Η τρελή piñata | Ιούνιος-Ιούλιος
Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας! [Α' Μέρος]
Το φαγητό είναι επίκαιρο πιο πολύ από ποτέ όχι μόνο γιατί είναι ζωτικής σημασίας και γιατί είμαστε ή γινόμαστε ό,τι τρώμε σωματικά, πνευματικά και συναισθηματικά, αλλά και γιατί μας λένε πολύ συχνά τελευταία ότι τρώμε ή ότι φάγαμε όσα δε φάγαμε και ότι τώρα πληρώνουμε σε όλα τα επίπεδα με περικοπές και με μία υπερφίαλη, για να είναι πραγματοποιήσιμη, λιτότητα εξαιτίας των όσων δε φάγαμε. Τα έφαγαν, όμως, άλλοι για εμάς, ληστεύοντας λαίμαργα πρώτα τα ξένα πορτοφόλια, ώστε να μπορέσουν τα δικά τους να αποκτήσουν πολύπτυχα προγούλια. Συνέπεια αυτού είναι άλλοι να γίνονται τετράπαχοι, άλλοι στιλάκια και άλλοι να μένουν κυριολεκτικά σε κατάσταση πείνας, ενώ στις δύο τελευταίες ομάδες μέρα τη μέρα να ψαλιδίζονται ελπίδες, φτερά και όνειρα. Δεν αφορά ωστόσο μόνο το χρήμα όλο αυτό, συμπεριλαμβάνονται η δόξα, οι κλεμμένες εντυπώσεις και οι ευθύνες. Σε ένα βαθμό είμαι υπεύθυνος για ό,τι επιλέγω να καταναλώσω σωματικά και πνευματικά, κάτι που επηρεάζει το σώμα μου, την υγεία μου, ακόμα και τη διάθεσή μου. Το αυτό ισχύει για όσα διαβάζουμε, βλέπουμε και ακούμε. Πολύ πρόσφατα έγινε και το σκάνδαλο, σκάνδαλο μόνο για όσους δε γνώριζαν ή ισχυρίζονται πως αγνοούσαν, με τις θεσπέσιες φράουλες. Τις «ματωμένες» που έμειναν μετά και ασύλλεκτες. Θεσπέσιες, ματωμένες, ασύλλεκτες μπορεί, αλλά και άγνωστες; Σοκαρίστηκαν πραγματικά όσοι δε γνώριζαν ή όσων η ηρεμία και το βόλεμα ετών διαταράχτηκαν, αλήθεια; Το σχόλιό μου αφορά την υποκρισία και όχι τον τίτλο για ταινία «Ματωμένες Φράουλες».
Μοιάζουν με εικόνες ταινιών ήδη γυρισμένων ή με συζητήσεις για σενάρια μελλοντικών ταινιών όλα αυτά, κι όμως αποτελούν ψήγματα πραγματικότητας. Η πραγματικότητα μάλλον ξεπερνάει την πιο οργιώδη φαντασία κάποιου δημιουργού, γιατί οργιώδης εξ ορισμού είναι η ανθρώπινη φύση. Πασπαλίζοντάς τη κανείς με αισθητική ίσως καταφέρνει να γίνει τέχνη, με δυο τρεις σταγόνες απροσδιόριστης και ανεξήγητης μεταφυσικής ακόμα απογειώνεται και κανονικά στους αιθέρες. Ο καθωσπρεπισμός όσων θεωρούν υπερβολικά κάποια βιβλία ή ταινίες, γιατί αυτά «δε γίνονται» είναι μάλλον ανεκδοτολογικός ή αποτελεί άρνηση των βίαιων πτυχών της ανθρώπινης φύσης. Ενδεχομένως ό,τι σχεδόν έχει γραφτεί ή έχει γυριστεί σε ταινία θα μπορούσε να έχει συμβεί έτσι ή με άλλον τρόπο ή θα μπορούσε να δανείζεται όντως στοιχεία από γεγονότα, κάτι που τελικά δεν αλλάζει το αποτέλεσμα. Αυτό ισχύει γιατί ακόμα και η φαντασία βουτάει την πένα ή το πινέλο της στην πραγματικότητα, στο άμεσο ή έμμεσο βίωμα και στην εμπειρία, αλλά τα διογκώνει, τα παραμορφώνει, τα παραλλάσσει. Ο πυρήνας τους, όμως, είναι πάντα εκεί, αν κάποιος ξύσει την επιφάνεια ή τα αποδομήσει. Ό,τι δε φαίνεται δε σημαίνει πως δεν υπάρχει.
Συνδέονται όλα αυτά στο ζαλισμένο καζάνι της τρελής piñata, γιατί μία τέτοια αντιμετώπιση μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο να αποστρέψει το βλέμμα του τόσο από το περιεχόμενο ενός βιβλίου ή μίας ταινίας που επικαλύπτει αλήθειες με φαντασία, σουρεαλισμό ή εξπρεσιονισμό, για παράδειγμα, όσο και από την ίδια την πραγματικότητα που βρίσκεται μέσα στο σπίτι, το χωριό, την πόλη, τη χώρα, τον κόσμο. Έτσι, αναλύοντας σε δεύτερη και τρίτη ανάγνωση μία φανταστική τέτοια σκηνή, όπου κάποιος κοιτάζει με λαχτάρα στη βιτρίνα λιγουρευόμενος δυο φράουλες-γαρνιτούρα σε πάστες, γνωρίζοντας ή μη γνωρίζοντας την προέλευσή τους, ανοίγουμε εν δυνάμει μία υπόθεση ταινίας ή βιβλίου… Δεν το θεωρώ, άλλωστε, ένα θέμα επικαιρότητας, πρόκειται για θέμα διαχρονικό. Η ανθρώπινη δουλεία υπήρχε και θα συνεχίσει να υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι με όποια φρουτώδη γεύση και να την ποτίσει κανείς.
Πραγματικά ή φανταστικά, λοιπόν, ας κάνουμε μία μεγάλη βόλτα στη γεύση, καθώς αυτό το θέμα θα καταλάβει αρκετό χώρο, σε αντιστοιχία με την προσπάθειά μου να χωνέψω όσα διαβάζω, βλέπω και ακούω για όσα συμβαίνουν γύρω μου. Όπως επίσης προσπαθώ με δυσκολία να χωνέψω το χώρο που έχουν ευθαρσώς καταλάβει πολλοί σε πολλά πεδία δραστηριοτήτων σε αυτή την κοινωνία. Και, επειδή το φαγητό ή η έννοια της κατανάλωσης γενικότερα εισχωρούν σε μυστήριες γωνιές της ανθρώπινης δράσης και του πειραματισμού, θα προσπαθήσω να σας τα σερβίρω πολυπρισματικά, για να τσιμπολογήσουμε όλοι μαζί διάφορα ορεκτικά, πρώτα, δεύτερα πιάτα και επιδόρπια χωρίς να ξεχνάμε τα ποτά και τα ηδύποτα. Εφόσον μόνο όταν «συντρώγει» κανείς η χαρά διπλασιάζεται και η στεναχώρια μοιράζεται. Ας είμαστε, λοιπόν, θετικοί και ανοιχτοί στις προκλήσεις!
Ας μιλήσουμε, τώρα, για τη μέθοδο που θα ακολουθηθεί μέσα στους επόμενους μήνες. Στάθηκε δύσκολο να ταξινομήσω και να κατηγοριοποιήσω το υλικό σε επιπλέον θεματικές. Το φαγητό, όπως προαναφέρθηκε, συσχετίζεται και συμπλέκεται με πολλές προεκτάσεις της ανθρώπινης φύσης και έκφρασης. Ξεκινώντας από την επιβίωση, μπορεί να γίνει υπερκατανάλωση, διαστροφή, ανθρωποφαγία, αλλά να φτάσει έως τη δημιουργία με αισθητική και να γίνει τέχνη, να προκαλέσει σε μία μπουκιά συναισθήματα και εικόνες ως μικροκάψουλα νοητών ταξιδιών. Ο τρόπος, επομένως, που αναπτύσσεται το θέμα σε ταινίες και βιβλία δεν είναι στεγανός. Επίσης υπήρχε κίνδυνος να αποκαλύπτονταν πιο πολλά στοιχεία από όσα θα έπρεπε αν χωριζόταν σαφώς το υλικό σε υποκατηγορίες. Πιστή στο μότο μου, λοιπόν, ότι αγαπάω την ποικιλία, ακολουθώ χρονολογική σειρά στις ταινίες σε αυτό και σε όλα τα επόμενα μέρη με θέμα τη γεύση, την τροφή και την κατανάλωση, ενώ στα βιβλία θα δημιουργηθούν κάποιες θεματικές όχι αποκλειστικά συνδεδεμένες με τις ταινίες, αλλά και με όποιο θέμα θα θίγεται στην εισαγωγή.
Η γεύση, η τροφή και η έννοια της κατανάλωσης, λοιπόν, θα γίνουν μία αφορμή να υπογραμμιστούν θέματα που ενδιαφέρουν και προβληματίζουν μέσα από ταινίες και βιβλία. Δε θα παραλειφθεί, ωστόσο, το να αντιμετωπιστούν και ως άλλη μία παράμετρος απόλαυσης της ίδιας της ζωής. Με την ίδια λογική θα κάνουν την παρουσία τους αισθητή τα συνοδευτικά των κυρίως γευμάτων. Τα κοκτέιλ, τα απεριτίφ, το κρασί, τα ροφήματα, τα φρούτα ή το επιδόρπιο, επομένως, δε θα μείνουν εκτός συζήτησης, καθώς ραίνουν, δροσίζουν και γλυκαίνουν τον ουρανίσκο ως γευστικές εμπειρίες. Θα ασχοληθούμε με καταναλώσιμα και βρώσιμα υλικά και ουσίες, όπως τα δέχεται και τα απορροφά ένα σώμα. Το θέμα κατά βάση είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, άλλωστε, μέσα από όσα επιλέγει και αποφασίζει να ταΐσει ή να ποτίσει τον εαυτό του κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Αν το προεκτείνουμε, σώμα γίνεται και η κοινωνία ως σύνολο ανθρώπων, ενώ προϊόντα και ουσίες όλα όσα χωνεύει, δε χωνεύει, μεταβολίζει, αφομοιώνει ή δεν αφομοιώνει. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, η δυναμική της ξεπερνάει τις φόρμες. Αναρωτιόμουν, όμως, πρόσφατα τι είναι εκείνο που κάνει κάποια ιστορικά γεγονότα να φαίνεται σαν να επαναλαμβάνονται με αναλογίες, παρότι δεν απέχουν πολύ χρονικά, γεγονός που προσδιορίζει μία ποιοτική διαφορά στην αντιληπτική ικανότητα σε σχέση με τη δυναμική αφομοίωσης ή μη των πεπραγμένων και των άμεσων ή έμμεσων βιωμάτων. Επηρεάζει το γεγονός ότι δεν τρώγονται αυτά από μόνα τους ή το γεγονός ότι εξαρχής δε χωνεύτηκαν, δε μεταβολίστηκαν ποτέ τα ίδια και τα γενεσιουργά τους αίτια, ώστε να γίνουν πετσί και κομμάτι ύπαρξης; Έτσι τελικά αφοδεύονται ολόκληρα όντας και πάλι έτοιμα για φάγωμα από την αρχή. Ίσως πράγματι το φαγητό να γίνεται μόνο μία αφορμή, ενώ η γεύση, έστω και κατά φαντασία, να δίνει νόημα σε μία δύσκολη και καμιά φορά άνοστη καθημερινότητα.
Πρόταση για εναλλακτικό σνακ με γκουρμέ έντομα ως ενδιαφέρουσα και ιδιόρρυθμη παρέα. Προτιμότερα από τις ματωμένες φράουλες, ίσως πιο οικονομικά αν καθιερωθούν και, από όσο γνωρίζω, φουλ στα θρεπτικά συστατικά.
http://www.guardian.co.uk/lifeandstyle/video/2013/may/09/cooking-with-insects-video
Είναι ένα ταξίδι αυτό που σας προσκαλώ να κάνουμε, που, προσωπικά, το απόλαυσα. Ελάτε να σπάσουμε και πάλι όλοι μαζί την piñata να δούμε πού θα μας οδηγήσει η τρέλα της για αυτό το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου...
Μοιάζουν με εικόνες ταινιών ήδη γυρισμένων ή με συζητήσεις για σενάρια μελλοντικών ταινιών όλα αυτά, κι όμως αποτελούν ψήγματα πραγματικότητας. Η πραγματικότητα μάλλον ξεπερνάει την πιο οργιώδη φαντασία κάποιου δημιουργού, γιατί οργιώδης εξ ορισμού είναι η ανθρώπινη φύση. Πασπαλίζοντάς τη κανείς με αισθητική ίσως καταφέρνει να γίνει τέχνη, με δυο τρεις σταγόνες απροσδιόριστης και ανεξήγητης μεταφυσικής ακόμα απογειώνεται και κανονικά στους αιθέρες. Ο καθωσπρεπισμός όσων θεωρούν υπερβολικά κάποια βιβλία ή ταινίες, γιατί αυτά «δε γίνονται» είναι μάλλον ανεκδοτολογικός ή αποτελεί άρνηση των βίαιων πτυχών της ανθρώπινης φύσης. Ενδεχομένως ό,τι σχεδόν έχει γραφτεί ή έχει γυριστεί σε ταινία θα μπορούσε να έχει συμβεί έτσι ή με άλλον τρόπο ή θα μπορούσε να δανείζεται όντως στοιχεία από γεγονότα, κάτι που τελικά δεν αλλάζει το αποτέλεσμα. Αυτό ισχύει γιατί ακόμα και η φαντασία βουτάει την πένα ή το πινέλο της στην πραγματικότητα, στο άμεσο ή έμμεσο βίωμα και στην εμπειρία, αλλά τα διογκώνει, τα παραμορφώνει, τα παραλλάσσει. Ο πυρήνας τους, όμως, είναι πάντα εκεί, αν κάποιος ξύσει την επιφάνεια ή τα αποδομήσει. Ό,τι δε φαίνεται δε σημαίνει πως δεν υπάρχει.
Συνδέονται όλα αυτά στο ζαλισμένο καζάνι της τρελής piñata, γιατί μία τέτοια αντιμετώπιση μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο να αποστρέψει το βλέμμα του τόσο από το περιεχόμενο ενός βιβλίου ή μίας ταινίας που επικαλύπτει αλήθειες με φαντασία, σουρεαλισμό ή εξπρεσιονισμό, για παράδειγμα, όσο και από την ίδια την πραγματικότητα που βρίσκεται μέσα στο σπίτι, το χωριό, την πόλη, τη χώρα, τον κόσμο. Έτσι, αναλύοντας σε δεύτερη και τρίτη ανάγνωση μία φανταστική τέτοια σκηνή, όπου κάποιος κοιτάζει με λαχτάρα στη βιτρίνα λιγουρευόμενος δυο φράουλες-γαρνιτούρα σε πάστες, γνωρίζοντας ή μη γνωρίζοντας την προέλευσή τους, ανοίγουμε εν δυνάμει μία υπόθεση ταινίας ή βιβλίου… Δεν το θεωρώ, άλλωστε, ένα θέμα επικαιρότητας, πρόκειται για θέμα διαχρονικό. Η ανθρώπινη δουλεία υπήρχε και θα συνεχίσει να υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι με όποια φρουτώδη γεύση και να την ποτίσει κανείς.
Πραγματικά ή φανταστικά, λοιπόν, ας κάνουμε μία μεγάλη βόλτα στη γεύση, καθώς αυτό το θέμα θα καταλάβει αρκετό χώρο, σε αντιστοιχία με την προσπάθειά μου να χωνέψω όσα διαβάζω, βλέπω και ακούω για όσα συμβαίνουν γύρω μου. Όπως επίσης προσπαθώ με δυσκολία να χωνέψω το χώρο που έχουν ευθαρσώς καταλάβει πολλοί σε πολλά πεδία δραστηριοτήτων σε αυτή την κοινωνία. Και, επειδή το φαγητό ή η έννοια της κατανάλωσης γενικότερα εισχωρούν σε μυστήριες γωνιές της ανθρώπινης δράσης και του πειραματισμού, θα προσπαθήσω να σας τα σερβίρω πολυπρισματικά, για να τσιμπολογήσουμε όλοι μαζί διάφορα ορεκτικά, πρώτα, δεύτερα πιάτα και επιδόρπια χωρίς να ξεχνάμε τα ποτά και τα ηδύποτα. Εφόσον μόνο όταν «συντρώγει» κανείς η χαρά διπλασιάζεται και η στεναχώρια μοιράζεται. Ας είμαστε, λοιπόν, θετικοί και ανοιχτοί στις προκλήσεις!
Ας μιλήσουμε, τώρα, για τη μέθοδο που θα ακολουθηθεί μέσα στους επόμενους μήνες. Στάθηκε δύσκολο να ταξινομήσω και να κατηγοριοποιήσω το υλικό σε επιπλέον θεματικές. Το φαγητό, όπως προαναφέρθηκε, συσχετίζεται και συμπλέκεται με πολλές προεκτάσεις της ανθρώπινης φύσης και έκφρασης. Ξεκινώντας από την επιβίωση, μπορεί να γίνει υπερκατανάλωση, διαστροφή, ανθρωποφαγία, αλλά να φτάσει έως τη δημιουργία με αισθητική και να γίνει τέχνη, να προκαλέσει σε μία μπουκιά συναισθήματα και εικόνες ως μικροκάψουλα νοητών ταξιδιών. Ο τρόπος, επομένως, που αναπτύσσεται το θέμα σε ταινίες και βιβλία δεν είναι στεγανός. Επίσης υπήρχε κίνδυνος να αποκαλύπτονταν πιο πολλά στοιχεία από όσα θα έπρεπε αν χωριζόταν σαφώς το υλικό σε υποκατηγορίες. Πιστή στο μότο μου, λοιπόν, ότι αγαπάω την ποικιλία, ακολουθώ χρονολογική σειρά στις ταινίες σε αυτό και σε όλα τα επόμενα μέρη με θέμα τη γεύση, την τροφή και την κατανάλωση, ενώ στα βιβλία θα δημιουργηθούν κάποιες θεματικές όχι αποκλειστικά συνδεδεμένες με τις ταινίες, αλλά και με όποιο θέμα θα θίγεται στην εισαγωγή.
Η γεύση, η τροφή και η έννοια της κατανάλωσης, λοιπόν, θα γίνουν μία αφορμή να υπογραμμιστούν θέματα που ενδιαφέρουν και προβληματίζουν μέσα από ταινίες και βιβλία. Δε θα παραλειφθεί, ωστόσο, το να αντιμετωπιστούν και ως άλλη μία παράμετρος απόλαυσης της ίδιας της ζωής. Με την ίδια λογική θα κάνουν την παρουσία τους αισθητή τα συνοδευτικά των κυρίως γευμάτων. Τα κοκτέιλ, τα απεριτίφ, το κρασί, τα ροφήματα, τα φρούτα ή το επιδόρπιο, επομένως, δε θα μείνουν εκτός συζήτησης, καθώς ραίνουν, δροσίζουν και γλυκαίνουν τον ουρανίσκο ως γευστικές εμπειρίες. Θα ασχοληθούμε με καταναλώσιμα και βρώσιμα υλικά και ουσίες, όπως τα δέχεται και τα απορροφά ένα σώμα. Το θέμα κατά βάση είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, άλλωστε, μέσα από όσα επιλέγει και αποφασίζει να ταΐσει ή να ποτίσει τον εαυτό του κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Αν το προεκτείνουμε, σώμα γίνεται και η κοινωνία ως σύνολο ανθρώπων, ενώ προϊόντα και ουσίες όλα όσα χωνεύει, δε χωνεύει, μεταβολίζει, αφομοιώνει ή δεν αφομοιώνει. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, η δυναμική της ξεπερνάει τις φόρμες. Αναρωτιόμουν, όμως, πρόσφατα τι είναι εκείνο που κάνει κάποια ιστορικά γεγονότα να φαίνεται σαν να επαναλαμβάνονται με αναλογίες, παρότι δεν απέχουν πολύ χρονικά, γεγονός που προσδιορίζει μία ποιοτική διαφορά στην αντιληπτική ικανότητα σε σχέση με τη δυναμική αφομοίωσης ή μη των πεπραγμένων και των άμεσων ή έμμεσων βιωμάτων. Επηρεάζει το γεγονός ότι δεν τρώγονται αυτά από μόνα τους ή το γεγονός ότι εξαρχής δε χωνεύτηκαν, δε μεταβολίστηκαν ποτέ τα ίδια και τα γενεσιουργά τους αίτια, ώστε να γίνουν πετσί και κομμάτι ύπαρξης; Έτσι τελικά αφοδεύονται ολόκληρα όντας και πάλι έτοιμα για φάγωμα από την αρχή. Ίσως πράγματι το φαγητό να γίνεται μόνο μία αφορμή, ενώ η γεύση, έστω και κατά φαντασία, να δίνει νόημα σε μία δύσκολη και καμιά φορά άνοστη καθημερινότητα.
Πρόταση για εναλλακτικό σνακ με γκουρμέ έντομα ως ενδιαφέρουσα και ιδιόρρυθμη παρέα. Προτιμότερα από τις ματωμένες φράουλες, ίσως πιο οικονομικά αν καθιερωθούν και, από όσο γνωρίζω, φουλ στα θρεπτικά συστατικά.
http://www.guardian.co.uk/lifeandstyle/video/2013/may/09/cooking-with-insects-video
Είναι ένα ταξίδι αυτό που σας προσκαλώ να κάνουμε, που, προσωπικά, το απόλαυσα. Ελάτε να σπάσουμε και πάλι όλοι μαζί την piñata να δούμε πού θα μας οδηγήσει η τρέλα της για αυτό το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου...
Ταινίες
Riso Amaro (1949)
(Πικρό ρύζι)
Σκηνοθέτης: Τζουζέπε ντε Σάντις
Γλώσσα: Ιταλικά
Ηθοποιοί: Βιτόριο Γκάσμαν, Ντόρις Ντόουλινγκ, Σιλβάνα Μάνγκανο, Ραφ Βαλόνε κ.ά.
Περιγραφή
«Στη Β. Ιταλία καλλιεργείται το ρύζι εδώ και κάποιους αιώνες, απασχολεί γυναικεία χέρια, τα οποία γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Κάθονται επί ώρες σκυμμένες με τα πόδια στο νερό και τον ήλιο να τις χτυπάει κατακέφαλα». Έτσι ξεκινάει η ταινία με τον αφηγητή να ισχυρίζεται πως «μόνο τα ντελικάτα και γρήγορα χέρια των γυναικών μπορούν να κάνουν αυτήν τη δουλειά, τα ίδια χέρια που κοιμίζουν τα νεογέννητα». Και από το γκρο πλαν του αφηγητή ανοίγει η σκηνή με γενικό πλάνο στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου αμέτρητες εργάτριες συγκεντρώνονται, προκειμένου να μεταφερθούν στους ορυζώνες. Κάθε Μάιο γυναίκες όλων των επαγγελμάτων, όχι μόνο εργάτριες αλλά και μοδίστρες, δακτυλογράφοι κτλ., σπεύδουν σε μία εποχική εργασία διάρκειας 40 ημερών. Πρόκειται για 40 κοπιώδης μέρες.
Η Σιλβάνα μία εργάτρια, την υποδύεται η Σιλβάνα Μάνγκανο, αντιλαμβάνεται τυχαία πως μία γυναίκα η οποία υποκρίνεται πως είναι εργάτρια βρίσκεται στους ορυζώνες, για να καλύψει τα ίχνη της. Έχει ληστέψει κόσμημα μεγάλης αξίας, διαθέτοντας και ένα συνεργό. Οι μνήμες του πολέμου είναι ακόμα νωπές και όλοι παλεύουν για ένα καλύτερο αύριο, ο καθένας με τον τρόπο του, προκειμένου να ξεφύγει από τη μιζέρια και να επιβιώσει. Η Σιλβάνα αρχίζει να θαμπώνεται από τις περιπέτειες της Φραντσέσκα, η οποία δεν είναι καθόλου υπερήφανη για αυτές. Ίσως η μία να θέλει να ανταλλάξει τη μιζέρια της με την άλλη. Αποτελούν ένα ιδιότυπο γιν γιαν. Η κλέφτρα με την καλή ψυχή, που βρέθηκε από ατυχία σε αυτόν το δρόμο, και η εργάτρια που θα ήθελε να ξεφύγει από την εξαναγκαστική της ρουτίνα με την προσδιορισμένη συνέχεια. Και ενώ στην αρχή, έστω και ακανόνιστα, μοιάζει να έχει ηθικούς φραγμούς επιθυμώντας να την καταδώσει, η στάση της στη συνέχεια αλλάζει.
«Τη φυλακή επινόησε κάποιος που δε βρέθηκε ποτέ εκεί. Έπειτα, δεν υπάρχει μόνο η φυλακή (ως τιμωρία). Και η φυλακή δε σώζει κανέναν. Αν είχε άλλο πρόσωπο, μπορεί και να την οδηγούσα στην αστυνομία. Δεν ξέρεις ότι πάντα μετράει το πρόσωπο; […] Ο καθένας έχει τη μοίρα του και κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό».
Σε διάφορες περιπτώσεις αντανακλάται η μοίρα των γυναικών των ασθενών οικονομικά τάξεων. Γυναίκες που συντηρούν άνεργους άντρες ή γίνονται υποχείριό τους. Αφορμή της πλοκής ξετυλίγονται στοιχεία για τους ορυζώνες και για ό,τι αφορούσε τις εργάτριες, τους ενδιάμεσους, τις συνθήκες εργασίας, τον ανταγωνισμό, την αλληλεγγύη μεταξύ τους, την εκμετάλλευση, τις ανεξέλεγκτες καιρικές συνθήκες που επιδρούσαν στην αμοιβή με τη μείωση του ρυζιού σε κιλά κτλ. Τις δυσκολίες έκφρασης και επικοινωνίας ή την επινοητικότητά τους, επίσης, καθώς ό,τι ήθελαν να πουν μεταξύ τους εν ώρα εργασίας το τραγουδούσαν, γιατί απαγορεύονταν οι ομιλίες.
Είχα δει αυτή την ταινία πριν πολλά χρόνια και την είδα ξανά πρόσφατα. Σήμερα, όμως, δεδομένων των συνθηκών, αισθάνθηκα τόσο οικείες τις εικόνες και τους παραλληλισμούς της. Όπως το γεγονός ότι οι εργάτριες στους ορυζώνες παλεύουν το καλοκαίρι για μερικά κιλά ρύζι, κάτι που θα συνεχιζόταν με άλλες εργασίες στον τόπο καταγωγής ή διαμονής τους, ενώ κάποιοι αετονύχηδες σχεδιάζουν να τους το αρπάξουν μέσα από τα χέρια. Η εκμετάλλευση είχε πολλά πρόσωπα. Θίγονται και ζητήματα ταξικής συνείδησης, όπως και όσων εκμεταλλεύονται τον ιδρώτα των άλλων χωρίς να ανήκουν στην εξουσία, αλλά επιθυμώντας να την ασκήσουν άτυπα και άδικα, οδηγούμενοι στην αυτοκαταστροφή. Αποτελούν ένα κομμάτι ανένταχτου κοινωνικά περιθωρίου, που δε γίνεται πάντα σύστημα, καταλήγοντας όμως και αυτό, όταν περιστασιακά πετυχαίνει τους στόχους του, να επιβαρύνει το σύνολο.
Η ταινία το 1951 κέρδισε μία υποψηφιότητα για το Καλύτερο Στόρι Ταινίας.
Το τρέιλερ της ταινίας.
(Πικρό ρύζι)
Σκηνοθέτης: Τζουζέπε ντε Σάντις
Γλώσσα: Ιταλικά
Ηθοποιοί: Βιτόριο Γκάσμαν, Ντόρις Ντόουλινγκ, Σιλβάνα Μάνγκανο, Ραφ Βαλόνε κ.ά.
Περιγραφή
«Στη Β. Ιταλία καλλιεργείται το ρύζι εδώ και κάποιους αιώνες, απασχολεί γυναικεία χέρια, τα οποία γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Κάθονται επί ώρες σκυμμένες με τα πόδια στο νερό και τον ήλιο να τις χτυπάει κατακέφαλα». Έτσι ξεκινάει η ταινία με τον αφηγητή να ισχυρίζεται πως «μόνο τα ντελικάτα και γρήγορα χέρια των γυναικών μπορούν να κάνουν αυτήν τη δουλειά, τα ίδια χέρια που κοιμίζουν τα νεογέννητα». Και από το γκρο πλαν του αφηγητή ανοίγει η σκηνή με γενικό πλάνο στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου αμέτρητες εργάτριες συγκεντρώνονται, προκειμένου να μεταφερθούν στους ορυζώνες. Κάθε Μάιο γυναίκες όλων των επαγγελμάτων, όχι μόνο εργάτριες αλλά και μοδίστρες, δακτυλογράφοι κτλ., σπεύδουν σε μία εποχική εργασία διάρκειας 40 ημερών. Πρόκειται για 40 κοπιώδης μέρες.
Η Σιλβάνα μία εργάτρια, την υποδύεται η Σιλβάνα Μάνγκανο, αντιλαμβάνεται τυχαία πως μία γυναίκα η οποία υποκρίνεται πως είναι εργάτρια βρίσκεται στους ορυζώνες, για να καλύψει τα ίχνη της. Έχει ληστέψει κόσμημα μεγάλης αξίας, διαθέτοντας και ένα συνεργό. Οι μνήμες του πολέμου είναι ακόμα νωπές και όλοι παλεύουν για ένα καλύτερο αύριο, ο καθένας με τον τρόπο του, προκειμένου να ξεφύγει από τη μιζέρια και να επιβιώσει. Η Σιλβάνα αρχίζει να θαμπώνεται από τις περιπέτειες της Φραντσέσκα, η οποία δεν είναι καθόλου υπερήφανη για αυτές. Ίσως η μία να θέλει να ανταλλάξει τη μιζέρια της με την άλλη. Αποτελούν ένα ιδιότυπο γιν γιαν. Η κλέφτρα με την καλή ψυχή, που βρέθηκε από ατυχία σε αυτόν το δρόμο, και η εργάτρια που θα ήθελε να ξεφύγει από την εξαναγκαστική της ρουτίνα με την προσδιορισμένη συνέχεια. Και ενώ στην αρχή, έστω και ακανόνιστα, μοιάζει να έχει ηθικούς φραγμούς επιθυμώντας να την καταδώσει, η στάση της στη συνέχεια αλλάζει.
«Τη φυλακή επινόησε κάποιος που δε βρέθηκε ποτέ εκεί. Έπειτα, δεν υπάρχει μόνο η φυλακή (ως τιμωρία). Και η φυλακή δε σώζει κανέναν. Αν είχε άλλο πρόσωπο, μπορεί και να την οδηγούσα στην αστυνομία. Δεν ξέρεις ότι πάντα μετράει το πρόσωπο; […] Ο καθένας έχει τη μοίρα του και κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό».
Σε διάφορες περιπτώσεις αντανακλάται η μοίρα των γυναικών των ασθενών οικονομικά τάξεων. Γυναίκες που συντηρούν άνεργους άντρες ή γίνονται υποχείριό τους. Αφορμή της πλοκής ξετυλίγονται στοιχεία για τους ορυζώνες και για ό,τι αφορούσε τις εργάτριες, τους ενδιάμεσους, τις συνθήκες εργασίας, τον ανταγωνισμό, την αλληλεγγύη μεταξύ τους, την εκμετάλλευση, τις ανεξέλεγκτες καιρικές συνθήκες που επιδρούσαν στην αμοιβή με τη μείωση του ρυζιού σε κιλά κτλ. Τις δυσκολίες έκφρασης και επικοινωνίας ή την επινοητικότητά τους, επίσης, καθώς ό,τι ήθελαν να πουν μεταξύ τους εν ώρα εργασίας το τραγουδούσαν, γιατί απαγορεύονταν οι ομιλίες.
Είχα δει αυτή την ταινία πριν πολλά χρόνια και την είδα ξανά πρόσφατα. Σήμερα, όμως, δεδομένων των συνθηκών, αισθάνθηκα τόσο οικείες τις εικόνες και τους παραλληλισμούς της. Όπως το γεγονός ότι οι εργάτριες στους ορυζώνες παλεύουν το καλοκαίρι για μερικά κιλά ρύζι, κάτι που θα συνεχιζόταν με άλλες εργασίες στον τόπο καταγωγής ή διαμονής τους, ενώ κάποιοι αετονύχηδες σχεδιάζουν να τους το αρπάξουν μέσα από τα χέρια. Η εκμετάλλευση είχε πολλά πρόσωπα. Θίγονται και ζητήματα ταξικής συνείδησης, όπως και όσων εκμεταλλεύονται τον ιδρώτα των άλλων χωρίς να ανήκουν στην εξουσία, αλλά επιθυμώντας να την ασκήσουν άτυπα και άδικα, οδηγούμενοι στην αυτοκαταστροφή. Αποτελούν ένα κομμάτι ανένταχτου κοινωνικά περιθωρίου, που δε γίνεται πάντα σύστημα, καταλήγοντας όμως και αυτό, όταν περιστασιακά πετυχαίνει τους στόχους του, να επιβαρύνει το σύνολο.
Η ταινία το 1951 κέρδισε μία υποψηφιότητα για το Καλύτερο Στόρι Ταινίας.
Το τρέιλερ της ταινίας.
Le Charme Discret de la bourgeoisie (1972)
(Η διακριτική γοητεία της Μπουρζουαζίας)
Σκηνοθέτης: Λουί Μπουνιουέλ
Γλώσσα: Γαλλικά, Ισπανικά
Ηθοποιοί: Φερνάντο Ρέι, Ντελφίν Σιρίγκ, Στεφανί Οντράν κ.ά.
Περιγραφή
Αυτή η ταινία έχει μία παράδοξη σχέση με το φαγητό. Τα μέλη μία παρέας μεγαλοαστών με θέσεις εξουσίας προσπαθούν διαρκώς να συναντηθούν για να φάνε ή να πιουν κάτι, αλλά όλο κάτι συμβαίνει. Τη μία κάνουν λάθος τη μέρα του ραντεβού για δείπνο, μετά έχει πεθάνει ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου όπου καταλήγουν και βρίσκουν τους υπαλλήλους να τον ξενυχτούν, σε άλλη περίπτωση δεν τους σερβίρουν στο καφέ γιατί όλα έχουν τελειώσει, όταν επιτέλους ένα δείπνο πραγματοποιείται καταφθάνουν απρόσκλητοι στρατιωτικοί στο σπίτι και τους αναστατώνουν. Κατ’ επανάληψη συμβαίνουν τέτοιες καταστάσεις. Το έργο χαρακτηρίζεται από μία κίνηση, η οποία συστηματικά διακόπτεται. Οι μορφές εξουσίας δηλώνουν με σαφήνεια την παρουσία τους, όπως η εκκλησία, ο στρατός, οι πολιτικοί, η αστυνομία και οι εμπλεκόμενοι μαζί τους μεγαλοαστοί είναι διαρκώς παρόντες. Όλοι σταδιακά αποκαθηλώνονται. Η εκκλησία, για παράδειγμα, εμφανίζεται ως λύκος με προβιά προβάτου κ.ο.κ. Ο φόβος ότι κινδυνεύει η ακεραιότητά τους, επίσης, γίνεται αισθητός, γιατί υπάρχει ενοχή από τη διαπλοκή σε παράνομες δραστηριότητες. Τα κανάλια εξουσίας διασταυρώνονται και η κάθε καλή πρόθεση να τελεστεί το καθήκον αναχαιτίζεται με επιχειρήματα που δεν «ακούμε» ποτέ. Σε πολλές σκηνές προβάλλεται το πώς κινούνται τα νήματα της εξουσίας με τρόπο ακατανόητο ή το πώς η εξουσία κυνηγά ό,τι εμποδίζει τα σχέδιά της.
Ο φόβος προκύπτει και μέσα από διάφορα όνειρα. Χαρακτηριστικό εκείνο όπου βρίσκονται σε ένα δείπνο και συνειδητοποιούν ξαφνικά πως είναι εκτεθειμένοι σε μία θεατρική σκηνή χωρίς λόγια, έναν υποβολέα να τους πασάρει ατάκες και ένα κοινό να τους γιουχάρει, γιατί, αντί να παίζουν, το κοιτούν αμήχανοι. Και παρ’ όλο τον παραλογισμό ο μοναδικός που παραμένει στη σκηνή αγχώνεται, γιατί δε γνωρίζει τα λόγια του. Το έργο διαπερνάει μία λεπτή ειρωνεία και χιούμορ, που δε βγάζει κατ’ ανάγκη γέλιο ξεκαρδιστικό, είναι πολύ πιθανό όμως ένα πολύ ειρωνικό μειδίαμα να διαγραφεί στα χείλη, καθώς ο σκηνοθέτης αποδομεί την αστική τάξη και τις μορφές εξουσίας. Αν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, είναι σαν σουρεαλιστική κωμωδία, χωρίς να διαθέτει αμιγώς όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της κωμωδίας. Με ιδιότυπο τρόπο όμως ο Μπουνιουέλ δημιουργεί ένα παραδόξως ευχάριστο κλίμα. Καθώς μέσα στα παράδοξα διαφαίνονται η υποκρισία, η μεγαλομανία και ο σνομπισμός. Οι μεγαλοαστοί τηρούν όλους τους κανόνες καθωσπρεπισμού και «καλής» συμπεριφοράς στην καλή κοινωνία. Ξέρουν σε τι ποτήρι πίνεται το κάθε ποτό, αλλά δεν ξέρουν να συμπεριφερθούν καλά σε κάποιον που δε γνωρίζει, καθώς τον μετατρέπουν ερήμην του σε πειραματόζωο και τον χλευάζουν πισώπλατα. Επίσης τους ενδιαφέρουν οι τύποι, το φαίνεσθαι και όχι η ουσία. Και ακριβώς εξαιτίας αυτής της κενότητας στο τέλος του έργου η ετυμηγορία για την αστική τάξη παραμένει μάλλον ασαφώς σαφής μέσα από ένα μακρύ δρόμο που έχει νοητά ή πραγματικά να διανύσει, ώστε να φτάσει κάπου, γιατί οι έως τώρα ‒τότε για την εποχή‒ επιλογές της την καταδίκαζαν στην ανυπαρξία.
Η ταινία το 1973 κέρδισε Όσκαρ για Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία και μία υποψηφιότητα για Καλύτερο Πρωτότυπο Σενάριο.
Το τρέιλερ της ταινίας.
(Η διακριτική γοητεία της Μπουρζουαζίας)
Σκηνοθέτης: Λουί Μπουνιουέλ
Γλώσσα: Γαλλικά, Ισπανικά
Ηθοποιοί: Φερνάντο Ρέι, Ντελφίν Σιρίγκ, Στεφανί Οντράν κ.ά.
Περιγραφή
Αυτή η ταινία έχει μία παράδοξη σχέση με το φαγητό. Τα μέλη μία παρέας μεγαλοαστών με θέσεις εξουσίας προσπαθούν διαρκώς να συναντηθούν για να φάνε ή να πιουν κάτι, αλλά όλο κάτι συμβαίνει. Τη μία κάνουν λάθος τη μέρα του ραντεβού για δείπνο, μετά έχει πεθάνει ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου όπου καταλήγουν και βρίσκουν τους υπαλλήλους να τον ξενυχτούν, σε άλλη περίπτωση δεν τους σερβίρουν στο καφέ γιατί όλα έχουν τελειώσει, όταν επιτέλους ένα δείπνο πραγματοποιείται καταφθάνουν απρόσκλητοι στρατιωτικοί στο σπίτι και τους αναστατώνουν. Κατ’ επανάληψη συμβαίνουν τέτοιες καταστάσεις. Το έργο χαρακτηρίζεται από μία κίνηση, η οποία συστηματικά διακόπτεται. Οι μορφές εξουσίας δηλώνουν με σαφήνεια την παρουσία τους, όπως η εκκλησία, ο στρατός, οι πολιτικοί, η αστυνομία και οι εμπλεκόμενοι μαζί τους μεγαλοαστοί είναι διαρκώς παρόντες. Όλοι σταδιακά αποκαθηλώνονται. Η εκκλησία, για παράδειγμα, εμφανίζεται ως λύκος με προβιά προβάτου κ.ο.κ. Ο φόβος ότι κινδυνεύει η ακεραιότητά τους, επίσης, γίνεται αισθητός, γιατί υπάρχει ενοχή από τη διαπλοκή σε παράνομες δραστηριότητες. Τα κανάλια εξουσίας διασταυρώνονται και η κάθε καλή πρόθεση να τελεστεί το καθήκον αναχαιτίζεται με επιχειρήματα που δεν «ακούμε» ποτέ. Σε πολλές σκηνές προβάλλεται το πώς κινούνται τα νήματα της εξουσίας με τρόπο ακατανόητο ή το πώς η εξουσία κυνηγά ό,τι εμποδίζει τα σχέδιά της.
Ο φόβος προκύπτει και μέσα από διάφορα όνειρα. Χαρακτηριστικό εκείνο όπου βρίσκονται σε ένα δείπνο και συνειδητοποιούν ξαφνικά πως είναι εκτεθειμένοι σε μία θεατρική σκηνή χωρίς λόγια, έναν υποβολέα να τους πασάρει ατάκες και ένα κοινό να τους γιουχάρει, γιατί, αντί να παίζουν, το κοιτούν αμήχανοι. Και παρ’ όλο τον παραλογισμό ο μοναδικός που παραμένει στη σκηνή αγχώνεται, γιατί δε γνωρίζει τα λόγια του. Το έργο διαπερνάει μία λεπτή ειρωνεία και χιούμορ, που δε βγάζει κατ’ ανάγκη γέλιο ξεκαρδιστικό, είναι πολύ πιθανό όμως ένα πολύ ειρωνικό μειδίαμα να διαγραφεί στα χείλη, καθώς ο σκηνοθέτης αποδομεί την αστική τάξη και τις μορφές εξουσίας. Αν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, είναι σαν σουρεαλιστική κωμωδία, χωρίς να διαθέτει αμιγώς όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της κωμωδίας. Με ιδιότυπο τρόπο όμως ο Μπουνιουέλ δημιουργεί ένα παραδόξως ευχάριστο κλίμα. Καθώς μέσα στα παράδοξα διαφαίνονται η υποκρισία, η μεγαλομανία και ο σνομπισμός. Οι μεγαλοαστοί τηρούν όλους τους κανόνες καθωσπρεπισμού και «καλής» συμπεριφοράς στην καλή κοινωνία. Ξέρουν σε τι ποτήρι πίνεται το κάθε ποτό, αλλά δεν ξέρουν να συμπεριφερθούν καλά σε κάποιον που δε γνωρίζει, καθώς τον μετατρέπουν ερήμην του σε πειραματόζωο και τον χλευάζουν πισώπλατα. Επίσης τους ενδιαφέρουν οι τύποι, το φαίνεσθαι και όχι η ουσία. Και ακριβώς εξαιτίας αυτής της κενότητας στο τέλος του έργου η ετυμηγορία για την αστική τάξη παραμένει μάλλον ασαφώς σαφής μέσα από ένα μακρύ δρόμο που έχει νοητά ή πραγματικά να διανύσει, ώστε να φτάσει κάπου, γιατί οι έως τώρα ‒τότε για την εποχή‒ επιλογές της την καταδίκαζαν στην ανυπαρξία.
Η ταινία το 1973 κέρδισε Όσκαρ για Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία και μία υποψηφιότητα για Καλύτερο Πρωτότυπο Σενάριο.
Το τρέιλερ της ταινίας.
La grande bouffe (1973)
(Το μεγάλο φαγοπότι)
Σκηνοθέτης: Μάρκο Φερέρι
Γλώσσα: Ιταλικά, Γαλλικά
Ηθοποιοί: Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Μισέλ Πικολί, Φιλίπ Νουαρέ, Ούγκο Τονιάτσι κ.ά.
Περιγραφή
Ένας τηλεοπτικός παράγοντας ο Μισέλ, ένας πιλότος ο Μαρτσέλο, ένας σεφ, ο Ούγκο, και ένας δικαστής, ο Φιλίπ, τέσσερις επιτυχημένοι κοινωνικά άντρες συγκεντρώνονται σε μία βίλα, τρώνε υπερβολικές ποσότητες φαγητού και πίνουν μέχρι θανάτου. Οι ηθοποιοί κρατούν τα μικρά τους ονόματα στην ταινία. Τα φαγητά είναι εδέσματα εκλεκτά. Οστρακόδερμα σε μεγάλες ποσότητες, ένα βουνό από πουρέ πατάτες, τεράστιες τούρτες, ολόκληρα ζωάκια μαγειρεμένα με κάθε τρόπο, κρέμες, μακαρόνια, πίτσες, μπριός, όλα φροντισμένα από το σεφ. Ο πιλότος δίνει το σύνθημα της απογείωσης ότι «Η γιορτή αρχίζει!», που ακούγεται σαν τραγικό παράγγελμα με στόχο την επιχείρηση αυτοκτονίας. Μοιάζει με κακόγουστο αστείο. Η λεπτή ειρωνεία μέσα από τον κυνισμό, την υπερβολή, τα γκροτέσκ στοιχεία και τις πολλές δόσεις διαστροφής βρίσκεται στο επίκεντρο. Αναρωτιέται κανείς αν οι χαρακτήρες συνειδητοποιούν το στόχο τους. Προκαλούν ο ένας τον άλλον για το ποιος θα φάει πιο πολύ ή πιο γρήγορα. Απολαμβάνουν την πορεία προς το θάνατο τελετουργικά μέχρι να γίνει σταδιακά δυσάρεστη η διαδικασία.
Τους συνοδεύουν και γυναίκες, καθώς έχουν αποφασίσει να βιώσουν την ηδονή χωρίς όρια. Εμπλέκεται συμπτωματικά μία δασκάλα μαζί με τρεις πόρνες. Οι τελευταίες μένουν για λίγο, ενώ η δασκάλα συμμετέχει στα γαστριμαργικά όργια και σε κάθε είδους υπερβολή. Σπατάλη, εκφυλισμός, παρακμή, ίσως και αδιέξοδο της αστικής τάξης λόγω των αδιέξοδων νεκρών ιδανικών της. Απουσίαζε το κίνητρο για ζωή, οδηγώντας τους στο να κάνουν ενδιαφέροντα το θάνατό τους. Σιγά σιγά ένας ένας αυτοκαταστρέφεται, ενώ η δασκάλα μοιάζει να τους διευκολύνει στη μετάβαση αυτή. Στη λήξη του δράματος η αυλή γεμίζει με σκυλιά που ουρλιάζουν. Είναι μία ταινία όπου λίγο πολύ το τέλος είναι γνωστό, αλλά έχει ενδιαφέρον η εμμονή συντήρησης της ιδέας και της πραγματικότητας του θανάτου, χωρίς να επικρατεί το ένστικτο επιβίωσης και ενώ από την αρχή οι ήρωες είναι αποφασισμένοι να οδηγηθούν στον αφανισμό. Δε γνωρίζουμε κίνητρα, δε γίνονται επικοινωνιακές συζητήσεις, επικρατούν ο κυνισμός και ο κοινός στόχος. Οι πράξεις επικεντρώνονται κυρίως σε σωματικές διαδικασίες.
Ο δημιουργός έβαλε μία δασκάλα μικρών παιδιών να τους υποστηρίζει συμμετέχοντας και προσφέροντάς τους ηδονή. Βουτάει ηθελημένα στη διαστροφή τους, σαν να ήταν μέρος της συμφωνίας. Σημαίνει ότι για την εκπαίδευση συμβολικά, όπως και για την τηλεόραση ή την ευνουχισμένη Δικαιοσύνη, το πρόσημο της ετυμηγορίας προκύπτει αρνητικό; Ότι οι τέσσερίς τους αντιστοιχούν σε μικρά παιδιά, ενώ εκείνη γνωρίζει πώς να τους «χειραγωγήσει», για να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, σαν να βάζει παιδιά στο κρεβάτι για ύπνο, μόνο που εδώ πρόκειται για νεκροκρέβατο; Υποστηρίζει το θάνατο γιατί τον υιοθετεί ως ιδέα ή γιατί τον θεωρεί δίκαιο και δικαιολογημένο τέλος; Εκείνη στο τέλος επιβιώνει. Η ιδιότητα και η αποστολή της εκπαίδευσης σε αυτή τη σουρεαλιστική παρωδία έχει μάλλον ρόλο αμφίσημο.
Το τρέιλερ της ταινίας.
(Το μεγάλο φαγοπότι)
Σκηνοθέτης: Μάρκο Φερέρι
Γλώσσα: Ιταλικά, Γαλλικά
Ηθοποιοί: Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Μισέλ Πικολί, Φιλίπ Νουαρέ, Ούγκο Τονιάτσι κ.ά.
Περιγραφή
Ένας τηλεοπτικός παράγοντας ο Μισέλ, ένας πιλότος ο Μαρτσέλο, ένας σεφ, ο Ούγκο, και ένας δικαστής, ο Φιλίπ, τέσσερις επιτυχημένοι κοινωνικά άντρες συγκεντρώνονται σε μία βίλα, τρώνε υπερβολικές ποσότητες φαγητού και πίνουν μέχρι θανάτου. Οι ηθοποιοί κρατούν τα μικρά τους ονόματα στην ταινία. Τα φαγητά είναι εδέσματα εκλεκτά. Οστρακόδερμα σε μεγάλες ποσότητες, ένα βουνό από πουρέ πατάτες, τεράστιες τούρτες, ολόκληρα ζωάκια μαγειρεμένα με κάθε τρόπο, κρέμες, μακαρόνια, πίτσες, μπριός, όλα φροντισμένα από το σεφ. Ο πιλότος δίνει το σύνθημα της απογείωσης ότι «Η γιορτή αρχίζει!», που ακούγεται σαν τραγικό παράγγελμα με στόχο την επιχείρηση αυτοκτονίας. Μοιάζει με κακόγουστο αστείο. Η λεπτή ειρωνεία μέσα από τον κυνισμό, την υπερβολή, τα γκροτέσκ στοιχεία και τις πολλές δόσεις διαστροφής βρίσκεται στο επίκεντρο. Αναρωτιέται κανείς αν οι χαρακτήρες συνειδητοποιούν το στόχο τους. Προκαλούν ο ένας τον άλλον για το ποιος θα φάει πιο πολύ ή πιο γρήγορα. Απολαμβάνουν την πορεία προς το θάνατο τελετουργικά μέχρι να γίνει σταδιακά δυσάρεστη η διαδικασία.
Τους συνοδεύουν και γυναίκες, καθώς έχουν αποφασίσει να βιώσουν την ηδονή χωρίς όρια. Εμπλέκεται συμπτωματικά μία δασκάλα μαζί με τρεις πόρνες. Οι τελευταίες μένουν για λίγο, ενώ η δασκάλα συμμετέχει στα γαστριμαργικά όργια και σε κάθε είδους υπερβολή. Σπατάλη, εκφυλισμός, παρακμή, ίσως και αδιέξοδο της αστικής τάξης λόγω των αδιέξοδων νεκρών ιδανικών της. Απουσίαζε το κίνητρο για ζωή, οδηγώντας τους στο να κάνουν ενδιαφέροντα το θάνατό τους. Σιγά σιγά ένας ένας αυτοκαταστρέφεται, ενώ η δασκάλα μοιάζει να τους διευκολύνει στη μετάβαση αυτή. Στη λήξη του δράματος η αυλή γεμίζει με σκυλιά που ουρλιάζουν. Είναι μία ταινία όπου λίγο πολύ το τέλος είναι γνωστό, αλλά έχει ενδιαφέρον η εμμονή συντήρησης της ιδέας και της πραγματικότητας του θανάτου, χωρίς να επικρατεί το ένστικτο επιβίωσης και ενώ από την αρχή οι ήρωες είναι αποφασισμένοι να οδηγηθούν στον αφανισμό. Δε γνωρίζουμε κίνητρα, δε γίνονται επικοινωνιακές συζητήσεις, επικρατούν ο κυνισμός και ο κοινός στόχος. Οι πράξεις επικεντρώνονται κυρίως σε σωματικές διαδικασίες.
Ο δημιουργός έβαλε μία δασκάλα μικρών παιδιών να τους υποστηρίζει συμμετέχοντας και προσφέροντάς τους ηδονή. Βουτάει ηθελημένα στη διαστροφή τους, σαν να ήταν μέρος της συμφωνίας. Σημαίνει ότι για την εκπαίδευση συμβολικά, όπως και για την τηλεόραση ή την ευνουχισμένη Δικαιοσύνη, το πρόσημο της ετυμηγορίας προκύπτει αρνητικό; Ότι οι τέσσερίς τους αντιστοιχούν σε μικρά παιδιά, ενώ εκείνη γνωρίζει πώς να τους «χειραγωγήσει», για να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, σαν να βάζει παιδιά στο κρεβάτι για ύπνο, μόνο που εδώ πρόκειται για νεκροκρέβατο; Υποστηρίζει το θάνατο γιατί τον υιοθετεί ως ιδέα ή γιατί τον θεωρεί δίκαιο και δικαιολογημένο τέλος; Εκείνη στο τέλος επιβιώνει. Η ιδιότητα και η αποστολή της εκπαίδευσης σε αυτή τη σουρεαλιστική παρωδία έχει μάλλον ρόλο αμφίσημο.
Το τρέιλερ της ταινίας.
Maccheroni (1985)
(Μακαρόνι)
Σκηνοθέτης: Έτορε Σκόλα
Γλώσσα: Ιταλικά, αγγλικά
Ηθοποιοί: Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Τζακ Λέμον κ.ά.
Περιγραφή
Στην ταινία αυτή συναντιούνται ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι με το Τζακ Λέμον δημιουργώντας μία ενδιαφέρουσα χημεία με φόντο τη Νάπολη και πολλά από τα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν. Αμέσως κάνει την εμφάνισή του ο Βεζούβιος, το επιβλητικό ηφαίστειο, ορατό από κάθε σημείο του κόλπου, ο Τοτό, η φάτνη των Χριστουγέννων (presepe), η αντίστοιχη γκάιντα ή πίπιζα (zampogna) για τα Κάλαντα, τα μεγάλα παλιά σπίτια (palazzi), οι στενοί δρόμοι, οι εκκλησίες, τα πικάντικα κουλούρια (taralli), που βρίσκει κανείς και ως φαγητό δρόμου. Διάφορα αξιοθέατα, επίσης, όπως η εσωτερική αυλή με τα χρωματιστά πλακάκια (chiostro delle Clarisse), της πολύ γνωστής γοτθικής εκκλησία της Σάντα Κιάρα (Santa Chiara), το κάστρο των Αντζοΐνων (Castello degli Angioini) και άλλα. Πολλά από αυτά περνούν στα ψιλά, αλλά υπάρχουν. Είναι μία ωραία ταπετσαρία στοιχείων για όποιον αγαπάει τη συγκεκριμένη πόλη ή για όποιον ακόμα θα ήθελε να την επισκεφτεί.
Όλα αυτά δεν είναι ασήμαντες λεπτομέρειες, γιατί στήνουν ένα σκηνικό στο οποίο ο Αντόνιο, ο χαρακτήρας το Μαστρογιάνι, αυτοπροσδιορίζεται. Γιατί ως αληθινός Ναπολετάνος δίνει βάση στις μικρές και μεγάλες απολαύσεις, που δεν ξεφεύγουν από την καθημερινότητα, αλλά νοηματοδοτούν τη ζωή. Τέτοιες είναι το καλό φαγητό, η δημιουργία, η οικογένεια, οι στιγμές χαλάρωσης και απόλαυσης αναμένοντας κάποια αυγή την επιστροφή των ψαράδων, οι ζεστές σφολιατέλες ακόμα από τη μυρωδιά κ.ά. Ακόμα και η πίστη στη μεταφυσική γίνεται εμφανής ως στοιχείο παράδοσης, που όμως εξυπηρετεί τη λαχτάρα για ζωή όταν η πραγματικότητα γίνεται αφόρητη και ανεξήγητη.
«Η ζωή διαλέγει αυτούς που αγαπά […] Έτσι νικιέται ο θάνατος, γιατί, στην ουσία, θάνατος δεν υπάρχει. Οι πράξεις της ζωής δεν ακυρώνονται. Άρα δεν υπάρχει θάνατος».
Και έρχεται ο Ρόμπερτ, ένας Αμερικάνος φίλος του από τον Β’ Πόλεμο, να διαταράξει αυτή την καθημερινότητα. Οι δύο χαρακτήρες παραδόξως αλληλοσυμπληρώνονται βρίσκοντας το φίλο που μάλλον δεν είχαν ποτέ. Γιατί η αδελφή του Αντόνιο, η Μαρία, ερωτεύτηκε τον Ρόμπερτ, ο οποίος φεύγοντας μεταπολεμικά την ξέχασε. Έτσι, ο Αντόνιο, προκειμένου να απαλύνει τον πόνο της, διατήρησε ζωντανή τη μνήμη του γράφοντάς της γράμματα, σαν να ήταν σταλμένα από το Ρόμπερτ. Όταν, επομένως, επιστρέφει επιτυχημένος για τα στάνταρ ενός Αμερικάνου στη Νάπολη για δουλειές μετά από δεκαετίες ο Ρόμπερτ δεν τον θυμάται, ενώ ο Αντόνιο συναντά έναν ξένο, ο οποίος ζούσε έως τότε μόνο στη δική του φαντασία. Γι’ αυτό του λέει:
«Ένας άνθρωπος δε μετρά για ό,τι είναι, αλλά για ό,τι θα μπορούσε να είναι».
Χρειάζεται, όμως, να πιάσουν και πάλι το νήμα από την αρχή ξεκινώντας από τα βασικά.
«Αν νομίζεις ότι οι άλλοι υποκινούνται από συμφέροντα και όχι από συναισθήματα, είναι δείγμα εσωτερικού κενού» λέει στον Αμερικάνο Ρόμπερτ ο Αντόνιο σχεδόν με το που συναντιούνται.
Αξέχαστη μένει η σκηνή όπου ο Αντόνιο μαθαίνει στο Ρόμπερτ να τρώει το ναπολετάνο μπαμπά με κρέμα. Και εκείνη που ο Ρόμπερτ δείχνει την εμμονή του με τα λεφτά, όταν μία θεατρική κομπανία ερασιτεχνών ηθοποιών συζητούν έντονα με gesti, με χειρονομίες, και εκείνος νομίζει ότι «τσακώνονται» για τα λεφτά. Μόλις, λοιπόν, ακούγεται η λέξη χρήματα ως προτεινόμενη λύση της διαφωνίας την πετούν ο ένας στον άλλον σαν μπαλάκι που το βλέπουν για πρώτη φορά. Δεν είναι όμως όλα ειδυλλιακά. Θίγονται διάφορα θέματα που απασχολούν την πόλη και τον κόσμο, όπως η κίνηση, τα σκουπίδια, η Καμόρα, οι αμερικανικές βάσεις, ο στρατός, το αμερικάνικο χρήμα που σώζει ως από μηχανής θεός από τα προβλήματα και από όποιον κίνδυνο παραφυλάει σε κάθε γωνιά. Στο τέλος, όμως, η ζωή επικρατεί, καθώς ένα πάτο σπαγγέτι με φρέσκια σάλτσα είναι ικανό να αναστήσει και νεκρούς!
(Μακαρόνι)
Σκηνοθέτης: Έτορε Σκόλα
Γλώσσα: Ιταλικά, αγγλικά
Ηθοποιοί: Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Τζακ Λέμον κ.ά.
Περιγραφή
Στην ταινία αυτή συναντιούνται ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι με το Τζακ Λέμον δημιουργώντας μία ενδιαφέρουσα χημεία με φόντο τη Νάπολη και πολλά από τα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν. Αμέσως κάνει την εμφάνισή του ο Βεζούβιος, το επιβλητικό ηφαίστειο, ορατό από κάθε σημείο του κόλπου, ο Τοτό, η φάτνη των Χριστουγέννων (presepe), η αντίστοιχη γκάιντα ή πίπιζα (zampogna) για τα Κάλαντα, τα μεγάλα παλιά σπίτια (palazzi), οι στενοί δρόμοι, οι εκκλησίες, τα πικάντικα κουλούρια (taralli), που βρίσκει κανείς και ως φαγητό δρόμου. Διάφορα αξιοθέατα, επίσης, όπως η εσωτερική αυλή με τα χρωματιστά πλακάκια (chiostro delle Clarisse), της πολύ γνωστής γοτθικής εκκλησία της Σάντα Κιάρα (Santa Chiara), το κάστρο των Αντζοΐνων (Castello degli Angioini) και άλλα. Πολλά από αυτά περνούν στα ψιλά, αλλά υπάρχουν. Είναι μία ωραία ταπετσαρία στοιχείων για όποιον αγαπάει τη συγκεκριμένη πόλη ή για όποιον ακόμα θα ήθελε να την επισκεφτεί.
Όλα αυτά δεν είναι ασήμαντες λεπτομέρειες, γιατί στήνουν ένα σκηνικό στο οποίο ο Αντόνιο, ο χαρακτήρας το Μαστρογιάνι, αυτοπροσδιορίζεται. Γιατί ως αληθινός Ναπολετάνος δίνει βάση στις μικρές και μεγάλες απολαύσεις, που δεν ξεφεύγουν από την καθημερινότητα, αλλά νοηματοδοτούν τη ζωή. Τέτοιες είναι το καλό φαγητό, η δημιουργία, η οικογένεια, οι στιγμές χαλάρωσης και απόλαυσης αναμένοντας κάποια αυγή την επιστροφή των ψαράδων, οι ζεστές σφολιατέλες ακόμα από τη μυρωδιά κ.ά. Ακόμα και η πίστη στη μεταφυσική γίνεται εμφανής ως στοιχείο παράδοσης, που όμως εξυπηρετεί τη λαχτάρα για ζωή όταν η πραγματικότητα γίνεται αφόρητη και ανεξήγητη.
«Η ζωή διαλέγει αυτούς που αγαπά […] Έτσι νικιέται ο θάνατος, γιατί, στην ουσία, θάνατος δεν υπάρχει. Οι πράξεις της ζωής δεν ακυρώνονται. Άρα δεν υπάρχει θάνατος».
Και έρχεται ο Ρόμπερτ, ένας Αμερικάνος φίλος του από τον Β’ Πόλεμο, να διαταράξει αυτή την καθημερινότητα. Οι δύο χαρακτήρες παραδόξως αλληλοσυμπληρώνονται βρίσκοντας το φίλο που μάλλον δεν είχαν ποτέ. Γιατί η αδελφή του Αντόνιο, η Μαρία, ερωτεύτηκε τον Ρόμπερτ, ο οποίος φεύγοντας μεταπολεμικά την ξέχασε. Έτσι, ο Αντόνιο, προκειμένου να απαλύνει τον πόνο της, διατήρησε ζωντανή τη μνήμη του γράφοντάς της γράμματα, σαν να ήταν σταλμένα από το Ρόμπερτ. Όταν, επομένως, επιστρέφει επιτυχημένος για τα στάνταρ ενός Αμερικάνου στη Νάπολη για δουλειές μετά από δεκαετίες ο Ρόμπερτ δεν τον θυμάται, ενώ ο Αντόνιο συναντά έναν ξένο, ο οποίος ζούσε έως τότε μόνο στη δική του φαντασία. Γι’ αυτό του λέει:
«Ένας άνθρωπος δε μετρά για ό,τι είναι, αλλά για ό,τι θα μπορούσε να είναι».
Χρειάζεται, όμως, να πιάσουν και πάλι το νήμα από την αρχή ξεκινώντας από τα βασικά.
«Αν νομίζεις ότι οι άλλοι υποκινούνται από συμφέροντα και όχι από συναισθήματα, είναι δείγμα εσωτερικού κενού» λέει στον Αμερικάνο Ρόμπερτ ο Αντόνιο σχεδόν με το που συναντιούνται.
Αξέχαστη μένει η σκηνή όπου ο Αντόνιο μαθαίνει στο Ρόμπερτ να τρώει το ναπολετάνο μπαμπά με κρέμα. Και εκείνη που ο Ρόμπερτ δείχνει την εμμονή του με τα λεφτά, όταν μία θεατρική κομπανία ερασιτεχνών ηθοποιών συζητούν έντονα με gesti, με χειρονομίες, και εκείνος νομίζει ότι «τσακώνονται» για τα λεφτά. Μόλις, λοιπόν, ακούγεται η λέξη χρήματα ως προτεινόμενη λύση της διαφωνίας την πετούν ο ένας στον άλλον σαν μπαλάκι που το βλέπουν για πρώτη φορά. Δεν είναι όμως όλα ειδυλλιακά. Θίγονται διάφορα θέματα που απασχολούν την πόλη και τον κόσμο, όπως η κίνηση, τα σκουπίδια, η Καμόρα, οι αμερικανικές βάσεις, ο στρατός, το αμερικάνικο χρήμα που σώζει ως από μηχανής θεός από τα προβλήματα και από όποιον κίνδυνο παραφυλάει σε κάθε γωνιά. Στο τέλος, όμως, η ζωή επικρατεί, καθώς ένα πάτο σπαγγέτι με φρέσκια σάλτσα είναι ικανό να αναστήσει και νεκρούς!
Nine ½ Weeks (1986)
(9 ½ εβδομάδες)
Σκηνοθέτης: Αντριάν Λιν.
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Μίκυ Ρουρκ, Κιμ Μπάσινγκερ κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία είναι βασισμένη στη νουβέλα της Ελίζαμπεθ Μακνίλ. Μία νεαρή γυναίκα που εργάζεται σε γκαλερί και ένας αινιγματικός άντρας συναντιούνται και δημιουργείται μία παθιασμένη σχέση με μία επικοινωνία που περιορίζεται ή εξελίσσεται μέσα από το ερωτικό παιχνίδι. Εδώ το φαγητό γίνεται ένα μέσον διεύρυνσης και διερεύνησης της ερωτικής επιθυμίας. Γι’ αυτό τα πιο συμβατικά τραπέζια περιορίζονται στο πλαίσιο της καθημερινότητας ή της συνεύρεσης φίλων. Έτσι το γάλα, οι καυτερές πιπεριές, τα γλυκό κεράσι ή το μέλι κάνουν τη διαφορά από το πώς και το πού χρησιμοποιούνται…
Νομίζω ότι δεν είναι μία ταινία που εξάρει στεγνά το σαρκικό πάθος, αλλά το παιχνίδι του έρωτα και τον πειραματισμό με όλα τα παρελκόμενά του. Εμπνευστής του είναι ενδεχομένως κάποιος που βρίσκει έναν τρόπο επικοινωνίας μέσα από αυτό. Κάτι τέτοιο ίσως να φανερώνουν τα τρυφερά λόγια του Τζον στην Ελίζαμπεθ.
«Δε θέλω να γνωρίσω κανέναν. Θέλω να βγαίνω μόνο μαζί σου. Δε θέλω να πλένεις πιάτα. Θα τα πλένω εγώ. Θα ψωνίζω, θα μαγειρεύω, θα σε ταΐζω, θα σε ντύνω το πρωί, θα σε ξεντύνω το βράδυ, θα σε κάνω μπάνιο και θα σε φροντίζω».
Από την άλλη, πόσο αληθινή πλέον, τότε ίσως να φαινόταν υπερβολική, η έλλειψη χρόνου και η συρρίκνωση που αυτή επιφέρει, χάρη ή εξαιτίας της οποίας δημιουργούνται καταστάσεις από τυχαίες συγκυρίες, προσομοιάζοντας σε όαση. Φαντάζομαι ότι ήταν προχωρημένες οι σκηνές για την εποχή της. Σήμερα μάλλον προκαλούν μία γλυκιά νοσταλγία, σαν ξεθωριασμένος ρομαντισμός χαμένης αθωότητας.
Η σκηνή όπου το φαγητό πυροδοτεί τη φαντασία.
(9 ½ εβδομάδες)
Σκηνοθέτης: Αντριάν Λιν.
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Μίκυ Ρουρκ, Κιμ Μπάσινγκερ κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία είναι βασισμένη στη νουβέλα της Ελίζαμπεθ Μακνίλ. Μία νεαρή γυναίκα που εργάζεται σε γκαλερί και ένας αινιγματικός άντρας συναντιούνται και δημιουργείται μία παθιασμένη σχέση με μία επικοινωνία που περιορίζεται ή εξελίσσεται μέσα από το ερωτικό παιχνίδι. Εδώ το φαγητό γίνεται ένα μέσον διεύρυνσης και διερεύνησης της ερωτικής επιθυμίας. Γι’ αυτό τα πιο συμβατικά τραπέζια περιορίζονται στο πλαίσιο της καθημερινότητας ή της συνεύρεσης φίλων. Έτσι το γάλα, οι καυτερές πιπεριές, τα γλυκό κεράσι ή το μέλι κάνουν τη διαφορά από το πώς και το πού χρησιμοποιούνται…
Νομίζω ότι δεν είναι μία ταινία που εξάρει στεγνά το σαρκικό πάθος, αλλά το παιχνίδι του έρωτα και τον πειραματισμό με όλα τα παρελκόμενά του. Εμπνευστής του είναι ενδεχομένως κάποιος που βρίσκει έναν τρόπο επικοινωνίας μέσα από αυτό. Κάτι τέτοιο ίσως να φανερώνουν τα τρυφερά λόγια του Τζον στην Ελίζαμπεθ.
«Δε θέλω να γνωρίσω κανέναν. Θέλω να βγαίνω μόνο μαζί σου. Δε θέλω να πλένεις πιάτα. Θα τα πλένω εγώ. Θα ψωνίζω, θα μαγειρεύω, θα σε ταΐζω, θα σε ντύνω το πρωί, θα σε ξεντύνω το βράδυ, θα σε κάνω μπάνιο και θα σε φροντίζω».
Από την άλλη, πόσο αληθινή πλέον, τότε ίσως να φαινόταν υπερβολική, η έλλειψη χρόνου και η συρρίκνωση που αυτή επιφέρει, χάρη ή εξαιτίας της οποίας δημιουργούνται καταστάσεις από τυχαίες συγκυρίες, προσομοιάζοντας σε όαση. Φαντάζομαι ότι ήταν προχωρημένες οι σκηνές για την εποχή της. Σήμερα μάλλον προκαλούν μία γλυκιά νοσταλγία, σαν ξεθωριασμένος ρομαντισμός χαμένης αθωότητας.
Η σκηνή όπου το φαγητό πυροδοτεί τη φαντασία.
Babette’s Feast (1987)
(Η γιορτή της Μπαμπέτ)
Σκηνοθέτης: Γκάμπριελ Άξελ.
Γλώσσα: Δανικά, Σουηδικά, Γαλλικά.
Ηθοποιοί: Στεφανί Αντράν, Μπιργκίτ Φέντερσπιελ, Γιαρλ Κουλ κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία είναι βασισμένη σε νουβέλα της Κάρεν Μπλίξεν. Η Μπαμπέτ είναι η μαγείρισσα και υπηρέτρια δύο ηλικιωμένων ανύπαντρων κυριών, της Μαρτίνα και της Φιλίπα, οι οποίες είναι κόρες πάστορα σε ένα απομακρυσμένο χωριό στη Δανία. Όταν παρουσιάστηκε και για τις δύο η ευκαιρία να ακολουθήσουν έναν άλλον δρόμο, ανακόπηκε είτε από τη βούληση του πατέρα να τις κρατήσει κοντά του είτε από το δικό τους φόβο για αλλαγή. Χαρακτηριστική η σκηνή όταν η μία απορρίπτει την πρόταση ενός τενόρου να τον ακολουθήσει. Σταμάτησε το τραγούδι του και ακούστηκε το γέλιο του πάστορα, ενώ αμέσως η τάξη και η ησυχία αποκαταστάθηκαν ξανά. Κάποια στιγμή ο πάστορας πεθαίνει και ένα βράδυ χτυπάει την πόρτα τους η Μπαμπέτ, σταλμένη από τον τενόρο Αχιλλέα. Ο τενόρος τις διαβεβαιώνει πως εκείνες διάλεξαν καλύτερο μονοπάτι εξυμνώντας το Θεό. Είναι Σεπτέμβριος του 1871, όταν στο Παρίσι είχε ήδη λάβει χώρα η Παρισινή Κομμούνα που με την ανάπτυξη των κυβερνητικών δυνάμεων κατέληξε σε εμφύλιο, και έτσι η γυναίκα ψάχνει καταφύγιο, γιατί η οικογένειά της δολοφονήθηκε. Τελικά η Μπαμπέτ αναλαμβάνει τις φροντίδες του σπιτιού, αφήνοντας όλο το περιθώριο στις δύο αδελφές να συνεχίσουν το έργο του πατέρα τους. Στο χωριό, όμως, οι κάτοικοι έχουν τις διαφωνίες τους παρ’ όλη την προσπάθεια των δύο αδελφών να συγκρατούν τα πνεύματα γαληνεμένα με λιτότητα και πλήρη αποχή από υλικά αγαθά. Αφορμή, λοιπόν, του 15ου έτους από το θάνατο του πατέρα τους και μίας πρωτοβουλίας της Μπαμπέτ οργανώνεται ένα δείπνο για τους συγχωριανούς αντάξιο του καλύτερου γαλλικού εστιατορίου. Προσφέρεται μάλιστα η ευκαιρία να συναντηθούν ξανά με ανθρώπους από τα παλιά. Το δείπνο αυτό στέκεται ικανό να διαταράξει τη μικρή κοινωνία των πιστών, αναστατώνοντας τις αισθήσεις που τόσα χρόνια βρίσκονταν εν υπνώσει. Για πρώτη φορά αντικρίζουν τόσο προϊόντα, υλικά αγαθά, διαφορετικά φαγητά και κρασιά. Αρχικά γίνεται δεκτό το δείπνο σφιγμένα, ως μία απαγορευμένη πρόκληση στην οποία οφείλουν να αντισταθούν, ενώ η κατσαρόλα της Μπαμπέτ στο μυαλό τους γίνεται το τσουκάλι μιας μάγισσας.
Μένει να φανεί αν η Μπαμπέτ άθελά της θα τους δείξει πώς λύνεται η γλώσσα και πώς φλογίζονται τα μάγουλα με το κρασί, κι ας μιλάνε για τον πάστορα, ώστε να μην αναφερθούν στο «απαγορευμένο» φαγητό ‒ απόλαυση. Άλλωστε ο μόνος καλεσμένος που αναγνωρίζει κάτι από την υψηλή κουζίνα γνωστής σεφ στη Γαλλία στις ικανότητες της μαγείρισσας λέει χαρακτηριστικά:
«Αυτή η σεφ είχε την ιδιότητα να μεταμορφώνει ένα δείπνο σε ερωτική σχέση, που δε διαχώριζε τη σωματική από την πνευματική πείνα».
Η ταινία το 1988 κέρδισε Όσκαρ για Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία.
Το τρέιλερ της ταινίας.
(Η γιορτή της Μπαμπέτ)
Σκηνοθέτης: Γκάμπριελ Άξελ.
Γλώσσα: Δανικά, Σουηδικά, Γαλλικά.
Ηθοποιοί: Στεφανί Αντράν, Μπιργκίτ Φέντερσπιελ, Γιαρλ Κουλ κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία είναι βασισμένη σε νουβέλα της Κάρεν Μπλίξεν. Η Μπαμπέτ είναι η μαγείρισσα και υπηρέτρια δύο ηλικιωμένων ανύπαντρων κυριών, της Μαρτίνα και της Φιλίπα, οι οποίες είναι κόρες πάστορα σε ένα απομακρυσμένο χωριό στη Δανία. Όταν παρουσιάστηκε και για τις δύο η ευκαιρία να ακολουθήσουν έναν άλλον δρόμο, ανακόπηκε είτε από τη βούληση του πατέρα να τις κρατήσει κοντά του είτε από το δικό τους φόβο για αλλαγή. Χαρακτηριστική η σκηνή όταν η μία απορρίπτει την πρόταση ενός τενόρου να τον ακολουθήσει. Σταμάτησε το τραγούδι του και ακούστηκε το γέλιο του πάστορα, ενώ αμέσως η τάξη και η ησυχία αποκαταστάθηκαν ξανά. Κάποια στιγμή ο πάστορας πεθαίνει και ένα βράδυ χτυπάει την πόρτα τους η Μπαμπέτ, σταλμένη από τον τενόρο Αχιλλέα. Ο τενόρος τις διαβεβαιώνει πως εκείνες διάλεξαν καλύτερο μονοπάτι εξυμνώντας το Θεό. Είναι Σεπτέμβριος του 1871, όταν στο Παρίσι είχε ήδη λάβει χώρα η Παρισινή Κομμούνα που με την ανάπτυξη των κυβερνητικών δυνάμεων κατέληξε σε εμφύλιο, και έτσι η γυναίκα ψάχνει καταφύγιο, γιατί η οικογένειά της δολοφονήθηκε. Τελικά η Μπαμπέτ αναλαμβάνει τις φροντίδες του σπιτιού, αφήνοντας όλο το περιθώριο στις δύο αδελφές να συνεχίσουν το έργο του πατέρα τους. Στο χωριό, όμως, οι κάτοικοι έχουν τις διαφωνίες τους παρ’ όλη την προσπάθεια των δύο αδελφών να συγκρατούν τα πνεύματα γαληνεμένα με λιτότητα και πλήρη αποχή από υλικά αγαθά. Αφορμή, λοιπόν, του 15ου έτους από το θάνατο του πατέρα τους και μίας πρωτοβουλίας της Μπαμπέτ οργανώνεται ένα δείπνο για τους συγχωριανούς αντάξιο του καλύτερου γαλλικού εστιατορίου. Προσφέρεται μάλιστα η ευκαιρία να συναντηθούν ξανά με ανθρώπους από τα παλιά. Το δείπνο αυτό στέκεται ικανό να διαταράξει τη μικρή κοινωνία των πιστών, αναστατώνοντας τις αισθήσεις που τόσα χρόνια βρίσκονταν εν υπνώσει. Για πρώτη φορά αντικρίζουν τόσο προϊόντα, υλικά αγαθά, διαφορετικά φαγητά και κρασιά. Αρχικά γίνεται δεκτό το δείπνο σφιγμένα, ως μία απαγορευμένη πρόκληση στην οποία οφείλουν να αντισταθούν, ενώ η κατσαρόλα της Μπαμπέτ στο μυαλό τους γίνεται το τσουκάλι μιας μάγισσας.
Μένει να φανεί αν η Μπαμπέτ άθελά της θα τους δείξει πώς λύνεται η γλώσσα και πώς φλογίζονται τα μάγουλα με το κρασί, κι ας μιλάνε για τον πάστορα, ώστε να μην αναφερθούν στο «απαγορευμένο» φαγητό ‒ απόλαυση. Άλλωστε ο μόνος καλεσμένος που αναγνωρίζει κάτι από την υψηλή κουζίνα γνωστής σεφ στη Γαλλία στις ικανότητες της μαγείρισσας λέει χαρακτηριστικά:
«Αυτή η σεφ είχε την ιδιότητα να μεταμορφώνει ένα δείπνο σε ερωτική σχέση, που δε διαχώριζε τη σωματική από την πνευματική πείνα».
Η ταινία το 1988 κέρδισε Όσκαρ για Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία.
Το τρέιλερ της ταινίας.
Mystic pizza (1988)
Σκηνοθέτης: Ντόναλντ Πέτρι.
Γλώσσα: Αγγλικά.
Ηθοποιοί: Άναμπεθ Γκις, Τζούλια Ρόμπερτς, Λίλι Τέιλορ, Βίνσεντ ντ’ Ονόφριο κ.ά.
Περιγραφή
Το Μίστικ είναι ένα παραθαλάσσιο μέρος στο Κονέκτικατ, όπου μπορεί κανείς να βρει τη «Mystic Pizza», ένα μαγαζί, στην ταινία, με την καλύτερη μυστική συνταγή για πίτσα. Παρακολουθούμε τις ιστορίες των τριών φίλων και σερβιτόρων, της Ντέιζι και Κατ, που είναι επιπλέον αδελφές, και της Τζότζο. Η αφήγηση ξεκινάει με τον παρ’ ολίγον γάμο της Τζότζο, η οποία μετεωρίζεται μεταξύ έρωτα, φόβου δέσμευσης και χειραφέτησης. Η Κατ ετοιμάζεται να φύγει για το Κολέγιο, προκειμένου να σπουδάσει αστρονομία, ενώ παράλληλα δουλεύει στο αστεροσκοπείο και κάνει μπέιμπι σίτινγκ, επιδιώκοντας να συμπληρώσει τα χρήματα της υποτροφίας της. Η Ντέιζι προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί, βρίσκοντας ένα στόχο, πέραν του να φύγει από το «Mystic Pizza», γεγονός που φαίνεται να κάνει ακόμα πιο σύνθετη η γνωριμία της με ένα νεαρό εύπορης οικογένειας. Οι αντιθέσεις της με την Κατ τη φέρνουν αντιμέτωπη με τη μητέρα της, η οποία ανησυχεί για το αβέβαιο μέλλον της. Αλλά σταδιακά τα πράγματα ξεκαθαρίζονται, ακόμα κι αν μένουν στο τέλος ανοιχτά σε κάποια επίπεδα. Η ταινία βρίσκει ισορροπίες στη χημεία των κεντρικών ηρωίδων όπως και της κάθε ιστορίας. Το τέλος διαθέτει τα ποσοστά βεβαιότητας και αβεβαιότητας που χρειάζονται για να μην είναι μελό, αφήνοντας στο θεατή μία ιδέα αμφιβολίας ανάμεικτης με ελπίδα, καθώς το μέλλον παραμένει ανοιχτό για τις τρεις νεαρές κοπέλες.
Είναι ευχάριστη ταινία με άρωμα ’80s, με ένα κομμάτι πίτσα και χαλαρή διάθεση για μία ευχάριστη βραδιά με καλή παρέα. Κάτι σημειωτέο, δίνεται η εντύπωση ότι παίζουν πραγματικές γυναίκες που άνετες με το σώμα τους προβάλλουν ακόμα τις καμπύλες τους. Αργότερα το πρότυπο ομορφιάς πλαστικοποιήθηκε, γεγονός με αρνητικές επιδράσεις σε πολλούς τομείς.
Εδώ κάνει το ντεμπούτο του ο Ματ Ντέιμον σε πολύ μικρό ρόλο, όπου τρώει αστακό στο ίδιο οικογενειακό τραπέζι με την Τζούλια Ρόμπερτς, όταν εκείνη γνωρίζει τους γονείς του καλού της.
Η ιδέα για τη «Mystic Pizza» ξεκίνησε από ένα υπαρκτό ανάλογο μικρό μαγαζί στην ίδια τοποθεσία.
Εφόσον η θεματική μας επικεντρώνεται στη γεύση, ίσως φανεί χρήσιμη η πληροφορία ότι «Mystic Pizza» υπάρχει και στην Αθήνα ήδη από το 2002 στην περιοχή των Εξαρχείων, ενώ αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλες δύο περιοχές. Προσφέρει κυρίως πίτσα και ζυμαρικά, χρησιμοποιώντας βιολογικά προϊόντα, αλεύρι οργανικής κάνναβης και αλεύρι με ελάχιστη γλουτένη. Οι «Mystic pizza» στην Ελλάδα ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη το 1999. Προσφέρουν μία δυνατότητα να γευτεί κανείς την πίτσα διαφορετικά. Την έχω επισκεφτεί και έχει ενδιαφέρον.
Πιο πολλές πληροφορίες θα βρείτε σχετικά εδώ.
http://www.mystic.com.gr/el/
Julian Steinberg, «Never give our love away».
Σκηνοθέτης: Ντόναλντ Πέτρι.
Γλώσσα: Αγγλικά.
Ηθοποιοί: Άναμπεθ Γκις, Τζούλια Ρόμπερτς, Λίλι Τέιλορ, Βίνσεντ ντ’ Ονόφριο κ.ά.
Περιγραφή
Το Μίστικ είναι ένα παραθαλάσσιο μέρος στο Κονέκτικατ, όπου μπορεί κανείς να βρει τη «Mystic Pizza», ένα μαγαζί, στην ταινία, με την καλύτερη μυστική συνταγή για πίτσα. Παρακολουθούμε τις ιστορίες των τριών φίλων και σερβιτόρων, της Ντέιζι και Κατ, που είναι επιπλέον αδελφές, και της Τζότζο. Η αφήγηση ξεκινάει με τον παρ’ ολίγον γάμο της Τζότζο, η οποία μετεωρίζεται μεταξύ έρωτα, φόβου δέσμευσης και χειραφέτησης. Η Κατ ετοιμάζεται να φύγει για το Κολέγιο, προκειμένου να σπουδάσει αστρονομία, ενώ παράλληλα δουλεύει στο αστεροσκοπείο και κάνει μπέιμπι σίτινγκ, επιδιώκοντας να συμπληρώσει τα χρήματα της υποτροφίας της. Η Ντέιζι προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί, βρίσκοντας ένα στόχο, πέραν του να φύγει από το «Mystic Pizza», γεγονός που φαίνεται να κάνει ακόμα πιο σύνθετη η γνωριμία της με ένα νεαρό εύπορης οικογένειας. Οι αντιθέσεις της με την Κατ τη φέρνουν αντιμέτωπη με τη μητέρα της, η οποία ανησυχεί για το αβέβαιο μέλλον της. Αλλά σταδιακά τα πράγματα ξεκαθαρίζονται, ακόμα κι αν μένουν στο τέλος ανοιχτά σε κάποια επίπεδα. Η ταινία βρίσκει ισορροπίες στη χημεία των κεντρικών ηρωίδων όπως και της κάθε ιστορίας. Το τέλος διαθέτει τα ποσοστά βεβαιότητας και αβεβαιότητας που χρειάζονται για να μην είναι μελό, αφήνοντας στο θεατή μία ιδέα αμφιβολίας ανάμεικτης με ελπίδα, καθώς το μέλλον παραμένει ανοιχτό για τις τρεις νεαρές κοπέλες.
Είναι ευχάριστη ταινία με άρωμα ’80s, με ένα κομμάτι πίτσα και χαλαρή διάθεση για μία ευχάριστη βραδιά με καλή παρέα. Κάτι σημειωτέο, δίνεται η εντύπωση ότι παίζουν πραγματικές γυναίκες που άνετες με το σώμα τους προβάλλουν ακόμα τις καμπύλες τους. Αργότερα το πρότυπο ομορφιάς πλαστικοποιήθηκε, γεγονός με αρνητικές επιδράσεις σε πολλούς τομείς.
Εδώ κάνει το ντεμπούτο του ο Ματ Ντέιμον σε πολύ μικρό ρόλο, όπου τρώει αστακό στο ίδιο οικογενειακό τραπέζι με την Τζούλια Ρόμπερτς, όταν εκείνη γνωρίζει τους γονείς του καλού της.
Η ιδέα για τη «Mystic Pizza» ξεκίνησε από ένα υπαρκτό ανάλογο μικρό μαγαζί στην ίδια τοποθεσία.
Εφόσον η θεματική μας επικεντρώνεται στη γεύση, ίσως φανεί χρήσιμη η πληροφορία ότι «Mystic Pizza» υπάρχει και στην Αθήνα ήδη από το 2002 στην περιοχή των Εξαρχείων, ενώ αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλες δύο περιοχές. Προσφέρει κυρίως πίτσα και ζυμαρικά, χρησιμοποιώντας βιολογικά προϊόντα, αλεύρι οργανικής κάνναβης και αλεύρι με ελάχιστη γλουτένη. Οι «Mystic pizza» στην Ελλάδα ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη το 1999. Προσφέρουν μία δυνατότητα να γευτεί κανείς την πίτσα διαφορετικά. Την έχω επισκεφτεί και έχει ενδιαφέρον.
Πιο πολλές πληροφορίες θα βρείτε σχετικά εδώ.
http://www.mystic.com.gr/el/
Julian Steinberg, «Never give our love away».
Cocktail (1988)
(Κοκτέιλ)
Σκηνοθέτης: Ρότζερ Ντόναλντσον
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Τομ Κρουζ, Ελίζαμπεθ Σου, Μπράιαν Μπράουν κ.ά.
Περιγραφή
Ο Μπράιαν Φλάνιγκαν, πρώην στρατιώτης, είναι ένας φιλόδοξος νεαρός που επιδιώκει να πιάσει την καλή χωρίς να διαθέτει τυπικά προσόντα. Πιάνοντας δουλειά σε ένα μπαρ, γίνεται άτυπος προστάτης και «μέντοράς» του ο συνάδελφός του Νταγκ, που τον μυεί σε έναν κόσμο νύχτας και εντυπώσεων με στόχο το κυνήγι του εύκολου χρήματος. Στο μυαλό του Νταγκ το μπαρ γίνεται ο βατήρας, για να πλησιάσουν στην πηγή. «Ένας μπάρμαν» του λέει «είναι ο αριστοκράτης της εργατικής τάξης. Υπάρχουν πολλών ειδών επενδυτές εκεί έξω». Ο Μπράιαν παρ’ όλα αυτά επιθυμεί να θέσει σε πιο σοβαρές βάσεις τις φιλοδοξίες του. «Και με τα βιβλία κάνεις λεφτά, αρκεί να ξέρεις να τα διαβάσεις» ισχυρίζεται.
Πίνουν στην ιδέα «Κοκτέιλ και όνειρα», επίσης στην υγεία και τη φιλία, στη ζωή και το μέλλον. Γίνεται ζητούμενο το πώς να πουλήσει κανείς την τέχνη του, όποια κι αν είναι αυτή, αρκεί να μην είναι αέρας. Και εκεί αρχίζει η περιπέτεια για το ποιος θα μείνει πιστός στις αρχές του ή ποιανού οι ιδέες τελικά θα έχουν αντίκρισμα στην πραγματικότητα.
Τελικά, η διαφορετικότητά τους επιφέρει τη σύγκρουση και ο Μπράιαν φεύγει για τη Τζαμάικα, όπου βρίσκει ξανά την ισορροπία και την ηρεμία του. Εκεί γνωρίζει την Τζόρνταν και μεταξύ τους εξελίσσεται μία ερωτική σχέση πιο σοβαρή ίσως από όσο στην αρχή την έχει υπολογίσει. Η ανατροπή, όμως, έρχεται όταν εμφανίζεται πάλι στη ζωή του ο άτυπος μέντοράς του, παντρεμένος με μία ευκατάστατη και πολύ νεώτερή του γυναίκα. Όλα δείχνουν πως πέτυχε το όνειρό του, αλλά μάλλον η πραγματικότητα τον προσγειώνει και τον διαψεύδει. Τελικά το κυνήγι των χρημάτων αποδεικνύεται μία φούσκα αν δεν υπάρχουν συναισθήματα και πραγματικές σχέσεις, και έτσι ο τροχός γυρίζει…
Εδώ φτιάχνει κανείς ένα ωραίο αυτοσχέδιο κοκτέιλ στο σπίτι, αφήνεται και απολαμβάνει, καθώς σε αυτή την ταινία το αλκοόλ μεθά όσο και το χρήμα τους «νεοεκκολαπτόμενους καπιτάλες». Σε μια εποχή, λοιπόν, που η επιδίωξή του, έστω και στοιχειωδώς, φαίνεται ουτοπία, ας απολαύσουμε μία ταινία που κάποιοι το κυνηγούν νομίζοντας ότι μπορούν να το φτάσουν. Δεν αποτελεί τόσο ζητούμενο αυτό καθεαυτό το χρήμα, όσο νοητά παραπέμπει στην ιδέα ότι κάποιος δικαιωματικά θα μπορούσε ή θα έπρεπε να πληρώνεται για όσα προσφέρει. Το αυτονόητο έγινε ουτοπία σήμερα και ο κινηματογράφος προσφέρει μία δυνατότητα υπέρβασης. Στην υγειά σας με μία βότκα με στυμμένο λεμόνι και δύο παγάκια, όχι σπουδαίο κοκτέιλ, αλλά λιγότερο ξινό από όσα συμβαίνουν και «Cocktails and dreams» λοιπόν!
(Κοκτέιλ)
Σκηνοθέτης: Ρότζερ Ντόναλντσον
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Τομ Κρουζ, Ελίζαμπεθ Σου, Μπράιαν Μπράουν κ.ά.
Περιγραφή
Ο Μπράιαν Φλάνιγκαν, πρώην στρατιώτης, είναι ένας φιλόδοξος νεαρός που επιδιώκει να πιάσει την καλή χωρίς να διαθέτει τυπικά προσόντα. Πιάνοντας δουλειά σε ένα μπαρ, γίνεται άτυπος προστάτης και «μέντοράς» του ο συνάδελφός του Νταγκ, που τον μυεί σε έναν κόσμο νύχτας και εντυπώσεων με στόχο το κυνήγι του εύκολου χρήματος. Στο μυαλό του Νταγκ το μπαρ γίνεται ο βατήρας, για να πλησιάσουν στην πηγή. «Ένας μπάρμαν» του λέει «είναι ο αριστοκράτης της εργατικής τάξης. Υπάρχουν πολλών ειδών επενδυτές εκεί έξω». Ο Μπράιαν παρ’ όλα αυτά επιθυμεί να θέσει σε πιο σοβαρές βάσεις τις φιλοδοξίες του. «Και με τα βιβλία κάνεις λεφτά, αρκεί να ξέρεις να τα διαβάσεις» ισχυρίζεται.
Πίνουν στην ιδέα «Κοκτέιλ και όνειρα», επίσης στην υγεία και τη φιλία, στη ζωή και το μέλλον. Γίνεται ζητούμενο το πώς να πουλήσει κανείς την τέχνη του, όποια κι αν είναι αυτή, αρκεί να μην είναι αέρας. Και εκεί αρχίζει η περιπέτεια για το ποιος θα μείνει πιστός στις αρχές του ή ποιανού οι ιδέες τελικά θα έχουν αντίκρισμα στην πραγματικότητα.
Τελικά, η διαφορετικότητά τους επιφέρει τη σύγκρουση και ο Μπράιαν φεύγει για τη Τζαμάικα, όπου βρίσκει ξανά την ισορροπία και την ηρεμία του. Εκεί γνωρίζει την Τζόρνταν και μεταξύ τους εξελίσσεται μία ερωτική σχέση πιο σοβαρή ίσως από όσο στην αρχή την έχει υπολογίσει. Η ανατροπή, όμως, έρχεται όταν εμφανίζεται πάλι στη ζωή του ο άτυπος μέντοράς του, παντρεμένος με μία ευκατάστατη και πολύ νεώτερή του γυναίκα. Όλα δείχνουν πως πέτυχε το όνειρό του, αλλά μάλλον η πραγματικότητα τον προσγειώνει και τον διαψεύδει. Τελικά το κυνήγι των χρημάτων αποδεικνύεται μία φούσκα αν δεν υπάρχουν συναισθήματα και πραγματικές σχέσεις, και έτσι ο τροχός γυρίζει…
Εδώ φτιάχνει κανείς ένα ωραίο αυτοσχέδιο κοκτέιλ στο σπίτι, αφήνεται και απολαμβάνει, καθώς σε αυτή την ταινία το αλκοόλ μεθά όσο και το χρήμα τους «νεοεκκολαπτόμενους καπιτάλες». Σε μια εποχή, λοιπόν, που η επιδίωξή του, έστω και στοιχειωδώς, φαίνεται ουτοπία, ας απολαύσουμε μία ταινία που κάποιοι το κυνηγούν νομίζοντας ότι μπορούν να το φτάσουν. Δεν αποτελεί τόσο ζητούμενο αυτό καθεαυτό το χρήμα, όσο νοητά παραπέμπει στην ιδέα ότι κάποιος δικαιωματικά θα μπορούσε ή θα έπρεπε να πληρώνεται για όσα προσφέρει. Το αυτονόητο έγινε ουτοπία σήμερα και ο κινηματογράφος προσφέρει μία δυνατότητα υπέρβασης. Στην υγειά σας με μία βότκα με στυμμένο λεμόνι και δύο παγάκια, όχι σπουδαίο κοκτέιλ, αλλά λιγότερο ξινό από όσα συμβαίνουν και «Cocktails and dreams» λοιπόν!
The Cook, The Thief, His Wife & Her Lover (1989)
(Ο Μάγειρας, ο Κλέφτης, η Γυναίκα του και ο Εραστής της)
Σκηνοθέτης: Πίτερ Γκριναγουέι
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Ρισάρ Μπορενζέ, Έλεν Μίρεν, Τιμ Ροθ κ.ά.
Περιγραφή
Ο κλέφτης και σύζυγος της Τζορτζίνα εξουσιάζει το γκουρμέ εστιατόριο «Le Hollandais». Φέρει έναν αέρα διαστροφικού Ρωμαίου αυτοκράτορα της εποχής του εκφυλισμού των ηθών της Αυτοκρατορίας. Με τον μπρούσκο και αψύ του τρόπο σε σύγχρονα σουρεαλιστικά δεδομένα γίνεται ένας άξεστος, βίαιος και υπερόπτης αρχοντοχωριάτης στο μικρόκοσμό του, ο οποίος θεωρεί ότι δικαιούται να εξευτελίζει και να διαφεντεύει με την επιπλέον ιδιότητα του γκάνγκστερ. Η ταινία ξεκινάει με την εικόνα ενός ανθρώπου λουσμένου σε ακαθαρσίες. Καθώς εκείνος και οι ακόλουθοί του μπαίνουν από την πίσω πόρτα στο εστιατόριο βρισκόμαστε σε μία αντισυμβατική κουζίνα με ημίγυμνους μάγειρες να εκτελούν τα καθήκοντά τους, με ένα παιδί να τραγουδάει και με μία πεσμένη μισογερμένη ετοιμόρροπη ταμπέλα με το όνομα του πολυτελούς, κατά τα άλλα, χώρου να προοιωνίζει την εξέλιξη και την πτώση. Μετά η κάμερα εισέρχεται στην κύρια σάλα του εστιατορίου, όπου η ατμόσφαιρα και τα χρώματα αλλάζουν και πάλι.
Η ταινία εικαστικά είναι πολλοί πίνακες μαζί. Με κυρίαρχο εκείνον της κεντρικής αίθουσας ως φόντο στα γεύματα, «The Banquet of the Officers of the St. George Militia of Haarlem» (1616) του Φρανς Χαλς. Η αισθητική και η ατμόσφαιρά της θυμίζουν κάτι από τη γιορτή των μεταμφιεσμένων στο Λύκο της Στέπας του Έρμαν Έσσε και από σκηνές γευμάτων στον «Καζανόβα» του Φελίνι. Έλκει, επίσης, ιδέες από τη ζωγραφική αλλά και από την τραγωδία, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς την εκτέλεση (βλ. «χορό» στην εκδίκηση στο τέλος), που τις επεξεργάζεται ο σκηνοθέτης δημιουργικά. Αυτά είναι μόνο η δική μου αίσθηση, βέβαια.
(Ο Μάγειρας, ο Κλέφτης, η Γυναίκα του και ο Εραστής της)
Σκηνοθέτης: Πίτερ Γκριναγουέι
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Ρισάρ Μπορενζέ, Έλεν Μίρεν, Τιμ Ροθ κ.ά.
Περιγραφή
Ο κλέφτης και σύζυγος της Τζορτζίνα εξουσιάζει το γκουρμέ εστιατόριο «Le Hollandais». Φέρει έναν αέρα διαστροφικού Ρωμαίου αυτοκράτορα της εποχής του εκφυλισμού των ηθών της Αυτοκρατορίας. Με τον μπρούσκο και αψύ του τρόπο σε σύγχρονα σουρεαλιστικά δεδομένα γίνεται ένας άξεστος, βίαιος και υπερόπτης αρχοντοχωριάτης στο μικρόκοσμό του, ο οποίος θεωρεί ότι δικαιούται να εξευτελίζει και να διαφεντεύει με την επιπλέον ιδιότητα του γκάνγκστερ. Η ταινία ξεκινάει με την εικόνα ενός ανθρώπου λουσμένου σε ακαθαρσίες. Καθώς εκείνος και οι ακόλουθοί του μπαίνουν από την πίσω πόρτα στο εστιατόριο βρισκόμαστε σε μία αντισυμβατική κουζίνα με ημίγυμνους μάγειρες να εκτελούν τα καθήκοντά τους, με ένα παιδί να τραγουδάει και με μία πεσμένη μισογερμένη ετοιμόρροπη ταμπέλα με το όνομα του πολυτελούς, κατά τα άλλα, χώρου να προοιωνίζει την εξέλιξη και την πτώση. Μετά η κάμερα εισέρχεται στην κύρια σάλα του εστιατορίου, όπου η ατμόσφαιρα και τα χρώματα αλλάζουν και πάλι.
Η ταινία εικαστικά είναι πολλοί πίνακες μαζί. Με κυρίαρχο εκείνον της κεντρικής αίθουσας ως φόντο στα γεύματα, «The Banquet of the Officers of the St. George Militia of Haarlem» (1616) του Φρανς Χαλς. Η αισθητική και η ατμόσφαιρά της θυμίζουν κάτι από τη γιορτή των μεταμφιεσμένων στο Λύκο της Στέπας του Έρμαν Έσσε και από σκηνές γευμάτων στον «Καζανόβα» του Φελίνι. Έλκει, επίσης, ιδέες από τη ζωγραφική αλλά και από την τραγωδία, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς την εκτέλεση (βλ. «χορό» στην εκδίκηση στο τέλος), που τις επεξεργάζεται ο σκηνοθέτης δημιουργικά. Αυτά είναι μόνο η δική μου αίσθηση, βέβαια.
«The Banquet of the Officers of the St. George Militia of Haarlem» (1616) του Φρανς Χαλς.
Στο χώρο του φαγητού επικρατούν τα πολύ έντονα χρώματα το κόκκινο, το μαύρο, οι εντάσεις κορυφώνονται. Ο σύζυγος όταν βγαίνει από την κουζίνα με τους ατμούς μοιάζει να βγαίνει από μία κόλαση, ενώ επιτηδευμένη κόλαση γίνεται το τραπέζι όπου εκείνος αποφασίζει, κρίνει και διατάζει στο καθαυτό εστιατόριο. Η Κουζίνα έχει χρώματα τους ψυχρούς τόνους του πράσινου, με τον εξωτερικό χώρο λουσμένο σε μαύρο και σκούρες αποχρώσεις του μπλε. Η τουαλέτα, αντίθετα, ένας χώρος παλιότερα εκτός σπιτιού, γιατί θεωρούνταν ακάθαρτος, είναι κατάλευκη, συμβολίζοντας την αγνότητα. Και εκεί θα συναντηθούν στην αρχή η γυναίκα με τον επίδοξο εραστή. Η συνάντησή τους εξαγνίζεται, ενώ ακόμα και το φόρεμά της αλλάζει χρώμα, ταιριάζοντας με το περιβάλλον.
Ο εραστής αποδεικνύεται «βιβλιοφάγος», αλλά, όταν το ανακαλύπτει ο άντρας της, τον μετατρέπει κατά κυριολεξία σε βιβλιοφάγο. Στη συνέχεια, όμως, πληρώνει με πολύ σκληρά αντίποινα αυτή την πράξη βίας, αναγκάζοντας τη Τζορτζίνα να ασκήσει άμεσα ή έμμεσα και εκείνη βία. Τελικά, το πνεύμα και το συναίσθημα αναγκάζονται να εξισωθούν ή να ακολουθήσουν τα μονοπάτια της βιαιότητας, για να την αντιμετωπίσουν;
Η ταινία κέρδισε βραβεία και υποψηφιότητες σε διάφορα φεστιβάλ και σχετικές διοργανώσεις βραβείων.
Στο χώρο του φαγητού επικρατούν τα πολύ έντονα χρώματα το κόκκινο, το μαύρο, οι εντάσεις κορυφώνονται. Ο σύζυγος όταν βγαίνει από την κουζίνα με τους ατμούς μοιάζει να βγαίνει από μία κόλαση, ενώ επιτηδευμένη κόλαση γίνεται το τραπέζι όπου εκείνος αποφασίζει, κρίνει και διατάζει στο καθαυτό εστιατόριο. Η Κουζίνα έχει χρώματα τους ψυχρούς τόνους του πράσινου, με τον εξωτερικό χώρο λουσμένο σε μαύρο και σκούρες αποχρώσεις του μπλε. Η τουαλέτα, αντίθετα, ένας χώρος παλιότερα εκτός σπιτιού, γιατί θεωρούνταν ακάθαρτος, είναι κατάλευκη, συμβολίζοντας την αγνότητα. Και εκεί θα συναντηθούν στην αρχή η γυναίκα με τον επίδοξο εραστή. Η συνάντησή τους εξαγνίζεται, ενώ ακόμα και το φόρεμά της αλλάζει χρώμα, ταιριάζοντας με το περιβάλλον.
Ο εραστής αποδεικνύεται «βιβλιοφάγος», αλλά, όταν το ανακαλύπτει ο άντρας της, τον μετατρέπει κατά κυριολεξία σε βιβλιοφάγο. Στη συνέχεια, όμως, πληρώνει με πολύ σκληρά αντίποινα αυτή την πράξη βίας, αναγκάζοντας τη Τζορτζίνα να ασκήσει άμεσα ή έμμεσα και εκείνη βία. Τελικά, το πνεύμα και το συναίσθημα αναγκάζονται να εξισωθούν ή να ακολουθήσουν τα μονοπάτια της βιαιότητας, για να την αντιμετωπίσουν;
Η ταινία κέρδισε βραβεία και υποψηφιότητες σε διάφορα φεστιβάλ και σχετικές διοργανώσεις βραβείων.
Βιβλία
Η σχέση πολλών καλλιτεχνών και συγγραφέων με τη μαγειρική και τη γεύση είναι συνήθως στενή ενίοτε και παθιασμένη. Ακόμα και όποιοι είναι μινιμαλιστές στις προτιμήσεις τους το κάνουν με τρόπο μερακλίδικο. Ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι πρόκειται για μία σύντομη σχετικά δημιουργία από το αποτέλεσμα της οποίας λαμβάνει κανείς γρήγορα ηθική ικανοποίηση. Ίσως τα γεύματα να γίνονται αφορμή για συγκεντρώσεις που γεννούν ιστορίες. Ίσως οι γεύσεις να ξυπνούν αναμνήσεις και να ωθούν στο σκάλισμα στοιβαγμένων επεξεργασμένων ή μη πληροφοριών που κυοφορούν ιδέες. Ίσως ακόμα να διεγείρουν τις αισθήσεις όταν νοητά ή πραγματικά οι δημιουργοί γίνονται μικροί αλχημιστές στην κουζίνα και μετά στο χαρτί. Ίσως ο καθένας να έχει απλώς τους λόγους του. Πάντως, σε αυτό το μέρος θα συμπεριληφθούν βιβλία που αναφέρονται στην τροφή ως ανάγκη, στην έννοια της κατανάλωσης ουσιών και της «αυτοκατανάλωσης», στη μαγειρική και σε βιβλία που σταχυολογούν δημιουργικά συνταγές μέσα από άλλα βιβλία ή ταινίες. Δεν ξεχνάμε και τα αφεψήματα ως αναπόσπαστο μέρος της γεύσης. Καλή ανάγνωση και στην υγειά σας με ένα παγωμένο λικεράκι μέντας, γιατί άρχισαν οι ζέστες!
Τα σταφύλια της οργής (1939)
Συγγραφέας: Τζον Στάινμπεκ
Εκδόσεις: Αναστασιάδη
Έτος: 1997
Περιγραφή
Το βιβλίο περιγράφει την περιπέτεια μίας οικογένειας αγροτών, η οποία εξαιτίας της Ύφεσης μένει στο δρόμο και προλεταριοποιείται. Σε συνδυασμό, όμως, με τις περιόδους ξηρασίας, την εντατική καλλιέργεια της γης με μονοκαλλιέργειες, που εξασθενεί το έδαφος και την απόδοσή του, και την προσπάθεια των τραπεζών να πάρουν για ένα κομμάτι ψωμί την περιουσία των χρεωμένων μικροϊδιοκτητών, αντικαθιστώντας τα ανθρώπινα χέρια με τρακτέρ. Αρχίζει τότε ένα μεγάλο ταξίδι πάνω σε ένα ετοιμόρροπο φορτηγό προς τη Δύση, από την Οκλαχόμα έως την Καλιφόρνια, τη γη της επαγγελίας, με σκοπό να δουλέψουν τα μέλη της ως εργάτες πλέον σε χωράφια μεγαλοϊδιοκτητών. Η ιστορία της οικογένειας γίνεται αφορμή για να περάσει στο μυθιστόρημα όλο το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Όσο κινούνται δυτικά ακούνε από άλλους φήμες για το ποιοι ζητούν εργατικά χέρια και για τα μεροκάματα σε μία ατμόσφαιρα κυνηγιού μιας χίμαιρας και αυξανόμενου ανταγωνισμού. Η σκόνη, η πείνα, οι ελπίδες που πέφτουν στο κενό, καθώς και η ενότητα της οικογένειας που προσπαθεί να επιβιώσει παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις αντιθέσεις επικρατούν. Είχα διαβάσει το βιβλίο πριν χρόνια. Θυμάμαι, διαβάζοντάς το να με βασανίζει ένα διαρκές αίσθημα πείνας, βλέποντας αυτή την οικογένεια με αγωνία σελίδα τη σελίδα να παλεύει κάθε μέρα με ελάχιστα υλικά για την εξασφάλιση ενός γεύματος. Το λαρδί με το αλεύρι ήταν οι πρωταγωνιστές που έφτιαχναν μικρά θαύματα σε ένα τηγάνι από το τίποτα. Και όταν αυτό επιτυγχανόταν αντανακλάτο σε ψήγματα χαράς σε μία σκονισμένη, ανέλπιδη και απεγνωσμένη πάλη με τη ζωή και τον άνθρωπο που εκμεταλλεύεται τον άνθρωπο.
Στην Καλιφόρνια περιμένουν να βρουν διάφορα προϊόντα, ζουμερά φρούτα που διαρκώς τα ονειρεύονται, μεταξύ αυτών και σταφύλια. Είναι γνωστοί οι αμπελώνες της περιοχής, από όπου έως σήμερα παράγεται κρασί. Πρόκειται όμως για σταφύλια «φανταστικά». Στην ουσία, για να γίνει το οτιδήποτε, ακόμα και μέχρι να φτάσει κανείς στα χωράφια όπου νωρίτερα ζητούσαν εργάτες, χαμένος βγαίνει αναλογικά. Το αδιέξοδο υψώνεται διαρκώς μπροστά τους, παιδιά πεθαίνουν από την πείνα, όλα μοιάζουν με μία κακή φάρσα ή «συνωμοσία» αφανισμού μίας ολόκληρης οικονομικής τάξης ανθρώπων, καταδικάζοντάς την στην ανέχεια και την εξαθλίωση. Μέχρι και την τελευταία στιγμή η έγκυος κόρη της οικογένειας χάνει το παιδί της ‒ την ελπίδα της αναγέννησης. Υπάρχει μία συμβιβαστική ελπιδοφόρα λύση στο τέλος με τον πεινασμένο εργάτη που βυζαίνει το γάλα της, για να μην πεθάνει, γιατί τίποτα δεν μπορεί και δεν πρέπει να πηγαίνει χαμένο όταν ακόμα και η ελπίδα ψυχορραγεί. Αλλά πρόκειται για μία ελπίδα αμφίσημη και αινιγματική, σαν το χαμόγελο της Ρόουζ, όταν κατορθώνει τα ενώσει τα χείλη της στο τέλος έτσι που να το σχηματίσουν. Είναι από τα βιβλία που ρουφούν τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρά τους, η οποία μένει στην μνήμη όσα χρόνια κι αν περάσουν. Έχει ενδιαφέρον η γλώσσα και στο πρωτότυπο κείμενο. Το 1940 το βιβλίο γυρίστηκε και σε ταινία.
Συγγραφέας: Τζον Στάινμπεκ
Εκδόσεις: Αναστασιάδη
Έτος: 1997
Περιγραφή
Το βιβλίο περιγράφει την περιπέτεια μίας οικογένειας αγροτών, η οποία εξαιτίας της Ύφεσης μένει στο δρόμο και προλεταριοποιείται. Σε συνδυασμό, όμως, με τις περιόδους ξηρασίας, την εντατική καλλιέργεια της γης με μονοκαλλιέργειες, που εξασθενεί το έδαφος και την απόδοσή του, και την προσπάθεια των τραπεζών να πάρουν για ένα κομμάτι ψωμί την περιουσία των χρεωμένων μικροϊδιοκτητών, αντικαθιστώντας τα ανθρώπινα χέρια με τρακτέρ. Αρχίζει τότε ένα μεγάλο ταξίδι πάνω σε ένα ετοιμόρροπο φορτηγό προς τη Δύση, από την Οκλαχόμα έως την Καλιφόρνια, τη γη της επαγγελίας, με σκοπό να δουλέψουν τα μέλη της ως εργάτες πλέον σε χωράφια μεγαλοϊδιοκτητών. Η ιστορία της οικογένειας γίνεται αφορμή για να περάσει στο μυθιστόρημα όλο το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Όσο κινούνται δυτικά ακούνε από άλλους φήμες για το ποιοι ζητούν εργατικά χέρια και για τα μεροκάματα σε μία ατμόσφαιρα κυνηγιού μιας χίμαιρας και αυξανόμενου ανταγωνισμού. Η σκόνη, η πείνα, οι ελπίδες που πέφτουν στο κενό, καθώς και η ενότητα της οικογένειας που προσπαθεί να επιβιώσει παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις αντιθέσεις επικρατούν. Είχα διαβάσει το βιβλίο πριν χρόνια. Θυμάμαι, διαβάζοντάς το να με βασανίζει ένα διαρκές αίσθημα πείνας, βλέποντας αυτή την οικογένεια με αγωνία σελίδα τη σελίδα να παλεύει κάθε μέρα με ελάχιστα υλικά για την εξασφάλιση ενός γεύματος. Το λαρδί με το αλεύρι ήταν οι πρωταγωνιστές που έφτιαχναν μικρά θαύματα σε ένα τηγάνι από το τίποτα. Και όταν αυτό επιτυγχανόταν αντανακλάτο σε ψήγματα χαράς σε μία σκονισμένη, ανέλπιδη και απεγνωσμένη πάλη με τη ζωή και τον άνθρωπο που εκμεταλλεύεται τον άνθρωπο.
Στην Καλιφόρνια περιμένουν να βρουν διάφορα προϊόντα, ζουμερά φρούτα που διαρκώς τα ονειρεύονται, μεταξύ αυτών και σταφύλια. Είναι γνωστοί οι αμπελώνες της περιοχής, από όπου έως σήμερα παράγεται κρασί. Πρόκειται όμως για σταφύλια «φανταστικά». Στην ουσία, για να γίνει το οτιδήποτε, ακόμα και μέχρι να φτάσει κανείς στα χωράφια όπου νωρίτερα ζητούσαν εργάτες, χαμένος βγαίνει αναλογικά. Το αδιέξοδο υψώνεται διαρκώς μπροστά τους, παιδιά πεθαίνουν από την πείνα, όλα μοιάζουν με μία κακή φάρσα ή «συνωμοσία» αφανισμού μίας ολόκληρης οικονομικής τάξης ανθρώπων, καταδικάζοντάς την στην ανέχεια και την εξαθλίωση. Μέχρι και την τελευταία στιγμή η έγκυος κόρη της οικογένειας χάνει το παιδί της ‒ την ελπίδα της αναγέννησης. Υπάρχει μία συμβιβαστική ελπιδοφόρα λύση στο τέλος με τον πεινασμένο εργάτη που βυζαίνει το γάλα της, για να μην πεθάνει, γιατί τίποτα δεν μπορεί και δεν πρέπει να πηγαίνει χαμένο όταν ακόμα και η ελπίδα ψυχορραγεί. Αλλά πρόκειται για μία ελπίδα αμφίσημη και αινιγματική, σαν το χαμόγελο της Ρόουζ, όταν κατορθώνει τα ενώσει τα χείλη της στο τέλος έτσι που να το σχηματίσουν. Είναι από τα βιβλία που ρουφούν τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρά τους, η οποία μένει στην μνήμη όσα χρόνια κι αν περάσουν. Έχει ενδιαφέρον η γλώσσα και στο πρωτότυπο κείμενο. Το 1940 το βιβλίο γυρίστηκε και σε ταινία.
Γυμνό Γεύμα (1959)
(Naked Lunch)
Συγγραφέας: Ουίλιαμ Μπάροουζ
Εκδόσεις: Τόπος
Έτος: 2010
Περιγραφή
Μοιάζει με ανάποδο παραμύθι, όπου ένα ξωτικό, αντί να παρασέρνει με τη φλογέρα παιδιά, γίνεται έμπορος ναρκωτικών και περνώντας απαρατήρητος σαν σκιά μεταδίδει στους περαστικούς μελωδίες που τους νομίζουν δικές τους. Αυτό το βιβλίο αφορά, μεταξύ άλλων, ουσίες, που εισχωρούν στο σώμα, όπως και τους χρήστες, των οποίων το «φαγητό» τούς καταστρέφει σταδιακά εγκεφαλικά κύτταρα και κορμί. Πρόκειται για αντι-βιβλίο ή για αντι-ιστορία, σε σχέση με το θέμα της τρελής piñata, που βρίσκεται στην περιφέρειά του, όμως, καθώς οι ουσίες καταναλώνονται. Η πλοκή δεν αποτελεί στόχο, ώστε να δεθούν πάνω της τα νοήματα, τα πρόσωπα και η εξέλιξη. Οι πληροφορίες και οι πολλαπλές ιστορίες, που λειτουργούν ως αφήγηση μέσα στην αφήγηση, είναι διαρκείς και καταιγιστικές. Η συγκεκριμένη έκδοση στο τέλος συμπεριλαμβάνει και εναλλακτικές εκδοχές κειμένων του συγγραφέα ή αχρησιμοποίητα κείμενα του ίδιου. Το βιβλίο γράφτηκε στη διάρκεια εννέα ετών και προέκυψε από μία σύνθεση πολλών κειμένων όταν επρόκειτο να εκδοθεί το 1959. Αποτελεί στο σύνολό του ένα κείμενο ευέλικτο, ρευστό, που αντέχει να «χωράει», να απλώνεται, να «καταπίνει» τους αναγνώστες τους, όπως οι ήρωές του καταναλώνουν τις ουσίες. Περιγράφει έναν αντί-κοσμο, πραγματικό, όμως, υπαρκτό.
Ο συγγραφέας με αφοπλιστικό χιούμορ και σάτιρα «σφάζει» ανεπιτήδευτα και μετά κατακεραυνώνει με εικόνες διάβρωσης, πτώσης, εκφυλισμού, σήψης, και κοινωνικού ξεπεσμού, διαμορφώνοντας ένα ψυχεδελικό πλαίσιο, που στον πυρήνα του κάνει το παράδοξο να μοιάζει σχεδόν ορθολογικό. Το χιούμορ δε χρησιμοποιείται για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη δική του απόπειρα ερμηνείας του κόσμου όσο και οι εντός παρενθέσεως πληροφορίες.
«Αλάνια όλου του κόσμου» γράφει «υπάρχει ένα Κορόιδο που δεν μπορείτε να ξεγελάσετε: Το Κορόιδο Μέσα σας…»[1].
Έτσι, το ιστορικό φόντο της εποχής έμμεσα, οι συνήθειες, το λεξιλόγιο και ο τρόπος ζωής κυρίως του περιθωρίου εξάγονται από το κείμενο μέσα από ένα ταξίδι και κυριολεκτικό, καθώς ακολουθούμε την πορεία του Μπάροουζ από τη Νέα Υόρκη, στο Μεξικό και στην Ταγγέρη.
Η πείνα θίγεται ως θέμα. Γιατί σε κάποια είδη ναρκωτικών δημιουργείται μία ακατάσχετη πείνα. Σαν να μπαίνει το κορμί σε μία κατάσταση πυρετώδους λαιμαργίας. Επιδιώκει να στυλωθεί, για να επιδοθεί και πάλι στο όργιο κατανάλωσης ουσιών. Όλα μεταφράζονται μέσα από τον εθισμό. Περιγράφεται η ψυχοσωματική επίδραση κάθε είδους ουσιών, η αγωνία εύρεσης της δόσης, ανέπαφης φλέβας, η διαδικασία απεξάρτησης, η εμπειρία στέρησης και το κατρακύλισμα. Το Γυμνό Γεύμα μιλάει για το γεύμα που λαμβάνει χώρα από το ίδιο το κορμί, καθώς ο χρήστης καταναλώνοντας ουσίες αυτοκαταναλώνεται. Καμία απόλαυση δε μετρά, δεν επικρατεί, δεν «επιβιώνει», όταν γίνεσαι ένα «γκρίζο πρεζωμένο στοιχειό» ένας «Αόρατος Άνθρωπος»[2]. Ο Μπάροουζ μοιραζόμενος τις εμπειρίες του διευκολύνει την κατανόηση της συναισθηματικής κατάστασης και της συμπεριφοράς των χρηστών με παρατηρήσεις όπως:
«Τα πρεζόνια δεν έχουν ντροπή… Η αποστροφή που προκαλούν στους υπόλοιπους δεν τους αφορά. Αμφιβάλλω αν είναι δυνατή η ύπαρξη ντροπής απουσία της λίμπιντο…»[3]
Από την άλλη, βλέπουμε χρήστες που γίνονται πειραματόζωα γιατρών και εργαλεία της αστυνομίας.
Το Γυμνό Γεύμα είναι γραμμένο σε γλώσσα γυμνή, ανεπιτήδευτη, αφτιασίδωτη. Η φαντασία του ανοίγει ένα παράθυρο για νέους κόσμους, ανεξαρτήτως του περιθωρίου. Μία λέξη που συναντάται συχνά είναι το «φασματικός», ίσως γιατί γράφει για παράλληλους κόσμους που μπορεί να μοιάζουν με απειλή, αλλά λίγο να στρέψει το βλέμμα του κανείς εξαφανίζονται, ίδια φαντάσματα. Θίγεται εξάλλου στο βιβλίο και άμεσα και έμμεσα η υποκρισία και η ηθελημένη άγνοια ή παραγνώρισή τους. Μοιάζει να βρίσκεται σε ένα όριο μεταξύ ευφυΐας και διαστροφής όπου σαν ένας άλλος Μαρκήσιος ντε Σαντ, και χρησιμοποιώντας άλλες βιωματικές σωματικές διαδικασίες, όχι μόνο σεξουαλικές, αφήνει το πολιτικό, κοινωνικό σχόλιό του και μία μαρτυρία εποχής. Ο ρατσισμός, ο κομουνισμός, η υποκρισία της Δύσης, όλα τίθενται στο μικροσκόπιο από την πένα του συγγραφέα. Αποτελεί πυρήνα των Μπίτνικς, άλλωστε, μαζί με τους Τζακ Κέρουακ και Άλεν Γκίνσμπεργκ, ένα λογοτεχνικό ρεύμα που στόχευε στο να ξεβολέψει από τη συμβατικότητα και την υποκρισία του συντηρητισμού την αμερικανική κοινωνία της δεκαετίας του ’50, θίγοντας θέματα έως τότε απαγορευμένα. Επιδόθηκαν και σε μεθοδολογικούς πειραματισμούς, όπως η «λεκτική συναρμολόγηση» του Μπάροουζ και του Μπριόν Ζισίν, που συνταίριαζαν άσχετα μεταξύ τους κείμενα, αναδημιουργώντας νέες δομές[4].
Το βιβλίο δεν έχει μία συμβατική δομή. Θα μπορούσε να είναι πολλές ιστορίες σε μία, ακόμα και το κάθε κεφάλαιο θα μπορούσε να είναι χωρισμένο σε υποκεφάλαια. Μοιάζει να φαίνονται ασύνδετα τα όσα γράφει, αλλά υπάρχει ένας κοινός παρανομαστής, ασχέτως σύνδεσης και πλοκής. Επίσης δεν ταξιδεύει απαραίτητα, αλλά προβληματίζει. Είναι ένα πολύ εγκεφαλικό βιβλίο στο οποίο, κατά τη γνώμη μου, αν σταθεί κάποιος στην αισθητική των σκηνών που θα μπορούσαν να σοκάρουν ή να προκαλέσουν συναισθήματα αποστροφής, μάλλον θα χάσει την επήρεια των συναισθημάτων ή την πίεση υπό την οποία γράφτηκε. Σίγουρα ο Μπάροουζ ήταν ένα ανήσυχο πνεύμα, κάτι που οξυνόταν ίσως και να ξέφευγε τελείως από ελεγχόμενα όρια με τη χρήση ναρκωτικών. Και πάλι, όμως, παρότι οι εικόνες του μοιάζουν ψυχεδελικές, ξεκομμένες η μία από την άλλη, διατρέχονται από μία λογική, είναι μεταφορές, έχουν κάτι να πουν.
Το ιστορικό πλαίσιο σύνθεσης της αφήγησης, η μεταπολεμική επομένως δεκαετία του ’50 στην Αμερική και στην Ταγγέρη η οποία υπήρξε πόλος έλξης καλλιτεχνών και ανοιχτό πεδίο πειραματισμών, αποτελεί αδιαίρετο συστατικό της αποσπασματικής μορφής του βιβλίου και της δομικής του ρευστότητας, που ξεχύνεται σαν συνδετικό υλικό αποσυντονισμένων μεταξύ τους δομικών στοιχείων, ασκώντας αναπόφευκτα επιρροή. Αυτό να εξηγεί ενδεχομένως και τον τρόπο της μεταγενέστερης αντιμετώπισής του ανάλογα με την εκάστοτε επικρατούσα πολιτική κατάσταση. Προσωπικά, μου θύμισε την αποσπασματικότητα σε κάποια κείμενα μεσοπολεμικών Γερμανών συγγραφέων, που πάλι μετά από έναν πόλεμο, τον Α’ Παγκόσμιο, περιέγραφαν έναν κόσμο ο οποίος πάλευε να αυτοπροσδιοριστεί. Υπάρχουν κάποιες αναλογίες, που δεν είναι όμως ομοιότητες. Ο Μπάροουζ, εκφράζοντας μία άλλη εποχή, απεκδύεται τη θολούρα του ονείρου. Ακόμα και τα όνειρα μοιάζουν τόσο αληθινά, που χτυπάει το μαχαίρι στο κόκαλο. Δεν υπάρχει πλέον καμία διάψευση, καμία αμφιβολία ότι η σήψη θα μπορούσε και να μην είναι σήψη. Η σήψη είναι σήψη, μόνο οι οπτικές γωνίες αλλάζουν.
[1] Ουίλιαμ Μπάροουζ, Γυμνό Γεύμα, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2010, σελ. 25.
[2] Ουίλιαμ Μπάροουζ, Γυμνό Γεύμα, ό.π., σελ. 80.
[3] Ουίλιαμ Μπάροουζ, Γυμνό Γεύμα, ό.π., σελ. 80.
[4] Ουίλιαμ Μπάροουζ, Γυμνό Γεύμα, Παράρτημα, ό.π., σελ. 374.
(Naked Lunch)
Συγγραφέας: Ουίλιαμ Μπάροουζ
Εκδόσεις: Τόπος
Έτος: 2010
Περιγραφή
Μοιάζει με ανάποδο παραμύθι, όπου ένα ξωτικό, αντί να παρασέρνει με τη φλογέρα παιδιά, γίνεται έμπορος ναρκωτικών και περνώντας απαρατήρητος σαν σκιά μεταδίδει στους περαστικούς μελωδίες που τους νομίζουν δικές τους. Αυτό το βιβλίο αφορά, μεταξύ άλλων, ουσίες, που εισχωρούν στο σώμα, όπως και τους χρήστες, των οποίων το «φαγητό» τούς καταστρέφει σταδιακά εγκεφαλικά κύτταρα και κορμί. Πρόκειται για αντι-βιβλίο ή για αντι-ιστορία, σε σχέση με το θέμα της τρελής piñata, που βρίσκεται στην περιφέρειά του, όμως, καθώς οι ουσίες καταναλώνονται. Η πλοκή δεν αποτελεί στόχο, ώστε να δεθούν πάνω της τα νοήματα, τα πρόσωπα και η εξέλιξη. Οι πληροφορίες και οι πολλαπλές ιστορίες, που λειτουργούν ως αφήγηση μέσα στην αφήγηση, είναι διαρκείς και καταιγιστικές. Η συγκεκριμένη έκδοση στο τέλος συμπεριλαμβάνει και εναλλακτικές εκδοχές κειμένων του συγγραφέα ή αχρησιμοποίητα κείμενα του ίδιου. Το βιβλίο γράφτηκε στη διάρκεια εννέα ετών και προέκυψε από μία σύνθεση πολλών κειμένων όταν επρόκειτο να εκδοθεί το 1959. Αποτελεί στο σύνολό του ένα κείμενο ευέλικτο, ρευστό, που αντέχει να «χωράει», να απλώνεται, να «καταπίνει» τους αναγνώστες τους, όπως οι ήρωές του καταναλώνουν τις ουσίες. Περιγράφει έναν αντί-κοσμο, πραγματικό, όμως, υπαρκτό.
Ο συγγραφέας με αφοπλιστικό χιούμορ και σάτιρα «σφάζει» ανεπιτήδευτα και μετά κατακεραυνώνει με εικόνες διάβρωσης, πτώσης, εκφυλισμού, σήψης, και κοινωνικού ξεπεσμού, διαμορφώνοντας ένα ψυχεδελικό πλαίσιο, που στον πυρήνα του κάνει το παράδοξο να μοιάζει σχεδόν ορθολογικό. Το χιούμορ δε χρησιμοποιείται για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη δική του απόπειρα ερμηνείας του κόσμου όσο και οι εντός παρενθέσεως πληροφορίες.
«Αλάνια όλου του κόσμου» γράφει «υπάρχει ένα Κορόιδο που δεν μπορείτε να ξεγελάσετε: Το Κορόιδο Μέσα σας…»[1].
Έτσι, το ιστορικό φόντο της εποχής έμμεσα, οι συνήθειες, το λεξιλόγιο και ο τρόπος ζωής κυρίως του περιθωρίου εξάγονται από το κείμενο μέσα από ένα ταξίδι και κυριολεκτικό, καθώς ακολουθούμε την πορεία του Μπάροουζ από τη Νέα Υόρκη, στο Μεξικό και στην Ταγγέρη.
Η πείνα θίγεται ως θέμα. Γιατί σε κάποια είδη ναρκωτικών δημιουργείται μία ακατάσχετη πείνα. Σαν να μπαίνει το κορμί σε μία κατάσταση πυρετώδους λαιμαργίας. Επιδιώκει να στυλωθεί, για να επιδοθεί και πάλι στο όργιο κατανάλωσης ουσιών. Όλα μεταφράζονται μέσα από τον εθισμό. Περιγράφεται η ψυχοσωματική επίδραση κάθε είδους ουσιών, η αγωνία εύρεσης της δόσης, ανέπαφης φλέβας, η διαδικασία απεξάρτησης, η εμπειρία στέρησης και το κατρακύλισμα. Το Γυμνό Γεύμα μιλάει για το γεύμα που λαμβάνει χώρα από το ίδιο το κορμί, καθώς ο χρήστης καταναλώνοντας ουσίες αυτοκαταναλώνεται. Καμία απόλαυση δε μετρά, δεν επικρατεί, δεν «επιβιώνει», όταν γίνεσαι ένα «γκρίζο πρεζωμένο στοιχειό» ένας «Αόρατος Άνθρωπος»[2]. Ο Μπάροουζ μοιραζόμενος τις εμπειρίες του διευκολύνει την κατανόηση της συναισθηματικής κατάστασης και της συμπεριφοράς των χρηστών με παρατηρήσεις όπως:
«Τα πρεζόνια δεν έχουν ντροπή… Η αποστροφή που προκαλούν στους υπόλοιπους δεν τους αφορά. Αμφιβάλλω αν είναι δυνατή η ύπαρξη ντροπής απουσία της λίμπιντο…»[3]
Από την άλλη, βλέπουμε χρήστες που γίνονται πειραματόζωα γιατρών και εργαλεία της αστυνομίας.
Το Γυμνό Γεύμα είναι γραμμένο σε γλώσσα γυμνή, ανεπιτήδευτη, αφτιασίδωτη. Η φαντασία του ανοίγει ένα παράθυρο για νέους κόσμους, ανεξαρτήτως του περιθωρίου. Μία λέξη που συναντάται συχνά είναι το «φασματικός», ίσως γιατί γράφει για παράλληλους κόσμους που μπορεί να μοιάζουν με απειλή, αλλά λίγο να στρέψει το βλέμμα του κανείς εξαφανίζονται, ίδια φαντάσματα. Θίγεται εξάλλου στο βιβλίο και άμεσα και έμμεσα η υποκρισία και η ηθελημένη άγνοια ή παραγνώρισή τους. Μοιάζει να βρίσκεται σε ένα όριο μεταξύ ευφυΐας και διαστροφής όπου σαν ένας άλλος Μαρκήσιος ντε Σαντ, και χρησιμοποιώντας άλλες βιωματικές σωματικές διαδικασίες, όχι μόνο σεξουαλικές, αφήνει το πολιτικό, κοινωνικό σχόλιό του και μία μαρτυρία εποχής. Ο ρατσισμός, ο κομουνισμός, η υποκρισία της Δύσης, όλα τίθενται στο μικροσκόπιο από την πένα του συγγραφέα. Αποτελεί πυρήνα των Μπίτνικς, άλλωστε, μαζί με τους Τζακ Κέρουακ και Άλεν Γκίνσμπεργκ, ένα λογοτεχνικό ρεύμα που στόχευε στο να ξεβολέψει από τη συμβατικότητα και την υποκρισία του συντηρητισμού την αμερικανική κοινωνία της δεκαετίας του ’50, θίγοντας θέματα έως τότε απαγορευμένα. Επιδόθηκαν και σε μεθοδολογικούς πειραματισμούς, όπως η «λεκτική συναρμολόγηση» του Μπάροουζ και του Μπριόν Ζισίν, που συνταίριαζαν άσχετα μεταξύ τους κείμενα, αναδημιουργώντας νέες δομές[4].
Το βιβλίο δεν έχει μία συμβατική δομή. Θα μπορούσε να είναι πολλές ιστορίες σε μία, ακόμα και το κάθε κεφάλαιο θα μπορούσε να είναι χωρισμένο σε υποκεφάλαια. Μοιάζει να φαίνονται ασύνδετα τα όσα γράφει, αλλά υπάρχει ένας κοινός παρανομαστής, ασχέτως σύνδεσης και πλοκής. Επίσης δεν ταξιδεύει απαραίτητα, αλλά προβληματίζει. Είναι ένα πολύ εγκεφαλικό βιβλίο στο οποίο, κατά τη γνώμη μου, αν σταθεί κάποιος στην αισθητική των σκηνών που θα μπορούσαν να σοκάρουν ή να προκαλέσουν συναισθήματα αποστροφής, μάλλον θα χάσει την επήρεια των συναισθημάτων ή την πίεση υπό την οποία γράφτηκε. Σίγουρα ο Μπάροουζ ήταν ένα ανήσυχο πνεύμα, κάτι που οξυνόταν ίσως και να ξέφευγε τελείως από ελεγχόμενα όρια με τη χρήση ναρκωτικών. Και πάλι, όμως, παρότι οι εικόνες του μοιάζουν ψυχεδελικές, ξεκομμένες η μία από την άλλη, διατρέχονται από μία λογική, είναι μεταφορές, έχουν κάτι να πουν.
Το ιστορικό πλαίσιο σύνθεσης της αφήγησης, η μεταπολεμική επομένως δεκαετία του ’50 στην Αμερική και στην Ταγγέρη η οποία υπήρξε πόλος έλξης καλλιτεχνών και ανοιχτό πεδίο πειραματισμών, αποτελεί αδιαίρετο συστατικό της αποσπασματικής μορφής του βιβλίου και της δομικής του ρευστότητας, που ξεχύνεται σαν συνδετικό υλικό αποσυντονισμένων μεταξύ τους δομικών στοιχείων, ασκώντας αναπόφευκτα επιρροή. Αυτό να εξηγεί ενδεχομένως και τον τρόπο της μεταγενέστερης αντιμετώπισής του ανάλογα με την εκάστοτε επικρατούσα πολιτική κατάσταση. Προσωπικά, μου θύμισε την αποσπασματικότητα σε κάποια κείμενα μεσοπολεμικών Γερμανών συγγραφέων, που πάλι μετά από έναν πόλεμο, τον Α’ Παγκόσμιο, περιέγραφαν έναν κόσμο ο οποίος πάλευε να αυτοπροσδιοριστεί. Υπάρχουν κάποιες αναλογίες, που δεν είναι όμως ομοιότητες. Ο Μπάροουζ, εκφράζοντας μία άλλη εποχή, απεκδύεται τη θολούρα του ονείρου. Ακόμα και τα όνειρα μοιάζουν τόσο αληθινά, που χτυπάει το μαχαίρι στο κόκαλο. Δεν υπάρχει πλέον καμία διάψευση, καμία αμφιβολία ότι η σήψη θα μπορούσε και να μην είναι σήψη. Η σήψη είναι σήψη, μόνο οι οπτικές γωνίες αλλάζουν.
[1] Ουίλιαμ Μπάροουζ, Γυμνό Γεύμα, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2010, σελ. 25.
[2] Ουίλιαμ Μπάροουζ, Γυμνό Γεύμα, ό.π., σελ. 80.
[3] Ουίλιαμ Μπάροουζ, Γυμνό Γεύμα, ό.π., σελ. 80.
[4] Ουίλιαμ Μπάροουζ, Γυμνό Γεύμα, Παράρτημα, ό.π., σελ. 374.
Το πεθαμένο λικέρ (1987)
Συγγραφέας: Γιάννης Ξανθούλης
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2007
Περιγραφή
Η αφήγηση εκτυλίσσεται ανάμεσα στο 1957 και 1959. Παρακολουθούμε την ιστορία τριών παιδιών, δύο δίδυμων δεκάχρονων αρχικά και της μεγαλύτερης αδελφής τους, που έχουν ήδη χάσει τον πατέρα τους, ενώ η μητέρα τους ξαναπαντρεύεται. Οι πρώτες σκηνές είναι καταλυτικές, για να εξηγήσουν τις σύνθετες σχέσεις των ηρώων στη συνέχεια. Τα τρία αδέλφια στο υπόγειο του παλιού σπιτιού, όπου υπάρχει το μεγάλο σκουριασμένο ντεπόζιτο της βιομηχανίας του παππού, που έφτιαχνε λικέρ, τελούν ένα συμβολικό και τελετουργικό γάμο μεταξύ τους. Ένα ψήγμα αυτού του κλίματος:
«Όπως αγαπούν τα παιδιά μεταξύ παιχνιδιού και ωραίων φαντασιώσεων, μεταξύ μιας αθώας ιστορικής ανακρίβειας κι εκείνης της τοξικής ουσίας που είναι έρωτας, αλλά που δεν έχει αντιστοιχία όταν είσαι παιδί»[1].
Μέσα από την πλοκή βλέπουμε τις διαφορετικές μεταβάσεις προς την εφηβεία και την ενηλικίωση, καθώς το κάθε παιδί μεγαλώνει και αναπτύσσεται με τους δικούς του ρυθμούς. Επίσης τον τρόπο που λίγο πολύ αντιμετωπίζονταν τότε τα παιδιά με τις ανάλογες επιδράσεις. Ένας χαρακτηριστικός μικρός διάλογος μεταξύ των διδύμων.
«Είμαι παιδί»
«[…] κι εγώ είμαι, αλλά δε μας παίρνει να το δείχνουμε»[2].
Πίσω από αυτές τις διαδικασίες και συνθήκες υφαίνεται και το φόντο της ιστορικής πραγματικότητας της εποχής, το πώς όλα αυτά μετουσιώνονταν μέσα από τα μέλη μίας ευρύτερης οικογένειας και σταδιακά μέσα από το παλιό σπίτι που δίνεται για αντιπαροχή. Αυτό σηματοδοτεί ένα τέλος εποχής. Υπάρχουν πολλές γνώριμες και οικείες εικόνες για όποιον είχε την τύχη να μεγαλώσει ή να ζήσει σε ένα παλιό σπίτι με τα χαλιά, τα βύσσινα, τα λικέρ, τα δωμάτια-Σιβηρία, τις εξερχόμενες του τοίχου σωλήνες κ.ά.
Το βιβλίο μού δημιούργησε τη νοσταλγική μελαγχολία που δημιουργεί η αναπόληση μίας παλιότερης εποχής και αισθάνθηκα μία τέτοια πνοή να έρχεται και από τη δεκαετία του ’80, όπου γράφτηκε. Γιατί ο αφηγητής, το ένα από τα δύο δίδυμα αδέλφια, θυμάται. Και αναμειγνύεται η ατμόσφαιρα του τέλους της δεκαετίας του ’50 με την αναπόλησή της τριάντα χρόνια αργότερα. Το λεπτό χιούμορ του συγγραφέα και οι περιγραφές ονείρων διαπερνούν το βιβλίο, όπως και όσα άλλα δικά του έχω έως τώρα διαβάσει.
[1] Γιάννης Ξανθούλης, Το Πεθαμένο Λικέρ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1987, σελ. 62..
[2] Γιάννης Ξανθούλης, Το Πεθαμένο Λικέρ, ό.π., σελ. 85.
Συγγραφέας: Γιάννης Ξανθούλης
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2007
Περιγραφή
Η αφήγηση εκτυλίσσεται ανάμεσα στο 1957 και 1959. Παρακολουθούμε την ιστορία τριών παιδιών, δύο δίδυμων δεκάχρονων αρχικά και της μεγαλύτερης αδελφής τους, που έχουν ήδη χάσει τον πατέρα τους, ενώ η μητέρα τους ξαναπαντρεύεται. Οι πρώτες σκηνές είναι καταλυτικές, για να εξηγήσουν τις σύνθετες σχέσεις των ηρώων στη συνέχεια. Τα τρία αδέλφια στο υπόγειο του παλιού σπιτιού, όπου υπάρχει το μεγάλο σκουριασμένο ντεπόζιτο της βιομηχανίας του παππού, που έφτιαχνε λικέρ, τελούν ένα συμβολικό και τελετουργικό γάμο μεταξύ τους. Ένα ψήγμα αυτού του κλίματος:
«Όπως αγαπούν τα παιδιά μεταξύ παιχνιδιού και ωραίων φαντασιώσεων, μεταξύ μιας αθώας ιστορικής ανακρίβειας κι εκείνης της τοξικής ουσίας που είναι έρωτας, αλλά που δεν έχει αντιστοιχία όταν είσαι παιδί»[1].
Μέσα από την πλοκή βλέπουμε τις διαφορετικές μεταβάσεις προς την εφηβεία και την ενηλικίωση, καθώς το κάθε παιδί μεγαλώνει και αναπτύσσεται με τους δικούς του ρυθμούς. Επίσης τον τρόπο που λίγο πολύ αντιμετωπίζονταν τότε τα παιδιά με τις ανάλογες επιδράσεις. Ένας χαρακτηριστικός μικρός διάλογος μεταξύ των διδύμων.
«Είμαι παιδί»
«[…] κι εγώ είμαι, αλλά δε μας παίρνει να το δείχνουμε»[2].
Πίσω από αυτές τις διαδικασίες και συνθήκες υφαίνεται και το φόντο της ιστορικής πραγματικότητας της εποχής, το πώς όλα αυτά μετουσιώνονταν μέσα από τα μέλη μίας ευρύτερης οικογένειας και σταδιακά μέσα από το παλιό σπίτι που δίνεται για αντιπαροχή. Αυτό σηματοδοτεί ένα τέλος εποχής. Υπάρχουν πολλές γνώριμες και οικείες εικόνες για όποιον είχε την τύχη να μεγαλώσει ή να ζήσει σε ένα παλιό σπίτι με τα χαλιά, τα βύσσινα, τα λικέρ, τα δωμάτια-Σιβηρία, τις εξερχόμενες του τοίχου σωλήνες κ.ά.
Το βιβλίο μού δημιούργησε τη νοσταλγική μελαγχολία που δημιουργεί η αναπόληση μίας παλιότερης εποχής και αισθάνθηκα μία τέτοια πνοή να έρχεται και από τη δεκαετία του ’80, όπου γράφτηκε. Γιατί ο αφηγητής, το ένα από τα δύο δίδυμα αδέλφια, θυμάται. Και αναμειγνύεται η ατμόσφαιρα του τέλους της δεκαετίας του ’50 με την αναπόλησή της τριάντα χρόνια αργότερα. Το λεπτό χιούμορ του συγγραφέα και οι περιγραφές ονείρων διαπερνούν το βιβλίο, όπως και όσα άλλα δικά του έχω έως τώρα διαβάσει.
[1] Γιάννης Ξανθούλης, Το Πεθαμένο Λικέρ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1987, σελ. 62..
[2] Γιάννης Ξανθούλης, Το Πεθαμένο Λικέρ, ό.π., σελ. 85.
Η Εθνική Φασουλάδα (1993)
Συγγραφέας: Ηλίας Πετρόπουλος
Εκδόσεις: Νεφέλη
Έτος: 1993
Περιγραφή
Τα βιβλία του Ηλία Πετρόπουλου είναι απολαυστικά. Το συγκεκριμένο όντας και μικρούλι διαβάζεται ευχάριστα και απνευστί. Εμπεριέχει ένα κείμενο για τη φασολάδα και ένα για την ομελέτα. Κάνει τις γνωστές αναλύσεις του για τη λέξη φασόλι σε διάφορες γλώσσες των οποίων οι λαοί καταναλώνουν το συγκεκριμένο όσπριο. Αναλύσεις για την προέλευση επίσης της πλούσιας γευστικά αυτής σούπας και για το τι προϋπήρχε αυτής σε μία προσπάθεια να βάλει τα πράγματα στη θέση τους για το αν τελικά η «φασουλάδα είναι το φαΐ της φτωχολογιάς», κάτι που χαρακτηρίζει ως «προχειρολογία». «Αντιπαρατίθεται» νοητά και με τον εξευρωπαϊσμένο στις συνταγές του Σίφνιο Νικόλαο Τσελεμεντέ, δίνοντας μάλιστα συνταγές για διάφορα πιάτα με φασόλια. Μας πληροφορεί άλλοτε κυριολεκτώντας, όπως όταν γράφει ότι «οι νεοέλληνες αποκαλούσαν την κλειτορίδα φασολάκι»[1]. Άλλοτε με χιούμορ: «Πολλά φαγητά τέρπουν το λαρύγγι και το στομάχι. Η φασουλάδα υπερτερεί όλων, καθότι ευχαριστεί, επιπλέον, την κοιλιά και τον πρωκτό. Ανέκαθεν αντιμετώπιζα την πορδή σαν γέλιο της κωλοτρυπίδας»[2]. Και μεταξύ αυτών κάνει και τις παρεμβάσεις του, που μοιάζουν τόσο επίκαιρες: «Η χώρα μας μαστίζεται από μία πολιτιστική κρίση. Η χώρα μπαίνει τώρα στη χειρότερη φάση αυτής της κρίσης. Ο λαός (που δε είναι καθόλου αγνός και αθώος) ευθύνεται εν μέρει για την κρίση. Το μεγαλύτερο ποσοστό της ευθύνης το έχει και το κατέχει το Κράτος, όπως εκφράζεται από τους σάπιους πολιτικάντηδες. Εδώ και σαράντα χρόνια η Ελλάδα κατευθύνεται από βάρβαρους πολιτικούς ‒το κείμενο υπογράφτηκε το Δεκέμβριο του ’89‒ […] Η γενιά μου (δηλαδή, οι λογοτέχνες και οι καλλιτέχνες της γενιάς μου) έπραξαν το παν για να ανακόψουν τον αμερικάνικο τρόπο ζωής. Μόνον έτσι μπορώ να ιδώ την προσπάθεια του Μάνου Χατζηδάκη. Οι έλληνες πρωθυπουργοί μισούν θανάσιμα τους έλληνες συγγραφείς και καλλιτέχνες. Η λεγόμενη συνείδηση του έθνους δεν εκφράζεται από τους πρωθυπουργούς, αλλά από τον Καστοριάδη, από τον Καρούζο, από τον Φασιανό, από τον Σαχτούρη, από τον Ελύτη. Οι πρωθυπουργοί μας είναι πολύ περήφανοι γιατί έχωσαν την Ελλάδα στο ευρωπαϊκό μαντρί. Ασφαλώς, οι κύριοι πρωθυπουργοί θα τα κονομήσουν χοντρά. Κι ο λαός θα εξαναγκαστεί ν’ αλλάξει μοντέλο. Αυτή τη φορά ο κίνδυνος θα ξεκινήσει από τη Δυτική Γερμανία. […] Οι νέοι μας πρέπει αμέσως ν’ αρχίσουν την πολεμική εναντίον της παμφάγου Δυτικής Γερμανίας. Κι αν εδανείστηκα τη θέση του Παπαδημητρακόπουλου είναι γιατί κατέλαβε ήδη σημαντικότατη και επίζηλη θέση στην σύγχρονη πεζογραφία μας. Για να ξεχάσω τα καθάρματα που διοικούν την Ελλάδα, επιστρέφω με χαρά στη φασουλάδα (ζητώντας συγνώμη για την ακούσια ομοιοκαταληξία)»[3].
Κι όμως μπορούν να χωρέσουν πολλά σε ένα μικρό βιβλιαράκι. Αποτελεί και αυτό μέρος της τέχνης της γραφής. Αν το βρείτε κάπου, διαβάστε το, προκαλεί τη σκέψη σε συνδυασμό με τον ουρανίσκο, ακαταμάχητος συνδυασμός.
[1] Ηλίας Πετρόπουλος, Η Εθνική Φασουλάδα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1993, σελ. 24.
[2] Ηλίας Πετρόπουλος, ό.π., σελ. 58.
[3] Ηλίας Πετρόπουλος, ό.π., σελ. 26-29.
Συγγραφέας: Ηλίας Πετρόπουλος
Εκδόσεις: Νεφέλη
Έτος: 1993
Περιγραφή
Τα βιβλία του Ηλία Πετρόπουλου είναι απολαυστικά. Το συγκεκριμένο όντας και μικρούλι διαβάζεται ευχάριστα και απνευστί. Εμπεριέχει ένα κείμενο για τη φασολάδα και ένα για την ομελέτα. Κάνει τις γνωστές αναλύσεις του για τη λέξη φασόλι σε διάφορες γλώσσες των οποίων οι λαοί καταναλώνουν το συγκεκριμένο όσπριο. Αναλύσεις για την προέλευση επίσης της πλούσιας γευστικά αυτής σούπας και για το τι προϋπήρχε αυτής σε μία προσπάθεια να βάλει τα πράγματα στη θέση τους για το αν τελικά η «φασουλάδα είναι το φαΐ της φτωχολογιάς», κάτι που χαρακτηρίζει ως «προχειρολογία». «Αντιπαρατίθεται» νοητά και με τον εξευρωπαϊσμένο στις συνταγές του Σίφνιο Νικόλαο Τσελεμεντέ, δίνοντας μάλιστα συνταγές για διάφορα πιάτα με φασόλια. Μας πληροφορεί άλλοτε κυριολεκτώντας, όπως όταν γράφει ότι «οι νεοέλληνες αποκαλούσαν την κλειτορίδα φασολάκι»[1]. Άλλοτε με χιούμορ: «Πολλά φαγητά τέρπουν το λαρύγγι και το στομάχι. Η φασουλάδα υπερτερεί όλων, καθότι ευχαριστεί, επιπλέον, την κοιλιά και τον πρωκτό. Ανέκαθεν αντιμετώπιζα την πορδή σαν γέλιο της κωλοτρυπίδας»[2]. Και μεταξύ αυτών κάνει και τις παρεμβάσεις του, που μοιάζουν τόσο επίκαιρες: «Η χώρα μας μαστίζεται από μία πολιτιστική κρίση. Η χώρα μπαίνει τώρα στη χειρότερη φάση αυτής της κρίσης. Ο λαός (που δε είναι καθόλου αγνός και αθώος) ευθύνεται εν μέρει για την κρίση. Το μεγαλύτερο ποσοστό της ευθύνης το έχει και το κατέχει το Κράτος, όπως εκφράζεται από τους σάπιους πολιτικάντηδες. Εδώ και σαράντα χρόνια η Ελλάδα κατευθύνεται από βάρβαρους πολιτικούς ‒το κείμενο υπογράφτηκε το Δεκέμβριο του ’89‒ […] Η γενιά μου (δηλαδή, οι λογοτέχνες και οι καλλιτέχνες της γενιάς μου) έπραξαν το παν για να ανακόψουν τον αμερικάνικο τρόπο ζωής. Μόνον έτσι μπορώ να ιδώ την προσπάθεια του Μάνου Χατζηδάκη. Οι έλληνες πρωθυπουργοί μισούν θανάσιμα τους έλληνες συγγραφείς και καλλιτέχνες. Η λεγόμενη συνείδηση του έθνους δεν εκφράζεται από τους πρωθυπουργούς, αλλά από τον Καστοριάδη, από τον Καρούζο, από τον Φασιανό, από τον Σαχτούρη, από τον Ελύτη. Οι πρωθυπουργοί μας είναι πολύ περήφανοι γιατί έχωσαν την Ελλάδα στο ευρωπαϊκό μαντρί. Ασφαλώς, οι κύριοι πρωθυπουργοί θα τα κονομήσουν χοντρά. Κι ο λαός θα εξαναγκαστεί ν’ αλλάξει μοντέλο. Αυτή τη φορά ο κίνδυνος θα ξεκινήσει από τη Δυτική Γερμανία. […] Οι νέοι μας πρέπει αμέσως ν’ αρχίσουν την πολεμική εναντίον της παμφάγου Δυτικής Γερμανίας. Κι αν εδανείστηκα τη θέση του Παπαδημητρακόπουλου είναι γιατί κατέλαβε ήδη σημαντικότατη και επίζηλη θέση στην σύγχρονη πεζογραφία μας. Για να ξεχάσω τα καθάρματα που διοικούν την Ελλάδα, επιστρέφω με χαρά στη φασουλάδα (ζητώντας συγνώμη για την ακούσια ομοιοκαταληξία)»[3].
Κι όμως μπορούν να χωρέσουν πολλά σε ένα μικρό βιβλιαράκι. Αποτελεί και αυτό μέρος της τέχνης της γραφής. Αν το βρείτε κάπου, διαβάστε το, προκαλεί τη σκέψη σε συνδυασμό με τον ουρανίσκο, ακαταμάχητος συνδυασμός.
[1] Ηλίας Πετρόπουλος, Η Εθνική Φασουλάδα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1993, σελ. 24.
[2] Ηλίας Πετρόπουλος, ό.π., σελ. 58.
[3] Ηλίας Πετρόπουλος, ό.π., σελ. 26-29.
Γεύματα Συγγραφέων (1996)
Συγγραφέας: Ορέτα Μπονγκαρτζόνι
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2000
Περιγραφή
Το βιβλίο αποτελεί μία επιλεγμένη συλλογή αποσπασμάτων μαζί με μικρή περίληψη κλασικών και γνωστών βιβλίων, που περιγράφουν γεύματα ή έχουν αναφορές σε φαγητό, ξεκινώντας από την Αγία Γραφή και το «Μάννα». Στη συνέχεια ακολουθούν οι συνταγές για τα αναφερόμενα πιάτα, που προέρχονται από τη χώρα και την εποχή στα οποία αναφέρεται το εκάστοτε βιβλίο. Στο τέλος υπάρχει ένα μικρό αφιέρωμα στο τσάι και στα συνοδευτικά του, ενώ ακολουθούν σύντομα βιογραφικά όλων των συγγραφέων.
«Το “όσο χρειάζεται” είναι, εν συντομία, το σημείο της σύγκλισης και της εξισορρόπησης ανάμεσα στο τυχαίο και στο όριο. Η ικανότητα εντοπισμού αυτού του σημείου είναι και το απαιτούμενο προσόν για όποιον μαγειρεύει. Και σ’ αυτή πιθανόν να βρίσκεται και το μυστικό της κουζίνας ως γλωσσικό ιδίωμα και ως μορφή τέχνης» αναφέρει η συγγραφέας στον Πρόλογο[1].
Βρήκα ενδιαφέρον το βιβλίο, γιατί εκτός από τις συνταγές μπορεί κανείς να έρθει συνοπτικά σε επαφή με διάφορους συγγραφείς και, αν θέλει, στη συνέχεια να διαβάσει κάποιο από τα εμμέσως προτεινόμενα βιβλία. Δεν υπάρχουν μόνο μυθιστορήματα, αλλά και διηγήματα, αφηγήματα, νουβέλες κ.ά. Μία από αυτές είναι και το Δείπνο της Μπαμπέτ της Κάρεν Μπλίξεν, όπου παίρνουμε τη συνταγή για «Ορτύκια σε σαρκοφάγο», η οποία αποτελούσε δημιουργία της σεφ της ιστορίας.
Κρατώ ένα σημείο από την αναφορά στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Ένας γλυκύτατος θάνατος ή Ένας πολύ γλυκός θάνατος γραμμένο από τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ για τη μητέρα της, που δείχνει χαρακτηριστικά το πώς παρατίθενται κάποια σημεία μεταβαίνοντας στη συνταγή.
«Δεν την είχαν συνηθίσει ούτε να βλέπει καθαρά την ίδια την ψυχή της ούτε να χρησιμοποιεί την προσωπική της κρίση. Έπρεπε πάντα να κρύβεται πίσω από κάποια εξουσία· όμως αυτά που εκείνη σεβότανε δεν ήταν κάποιες συμφωνίες… Συχνά είναι γόνιμο να σκέφτεσαι ενάντια στον εαυτό σου· όμως για τη μητέρα μου ήταν μία διαφορετική ιστορία: αυτή έζησε ενάντια στον εαυτό της. Εκτός ίσως από εκείνο το απόγευμα του καλοκαιριού, που, κοριτσάκι, έτρωγε τα δαμάσκηνα πάνω στο δέντρο»[2]. Και αμέσως μετά ακολουθεί μία συνταγή για τάρτα με δαμάσκηνα από το Γαλλία του 1890.
[1] Ορέτα Μπονγκαρτζόνι, Γεύματα Συγγραφέων, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2000, σελ. 15.
[2] Ορέτα Μπονγκαρτζόνι, Γεύματα Συγγραφέων, ό.π., σελ. 111.
Συγγραφέας: Ορέτα Μπονγκαρτζόνι
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2000
Περιγραφή
Το βιβλίο αποτελεί μία επιλεγμένη συλλογή αποσπασμάτων μαζί με μικρή περίληψη κλασικών και γνωστών βιβλίων, που περιγράφουν γεύματα ή έχουν αναφορές σε φαγητό, ξεκινώντας από την Αγία Γραφή και το «Μάννα». Στη συνέχεια ακολουθούν οι συνταγές για τα αναφερόμενα πιάτα, που προέρχονται από τη χώρα και την εποχή στα οποία αναφέρεται το εκάστοτε βιβλίο. Στο τέλος υπάρχει ένα μικρό αφιέρωμα στο τσάι και στα συνοδευτικά του, ενώ ακολουθούν σύντομα βιογραφικά όλων των συγγραφέων.
«Το “όσο χρειάζεται” είναι, εν συντομία, το σημείο της σύγκλισης και της εξισορρόπησης ανάμεσα στο τυχαίο και στο όριο. Η ικανότητα εντοπισμού αυτού του σημείου είναι και το απαιτούμενο προσόν για όποιον μαγειρεύει. Και σ’ αυτή πιθανόν να βρίσκεται και το μυστικό της κουζίνας ως γλωσσικό ιδίωμα και ως μορφή τέχνης» αναφέρει η συγγραφέας στον Πρόλογο[1].
Βρήκα ενδιαφέρον το βιβλίο, γιατί εκτός από τις συνταγές μπορεί κανείς να έρθει συνοπτικά σε επαφή με διάφορους συγγραφείς και, αν θέλει, στη συνέχεια να διαβάσει κάποιο από τα εμμέσως προτεινόμενα βιβλία. Δεν υπάρχουν μόνο μυθιστορήματα, αλλά και διηγήματα, αφηγήματα, νουβέλες κ.ά. Μία από αυτές είναι και το Δείπνο της Μπαμπέτ της Κάρεν Μπλίξεν, όπου παίρνουμε τη συνταγή για «Ορτύκια σε σαρκοφάγο», η οποία αποτελούσε δημιουργία της σεφ της ιστορίας.
Κρατώ ένα σημείο από την αναφορά στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Ένας γλυκύτατος θάνατος ή Ένας πολύ γλυκός θάνατος γραμμένο από τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ για τη μητέρα της, που δείχνει χαρακτηριστικά το πώς παρατίθενται κάποια σημεία μεταβαίνοντας στη συνταγή.
«Δεν την είχαν συνηθίσει ούτε να βλέπει καθαρά την ίδια την ψυχή της ούτε να χρησιμοποιεί την προσωπική της κρίση. Έπρεπε πάντα να κρύβεται πίσω από κάποια εξουσία· όμως αυτά που εκείνη σεβότανε δεν ήταν κάποιες συμφωνίες… Συχνά είναι γόνιμο να σκέφτεσαι ενάντια στον εαυτό σου· όμως για τη μητέρα μου ήταν μία διαφορετική ιστορία: αυτή έζησε ενάντια στον εαυτό της. Εκτός ίσως από εκείνο το απόγευμα του καλοκαιριού, που, κοριτσάκι, έτρωγε τα δαμάσκηνα πάνω στο δέντρο»[2]. Και αμέσως μετά ακολουθεί μία συνταγή για τάρτα με δαμάσκηνα από το Γαλλία του 1890.
[1] Ορέτα Μπονγκαρτζόνι, Γεύματα Συγγραφέων, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2000, σελ. 15.
[2] Ορέτα Μπονγκαρτζόνι, Γεύματα Συγγραφέων, ό.π., σελ. 111.
Γυναίκες από ζάχαρη (2004)
Συγγραφέας: Τίνυ Μαρτίνι
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2004
Περιγραφή
Η ιστορία διαδραματίζεται στη μεταπολεμική Κέρκυρα. Το βιβλίο είναι διάσπαρτο με «αστεία» ή «ψευτο»-γλυκά φτιαγμένα σχεδόν με το «τίποτα», κάτι που θυμίζει τους ψευτοκεφτέδες, που είναι χωρίς κρέας. Η επινοητικότητα, λοιπόν, στα φαγητά γέμιζε την κατσαρόλα και τα πιάτα κάθε μέρα με ελάχιστα υλικά. Αυτά έχρισαν τη γιαγιά Αμάλια, την τζία Κατίνα αλλά και τις γυναίκες της εποχής ως «γυναίκες από ζάχαρη», που έκαναν μία νέα αρχή μετά την καταστροφή των σπιτιών τους από τις εμπρηστικές βόμβες των Γερμανών. Οπότε η ζάχαρη έχει διπλό νόημα, κυριολεκτικό και μεταφορικό, γιατί με λίγη ζάχαρη φτιάχνονται σπουδαία γλυκά, αλλά με χιούμορ και χαμόγελο ζαχαρώνουν η διάθεση και η ζωή. Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που επιλέγει να μείνει με τη γιαγιά του διαγράφεται η ιστορία της οικογένειας και δευτερευόντων χαρακτήρων, όπως σταδιακά ανασταίνονταν μέσα από τα συντρίμμια και τις προσπάθειες του νησιού να επουλώσει τις πληγές του.
«Γιατί μέσα σ’ αυτές τις δύο συλλαβές, “γιαγιά”, βρίσκεται ο άνθρωπος που δεν μας αμφισβητεί σε ηλικίες που οι άλλοι μας αμφισβητούν. Ο άνθρωπος που μας ακούει ενώ οι άλλοι δεν μας ακούν […] Δεν μπορούσα να την αποχωριστώ τη γιαγιά μου. Μ’ άρεσε! Μύριζε όμορφα! Τα χέρια της, το πρόσωπό της, τα ρούχα της, το σπίτι της! Μύριζε όμορφα και το όνομά της. Αμάλια. Ναι, έτσι γράφεται, έτσι την έλεγαν. Όχι Αμαλία, προς Θεού, μην το διορθώσετε. Θα χάσει τον ήχο του. Θα χάσει το χάδι του»[1].
Οι μέρες της εβδομάδας καθόριζαν τις δουλειές όσο και οι εποχές, ενώ με την ίδια τακτικότητα φτιάχνονταν τα εδέσματα ανάλογα με την περίσταση, καθημερινή ή ξεχωριστή. Με λίγη φαντασία, βέβαια, όλα ιδιαίτερα γίνονται. Το κερκυραϊκό ιδίωμα δίνει χρώμα στο βιβλίο, οι συνταγές άρωμα, οι εικόνες του ζωντάνια. Θα μπορούσε να αποτελεί ένα ενδιαφέρον εγχειρίδιο οικιακής οικονομίας, καθώς βλέπουμε το πώς διατηρούνταν τότε ένα νοικοκυριό με το πλύσιμο των ρούχων, τη συντήρηση των τροφίμων κτλ. Ήταν μία περιπετειώδης τέχνη η επιβίωση, της οποίας η αίσθηση επανέρχεται σήμερα και μοιάζει με τραγική ειρωνεία. Στο τέλος παρατίθενται όσες κερκυραϊκές συνταγές συναντάμε στο βιβλίο βουτηγμένες στην αφήγηση.
[1] Τίνυ Μαρτίνι, Γυναίκες από ζάχαρη, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2004, σελ. 21, 30-31.
Συγγραφέας: Τίνυ Μαρτίνι
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2004
Περιγραφή
Η ιστορία διαδραματίζεται στη μεταπολεμική Κέρκυρα. Το βιβλίο είναι διάσπαρτο με «αστεία» ή «ψευτο»-γλυκά φτιαγμένα σχεδόν με το «τίποτα», κάτι που θυμίζει τους ψευτοκεφτέδες, που είναι χωρίς κρέας. Η επινοητικότητα, λοιπόν, στα φαγητά γέμιζε την κατσαρόλα και τα πιάτα κάθε μέρα με ελάχιστα υλικά. Αυτά έχρισαν τη γιαγιά Αμάλια, την τζία Κατίνα αλλά και τις γυναίκες της εποχής ως «γυναίκες από ζάχαρη», που έκαναν μία νέα αρχή μετά την καταστροφή των σπιτιών τους από τις εμπρηστικές βόμβες των Γερμανών. Οπότε η ζάχαρη έχει διπλό νόημα, κυριολεκτικό και μεταφορικό, γιατί με λίγη ζάχαρη φτιάχνονται σπουδαία γλυκά, αλλά με χιούμορ και χαμόγελο ζαχαρώνουν η διάθεση και η ζωή. Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που επιλέγει να μείνει με τη γιαγιά του διαγράφεται η ιστορία της οικογένειας και δευτερευόντων χαρακτήρων, όπως σταδιακά ανασταίνονταν μέσα από τα συντρίμμια και τις προσπάθειες του νησιού να επουλώσει τις πληγές του.
«Γιατί μέσα σ’ αυτές τις δύο συλλαβές, “γιαγιά”, βρίσκεται ο άνθρωπος που δεν μας αμφισβητεί σε ηλικίες που οι άλλοι μας αμφισβητούν. Ο άνθρωπος που μας ακούει ενώ οι άλλοι δεν μας ακούν […] Δεν μπορούσα να την αποχωριστώ τη γιαγιά μου. Μ’ άρεσε! Μύριζε όμορφα! Τα χέρια της, το πρόσωπό της, τα ρούχα της, το σπίτι της! Μύριζε όμορφα και το όνομά της. Αμάλια. Ναι, έτσι γράφεται, έτσι την έλεγαν. Όχι Αμαλία, προς Θεού, μην το διορθώσετε. Θα χάσει τον ήχο του. Θα χάσει το χάδι του»[1].
Οι μέρες της εβδομάδας καθόριζαν τις δουλειές όσο και οι εποχές, ενώ με την ίδια τακτικότητα φτιάχνονταν τα εδέσματα ανάλογα με την περίσταση, καθημερινή ή ξεχωριστή. Με λίγη φαντασία, βέβαια, όλα ιδιαίτερα γίνονται. Το κερκυραϊκό ιδίωμα δίνει χρώμα στο βιβλίο, οι συνταγές άρωμα, οι εικόνες του ζωντάνια. Θα μπορούσε να αποτελεί ένα ενδιαφέρον εγχειρίδιο οικιακής οικονομίας, καθώς βλέπουμε το πώς διατηρούνταν τότε ένα νοικοκυριό με το πλύσιμο των ρούχων, τη συντήρηση των τροφίμων κτλ. Ήταν μία περιπετειώδης τέχνη η επιβίωση, της οποίας η αίσθηση επανέρχεται σήμερα και μοιάζει με τραγική ειρωνεία. Στο τέλος παρατίθενται όσες κερκυραϊκές συνταγές συναντάμε στο βιβλίο βουτηγμένες στην αφήγηση.
[1] Τίνυ Μαρτίνι, Γυναίκες από ζάχαρη, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2004, σελ. 21, 30-31.
Η σούπα του Κάφκα (2005)
Συγγραφέας: Μαρκ Κρικ
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Έτος: 2009
Περιγραφή
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Μαρκ Κρικ. Το κάθε κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε μία διαφορετική συνταγή, γραμμένη στο ύφος κάποιου γνωστού συγγραφέα. Ο Μαρκ Κρικ κάνει μία εμπνευσμένη αναδημιουργία ήδη γνωστών κειμένων όχι μόνο ακολουθώντας το ύφος γραφής, αλλά δανειζόμενος πρόσωπα και φράσεις που αποκτούν άλλη διάσταση, χωρίς να χάνουν τα γνώριμα χαρακτηριστικά τους. Για παράδειγμα, στη «Σούπα του Κάφκα» αναγνωρίζουμε τον Κ. από τη «Δίκη» και μοιάζει να τον παρακολουθούμε σε ένα λίγο παραλλαγμένο επεισόδιο. Έτσι περνούν μέσα στις σελίδες του βιβλίου συγγραφείς φιλτραρισμένοι από την πένα του Μαρκ Κρικ, όπως η Τζέιν Όστιν, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Τζον Στάινμπεκ, ο Κάρολος Ντίκενς, ο Γκρέιαμ Γκριν, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Όμηρος και άλλοι. Ενώ κάποιες από τις συνταγές είναι ριζότο με μανιτάρια, τάρτα με κρεμμύδια, μύδια με κρασί, κέικ σοκολάτας, τιραμισού, κοτοπουλάκια γεμιστά, αρνί με σάλτσα άνηθου, κόκορας κρασάτος και άλλες. Τα υλικά των λαχταριστών συνταγών δίνονται στην αρχή και η εκτέλεσή τους δένεται με την αφήγηση με φαντασία και επιτυχία, έτσι που προκύπτει ένα βιβλίο σύντομο και περιεκτικό, για να διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα. Οι συνταγές, πάλι, δεν πάνε χαμένες. Μπορούν να σερβιριστούν ως πιάτα σε μία βραδιά αφιερωμένη στην ανάγνωση κειμένων και στη γεύση με ωραία παρέα και με καλούς φίλους!
Είναι ενδιαφέρουσα και η άσκηση ύφους και οι συνταγές αυτές καθαυτές. Συμπεριλαμβάνονται 17 συνταγές, ενώ στο Επίμετρο της μεταφράστριας Αθηνάς Δημητριάδου υπάρχει άλλη μία, «Γλυκό του κουταλιού βύσσινο» αλά Κ.Π. Καβάφη, φτιαγμένη από την ίδια.
Συγγραφέας: Μαρκ Κρικ
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Έτος: 2009
Περιγραφή
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Μαρκ Κρικ. Το κάθε κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε μία διαφορετική συνταγή, γραμμένη στο ύφος κάποιου γνωστού συγγραφέα. Ο Μαρκ Κρικ κάνει μία εμπνευσμένη αναδημιουργία ήδη γνωστών κειμένων όχι μόνο ακολουθώντας το ύφος γραφής, αλλά δανειζόμενος πρόσωπα και φράσεις που αποκτούν άλλη διάσταση, χωρίς να χάνουν τα γνώριμα χαρακτηριστικά τους. Για παράδειγμα, στη «Σούπα του Κάφκα» αναγνωρίζουμε τον Κ. από τη «Δίκη» και μοιάζει να τον παρακολουθούμε σε ένα λίγο παραλλαγμένο επεισόδιο. Έτσι περνούν μέσα στις σελίδες του βιβλίου συγγραφείς φιλτραρισμένοι από την πένα του Μαρκ Κρικ, όπως η Τζέιν Όστιν, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Τζον Στάινμπεκ, ο Κάρολος Ντίκενς, ο Γκρέιαμ Γκριν, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Όμηρος και άλλοι. Ενώ κάποιες από τις συνταγές είναι ριζότο με μανιτάρια, τάρτα με κρεμμύδια, μύδια με κρασί, κέικ σοκολάτας, τιραμισού, κοτοπουλάκια γεμιστά, αρνί με σάλτσα άνηθου, κόκορας κρασάτος και άλλες. Τα υλικά των λαχταριστών συνταγών δίνονται στην αρχή και η εκτέλεσή τους δένεται με την αφήγηση με φαντασία και επιτυχία, έτσι που προκύπτει ένα βιβλίο σύντομο και περιεκτικό, για να διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα. Οι συνταγές, πάλι, δεν πάνε χαμένες. Μπορούν να σερβιριστούν ως πιάτα σε μία βραδιά αφιερωμένη στην ανάγνωση κειμένων και στη γεύση με ωραία παρέα και με καλούς φίλους!
Είναι ενδιαφέρουσα και η άσκηση ύφους και οι συνταγές αυτές καθαυτές. Συμπεριλαμβάνονται 17 συνταγές, ενώ στο Επίμετρο της μεταφράστριας Αθηνάς Δημητριάδου υπάρχει άλλη μία, «Γλυκό του κουταλιού βύσσινο» αλά Κ.Π. Καβάφη, φτιαγμένη από την ίδια.
Η σάλτσα ήταν σχεδόν τέλεια (2008)
Συγγραφέας: Αν Μαρτινέτι και Φρανσουά Ριβιέρ
Εκδόσεις: Πατάκη
Έτος: 2010
Περιγραφή
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ ήταν μία πολύ οικεία καλλιτεχνική παρουσία σε όσους από εμάς στηνόμασταν μπροστά από την τηλεόραση, για να παρακολουθήσουμε εκείνο το ημίωρο σχεδόν επεισόδιο της τηλεοπτικής του σειράς «Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει» πριν από αρκετά χρόνια. Το στοίχημα ήταν πάντα να μαντέψουμε τη λύση, η οποία στο τέλος ξάφνιαζε συνήθως λυτρωτικά. Εμένα με συνέπαιρνε η αφήγηση και δεν είχα το μυαλό μου εκεί τελικά, για να είμαι ειλικρινής, γιατί αφηνόμουν στην ιστορία. Μία άλλη ιδιαιτερότητά του ήταν ότι έκανε ένα μικρό πέρασμα στις ταινίες του και περίμενα να τον αναγνωρίσω, παρασυρόμενη σε ένα μικρό παιχνίδι που σκηνοθετούσε με συμμέτοχο το κοινό του. Έτσι φαινόταν σε μένα τουλάχιστον.
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, εκτός από σκηνοθέτης, όμως, ήταν και λάτρης του καλού φαγητού, έχοντας εξοικειωθεί με μυρωδιές, γεύσεις και προϊόντα ήδη από το παντοπωλείο του πατέρα του. Φέροντας από μικρή ηλικία πολλά κιλά και όντας μοναχικός μάλλον τύπος ξέφευγε μέσω της φαντασίας και των γευμάτων σε άλλους κόσμους. Τελικά, διοχέτευσε το πάθος του για ζωή στον κινηματογράφο με ταινίες που προβάλλουν στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας του, όπως ήταν το χιούμορ του, που γίνεται συχνά μακάβριο εκτός από αυτοσαρκαστικό για το επιπλέον βάρος του, η αγάπη του για το φαγητό και την κομψότητα και η οξυδέρκειά του, εκφρασμένη σε οργανωμένη και δομημένη αφήγηση. Στις ταινίες του υπάρχουν γεύματα και το φαγητό με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είναι πάντα παρόν. Ακόμα και στη διάσημη σκηνή του «Ψυχώ» το σιρόπι σοκολάτας «υποδύθηκε» το αίμα. Αυτό ήταν ίσως ένα τεχνικό τρικ, αλλά με κάποιον τρόπο η αίσθηση της γεύσης πάντα έβρισκε λόγο ύπαρξης στις ταινίες του.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα βασικά κεφάλαια, στα οποία παρακολουθούμε την πορεία της ζωής του μέσα από εισαγωγές, ξεκινώντας από τη γέννησή του. Στην ανάπτυξη του κάθε κεφαλαίου παρατίθενται οι συνταγές, που είναι συνολικά ογδόντα και συμπεριλαμβάνουν πιάτα όλων των ειδών. Στο τέλος βρίσκουμε τα κοκτέιλ με προτάσεις και ιδέες για την οργάνωση μίας χιτσκοκικής βραδιάς. Οι συνταγές είναι εμπνευσμένες από τις ταινίες όπου χρησιμοποιήθηκαν και από αγαπημένα πιάτα του σκηνοθέτη, τα οποία είτε προτιμούσε είτε σηματοδοτούσαν γεγονότα και περιόδους-σταθμούς στη ζωή του, περνώντας αντίστοιχα και στις ταινίες του. Το βιβλίο λειτουργεί και ως λεύκωμα με φωτογραφίες, διαλόγους των έργων και σχόλια ή μικρές περιλήψεις. Όλα αυτά συνθέτουν, τελικά, μία ενδιαφέρουσα ποικιλία με βιογραφικά στοιχεία, φωτογραφίες, πρωτότυπες ιδέες, συνταγές και, φυσικά, πολύ κινηματογράφο.
Οι ταινίες έχουν άλλη γεύση, βέβαια, αλλά όποιος επιθυμεί ένα μεζεδάκι χιτσκοκικής μαγείας θα βρει εδώ ένα επεισόδιο από τη γνωστή σειρά «Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει».
«Lamb To The Slaughter».
Συγγραφέας: Αν Μαρτινέτι και Φρανσουά Ριβιέρ
Εκδόσεις: Πατάκη
Έτος: 2010
Περιγραφή
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ ήταν μία πολύ οικεία καλλιτεχνική παρουσία σε όσους από εμάς στηνόμασταν μπροστά από την τηλεόραση, για να παρακολουθήσουμε εκείνο το ημίωρο σχεδόν επεισόδιο της τηλεοπτικής του σειράς «Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει» πριν από αρκετά χρόνια. Το στοίχημα ήταν πάντα να μαντέψουμε τη λύση, η οποία στο τέλος ξάφνιαζε συνήθως λυτρωτικά. Εμένα με συνέπαιρνε η αφήγηση και δεν είχα το μυαλό μου εκεί τελικά, για να είμαι ειλικρινής, γιατί αφηνόμουν στην ιστορία. Μία άλλη ιδιαιτερότητά του ήταν ότι έκανε ένα μικρό πέρασμα στις ταινίες του και περίμενα να τον αναγνωρίσω, παρασυρόμενη σε ένα μικρό παιχνίδι που σκηνοθετούσε με συμμέτοχο το κοινό του. Έτσι φαινόταν σε μένα τουλάχιστον.
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, εκτός από σκηνοθέτης, όμως, ήταν και λάτρης του καλού φαγητού, έχοντας εξοικειωθεί με μυρωδιές, γεύσεις και προϊόντα ήδη από το παντοπωλείο του πατέρα του. Φέροντας από μικρή ηλικία πολλά κιλά και όντας μοναχικός μάλλον τύπος ξέφευγε μέσω της φαντασίας και των γευμάτων σε άλλους κόσμους. Τελικά, διοχέτευσε το πάθος του για ζωή στον κινηματογράφο με ταινίες που προβάλλουν στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας του, όπως ήταν το χιούμορ του, που γίνεται συχνά μακάβριο εκτός από αυτοσαρκαστικό για το επιπλέον βάρος του, η αγάπη του για το φαγητό και την κομψότητα και η οξυδέρκειά του, εκφρασμένη σε οργανωμένη και δομημένη αφήγηση. Στις ταινίες του υπάρχουν γεύματα και το φαγητό με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είναι πάντα παρόν. Ακόμα και στη διάσημη σκηνή του «Ψυχώ» το σιρόπι σοκολάτας «υποδύθηκε» το αίμα. Αυτό ήταν ίσως ένα τεχνικό τρικ, αλλά με κάποιον τρόπο η αίσθηση της γεύσης πάντα έβρισκε λόγο ύπαρξης στις ταινίες του.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα βασικά κεφάλαια, στα οποία παρακολουθούμε την πορεία της ζωής του μέσα από εισαγωγές, ξεκινώντας από τη γέννησή του. Στην ανάπτυξη του κάθε κεφαλαίου παρατίθενται οι συνταγές, που είναι συνολικά ογδόντα και συμπεριλαμβάνουν πιάτα όλων των ειδών. Στο τέλος βρίσκουμε τα κοκτέιλ με προτάσεις και ιδέες για την οργάνωση μίας χιτσκοκικής βραδιάς. Οι συνταγές είναι εμπνευσμένες από τις ταινίες όπου χρησιμοποιήθηκαν και από αγαπημένα πιάτα του σκηνοθέτη, τα οποία είτε προτιμούσε είτε σηματοδοτούσαν γεγονότα και περιόδους-σταθμούς στη ζωή του, περνώντας αντίστοιχα και στις ταινίες του. Το βιβλίο λειτουργεί και ως λεύκωμα με φωτογραφίες, διαλόγους των έργων και σχόλια ή μικρές περιλήψεις. Όλα αυτά συνθέτουν, τελικά, μία ενδιαφέρουσα ποικιλία με βιογραφικά στοιχεία, φωτογραφίες, πρωτότυπες ιδέες, συνταγές και, φυσικά, πολύ κινηματογράφο.
Οι ταινίες έχουν άλλη γεύση, βέβαια, αλλά όποιος επιθυμεί ένα μεζεδάκι χιτσκοκικής μαγείας θα βρει εδώ ένα επεισόδιο από τη γνωστή σειρά «Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει».
«Lamb To The Slaughter».
Απόψε μαγειρέψαμε αλλιώς (2011)
Συγγραφέας: Γιώργος Καλός
Εκδόσεις: Αρμός
Έτος: 2011
Περιγραφή
Το βιβλίο είναι συλλογή διηγημάτων, που μάλλον πρόκειται για μικρές ιστορίες, πιο μεγάλες, επομένως, από τα συνήθη μικρά διηγήματα. Αφορούν όλες ανθρώπους που έχουν μία στενή σχέση με τη μαγειρική με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, περνώντας μέσα από νόστιμα πιάτα, γλυκά, άρωμα καφέ και μυρωδιές φαγητών προβληματισμούς και εικόνες από τη σύγχρονη Ελλάδα. Οι συνταγές είναι δεμένες με την πλοκή, όπως και πολλά μυστικά μαγειρικής ή πληροφορίες για τα υλικά, όλα δοσμένα με φροντίδα και τρυφερότητα. Οι χαρακτήρες, αν και διαφορετικοί μεταξύ τους, έχουν αυτό το κοινό χαρακτηριστικό, αγαπούν όχι μόνο το φαγητό, αλλά το να μαγειρεύουν με αγάπη για αγαπημένα και μη πρόσωπα. Σαν να γίνεται μία πόρτα η γεύση για να γίνουν νέες αρχές ή να θεμελιωθούν καταστάσεις. Δημιουργούνται διάφορες πλοκές και περιπλοκές που έχουν ενδιαφέρον σε καλά δομημένες ιστορίες.
Ένα μυστικό για το πιλάφι και για ό,τι χρειάζεται άχνισμα από το διήγημα «Γεύματα αστέγων».
«Τέλος το σκεπάζεις με μια καθαρή πετσέτα ν’ αχνιστεί, το άχνισμα δείχνει αγάπη, δεν παρατάς κάτι να κρυώσει άχαρα, το σκεπάζεις να κρατήσει για λίγο ακόμα τη θερμοκρασία του, το βοηθάς να μη χάσει τα αρώματά του με την εξάτμιση των υγρών στο ανοιχτό περιβάλλον, είναι θέμα απλής φυσικής, οι ατμοί ταξιδεύουν, είναι οι αλήτες της κουζίνας, πάνε οπουδήποτε, γαργαλάνε τις πιο απίθανες μύτες και υποβαθμίζουν τα αρώματα της κατσαρόλας»[1].
Και, τέλος, μία προτροπή από το διήγημα «Σοκολάτα και ειδική αγωγή».
«Και καλό θα είναι να το πω, τώρα που το σκέφτομαι, πόσο γενναίο είναι για κάθε άνθρωπο το να μπορεί να περνάει πάνω απ’ τα δικά του προβλήματα και να βρίσκει τη δύναμη να συμμεριστεί τη χαρά των άλλων. Τη λύπη άσ’ την, είναι κάτι το άλλο, εύκολο ζήτημα να τρέξεις και να συντρέξεις»[2].
[1] Γιώργος Καλός, Απόψε μαγειρέψαμε αλλιώς, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα, 2011, σελ. 119.
[2] Γιώργος Καλός, Απόψε μαγειρέψαμε αλλιώς, ό.π., σελ. 208.
Συγγραφέας: Γιώργος Καλός
Εκδόσεις: Αρμός
Έτος: 2011
Περιγραφή
Το βιβλίο είναι συλλογή διηγημάτων, που μάλλον πρόκειται για μικρές ιστορίες, πιο μεγάλες, επομένως, από τα συνήθη μικρά διηγήματα. Αφορούν όλες ανθρώπους που έχουν μία στενή σχέση με τη μαγειρική με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, περνώντας μέσα από νόστιμα πιάτα, γλυκά, άρωμα καφέ και μυρωδιές φαγητών προβληματισμούς και εικόνες από τη σύγχρονη Ελλάδα. Οι συνταγές είναι δεμένες με την πλοκή, όπως και πολλά μυστικά μαγειρικής ή πληροφορίες για τα υλικά, όλα δοσμένα με φροντίδα και τρυφερότητα. Οι χαρακτήρες, αν και διαφορετικοί μεταξύ τους, έχουν αυτό το κοινό χαρακτηριστικό, αγαπούν όχι μόνο το φαγητό, αλλά το να μαγειρεύουν με αγάπη για αγαπημένα και μη πρόσωπα. Σαν να γίνεται μία πόρτα η γεύση για να γίνουν νέες αρχές ή να θεμελιωθούν καταστάσεις. Δημιουργούνται διάφορες πλοκές και περιπλοκές που έχουν ενδιαφέρον σε καλά δομημένες ιστορίες.
Ένα μυστικό για το πιλάφι και για ό,τι χρειάζεται άχνισμα από το διήγημα «Γεύματα αστέγων».
«Τέλος το σκεπάζεις με μια καθαρή πετσέτα ν’ αχνιστεί, το άχνισμα δείχνει αγάπη, δεν παρατάς κάτι να κρυώσει άχαρα, το σκεπάζεις να κρατήσει για λίγο ακόμα τη θερμοκρασία του, το βοηθάς να μη χάσει τα αρώματά του με την εξάτμιση των υγρών στο ανοιχτό περιβάλλον, είναι θέμα απλής φυσικής, οι ατμοί ταξιδεύουν, είναι οι αλήτες της κουζίνας, πάνε οπουδήποτε, γαργαλάνε τις πιο απίθανες μύτες και υποβαθμίζουν τα αρώματα της κατσαρόλας»[1].
Και, τέλος, μία προτροπή από το διήγημα «Σοκολάτα και ειδική αγωγή».
«Και καλό θα είναι να το πω, τώρα που το σκέφτομαι, πόσο γενναίο είναι για κάθε άνθρωπο το να μπορεί να περνάει πάνω απ’ τα δικά του προβλήματα και να βρίσκει τη δύναμη να συμμεριστεί τη χαρά των άλλων. Τη λύπη άσ’ την, είναι κάτι το άλλο, εύκολο ζήτημα να τρέξεις και να συντρέξεις»[2].
[1] Γιώργος Καλός, Απόψε μαγειρέψαμε αλλιώς, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα, 2011, σελ. 119.
[2] Γιώργος Καλός, Απόψε μαγειρέψαμε αλλιώς, ό.π., σελ. 208.
Μουσική
La grande bouffe (1973)
Soundtrack
Περιγραφή
Δίσκος βινυλίου με τη μουσική της ταινίας, όπου στη μία πλευρά ακούγεται η ορχηστρική μουσική του Φιλίπ Σαρντ, ενώ στη δεύτερη πλευρά υπάρχει η εκδοχή της σε πιάνο με εκτέλεση του Μισέλ Πικολί. Το θέμα είναι πολύ χαρακτηριστικό και για μένα αγαπημένο.
Soundtrack
Περιγραφή
Δίσκος βινυλίου με τη μουσική της ταινίας, όπου στη μία πλευρά ακούγεται η ορχηστρική μουσική του Φιλίπ Σαρντ, ενώ στη δεύτερη πλευρά υπάρχει η εκδοχή της σε πιάνο με εκτέλεση του Μισέλ Πικολί. Το θέμα είναι πολύ χαρακτηριστικό και για μένα αγαπημένο.
Το βασικό θέμα (ορχηστρικό κομμάτι). | Το βασικό θέμα (πιάνο). |
Nine ½ Weeks (1986)
Soundtrack
Περιγραφή
Ένα άλμπουμ με τραγούδια που, όταν πατιέται το play, σε όλους δημιουργούνται εικόνες είτε έχουν δει είτε δεν έχουν δει την ταινία. Υπάρχουν όμως και τραγούδια εμπορικά που ακολούθησαν τη συνταγή της εποχής, τα οποία ακούγονται πλέον ως απολιθώματα των ’80ς. Αυτό ισχύει γενικότερα μάλλον. Κάποιοι ήχοι να μη χαρακτηρίζουν απλώς ορισμένες εποχές ‒ δεκαετίες, αλλά να καταφέρνουν να ξεπεράσουν την εποχή τους, και άλλοι να την αντιπροσωπεύουν χωρίς τη στόφα της «διαχρονικότητας». Αυτό δε σημαίνει, όμως, ότι τα τραγούδια για τον καθένα δεν ανασύρουν μνήμες ή ότι δε φέρνουν εικόνες όταν έχουν γίνει βίωμα μία δεδομένη χρονική στιγμή, ακόμα κι αν δεν αξιώνουν τον τίτλο του αριστουργήματος. Ισχύει και εκτός του συγκεκριμένου άλμπουμ. Το συμπεριλαμβάνω γιατί λίγα και καλά τραγούδια του αναγνωρίζονται πλέον ως κλασικά για το είδος τους.
Soundtrack
Περιγραφή
Ένα άλμπουμ με τραγούδια που, όταν πατιέται το play, σε όλους δημιουργούνται εικόνες είτε έχουν δει είτε δεν έχουν δει την ταινία. Υπάρχουν όμως και τραγούδια εμπορικά που ακολούθησαν τη συνταγή της εποχής, τα οποία ακούγονται πλέον ως απολιθώματα των ’80ς. Αυτό ισχύει γενικότερα μάλλον. Κάποιοι ήχοι να μη χαρακτηρίζουν απλώς ορισμένες εποχές ‒ δεκαετίες, αλλά να καταφέρνουν να ξεπεράσουν την εποχή τους, και άλλοι να την αντιπροσωπεύουν χωρίς τη στόφα της «διαχρονικότητας». Αυτό δε σημαίνει, όμως, ότι τα τραγούδια για τον καθένα δεν ανασύρουν μνήμες ή ότι δε φέρνουν εικόνες όταν έχουν γίνει βίωμα μία δεδομένη χρονική στιγμή, ακόμα κι αν δεν αξιώνουν τον τίτλο του αριστουργήματος. Ισχύει και εκτός του συγκεκριμένου άλμπουμ. Το συμπεριλαμβάνω γιατί λίγα και καλά τραγούδια του αναγνωρίζονται πλέον ως κλασικά για το είδος τους.
Τζο Κόκερ (Joe Cocker), «You can leave your hat on». | Μπράιαν Φέρι (Bryan Ferry), «Slave to love». |
Cocktail (1988)
Soundtrack
Περιγραφή
Το σάουντρακ της ταινίας συμπεριλαμβάνει κυρίως ποπ ροκ τραγούδια διαφόρων καλλιτεχνών που έγιναν χιτ εκείνη την εποχή, όπως το «Kokomo» των «The Beach Boys», αλλά και παλιότερα, όπως το «Tutti Frutti» σε ερμηνεία του Λιτλ Ρίτσαρντ (Little Richard). Υπάρχουν, όμως, και κάποια τραγούδια που έχουν πλέον συνδυαστεί ειδικά με την ταινία, η οποία θέλοντας ή μη φέρει ένα άρωμα καλοκαιριού.
Soundtrack
Περιγραφή
Το σάουντρακ της ταινίας συμπεριλαμβάνει κυρίως ποπ ροκ τραγούδια διαφόρων καλλιτεχνών που έγιναν χιτ εκείνη την εποχή, όπως το «Kokomo» των «The Beach Boys», αλλά και παλιότερα, όπως το «Tutti Frutti» σε ερμηνεία του Λιτλ Ρίτσαρντ (Little Richard). Υπάρχουν, όμως, και κάποια τραγούδια που έχουν πλέον συνδυαστεί ειδικά με την ταινία, η οποία θέλοντας ή μη φέρει ένα άρωμα καλοκαιριού.
Μπομπ ΜακΦέριν (Bobby McFerrin), «Don’t Worry, be happy». | Τζίμι Κλιφ (Jimmy Cliff), «Run for the shelter of your love». | Πρέστον Σμιθ (Preston Smith), «Oh, I love you so». |
The Cook, The Thief, His Wife & Her Lover (1989)
Soundtrack
Περιγραφή
H μουσική του άλμπουμ είναι του Μάικλ Νίμαν (Michael Nyman). Είναι ένα πολύ πλούσιο ακουστικά σάουντρακ που συνδυάζει πολλά όργανα και μεταξύ αυτών έγχορδα και χάλκινα πνευστά, αναδεικνύοντας επιβλητικά το τραγωδιακό στοιχείο της αφήγησης. Οι φωνές και τα φωνητικά επίσης, που κλιμακώνονται σε πολύ υψηλές νότες, εντείνουν αυτό το στοιχείο, αφήνοντας αφενός μία αίσθηση θλίψης, πόνου και κατάπτωσης, αφετέρου συμβάλλοντας σε ένα είδος παραλογισμού και διαστροφής, συμφωνώντας έτσι με την εξέλιξη της ιστορίας. Το σάουντρακ είναι εμβληματικό και δεν περνά απαρατήρητο.
Soundtrack
Περιγραφή
H μουσική του άλμπουμ είναι του Μάικλ Νίμαν (Michael Nyman). Είναι ένα πολύ πλούσιο ακουστικά σάουντρακ που συνδυάζει πολλά όργανα και μεταξύ αυτών έγχορδα και χάλκινα πνευστά, αναδεικνύοντας επιβλητικά το τραγωδιακό στοιχείο της αφήγησης. Οι φωνές και τα φωνητικά επίσης, που κλιμακώνονται σε πολύ υψηλές νότες, εντείνουν αυτό το στοιχείο, αφήνοντας αφενός μία αίσθηση θλίψης, πόνου και κατάπτωσης, αφετέρου συμβάλλοντας σε ένα είδος παραλογισμού και διαστροφής, συμφωνώντας έτσι με την εξέλιξη της ιστορίας. Το σάουντρακ είναι εμβληματικό και δεν περνά απαρατήρητο.
Μάικλ Νίμαν, «Miserere». | Μάικλ Νίμαν, «Memorial». |
* Οι πληροφορίες για τα βραβεία Όσκαρ και τους συντελεστές των ταινιών επί το πλείστον προέρχονται από το IMDb site: http://www.imdb.com/
* Το εξώφυλλο είναι έργο του εικονογράφου, ζωγράφου και γλύπτη Antoine Helbert.
Στο επόμενο ένθετο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου:
Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας! Β’ Μέρος
Γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου.