Η τρελή piñata | Απρίλιος-Μάιος '14 | 08
Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας! [Ε' Μέρος]

__________
[1] Andreas Grote, Bruegel, I Maestri Dei Colori (Συλλογικό έργο), τεύχος 11, Fratelli Fabbri Editori, Milano, 1963, σελ. 3.
[2] Andreas Grote, Bruegel, I Maestri Dei Colori (Συλλογικό έργο), τεύχος 11, ό.π., σελ. 3.
Η πολύ μεταγενέστερη εργατική Πρωτομαγιά, στην κορύφωση της άνοιξης, τότε θα έμοιαζε μάλλον εξωπραγματική. Παρ’ όλα αυτά, η λίγο ειρωνική ματιά του Μπρέγκελ ίσως να αποκαλύπτει μέσα από μία ζωγραφική ρωγμή τις οικονομικές διαφορές και τις προηγηθείσες και ακόμα υπαρκτές σκληρές συνθήκες διαβίωσης. Διευρυνόμενη η ρωγμή σε χαραμάδα αφήνει τόσο περιθώρια για πολλές ερμηνείες όσο αφήνει να διαφανεί πως απείχαν από το όραμα μίας πραγματικής βελτίωσης, αναγνωρισμένης από τους ίδιους ως δικαίωμα, ίσως και με την επίδραση από ό,τι αργότερα βρήκε περιεχόμενο στην έννοια ταξική συνείδηση. Αλλά αυτό δε θυμίζει κάτι από τη σύγχρονη κατά καιρούς επανάπαυση όταν οι συνθήκες πρόσκαιρα βελτιώνονται σε ένα αμείλικτο καπιταλιστικό σύστημα, που προσανατολίζουν την πορεία όμως της διεκδίκησης ή μη των ανθρώπινων και εργασιακών δικαιωμάτων; Επίσης κάτι από τη διαρκή αμφισβήτησή τους από τους σύγχρονους «ευγενείς» και «γαιοκτήμονες», παρότι αυτές οι θεωρίες έχουν ήδη ταξιδέψει στο χρόνο, μπολιάζοντας την ανθρώπινη σκέψη; Μπορεί να πέφτει στο κενό η απόπειρα σύγκρισης, αφορμή του πίνακα, και να υποπίπτω σε έναν ιστορικό αναχρονισμό, αλλά αυτήν τη στιγμή έχω ήδη βουτήξει στον πίνακα και αισθάνομαι την ίδια ειρωνεία στο βλέμμα των επικεφαλής, που γίνονται θεατές, και βρίσκομαι χαμένη στο θεωρητικό κυκεώνα ενός τέτοιου συσχετισμού στο μυαλό μου. Η διεκδίκηση ενός δικαιώματος, άλλωστε, γίνεται ενίοτε πιο σημαντική από το ίδιο το δικαίωμα, γιατί κατοχυρώνει το δικαίωμα διεκδίκησης, όποιο κι αν είναι το αντικείμενο του πόθου. Ξεκινάμε, επομένως, από ό,τι αναζητάμε συνειδητά σε κάθε επίπεδο και το μονοπάτι θα διαγραφεί.
Αυτό το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου η «Τρελή piñata» μέσα από μία νοητή γευστική περιήγηση με βιβλία σε χώρες της Ευρώπης, λοιπόν, που ξεδιπλώνει την αμφίδρομη διάδραση μέσα από τη συνάντηση και τη συνύπαρξη, ωθεί στον αυτοπροσδιορισμό μέσω του ετεροπροσδιορισμού. Στις ταινίες, επίσης, υπογραμμίζεται η διεκδίκηση του ονείρου, της χαράς, της αποκατάστασης της αλήθειας και της υπεράσπισης του εαυτού, με στόχο την πραγματική απόλαυση της ζωής. Ο κύκλος αγάπης, επομένως, αυτήν τη φορά συγκεντρώνεται στον εαυτό. Όχι μόνο για να μπορούμε ολοκληρωμένοι να αγαπάμε τους άλλους και τη φύση, αποτελώντας κομμάτι της, και να στεκόμαστε δίπλα τους, είμαστε συγκοινωνούντα δοχεία άλλωστε μεταξύ μας, αλλά για να τολμάμε να διεκδικούμε απενοχοποιημένα τη χαρά, παρ’ όλες τις δυσκολίες, και τα δέοντα και αντάξια για τον εαυτό μας. Σημαντική και στραπατσαρισμένη πτυχή, που έτσι ευνοεί ή και καλλιεργεί τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, αφήνοντας χώρο σε ανύπαρκτους να καταλαμβάνουν χώρο και να παρασιτοζωούν εις βάρος μας. Γιατί; Το θέμα αυτό μπορεί να ιδωθεί από πολλές οπτικές, προσωπικές, οικονομικές, πολιτικές κτλ., που αναπόφευκτα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Είναι και αυτός ένας τρόπος, όμως, να αγαπάμε τους άλλους και ό,τι μας περιβάλλει μέσα από εμάς και αντίστροφα. Εν όψει του ανοίγματος προς τα μέσα, προς τα έξω και τριγύρω, με την άνοιξη και με την αναγέννηση της φύσης, όπως συμβολίζεται και μέσα από τη γιορτή του Πάσχα, ένα πέρασμα από τη μία κατάσταση στην άλλη, σαν απελευθέρωση από βαρίδια που καιρό κουβαλάμε, ας αναγεννηθούμε αποτινάσσοντας την αντάρα και καταχνιά, τις οποίες κάθε χειμώνας λίγο πολύ αφήνει ή ξεχνάει πάνω μας, σαν άλλο ένα γιασεμί στις τούφες των μαλλιών μας.
A World History of Art: Πιο πολλά στοιχεία για τον πίνακα: http://www.all-art.org/history230-13.html
BourouBlog: Οικονομική ιστορία: πρωτο-καπιταλιστικό σύστημα:
http://kaneis.wordpress.com/
Ταινίες

Σκηνοθέτης: Στέργιος Νιζήρης
Γλώσσα: Ελληνικά
Ηθοποιοί: Γιώργος Καραμίχος, Γιώργος Νάκος, Θεοδώρα Τζήμου κ.ά.
Περιγραφή
«Ο κάθε άνθρωπος έχει ένα ταλέντο». Και έτσι ο Θεόδωρος το βρήκε στην μαγειρική, και πιο συγκεκριμένα στην προσπάθεια παρασκευής της τέλειας ομελέτας. Από μικρός πίστευε στον Άγιο Φανούριο, ξεκινώντας από τις πίτες που έφτιαχνε η θεία του για τον Άγιο. Ήταν ο «φίλος» του. Πήγαινε στην εκκλησία και του μιλούσε για διάφορα θέματα, από τα ντολμαδάκια που τον «χτύπησαν» στο κεφάλι, γιατί ξεπέρασαν τα γνώριμα εκείνα της θείας του, έως και για τη Βασιλική, που τη γνώρισε όταν εκείνη θα έφευγε στην Αμερική για σπουδές, οπότε του τη «φανέρωσε» σε λάθος στιγμή. Πολλές φορές, όμως, ό,τι μοιάζει απίθανο μπορεί τελικά και να συμβεί! Ο Θεόδωρος, λοιπόν, ξεκίνησε από τη λάντζα ενός γνωστού εστιατορίου, ενώ πειραματιζόταν μόνος του στην κουζίνα. Χρειαζόταν συνέπεια, πειθαρχία, αλλά και τόλμη, για να φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο. Σταδιακά και γνωρίζοντας το Σταύρακα, το σεφ του εστιατορίου όπου εργαζόταν, οι κόποι του ανταμείφθηκαν, οι προσπάθειές του εκτιμήθηκαν και του δόθηκε η ευκαιρία να αναλάβει το νέο μενού του εστιατορίου. Και, εισχωρώντας ακόμα πιο βαθιά στα μυστήρια της γαστρονομίας, κρίθηκε άξιος στο να δοκιμαστεί ως μάγειρας, ώστε να γίνει μέλος σε μία Λέσχη Γευσιγνωσίας, παρ’ όλο το νεαρό της ηλικίας του.
Την ταινία σε πολλά σημεία της διαπερνάει ένα λεπτό χιούμορ έτσι, που οι διαφωνίες αναπτύσσονται φιλοσοφημένα μέσα από την κριτική και δοκιμή των γεύσεων, σε επίπεδο άτυπης και κλειστής «Ιεράς Εξέτασης» στα συμπόσια της Λέσχης. Από την άλλη, η σταθερή αξία των αγνών και βασικών υλικών, μέσα από πιάτα παραδοσιακά σε ταπεινά μαγεριά, κατέχει αναγνωρισμένη θέση ανάμεσα στους έμπειρους γευσιγνώστες.
«Αυτό που ξεχωρίζει αυτήν εδώ την κουζίνα είναι ότι παίρνει τον αισθησιασμό και την παράδοση της Ανατολής χωρίς όμως να προδίδει τη λιτότητα και το μέτρο που διακρίνουν την ελληνική κουζίνα».
Αν σε αυτήν τη σαφήνεια και το μινιμαλισμό προστεθεί μία νότα δημιουργίας, μεγαλουργεί! Η μαγειρική γίνεται μορφή δημιουργίας μέσα και από την εφαρμογή γνώσεων γύρω από τη φυσική, τη χημεία και με ποσότητες υπολογισμένες μαθηματικά, «ζυμωμένες», όμως, με τον πειραματισμό του μάγειρα που επιθυμεί να κάνει τη δική του γευστική εμπειρία ταξίδι και για τους άλλους. Έτσι αναπτύσσονται «εκλεκτικές συγγένειες» ανάμεσα στα υλικά, στις γεύσεις, στις προτιμήσεις, στους τολμηρούς δημιουργούς, αλλά και γνώστες της μαγειρικής τέχνης, και στους δοκιμαστές των εμπνεύσεών τους.
Και πέραν της αγωνίας για την επίτευξη παρασκευής της τέλειας ομελέτας, η μέρα έχει 24 ώρες, ο χρόνος κυλάει, και πώς επιλέγουμε σωστά στην κληρωτίδα των άπειρων πιθανοτήτων τη σωστή λύση για το κάθε πρόβλημα; Υπάρχουν λύσεις που έρχονται ως επιφοίτηση; Αναλαμβάνει κάποιος άλλος τη δική μας ευθύνη, θέλοντας εμείς μεταφυσικά να του τη «φορτώσουμε», ή ακόμα και εμείς μπορούμε προς στιγμήν να θεωρήσουμε τον εαυτό μας μικρό θεούλη, χάνοντας το όριο; Γιατί ο Θεόδωρος μένει να διαπιστώσει πως υπάρχουν ακόμα η ζωή, ο έρωτας και όσα άλλα δε βρίσκουν λύση ούτε στα μαθηματικά αλλά ούτε στις υπολογισμένες με μαθηματικό τρόπο συνταγές. Κάποιες φορές πρέπει απλώς κανείς να βουτήξει εμπιστευόμενος τη ζωή και το ένστικτό του, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους βαθύτερους φόβους, ώστε να προχωρήσει μπροστά!
Σκηνή που κρατάω το τελετουργικό ράψιμο του γεμιστού γουρουνόπουλου, που μου θύμισε το «Μάθημα ανατομίας του Δρ. Τουλπ», το ομαδικό πορτρέτο του γνωστού πίνακα του Ολλανδού ζωγράφου και χαράκτη του 17ου αι. Ρέμπραντ Χάρμενσον βαν Ρέιν. Στην ταινία τη σκηνή χαρακτηρίζει αυτή η προσήλωση, που περνάει όμως με χιούμορ, αγγίζοντας το όριο της ειρωνείας.
«Η δουλειά που κάνεις είναι πολύ σοβαρή (η λάντζα). Ακόμα και να μη φαίνεται. Σε αντίθεση με άλλες που φαίνονται, αλλά δεν είναι» λέει ο Σταύρακας στον κεντρικό ήρωα.
«Το σκουλήκι είναι ανώτερο από ευγενείς και βασιλιάδες γιατί τους τρώει. Φανταστείτε ότι ένας ζητιάνος μπορεί να ψαρέψει με το σκουλήκι που έφαγε ένα βασιλιά και μετά να φάει το ψάρι, το οποίο έφαγε το σκουλήκι».
«Και τι πάει να πει αυτό;»
«Ότι ένας βασιλιάς μπορεί να κάνει περιοδεία στα έντερα ενός ζητιάνου». (Γουίλιαμ Σαίξπηρ, Άμλετ, 4η πράξη, 3η Σκηνή)
«Ο κορεσμός είν’ διάολος και ιερή η πείνα».
Ο Γιώργος Καραμίχος κέρδισε το 2ο βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 2004.

(Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο της σοκολάτας)
Σκηνοθέτης: Τιμ Μπάρτον
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Τζόνι Ντεπ, Φρέντι Χάιμορ, Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, Κρίστοφερ Λι κ.ά.
Περιγραφή
Ο Γουίλι Γουάνκα έχει δημιουργήσει ένα ιδιόμορφο εργοστάσιο σοκολάτας, που πέρασε στη σφαίρα του μύθου όχι μόνο για τη γευστική ποιότητα της σοκολάτας ή για τους ασυνήθιστους πειραματισμούς και τις πρωτοποριακές ιδέες του, με παγωτά που δε λιώνουν, τσίχλες που δε χάνουν τη γεύση τους κτλ., αλλά και γιατί το εργοστάσιο καταφέρνει να λειτουργεί μυστηριωδώς χωρίς εργάτες, χωρίς κανένας να μπαινοβγαίνει, εκτός από τα φορτία με τις σοκολάτες, και ενώ ο ιδιοκτήτης του παραμένει εξαφανισμένος από προσώπου Γης για χρόνια. Φυσικά, για όλα τα μυστήρια βρίσκεται κάπου η εξήγηση αργά ή γρήγορα ή έστω εμφανίζονται κάποια νήματα που οδηγούν σε αυτή. Γιατί ο Γουίλι Γουάνκα είχε ξεκινήσει κάποτε από ένα μικρό μαγαζάκι με σοκολατολιχουδιές και στη συνέχεια δημιούργησε το εργοστάσιο, υποστηρίζοντας τις οικογένειες πολλών εργατών και υπαλλήλων του. Όταν, όμως, άρχισαν οι ανταγωνιστές του να του κλέβουν συνταγές και ιδέες, εκείνος ένιωσε προδομένος, απόλυσε τους πάντες και απομονώθηκε. Το εργοστάσιο συνέχισε να λειτουργεί μετά από κάποιο διάστημα, άγνωστο το πώς, ενώ η πολιτεία γύρω του είχε αλλάξει όψη από τότε που έκλεισε τις πύλες του για τον κόσμο.
«Όταν οι ενήλικες λένε για πάντα, εννοούν για πάρα πολύ καιρό».
Έτσι, μία μέρα αποφάσισε να ανοίξει το εργοστάσιό του μόνο για πέντε παιδιά και τους κηδεμόνες τους, τα οποία θα είχαν κερδίσει έκαστο από ένα χρυσό εισιτήριο, κρυμμένο σε μία μπάρα σοκολάτας. Τα εισιτήρια ταξίδεψαν στις γωνιές του κόσμου μέσα σε κιβώτια γεμάτα με σοκολάτες και περίμεναν τα παιδιά να τα βρουν. Οι πέντε τυχεροί θα ξεναγούνταν στο μαγικό κόσμο του Γουίλι Γουάνκα. Τυχεροί τρόπος του λέγειν, γιατί όσοι είχαν τα μέσα επιστράτευσαν και αθέμιτους τρόπους για την απόκτηση του χρυσού εισιτηρίου. Ανάμεσα σε αυτούς, όμως, υπάρχει και ο Τσάρλι Μπάκετ, εγγονός ενός πρώην υπαλλήλου του Γουίλι Γουάνκα, που όντως στάθηκε τυχερός. Έτσι βρίσκει την ευκαιρία και ο παππούς του να ξαναμπεί για άλλη μία φορά στο εργοστάσιο, το οποίο με νοσταλγία πάντα αναπολεί. Μέσα από τη διερεύνηση του χώρου και την ξενάγηση του Γουίλι Γουάνκα προκύπτουν οι διάφοροι τύποι παιδιών και γονιών. Αναδύονται, επίσης, πτυχές του χαρακτήρα και του παρελθόντος του ιδιόρρυθμου σοκολατοδημιουργού, καθώς ωθείται σε αυτήν τη βασανιστική για τον ίδιο διαδικασία και από τον πιο απρόσμενο «σύμμαχο», το μικρό Τσάρλι Μπάκετ, τον πραγματικό πρωταγωνιστή της ταινίας, που αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές του μυστήριου σοκολατοβιομήχανου. Όσο οι άλλοι, λοιπόν, σαν να ανακαλύπτουν το κέρας της αμάλθειας, βουτούν στο μαγικό του κόσμο, παίρνοντας ο καθένας το μάθημά του, ο ίδιος ο Γουίλι ρίχνει και πάλι φως στις πιο σκοτεινές και πληγωμένες του γωνιές, για να αντιμετωπίσει τους βαθύτερους φόβους του και να βρει ψήγματα της χαμένης του αθωότητας ή της πιο τρυφερής πλευράς της.
Είναι μία χρωματιστά παραμυθένια ιστορία για μικρούς και για μεγάλους, ιδωμένη ίσως από μία ενήλικη ματιά, με πιο σκοτεινό σημείο την ίδια τη σοκολάτα και τα τραύματα ενός πληγωμένου παιδιού, κρυμμένου μέσα σε έναν ενήλικα. Τα χρώματα στην πορεία της αφήγησης συμφωνούν κυρίως με την ψυχική, με την οικονομική κατάσταση και με το χαρακτήρα των ηρώων, όπως και το γέμισμα των σκηνών με την υπερπληθώρα ή μη αντικειμένων. Οι άδειοι χώροι προδίδουν εσωτερική ερημιά και η πληθωρικότητα την υπερπροσπάθεια να επιτευχθεί ένα είδος χαράς, παραμορφώνοντας το χαμόγελο σε γκριμάτσα και αποκαλύπτοντας μία επίσης εσωτερική ένταση. Ανάμεσα στους σχηματικούς χαρακτήρες γονιών και παιδιών, όχι όμως τελείως εκτός πραγματικότητας ως προς τα βασικά τους χαρακτηριστικά, υπάρχει και ο Τσάρλι, το κλειδί για το άνοιγμα του Γουίλι Γουάνκα, που αγγίζει την πιο αληθινά συναισθηματική του πλευρά. Κατά τη γνώμη μου, είναι απολαυστική η ταινία, και, όπως συμβαίνει με όσα παραμύθια δεν αφορίζουν τα σκοτεινά σημεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, υπερτονίζει, εξευμενίζοντάς το στο τέλος, ό,τι σε μία ρεαλιστική βάση θα φαινόταν δραματικό, όπως αντίστοιχα άλλα στοιχεία εξιδανικεύονται. Είναι συνεπής, επομένως, με τον «παραμορφωτικό» κόσμο του παραμυθιού, που δε χωράει σε στεγανά. Εφοδιαστείτε, λοιπόν, με μία ωραία μπάρα σοκολάτας της προτίμησής σας για την άμεση αντιμετώπιση μιας απρόβλεπτης κρίσης υπογλυκαιμίας, ώστε να μην αποπροσανατολιστεί η προσοχή σας από το αναπόφευκτο κέντρισμα του ουρανίσκου και το γουργούρισμα του στομάχου, και βουτήξτε στην άφθονη σοκολάτα της!
Ατάκα που κρατάω:
«Όλοι έχουν μία ευκαιρία».
Μερικές φορές υπάρχει και δεύτερη ευκαιρία. Πρώτη ή δεύτερη, όμως, φροντίστε να τις αντιληφθείτε και να τις αρπάξετε εγκαίρως.
Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Βρετανού νορβηγικής καταγωγής συγγραφέα Ρόαλντ Νταλ (Roald Dahl). Είχε γυριστεί σε ταινία και το 1971 με τίτλο «Willy Wonka & the Chocolate Factory».
Η ταινία το 2006 προτάθηκε για Όσκαρ στην κατηγορία για τα Καλύτερα Κοστούμια.

(Στημένο Παιχνίδι)
Σκηνοθέτης: Ντέιβιντ Σλέιντ
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Έλεν Πέιτζ, Πάτρικ Γουίλσον κ.ά.
Περιγραφή
Αυτή η ταινία ανήκει στην κατηγορία του ψυχολογικού θρίλερ. Η πλοκή εκτυλίσσεται γύρω από δύο κεντρικούς χαρακτήρες. Μία έφηβη κοπέλα γνωρίζει έναν νέο αλλά πολύ μεγαλύτερό της φωτογράφο μέσω του διαδικτύου και σύντομα συναντιούνται σε ένα καφέ. Από εκεί καταλήγουν στο σπίτι του, όπου σταδιακά αρχίζει μία σειρά αποκαλύψεων και εξελίξεων, οι οποίες κάνουν το θεατή να αναρωτιέται για το αν η «Κοκκινοσκουφίτσα» πέφτει στην παγίδα του λύκου ή για το αν συμβαίνει το αντίθετο. Η Έλεν Πέιτζ με υπολογισμένη στωικότητα και αποφασιστικότητα, που ενίοτε οδηγούν σε εκρήξεις, δίνει περιεχόμενο στην έννοια «τα φαινόμενα απατούν». Η λέξη «Candy», αν της αποδώσουμε την ερμηνεία γλυκό, καραμέλα ή γλυκιά καραμέλα, μάλλον λειτουργεί ως τραγική ειρωνεία και βρίσκει νόημα ύπαρξης συμπληρωμένη με τη λέξη «Hard». Γιατί ο πυρήνας του θέματος είναι σκληροπυρηνικός στη βάση του, ενώ συμβολικά ή πραγματικά το γλυκό μεταλλάσσεται, παραμορφώνεται και διαστρέφεται. Αλλά έχει τη σημασία του το γεγονός ότι στην αρχή η κεντρική ηρωίδα, σαν παιδούλα, διοχετεύει την αθωότητά της, παίζοντας πολύ ωραία το ρόλο της, μες στο ρόλο της, στην ταινία, τρώγοντας μία σειρά γλυκών. Το δέλεαρ, σε συμβολικό επίπεδο, όμως, στη συνέχεια αντιστρέφεται με εναλλαγές, σε μία λεπτή ισορροπία δυνάμεων μεταξύ θύτη και θύματος, μαζί με τα κοκτέιλ «screwdrivers», που σαν κατσαβίδια γυρίζουν τις βίδες στο μυαλό.
Το θέμα που πραγματεύεται η ταινία είναι δύσκολο, επίσης σκληρό και ευαίσθητο μαζί αν το θεωρήσουμε στις πραγματικές του διαστάσεις. Και ακριβώς επειδή πρόκειται για κινηματογράφο, όπου οι ερμηνείες ποικίλουν όσο και η οπτική του κάθε δημιουργού, σε ένα βαθμό, μοιάζει σαν να στήθηκε το πλέγμα μίας φαντασιακής εκδίκησης απέναντι στους θύτες από τα θύματα ανάλογων περιστατικών. Μπορεί η δράση να φανεί τρομερή, ακραία, σκληρή, εξωπραγματική ή θλιβερή. Θίγει, όμως, και προκαλεί τα όρια της έννοιας αυτοδικία, έστω και από μία έμμεση σκοπιά, με τρόπο ενδιαφέροντα. Προσωπικά, με σοκάρει η πραγματικότητα και όχι οι ταινίες. Και αυτό μόνο για ό,τι αξίζει τόση ψυχική ενέργεια, θεωρώντας αρνητική κατάληξη την παθητική ανοσία για τα συναισθηματικά αντανακλαστικά και για τη συνείδηση. Οπότε για τους φίλους του είδους, που είναι ανοιχτοί στις προκλήσεις και στο διαδραστικό άπειρο, τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Σκηνοθέτης: Όλγα Μαλέα
Γλώσσα: Ελληνικά
Ηθοποιοί: Φαίη Ξυλά, Χρήστος Λούλης, Παύλος Χαϊκάλης, Βλαδίμηρος Κυριακίδης, Δημήτρης Πιατάς, Σοφία Φιλιππίδου κ.ά.
Περιγραφή
Τα πάθη και οι ιστορίες ανθρώπων σε μία επαρχία αναπτύσσονται και διασταυρώνονται αντίστοιχα μέσα σε μία κωμωδία καταστάσεων, που όμως έχει και σκοτεινές πλευρές, τις οποίες δε διακωμωδεί ακριβώς, αλλά απαλύνει ελαφρώς η κωμική οπτική, προσανατολισμένη στην περιφέρειά τους. Πιο συγκεκριμένα, ο Μάνος, που αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα στις ερωτικές του σχέσεις, καταφεύγει στον τόπο καταγωγής του για μερικές μέρες. Εκεί έρχεται αντιμέτωπος με το θείο του, που με επιμονή προσπαθεί να προσελκύσει την προσοχή ενός μικρού αγοριού δελεάζοντάς το με λουκουμάδες. Στο μεταξύ, ο Μάνος ξανάρχεται σε επαφή με τη φίλη και παλιό του έρωτα, μάλλον ανεκπλήρωτο, τη Φένια, η οποία πλέον είναι οδηγός νεκροφόρας. Μαζί, καθώς και με τη βοήθεια ενός μικρού γουρουνιού που είναι λάτρης των λουκουμάδων, προσπαθούν να λύσουν τα άλυτα μυστήρια, σε συνδυασμό με το να βρει και ο Μάνος το μίτο εξόδου από τον προσωπικό του λαβύρινθο.
Βασικά στοιχεία και άξονες αφήγησης: Κάποιοι από τους χαρακτήρες ασχολούνται με την παρασκευή λουκουμάδων. Η φράση «τρώω λουκουμάδες», μάλιστα, αλλάζει τελείως νόημα στην ταινία, αποκτώντας μία αρνητική υποδήλωση. Οι λουκουμάδες παίζουν, επομένως, έναν κεντρικό ρόλο σε αυτή την ταινία και γίνονται μόνοι τους ένα είδος χαρακτήρα, ενώ χρησιμοποιήθηκαν περίπου 23.500 για την πραγματοποίησή της. Το ίδιο ισχύει και για τα γουρουνάκια, από τα οποία, παρότι εμφανίζεται κάθε φορά ένα στην οθόνη, το Μαρικάκι, χρησιμοποιήθηκαν, στην ουσία, πιο πολλά για τις ανάγκες της ταινίας. Τέλος, ο πυρήνας της πλοκής εξελίσσεται γύρω από μία κηδεία, της οποίας η τέλεση διαρκώς αναβάλλεται από διάφορα εμπόδια που προκύπτουν στην πορεία. Στο μεταξύ όμως η καθυστέρηση γίνεται καταλύτης για την ώθηση της περιπέτειας, που οδηγεί στη λύση.
Η ταχύρρυθμη δράση συνοδεία μουσικής και η εναλλαγή παράδοξων περιστατικών, που διαπλέκονται νοηματικά, θυμίζει σε ορισμένα σημεία κάτι από τον εκρηκτικό συνδυασμό Κουστουρίτσα ‒ Μπρέγκοβιτς. Θίγονται διάφορα ζητήματα, πέραν του κεντρικού θέματος, που πυροδοτεί τα γεγονότα και αποκαλύπτεται στο τέλος, όπως η μετανάστευση σε Γερμανία και Καναδά, η επιθυμία των παλιννοστούντων να αρχίσουν μία νέα ζωή επιστρέφοντας, τα ουτοπικά στοιχεία κάποιων επιθυμιών, επίσης η σιωπή και η ανοχή στις μικρές κοινωνίες και η κρισιμότητα της έγκαιρης αποκάλυψης της αλήθειας. Στο τέλος «αποκαθίστανται» στη σκηνή φινάλε οι λουκουμάδες με τη γλύκα του μελιού, την κανέλα και το μπόλικο καρύδι, που κάνουν τη διαφορά, σε μία από τις πιο παράδοξα αισθησιακές αλλά και εξαιρετικά απαιτητικές σκηνές για τους ηθοποιούς. Σε αυτή, ο Μάνος και η Φένια αφήνονται στον έρωτα βουτηγμένοι σε λουκουμάδες μέσα σε ένα τεράστιο ταψί!
Η ταινία συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 2005 και προβλήθηκε σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ.

(Μια καλή χρονιά)
Σκηνοθέτης: Ρίντλεϊ Σκοτ
Γλώσσα: Αγγλικά, γαλλικά
Ηθοποιοί: Ράσελ Κρόου, Άλμπερτ Φίνεϊ, Μαριόν Κοντιγιάρ, Φρέντι Χάιμορ κ.ά.
Περιγραφή
Να και άλλη μία ταινία που αφορά, ανάμεσα σε άλλα, το κρασί, γιατί λόγω της χρονολογίας κυκλοφορίας τους άλλες ταινίες με θέμα το κρασί συμπεριλήφθηκαν στο προηγούμενο τεύχος της «Τρελής piñata». Αυτή είναι μία «καλή χρονιά» λέμε για το κρασί! Κάτι που δε θα συμμεριζόταν χωρίς δεύτερη σκέψη ο κεντρικός ήρωας Μαξιμίλιαν για τη χρονιά που πέθανε ο θείος του Χένρι στη Γαλλία. Εκεί, σε μία περιοχή της Προβηγκίας, του κληροδοτεί ένα κτήμα με αμπελώνα και το Σατό Λα Σιρόκ, όπου περνούσαν μαζί τα καλοκαίρια όταν ήταν μικρός. Ο Μαξιμίλιαν είναι, πλέον, τραπεζίτης επενδύσεων και ζει στο Λονδίνο. Η καθημερινότητά του, πιεσμένη και στερημένη άλλων συναισθημάτων πέραν των όσων δοκιμάζει με το στυγνό ανταγωνισμό στο χώρο εργασίας του, αντικατοπτρίζεται στα γυάλινα και μεταλλικά στοιχεία και στις αποχρώσεις του μπλε γκρι, που συνθέτουν το σκηνικό της ζωής του, στο μουντό και συννεφιασμένο τοπίο της πόλης. Έτσι, με την είδηση του θανάτου, βρίσκεται από ένα προγραμματισμένο βάσει ρολογιού περιβάλλον με στρεσογόνους ήχους στα ζεστά μεσογειακά χρώματα της Προβηγκίας. Αυτά αποκαλύπτονται κάτω από το θερμό βλέμμα του ήλιου, μαζί με τα αρώματα και τους ήχους της φύσης, όταν πατάει ξανά το γνώριμο παχύ και μυρωδάτο χώμα του κτήματος.
Στην αρχή αυτή η αλλαγή τον αποδιοργανώνει και τον ξεβολεύει. Κυρίως γιατί αρχίζει να θυμάται ό,τι από παλιά ξεχάστηκε στον καταιγισμό της απαιτητικής αλλά επιλεγμένης του καθημερινότητας. Σαν μικρό παιδί που θέλει να το βάλει στα πόδια από τις δυσκολίες, επιθυμεί την άμεση πώληση του κτήματος και την επιστροφή του στην εταιρεία, όπου οι εξελίξεις δεν περιμένουν και οι ανταγωνιστικοί συνάδελφοι εποφθαλμιούν τη θέση του. Μοιάζει με ξένο σε έναν παλιότερα οικείο του χώρο, που ψάχνει όμως να βρει τα σημάδια-πυξίδα επιστροφής του σε αυτόν. Οι πρώτες του αντιδράσεις είναι υπεροπτικές, γιατί τα κατάφερε «καλύτερα», τώρα ζει σε μία πρωτεύουσα, δεν «ξέπεσε» στην επαρχία και στην ήρεμη χωρίς προκλήσεις και ενδιαφέρον καθημερινότητά της. Μέχρι τη στιγμή που νέα πρόσωπα εμφανίζονται στο προσκήνιο, ανακινώντας τα νερά της λίμνης και της γεμάτης ξερά φύλλα παλιάς πισίνας του Σατό.
Έτσι, ανακαλύπτει και πάλι πτυχές του χαμένου εαυτού, αρχίζοντας να απολαμβάνει τις στιγμές. Οι γεύσεις, τα χρώματα, τα αρώματα και οι ιδιάζοντες για τον ίδιο ρυθμοί, εκεί που πριν ήταν ανεπιθύμητα και ενοχλητικά, εισβάλλουν μαζί με τον έρωτα ανανεωτικά στη ζωή του και τον ωθούν να πάρει στροφή 180 μοιρών. Βρίσκει τον έρωτα, παρεμπιπτόντως, στο πρόσωπο της Φανί, το ανάλογα ισχυρό αντίθετό του. Στο μεταξύ, ωστόσο, υπάρχουν διάφοροι που για τους λόγους τους διεκδικούν το Σατό και τον αμπελώνα, ο οποίος κρύβει πολλά μυστικά, φέρνοντας στο προσκήνιο και εκεί ένα άλλο είδος ανταγωνισμού.
Ο Μάξι Σκίνερ, ο ήρωας, ως παιδί ήθελε να γίνει κωμικός ή επαγγελματίας παίχτης του πόκερ. Συνδυάζοντας σε παραμορφωτικό καθρέφτη στοιχεία από αυτές τις επιθυμίες του, εξελίχθηκε τελικά σε έναν ολοένα πιο κυνικό χαρακτήρα, «γδέρνοντας» πλέον όποιον του στέκεται εμπόδιο. Βρίσκει, ωστόσο, μέσα του το κίνητρο υπεράσπισης ενός χώρου που κάποτε αγάπησε, αλλά δεν κατάφερε ακόμα πραγματικά να εκτιμήσει. Ως παιδί δεν ήξερε να χάνει, καταλήγοντας μόνος μεγαλώνοντας. Παρ’ όλα τα βιωματικά μαθήματα του θείου του για τη σημασία της νίκης, της ήττας και τη χρησιμότητά τους στη ζωή, όσο έπαιζαν σκάκι, τένις και δοκίμαζαν κρασί, χρειάστηκε να διανύσει ο ίδιος το μονοπάτι από το οποίο εκείνος προσπαθούσε να τον αποτρέψει. Ίσως γιατί κάποιες καταστάσεις πρέπει απλώς να γίνουν προσωπική εμπειρική παρακαταθήκη, ώστε να εμπεδωθούν. Σε άλλη περίπτωση, βέβαια, κάποιος μπορεί να έμενε κλεισμένος σε γυάλα ή να μην αναλάμβανε την ευθύνη της οποιασδήποτε πρωτοβουλίας. Ο Μαξιμίλιαν συνδύασε παραδόξως και τα δύο, το δεύτερο σε αντίστροφη ανάγνωση, εγκλωβιζόμενος στη γυάλα της ζωής του, στη φρενήρη μεγαλούπολη, και χρησιμοποιώντας τις δεξιότητές του, για να τη σφραγίζει στεγανά.
«Η σοφία βρίσκεται στα πιο απίθανα μέρη», του έλεγε ο θείος του.
Ο χαρακτήρας του θείου του δεν εξιδανικεύεται. Είναι ανθρώπινα προσγειωμένος με τα χούγια και με τις ιδιαιτερότητές του, παρ’ όλο τον αέρα μυστηρίου και ρομαντισμού που τον περιβάλλει. Καθώς και ο ίδιος ζούσε απομονωμένος στην ασφάλεια του μικρόκοσμού του στο Σατό, έχοντας πολλές γυναίκες, αλλά χωρίς να δένεται με καμία. Κάτι ανάλογο έκανε με άλλον τρόπο και ο Μαξ, στο χώρο εργασίας του, προστατευόμενος συναισθηματικά στον κυνισμό του. Ποτέ δεν είναι αργά για αλλαγές όμως! Συνοδεία ενός καλού κόκκινου κρασιού και γαλλικών παραδοσιακών εδεσμάτων αλλάζει και ο πιο δύσπιστος γνώμη, προκειμένου να κινηθεί διαφορετικά την επόμενη φορά…
Ατάκες που κρατάω:
«Ένας από τους λόγους που αγαπώ αυτό το εξαιρετικό νέκταρ (κρασί) είναι ότι δεν μπορεί να σε κοροϊδέψει».
«Όταν βρίσκεις κάτι καλό, πρέπει να το φροντίζεις, να το αφήνεις να ωριμάζει».
«Θα καταλάβεις ότι ένας άνθρωπος δε μαθαίνει τίποτα από τη νίκη. Αντίθετα, οι ήττες οδηγούν στη σοφία όπως και στην απόλαυση της νίκης. Είναι αναπόφευκτο το να χάνεις. Το θέμα είναι να μη σου γίνει συνήθεια».
Το μικρό Μαξιμίλιαν υποδύεται ο ίδιος ηθοποιός που παίζει το ρόλο του Τσάρλι Μπάκετ στην ταινία «Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο της σοκολάτας».

Σκηνοθέτης: Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ (Richard Linklater)
Γλώσσα: Αγγλικά, ισπανικά
Ηθοποιοί: Κρεγκ Κινίαρ, Καταλίνα Σαντίνα Μορένο, Ίθαν Χοκ, Μπρους Γουίλις κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία κινείται σε τρία επίπεδα που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Από τη μία, λοιπόν, υπάρχουν οι ανειδίκευτοι εργάτες, οι οποίοι περνούν ως οικονομικοί μετανάστες από το Μεξικό στις ΗΠΑ, για να πιάσουν δουλειά σε ένα εργοστάσιο ‒ φάρμα παραγωγής μπέργκερ, από τη σφαγή της αγελάδας έως το κατεψυγμένο μπιφτέκι. Από την άλλη, βλέπουμε τον κόσμο των επικεφαλής μιας αλυσίδας μπέργκερ, με τα διαπλεκόμενα συμφέροντα και τις μεθόδους που εφαρμόζουν στο χημείο, για να πετύχουν την τυποποίηση των προϊόντων τους με μπέργκερ-γευστικές κονσέρβες. Τέλος, υπάρχει και μία ομάδα ακτιβιστών, που προσπαθεί να απελευθερώσει τις αγελάδες από τη φάρμα. Η γνωστή αλυσίδα θέλει να βελτιώσει τις επιδόσεις της στην αγορά και αρχίζει να κινείται κατάλληλα για να το καταφέρει. Όλα βαίνουν καλώς, μέχρι που κάποιος ανακαλύπτει ότι τα ποσοστά περιττωμάτων αγελάδας από λάθη που γίνονται στο διαμελισμό του ζώου, στην επεξεργασία του κρέατος κτλ. είναι πιο αυξημένα από τα συνήθη και επιτρεπτά σε ένα συγκεκριμένο τύπο χάμπουργκερ της αλυσίδας. Αυτό σημαίνει ότι έχουν αυξημένο ποσοστό βακτηρίων, το οποίο μπορεί να γίνει επικίνδυνο για τον οργανισμό και για την υγεία. Ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι γιατί στο εργοστάσιο ‒ φάρμα από όπου η αλυσίδα προμηθεύεται τα συγκεκριμένα μπέργκερ της το εργατικό δυναμικό προσλαμβάνει ανειδίκευτους εργάτες, ενώ την ίδια στιγμή η γραμμή παραγωγής κινείται πολύ γρήγορα με στόχο το κέρδος. Και εκεί γίνονται λάθη που αναπόφευκτα τα επωμίζεται ερήμην ο καταναλωτής. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, όμως, προκύπτουν και οι συνθήκες μετανάστευσης, εργασίας, οι ανθρώπινες σχέσεις και οι δυνατότητες βελτίωσης της θέσης των οικονομικών μεταναστών, που μοιάζουν σε ένα βαθμό σαν ιδιοκτησία της βιομηχανικής φάρμας όσο και οι αγελάδες. Οι μεν σφαγιάζουν τις δε με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής, θυσιάζοντας συχνά την αξιοπρέπεια ή αντιμετωπίζοντας τη διάψευση αυτής της ελπίδας. Επίσης φαίνεται η όψη της ζωής ενός άλλου τύπου σύγχρονου εργάτη, των υπαλλήλων της αλυσίδας του φαστφούντ.
«Δεν είναι καλοί εναντίον κακών. Αλλά ότι οι μηχανές κατακτούν αυτήν τη χώρα. Μόνο για το κέρδος νοιάζονται».
Και στο τέλος διαφαίνεται η τραγική ειρωνεία των νόμων, καθώς οι ακτιβιστές μπορεί να κυνηγηθούν για την προσπάθεια απελευθέρωσης των αγελάδων, γιατί αυτές αποτελούν ιδιοκτησία της φάρμας, ενώ δεν αποδίδονται αντίστοιχα ευθύνες στους επικεφαλής της βιομηχανικής φάρμας για την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η ταινία, επ’ αφορμή των αλυσίδων ταχυφαγείων, της χαμηλής ποιότητας διατροφής και του καθιερωμένου αυτού συστήματος, αφήνει την υπόνοια ότι πρόκειται για ένα ισχύον καθεστώς, επεκτεινόμενο σε πολλούς τομείς. Η πλαστικοποίηση, επομένως, μίας τόσο βασικής παραμέτρου, όπως είναι η διατροφή, στην ύπαρξη καλής υγείας και ποιότητας ζωής έχει καταλυτικά αρνητικές επιπτώσεις, αποτελώντας, όμως, μόνο την κορυφή του παγόβουνου.
Ατάκες που κρατάω:
«Αυτοί που ακολουθούν το πάθος τους στη ζωή, ακόμα κι αν δε γίνουν τυπικά επιτυχημένοι, έχουν λιγότερα απωθημένα, γιατί αισθάνονται πιο ολοκληρωμένοι. Μην ακούς τους άλλους. Να ακούς τον εαυτό σου. Αν θες να γίνεις σαν όλους τους άλλους, κάνε ό,τι σου λένε οι άλλοι».
«Δεν αρκεί η ελπίδα. Αν θες να αλλάξει κάτι, πρέπει να κάνεις κάτι γι’ αυτό».
Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Έρικ Σλόσερ (Eric Schlosser).
Ο σκηνοθέτης της ταινίας κέρδισε μία υποψηφιότητα για το Χρυσό Φοίνικα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών το 2006.

Παραλλαγές σε ένα θέμα
Συγγραφέας: Γρηγόρης Χριστοδούλου
Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα
Έτος: 2000
Περιγραφή
Εφόσον πιάσαμε ένα θέμα σε αυτό το τεύχος που αφορά ανάμεσα σε άλλα και τη γαστρονομία σε χώρες της Ευρώπης, σκέφτηκα να συμπεριλάβω και ένα βιβλίο αφιερωμένο στη μακαρονάδα και τους λάτρεις της, σύμφωνα με την αφιέρωση του ίδιου του βιβλίου. Πέραν της Ιταλίας, όπου πράγματι η πάστα αποτελεί βασική θεματική στα γεύματα, και μάλιστα καθημερινά, ιδίως στο Κέντρο και στο Νότο, συνάντησα και στην Ελλάδα πολλούς πιστούς φίλους της. Ίσως γιατί είναι ένα υλικό, η πάστα κάθε είδους, που ως πιάτο επιδέχεται πολλές παραλλαγές με απλά συστατικά, παρασκευάζεται εύκολα και μπορεί να αποτελέσει ένα γρήγορο, θρεπτικό και φτηνό γεύμα για όλα τα γούστα. Έπειτα, και σε πολλά μέρη της Ελλάδας υπάρχει μία ποικιλία ζυμαρικών που φτιάχνονται παραδοσιακά στο χέρι, το αντίστοιχο της φρέσκιας νωπής πάστα στην Ιταλία, έχουν διάφορες ονομασίες και αποτυπώνεται στα υλικά, στη γεύση, στο σχήμα και στον τρόπο παρασκευής τους το τοπικό χρώμα της κάθε περιοχής. Πιο διαδεδομένα είναι ίσως οι χυλοπίτες, τετράγωνες ή μακριές και ελαφρώς κυματοειδείς, και το κριθαράκι, που αποτελούν μία άλλη ερμηνεία της πάστα. Τα συνήθη βασικά υλικά των φρέσκων ζυμαρικών είναι το σιμιγδάλι σκληρού σιταριού με ή χωρίς αβγά και το αλεύρι τύπου «00» με ή χωρίς αβγά. Ακόμα και για όσους ένα τέτοιο πιάτο ήταν παλιότερα απαγορευμένο ή σπάνια απόλαυση για λόγους υγείας, υπάρχει πλέον στην αγορά και πάστα χωρίς γλουτένη.
Τέλος, πέραν του ότι αποτελεί γεγονός πως στη μαγειρική επιστρατεύουμε φαντασία και τόλμη για τους πιο αναποφάσιστους στις αλλαγές και στους πειραματισμούς, καλό είναι να γνωρίζουμε πέντε βασικά πράγματα, για να ξέρουμε τι και πώς μας το προσφέρουν όταν τρώμε έξω. Καθώς σε αρκετές πιτσαρίες ή σε χώρους εστίασης οι ονομασίες της πίτσας και των πιάτων ζυμαρικών αποδίδονται συχνά τόσο τυχαία όσο αν ρίχναμε τα ζάρια πάνω σε έναν αυτοσχέδιο χάρτη υλικών. Προσφέρονται ως επιλογή, επομένως, γνωστά πιάτα, σαν παραδοσιακά ιταλικά και όχι ως πρόταση του σεφ με δημιουργική παρέμβαση, που παρασκευάζονται όμως με άσχετα υλικά, όταν θα μπορούσαν απλώς να φέρουν φανταστικές ονομασίες. Επηρεάζει αυτή η τακτική αναπόφευκτα την αξιοπιστία και αποδεικνύει την ενημέρωση ή μη του εκάστοτε χώρου. Και δεν αναφέρομαι σε διαφορές όπως χρήση παρμεζάνας αντί πεκορίνο, αλλά για την υπερφόρτωση των πιάτων με κρέμα γάλακτος, αλλαντικά ή όποιο άλλο συστατικό θεωρείται ότι προσθέτει γευστικά, παραλλάσσοντας τελείως το γνωστό πιάτο και καταλήγοντας σε ένα μενού με παρόμοιες προτάσεις ελάχιστα διαφοροποιημένες. Έτσι, και από αυτό το βιβλίο παραθέτω ορισμένες συνταγές που αποτελούν πρόταση του μάγειρα, αποφεύγοντας το δύσκολο κεφάλαιο των διάσημων συνταγών, χωρίς όμως να σημαίνει ότι ξεφεύγει τελείως από το θέμα έτσι όπως περιγράφτηκε νωρίτερα. Τα παραπάνω μόνο για λόγους προφύλαξης τα αναφέρω, όταν τέλος έχω συναντήσει και «πιάτα του λαού», όπως τα ζυμαρικά με σκόρδο και λάδι, σε υπερβολικές τιμές χωρίς λόγο. Είναι και παράδοξο για πιάτο της φτωχολογιάς εκτός από υπερβολικό.
Σε αυτό το βιβλίο, λοιπόν, βρίσκει ο αναγνώστης πολλές ιδέες για πάστα, σάλτσες καθώς και μία βασική συνταγή για παρασκευή φρέσκων ζυμαρικών. Ξεκινάει με τη σύντομη ιστορία τους, τα είδη, τις ονομασίες, τον τρόπο βρασίματος και τις προτιμήσεις γύρω από αυτό το τεράστιο θέμα για ένα συνεπή μακαρονά, και ολοκληρώνει με τα βασικά υλικά συνδυασμού τους. Ακολουθούν οι συνταγές που χωρίζονται σε εύκολες, χρωματιστές, σε εκείνες με διάσημο τίτλο, σε ξεχωριστές γευστικά, σε συνταγές φούρνου, σε σάλτες, σούπες, γλυκές συνταγές και σαλάτες. Τέλος, ο συγγραφέας μοιράζεται με τους αναγνώστες του χρήσιμα και «Μικρά μυστικά». Ορισμένες από αυτές, για να σας δελεάσω: Βίδες με παρμεζάνα και λουκάνικο, Τορτελίνια με κρέας και γιαούρτι, Ροζ παπαρδέλες (σολομού) με πέστροφα και αμύγδαλα, Πολύχρωμα κατσαρά ζυμαρικά με ελιές και αντζούγια, Πράσινες ταλιατέλες (σπανάκι) με μελιτζάνα και παρμεζάνα, Αστακομακαρονάδα, Σπαγγέτι με γκοργκοντζόλα, Παπαρδέλες με φινόκιο, Η παέλια αλά ιταλικά, Κουσκούς με κοτόπουλο, Παστίτσιο με γαρίδες, Κοντή πάστα με μελιτζάνα στο φούρνο, Κρεμώδης σούπα με φιογκάκια, Πεπονάκι με ζωμό λαχανικών, μανιτάρια και τρούφα, Πρωτότυπη μηλόπιτα με λαζάνια, Φωλιές με μαλλιά αγγέλου, ξηρούς καρπούς και σάλτσα ροδάκινο, Φιογκάκια με προσούτο και κάπαρη, Ριγκατόνι με γκοργκοντζόλα και καρύδια, Τρίχρωμη σαλάτα με αρωματικά βότανα.

Εξαιρετικές γεύσεις της Μεσογείου
Συγγραφέας: Φαμπιέν Μπελασέν, Ντανιέλ Ρους
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2007
Περιγραφή
Ο τόμος περιλαμβάνει συνταγές της Νότιας Γαλλίας, με γεύση και χρώμα Μεσογείου. Οι μάγειρες και οι ζαχαροπλάστες των συνταγών, που συμμετέχουν στο βιβλίο και που παρουσιάζονται στο τέλος ονομαστικά και φωτογραφικά, αντλούν την έμπνευσή τους από την παράδοση της χώρας, τις επιρροές που έχει δεχτεί και τα υλικά του τόπου, «πειράζοντάς» τες ενίοτε δημιουργικά. Στην καθεμία αναφέρονται τα υλικά, ο υπολογισμένος χρόνος παρασκευής σε βήματα, ο χρόνος μαγειρέματος, ο βαθμός δυσκολίας και οι μερίδες. Μία φωτογραφία δίνει σαφή εικόνα για τα υλικά που θα χρειαστούν στη συνταγή, άλλη μία μας διαβεβαιώνει για το αποτέλεσμα, ενώ στο κάτω μέρος έκαστης συνταγής, που αναπτύσσεται σε δύο σελίδες, υπάρχουν οι φωτογραφίες εξέλιξής της σε βήματα, με επεξηγηματικές λεζάντες. Εκτός από τη διαδικασία παρασκευής, οι μάγειρες και οι ζαχαροπλάστες μοιράζονται επίσης με τον αναγνώστη μυστικά, ενώ σε μικρές παραγράφους βρίσκουμε την ιστορία, τον τόπο προέλευσης ή την πηγή έμπνευσης της συνταγής, και άλλες σχετικές ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Σε αυτό το βιβλίο η ταινία «A good year» γίνεται πραγματικότητα και μοιάζει σαν οι συνταγές να ξεκολλάνε από το χαρτί, καθώς την ίδια στιγμή οι ήρωες, τα χρώματα και τα αρώματα της Προβηγκίας βγαίνουν από την οθόνη και σας προσκαλούν να βουτήξετε μέσα τους.
Οι συνταγές ταξινομούνται σε Ορεκτικά κρύα και ζεστά, Σούπες, Ψάρια και θαλασσινά, Κρέας και πουλερικά και Επιδόρπια. Ένα μικρό φανταστικό κέρασμα, για να διαμορφώσετε μία εικόνα: Πουρές κολοκυθιού και τόνος ταρτάρ, Ψημένες πιπεριές και αντζούγιες της Κολιούρ, Αρλεκίνος με μπαρμπούνια και αγκινάρες, Καλαμαράκια γεμιστά της γιαγιάς Σιμόν, Μελιτζάνες κονφί του μεγάρου Μέτερλινκ, Φακές και χτένια Αγίου Ιακώβου με εσπεριδοειδή, Σαλιγκάρια και καλαμάρια με ζαφορά, Σος αϊολί από την Προβηγκία, Γεμιστά της Προβηγκίας, Μιλφέιγ αγκινάρας με κατσικίσιο τυρί, Ρεβιθοκεφτέδες σε ντομάτα, Κρέμα κολοκύθας, σχοινόπρασο και ελαιόλαδο, Μπουγιαμπέσα του Μιραμάρ, Καταλανική σκορδόσουπα, Μινεστρόνε με καλαμαράκια όπως το φτιάχνουν στη Νίκαια, Σούπα βασιλικού με λαχανικά, Πεσκανδρίτσα ψητή όπως την κάνουν στην Προβηγκία, Λαβράκι ψητό με ζαμπαγιόνε γλυκάνισου, Φιλέτα κουτσομούρας με κρέμα ελιάς και αντζούγιας, Καρέ αρνιού με μυρωδικά χόρτα, Κρέας κατσαρόλας όπως το κάνουν στην Αβινιόν, Λουκάνικα περουζίν με ριζότο, Κατσικίσιο μπούτι με λαχανικά, Κουνέλι με λουλούδια θυμαριού, Κρεμ μπριλέ με κρασί μοσχάτο, Κρέμα Καταλονίας, τηγανίτες και αμυγδαλωτά, Σύκα ποσέ σε κόκκινο κρασί με μασκαρπόνε, Το παβέ της Κανεμπιέρ, Ρυζόγαλο της γιαγιάς Κοντσίτα, Τάρτα με φρέσκα σύκα.
Δύο πληροφορίες στα πεταχτά:
«Λαχανικά κυρίως μεσογειακά, οι κόκκινες πιπεριές καταναλώνονται και καλλιεργούνται σε όλη τη Νότια Γαλλία όπως και στην Ιταλία. Ο Χριστόφορος Κολόμβος τις έφερε το 15ο αιώνα από την Κούβα και καλλιεργήθηκαν κατόπιν και στην Ισπανία»[1].
«Εδώ και πολύ καιρό το σκόρδο στολίζεται με όλες τις αρετές. Λαχανικό, μπαχαρικό και συγχρόνως μυρωδικό, ο βολβός αυτός καρυκεύει όλες τις συνταγές του Νότου. Το λίκνο καταγωγής του βρίσκεται στις στέπες της κεντρικής Ασίας. Στα καταλανικά το σκόρδο γράφεται “ail” όπως στα κέλτικα, και σε αυτή τη γλώσσα σημαίνει “καυτό”. Ο Ιπποκράτης έλεγε πως ήταν “ζεστό, καθαρτικό και διουρητικό”. Η διάδοσή του στη μεσαιωνική Ευρώπη είναι συνδεδεμένη με τους Σταυροφόρους. Θεωρούνταν μία αληθινή πανάκεια, απομάκρυνε τη χολέρα και ενίοτε… τους βρικόλακες»[2].
Τη μετάφραση από τα γαλλικά έκανε η Αναστασία Σακελλίου.
__________
[1] Γαλλία, Εξαιρετικές γεύσεις της Μεσογείου (Συλλογικό έργο), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2007, σελ. 16.
[2] Γαλλία, Εξαιρετικές γεύσεις της Μεσογείου (Συλλογικό έργο), Εκδόσεις Καστανιώτη, ό.π., σελ. 66.

Εξαιρετικές γεύσεις της Μεσογείου
Συγγραφέας: Φαμπιέν Μπελασέν, Ντανιέλ Ρους
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2007
Περιγραφή
Ο τόμος περιλαμβάνει συνταγές από την Ισπανία, που είναι χωρισμένες σε Τάπας, Ορεκτικά κρύα και ζεστά, Σούπες, Ψάρια και θαλασσινά, Κρέας και πουλερικά, Επιδόρπια και ζύμες. Οι συνταγές αναπτύσσονται όπως και στον προηγούμενο τόμο της σειράς. Σας παραθέτω κάποιες από αυτές, αντικατοπτρίζοντας νοητά λίγο ισπανικό γευστικό χρώμα: Εσκαλιβάδα πιπεριάς, Πατάτες αλά ιμπορτάνθια, Σαλμορέχο δε Κόρδοβα, Τορτίγια με λαχανικά και γαρίδες, Γκασπάτσο, Αστακός της Καταλονίας, Παέγια με ποταμίσιες καραβίδες, Φιλέτο τόνου με εσκαμπέτσε, Μπακαλιάρος αλά σαμφάινα, Πεσκανδρίτσα με αϊολί, Μπακαλιάρος με σος φουντουκιού, Τιθνάο, Καρέ αρνιού, Αρνίσιο μπουτάκι με τον τρόπο των Μαυριτανών, Μάγουλα από μοσχαράκι σε κρασί Ριόχα, Παέγια αλά βαλενθιάνα, Κρέμα καταλάνα με φράουλες, «Σαλίγκαροι» της Μαγιόρκα, Ρετορθίδος, Ρόσκας δε Καστίγια, Τάρτα δε Σαντιάγο, Τοθινίγιος δε θιέλο, Τοστάδας με σος καρύδι, Γιέμας δε Λεόν.
Μία από τις μικρές ιστορίες των συνταγών και των υλικών:
«Στην Ισπανία έτρωγαν παλαιότερα πατάτες καθημερινά. Γι’ αυτό σε γιορτές οι μάγειροι επινοούσαν ευφάνταστους τρόπους να τις μαγειρέψουν έτσι ώστε να υπάρχει εναλλαγή. Έτσι προέκυψαν και οι “Πατάτες αλά ιμπορτάνθια”, που είναι φέτες πατάτας παναρισμένες με αυγό και αλεύρι, οι οποίες πρώτα τηγανίζονται λίγο και μετά μαγειρεύονται μέσα σε αρωματικό ζωμό. Το πιάτο αυτό προσφέρεται σήμερα σε πολλά εστιατόρια. Οι πατάτες κατάγονται από το Περού, όπου οι Ίνκας τις καλλιεργούσαν ήδη πριν από σχεδόν 3000 χρόνια. Οι βολβοί αυτοί, που τους ονόμαζαν πάπας, ήρθαν το 1570 με τους Ισπανούς κατακτητές πίσω στη Γαλικία, αλλά στην αρχή έτυχαν μέτριου ενθουσιασμού, τόσο στην Ισπανία όσο και στη Νότια Γαλλία και στην Ιταλία. Μετά το 19ο αιώνα κατέκτησαν θριαμβευτικά τις κουζίνες της Ευρώπης»[1].
Τη μετάφραση από τη γερμανική έκδοση έκανε η Άννα-Μαρία Τσιρακάκη.
__________
[1] Ισπανία, Εξαιρετικές γεύσεις της Μεσογείου (Συλλογικό έργο), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2007, σελ. 50.

Εξαιρετικές γεύσεις της Μεσογείου
Συγγραφέας: Φαμπιέν Μπελασέν, Ντανιέλ Ρους
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2005
Περιγραφή
Ο τόμος αυτός αφορά συνταγές από την Ιταλία, που οργανώνονται θεματικά σε Ορεκτικά κρύα και ζεστά, Σούπες, Πάστα και ρύζι, Ψάρια και θαλασσινά, Κρέας και πουλερικά, Επιδόρπια και ζύμες. Οι συνταγές αναπτύσσονται όπως και στους προηγούμενους τόμους της σειράς. Σας δίνω μία λιγουριάρικη ιδέα αραδιάζοντας ορισμένες γευστικές προτάσεις του βιβλίου: Αγκινάρες αλά ρωμαϊκά, Μύδια γκρατέν με ντομάτες, Σούπα με ψωμί και μπρόκολο, Σαλάτα από το Φριούλι, Σαλάτα με φινόκιο και πορτοκάλια, Τηγανητές ρυζοκροκέτες, Γκραν Φάρο, όπως το φτιάχνουν στη Λούκα, Σούπα με φασόλια και ζυμαρικά, Μπίγκολι με ραγκού πάπιας, Νιόκι από πατάτα αλά Μόρα, Λαζάνια ρούκολα, Πάκερι με γκούλας από αρνί, Πίτσα Νάπολι, Ραβιόλα με μαντζουράνα, Μαύρο ριζότο, Ριζότο με μπρόκολο, Ριζότο με μανιτάρια πορτσίνι και κρέμα από κολοκύθα, Σπαγγέτι με γαρίδες, Σπαγγέτι ντελ Καπιτάνο, Σπινοζίνι με μαύρη τρούφα, Τρενέτε με πέστο, Χέλι της Τεργέστης, Παστός μπακαλιάρος φρέκολε με καρύδια, Μπροντέτο αλά Μπεκατσέτσι, Κατσούκο, Φιλέτο μπαρμπούνι και πέστο με καρύδι, Μπακαλιάρος Κάζα Φισκέτι, Γλώσσα αλά Νένα, Αρνί όπως το φτιάχνουν στο Αμπρούτσο, Παϊδάκια Ιρπίνια, Οσομπούκο αλά μιλανέζε, Πάπια με φρούτα, Καμπίσια πέρδικα με πολέντα, Καντούτσι, Κροκάν αμυγδάλου, Βενετσιάνικες φριτέλε, Μικρό γλυκό σοκολάτας μες σος πορτοκαλιού, Τιραμισού, Ραβιόλια Λίνα και Μαρία, Πανακότα, Πατσιεντίνα, Πίντσα Μπιανκαρόζα, Παγωμένο ζαμπαγιόνε με Μαρσάλα, Γλυκό με καρότο, Γλυκό με ρικότα, Γλυκό με αμύγδαλα.
Πληροφορίες γύρω από την «πίτσα Νάπολι» (πίτσα Μαργαρίτα):
«Αυτός που ανακάλυψε την πίτσα πρέπει να είχε γεννηθεί στους πρόποδες του Βεζούβιου. Η ναπολετάνικη αυτή σπεσιαλιτέ, που σήμερα είναι γνωστή σε όλο τον κόσμο, υπάρχει σε άπειρες παραλλαγές. Οι Ιταλοί καυχώνται πως μπορούν να τη φτιάξουν με όσα υλικά μπορεί κανείς να φανταστεί […] Αλλά γι’ αυτούς που αγαπούν το αυθεντικό, η "πίτσα Νάπολι" (πίτσα Μαργαρίτα) πρέπει να έχει μόνο ντομάτες, μοτσαρέλα, βασιλικό και ελαιόλαδο. Υποτίθεται πως ο πιτσαδόρος Ραφαέλε Εσπόζιτο εμπνεύστηκε το 1889, προς τιμήν της βασίλισσας Μαργαρίτας, μια πίτσα με τα χρώματα του Ενωμένου Βασιλείου της Ιταλίας: πράσινο-άσπρο-κόκκινο.
»Με το μεγάλο κύμα μετανάστευσης των Ιταλών στην Αμερική, η παραδοσιακή πίτσα ‒και μαζί της πολλά ακόμα είδη‒ έφτασε στο Νέο Κόσμο, όπου έγινε ευρύτατα γνωστή. Η πρώτη πιτσαρία στη Νέα Υόρκη άνοιξε τις πύλες της το 1905. Αλλά η επιτυχία της "πίτσας Νάπολι" σίγουρα δε θα ήταν τόσο μεγάλη χωρίς τη μακρόχρονη εμπειρία των πιτσαδόρων της Νάπολης ‒ διότι όλα εξαρτώνται από το σωστό ζυμάρι στη βάση της. Η ζύμη (άψητη) πρέπει να έχει πάχος γύρω στα πέντε χιλιοστά.
»Πολύ σημαντικό είναι το άρωμα της ντομάτας. Παρεμπιπτόντως, οι Ναπολιτάνοι ήταν οι πρώτοι που το 19ο αιώνα ανέπτυξαν τεχνικές συντήρησης για να μπορούν να καταναλώνουν αυτό τον πολύτιμο καρπό όλον το χρόνο.
»Στη Νάπολη πίτσα χωρίς μοτσαρέλα θεωρείται αιρετική. Το παραδοσιακό τυρί της Καμπανίας σε σχήμα σφαίρας αρέσει πολύ χάρη στην απαλή, υπόξινη γεύση του.
»Αυτή τη σπεσιαλιτέ της Νότιας Ιταλίας μπορούμε να τη σερβίρουμε ως πρώτο αλλά και ως κύριο πιάτο. Απλώς, είναι πάντα buonissima…»[1]
Τη μετάφραση από τη γερμανική έκδοση έκανε η Άννα-Μαρία Τσιρακάκη.
__________
[1] Ιταλία, Εξαιρετικές γεύσεις της Μεσογείου (Συλλογικό έργο), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2007, σελ. 66-67.

Συγγραφέας: Ζεράρ Ντεπαρντιέ
Εκδόσεις: Ποταμός
Έτος: 2005
Περιγραφή
Αυτό το βιβλίο περιλαμβάνει γευστικές προτάσεις του γνωστού Γάλλου ηθοποιού και λάτρη της γαστρονομίας Ζεράρ Ντεπαρντιέ, που έπαιξε και το ρόλο του παθιασμένου σεφ και τελετάρχη Βατέλ στην ομώνυμη ταινία «Vatel», την παρουσίαση της οποίας θα βρείτε στο τεύχος 6 Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου του 2013 στο Γ’ Μέρος με «Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας!». Στην «Εισαγωγή» μοιράζεται με τον αναγνώστη τις σκέψεις του γύρω από τον ανεξάντλητο κόσμο της γεύσης και των υλικών του. Καθιστά σαφές το πόσο προσωπική υπόθεση είναι η σχέση με το φαγητό και η συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου, καθώς ο καθένας μπορεί να γίνει με το δικό του τρόπο ένας αρχιμάγειρας αποσκοπώντας στη γευστική απόλαυση τη δική του και των συνδαιτυμόνων του, αλλά και στη διασκέδαση μέσα από τη δημιουργία και εκτέλεση συνταγών. Τονίζει επίσης τη σχέση με την παράδοση και το σεβασμό απέναντι στη φύση και τα προϊόντα που αυτή προσφέρει στο τραπέζι μας. Κάνει σύντομη αναφορά στα παιδικά του χρόνια και στην οικονομική ανέχεια που βίωσε και κατάφερε να ξεπεράσει, καθώς «[…] Ήμασταν φτωχοί αλλά αυτό δε με έκανε ζηλιάρη. […] Με ενθουσίασε το καλειδοσκόπιο των χρωμάτων, ο θόρυβος του κόσμου που διασκέδαζε και η ορεκτική μυρωδιά των γλυκισμάτων και των μήλων, που ήταν βουτηγμένα σε καραμέλα και μπηγμένα σε καλαμάκια. […] Έμεινα εκεί να χαζεύω τον κόσμο που επέστρεφε στο σπίτι του και να παρακολουθώ, μέσα από τα φωτισμένα παράθυρα, σκηνές από τη ζωή τους. […] Ο πατέρας μου ετοίμαζε μόνος του το φαγητό του. Ποτέ δεν τον βοήθησα στην κουζίνα. Ήταν γεύματα φτωχικά αλλά μαγειρεμένα με φαντασία και δε στερήθηκα τίποτα. Το κρέας παραμένει για μένα σύμβολο ευημερίας ακόμα και σήμερα»[1].
Αναφέρεται ακόμα στην αξία της φαντασίας και της περιέργειας ως κινητήριες δυνάμεις στην κουζίνα, αλλά και στη ζωή γενικότερα. Ακόμα στη σημασία της σωστής εκτροφής των ζώων που υπάρχουν στη διατροφή μας, ώστε να κάνουμε όλοι μία ευτυχισμένη ζωή και θάνατο, γιατί είμαστε ό,τι τρώμε, ενώ η διατροφή είναι «ζήτημα πολιτισμού».
«Και σήμερα πού βρισκόμαστε; Από τη μία υποφέρουμε από τις καταχρήσεις, που μας οδηγούν σε τεράστια σπατάλη, και από την άλλη έχουμε ανθρώπους που υποφέρουν από την πείνα, όχι μόνο στον Τρίτο Κόσμο, αλλά και δίπλα μας, μπροστά στην πόρτα μας. Τον 21ο αιώνα, στη Γαλλία και σε όλη την Ευρώπη, υπάρχει κόσμος που ζει κάτω από το όριο της φτώχιας, άνθρωποι για τους οποίους τα καλά πράγματα εξακολουθούν να είναι απρόσιτα. Υποφέρουμε από τη ρύπανση της ατμόσφαιρας, και η σκληρότητά μας απέναντι στα ζώα και τα κοπάδια βλάπτει την τροφή μας […] Όπως έλεγε πολύ σωστά ο Μπαλζάκ “Το πρόβλημα με τη ζωή δεν είναι η διάρκειά της, αλλά η ποιότητα, η ποικιλία και η πληθώρα των αισθημάτων της»[2]. Έτσι, εκθειάζει το μέτρο μέσα από την ποικιλία των ερεθισμάτων, καθώς σύμφωνα με το Ζαν Ζακ Ρουσσώ «είμαι αισθησιακός, δεν είμαι λιχούδης. Υπάρχουν πλήθος απολαύσεις που κεντρίζουν εξίσου το ενδιαφέρον μου»[3].
Οι διατροφικές συνήθειες και ό,τι τις περιβάλλει, άλλωστε, κληροδοτούνται στις επόμενες γενιές, γεγονός που υποδηλώνει ευθύνη. Γι’ αυτό επιπλέον οφείλει ο καταναλωτής να είναι επιλεκτικός για λόγους υγείας απέναντι σε όσα προσφέρονται στην αγορά, καθώς επηρεάζονται από το σύγχρονο τρόπο ζωής, διαμορφώνοντας τελικά τις διατροφικές συνήθειες. Ολοκληρώνοντας την «Εισαγωγή», εξομολογείται την αγάπη του σε σχέση με την ιταλική κουζίνα και κάνει μικρή αναδρομή στη ιστορία της γαλλικής κουζίνας.
Σε κάθε συνταγή προσφέρεται υπολογισμένος ο χρόνος προετοιμασίας, ο χρόνος εκτέλεσης και οι μερίδες. Ακολουθούν τα υλικά και ο τρόπος παρασκευής. Ενώ, τέλος, κάποιες από αυτές συμπληρώνονται με συμβουλές του μάγειρα. Οι συνταγές ταξινομούνται σε πρώτα πιάτα, σούπες και κύρια, ψάρια και θαλασσινά, κρέατα και πουλερικά, λαχανικά και συνοδευτικά, και επιδόρπια. Κάποιες από τις συνταγές, για να σας κεντρίσω το ενδιαφέρον: Γαύρος μαρινάτος με πατάτες, Καρπάτσιο φρέσκου τόνου με βασιλικό, Μινεστρόνε, Κρέμα από πράσινα σπαράγγια με ξινολάπαθο, Καλαμαράκια με σκόρδο και μαϊντανό, Κότσι από μοσχαράκι γάλακτος με ξίδι, Βοδινό μπουργκινιόν, Γουρουνόπουλο γάλακτος στη σούβλα γεμιστό με αρωματικά χόρτα, Παπάκι με αλάτι και πιπέρι, Πράσινα φασολάκια με κουκιά, Φρικασέ από άγρια μανιτάρια, Ρατατούιγ νισουάζ, Ριζότο με καραβίδες, Μακαρονάδα με γυαλιστερές, Τάρτα με κόκκινα φρούτα, Τάρτα με ραβέντι, Αχλάδια με κρασί και μπαχαρικά.
Η μετάφραση από τα γερμανικά είναι της Βίκης Ποταμιάνου.
__________
[1] Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Η Κουζίνα του Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Ποταμός, Αθήνα, 2005, σελ. 10-11.
[2] Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Η Κουζίνα του Ζεράρ Ντεπαρντιέ, ό.π., σελ. 18.
[3] Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Η Κουζίνα του Ζεράρ Ντεπαρντιέ, ό.π., σελ. 19.

Γεύσεις και αρώματα της Ρωσίας, με συνταγές από τη δημιουργική κουζίνα.
Μεταφραστής: Ίων Βλάχος
Εκδόσεις: Μαλλιάρης
Έτος: 2006
Περιγραφή
Η Ρωσία (Ρωσική Ομοσπονδία) εκτείνεται από την ανατολική Ευρώπη έως και τον Ειρηνικό στα δυτικά, αποτελώντας γεωγραφικά το βόρειο τμήμα της Ασίας. Αναλογικά με το μέγεθός της, ωστόσο, είναι αραιοκατοικημένη. Το ευρωπαϊκό κομμάτι της Ρωσίας χωρίζεται από το ασιατικό με τα Ουράλια Όρη. Από εκεί και πέρα αρχίζει η αχανής Σιβηρία, η οποία ανήκει στο ασιατικό τμήμα της χώρας. Οι ιστορικές και πολιτικές εξελίξεις που κατά καιρούς άλλοτε οδήγησαν στη σύγκρουση και άλλοτε ευνόησαν τη συνάντηση με διαφορετικούς πολιτισμούς ενστάλαξαν τις επιρροές τους και στην κουζίνα της χώρας. Σε αυτό το βιβλίο θα βρείτε κάποιες βασικές συνταγές της ρώσικης κουζίνας που μπορεί να κινήσουν την περιέργειά σας για κάτι διαφορετικό. Οι συνταγές οργανώνονται σύμφωνα με βασικές θεματικές ενότητες: Ορεκτικά, συνοδευτικά και σαλάτες, Ψάρι και θαλασσινά, Κρέας και πουλερικά, Λαχανικά, Επιδόρπια και γλυκά. Σας παραθέτω κάποιες από αυτές για να πάρετε μία γεύση: Σαλάτα αγγούρι με ξινή κρέμα γάλακτος, Πουρές πατάτας με παπαρουνόσπορο, Κουλεμπγιάκε σολομού, Καναπέ σολομού, Ταμπάκα με σάλτσα δαμάσκηνο, Αρνί ψητό με γιαούρτι, Λουκάνικα σε σάλτσα ντομάτα με βότκα, Σάσλικ αρνιού, Μπίτκι με σάλτσα άνηθου, Μοσχάρι Στρογκανόφ, Πελμέντ με σάλτσα ντομάτα, Μπορτς, Χλόντνικ, Κουγκέλις πατάτας, Κάσα από σιμιγδάλι, Σμέτανικ, Ατομική σαρλότκα, Κρέμα μύρτο.

Συγγραφέας: Πωλλίνα Σίμονς
Εκδόσεις: Ωκεανίδα
Έτος: 2009
Περιγραφή
Αυτό το βιβλίο επαναφέρει στο προσκήνιο την κεντρική ηρωίδα Τατιάνα της τριλογίας της συγγραφέα Ο Μπρούντζινος Καβαλάρης, Τατιάνα και Αλεξάντερ και Οι κήποι της Τατιάνας. Στο Τραπέζι της Τατιάνας, που είναι αφιερωμένο στη Ρωσίδα γιαγιά της συγγραφέα και έξοχη μαγείρισσα, παρατίθενται συνταγές μέσα από ιστορίες εμπνευσμένες από τα βιβλία με ηρωίδα την Τατιάνα ως προέκταση και συμπλήρωσή τους. Βρίσκουμε διάφορες επιρροές στις συνταγές, όπως από τη Γαλλία ή την Αμερική και το Μεξικό, ανάλογες των περιηγήσεων των ηρώων. Είναι ένα βιβλίο που δείχνει ακριβώς αυτήν τη συνάντηση των πολιτισμών μέσα από τη γεύση. Είναι «δια-κουζινικό», όπως χαρακτηρίζει τη «Σούπα με γιουβαρλάκια» ως «δια-κουζινική»[1]. Έτσι ο αναγνώστης, εκτός από συνταγές της ρώσικης κουζίνας, βρίσκει και άλλες που είτε ανήκουν ή επηρεάζονται από άλλες χώρες είτε προτείνονται διάφοροι τρόποι σερβιρίσματος και παρασκευής, ταιριαστοί και στο πλαίσιο της ρώσικης μαγειρικής. Κάποιες από τις συνταγές του βιβλίου: Μοσχάρι Στρογκανόφ, Πιλμένι (Μεγάλα ραβιόλια), Μπορς, Σαλάτα Ολιβιέ (Ρώσικη σαλάτα), Βινιγκρέτ (Παντζαροσαλάτα), Μπλίνι ή κρέπες με μαγιά, Πιρόγκ μανιτάρια (Μανιταρόπιτα), Πιροσκί, Μπλίντσικι, Τηγανίτες με πατάτες, Ψωμάκια χαλά, Τσίλι, Μπον φιλέ, Φατίχα, Γκουακαμόλε, Γλυκοπατάτες, Το ρώσικο ναπολεόν (σαν μιλφέιγ) της μπάμπουσκα Μάγια, Πίτα με μύρτιλα, Μαρμελάδα φράουλα, Ρώσικα μπισκότα για το τσάι, Πουτίγκα με ψωμί, Κουλουράκια βουτύρου με κάρδαμο.
Μία μικρή ιδέα από το βιβλίο και τις μπάμπουσκες:
«Η μπάμπουσκα Άννα μαγείρευε σε κουζίνες που δεν άναβαν και σε φούρνους χωρίς ξύλα. Μαγείρευε σε σκουριασμένα μαντεμένια σκεύη, που δεν ήταν καλυμμένα με σμάλτο και σε τηγάνια που συνέχεια κολλούσαν. Γκρινιάζοντας, έξυνε τη σκουριά προτού ανάψει τη φωτιά και άλειβε το τηγάνι με λίπος για να μη σκουριάσει τόσο πολύ την επόμενη φορά. Δεν χρησιμοποιούσε ελαιόλαδο αλλά λαρδί. Ψυγεία δεν υπήρχαν. Ό,τι κι αν αγόραζαν η Ντάσα και η μαμά έπρεπε να μαγειρευτεί αμέσως, εκτός κι αν ήταν χειμώνας και μπορούσαν να το αφήσουν στο περβάζι του παραθύρου· ήταν ειρωνικό βέβαια, αλλά το χειμώνα υπήρχαν πολύ λιγότερα τρόφιμα για να βάλουν στα περβάζια. Ζούσαν με τα ψάρια που έπιαναν και πάστωναν στη Λιούγκα το καλοκαίρι, με τα αγγούρια που καλλιεργούσαν και έκαναν τουρσί, με σπιτική μαρμελάδα μύρτιλο, με αποξηραμένα μανιτάρια, με τα οποία έφτιαχναν σούπες, πίτες και μικρά γλυκά. Είχαν πατάτες επειδή η μπάμπουσκα Μάγια της Τατιάνας έφερνε τις δικές της από την αντικρινή όχθη του Νέβα. Έμενε στη Ντουμπρόβκα και τις καλλιεργούσε στη μικρή πίσω αυλή της. Συχνά έμπαιναν από το φράχτη της και τις της έκλεβαν. Έπρεπε να τις κρύβει, να τις φυτεύει κάτω από δέντρα και θάμνους. Ποτέ δεν είχε και πολλές, όσες είχε όμως η Μάγια τις έφερνε στην οικογένεια της κόρης της. Αυτή η μπάμπουσκα Μάγια ήταν που είχε ταλέντο στη μαγειρική, αυτή ήταν που πάντα τα κατάφερνε, όποια συστατικά κι αν της βρίσκονταν, να βγάλει ένα καλό αποτέλεσμα στο τέλος. Αντιμετώπιζε τη μαγειρική σαν τέχνη, κι αυτό ήταν καλό γιατί ήταν καλλιτέχνιδα, ζωγράφος, και μαγείρευε όπως ζωγράφιζε ‒ με το ένστικτο, μέσα από την καρδιά της»[2].
Η μετάφραση από τα αγγλικά είναι της Ρένας Χατχούτ.
__________
[1] Πωλλίνα Σίμονς, Το τραπέζι της Τατιάνας, Ωκεανίδα, Αθήνα, 2009, σελ. 254.
[2] Πωλλίνα Σίμονς, Το τραπέζι της Τατιάνας, ό.π., σελ. 25-26.

Συγγραφέας: Γιάννης Λεμονής
Εκδόσεις: Ερμείας
Έτος: 1998
Περιγραφή
Το πρώτο μισό αυτού του ιδιαίτερου βιβλίου συγκεντρώνει σταχυολογημένα αποσπάσματα από βιβλία, προσωπική αλληλογραφία και ημερολόγια κυρίως Γάλλων λογοτεχνών, γνωστών προσώπων της εποχής και άλλων συγγραφέων, που ήταν γαστρονόμοι. Θα βρει, επίσης, ο αναγνώστης και αποσπάσματα από μαρτυρίες συγγραφέων για σύγχρονους ομότεχνούς τους (π.χ. Τεοφίλ Γκωτιέ για το Βικτώρ Ουγκώ και τον Εμίλ Ζολά). Τα κείμενα χρονολογούνται περίπου από το 16ο έως το 20ό αιώνα, όταν η τέχνη της γαστρονομίας και η απόλαυση του φαγητού στη Γαλλία είχαν φτάσει στην κορύφωσή τους. Τα κείμενα αφορούν συνταγές, την απόλαυση του φαγητού, την έννοια της γεύσης, σχετικές συνήθειες της εποχής και ό,τι άλλο διαδρά και συνδιαλέγεται νοερά με τη γαστρονομία. Στο δεύτερο μισό του βιβλίου παρατίθενται οι συνταγές. Οι σελίδες του εμπλουτίζονται με πίνακες, χαρακτικά και σκίτσα από το 16ο αιώνα και εξής, καθώς και με φωτογραφίες. Κάποιοι από τους συγγραφείς που εντοπίζουμε στο βιβλίο είναι ο Μολιέρος, ο Βολταίρος, ο Βικτώρ Ουγκώ, η Γεωργία Σάνδη, ο Εμίλ Ζολά, ο Αλέξανδρος Δουμάς (πατέρας και γιος), ο Καζανόβα (απομνημονεύματα), ο Μαρσέλ Προυστ, ο Ιούλιος Βερν, ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ, ο Γκυ Ντε Μωπασσάν, ο Ονορέ Ντε Μπαλζάκ, ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, ο Φρανσουά Ραμπελαί κ.ά.
Έχει ενδιαφέρον η σημείωση στην αρχή του βιβλίου από το συγγραφέα Γιάννη Λεμονή: «Η υγεία ήταν κάτι εντελώς ξεχωριστό από το φαγητό. Μόλις από τις αρχές του 1900 άρχισε να συσχετίζεται η υγεία με τη διατροφή. Μέχρι τότε το μόνο κριτήριο ήταν η ιεροτελεστία της γεύσης. […] Απουσιάζουν εντυπωσιακά οι σαλάτες και τα χορταρικά, ενώ τα γλυκά, όπως τα ξέρουμε σήμερα, μόλις τότε αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους. […] Πολλά από τα υλικά που βρίσκουμε στα κείμενα είναι δύσκολο να τα βρούμε σήμερα ή δεν τα συνηθίζουμε πια»[1]. Έτσι, οι συνταγές στο δεύτερο μισό του βιβλίου έχουν προσαρμοστεί ανάλογα στο σήμερα με όσο το δυνατόν πιο μικρές παρεμβάσεις, αλλά εφαρμόσιμες.
Οι συνταγές ταξινομούνται σε σούπες, πρώτα πιάτα, ψάρια και θαλασσινά, πουλερικά, κρέατα, λαχανικά, σαλάτες, τυριά, γλυκά. Ορισμένες από αυτές, για να εμπνευστείτε: Σούπα με αγκινάρες και φουντούκια, Ψαρόσουπα με κόκκινο κρασί, κρεμμυδόσουπα, Βολ-ο-βαν παριζιέν, Τερίν κουνελιού α λα Σαιντ Υμπέρ, Πατέ με συκωτάκια πουλιών, Πέστροφες με αμύγδαλα, Κυπρίνος με μπίρα, Φιλέτα γλώσσας με άσπρο κρασί, Βακαλάος με σάλτσα μύδια, Μπουγιαμπέσα, Πάπια με νεράντζι, Τσίχλες με σάλτσα, Φιλέτα γαλοπούλας με μανιτάρια (α λα Νορμάντ), Πλάτη αρνιού με σφολιάτα, Μοσχάρι Στρογκανόφ, Σπαράγγια α λα Πολοναίζ, Φασόλια με κόκκινο κρασί, Πατάτες με ροκφόρ, Σαλάτα του Δουμά, Σελινόριζα με κρέμα, Σουφλέ με τυρί, Κροκέτες με καμαμπέρ, Άσπρο τυρί με γαρίδες, Σαρλότ με κρέμα μπαβαρουάζ, Κρύο σουφλέ με φράουλες, Σαβαρέν με ρούμι, Πουτίγκα με λεμόνι.
Την ανθολόγηση και μετάφραση των κειμένων έκανε η Βάνα Μάστορη.
__________
[1] Γιάννης Λεμονής, Μαγειρική των Γάλλων Συγγραφέων, Ερμείας, Αθήνα, 1998, σελ. 6.

Συγγραφέας: Τάνια Μινόγιαννη
Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα
Έτος: 2008
Περιγραφή
Το βιβλίο αυτό περιέχει επιλεκτικά κάποιες από τις συνταγές που προβλήθηκαν στην εκπομπή «Νηστικό Αρκούδι», την οποία παρουσίαζαν ο Δημήτρης Σταρόβας και ο Στάθης Παναγιωτόπουλος στην ΕΤ3 και στη ΝΕΤ από τον Οκτώβριο του 2004 έως και το Μάιο του 2007, και αφιερώνεται σε όλους όσοι καλοδέχτηκαν το συνεργείο στην κουζίνα τους και συμμετείχαν σε αυτές τις εκπομπές. Στο τέλος μπορείτε να βρείτε τις φωτογραφίες και τα ονόματα των μαγείρων. Είναι γραμμένο με μεράκι και χιούμορ, ακολουθώντας το ύφος της εκπομπής, ενώ οι συνταγές ταξιδεύουν τον αναγνώστη σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, της Ευρώπης και του κόσμου όμως. Είναι γεμάτο με χρώματα, αρώματα και γεύσεις. Το συμπεριλαμβάνω σε αυτό το τεύχος αφενός γιατί το θεωρώ απολαυστικό και μου αρέσει, αλλά και γιατί σε ένα τεύχος αφιερωμένο στη μαγειρική κυρίως ευρωπαϊκών χωρών βρήκε τη θέση του με ελληνικές συνταγές και αλλοδαπές, όπως αναφέρεται μέσα, εμπλουτίζοντάς το ακόμα πιο πολύ και αναδεικνύοντας τη γευστική επικοινωνία των χωρών μέσα από την ανταλλαγή προϊόντων και ιδεών. Για όποιον θέλει να ενημερωθεί πιο ειδικά για βιβλία της προτίμησης της «Τρελής piñata» γύρω από την ελληνική κουζίνα μπορεί να επισκεφτεί το τεύχος 5 Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου του 2013 στο Β’ Μέρος με «Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας!», όπου έχει γίνει σχετικό αφιέρωμα στα βιβλία.
Στο Νηστικό Αρκούδι γράφει!, λοιπόν, βρίσκει ο αναγνώστης συνταγές κάθε είδους, παραδοσιακές, ευφάνταστες και πειραγμένες δημιουργικά, πιο πολύ ή πιο λίγο γνωστές στους λάτρες της γαστριμαργικής απόλαυσης, που αρέσκονται στο να διευρύνουν τους γευστικούς τους ορίζοντες με νέες προκλήσεις. Τις συνταγές συνοδεύουν γνωμικά, ιδέες για την παραλλαγή τους, μικρές ιστορίες κ.ά. Κάθε μία έχει την «Ταυτότητά» της, όπου με λίγα λόγια μαθαίνουμε για την καταγωγή της, πληροφορίες για τα υλικά της, το πού εντάσσεται χρονικά στις διατροφικές συνήθειες ‒αν πρόκειται για φαγητό κάποιας συγκεκριμένης γιορτής, για παράδειγμα, όπως ο μπακαλιάρος σκορδαλιά, που τρώγεται παραδοσιακά την 25η Μαρτίου και την Κυριακή των Βαΐων‒, άλλα στοιχεία επίσης και μικρά μυστικά. Ακολουθούν οι ποσότητες και τα υλικά, η παρασκευή της ως «Διαδικασία» και στη δεξιά σελίδα μαζί με τη φωτογραφία του έτοιμου πιάτου παρατίθενται διάφορες ιδέες γύρω από τη συνταγή. Σε σχέση με τις συνταγές, χρειάζεται να επιστρατεύσετε την εμπειρία σας, καθώς δεν αναφέρονται μερίδες, γιατί, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, ήταν στην αρχή πολύ πεινασμένο το Αρκούδι και τα έκανε όλα μια μπουκιά!
Οι συνταγές ταξινομούνται σε: σάλτσες «Για την αρχή…», σούπες, μεζέδες και ορεκτικά «Τα πρώτα!», σαλάτες «Πάμε μανάβη!», πουλερικά παντός είδους και αβγά «Αβγά πριν & μετά», ψάρια και θαλασσινά «Κάτω από την επιφάνεια!», κρεατικά «Κρέας χωρίς πούπουλα!», ζυμαρικά, ψωμί και σκευάσματα με αλεύρι «Της ζύμης τα καμώματα!», και τέλος γλυκά «Εδώ ζαχαροπλαστείο!». Κάποιες από τις συνταγές, για να ανοίξω την όρεξη στους νηστικούς και να πάρουν ιδέες όσοι μαγειρεύουν πριν πεινάσουν: «Γκιργκιρόσουπα» (με βυθόψαρα και πετρόψαρα, από τα δίχτυα των ψαράδων!), «Σουγάνια» (Οι κρεμμυδοντολμάδες του Λεβάντε!), «Μους πέστροφας» (Το εντυπωσιακό πρώτο!), «Φούστρον» («Τ’ αεργί’ το φούστρον ακριβόν εν’» ποντιακό αντίστοιχο με των αρχαίων «τα αγαθά κόποις κτώνται». Και ένα άλλο ωραίο «Η μαμή σύρ’ τ’ ανάγκας κι ο παπάς τρώει το φούστρον», που σημαίνει άλλος δουλεύει και άλλος χαίρεται[1]. «Κοκοράκι ψητό με ριζότο και στακοβούτυρο» (Άμα πας Κρήτη… στάκα!), «Κερκυραϊκή παστιτσάδα» (Κάν’ το, όπως στα καντούνια!), «Το μυδοπίλαφο της Νταϊάνας» (Άσε τα ίδια και πιάσε τα μύδια), «Palle marinera» (Παέγια μόλα ‒ έγια λέσα!), «Κεφτεδάκια Χαλκιδιώτικα» (Οι κεφτέδες δεν είναι όλες… ίδιες!), «Τατάρκο» (Αρνάκι από την Ίμβρο, όσο εύκολο τόσο νόστιμο!), «1055» (Μεθυσμένο κότσι με σπιτικό πουρέ πατάτας), «Σνίτσελ γεμιστό και χωριάτικες γερμανικές πατάτες» (Gefühlte schnitzel mit bratkartoffeln!), «Πουλάκια» (Τα τσέχικα γεμιστά μοσχαρίσια φιλέτα), «Kol Borek» (Πίτες από την Πόλη έρχονται!), «Βλάχικη λαχανόπιτα» (Με τσουκνίδια και σπανάκια!), «Μπγκια Αλοννησιώτικα» (Τα τρως στο χωράφι και δε λερώνεσαι!), «Κέικ με κομπόστα» (Δύο γλυκά σε ένα!), «Σουσαμλίνα» (Το παστέλι του Διονύσου!), «Καριόκες βρώμης» (…κι αυτές που ήξερες θα τις ξεχάσεις), «Σουλτάνα» (Γιαούρτι έχω, μάνα μου, ομορφονιά Σουλτάνα μου, λίγο να δοκιμάσεις).
__________
[1] Τάνια Μινόγιαννη, Νηστικό Αρκούδι γράφει!, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2008, σελ. 68-69.

Συγγραφέας: Στέλιος Παρλιάρος
Εκδόσεις: Ι. Σιδέρης
Έτος: 2008
Περιγραφή
Το τέταρτο βιβλίο της σειράς του γνωστού ζαχαροπλάστη Στέλιου Παρλιάρου με τίτλο «Μαθήματα γλυκιάς αλχημείας», που είχε κυκλοφορήσει με την εφημερίδα «Καθημερινή», είναι αφιερωμένο στα γλυκά της Ευρώπης. Ξεκινάει με ένα κεφάλαιο για την ιστορία της ζαχαροπλαστικής στην Ευρώπη και για τα γλυκά που παρουσιάζονται στο συγκεκριμένο τεύχος. Μετά ακολουθούν οι χρήσιμες «Μεζούρες» για τον ακριβή υπολογισμό της ποσότητας των υλικών βάσει της αντιστοιχίας κουταλιών, φλιτζανιών και γραμμαρίων. Και στη συνέχεια μπαίνουμε στις συνταγές. Μέσα από το βιβλίο κάνουμε μία σύντομη γλυκιά περιήγηση σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, καθώς βρίσκουμε συνταγές από Αγγλία, Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα, Ολλανδία, Ουγγαρία, Πολωνία, Πορτογαλία και Ρωσία. Ορισμένες από τις συνταγές των χωρών: English cake (Αγγλικό κέικ), Shortbread (Σκωτσέζικο μπισκότο), Sacher Torte (Κέικ σοκολάτας με μαρμελάδα βερίκοκο), Macarons (Αμυγδαλωτά), Madeleines (Αφράτα μπισκότα), Mille-feuilles (Μιλφέιγ με κρέμα), Paris-Brest (Στεφάνι από εκλέρ με crème patissière), Profiteroles (Προφιτερόλ), Schwarzwälder Kirschtorte (Μπλακ φόρεστ ‒ Τούρτα με κεράσια), Marzipan Lübeck (Αμυγδαλόπαστα), Stollen (Σκληρό κέικ με ξηρούς καρπούς), Mont Blanc (Μαρέγκα με κάστανο), Tourte au kirsch de Zoug (Τούρτα με απόσταγμα κερασιών), Αμυγδαλωτά, Βασιλόπιτα, Φανουρόπιτα, Μελομακάρονα, Κουραμπιέδες, Crema catalana (Κρέμα με καμένη κρέμα), Capri torta (Κέικ με λεμόνι), Gelato (Παγωτό), Panacotta ‒ [panna cotta] (Ψημένη κρέμα), Panettone (γλυκό ψωμί), Tiramisu (Γλυκό με τυρί mascarpone και καφέ), Zabaglione (Κρέμα από τυρί), Couronne de semoule (Κορόνα από σιμιγδάλι), Boterkoek (κέικ βουτύρου), Poffert (Κέικ με σταφίδες), Speculaas Brokken (Μπισκότα με μπαχαρικά), Somblo (Κρέμα με ρούμι και σταφίδες), Baba au rhum (Μπαμπάδες με ρούμι), Pudim de laranja (Πουτίγκα πορτοκαλιού), Vatrouchka (Τάρτα ψημένη με τυρί κρέμα).
Στο τέλος ορισμένων συνταγών προσφέρονται επιπλέον πληροφορίες, μικρά μυστικά ή αφηγήσεις, όπως αυτή που ακολουθεί:
«Έστειλε να φέρουν έν’ απ’ αυτά τα κοντόχοντρα γλυκά που ονομάζονται Μικρές Μαντλέν και φαίνονται σα να ’χουν χυθεί στην αυλακωτή φόρμα μιας αχιβάδας. Και σε λίγο, μηχανικά, εξουθενωμένος απ’ την πληχτική μέρα και την προοπτική ενός θλιβερού αύριο, έφερνα στα χείλια μου μια κουταλιά τσάι όπου είχα αφήσει να μαλακώσει ένα κομμάτι μαντλέν. Αλλά τη στιγμή που η γουλιά, ανακατεμένη με τα ψίχουλα του γλυκού, άγγιξε τον ουρανίσκο μου σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό που συνέβαινε μέσα μου…»[1]
(Μ. Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, Από τη μεριά του Σουάν (Ι), μετάφραση Π. Α. Ζ., εκδόσεις Ηριδανός)
__________
[1] Στέλιος Παρλιάρος, Γλυκαθείτε ευρωπαϊκά, τευχ. 4, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2008, σελ. 62.

Περιγραφή
Η μουσική είναι του Ντάνι Έλφμαν (Danny Elfman), ο οποίος έχει στο ενεργητικό του τη μουσική επένδυση πολλών ταινιών, έχοντας συνεργαστεί επανειλημμένα και με τον Τιμ Μπάρτον. Τα ορχηστρικά του κομμάτια δημιουργούν μία ατμόσφαιρα μυστηρίου, αγωνίας και έντασης, χωρίς να ξεφεύγουν από την ιδέα του παραμυθιού. Ενώ τα τραγούδια που έχει συνθέσει διαφέρουν μεταξύ τους, συντονισμένα στους χαρακτήρες τους οποίους αντιπροσωπεύουν στην ταινία.
«Veruca salt».
«Main Titles», το βασικό θέμα των τίτλων (ορχηστρικό).
«Wonka’ s First Shop» (ορχηστρικό).

Λουκουμάδες με μέλι (2005)
Περιγραφή
Τη μουσική του δίσκου έχει επιμεληθεί ο Γιώργος Ανδρέου με δικές του συνθέσεις σε τραγούδια και ορχηστρικά κομμάτια. Οι στίχοι των τραγουδιών είναι του Θοδωρή Γκόνη. Τραγουδούν η Ελένη Τσαλιγοπούλου, ο Δημήτρης Ζερβουδάκης, η Αθηνά Ανδρεάδη και η Βασιλική Καρακώστα.
«Λουκουμάδες με μέλι», μουσική Γιώργος Ανδρέου, στίχοι Θοδωρής Γκόνης, τραγούδι Ελένη Τσαλιγοπούλου.
«Rumba βρούβες», μουσική Γιώργος Ανδρέου (ορχηστρικό).
«Ό,τι με πληγώνει», μουσική Γιώργος Ανδρέου, στίχοι Θοδωρής Γκόνης, τραγούδι, Δημήτρης Ζερβουδάκης.

A good year (2006)
Περιγραφή
Τα ορχηστρικά κομμάτια της ταινίας είναι του συνθέτη Μαρκ Στράιτενφελντ (Marc Streitenfeld), ενώ μουσικά ακούγονται τραγούδια διάφορων καλλιτεχνών νεότερων και παλαιότερων, όπως ο Χάρι Νίλσον (Harry Nilsson), η Τζόσεφιν Μπέικερ (Josephine Baker) κ.ά. Η ατμόσφαιρα του άλμπουμ συνδυάζει στοιχεία της ταινίας αναδεικνύοντας τόσο μία εσωτερική αγωνία όσο και τη γλυκύτητα του ρομαντισμού, η οποία αγκαλιάζει τον κόσμο του θείου του κεντρικού ήρωα μαζί με τα παιδικά του χρόνια.
«How Can I Be Sure Of You» σύνθεση και ερμηνεία Harry Nilsson.
«Breezin’ Along With the Breeze» ερμηνεία Τζόσεφιν Μπέικερ, το τραγούδι είναι των Χείβεν Γκίλεσπυ (Haven Gillespie), Σέιμουρ Μπ. Σίμονς (Seymour B. Simons) και Ρίτσαρντ Γουίτινγκ (Richard Whiting).
Πατήστε στον τίτλο για να ακούσετε τα τραγούδια
«Il Faut Du Temps Au Temps» ερμηνεία Makali, το τραγούδι είναι των Barnabé Saϊd-albert, Armelle Ita, Andrea Bichi, Audrey Podrini και Clément Puig.
«Je chante», ερμηνεία και στίχοι Σαρλ Τρενέ (Charles Trenet), σε μουσική Σαρλ Τρενέ και Paul Misraki.
«Wisdom» (ορχηστρικό) σε σύνθεση του Μαρκ Στράιτενφελντ.
«Max-a-million» (ορχηστρικό) σε σύνθεση του Μαρκ Στράιτενφελντ.

Περιγραφή
Στο άλμπουμ βρίσκουμε τραγούδια και ορχηστρικά κομμάτια από σχήματα, όπως οι «Friends of Dean Martinez», «The capitol years» και «La Sinfonia», ή μουσικούς, όπως ο Έλβις Πέρκινς (Elvis Perkins). Το σιντί έχει μία ποικιλία ήχων από ροκ, φολκρόκ, Industrial rock και post-rock μουσικής, αναμεμειγμένης με ρυθμούς λάτιν, λάτιν ραπ και χιπ χοπ. Το μουσικό αυτό μείγμα αναδεικνύει από τη θεματική της ταινίας την πολιτισμική συνάντηση, καθώς και τις συγκρούσεις που αναπόφευκτα προκύπτουν, προκαλώντας θλίψη, αίσθημα ματαιότητας και ξεπεσμού.
«A Place In The Sun», ορχηστρικό κομμάτι των «Friends of Dean Martinez».
«Cahuenga», ορχηστρικό κομμάτι των «Friends of Dean Martinez».
*Κάποια από τα βιβλία αυτού του τεύχους τα προμηθεύτηκα από το βιβλιοπωλείο «Βιβλιοανιχνευτής» του Γιώργου Ζούκα: http://vivlioanihneftis.wordpress.com/
*Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι του Φλαμανδού ζωγράφου Πίτερ Μπρέγκελ (Pieter Bruegel), «The Peasant Wedding Feast» (1566-1569).
* Ο πίνακας του οπισθόφυλλου είναι του Γάλλου ζωγράφου Κλοντ Μονέ (Claude Monet), «Still Life with Apples and Grapes» (1880).
Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας! ΣΤ’ Μέρος