συκωτάκια πουλιών, καλκάνι του διαβόλου, μπανάνες στο φούρνο με ρούμι και μπανάνες φλαμπέ, πράσινη πιπερόριζα (γλυκό του κουταλιού), σύκα γεμιστά της Συρίας, τούρτα φιστίκι κ.ά.
__________
[1] Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, Ανήθικες Συνταγές, Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα, 2000 (1η έκδοση 1981), σελ 7-8.
[2] Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, Ανήθικες Συνταγές, ό.π., σελ 114-115.
[3] Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, Ανήθικες Συνταγές, ό.π., σελ 140.

Ηδονικές Γεύσεις (1990)
ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΩΤΙΣΜΟΣ
ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ
Συγγραφέας: Πιέρο Καμπορέζι
Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια
Έτος: 2003
Περιγραφή
Ο συγγραφέας του βιβλίου μέσα από τις γαστρονομικές συνήθειες που επικράτησαν στη Ευρώπη από το 18ο αιώνα και μετά κάνει, πολύ συχνά με χιούμορ, μία ιστορική περιήγηση μέσα από κείμενα εποχής και περιστατικά. Αναρωτιέται κανείς αν χρησιμοποιεί την ιστορία ως αφορμή για να μιλήσει για τη μαγειρική ή αντίστροφα αν η μαγειρική γίνεται ένα ευχάριστο πεδίο δραστηριοποίησης, κάνοντας την ιστορία να μοιάζει με γευστικό ταξίδι. Περνάνε όμως στις σελίδες του γευστικές συνήθειες εποχής, θεραπευτικές μέθοδοι για διάφορες ασθένειες, γνωστά πρόσωπα, όπως ο Καζανόβα, διάφοροι πάπες, ευγενείς, πολιτικοί, μάγειρες, άνθρωποι των τεχνών και του πνεύματος, δραστηριότητες, επίσης, συσχετισμένες με τη γεύση, το άρωμα, την κατανάλωση και τη θεραπεία, όπως η φαρμακοποιία, η αρωματοποιία κ.ά. Διαγράφεται και ένα κονταροχτύπημα μεταξύ γαλλικής και ιταλικής κουζίνας, επηρεασμένο από την κουλτούρα και τη νοοτροπία των δύο χωρών. Ανάμεσα σε άλλες πληροφορίες, μαθαίνουμε ότι για ένα διάστημα είχαν επιδοθεί στην κατανάλωση οχιάς που την έψηναν στη σχάρα σαν χέλι, καθώς και ζελατίνας κέρατος ελαφιού, γιατί πίστευαν στις θεραπευτικές τους ιδιότητες, που έφταναν έως και την εξασφάλιση της μακροζωίας ‒ συνήθειες που διατηρήθηκαν μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Επίσης ότι τα τραπέζια των νεόπλουτων ήταν φανταχτερά σε αντίθεση με εκείνα των ευγενών που ήταν απλά, ενώ οι ευγενείς πριν το φαγητό δεν έπλεναν τα χέρια τους, γιατί θα ήταν σαν να παραδέχονται ότι είναι βρόμικοι. Επεκτείνεται σε διάφορους αιώνες η αφήγηση, γιατί γίνεται μία συγκριτική μελέτη τού πριν και του μετά με ό,τι θεωρεί ο συγγραφέας σημείο τομής στις αλλαγές των διατροφικών συνηθειών στην Ευρώπη από την εποχή του Διαφωτισμού.
«Η εποχή του μπαρόκ (17ος αιώνας), συνοδευμένη από το γλυκόπικρο εφιάλτη του “κλυστήρα”, των μεγάλων και τρομερών κλυσμάτων (ο Αργκάν του Μολιέρου ενσαρκώνει το πιο επιφανές πρότυπο αυτής της ταπεινής και βρομερής δουλειάς), ο αιώνας που έζησε τη μεγάλη διαμάχη γύρω από την κοινωνική και θεραπευτική χρήση του καπνού […], υπήρξε επίσης ο αιώνας που χρησιμοποίησε τις τεχνικές της ψύξης, για να επεκτείνει και να εμπλουτίσει το φάσμα της ηδονής»[1].
Ο «ινδικός» ή «ινδιάνικος ζωμός» ήταν το ρόφημα σοκολάτας, του οποίου η παρασκευή αποτελούσε κρατικό μυστικό και κρυβόταν ζηλόφθονα σε παρασκευαστήρια, φτιαχνόταν με διάφορους τρόπους και συνδυαζόταν με διάφορα υλικά και αρώματα, όπως το γιασεμί. Όλες αυτές οι γευστικές διαστάσεις και το γεγονός ότι αποτελούσαν ενίοτε ζήτημα τιμής ή, ακόμα πιο πολύ, ζωής και θανάτου δείχνουν τη στενή σχέση του ανθρώπου με τη γεύση, που εξυψώνεται σε τέχνη και διεισδύει σε πολλές πτυχές της δραστηριότητάς του, φτάνοντας από την κάλυψη των βασικών αναγκών του έως την ηδονική απόλαυση.
__________
[1] Πιέρο Καμπορέζι, Ηδονικές Γεύσεις, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2003 (1η έκδοση 1990), σελ 163.
ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΩΤΙΣΜΟΣ
ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ
Συγγραφέας: Πιέρο Καμπορέζι
Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια
Έτος: 2003
Περιγραφή
Ο συγγραφέας του βιβλίου μέσα από τις γαστρονομικές συνήθειες που επικράτησαν στη Ευρώπη από το 18ο αιώνα και μετά κάνει, πολύ συχνά με χιούμορ, μία ιστορική περιήγηση μέσα από κείμενα εποχής και περιστατικά. Αναρωτιέται κανείς αν χρησιμοποιεί την ιστορία ως αφορμή για να μιλήσει για τη μαγειρική ή αντίστροφα αν η μαγειρική γίνεται ένα ευχάριστο πεδίο δραστηριοποίησης, κάνοντας την ιστορία να μοιάζει με γευστικό ταξίδι. Περνάνε όμως στις σελίδες του γευστικές συνήθειες εποχής, θεραπευτικές μέθοδοι για διάφορες ασθένειες, γνωστά πρόσωπα, όπως ο Καζανόβα, διάφοροι πάπες, ευγενείς, πολιτικοί, μάγειρες, άνθρωποι των τεχνών και του πνεύματος, δραστηριότητες, επίσης, συσχετισμένες με τη γεύση, το άρωμα, την κατανάλωση και τη θεραπεία, όπως η φαρμακοποιία, η αρωματοποιία κ.ά. Διαγράφεται και ένα κονταροχτύπημα μεταξύ γαλλικής και ιταλικής κουζίνας, επηρεασμένο από την κουλτούρα και τη νοοτροπία των δύο χωρών. Ανάμεσα σε άλλες πληροφορίες, μαθαίνουμε ότι για ένα διάστημα είχαν επιδοθεί στην κατανάλωση οχιάς που την έψηναν στη σχάρα σαν χέλι, καθώς και ζελατίνας κέρατος ελαφιού, γιατί πίστευαν στις θεραπευτικές τους ιδιότητες, που έφταναν έως και την εξασφάλιση της μακροζωίας ‒ συνήθειες που διατηρήθηκαν μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Επίσης ότι τα τραπέζια των νεόπλουτων ήταν φανταχτερά σε αντίθεση με εκείνα των ευγενών που ήταν απλά, ενώ οι ευγενείς πριν το φαγητό δεν έπλεναν τα χέρια τους, γιατί θα ήταν σαν να παραδέχονται ότι είναι βρόμικοι. Επεκτείνεται σε διάφορους αιώνες η αφήγηση, γιατί γίνεται μία συγκριτική μελέτη τού πριν και του μετά με ό,τι θεωρεί ο συγγραφέας σημείο τομής στις αλλαγές των διατροφικών συνηθειών στην Ευρώπη από την εποχή του Διαφωτισμού.
«Η εποχή του μπαρόκ (17ος αιώνας), συνοδευμένη από το γλυκόπικρο εφιάλτη του “κλυστήρα”, των μεγάλων και τρομερών κλυσμάτων (ο Αργκάν του Μολιέρου ενσαρκώνει το πιο επιφανές πρότυπο αυτής της ταπεινής και βρομερής δουλειάς), ο αιώνας που έζησε τη μεγάλη διαμάχη γύρω από την κοινωνική και θεραπευτική χρήση του καπνού […], υπήρξε επίσης ο αιώνας που χρησιμοποίησε τις τεχνικές της ψύξης, για να επεκτείνει και να εμπλουτίσει το φάσμα της ηδονής»[1].
Ο «ινδικός» ή «ινδιάνικος ζωμός» ήταν το ρόφημα σοκολάτας, του οποίου η παρασκευή αποτελούσε κρατικό μυστικό και κρυβόταν ζηλόφθονα σε παρασκευαστήρια, φτιαχνόταν με διάφορους τρόπους και συνδυαζόταν με διάφορα υλικά και αρώματα, όπως το γιασεμί. Όλες αυτές οι γευστικές διαστάσεις και το γεγονός ότι αποτελούσαν ενίοτε ζήτημα τιμής ή, ακόμα πιο πολύ, ζωής και θανάτου δείχνουν τη στενή σχέση του ανθρώπου με τη γεύση, που εξυψώνεται σε τέχνη και διεισδύει σε πολλές πτυχές της δραστηριότητάς του, φτάνοντας από την κάλυψη των βασικών αναγκών του έως την ηδονική απόλαυση.
__________
[1] Πιέρο Καμπορέζι, Ηδονικές Γεύσεις, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2003 (1η έκδοση 1990), σελ 163.

Το βιβλίο του κρασιού (1994)
Συγγραφέας: Βέκιος Γιώργος, Κούκης Διονύσης, Τσακίρης Αργύρης Ν.
Εκδόσεις: Ψύχαλου
Έτος: 2001
Περιγραφή
Αυτό είναι ένα βιβλίο-τόμος κατάλληλο για όποιον επιθυμεί να γνωρίζει τις σημαντικές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά στο κρασί, από την καλλιέργεια της αμπέλου έως και την κατανάλωση. Το βιβλίο είναι διανθισμένο κατατοπιστικά και προσεγμένα με διάφορες εικόνες και φωτογραφικό υλικό, ενώ χωρίζεται σε οχτώ κεφάλαια. Αυτά καταπιάνονται διαδοχικά με την ιστορία, τους παράγοντες διαμόρφωσης του χαρακτήρα του, με την καλλιέργεια και την παραγωγή, με τους τύπους και τις κατηγορίες που διακρίνουν τα κρασιά. Ένα κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στα ελληνικά κρασιά, εστιάζοντας στην κάθε περιοχή και το αμέσως επόμενο σε κρασιά που παράγονται σε διάφορες περιοχές του κόσμου, δίνοντας έμφαση στην Ευρώπη, ενώ αναφέρεται στη συνέχεια σε ΗΠΑ, Ν. Αμερική, Αυστραλία και Αλγερία. Γίνεται λόγος, επίσης, σε επαγγέλματα που εμπλέκονται με τη δραστηριότητα της παραγωγής του κρασιού, όπως εκείνο του βαρελοποιού. Αναλύεται, ακόμα, ενδελεχώς ο τρόπος δοκιμής του, ο ρόλος της όσφρησης, της όρασης και της γεύσης σε αυτή, ακόμα και της ακοής που πρέπει να παραμένει απερίσπαστη από θορύβους, προκειμένου να επιτυγχάνεται η επιθυμητή συγκέντρωση. Εμπλουτίζονται οι συγκεκριμένες περιγραφές με ένα σκίτσο ανατομίας με το κέντρο όσφρησης, τις ρινικές κοιλότητες και όλα τα όργανα που συμμετέχουν, καθώς και με ένα κατατοπιστικό σχέδιο για το πώς κατανέμονται και προσδιορίζονται οι διάφορες γευστικές ποιότητες και οι τόνοι. Ακολουθεί το κεφάλαιο για τη συντήρηση και εξέλιξη του κρασιού, ενώ αμέσως μετά δίνονται επιπρόσθετες πληροφορίες, στο κεφάλαιο «Το κρασί στο τραπέζι», για τα είδη ποτηριών που χρησιμοποιούνται στο σερβίρισμα, σε συνδυασμό με στοιχεία για το πότε πρέπει να ανοίγεται το μπουκάλι και τα λοιπά, καθώς «πολλές φορές ένα καλό σερβίρισμα θα ανεβάσει ένα κακό ή μέτριο κρασί, ενώ το αντίθετο θα καταστρέψει ένα καλό»[1]. Εκεί βρίσκουμε και οδηγίες για την επίτευξη της κατάλληλης θερμοκρασίας στο σερβίρισμα, πληροφορίες για τα τιρμπουσόν, τα εδέσματα που συνοδεύουν οι διάφορες ποικιλίες κ.ά. Τέλος, παρατίθεται η «Βιβλιογραφία», που χρησιμοποιήθηκε για τη συγγραφή του τόμου.
Στην αρχή υπάρχει μία ενδιαφέρουσα άποψη για τη σχέση του ανθρώπου με το κρασί, που καταλήγει στον ανθρωπομορφισμό του τελευταίου από τον καλλιεργητή, παραγωγό και καταναλωτή του:
«Υπάρχει πάντα μία τάση στον άνθρωπο να δίνει ζωή στα άψυχα αντικείμενα και να τους ορίζει ηλικίες και διαδικασία εξέλιξης με πρότυπο τον εαυτό του (ανθρωπομορφισμός).
» Στο κρασί, όμως, ο ανθρωπομορφισμός δεν είναι υπερβολή. Γνωρίζοντας τη φύση του, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για μια δημιουργία, για έναν οργανισμό με όλα τα στάδια της ζωής του ανθρώπου. Το κρασί, λοιπόν, γεννιέται, μεγαλώνει, ζει και πεθαίνει. Δεν είναι τυχαίο ότι στη γαλλική γλώσσα χρησιμοποιείται η έκφραση “elever le vin”, που σημαίνει “μεγαλώνω το κρασί”. Η ίδια έκφραση χρησιμοποιείται και όταν ο Γάλλος αναφέρεται στην ανατροφή ενός παιδιού. Και είναι αλήθεια. Το κρασί έχει την παιδική ηλικία του, την εφηβική, την ηλικία της μεστότητας και την ηλικία του γήρατος. Το ανθρακικό που υπάρχει στα νεαρά κρασιά, τα έντονα ζωηρά αρώματα και η δροσερή γεύση θυμίζουν, τι άλλο, τη νεαρή ηλικία του ανθρώπου. Αντίθετα, τα σύνθετα αρώματα και τα απαλότερα χρώματα ενός ώριμου παλαιωμένου κρασιού αντιστοιχούν στη μεστή ηλικία του ανθρώπου»[2].
__________
[1] Το βιβλίο του κρασιού (έργο συλλογικό), εκδόσεις Ψύχαλος, Αθήνα, 2001 Γ’ Έκδοση (1η έκδοση 1994), σελ. 147.
[2] Το βιβλίο του κρασιού (έργο συλλογικό), ό.π., σελ. 36.
Συγγραφέας: Βέκιος Γιώργος, Κούκης Διονύσης, Τσακίρης Αργύρης Ν.
Εκδόσεις: Ψύχαλου
Έτος: 2001
Περιγραφή
Αυτό είναι ένα βιβλίο-τόμος κατάλληλο για όποιον επιθυμεί να γνωρίζει τις σημαντικές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά στο κρασί, από την καλλιέργεια της αμπέλου έως και την κατανάλωση. Το βιβλίο είναι διανθισμένο κατατοπιστικά και προσεγμένα με διάφορες εικόνες και φωτογραφικό υλικό, ενώ χωρίζεται σε οχτώ κεφάλαια. Αυτά καταπιάνονται διαδοχικά με την ιστορία, τους παράγοντες διαμόρφωσης του χαρακτήρα του, με την καλλιέργεια και την παραγωγή, με τους τύπους και τις κατηγορίες που διακρίνουν τα κρασιά. Ένα κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στα ελληνικά κρασιά, εστιάζοντας στην κάθε περιοχή και το αμέσως επόμενο σε κρασιά που παράγονται σε διάφορες περιοχές του κόσμου, δίνοντας έμφαση στην Ευρώπη, ενώ αναφέρεται στη συνέχεια σε ΗΠΑ, Ν. Αμερική, Αυστραλία και Αλγερία. Γίνεται λόγος, επίσης, σε επαγγέλματα που εμπλέκονται με τη δραστηριότητα της παραγωγής του κρασιού, όπως εκείνο του βαρελοποιού. Αναλύεται, ακόμα, ενδελεχώς ο τρόπος δοκιμής του, ο ρόλος της όσφρησης, της όρασης και της γεύσης σε αυτή, ακόμα και της ακοής που πρέπει να παραμένει απερίσπαστη από θορύβους, προκειμένου να επιτυγχάνεται η επιθυμητή συγκέντρωση. Εμπλουτίζονται οι συγκεκριμένες περιγραφές με ένα σκίτσο ανατομίας με το κέντρο όσφρησης, τις ρινικές κοιλότητες και όλα τα όργανα που συμμετέχουν, καθώς και με ένα κατατοπιστικό σχέδιο για το πώς κατανέμονται και προσδιορίζονται οι διάφορες γευστικές ποιότητες και οι τόνοι. Ακολουθεί το κεφάλαιο για τη συντήρηση και εξέλιξη του κρασιού, ενώ αμέσως μετά δίνονται επιπρόσθετες πληροφορίες, στο κεφάλαιο «Το κρασί στο τραπέζι», για τα είδη ποτηριών που χρησιμοποιούνται στο σερβίρισμα, σε συνδυασμό με στοιχεία για το πότε πρέπει να ανοίγεται το μπουκάλι και τα λοιπά, καθώς «πολλές φορές ένα καλό σερβίρισμα θα ανεβάσει ένα κακό ή μέτριο κρασί, ενώ το αντίθετο θα καταστρέψει ένα καλό»[1]. Εκεί βρίσκουμε και οδηγίες για την επίτευξη της κατάλληλης θερμοκρασίας στο σερβίρισμα, πληροφορίες για τα τιρμπουσόν, τα εδέσματα που συνοδεύουν οι διάφορες ποικιλίες κ.ά. Τέλος, παρατίθεται η «Βιβλιογραφία», που χρησιμοποιήθηκε για τη συγγραφή του τόμου.
Στην αρχή υπάρχει μία ενδιαφέρουσα άποψη για τη σχέση του ανθρώπου με το κρασί, που καταλήγει στον ανθρωπομορφισμό του τελευταίου από τον καλλιεργητή, παραγωγό και καταναλωτή του:
«Υπάρχει πάντα μία τάση στον άνθρωπο να δίνει ζωή στα άψυχα αντικείμενα και να τους ορίζει ηλικίες και διαδικασία εξέλιξης με πρότυπο τον εαυτό του (ανθρωπομορφισμός).
» Στο κρασί, όμως, ο ανθρωπομορφισμός δεν είναι υπερβολή. Γνωρίζοντας τη φύση του, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για μια δημιουργία, για έναν οργανισμό με όλα τα στάδια της ζωής του ανθρώπου. Το κρασί, λοιπόν, γεννιέται, μεγαλώνει, ζει και πεθαίνει. Δεν είναι τυχαίο ότι στη γαλλική γλώσσα χρησιμοποιείται η έκφραση “elever le vin”, που σημαίνει “μεγαλώνω το κρασί”. Η ίδια έκφραση χρησιμοποιείται και όταν ο Γάλλος αναφέρεται στην ανατροφή ενός παιδιού. Και είναι αλήθεια. Το κρασί έχει την παιδική ηλικία του, την εφηβική, την ηλικία της μεστότητας και την ηλικία του γήρατος. Το ανθρακικό που υπάρχει στα νεαρά κρασιά, τα έντονα ζωηρά αρώματα και η δροσερή γεύση θυμίζουν, τι άλλο, τη νεαρή ηλικία του ανθρώπου. Αντίθετα, τα σύνθετα αρώματα και τα απαλότερα χρώματα ενός ώριμου παλαιωμένου κρασιού αντιστοιχούν στη μεστή ηλικία του ανθρώπου»[2].
__________
[1] Το βιβλίο του κρασιού (έργο συλλογικό), εκδόσεις Ψύχαλος, Αθήνα, 2001 Γ’ Έκδοση (1η έκδοση 1994), σελ. 147.
[2] Το βιβλίο του κρασιού (έργο συλλογικό), ό.π., σελ. 36.

Η Μαφία στο πιάτο (2000)
Συγγραφέας: Λίλι Πράιορ
Εκδόσεις: Α. Α. Λιβάνη
Έτος: 2002
Περιγραφή
Η Ρόζα Φιόρε ζει σε ένα κτήμα στη Σικελία με έξι πιο μεγάλους και δύο σιαμαίους πιο μικρούς αδελφούς, μία αυταρχική μητέρα και έναν πατέρα ήπιο, που πέθανε νωρίς. Στην εφηβεία της αναπτύσσει μία ερωτική σχέση με τον παιδικό της φίλο Μπαρτολομέο, που επίσης πεθαίνει νωρίς. Για την ακρίβεια, τον σκοτώνει ο πατέρας του, εφόσον τον παράκουσε, γιατί ήταν λογοδοσμένος με άλλη γυναίκα, χωρίς όμως ο ίδιος να το επιθυμεί. Και από τότε η Ρόζα καταφεύγει στη μαγειρική. Χώνεται στην κουζίνα, που γίνεται το πεδίο δράσης της, και μαγειρεύει τεράστιες ποσότητες φαγητού για την οικογένεια και τους εργάτες. Σταδιακά, αποκτούν φήμη και εκτός κτήματος το ψωμί, τα τουρσιά και ό,τι άλλο φτιάχνει, δημιουργώντας άθελά της έναν αθέμιτο ανταγωνισμό με τους εμπόρους της περιοχής. Τελικά, επεμβαίνει η Μαφία με απειλές, για να σταματήσει. Έχει ήδη σφάξει όμως όλα ζωντανά, έχει ήδη φτάσει στα όριά του το κτήμα, και το επόμενο βήμα της είναι η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας της.
Έτσι, φεύγει για το Παλέρμο, όπου πιάνει δουλειά για χρόνια ως βιβλιοθηκάριος, μένοντας μόνη σε ένα δωματιάκι και υπομένοντας τις κοροϊδίες του συντηρητικού και οπισθοδρομικού περίγυρου, που τη βλέπει ως μία «παρθένα γεροντοκόρη». Η μαγειρική της τώρα περιορίζεται στη μικρή της κουζίνα και προσανατολίζεται πάντα από τη διάθεση και τις σκέψεις της. Η μαγειρική είναι για τη Ρόζα όπως τα πινέλα για ένα ζωγράφο. Μεγαλουργεί και διεγείρει τις δικές της αισθήσεις και τη φαντασία, όπως και των γειτόνων της, με τις μυρωδιές που αναδύονται από τα τηγάνια και τις κατσαρόλες της. Και εκεί που θεωρούσε, ήδη χρόνια μετά το θάνατο του Μπαρτολομέο, πως έχει κλείσει ως γυναίκα, κάνει την εμφάνισή του στη βιβλιοθήκη ένας τύπος, γνωστός ως ο Άγγλος. Εκείνος αναζητάει εγχειρίδια μαγειρικής, προκειμένου να γράψει για την κουζίνα της Σικελίας, και η Ρόζα προσφέρεται να του δείξει όσα δε θα βρει στα βιβλία. Ανάμεσα στη μαγειρική, λοιπόν, σε αδιόρατες απειλές, σε μία επαναφορά του παρελθόντος και σε δυσεπίλυτα μυστήρια, ακροπατώντας επικίνδυνα μεταξύ ζωής και θανάτου, η Ρόζα ανακαλύπτει ανύποπτα πως το τελευταίο χαρτί από την τράπουλα της αγάπης στη ζωή της δεν έχει ακόμα μοιραστεί.
Σε αυτό το βιβλίο οι συνταγές είναι πλεγμένες μέσα στην αφήγηση και παλιότερα είχα ξεσηκώσει κάποιες, όπως το timballo, ένα σκεπαστό παστίτσιο με χειροποίητα μακαρόνια και ζύμη για το φύλλο κρούστας. Είναι μία σπεσιαλιτέ που ανήκει στη λεγόμενη κουζίνα μπαρονάλε ή κουτσίνα μπαρονάλε, την αριστοκρατική κουζίνα των Βαρόνων. Τα μακαρόνια ανακατεύονται, κατά βάση, με κρασάτα συκωτάκια πουλιών ή κοτόπουλου, με μανιτάρια, ντοματοπελτέ και κρεμμύδι, παρμεζάνα και χοντρές φέτες ζαμπόν εμπλουτίζουν το ενδιάμεσο των στρώσεων, ενώ αβγά και γάλα χρησιμοποιούνται για το τελείωμα. Για να μη βγει πολύ στεγνό, μπορεί κάποιος να την παραλλάξει προσθέτοντας φρέσκια σάλτσα ντομάτας και όχι μόνο ντοματοπελτέ. Οι ποσότητες υπολογίζονται εμπειρικά και με το μάτι, ανάλογα με τις μερίδες που θέλει κάποιος να βγάλει. Η ιδέα του τυλιχτού παστίτσιου υπάρχει και σε περιοχές της Ελλάδας, όπως στην Άρτα, με τη μορφή παστίτσιου ή και, πιο συχνά, μακαρονόπιτας.
Είναι ένα βιβλίο που βρέθηκε πριν από χρόνια τυχαία στα χέρια μου και αναπτύχθηκε μεταξύ μας αμέσως μία σχέση αγάπης, γιατί ανοίγει αυθόρμητα και χωρίς σοβαροφάνειες ή σεμνοτυφίες την όρεξη για το καλό φαγητό, τον έρωτα, τη ζωή και για ό,τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση, συνδυαζόμενο με μία έννοια δημιουργικής κατανάλωσης και αχαλίνωτης φαντασίας. Μένει, επιπλέον, στο τέλος η ελπίδα ότι τίποτα δεν τελειώνει εκεί που κανείς το περιμένει, και η ζωή ανά πάσα στιγμή παίρνει στροφές που, έστω και μετά δυσκολιών, μπορούν να οδηγήσουν στην απογείωση. Να προϊδεάσω, όμως, τον αναγνώστη για την πιθανή δυσκολία εντοπισμού του. Από όσο γνωρίζω δεν επανεκτυπώθηκε ούτε επανεκδόθηκε, έχει απλώς εξαντληθεί. Το προτείνω, όμως, ακριβώς γιατί δε θεωρώ τα βιβλία απλώς προϊόντα κατανάλωσης και είναι όμορφο να επανέρχονται στη μνήμη μας όσα έχουν συμβάλλει σε μία διαδικασία μεταφοράς μας σε έναν κόσμο φανταστικό. Αν, λοιπόν, το εντοπίσετε κάπου και είστε έτοιμοι για ένα αισθησιακό και λιγουριάρικο ταξίδι στο χρόνο, στη γεύση και στον έρωτα, το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Συγγραφέας: Λίλι Πράιορ
Εκδόσεις: Α. Α. Λιβάνη
Έτος: 2002
Περιγραφή
Η Ρόζα Φιόρε ζει σε ένα κτήμα στη Σικελία με έξι πιο μεγάλους και δύο σιαμαίους πιο μικρούς αδελφούς, μία αυταρχική μητέρα και έναν πατέρα ήπιο, που πέθανε νωρίς. Στην εφηβεία της αναπτύσσει μία ερωτική σχέση με τον παιδικό της φίλο Μπαρτολομέο, που επίσης πεθαίνει νωρίς. Για την ακρίβεια, τον σκοτώνει ο πατέρας του, εφόσον τον παράκουσε, γιατί ήταν λογοδοσμένος με άλλη γυναίκα, χωρίς όμως ο ίδιος να το επιθυμεί. Και από τότε η Ρόζα καταφεύγει στη μαγειρική. Χώνεται στην κουζίνα, που γίνεται το πεδίο δράσης της, και μαγειρεύει τεράστιες ποσότητες φαγητού για την οικογένεια και τους εργάτες. Σταδιακά, αποκτούν φήμη και εκτός κτήματος το ψωμί, τα τουρσιά και ό,τι άλλο φτιάχνει, δημιουργώντας άθελά της έναν αθέμιτο ανταγωνισμό με τους εμπόρους της περιοχής. Τελικά, επεμβαίνει η Μαφία με απειλές, για να σταματήσει. Έχει ήδη σφάξει όμως όλα ζωντανά, έχει ήδη φτάσει στα όριά του το κτήμα, και το επόμενο βήμα της είναι η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας της.
Έτσι, φεύγει για το Παλέρμο, όπου πιάνει δουλειά για χρόνια ως βιβλιοθηκάριος, μένοντας μόνη σε ένα δωματιάκι και υπομένοντας τις κοροϊδίες του συντηρητικού και οπισθοδρομικού περίγυρου, που τη βλέπει ως μία «παρθένα γεροντοκόρη». Η μαγειρική της τώρα περιορίζεται στη μικρή της κουζίνα και προσανατολίζεται πάντα από τη διάθεση και τις σκέψεις της. Η μαγειρική είναι για τη Ρόζα όπως τα πινέλα για ένα ζωγράφο. Μεγαλουργεί και διεγείρει τις δικές της αισθήσεις και τη φαντασία, όπως και των γειτόνων της, με τις μυρωδιές που αναδύονται από τα τηγάνια και τις κατσαρόλες της. Και εκεί που θεωρούσε, ήδη χρόνια μετά το θάνατο του Μπαρτολομέο, πως έχει κλείσει ως γυναίκα, κάνει την εμφάνισή του στη βιβλιοθήκη ένας τύπος, γνωστός ως ο Άγγλος. Εκείνος αναζητάει εγχειρίδια μαγειρικής, προκειμένου να γράψει για την κουζίνα της Σικελίας, και η Ρόζα προσφέρεται να του δείξει όσα δε θα βρει στα βιβλία. Ανάμεσα στη μαγειρική, λοιπόν, σε αδιόρατες απειλές, σε μία επαναφορά του παρελθόντος και σε δυσεπίλυτα μυστήρια, ακροπατώντας επικίνδυνα μεταξύ ζωής και θανάτου, η Ρόζα ανακαλύπτει ανύποπτα πως το τελευταίο χαρτί από την τράπουλα της αγάπης στη ζωή της δεν έχει ακόμα μοιραστεί.
Σε αυτό το βιβλίο οι συνταγές είναι πλεγμένες μέσα στην αφήγηση και παλιότερα είχα ξεσηκώσει κάποιες, όπως το timballo, ένα σκεπαστό παστίτσιο με χειροποίητα μακαρόνια και ζύμη για το φύλλο κρούστας. Είναι μία σπεσιαλιτέ που ανήκει στη λεγόμενη κουζίνα μπαρονάλε ή κουτσίνα μπαρονάλε, την αριστοκρατική κουζίνα των Βαρόνων. Τα μακαρόνια ανακατεύονται, κατά βάση, με κρασάτα συκωτάκια πουλιών ή κοτόπουλου, με μανιτάρια, ντοματοπελτέ και κρεμμύδι, παρμεζάνα και χοντρές φέτες ζαμπόν εμπλουτίζουν το ενδιάμεσο των στρώσεων, ενώ αβγά και γάλα χρησιμοποιούνται για το τελείωμα. Για να μη βγει πολύ στεγνό, μπορεί κάποιος να την παραλλάξει προσθέτοντας φρέσκια σάλτσα ντομάτας και όχι μόνο ντοματοπελτέ. Οι ποσότητες υπολογίζονται εμπειρικά και με το μάτι, ανάλογα με τις μερίδες που θέλει κάποιος να βγάλει. Η ιδέα του τυλιχτού παστίτσιου υπάρχει και σε περιοχές της Ελλάδας, όπως στην Άρτα, με τη μορφή παστίτσιου ή και, πιο συχνά, μακαρονόπιτας.
Είναι ένα βιβλίο που βρέθηκε πριν από χρόνια τυχαία στα χέρια μου και αναπτύχθηκε μεταξύ μας αμέσως μία σχέση αγάπης, γιατί ανοίγει αυθόρμητα και χωρίς σοβαροφάνειες ή σεμνοτυφίες την όρεξη για το καλό φαγητό, τον έρωτα, τη ζωή και για ό,τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση, συνδυαζόμενο με μία έννοια δημιουργικής κατανάλωσης και αχαλίνωτης φαντασίας. Μένει, επιπλέον, στο τέλος η ελπίδα ότι τίποτα δεν τελειώνει εκεί που κανείς το περιμένει, και η ζωή ανά πάσα στιγμή παίρνει στροφές που, έστω και μετά δυσκολιών, μπορούν να οδηγήσουν στην απογείωση. Να προϊδεάσω, όμως, τον αναγνώστη για την πιθανή δυσκολία εντοπισμού του. Από όσο γνωρίζω δεν επανεκτυπώθηκε ούτε επανεκδόθηκε, έχει απλώς εξαντληθεί. Το προτείνω, όμως, ακριβώς γιατί δε θεωρώ τα βιβλία απλώς προϊόντα κατανάλωσης και είναι όμορφο να επανέρχονται στη μνήμη μας όσα έχουν συμβάλλει σε μία διαδικασία μεταφοράς μας σε έναν κόσμο φανταστικό. Αν, λοιπόν, το εντοπίσετε κάπου και είστε έτοιμοι για ένα αισθησιακό και λιγουριάρικο ταξίδι στο χρόνο, στη γεύση και στον έρωτα, το συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Ερωτικές συνταγές (2001)
Συγγραφέας: Αλεξία Αλεξιάδου
Εκδόσεις: Αλεξία Αλεξιάδου
Έτος: 2001
Περιγραφή
Και ερχόμαστε σε ένα ερωτικό βιβλίο συνταγών, όπου οι συνδυασμοί των γεύσεων κάνουν τη φαντασία να καλπάσει. Θα μπορούσε κάποιος μέσα από τις δελεαστικές εικόνες και ιδέες να οργανώσει ένα γεμάτο αρώματα, γεύσεις και χρώματα γεύμα ή δείπνο για δύο, δημιουργώντας όλες τις προϋποθέσεις για να παραδοθεί πλήρως ο υποψήφιος δοκιμαστής στις θελήσεις του μάγειρα ή της μαγείρισσας. Το υλικό του βιβλίου ταξινομείται σε ορεκτικά και σούπες, ζυμαρικά, σαλάτες, ψάρια και θαλασσινά, κρέας και πουλερικά, γλυκά, γλυκές μπουκιές για τον καφέ, πρωινές απολαύσεις και, τέλος, βασικές συνταγές. Κάποιες ιδέες που εναρμονίζουν τη γεύση με την ερωτική διάθεση: ασιατικές γεμιστές γαρίδες, σούπα με μύδια και σαφράν, ραβιόλια με γέμιση προσούτο και σάλτσα δεντρολίβανο ή με γέμιση κολοκύθας, σπαγγέτι με σολομό και ψητά ντοματίνια, ζεστό κους κους με ντομάτα και χαλούμι (με ψητά λαχανικά, ελιές και κάππαρη), αντίδια με λιαστές ντομάτες και κολοκυθοανθούς, ριζότο με σπαράγγια ή ταρτούφο, φωλιές κανταΐφι με θαλασσινά, ξιφίας με πιπεριές και κρέμα ελιάς, σφυρίδα με ρατατούιγ, μαριναρισμένο αρνάκι κοκκινιστό με πουρέ πατάτας και σελινόριζας, φιλέτο με σάλτσα γκοργκοντσόλα, πολέντα και φιλέτο με πορτσίνι, μιλ φέιγ με φράουλες, τράιφλ με κεράσια και αμύγδαλα ή με αχλάδια ποσέ, mudd κέικ ο απόλυτος πειρασμός, torta di mandorle, carrot cake κ.ά.
Συγγραφέας: Αλεξία Αλεξιάδου
Εκδόσεις: Αλεξία Αλεξιάδου
Έτος: 2001
Περιγραφή
Και ερχόμαστε σε ένα ερωτικό βιβλίο συνταγών, όπου οι συνδυασμοί των γεύσεων κάνουν τη φαντασία να καλπάσει. Θα μπορούσε κάποιος μέσα από τις δελεαστικές εικόνες και ιδέες να οργανώσει ένα γεμάτο αρώματα, γεύσεις και χρώματα γεύμα ή δείπνο για δύο, δημιουργώντας όλες τις προϋποθέσεις για να παραδοθεί πλήρως ο υποψήφιος δοκιμαστής στις θελήσεις του μάγειρα ή της μαγείρισσας. Το υλικό του βιβλίου ταξινομείται σε ορεκτικά και σούπες, ζυμαρικά, σαλάτες, ψάρια και θαλασσινά, κρέας και πουλερικά, γλυκά, γλυκές μπουκιές για τον καφέ, πρωινές απολαύσεις και, τέλος, βασικές συνταγές. Κάποιες ιδέες που εναρμονίζουν τη γεύση με την ερωτική διάθεση: ασιατικές γεμιστές γαρίδες, σούπα με μύδια και σαφράν, ραβιόλια με γέμιση προσούτο και σάλτσα δεντρολίβανο ή με γέμιση κολοκύθας, σπαγγέτι με σολομό και ψητά ντοματίνια, ζεστό κους κους με ντομάτα και χαλούμι (με ψητά λαχανικά, ελιές και κάππαρη), αντίδια με λιαστές ντομάτες και κολοκυθοανθούς, ριζότο με σπαράγγια ή ταρτούφο, φωλιές κανταΐφι με θαλασσινά, ξιφίας με πιπεριές και κρέμα ελιάς, σφυρίδα με ρατατούιγ, μαριναρισμένο αρνάκι κοκκινιστό με πουρέ πατάτας και σελινόριζας, φιλέτο με σάλτσα γκοργκοντσόλα, πολέντα και φιλέτο με πορτσίνι, μιλ φέιγ με φράουλες, τράιφλ με κεράσια και αμύγδαλα ή με αχλάδια ποσέ, mudd κέικ ο απόλυτος πειρασμός, torta di mandorle, carrot cake κ.ά.

Νόστιμες Μέρες (2003)
Συγγραφέας: Δημήτρης Ποταμιανός
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2003
Περιγραφή
Το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου είναι οργανωμένο ανά εποχή. Έτσι, όποιος ενδιαφέρεται να εμπνευστεί ή να εκτελέσει κάποια συνταγή είναι πολύ εύκολο να προσανατολιστεί στα πιο νόστιμα προϊόντα εποχής, χωρίς να χάνεται στις σελίδες του πλούσιου σε στοιχεία αυτού βιβλίου. Είναι μερακλίδικα γραμμένο με πολύ προσωπική πένα, με συνταγές βγαλμένες από εμπειρίες συνδυασμένες με ιστορίες, των οποίων το υπόβαθρο φαίνεται και στις εισαγωγές των κεφαλαίων. Οι συνταγές, αποδοσμένες με χιούμορ, δε βασίζονται, επομένως, αποκλειστικά στον πειραματισμό, αλλά και σε μία χρονοβόρα συσσώρευση ιδεών, εικόνων, γεύσεων, ακουσμάτων, στην αγάπη για το καλό φαγητό με απλά υλικά, αλλά ευφάνταστα συνδυασμένα. Η ταξινόμηση σε εποχές υποδηλώνει και το σεβασμό των φυσικών ρυθμών με τους οποίους οι καρποί και τα πλάσματα της φύσης αναπτύσσονται και ωριμάζουν. Το βιβλίο, με αυτήν τη λογική, συγκεντρώνει στις σελίδες του πολλές πληροφορίες για τα προϊόντα, για ανθρώπους που καταπιάνονται με την καλλιέργειά τους, τη φροντίδα τους ή που δραστηριοποιούνται με σχετικούς τομείς, όπως είναι το ψάρεμα, η μαγειρική και τα λοιπά, οι οποίοι αποτέλεσαν επιπλέον πηγή έμπνευσης και έδωσαν περαιτέρω κίνητρο ενασχόλησης στο συγγραφέα. Παρατίθενται, επίσης, αποσπάσματα σχετικών βιβλίων, παραδοσιακών τραγουδιών και στίχων, που αφορούν το φαγητό και τα υλικά, διάφορες αφηγήσεις και πολλά άλλα, ζυμωμένα με αγάπη. Οι συνταγές είναι κυρίως υπολογισμένες για τέσσερα άτομα, με επιπρόσθετες ιδέες που εξωθούν στον αυτοσχεδιασμό. Θα μπορούσε, όμως, και όποιος θέλει να οργανώσει ένα ξεχωριστό γεύμα για δύο να βρει κατάλληλο έδαφος δραστηριοποίησης, προκειμένου να κερδίσει τις εντυπώσεις με λίγο ή πολύ πιο σύνθετες συνταγές. Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένες: γόπες ψητές, γεμιστές με κρεμμυδάκι και κάππαρη, τεμπούρα με γαρίδες και φρέσκα λαχανικά, χταποδοκεφτέδες μαραθιώτικοι και χταπόδι κρασάτο, μοσχαρίσιο φιλέτο με πολέντα άγριων μανιταριών, καραμέλα κρεμμυδιού και μπισκότο παρμεζάνας, φετουτσίνι με τριμμένο ταρτούφο, μονοράβιολο με γέμιση μανιταριών, καραμελωμένα ροδάκινα με κρέμα φιστικιού, αθηναϊκό παστέλι κ.ά.
Συγγραφέας: Δημήτρης Ποταμιανός
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2003
Περιγραφή
Το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου είναι οργανωμένο ανά εποχή. Έτσι, όποιος ενδιαφέρεται να εμπνευστεί ή να εκτελέσει κάποια συνταγή είναι πολύ εύκολο να προσανατολιστεί στα πιο νόστιμα προϊόντα εποχής, χωρίς να χάνεται στις σελίδες του πλούσιου σε στοιχεία αυτού βιβλίου. Είναι μερακλίδικα γραμμένο με πολύ προσωπική πένα, με συνταγές βγαλμένες από εμπειρίες συνδυασμένες με ιστορίες, των οποίων το υπόβαθρο φαίνεται και στις εισαγωγές των κεφαλαίων. Οι συνταγές, αποδοσμένες με χιούμορ, δε βασίζονται, επομένως, αποκλειστικά στον πειραματισμό, αλλά και σε μία χρονοβόρα συσσώρευση ιδεών, εικόνων, γεύσεων, ακουσμάτων, στην αγάπη για το καλό φαγητό με απλά υλικά, αλλά ευφάνταστα συνδυασμένα. Η ταξινόμηση σε εποχές υποδηλώνει και το σεβασμό των φυσικών ρυθμών με τους οποίους οι καρποί και τα πλάσματα της φύσης αναπτύσσονται και ωριμάζουν. Το βιβλίο, με αυτήν τη λογική, συγκεντρώνει στις σελίδες του πολλές πληροφορίες για τα προϊόντα, για ανθρώπους που καταπιάνονται με την καλλιέργειά τους, τη φροντίδα τους ή που δραστηριοποιούνται με σχετικούς τομείς, όπως είναι το ψάρεμα, η μαγειρική και τα λοιπά, οι οποίοι αποτέλεσαν επιπλέον πηγή έμπνευσης και έδωσαν περαιτέρω κίνητρο ενασχόλησης στο συγγραφέα. Παρατίθενται, επίσης, αποσπάσματα σχετικών βιβλίων, παραδοσιακών τραγουδιών και στίχων, που αφορούν το φαγητό και τα υλικά, διάφορες αφηγήσεις και πολλά άλλα, ζυμωμένα με αγάπη. Οι συνταγές είναι κυρίως υπολογισμένες για τέσσερα άτομα, με επιπρόσθετες ιδέες που εξωθούν στον αυτοσχεδιασμό. Θα μπορούσε, όμως, και όποιος θέλει να οργανώσει ένα ξεχωριστό γεύμα για δύο να βρει κατάλληλο έδαφος δραστηριοποίησης, προκειμένου να κερδίσει τις εντυπώσεις με λίγο ή πολύ πιο σύνθετες συνταγές. Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένες: γόπες ψητές, γεμιστές με κρεμμυδάκι και κάππαρη, τεμπούρα με γαρίδες και φρέσκα λαχανικά, χταποδοκεφτέδες μαραθιώτικοι και χταπόδι κρασάτο, μοσχαρίσιο φιλέτο με πολέντα άγριων μανιταριών, καραμέλα κρεμμυδιού και μπισκότο παρμεζάνας, φετουτσίνι με τριμμένο ταρτούφο, μονοράβιολο με γέμιση μανιταριών, καραμελωμένα ροδάκινα με κρέμα φιστικιού, αθηναϊκό παστέλι κ.ά.

Μεζές (2004)
Συγγραφέας: Νταϊάνα Κόχυλα
Εκδόσεις: Μίνωας
Έτος: 2013
Περιγραφή
Αυτό είναι ένα βιβλίο που έψαχνα και παλιότερα, αλλά διαπίστωσα από χρόνια πως είχε εξαντληθεί. Χάρηκα γιατί επανήλθε στις προθήκες λίγο πριν τα φετινά Χριστούγεννα. Το συμπεριλαμβάνω σε αυτό το τεύχος και αφορμή της «Πολίτικης κουζίνας» με την ιεροτελεστία των μεζέδων, αλλά και γιατί οι ποικίλοι και παιχνιδιάρικοι μεζέδες θα μπορούσαν να γίνουν η αρχή και το τέλος ενός ερωτικού γεύματος, που δεν είναι ανάγκη να ολοκληρωθεί ακριβώς. Μπορεί να ξεκινήσει με το μεζέ, που δεν έχει στόχο να μας χορτάσει, και να περάσει κατευθείαν στο γλυκό, στο κανονικό γλυκό εννοώ, σερβιρισμένο όμως με άπειρες εκδοχές, εξωθώντας τη φαντασία στο να οργιάσει. Μία πρόταση κάνω για τις περιπτώσεις που έχουν σπάσει τον πάγο και συνδαυλίζουν τις επιθυμίες ταχύτερα με απλά και καλά υλικά. «Η λέξη “μεζές”», όπως μας πληροφορεί το βιβλίο, «σημαίνει στο μέσο της ημέρας ή ανάμεσα στο γεύμα και στο δείπνο. Στα τούρκικα υπονοείται κάτι γευστικό»[1]. Έτσι, εφόσον σε ένα ερωτικό γεύμα το κυρίως πιάτο προσδιορίζεται από την «αλληλοκατανάλωση», ο μεζές, χωρίς να αποτελεί ορεκτικό αλλά μία γευστική μετάβαση, μπορεί να παίξει μία χαρά το ρόλο της εισαγωγής σε αυτό. Στις συνταγές του βιβλίου της γνωστής Ελληνοαμερικανίδας σεφ και συγγραφέα βιβλίων μαγειρικής Νταϊάνας Κόχυλα, άλλωστε, είναι πολύ δύσκολο πιστεύω κάποιος να αντισταθεί από τη στιγμή που θα αποφασίσει να το ανοίξει.
Το βιβλίο ξεκινάει με μία σύντομη ιστορία των μεζέδων και της κοινωνικής σημασίας που έχουν στην ελληνική παραδοσιακή γαστρονομική κουλτούρα, ενώ αναφέρεται και σε ό,τι τους συνοδεύει, όπως είναι το κρασί ή η ρετσίνα. Θεματικά οι συνταγές ταξινομούνται σε: Σάλτσες και ντιπ, Γευστικές σαλάτες, Νόστιμα ορεκτικά με αυγά, Πίτες και πιτάκια, Μεζεδομπουκιές και τηγανητές νοστιμιές, Μεζεδάκια με λαχανικά και φασόλια, Θαλασσινοί μεζέδες, Κρεατικά: Από τα κεφτεδάκια ως το κεμπάπ. Τα τελευταία δύο κεφάλαια είναι «Το κελάρι των μεζέδων» με τα υλικά που συνθέτουν ή συνοδεύουν τους μεζέδες, όπως είναι το ψωμί, και ένα πολύ χρήσιμο και βοηθητικό «Ευρετήριο». Μερικές από τις συνταγές, για να σας ανοίξω την όρεξη: πικάντικη σως ντομάτας-πιπεριάς, στραγγιστό γιαούρτι με καρότα και δυόσμο (ανατολίτικη επιρροή ‒ χαϊντάρι), μελιτζανοσαλάτα με καρύδια, κόλιαντρο και φρέσκα κρεμμυδάκια, αφράτη ταραμοσαλάτα με αλεσμένα αμύγδαλα (βορειοελλαδίτικη επιρροή), χειμερινά λαχανικά με σως βινεγκρέτ από κάππαρη και λιαστή ντομάτα, ζεστή πατατοσαλάτα με ντομάτα, κρεμμύδι και ρίγανη (σπεσιαλιτέ της Ικαρίας), σαλάτα με φρέσκα κουκιά και χταποδάκι, αυγά γεμιστά με ντομάτα, κρεμμύδι και ελαιόλαδο (η γέμιση είναι κυκλαδίτικη συνταγή), ομελέτα με σέσκουλο, ντομάτα και φέτα, μανιτάρια γεμιστά με σπαράγγια και αυγά, στριφτά πιτάκια με λιαστές ντομάτες, μάραθο και φέτα, σπανακοπιτάκια με τρία τυριά, ρολά με πικάντικο σουτζούκι, πιπεριά και κασέρι, πίτα Καισάρειας (παστουρμαδόπιτα με καταγωγή από την ομώνυμη περιοχή της Καππαδοκίας), πρασόπιτα με θαλασσινά (από την ταβέρνα «Κόλλια» στον Πειραιά), φέτα σαγανάκι με κρούστα σουσαμιού, τηγανιτοί χορτοκεφτέδες με κανέλα (κυκλαδίτικη σπεσιαλιτέ), Μεγάλες γαρίδες με σκόρδο μαϊντανό και τριμμένη φρυγανιά, μύδια με κρασί μοσχάτο, σουβλάκια με αρνίσιο κιμά (με επιρροές από την τούρκικη και την αρμένικη κουζίνα), μοσχάρι με κρεμμύδι, μέλι και φύλλο δάφνης, σουβλάκι από κοτόπουλο μαριναρισμένο σε γιαούρτι και μπαχαρικά κ.ά.
Μετά από όλα αυτά, ποιος μπορεί να αντισταθεί σε μία δοκιμή;
__________
[1] Νταϊάνα Κόχυλα, Μεζές, Εκδόσεις Μίνωας, Αθήνα, 2013, σελ. 13.
Συγγραφέας: Νταϊάνα Κόχυλα
Εκδόσεις: Μίνωας
Έτος: 2013
Περιγραφή
Αυτό είναι ένα βιβλίο που έψαχνα και παλιότερα, αλλά διαπίστωσα από χρόνια πως είχε εξαντληθεί. Χάρηκα γιατί επανήλθε στις προθήκες λίγο πριν τα φετινά Χριστούγεννα. Το συμπεριλαμβάνω σε αυτό το τεύχος και αφορμή της «Πολίτικης κουζίνας» με την ιεροτελεστία των μεζέδων, αλλά και γιατί οι ποικίλοι και παιχνιδιάρικοι μεζέδες θα μπορούσαν να γίνουν η αρχή και το τέλος ενός ερωτικού γεύματος, που δεν είναι ανάγκη να ολοκληρωθεί ακριβώς. Μπορεί να ξεκινήσει με το μεζέ, που δεν έχει στόχο να μας χορτάσει, και να περάσει κατευθείαν στο γλυκό, στο κανονικό γλυκό εννοώ, σερβιρισμένο όμως με άπειρες εκδοχές, εξωθώντας τη φαντασία στο να οργιάσει. Μία πρόταση κάνω για τις περιπτώσεις που έχουν σπάσει τον πάγο και συνδαυλίζουν τις επιθυμίες ταχύτερα με απλά και καλά υλικά. «Η λέξη “μεζές”», όπως μας πληροφορεί το βιβλίο, «σημαίνει στο μέσο της ημέρας ή ανάμεσα στο γεύμα και στο δείπνο. Στα τούρκικα υπονοείται κάτι γευστικό»[1]. Έτσι, εφόσον σε ένα ερωτικό γεύμα το κυρίως πιάτο προσδιορίζεται από την «αλληλοκατανάλωση», ο μεζές, χωρίς να αποτελεί ορεκτικό αλλά μία γευστική μετάβαση, μπορεί να παίξει μία χαρά το ρόλο της εισαγωγής σε αυτό. Στις συνταγές του βιβλίου της γνωστής Ελληνοαμερικανίδας σεφ και συγγραφέα βιβλίων μαγειρικής Νταϊάνας Κόχυλα, άλλωστε, είναι πολύ δύσκολο πιστεύω κάποιος να αντισταθεί από τη στιγμή που θα αποφασίσει να το ανοίξει.
Το βιβλίο ξεκινάει με μία σύντομη ιστορία των μεζέδων και της κοινωνικής σημασίας που έχουν στην ελληνική παραδοσιακή γαστρονομική κουλτούρα, ενώ αναφέρεται και σε ό,τι τους συνοδεύει, όπως είναι το κρασί ή η ρετσίνα. Θεματικά οι συνταγές ταξινομούνται σε: Σάλτσες και ντιπ, Γευστικές σαλάτες, Νόστιμα ορεκτικά με αυγά, Πίτες και πιτάκια, Μεζεδομπουκιές και τηγανητές νοστιμιές, Μεζεδάκια με λαχανικά και φασόλια, Θαλασσινοί μεζέδες, Κρεατικά: Από τα κεφτεδάκια ως το κεμπάπ. Τα τελευταία δύο κεφάλαια είναι «Το κελάρι των μεζέδων» με τα υλικά που συνθέτουν ή συνοδεύουν τους μεζέδες, όπως είναι το ψωμί, και ένα πολύ χρήσιμο και βοηθητικό «Ευρετήριο». Μερικές από τις συνταγές, για να σας ανοίξω την όρεξη: πικάντικη σως ντομάτας-πιπεριάς, στραγγιστό γιαούρτι με καρότα και δυόσμο (ανατολίτικη επιρροή ‒ χαϊντάρι), μελιτζανοσαλάτα με καρύδια, κόλιαντρο και φρέσκα κρεμμυδάκια, αφράτη ταραμοσαλάτα με αλεσμένα αμύγδαλα (βορειοελλαδίτικη επιρροή), χειμερινά λαχανικά με σως βινεγκρέτ από κάππαρη και λιαστή ντομάτα, ζεστή πατατοσαλάτα με ντομάτα, κρεμμύδι και ρίγανη (σπεσιαλιτέ της Ικαρίας), σαλάτα με φρέσκα κουκιά και χταποδάκι, αυγά γεμιστά με ντομάτα, κρεμμύδι και ελαιόλαδο (η γέμιση είναι κυκλαδίτικη συνταγή), ομελέτα με σέσκουλο, ντομάτα και φέτα, μανιτάρια γεμιστά με σπαράγγια και αυγά, στριφτά πιτάκια με λιαστές ντομάτες, μάραθο και φέτα, σπανακοπιτάκια με τρία τυριά, ρολά με πικάντικο σουτζούκι, πιπεριά και κασέρι, πίτα Καισάρειας (παστουρμαδόπιτα με καταγωγή από την ομώνυμη περιοχή της Καππαδοκίας), πρασόπιτα με θαλασσινά (από την ταβέρνα «Κόλλια» στον Πειραιά), φέτα σαγανάκι με κρούστα σουσαμιού, τηγανιτοί χορτοκεφτέδες με κανέλα (κυκλαδίτικη σπεσιαλιτέ), Μεγάλες γαρίδες με σκόρδο μαϊντανό και τριμμένη φρυγανιά, μύδια με κρασί μοσχάτο, σουβλάκια με αρνίσιο κιμά (με επιρροές από την τούρκικη και την αρμένικη κουζίνα), μοσχάρι με κρεμμύδι, μέλι και φύλλο δάφνης, σουβλάκι από κοτόπουλο μαριναρισμένο σε γιαούρτι και μπαχαρικά κ.ά.
Μετά από όλα αυτά, ποιος μπορεί να αντισταθεί σε μία δοκιμή;
__________
[1] Νταϊάνα Κόχυλα, Μεζές, Εκδόσεις Μίνωας, Αθήνα, 2013, σελ. 13.

Τα κρασιά της Ελλάδας (2006)
Συγγραφέας: Νέτσικα Μαρία
Εκδόσεις: Ιανός
Έτος: 2006
Περιγραφή
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο αισθάνθηκα σαν να βιώνω την ταινία «Sideways». Το σταφύλι και ένα από τα παράγωγά του, το κρασί, είναι από τα βασικά προϊόντα της Μεσογείου. Το κρασί, σε πιο εκλεπτυσμένη ή επιτραπέζια μορφή, τιμάται ιδιαίτερα από τους συνδαιτυμόνες μικρών και μεγάλων τραπεζιών συνοδεύοντας το γεύμα από το μεζέ έως το επιδόρπιο. Το βιβλίο, δίνοντας ιδέες για γευστικές αποδράσεις, αποτελεί ένα νοητό ταξίδι σε διάφορους αμπελώνες και οινοποιία σε όλη την Ελλάδα από τη χημικό και οινολόγο Μαρία Νέτσικα. Το ταξίδι ξεκινάει από το Βορρά, και πιο συγκεκριμένα από τη Θράκη, μάλλον λόγω της ιδιαίτερης σχέσης της περιοχής με το θεό Διόνυσο, και συνεχίζεται στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την Κεντρική Ελλάδα, την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη και τα νησιά του Ιονίου. Στο τέλος παρατίθεται ένα «Παράρτημα» με γενικές πληροφορίες για τη νομοθεσία του κρασιού, ένα «Γλωσσάρι» και ένα «Ευρετήριο». Σε κάθε μικρό και μεγάλο κεφάλαιο παρέχονται στοιχεία για την ιστορία του τόπου, το γεωφυσικό περιβάλλον, το χώμα και το κλίμα και το πώς αυτά επηρεάζουν τις καλλιέργειες που ευδοκιμούν, καθώς και στοιχεία για τους οινοποιούς. Στο τέλος τους υπάρχουν πληροφορίες επικοινωνίας, με τις διευθύνσεις και τα τηλέφωνα, σε περίπτωση που κάποιος θέλει να επισκεφτεί τα οινοποιία, κάνοντας το νοητό ταξίδι πραγματικότητα. Τα κεφάλαια είναι σύντομα, κατατοπιστικά και περιεκτικά, προσφέροντας ό,τι χρειάζεται σε έναν λάτρη του κρασιού, για να του πυροδοτηθεί η επιθυμία διεύρυνσης του γευστικού και γευσιγνωστικού του πεδίου δοκιμάζοντας. Έχοντας επισκεφτεί κάποια από αυτά τα οινοποιία, μπορώ να πω ότι είναι μία ξεχωριστή εμπειρία και η δοκιμή κρασιών αλλά και η γνωριμία με τον τόπο που τα παράγει. Γι’ αυτόν το λόγο το βιβλίο προσφέρει ένα κίνητρο περιήγησης έξω από τα συνηθισμένα για μικρότερη ή πιο μεγάλη παρέα, για όλους όσοι αγαπούν το κρασί ή θέλουν τώρα να ξεκινήσουν τη σχέση τους μαζί του, βουτώντας κατευθείαν σε διαυγή αλλά μοναδικών ιδιοτήτων νερά.
Συγγραφέας: Νέτσικα Μαρία
Εκδόσεις: Ιανός
Έτος: 2006
Περιγραφή
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο αισθάνθηκα σαν να βιώνω την ταινία «Sideways». Το σταφύλι και ένα από τα παράγωγά του, το κρασί, είναι από τα βασικά προϊόντα της Μεσογείου. Το κρασί, σε πιο εκλεπτυσμένη ή επιτραπέζια μορφή, τιμάται ιδιαίτερα από τους συνδαιτυμόνες μικρών και μεγάλων τραπεζιών συνοδεύοντας το γεύμα από το μεζέ έως το επιδόρπιο. Το βιβλίο, δίνοντας ιδέες για γευστικές αποδράσεις, αποτελεί ένα νοητό ταξίδι σε διάφορους αμπελώνες και οινοποιία σε όλη την Ελλάδα από τη χημικό και οινολόγο Μαρία Νέτσικα. Το ταξίδι ξεκινάει από το Βορρά, και πιο συγκεκριμένα από τη Θράκη, μάλλον λόγω της ιδιαίτερης σχέσης της περιοχής με το θεό Διόνυσο, και συνεχίζεται στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την Κεντρική Ελλάδα, την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη και τα νησιά του Ιονίου. Στο τέλος παρατίθεται ένα «Παράρτημα» με γενικές πληροφορίες για τη νομοθεσία του κρασιού, ένα «Γλωσσάρι» και ένα «Ευρετήριο». Σε κάθε μικρό και μεγάλο κεφάλαιο παρέχονται στοιχεία για την ιστορία του τόπου, το γεωφυσικό περιβάλλον, το χώμα και το κλίμα και το πώς αυτά επηρεάζουν τις καλλιέργειες που ευδοκιμούν, καθώς και στοιχεία για τους οινοποιούς. Στο τέλος τους υπάρχουν πληροφορίες επικοινωνίας, με τις διευθύνσεις και τα τηλέφωνα, σε περίπτωση που κάποιος θέλει να επισκεφτεί τα οινοποιία, κάνοντας το νοητό ταξίδι πραγματικότητα. Τα κεφάλαια είναι σύντομα, κατατοπιστικά και περιεκτικά, προσφέροντας ό,τι χρειάζεται σε έναν λάτρη του κρασιού, για να του πυροδοτηθεί η επιθυμία διεύρυνσης του γευστικού και γευσιγνωστικού του πεδίου δοκιμάζοντας. Έχοντας επισκεφτεί κάποια από αυτά τα οινοποιία, μπορώ να πω ότι είναι μία ξεχωριστή εμπειρία και η δοκιμή κρασιών αλλά και η γνωριμία με τον τόπο που τα παράγει. Γι’ αυτόν το λόγο το βιβλίο προσφέρει ένα κίνητρο περιήγησης έξω από τα συνηθισμένα για μικρότερη ή πιο μεγάλη παρέα, για όλους όσοι αγαπούν το κρασί ή θέλουν τώρα να ξεκινήσουν τη σχέση τους μαζί του, βουτώντας κατευθείαν σε διαυγή αλλά μοναδικών ιδιοτήτων νερά.

Μελιτζάνες Alla Mafia (2008)
Συγγραφέας: Τονίνο Μπενακουίστα
Εκδόσεις: Μοντέρνοι Καιροί
Έτος: 2010
Περιγραφή
Σε αυτό το βιβλίο εκτυλίσσεται μία διαφορετική ιστορία με τη Μαφία και τη γεύση, με πιο μακρινή σχέση με τη Σικελία, αλλά πιο σύγχρονη από τη Μαφία στο πιάτο. Εδώ βουτάμε στα βαθιά νερά του υπόκοσμου με έναν πρώην μαφιόζο, αλλά πάντα νυν στον τρόπο σκέψης και αντίληψης της ζωής και των σχέσεων, τον Τζιοβάνι Μαντσόνι. Ο χαρακτηρισμός «πρώην» ισχύει γιατί μπήκε μαζί με την οικογένειά του στο Πρόγραμμα Προστασίας Μαρτύρων, έχοντας αποφασίσει να καταδώσει γνωστούς νονούς και λιγότερο γνωστούς μαφιόζους. Έτσι βλέπουμε τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του ίδιου και των πρακτόρων του FBI που τον προστατεύουν αλλά και τον χρησιμοποιούν, διαπιστώνουμε τη διαρκή εναλλαγή ρόλων, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά του στην υπεράσπιση μίας επινοημένης ταυτότητας, τις λεπτές ισορροπίες του ζευγαριού με τον παραδοσιακό μαφιόζο, τον σαν λιοντάρι πλέον κλεισμένο σε κλουβί, και τη γυναίκα του να κάνει στη μέση ηλικία την επανάστασή της, ανεξαρτητοποιούμενη οικονομικά και κυρίως συναισθηματικά. Γι’ αυτό ανοίγει μία μικρή επιχείρηση τη «Λα Παρμεζάν» με ένα πιάτο όλο κι όλο, το λα παρμιτζάνα. Πρόκειται για ένα κλασικό πιάτο με μελιτζάνες, σάλτσα ντομάτας με βασιλικό, μοτσαρέλα και παρμεζάνα, που τρώγεται ως ορεκτικό αλλά και ως κυρίως πιάτο. Αυτό το μαγαζί λοιπόν γίνεται το αγκάθι στο πλευρό ενός κολοσσού, που συμβαίνει να βρίσκεται στην ίδια γειτονιά, μίας αλυσίδας πίτσας τυπικά, αλλά φαστ φουντ, στην ουσία, με ποικιλία εδεσμάτων, η οποία παρατηρεί σταθερή μείωση στις πωλήσεις. Και τότε επιστρατεύει κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο, για να εξαφανίσει το μικρό του αντίπαλο.
Υπάρχουν πολλά θέματα που περνούν σε δεύτερο πλάνο μαζί με τον κεντρικό άξονα της ιστορίας, όπως είναι η λειτουργία όσων σύγχρονων εκδόσεων αντιμετωπίζουν το βιβλίο ως εμπορικό προϊόν, ανεξαρτήτως περιεχομένου. Γίνεται, επομένως, το βιβλίο άλλη μία «Ωραία μου κυρία», που αναλαμβάνεται από το περιθώριο και μεταμορφώνεται σε σταρ, με τις ανάλογες παρεμβάσεις και προσθαφαιρέσεις. Όσο πιο εύπλαστο, όσο πιο πολύ δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, γιατί δεν έχει χαρακτήρα ή γιατί απλώς επαναλαμβάνεται, τόσο το καλύτερο. Η αναφορά για το καθαρά εμπορικό βιβλίο, καθώς ο πρώην μαφιόζος αποφασίζει να καταγράψει τα απομνημονεύματά του, χωρίς να έχει διαβάσει ποτέ του ούτε ένα βιβλίο. Η άναρχη απόπειρά του, όμως, αποκτά ανύποπτα τεράστια επιτυχία στα χέρια ενός εκδότη που ξέρει πώς να διαχειριστεί την περίπτωσή του, επιθυμώντας να αυξήσει τον αριθμό των πωλήσεων με τις φρικιαστικές εικόνες ρεαλιστικής βίας, τις οποίες εκ πείρας ο Τζιοβάνι Μαντσόνι περιγράφει. Η βία ως θεματική επανέρχεται πολλές φορές και με πολλές μορφές στις σελίδες του βιβλίου. Ίσως να πρόκειται και για τη βάση της «συνταγής» του συγγραφέα, που είναι οι μελιτζάνες, ενώ όλα τα άλλα αποτελούν τη σάλτσα για νοστιμιά, με το τυρί να δένει τα υλικά σε ενιαίο σύνολο.
Ολοκληρώνοντας, μία αφοπλιστική φράση του μαφιόζου, που σκιαγραφείται ως ένα μεγάλο και επικίνδυνο παιδί, το οποίο από τη μία ενθουσιάζεται, σαν να ανακαλύπτει κάθε μέρα τον κόσμο, ενώ από την άλλη πυροβολεί τόσο εύκολα και απρόσμενα όσο θα μπορούσε ξαφνικά να φτερνιστεί:
«Το να χτυπάει ο καλός είναι ένα θέαμα που δε θα βαρεθούν οι άνθρωποι ποτέ να βλέπουν. Δε δημιουργεί καμία ενοχή στο άτομο που χτυπάει, αλλά ούτε και σ’ εκείνον που τον κοιτάζει να χτυπάει. Αυτή είναι η μοναδική βία που με φόβισε ποτέ στη ζωή μου»[1].
__________
[1] Tonino Benacqista, Μελιτζάνες alla Mafia, εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί, Αθήνα, 2010 (1η έκδοση 2008), σελ. 215.
Συγγραφέας: Τονίνο Μπενακουίστα
Εκδόσεις: Μοντέρνοι Καιροί
Έτος: 2010
Περιγραφή
Σε αυτό το βιβλίο εκτυλίσσεται μία διαφορετική ιστορία με τη Μαφία και τη γεύση, με πιο μακρινή σχέση με τη Σικελία, αλλά πιο σύγχρονη από τη Μαφία στο πιάτο. Εδώ βουτάμε στα βαθιά νερά του υπόκοσμου με έναν πρώην μαφιόζο, αλλά πάντα νυν στον τρόπο σκέψης και αντίληψης της ζωής και των σχέσεων, τον Τζιοβάνι Μαντσόνι. Ο χαρακτηρισμός «πρώην» ισχύει γιατί μπήκε μαζί με την οικογένειά του στο Πρόγραμμα Προστασίας Μαρτύρων, έχοντας αποφασίσει να καταδώσει γνωστούς νονούς και λιγότερο γνωστούς μαφιόζους. Έτσι βλέπουμε τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του ίδιου και των πρακτόρων του FBI που τον προστατεύουν αλλά και τον χρησιμοποιούν, διαπιστώνουμε τη διαρκή εναλλαγή ρόλων, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά του στην υπεράσπιση μίας επινοημένης ταυτότητας, τις λεπτές ισορροπίες του ζευγαριού με τον παραδοσιακό μαφιόζο, τον σαν λιοντάρι πλέον κλεισμένο σε κλουβί, και τη γυναίκα του να κάνει στη μέση ηλικία την επανάστασή της, ανεξαρτητοποιούμενη οικονομικά και κυρίως συναισθηματικά. Γι’ αυτό ανοίγει μία μικρή επιχείρηση τη «Λα Παρμεζάν» με ένα πιάτο όλο κι όλο, το λα παρμιτζάνα. Πρόκειται για ένα κλασικό πιάτο με μελιτζάνες, σάλτσα ντομάτας με βασιλικό, μοτσαρέλα και παρμεζάνα, που τρώγεται ως ορεκτικό αλλά και ως κυρίως πιάτο. Αυτό το μαγαζί λοιπόν γίνεται το αγκάθι στο πλευρό ενός κολοσσού, που συμβαίνει να βρίσκεται στην ίδια γειτονιά, μίας αλυσίδας πίτσας τυπικά, αλλά φαστ φουντ, στην ουσία, με ποικιλία εδεσμάτων, η οποία παρατηρεί σταθερή μείωση στις πωλήσεις. Και τότε επιστρατεύει κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο, για να εξαφανίσει το μικρό του αντίπαλο.
Υπάρχουν πολλά θέματα που περνούν σε δεύτερο πλάνο μαζί με τον κεντρικό άξονα της ιστορίας, όπως είναι η λειτουργία όσων σύγχρονων εκδόσεων αντιμετωπίζουν το βιβλίο ως εμπορικό προϊόν, ανεξαρτήτως περιεχομένου. Γίνεται, επομένως, το βιβλίο άλλη μία «Ωραία μου κυρία», που αναλαμβάνεται από το περιθώριο και μεταμορφώνεται σε σταρ, με τις ανάλογες παρεμβάσεις και προσθαφαιρέσεις. Όσο πιο εύπλαστο, όσο πιο πολύ δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, γιατί δεν έχει χαρακτήρα ή γιατί απλώς επαναλαμβάνεται, τόσο το καλύτερο. Η αναφορά για το καθαρά εμπορικό βιβλίο, καθώς ο πρώην μαφιόζος αποφασίζει να καταγράψει τα απομνημονεύματά του, χωρίς να έχει διαβάσει ποτέ του ούτε ένα βιβλίο. Η άναρχη απόπειρά του, όμως, αποκτά ανύποπτα τεράστια επιτυχία στα χέρια ενός εκδότη που ξέρει πώς να διαχειριστεί την περίπτωσή του, επιθυμώντας να αυξήσει τον αριθμό των πωλήσεων με τις φρικιαστικές εικόνες ρεαλιστικής βίας, τις οποίες εκ πείρας ο Τζιοβάνι Μαντσόνι περιγράφει. Η βία ως θεματική επανέρχεται πολλές φορές και με πολλές μορφές στις σελίδες του βιβλίου. Ίσως να πρόκειται και για τη βάση της «συνταγής» του συγγραφέα, που είναι οι μελιτζάνες, ενώ όλα τα άλλα αποτελούν τη σάλτσα για νοστιμιά, με το τυρί να δένει τα υλικά σε ενιαίο σύνολο.
Ολοκληρώνοντας, μία αφοπλιστική φράση του μαφιόζου, που σκιαγραφείται ως ένα μεγάλο και επικίνδυνο παιδί, το οποίο από τη μία ενθουσιάζεται, σαν να ανακαλύπτει κάθε μέρα τον κόσμο, ενώ από την άλλη πυροβολεί τόσο εύκολα και απρόσμενα όσο θα μπορούσε ξαφνικά να φτερνιστεί:
«Το να χτυπάει ο καλός είναι ένα θέαμα που δε θα βαρεθούν οι άνθρωποι ποτέ να βλέπουν. Δε δημιουργεί καμία ενοχή στο άτομο που χτυπάει, αλλά ούτε και σ’ εκείνον που τον κοιτάζει να χτυπάει. Αυτή είναι η μοναδική βία που με φόβισε ποτέ στη ζωή μου»[1].
__________
[1] Tonino Benacqista, Μελιτζάνες alla Mafia, εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί, Αθήνα, 2010 (1η έκδοση 2008), σελ. 215.

Φρουτογλυκά 1 (2008)
Συγγραφέας: Στέλιος Παρλιάρος
Εκδόσεις: Ι. Σιδέρης
Έτος: 2008
Περιγραφή
Αυτό είναι το τρίτο βιβλίο της σειράς «Μαθήματα γλυκιάς αλχημείας», που είχε κυκλοφορήσει με την εφημερίδα «Καθημερινή», με υπογραφή Στέλιου Παρλιάρου, και αφορά τα πολύχρωμα, βιταμινούχα και απαραίτητα στη διατροφή μας φρούτα. Τα φρούτα μπορούν να συνθέσουν με ποικίλα υλικά πρωτότυπες, γευστικές απολαύσεις και να τέρψουν απρόσμενα ικανοποιητικά τον ουρανίσκο. Ιδίως σε ένα γεύμα μικρό ή μεγάλο, στο οποίο θέλουμε να παραμείνουμε οξυδερκείς, παρόντες και με ελαφρύ στομάχι, ώστε να μην καταφύγουμε κατευθείαν στο κρεβάτι ή στον καναπέ για μία σύντομη σιέστα ή για ένα κανονικότατο βύθισμα στον ύπνο, είναι ό,τι πρέπει. Δεν έχετε παρά να δοκιμάσετε την αποτελεσματικότητα αυτών των ευεργετικών καρπών, που διεγείρουν ευχάριστα τους γευστικούς κάλυκες της γλώσσας! Το βιβλίο ξεκινάει με τη «μικρή ιστορία» κάποιων φρούτων, ακολουθεί ένας πίνακας όπου τα φρούτα ταξινομούνται αλφαβητικά και ανά εποχή, στη συνέχεια βρίσκουμε ένα σύντομο κεφάλαιο με κρέμες, γαρνιτούρες, βάσεις και άλλα, όπως τη μέθοδο αποστείρωσης των βάζων για κομπόστες και μαρμελάδες, και τέλος έρχονται οι συνταγές. Σε αυτές υπάρχουν ιδέες για τη δημιουργία λαχταριστών κέικ, διάφορων ειδών ζελέ, λικέρ, γλυκών του κουταλιού κτλ. Ενδεικτικά παραθέτω κάποιες από τις συνταγές: αμυγδαλόπαστα με χυμούς φρούτων, απόσταγμα και κρασί από βατόμουρα, αχλάδια βρασμένα με γλυκό κρασί και βανίλια, γρανίτα με ρόδι, cheesecake φράουλας, κέικ με μέλι και μήλα, κέικ με χυμό passion fruit, κεράσια σε κρασί Μοσχάτο και κρέμα από γιαούρτι, κομπόστα με φρέσκα σύκα, ροδάκινα και σταφύλια, κρέμα από μέλι, βούτυρο και λεμόνι κ.ά.
Συγγραφέας: Στέλιος Παρλιάρος
Εκδόσεις: Ι. Σιδέρης
Έτος: 2008
Περιγραφή
Αυτό είναι το τρίτο βιβλίο της σειράς «Μαθήματα γλυκιάς αλχημείας», που είχε κυκλοφορήσει με την εφημερίδα «Καθημερινή», με υπογραφή Στέλιου Παρλιάρου, και αφορά τα πολύχρωμα, βιταμινούχα και απαραίτητα στη διατροφή μας φρούτα. Τα φρούτα μπορούν να συνθέσουν με ποικίλα υλικά πρωτότυπες, γευστικές απολαύσεις και να τέρψουν απρόσμενα ικανοποιητικά τον ουρανίσκο. Ιδίως σε ένα γεύμα μικρό ή μεγάλο, στο οποίο θέλουμε να παραμείνουμε οξυδερκείς, παρόντες και με ελαφρύ στομάχι, ώστε να μην καταφύγουμε κατευθείαν στο κρεβάτι ή στον καναπέ για μία σύντομη σιέστα ή για ένα κανονικότατο βύθισμα στον ύπνο, είναι ό,τι πρέπει. Δεν έχετε παρά να δοκιμάσετε την αποτελεσματικότητα αυτών των ευεργετικών καρπών, που διεγείρουν ευχάριστα τους γευστικούς κάλυκες της γλώσσας! Το βιβλίο ξεκινάει με τη «μικρή ιστορία» κάποιων φρούτων, ακολουθεί ένας πίνακας όπου τα φρούτα ταξινομούνται αλφαβητικά και ανά εποχή, στη συνέχεια βρίσκουμε ένα σύντομο κεφάλαιο με κρέμες, γαρνιτούρες, βάσεις και άλλα, όπως τη μέθοδο αποστείρωσης των βάζων για κομπόστες και μαρμελάδες, και τέλος έρχονται οι συνταγές. Σε αυτές υπάρχουν ιδέες για τη δημιουργία λαχταριστών κέικ, διάφορων ειδών ζελέ, λικέρ, γλυκών του κουταλιού κτλ. Ενδεικτικά παραθέτω κάποιες από τις συνταγές: αμυγδαλόπαστα με χυμούς φρούτων, απόσταγμα και κρασί από βατόμουρα, αχλάδια βρασμένα με γλυκό κρασί και βανίλια, γρανίτα με ρόδι, cheesecake φράουλας, κέικ με μέλι και μήλα, κέικ με χυμό passion fruit, κεράσια σε κρασί Μοσχάτο και κρέμα από γιαούρτι, κομπόστα με φρέσκα σύκα, ροδάκινα και σταφύλια, κρέμα από μέλι, βούτυρο και λεμόνι κ.ά.

Φρουτογλυκά 2 (2008)
Συγγραφέας: Στέλιος Παρλιάρος
Εκδόσεις: Ι. Σιδέρης
Έτος: 2008
Περιγραφή
Στο δέκατο βιβλίο της σειράς «Μαθήματα γλυκιάς αλχημείας» ολοκληρώνεται η αφιερωμένη ενότητα στα φρούτα. Το βιβλίο ξεκινάει με ανάλογο τρόπο, παραθέτοντας τη «μικρή ιστορία» διαφορετικών αυτή τη φορά φρούτων, με έναν πίνακα ταξινόμησής τους, τις μεζούρες, τη μέθοδο αποστείρωσης των βάζων και με ένα σύντομο κεφάλαιο αφιερωμένο στα σιρόπια και τις σως. Μετά ακολουθούν οι ευφάνταστες συνταγές για μακαρόν, σορμπέ, σουφλέ, τάρτες, μους κ.ά. Αναφέρω επιλεκτικά ορισμένες, για να πάρετε μία ιδέα: μηλόπιτα με κραμπλ, μπαμπάδες με σιρόπι πορτοκαλιού και φρέσκα φρούτα, μπισκότα γεμιστά με κρέμα τυριού και φρέσκα φρούτα, παύλοβα με κρέμα μασκαρπόνε, φράουλες και σως βατόμουρου, ροδακινόπιτα, τάρτα με ανθότυρο και καραμελωμένες φράουλες, τούρτα με κρέμα κάστανου κ.ά.
Και στα δύο βιβλία της σειράς κάτω από κάποιες συνταγές ακολουθούν παρατηρήσεις ως σχόλια, μικρά μυστικά ή χρήσιμες πληροφορίες.
Συγγραφέας: Στέλιος Παρλιάρος
Εκδόσεις: Ι. Σιδέρης
Έτος: 2008
Περιγραφή
Στο δέκατο βιβλίο της σειράς «Μαθήματα γλυκιάς αλχημείας» ολοκληρώνεται η αφιερωμένη ενότητα στα φρούτα. Το βιβλίο ξεκινάει με ανάλογο τρόπο, παραθέτοντας τη «μικρή ιστορία» διαφορετικών αυτή τη φορά φρούτων, με έναν πίνακα ταξινόμησής τους, τις μεζούρες, τη μέθοδο αποστείρωσης των βάζων και με ένα σύντομο κεφάλαιο αφιερωμένο στα σιρόπια και τις σως. Μετά ακολουθούν οι ευφάνταστες συνταγές για μακαρόν, σορμπέ, σουφλέ, τάρτες, μους κ.ά. Αναφέρω επιλεκτικά ορισμένες, για να πάρετε μία ιδέα: μηλόπιτα με κραμπλ, μπαμπάδες με σιρόπι πορτοκαλιού και φρέσκα φρούτα, μπισκότα γεμιστά με κρέμα τυριού και φρέσκα φρούτα, παύλοβα με κρέμα μασκαρπόνε, φράουλες και σως βατόμουρου, ροδακινόπιτα, τάρτα με ανθότυρο και καραμελωμένες φράουλες, τούρτα με κρέμα κάστανου κ.ά.
Και στα δύο βιβλία της σειράς κάτω από κάποιες συνταγές ακολουθούν παρατηρήσεις ως σχόλια, μικρά μυστικά ή χρήσιμες πληροφορίες.

Ο μάγειρας του έρωτα (2010)
Συγγραφέας: Μάρτιν Ζούτερ
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2011
Περιγραφή
Στο εστιατόριο «Χούλιβερ» στην Ελβετία εργάζονται ένας Ταμίλ, ο Μαραβάν, πολιτικος πρόσφυγας από τη Σρι Λάνκα, και η Αντρέα, μία όμορφη Ελβετίδα. Όταν και οι δύο μένουν χωρίς δουλειά, ενώνουν τις δυνάμεις τους, για να ξεκινήσουν μία παράνομη επιχείρηση που γίνεται γνωστή από στόμα σε στόμα. Η ιδέα, «το μωρό» της Αντρέα, προωθείται από τις ικανότητες δημοσίων σχέσεων της ίδιας, που είναι επιπλέον έμπειρη σερβιτόρα, και υποστηρίζεται από το ταλέντο του Μαραβάν να παρασκευάζει αρχαίες αφροδισιακές συνταγές της Σρι Λάνκα και της Νότιας Ινδίας με τις μεθόδους της μοριακής γαστρονομίας.
«Θέλω να εξελιχθώ κι άλλο. Να μεταμορφώσω κι άλλο το μεταμορφωμένο. Να μεταμορφώσω το μαλακό, που είναι η μεταμόρφωση του σκληρού, σε κάτι τραγανό. Ή αφρώδες. Ή κάτι που να λιώνει. Θέλω […] να φτιάξω από το οικείο κάτι καινούργιο. Από το αναμενόμενο κάτι αναπάντεχο»[1].
Τέτοιου είδος πειραματισμοί οδήγησαν στη δημιουργία ενός ερωτικού μενού, που υπόσχεται σε όσα ζευγάρια αντιμετωπίζουν προβλήματα και μπορούν οικονομικά να ανταποκριθούν σε ένα τέτοιο γεύμα την ανανέωση της σχέσης τους. Στην πλοκή, που διαδραματίζεται σε πρώτο πλάνο στην Ελβετία κάπου στο γερμανικό καντόνι, μέσα από τους χαρακτήρες, γίνεται λόγος για εμφύλιους πολέμους στον Τρίτο Κόσμο, όπου πεθαίνουν παιδιά ως άμαχος πληθυσμός ή ως στρατιώτες, και για πολέμους που εξαπολύει ο Δυτικός κόσμος στον Τρίτο, με διάφορες προφάσεις, οδηγώντας στο ίδιο αποτέλεσμα. Και από την έννοια ανθρωπότητα και κόσμος ξεπετάγονται σαν μανιτάρια απειράριθμοι κόσμοι που διαπλέκονται χωρίς να προσπαθούν να συνυπάρξουν, ακόμα και στο πλαίσιο της ίδιας κοινωνίας.
«Είναι ένας πόλεμος του Τρίτου Κόσμου που αποσιωπήθηκε. Τι να κάνουμε; Οι πόλεμοι του Τρίτου Κόσμου δεν είναι θέμα συζήτησης για τον Πρώτο Κόσμο. Είναι όμως μπίζνες»[2].
Οι βασικοί χαρακτήρες της ιστορίας κινούνται σε πολυτελή εστιατόρια και μεταξύ ανθρώπων που δε συναντά κάποιος καθημερινά στο δρόμο. Μέσω των μαγείρων, όμως, αυτής της κοινωνικής ελίτ, των σερβιτόρων της και πορνών πολυτελείας διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου μία πολυχρωμία οικονομικών μεταναστών από τη Σρι Λάνκα, την Αιθιοπία, την Ερυθραία κ.α., που προσπαθούν να επιβιώσουν σε ό,τι ονομάζεται «πολιτισμένη» Δύση. Την ίδια στιγμή μάχονται να κρατήσουν επαφή με τον τόπο καταγωγής τους, στέλνοντας οικονομική βοήθεια, αλλά ως τίμημα παραβιάζοντας οι ίδιοι όποιον κανόνα δε θα φαντάζονταν ποτέ πως θα εξαναγκάζονταν να παραβούν. Στη συνέχεια, υπάρχουν όσοι παραμένουν περιφρουρημένοι στο στενό πλαίσιο των μειονοτικών κοινοτήτων τους, χωρίς να αφομοιώνονται, κάνοντας επί το πλείστον δουλειές-αγγαρείες, εργαζόμενοι για πολλές ώρες κακοπληρωμένα, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου και δεξιοτήτων, γιατί θεωρούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Και μετά βλέπουμε τη δεύτερη γενιά των παιδιών των οικονομικών μεταναστών, που γεννήθηκαν σε μία άλλη χώρα και δεν αισθάνονται υποχρεωμένα να ακολουθήσουν τον τρόπο ζωής των γονιών τους. Νιώθουν, όμως, ό,τι θα έλεγε κάποιος «ούτε ψάρι ούτε κρέας». Έτσι, καλούνται να σπάσουν τα ταμπού και να κάνουν τις όποιες προσωπικές επιλογές θα λειτουργήσουν καλύτερα για τα ίδια.
Προβάλλονται, τελικά, οι διαπλοκές όλων αυτών των κόσμων, που, ενώ θέλουν μεταξύ τους να διαφέρουν, καταλήγουν αναγκαστικά αλληλοεξαρτώμενοι. Μέσα σε όλα αυτά, όπου υπάρχουν πολλές δόσεις υποκρισίας, οι δύο συνεργάτες προσπαθούν να διεγείρουν, με τεχνητό τρόπο, συναισθήματα στον εγκέφαλο, βασισμένα μόνο σε μία δόση αλήθειας. Έναν τέτοιο κόσμο, που μοιάζει καθάρια κρυστάλλινος, γι’ αυτό και είναι εύθραυστος, ίσως να τον αντιπροσωπεύει αυτό το είδος έρωτα, προσανατολισμένου κυρίως στην ηδονή. Μέχρι που το κρύσταλλο ραγίζει στο σημείο-κλειδί και αρχίζουν μία μία όλες οι ψευδαισθήσεις να καταρρέουν…
Στο τέλος του βιβλίου ο αναγνώστης βρίσκει συγκεντρωμένες όλες τις συνταγές από τα μενού του Μαραβάν.
__________
[1] Μάρτιν Ζούτερ, Ο μάγειρας του έρωτα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2011 (1η έκδοση 2010), σελ. 190.
[2] Μάρτιν Ζούτερ, Ο μάγειρας του έρωτα, ό.π., σελ. 227.
Συγγραφέας: Μάρτιν Ζούτερ
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2011
Περιγραφή
Στο εστιατόριο «Χούλιβερ» στην Ελβετία εργάζονται ένας Ταμίλ, ο Μαραβάν, πολιτικος πρόσφυγας από τη Σρι Λάνκα, και η Αντρέα, μία όμορφη Ελβετίδα. Όταν και οι δύο μένουν χωρίς δουλειά, ενώνουν τις δυνάμεις τους, για να ξεκινήσουν μία παράνομη επιχείρηση που γίνεται γνωστή από στόμα σε στόμα. Η ιδέα, «το μωρό» της Αντρέα, προωθείται από τις ικανότητες δημοσίων σχέσεων της ίδιας, που είναι επιπλέον έμπειρη σερβιτόρα, και υποστηρίζεται από το ταλέντο του Μαραβάν να παρασκευάζει αρχαίες αφροδισιακές συνταγές της Σρι Λάνκα και της Νότιας Ινδίας με τις μεθόδους της μοριακής γαστρονομίας.
«Θέλω να εξελιχθώ κι άλλο. Να μεταμορφώσω κι άλλο το μεταμορφωμένο. Να μεταμορφώσω το μαλακό, που είναι η μεταμόρφωση του σκληρού, σε κάτι τραγανό. Ή αφρώδες. Ή κάτι που να λιώνει. Θέλω […] να φτιάξω από το οικείο κάτι καινούργιο. Από το αναμενόμενο κάτι αναπάντεχο»[1].
Τέτοιου είδος πειραματισμοί οδήγησαν στη δημιουργία ενός ερωτικού μενού, που υπόσχεται σε όσα ζευγάρια αντιμετωπίζουν προβλήματα και μπορούν οικονομικά να ανταποκριθούν σε ένα τέτοιο γεύμα την ανανέωση της σχέσης τους. Στην πλοκή, που διαδραματίζεται σε πρώτο πλάνο στην Ελβετία κάπου στο γερμανικό καντόνι, μέσα από τους χαρακτήρες, γίνεται λόγος για εμφύλιους πολέμους στον Τρίτο Κόσμο, όπου πεθαίνουν παιδιά ως άμαχος πληθυσμός ή ως στρατιώτες, και για πολέμους που εξαπολύει ο Δυτικός κόσμος στον Τρίτο, με διάφορες προφάσεις, οδηγώντας στο ίδιο αποτέλεσμα. Και από την έννοια ανθρωπότητα και κόσμος ξεπετάγονται σαν μανιτάρια απειράριθμοι κόσμοι που διαπλέκονται χωρίς να προσπαθούν να συνυπάρξουν, ακόμα και στο πλαίσιο της ίδιας κοινωνίας.
«Είναι ένας πόλεμος του Τρίτου Κόσμου που αποσιωπήθηκε. Τι να κάνουμε; Οι πόλεμοι του Τρίτου Κόσμου δεν είναι θέμα συζήτησης για τον Πρώτο Κόσμο. Είναι όμως μπίζνες»[2].
Οι βασικοί χαρακτήρες της ιστορίας κινούνται σε πολυτελή εστιατόρια και μεταξύ ανθρώπων που δε συναντά κάποιος καθημερινά στο δρόμο. Μέσω των μαγείρων, όμως, αυτής της κοινωνικής ελίτ, των σερβιτόρων της και πορνών πολυτελείας διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου μία πολυχρωμία οικονομικών μεταναστών από τη Σρι Λάνκα, την Αιθιοπία, την Ερυθραία κ.α., που προσπαθούν να επιβιώσουν σε ό,τι ονομάζεται «πολιτισμένη» Δύση. Την ίδια στιγμή μάχονται να κρατήσουν επαφή με τον τόπο καταγωγής τους, στέλνοντας οικονομική βοήθεια, αλλά ως τίμημα παραβιάζοντας οι ίδιοι όποιον κανόνα δε θα φαντάζονταν ποτέ πως θα εξαναγκάζονταν να παραβούν. Στη συνέχεια, υπάρχουν όσοι παραμένουν περιφρουρημένοι στο στενό πλαίσιο των μειονοτικών κοινοτήτων τους, χωρίς να αφομοιώνονται, κάνοντας επί το πλείστον δουλειές-αγγαρείες, εργαζόμενοι για πολλές ώρες κακοπληρωμένα, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου και δεξιοτήτων, γιατί θεωρούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Και μετά βλέπουμε τη δεύτερη γενιά των παιδιών των οικονομικών μεταναστών, που γεννήθηκαν σε μία άλλη χώρα και δεν αισθάνονται υποχρεωμένα να ακολουθήσουν τον τρόπο ζωής των γονιών τους. Νιώθουν, όμως, ό,τι θα έλεγε κάποιος «ούτε ψάρι ούτε κρέας». Έτσι, καλούνται να σπάσουν τα ταμπού και να κάνουν τις όποιες προσωπικές επιλογές θα λειτουργήσουν καλύτερα για τα ίδια.
Προβάλλονται, τελικά, οι διαπλοκές όλων αυτών των κόσμων, που, ενώ θέλουν μεταξύ τους να διαφέρουν, καταλήγουν αναγκαστικά αλληλοεξαρτώμενοι. Μέσα σε όλα αυτά, όπου υπάρχουν πολλές δόσεις υποκρισίας, οι δύο συνεργάτες προσπαθούν να διεγείρουν, με τεχνητό τρόπο, συναισθήματα στον εγκέφαλο, βασισμένα μόνο σε μία δόση αλήθειας. Έναν τέτοιο κόσμο, που μοιάζει καθάρια κρυστάλλινος, γι’ αυτό και είναι εύθραυστος, ίσως να τον αντιπροσωπεύει αυτό το είδος έρωτα, προσανατολισμένου κυρίως στην ηδονή. Μέχρι που το κρύσταλλο ραγίζει στο σημείο-κλειδί και αρχίζουν μία μία όλες οι ψευδαισθήσεις να καταρρέουν…
Στο τέλος του βιβλίου ο αναγνώστης βρίσκει συγκεντρωμένες όλες τις συνταγές από τα μενού του Μαραβάν.
__________
[1] Μάρτιν Ζούτερ, Ο μάγειρας του έρωτα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2011 (1η έκδοση 2010), σελ. 190.
[2] Μάρτιν Ζούτερ, Ο μάγειρας του έρωτα, ό.π., σελ. 227.
Μουσική

Hannibal (2001)
Περιγραφή
Τη μουσική επένδυση του δίσκου έκανε ο Χανς Ζίμερ (Hans Zimmer) με τη συμμετοχή και άλλων συνθετών να τον εμπλουτίζει, σύγχρονων και κλασικών. Το ύφος του δίσκου περιγράφει την ατμόσφαιρα μυστηρίου της ταινίας, αλλά και την αγάπη του κεντρικού ήρωα για την κλασική μουσική και το κλασικό τραγούδι. Ενίοτε η δραματική ένταση των κομματιών αυξάνεται, υποστηρίζοντας τα αντίστοιχα σημεία στην πλοκή.
«Vide Cor Meum», σε σύνθεση των Πάτρικ Κάσιντι (Patrick Cassιdy) και Χανς Ζίμερ, πάνω σε λιμπρέτο από τη συλλογή «Νέα Ζωή» του Δάντη, η φωνή του Άντονι Χόπκινς.
Περιγραφή
Τη μουσική επένδυση του δίσκου έκανε ο Χανς Ζίμερ (Hans Zimmer) με τη συμμετοχή και άλλων συνθετών να τον εμπλουτίζει, σύγχρονων και κλασικών. Το ύφος του δίσκου περιγράφει την ατμόσφαιρα μυστηρίου της ταινίας, αλλά και την αγάπη του κεντρικού ήρωα για την κλασική μουσική και το κλασικό τραγούδι. Ενίοτε η δραματική ένταση των κομματιών αυξάνεται, υποστηρίζοντας τα αντίστοιχα σημεία στην πλοκή.
«Vide Cor Meum», σε σύνθεση των Πάτρικ Κάσιντι (Patrick Cassιdy) και Χανς Ζίμερ, πάνω σε λιμπρέτο από τη συλλογή «Νέα Ζωή» του Δάντη, η φωνή του Άντονι Χόπκινς.
«Aria Da Capo» (feat), σύνθεση Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, στο πιάνο ο Γκλεν Γκουλντ (Glenn Gould).
«Aria Da Capo» (ολόκληρο το κομμάτι).
«Avarice», σύνθεση του Χανς Ζίμερ.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ κουζίνα (2003)
Περιγραφή
Τη μουσική του δίσκου έχει συνθέσει η Ευανθία Ρεμπούτσικα. Είναι πλήρως εναρμονισμένη με την ατμόσφαιρα της ταινίας, εκφράζοντας όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις, τόσο μέσα από τα μουσικά όργανα όσο και μέσα από τις φωνές που συμμετέχουν στο δίσκο. Τους στίχους στα δύο τραγούδια του δίσκου έγραψε ο Τάσος Μπουλμέτης.
Δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το Νοέμβριο του 2013, ξαναζωντάνεψε η μουσική του από τους βασικούς συντελεστές, σε δύο παραστάσεις στο θέατρο «Παλλάς» στην Αθήνα, ενώ το Δεκέμβριο του 2013 σε δύο παραστάσεις στο «Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης» αντίστοιχα.
Ο δίσκος πήρε το βραβείο Καλύτερης Μουσικής Επένδυσης στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2003.
Μπαχάρι, Κανέλλα Και Φιλί, (Baharat, tarçın ve buse), ερμηνεύει η Ντιλέκ Κοτς (Dilek Koç).
Περιγραφή
Τη μουσική του δίσκου έχει συνθέσει η Ευανθία Ρεμπούτσικα. Είναι πλήρως εναρμονισμένη με την ατμόσφαιρα της ταινίας, εκφράζοντας όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις, τόσο μέσα από τα μουσικά όργανα όσο και μέσα από τις φωνές που συμμετέχουν στο δίσκο. Τους στίχους στα δύο τραγούδια του δίσκου έγραψε ο Τάσος Μπουλμέτης.
Δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το Νοέμβριο του 2013, ξαναζωντάνεψε η μουσική του από τους βασικούς συντελεστές, σε δύο παραστάσεις στο θέατρο «Παλλάς» στην Αθήνα, ενώ το Δεκέμβριο του 2013 σε δύο παραστάσεις στο «Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης» αντίστοιχα.
Ο δίσκος πήρε το βραβείο Καλύτερης Μουσικής Επένδυσης στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2003.
Μπαχάρι, Κανέλλα Και Φιλί, (Baharat, tarçın ve buse), ερμηνεύει η Ντιλέκ Κοτς (Dilek Koç).
«Στα λιμάνια ανάψανε φωτιές», ερμηνεύει η Νατάσα Θεοδωρίδου.
«Ο Σταθμός» (ορχηστρικό) με σκηνές από την ταινία.

Sideways (2004)
Περιγραφή
Η μουσική επένδυση της ταινίας είναι του Ρολφ Κεντ (Rolfe Kent). Η σύνθεση χαρακτηρίζεται από ρυθμούς τζαζ με επιρροές της δεκαετία του ’60 κ.ά. Το μουσικό ύφος τονίζει την ανεμελιά που θέλουν να κατακτήσουν οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες της ταινίας, μία προσπάθεια που συχνά γίνεται με παράδοξους τρόπους, καταλήγοντας στο αντίθετο αποτέλεσμα. Έτσι μουσικά προβάλλεται άλλες φορές τρυφερά και άλλες χιουμοριστικά αυτή η αντίθεση, ενίοτε με μία δραματική χροιά. Ο Ρολφ Κεντ έχει γράψει μουσική για πολλές γνωστές ταινίες αναδεικνύοντας κάθε φορά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
«Wine Safari»
Περιγραφή
Η μουσική επένδυση της ταινίας είναι του Ρολφ Κεντ (Rolfe Kent). Η σύνθεση χαρακτηρίζεται από ρυθμούς τζαζ με επιρροές της δεκαετία του ’60 κ.ά. Το μουσικό ύφος τονίζει την ανεμελιά που θέλουν να κατακτήσουν οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες της ταινίας, μία προσπάθεια που συχνά γίνεται με παράδοξους τρόπους, καταλήγοντας στο αντίθετο αποτέλεσμα. Έτσι μουσικά προβάλλεται άλλες φορές τρυφερά και άλλες χιουμοριστικά αυτή η αντίθεση, ενίοτε με μία δραματική χροιά. Ο Ρολφ Κεντ έχει γράψει μουσική για πολλές γνωστές ταινίες αναδεικνύοντας κάθε φορά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
«Wine Safari»
«Miles's Theme»

* Οι πληροφορίες για τα βραβεία Όσκαρ και τους συντελεστές των ταινιών επί το πλείστον προέρχονται από το IMDb site: http://www.imdb.com/
* Η φωτογραφία και η σύνθεση του εξωφύλλου είναι της Μαλαισιανής αρχιτέκτονα και καλλιτέχνη (Red) Hong Yi.
* Η φωτογραφία του οπισθόφυλλου από:
http://www.flickr.com/photos/mariagordiy/7493809394/
Στο επόμενο ένθετο Απριλίου-Μαΐου:
Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας!
Ε’ Μέρος
Γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου
* Η φωτογραφία και η σύνθεση του εξωφύλλου είναι της Μαλαισιανής αρχιτέκτονα και καλλιτέχνη (Red) Hong Yi.
* Η φωτογραφία του οπισθόφυλλου από:
http://www.flickr.com/photos/mariagordiy/7493809394/
Στο επόμενο ένθετο Απριλίου-Μαΐου:
Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας!
Ε’ Μέρος
Γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου