Η τρελή piñata | Ιούνιος-Σεπτέμβριος '14 | 09
Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας! [ΣΤ' Μέρος]

Και εκεί που θα αναρωτιόταν κάποιος αν έχει εγκλωβιστεί σε εφιάλτη, μπορεί να μη χρειάζεται τίποτα παραπάνω από ένα απαλό ανάδεμα των βλεφάρων, για να αλλάξει εικόνα. Μοιάζει με το ανοιγόκλειμα του παραθύρου, που έλεγε η προγιαγιά μου για τη ζωή: «La vita è una affacciata alla finestra!». Η ζωή είναι ένα κοίταγμα από το παράθυρο. Αυτό. Υπάρχουν όμως πολλά καρέ, πολλές στιγμές μέσα στη φαινομενικά μία εικόνα, αν κάποιος την αναλύσει. Πρώτα βλέπεις τον ήλιο να φλερτάρει με την περιέργειά σου να ανακαλύψεις τι κρύβεται πίσω από τις γρίλιες. Κερδίζει έδαφος ακτίνα την ακτίνα και ψάχνει να σε βρει μες στο σκοτάδι, να σε ξυπνήσει, γιατί έφτασε η στιγμή! Έως τώρα βρισκόσουν σε ένα δωμάτιο σκοτεινό και άκουγες μόνο ήχους, τώρα εμφανίζεται φως από το βάθος του τούνελ, σε κυριεύει μία πρωτόγνωρη εσωτερική ορμή να τρέξεις, θέλεις να το φτάσεις και μέσα του να λουστείς. Διστακτικά αγγίζεις το πόμολο, το στερεωμένο στο κάθετο μεταλλικό στέλεχος, που θηλυκώνει στις δυο του άκρες με γαντζάκια, σε γαλβανισμένα και στρογγυλεμένα στην άκρη τους σιδερένια στοιχεία, μπηγμένα στο μαρμάρινο περβάζι και στο πρέκι του παραθύρου. Στις ξύλινες γρίλιες είναι αποτυπωμένη η πατίνα του προαιώνιου χρόνου, και εσύ τινάζεσαι ελαφρώς στη διαφορά θερμοκρασίας και στη σκληρή υφή του υλικού. Οι αλλαγές έχουν πάντα τη δυσκολία τους, αλλά κυρίως πριν συμβούν, στην αναμονή τους. Εσύ, όμως, βιάζεσαι να βγεις, να δεις, να αγγίζεις. Πιο αποφασιστικά τώρα πιάνεις το πόμολο και το απελευθερώνεις από το σφιχταγκάλιασμα της υποκείμενης λαβής, το στρίβεις, και με τα δυο σου χέρια πια σπρώχνεις και τα δυο παραθυρόφυλλα, που υποχωρούν παρ’ όλη την γκρίνια των μεντεσέδων, παραδιδόμενα στο αναπόφευκτο.
Και τότε όλος ο κόσμος απλώνεται πιάτο εκεί, μπροστά σου! Μπορείς πολλά να συλλέξεις σε αυτό το μοναδικό βλεφάρισμα και αφού τα ματιά σου, συνηθισμένα στο σκοτάδι, προσαρμοστούν στο φως. Μοιάζει εκτυφλωτικό στην αρχή, τα κλείνεις, σε καίνε, αναρωτιέσαι αν πήρες τη σωστή απόφαση, αλλά ένα δυνατό φτέρνισμα σε προλαβαίνει, βγάζοντάς σε από το αδιέξοδο της αμφιβολίας. Εδώ οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές, σε συνεπαίρνουν, η ακινησία αποτελεί ξεχασμένο παρελθόν, αρχίζεις να διακρίνεις τα χρώματα, όπως αποκαλύπτονται λαμπερά σε κάθε δυνατή απόχρωση με το χάδι του ήλιου, τις σκιές επίσης, πριν και μετά το μεσουράνημά του, ξεχωρίζεις τους όγκους, μικρούς και μεγάλους, άλλοι κινούνται με σταθερότητα, όπως τα δέντρα χορεύουν λικνιζόμενα στον αέρα, απιθωμένα στη γη, άλλοι πετάνε, όσο πλησιάζουν αποσαφηνίζεται το περίγραμμά τους, είναι μέλισσες, πεταλούδες, πουλιά, άλλοι περπατούν και σου μοιάζουν, άλλοι κινούνται με ταχύτητα και σε ξεπερνούν. Είναι αναρίθμητες οι εικόνες που απορροφάς, για να γίνουν θύμηση και να θρέφουν τα όνειρά σου στο άγνωστο ακόμα ύστερα. Σύντομα ο ήλιος σε χαιρετάει, κρυώνεις λίγο τώρα, μέχρι να βγει το φεγγάρι, ωστόσο, τότε που θα βλέπεις κυρίως σκιές, δεν αποφασίζεις να κλείσεις το παράθυρο. Μένεις, με όλο τον κόσμο απλωμένο πιάτο εκεί, μπροστά σου, παλεύοντας να απολαύσεις κάθε στιγμή, να τη διαστείλεις, να την τεντώσεις όσο μπορείς, να γίνει αιώνας, όπως θα τη σκέφτεσαι μετά, ακίνητη στο χρόνο, απόλυτη, τέλεια.
Αλλά το μετά δεν έχει καμία σημασία στο τώρα, ούτε το πριν. Το πριν μπορεί να προσδιορίσει το τώρα και να διαφωτίσει το μετά, αλλά το κάθε τώρα είναι πιο σημαντικό από το κάθε πριν και το κάθε μετά, που, αν είναι θετικό, προοιωνίζεται ανάλογο. Και έτσι παραμένεις εκεί, να κοιτάς, έως ότου δε θα γίνεται διαφορετικά παρά να πρέπει να κλείσεις το παράθυρο, γιατί θα έχει φτάσει και πάλι η στιγμή! Κλείνει ο κύκλος με την επιστροφή στη μήτρα, την αρχή του πριν και του μετά, η ακολουθία ενός ταξιδιού που σε εμπλούτισε ακόμα λίγο. Και πόσοι τέτοιοι κύκλοι, σύντομοι ή μη, δεν ανοίγουν και κλείνουν στη διάρκεια μίας ζωής, με ένα ανοιγόκλειμα του παραθύρου; Η διαστολή μιας στιγμής γίνεται αιώνας, το λίγο ατέρμονη πορεία, και αντίστροφα. Αρκεί να υπάρχει κίνηση με εναλλαγές, όπως κινούνται όλα διαρκώς στο χρόνο, η Γη, εμείς μαζί της, ο κόσμος όλος, ένα διάφανο κόσμημα σαν δάκρυ στην άκρη του βλεφάρου πριν την τελευταία καληνύχτα.
Ένα ταξίδι θέλω να πάμε στον κόσμο και στο χρόνο μέσα από αυτό το 9ο τεύχος της «Τρελής piñata», που θα κρατήσει πιο πολύ αυτήν τη φορά και, σπάζοντάς τη, θα διαστείλουμε τη στιγμή. Έτσι θα την κάνουμε να διαρκέσει όσο εμείς επιθυμούμε, χωρίς να μας σκοτίζει κανένα καταδυναστευτικό όριο. Ένα ακόμα πιο μακρύ ταξίδι θα κάνουμε, λοιπόν, αφορμή της καλοκαιρινής περιόδου, στην οποία κάποιοι μπορεί να βρείτε πεδίο δράσης για πραγματικά ταξίδια, άλλοι, πάλι, για νοερά. Και η «Τρελή piñata» προσφέρει ιδέες και για τις δύο περιπτώσεις! Μέσα από το ΣΤ’ Μέρος με «Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας!», επομένως, θα δώσουμε μία άλλη διάσταση στη γεύση και στο πόσο αυτή μάς επηρεάζει, συνδεόμενη με την καθημερινότητα, με τραύματα, με συνήθειες κ.ά. Ξεκινώντας από το άτομο, θα διευρύνουμε την οπτική μας στον κόσμο, καθώς ως άτομα αποτελούμε τα αναπόσπαστα κύτταρά του, αλληλεπιδρώντας με την ιστορική, κοινωνική και οικονομική, πραγματικότητα, με τις αλλαγές και με τους μετασχηματισμούς, άλλοτε ήπια και άλλοτε περιπετειωδώς, μέσα από τη σύγκρουση και την προστριβή.
Σε όλη αυτή την ανθρώπινη διαδρομή, η τροφή και η γεύση αποτέλεσαν και αποτελούν ζωτικό στοιχείο, καρποφορώντας μεταμορφωνόμενες μέσα από την επιθυμία απόλαυσής τους, τη δημιουργικότητα και την επιταγή αντιμετώπισης της πείνας και της ανάγκης, στο πλαίσιο όποιας κουλτούρας τούς αποδίδει μία ταυτότητα, πιο πολύ ή πιο λίγο σαφή και αποκωδικοποιημένη. Ας λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι, στις διάφορες πληθυσμιακές μετακινήσεις στην ιστορία, τα προϊόντα και οι ιδέες ταξίδευαν μαζί με τις συνήθειες. Αυτή η πραγματικότητα, ιδωμένη από μία συναισθηματική και εσωτερική σκοπιά, προβάλλει και την τάση των ανθρώπων να κρατούν επαφή, όσο μπορούν και γίνεται, με ό,τι τους δένει με τον τόπο και την παιδική τους ηλικία, με τα κομμάτια του εαυτού που δε θέλουν να ξεχνάνε. Αναζητώντας ίσως στο οικείο ένα αίσθημα ασφάλειας. Η γεύση, άλλωστε, είναι μία εμπειρική παρακαταθήκη που ξεκινάει από το μητρικό στήθος ακόμα και τη φέρουμε πάντα, δε μας εγκαταλείπει ποτέ. Και όποιος δεν έχει θηλάσει φέρει ενδεχομένως ασυνείδητα την απουσία αυτής της πρώτης εμπειρίας. Δεν είναι μικρό πράγμα η απουσία, μπορεί να ορίσει και να γεμίσει παραδόξως μία ολόκληρη ζωή...
Μέσα από μία χορταστική «Τρελή piñata», η οποία κλείνει δύο χρόνια ηλεκτρονικού βίου από τον Ιούνιο του 2012, εύχομαι σε όλους ένα πολύ καλό καλοκαίρι με υγεία, χαρά, θετικότητα, ταξίδια κάθε είδους, βούτηγμα σε νέες γευστικές εμπειρίες, απόλαυση των στιγμών, και, για να μην ξεχνιόμαστε, συγκεντρώστε δυνάμεις για τις νέες περιπέτειες στην επόμενη συνάντησή μας, με το καλό, από το ερχόμενο φθινόπωρο! Ελάτε να την σπάσουμε χωρίς κανένα δισταγμό, με πολλή ορμή και με ασυγκράτητο πάθος!!!

(Ο Ρατατούης)
Σκηνοθέτης: Μπραντ Μπερντ
Γλώσσα: Αγγλικά, γαλλικά
Ηθοποιοί: (φωνή) Πάτον Όσβαλτ, Ίαν Χολμ, Λου Ρομάνο, Πίτερ Ο' Τουλ κ.ά.
Περιγραφή
Στο άκουσμα του τίτλου της ταινίας «Ratatouille» μού βγαίνει αβίαστα ένα «Μμμ!», σαν να έχω μόλις απολαύσει ένα ωραίο γλυκό ή σαν να με καλούν σε τραπέζι στρωμένο, και ενώ οι μυρωδιές με έχουν ήδη ξελιγώσει. Θα έλεγε κάποιος λογικό, εφόσον το ratatouille είναι για τη γαλλική κουζίνα κάτι αντίστοιχο με το τουρλού λαχανικών, με κομμένα, όμως, τα υλικά σε λεπτές φέτες, τοποθετημένες εναλλάξ σε σειρές, στο σκεύος ψησίματος. Τα συστατικά του ενδείκνυται να έχουν το ίδιο πάχος, ώστε καμία γεύση να μην επικρατεί της άλλης και όλα να δένουν μεταξύ τους αρμονικά, αν θέλουμε να μοιάζει σε εκείνο του ποντικούλη της ταινίας τουλάχιστον. Παρ’ όλα αυτά, όμως, το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο αρουραιούλης και η ιστορία του. Ο τίτλος θα μπορούσε, επίσης, να λειτουργεί και ως λογοπαίγνιο, γιατί συμπεριλαμβάνει τη λέξη αρουραίος «rat» στην αρχή του, ενώ ακουστικά παραπέμπει αυτοσχέδια στη φράση «rat à tuer» (rat-a-too-ee), θανατώστε τον αρουραίο, με άλλα λόγια. Γιατί τι δουλειά έχει ένας αρουραίος σε μία κουζίνα εστιατορίου; Τι άλλο από το να μεγαλουργεί, φυσικά, ως αρχισέφ! Μα πού πήγε το μυαλό σας; Έχουμε ήδη βουτήξει στο παραμύθι…
«Δε γίνεται ο καθένας μεγάλος καλλιτέχνης, αλλά ένας μεγάλος καλλιτέχνης μπορεί να προέρχεται από οπουδήποτε» λέει ο αυστηρός κριτικός γεύσης της ταινίας, Άντον Ίγκο (Ego – egocentric), με τις εύστοχες ατάκες, επαναλαμβάνοντας το μότο του γνωστού καλόκαρδου σεφ Γκουστό, το πρότυπο του ποντικούλη, όταν πλέον ο κριτικός γεύσης αντιλαμβάνεται το νόημά του. Αυτή η ατάκα αφορά εμμέσως και συμβολικά και τον αρουραιούλη, εφόσον γεννήθηκε σε μία μέση οικογένεια μεγάλων ποντικών, οι οποίοι τρώνε οτιδήποτε, στοχεύοντας με κάθε τρόπο στην επιβίωση. Και μέχρι εκεί που το ταλέντο του προσδιορίζεται στη γερή του όσφρηση, καθώς αποδεικνύεται σωτήριο όταν ανιχνεύει το δηλητήριο στις τροφές, είναι χρήσιμο και γίνεται αποδεκτό. Άλλες του ιδιορρυθμίες, όμως, όπως ο επιλεκτικός του ουρανίσκος, η τάση του για την γκουρμέ μαγειρική και η ονειροπόληση, που τον στριμώχνουν στη στενού ορίζοντα ζωή ενός μέσου αρουραίου, τον ωθούν αργά ή γρήγορα να στραφεί σε νέους ορίζοντες. Ένα ατυχές περιστατικό γίνεται η αφορμή για το ευτυχές συναπάντημά του με ένα λαντζέρη του πασίγνωστου εστιατόριου του Γκουστό στο Παρίσι. Ο Ρατατούης (Ρέμι), που οδηγείται εκεί από το φάντασμα του αγαπημένου του σεφ, αρπάζει τότε αυθόρμητα την ευκαιρία, προκειμένου να χρησιμοποιήσει το ταλέντο του, αξιοποιώντας το επιτέλους, και τον βοηθάει να αναβαθμίσει τη θέση του στην κουζίνα, κρυμμένος στο σκούφο του. Από αυτό το σημείο εισέρχεται ο θεατής στο κυρίως μέρος της ιστορίας, με την εξέλιξη των χαρακτήρων, τις ανατροπές στην πλοκή, την κορύφωση της περιπέτειας και τη λύση.
Ορισμένα στοιχεία της ιστορίας μού φέρνουν στο μυαλό, ως πιο εκσυγχρονισμένη και διαφορετική εκδοχή, ένα παλιό παραμύθι της συγγραφέα παραμυθιών και εικονογράφου Μπέατριξ Πότερ (Beatrix Potter), με τίτλο «The Τale of Johnny Town-Mouse». Εκεί, ένα ποντικάκι της εξοχής αποκοιμήθηκε σε ένα καλάθι γεμάτο λαχανικά και βρέθηκε κατά λάθος στην πόλη. Κατάφερε να επιβιώσει από αυτή την περιπέτεια, γνωρίζοντας τους ποντικο-ενοίκους ενός σπιτιού. Αλλά, αδυνατώντας να συνηθίσει τη ζωή εκεί, επέστρεψε στο σπίτι του. Αργότερα, δέχτηκε την επίσκεψη του Johnny, ο οποίος επίσης αντιμετώπισε δυσκολίες προσαρμογής με τα νέα ερεθίσματα της εξοχής, με συνέπεια η επίσκεψή του να λήξει το ίδιο άδοξα. Αυτό το ισορροπημένο αφηγηματικά παραμύθι της Μπέατριξ Πότερ θα μπορούσε να είναι και μία ευφυής προσαρμογή, στην εποχή της, μίας γνωστής ιστορίας από τον κύκλο παραμυθιών του Αισώπου, με τίτλο «Το ποντίκι της εξοχής και το ποντίκι της πόλης». Σε αυτό, δύο ποντίκια από διαφορετικά περιβάλλοντα πιάνουν φιλίες. Το δίδαγμα του μύθου: Καλύτερη η ξεγνοιασιά της ολιγάρκειας από την καλοπέραση που προϋποθέτει το φόβο. Η συγγραφέας στο τέλος παίρνει θέση δηλώνοντας ότι προτιμάει την εξοχή, όπως ο χαρακτήρας της Timmy Willie, ενώ δέχεται πως τις επιλογές προσανατολίζουν στον κάθε ποντικό η δύναμη της συνήθειας και η ιδιοσυγκρασία, συμβολίζοντας κατ’ αντιστοιχία τους ανθρώπους. Εδώ, ίσως να έγινε γνωστή και μία άλλη εκδοχή του παραμυθιού, με δύο ποντικίνες συγγενείς − η μία κάτοικος επαρχίας και η άλλη μεγαλούπολης. Όταν κάποια στιγμή η πρώτη επισκέπτεται τη δεύτερη, παθαίνει πολιτισμικό σοκ, με τις δυσκολίες εξασφάλισης ενός γεύματος, με τους τρομοκρατικούς θορύβους και με τους κινδύνους που διαρκώς απειλούν τη ζωή ενός ποντικού στην πόλη. Έτσι, στο τέλος, η ποντικίνα της επαρχίας καταπίνει την τρομάρα της, παίρνει το καπελάκι της και φεύγει.
Στην ταινία «Ratatouille» οι αρουραίοι καταλήγουν στην πόλη συγκυριακά, καλούμενοι να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Δεν τίθεται ζήτημα επιλογής και δεν υπάρχει πισωγύρισμα. Και ευτυχώς για τους ίδιους, μετά από περιπέτειες και διάφορες μεταβάσεις, επιτυγχάνουν την προσαρμογή. Ξεπερνούν, μάλιστα, κάθε προσδοκία, αφού κάποιος δικός τους εντάσσεται στην εχθρική ανθρωποκοινωνία και γίνεται, έστω και υπό προϋποθέσεις, μία διασημότητα. Από τη μία, μπορεί να θίγονται εμμέσως ζητήματα μετανάστευσης. Από την άλλη, ίσως η ιστορία να «ενηλικιώνεται» με την αλλαγή εποχής. Η τελευταία υπόθεση αφορά και την αποδοχή της αλλαγής ως φυσικής κατάστασης, καθώς οι διάφορες οπτικές της αφήγησης απευθύνονται τόσο στο ενήλικο κοινό όσο και στους ανήλικους, με το εφηβικό πέρασμα από τον έναν κύκλο ζωής στον επόμενο.
«Η αλλαγή είναι μέρος της φύσης και αρχίζει όταν εμείς το αποφασίσουμε να προχωρήσουμε μπροστά».
Η αλλαγή είναι ζήτημα απόφασης, επομένως, σε κάθε περίπτωση, γιατί ακόμα και η ενηλικίωση δεν αποτελεί μία αυτόματη διεργασία που πραγματοποιείται για όλους ταυτόχρονα σε ορισμένη ηλικία. Χρειάζεται χρόνος, όπως αντίστοιχα χρόνο χρειάζεται όποια κατάσταση δεν προβάλλεται φανταχτερή αλλά ανεπιτήδευτη και ουσιαστική, για την ανάδειξη της εσωτερικής της αξίας. Γιατί στο τέλος η ταινία, παρ’ όλες τις γκουρμέ γευστικές προτάσεις και τα πολυτελή εστιατόρια, εστιάζει την προσοχή της στην αξία του απλού, μέσα από τα βασικά υλικά της μαγειρικής, ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζονται κολοσσοί. Και, βέβαια, για αυτό απαιτούνται η ισχύς εν τη ενώσει της ομάδας, η πίστη στο διαφορετικό και η επιδίωξη του αδύνατου, ώστε να επιτευχθεί το εξαιρετικό! Φαγητό φτιαγμένο με αγάπη, λοιπόν, και φαντασία, για να προσελκύσουμε τη χαρά και −γιατί όχι (;)− για να μας ανοίξει η όρεξη για τη δημιουργία και την ανακάλυψη νέων κόσμων!
Σκηνή που κρατάω:
Το σημείο στο οποίο ο κριτικός γεύσης ζητάει να «φάει» προοπτική με φρέσκα προϊόντα εποχής και, με την πρώτη μπουκιά, ταξιδεύει νοερά στο παρελθόν και γίνεται ξανά παιδί! Σκηνή αξέχαστη, που αποκρυσταλλώνει αντιπροσωπευτικά την ισχύ της γευστικής μνήμης και όσων πτυχών, επιβιώνοντας στα κιτάπια της, επανέρχονται ολοζώντανες με το κατάλληλο ερέθισμα. Και στο επίκεντρό της ο χαρακτήρας του Άντον Ίγκο, αποδοσμένος με τη φωνή του Πίτερ Ο' Τουλ και σχεδιασμένος έτσι, ώστε να φαίνεται αντιπαθής, αλλά να κερδίζει στο τέλος τις εντυπώσεις.
«Το δύσκολο έργο της κριτικής –που πιο σπάνια καλείται να επιτελέσει− είναι η υπεράσπιση του πρωτοποριακού, το οποίο συχνά στην αρχή οι άνθρωποι απορρίπτουν. Ενώ η άσκηση κακής κριτικής είναι κάτι εύκολο, ίσως και διασκεδαστικό».
Η ταινία κέρδισε το 2008 το βραβείο Όσκαρ στην κατηγορία της Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων, καθώς και άλλες τέσσερις υποψηφιότητες στις κατηγορίες Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου, Καλύτερης Μουσικής Επένδυσης, Καλύτερης Ηχητικής Μείξης και Καλύτερου Ηχητικού Μοντάζ.
Οι φωτογραφίες από τους ιστοχώρους: Heavenly Palate, El País και Disneylatino.com

(Έχετε κάνει κράτηση;)
Σκηνοθέτης: Σκοτ Χικς
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, Άαρον Έκχαρτ, Άμπιγκεϊλ Μπρέσλιν κ.ά.
Περιγραφή
Πρόκειται για την αμερικάνικη εκδοχή της ταινίας με τίτλο «Mostly Martha», που παρουσιάστηκε στο τεύχος 6 Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου του 2013 της «Τρελής piñata», στο Γ’ Μέρος με «Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας!». Είναι διαφοροποιημένη σε κάποια σημεία από την ευρωπαϊκής παραγωγής ταινία. Η κεντρική ηρωίδα, ωστόσο, είναι το ίδιο επιφυλακτική και συγκρατημένη (reserved − no reservations), αλλά καταφέρνει στο τέλος να ανοίξει τα πέταλά της στον ήλιο. Και εδώ ο τίτλος θα μπορούσε να λειτουργεί ως λογοπαίγνιο, καθώς σημαίνει «δε γίνονται κρατήσεις» σε σχέση με το εστιατόριο, αλλά παραπέμπει και στη λέξη ανεπιφύλακτα (without reservations), υπονοώντας την εξέλιξη της ηρωίδας σε προσωπικό και συναισθηματικό επίπεδο. Γιατί, έχοντας εγκλωβίσει τη ζωή της στην εργασιομανία της, εκδηλώνει εμμέσως την επιφυλακτικότητα και την αυτοσυγκράτησή της απέναντι σε κάθε άλλη πρόκληση. Πιο συγκεκριμένα, έχει βάλει την προσωπική της ζωή και πτυχές του εαυτού της στον πάγο, σε παρένθεση – ενδεικτικές είναι οι μικρές παύσεις για τη συγκέντρωση δυνάμεων ή για την ανάκτηση της αυτοκυριαρχίας της, όταν μπαίνει κυριολεκτικά στο ψυγείο της κουζίνας του εστιατορίου.
Η ηρωίδα ως σεφ είναι εξαιρετική στη δουλειά της. Τη διακρίνουν το δημιουργικό πάθος, η προσήλωση στη λεπτομέρεια και η σθεναρή υπεράσπιση της δραστηριότητάς της στους απαιτητικούς πελάτες. Όλα μοιάζουν τακτοποιημένα, μέχρι που γίνεται η ανατροπή. Η αδελφή της χάνεται πρόωρα σε δυστύχημα και της ανατίθεται η φροντίδα της ανιψιάς της. Η αναστάτωση που προκαλούν οι διαδοχικές και βίαιες αλλαγές τη φέρνουν αντιμέτωπη με τον εαυτό της και με ανεπούλωτα τραύματα του παρελθόντος. Την ίδια στιγμή, όμως, αναδύονται όλο το πάθος της για τη ζωή, τον έρωτα και η ανάγκη της να ανοιχτεί, να συνδεθεί συναισθηματικά και να εμπιστευτεί κάποιον, ακόμα κι αν την αναχαιτίζει πρόσκαιρα ο φόβος. Ό,τι πάνω της έδινε μέχρι τότε μία ψευδαίσθηση σνομπισμού δεν ήταν ψυχρότητα, αλλά ανασφάλεια, εγκατεστημένη με κεκτημένη ταχύτητα, μία σχεδόν «κατάκτηση» σε βάθος χρόνου ως απόρροια της δικής της ερμηνείας για την έννοια ισορροπία, έστω κι αν ήταν επισφαλής. Από την άλλη, η αφοσίωσή της στη μαγειρική την κρατούσε σε επαφή με τον εαυτό της, επαναφέροντας ευχάριστες αναμνήσεις· η μητέρα της ήταν πολύ καλή μαγείρισσα. Τα άλυτα, επομένως, βρίσκουν διέξοδο στη μαγειρική της, καθώς η ηρωίδα εκφράζει την προσωπικότητά της στο φαγητό, με τις αντιθέσεις, την αρμονία, τον πειραματισμό, την αισθητική της κ.ά. Όταν αυτά συνδυάζονται δυναμικά με τον έρωτα για ένα σεφ με εκρηκτικό ταμπεραμέντο και λάτρη της μουσικής, η νίκη των συναισθημάτων, υπό τον υποβλητικό στίχο του vincerò −θα νικήσω− από την άρια «Nessun dorma» της όπερας «Turandot» του Τζιάκομο Πουτσίνι, με ερμηνευτή το Λουτσιάνο Παβαρότι, είναι σε καλό δρόμο όπως και η χρυσαλλίδα έτοιμη επιτέλους να βγει από το κουκούλι της.
Ο ρυθμός της ταινίας είναι αρμονικός όπως και η αισθητική της. Μου αρέσει που δε βιάζεται να κάνει το επόμενο βήμα, χωρίς όμως να πλατειάζει ή να γίνεται βαρετή. Τα συστατικά της, δοσμένα σε σωστές αναλογίες, με παύσεις και σιωπές, αναδεικνύουν την αξία της υπομονής. Ο θάνατος, από την άλλη, γίνεται ένα πέρασμα μέσα από τη δυσκολία του, προκειμένου να νοηματοδοτηθεί η ζωή, αποφεύγοντας το σκόπελο αναγωγής του σε αδιέξοδη τραγωδία. Έτσι και η επίγευσή της από το συνδυασμό των υλικών αφήνει αυτή την αρμονική αίσθηση, με πολύ ευχάριστο τελείωμα…
Σκηνή που κρατάω:
Η αμηχανία του ψυχαναλυτή της όταν φλερτάρει με την περιέργεια για δοκιμή, προσπαθώντας για άλλη μία φορά να της υπενθυμίσει τη συμφωνία τους πως θα σταματούσε να του μαγειρεύει. Ενώ, μόλις τη ρωτάει γιατί χώρισε, εκείνη αφοπλιστικά απαντάει: «Είναι πολύ προσωπική η ερώτηση!».

(Sweeney Todd: Ο Φονικός Κουρέας της οδού Φλιτ)
Σκηνοθέτης: Τιμ Μπάρτον
Γλώσσα: Αγγλικά, ιταλικά
Ηθοποιοί: Τζόνι Ντεπ, Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, Άλαν Ρίκμαν κ.ά.
Περιγραφή
Ο Μπέντζαμιν Μπάρκερ, μετά από ψευδή κατηγορία που του κόστισε μία πολυετή φυλάκιση στην Αυστραλία, επιστρέφει στο Λονδίνο, αποφασισμένος να βρει τους υπεύθυνους της καταδίκης του. Ανοίγει ένα κουρείο με το όνομα Σουίνι Τοντ, εκεί ακριβώς που διατηρούσε παλιά το κουρείο του, πάνω από το παρακμιακό μαγαζί της χήρας Νέλι Λόβετ, με τις άθλιες κρεατόπιτες. Μαθαίνει τότε ότι η γυναίκα του αυτοκτόνησε, ενώ την κηδεμονία της κόρης του ανέλαβε ο δικαστής της πόλης. Έτσι, συμμαχεί με τη χήρα Λόβετ, η οποία είναι κρυφά ερωτευμένη μαζί του, προκειμένου να βρει ο καθένας τους διέξοδο από τον προσωπικό του λαβύρινθο. Η επιχείρηση της Λόβετ, παραδόξως, γίνεται ένας πετυχημένος χώρος εστίασης στο Λονδίνο, ενώ ο κουρέας Σουίνι Τοντ προοδευτικά ανακαλύπτει ένα ένα τα χαμένα ίχνη της οικογένειάς του και της πλεκτάνης που στήθηκε εναντίον του.
Ο δεξιοτέχνης της φαλτσέτας βρίσκει, λοιπόν, έναν εναλλακτικό τρόπο να αξιοποιήσει το ταλέντο του. Η κρεατομηχανή που στήνουν ο Σουίνι Τοντ με τη χήρα Λόβετ λειτουργεί ως ιδιόρρυθμη και αυτοσχέδια αντίρροπη δύναμη απέναντι στην επίσημη κρεατομηχανή. Εκεί αλέθονται αφενός όσοι με τις πράξεις τους ηθελημένα ή αθέλητα δημιούργησαν μία αλυσιδωτή αντίδραση, επιδρώντας στις ζωές των άλλων, και αφετέρου τυχαία θύματα, όσο τυχαία ίσως ή μη κάποιοι ενίοτε στοχοποιούνται από τους επίσημους μηχανισμούς, σε αναλογία με ό,τι συνέβη και στον κεντρικό ήρωα. Θίγεται η πτυχή της αυτοδικίας μέσα από την επιτακτική εμμονή της εκδίκησης, όταν η δικαιοσύνη αποδεικνύεται ανεπαρκής, καθώς οι ίδιοι οι παράγοντές της κινούν τα νήματα στις εγκληματικές πράξεις. Όλο το σκηνικό πλαισιώνει η μουσική της ταινίας, που θυμίζει μουσικό θέατρο, και ακόμα κι αν συνειρμικά έρχεται στο μυαλό ένας άλλος διάσημος κουρέας, λόγω της κοινής ιδιότητας των κεντρικών χαρακτήρων, «Ο Κουρέας της Σεβίλλης», το έργο δεν έχει καμία σχέση με τη γνωστή κλασική όπερα του Τζοακίνο Αντόνιο Ροσσίνι. Εδώ, η μουσική επένδυση δίνει μία άλλη διάσταση στους χαρακτήρες, στήνοντας μέσα από το δράμα, τη συγκίνηση και το μαύρο χιούμορ ένα μουσικό θρίλερ εποχής.
Το τέλος είναι ανάλογα σκληρό για τους κεντρικούς ήρωες όσο και το είδος της δικαιοσύνης που επιδίωξαν να αποδώσουν οι ίδιοι στις υποθέσεις τους. Παρ’ όλα αυτά, προκύπτει παραδόξως ως αναπόδραστη λύτρωση, αποδεδεγμένη με στωικότητα, τουλάχιστον εκ μέρους του Σουίνι Τοντ. Το αναγκαστικό αδιέξοδο προοικονομείται σε ένα σύστημα όπου κυριαρχούν τα ζωώδη ένστικτα και η ελπίδα κρύβεται σαν κυνηγημένη. Η καταληκτική, μάλιστα, εκδίκηση από το χέρι παιδιού, στο οποίο φάνηκε προς στιγμήν να χαμογελά η τύχη, μοιάζει να συμβολίζει την καταδίκη αυτής της κοινωνίας. Αναδεικνύονται εμμέσως και κορυφώνονται ακόμα πιο δραματικά, ίσως και ειρωνικά, με τα μουσικά μέρη, όσες καταστάσεις ταλάνισαν στη διάρκεια των αιώνων τα αδύναμα οικονομικά στρώματα, οι οποίες εντάθηκαν ή μετασχηματίστηκαν με την εκβιομηχάνιση της κοινωνίας, έτσι όπως διαμορφωνόταν και στη Βικτωριανή περίοδο (1837-1901). Τέτοιες εικόνες εξαθλίωσης βρίσκουμε στον «Όλιβερ Τουίστ» του Καρόλου Ντίκενς, που καθρεφτίζει την εποχή και που εκδόθηκε το 1838, στην αρχή ακόμα αυτής της περιόδου.
Ο χαρακτήρας του κουρέα μετεωρίζεται ανάμεσα στην πιθανότητα του να είναι υπαρκτό πρόσωπο ή αστικός μύθος, ενώ μία από τις πρώτες γνωστές εκδοχές της ιστορίας σε έντυπη μορφή, με το χαρακτήρα του Σουίνι Τοντ, εντοπίζεται στην αφήγηση τρόμου «The String of Pearls». Αυτή δημοσιεύτηκε σε συνέχειες μεταξύ του 1846-1847 από το Βρετανό εκδότη Έντουαρντ Λόυντ (Edward Lloyd) στα τεύχη του εβδομαδιαίου περιοδικού «The People’s Periodical and Family Library». Η ιστορία αυτή αποδίδεται στους συγγραφείς Τόμας Πέκετ Πρεστ (Thomas Peckett Prest) και Τζέιμς Μάλκολμ Ράιμερ (James Malcolm Rymer). Έγιναν διάφορες κινηματογραφικές ή θεατρικές μεταφορές της ιστορίας του Σουίνι Τοντ. Μία από τις πιο πετυχημένες −παίχτηκε στο Μπροντγουέι και αλλού− θεωρείται το μιούζικαλ που προέκυψε από τη συνεργασία του μουσικοσυνθέτη Στίβεν Σόντχαϊμ (Stephen Sondheim) με τον Χιου Γουΐλερ (Hugh Wheeler), όταν ο τελευταίος το 1979 έγραψε ένα βιβλίο, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Κρίστοφερ Γκόντφρεϊ Μποντ (Christopher Godfrey Bond), με τίτλο «Sweeney Τodd: the Demon Barber of Fleet Street » (1970). Το σενάριο του Τζον Λόγκαν (John Logan) για την ταινία του Τιμ Μπάρτον είναι διασκευή αυτού του μιούζικαλ, με μουσική και στίχους του Στίβεν Σόντχαϊμ.
Για όποιον ενδιαφέρεται να διαβάσει μία από τις πρώτες εκδοχές της ιστορίας στο πρωτότυπο μπορεί να βρει το κείμενο [εδώ]
Τη θεατρική του μεταφορά σε μιούζικαλ [εδώ]
Και το σενάριο της ταινίας [εδώ]
Η ταινία το 2008 κέρδισε Όσκαρ στην κατηγορία της Καλύτερης Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης και άλλες δύο υποψηφιότητες στις κατηγορίες Καλύτερος Α’ Ανδρικός Ρόλος και Καλύτερα Κοστούμια.

(Κακές συνήθειες)
Σκηνοθέτης: Σιμόν Μπρος
Γλώσσα: Ισπανικά, κινέζικα
Ηθοποιοί: Χιμένα Αγιάλα, Έλενα Ντε Χάρο, Μάρκο Αντόνιο Τρεβίνο κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία μέσα από τη σχέση των ηρώων με το φαγητό διερευνά τη σχέση με τη ζωή, τον προσδιορισμό της ταυτότητας και την αποδοχή του εαυτού. Από εκεί προκύπτουν υπαρξιακά ερωτήματα, προβληματικές σχέσεις χωρίς επικοινωνία, προσωπικά αδιέξοδα και στοχοθετημένες ή ασυνείδητες αντιδράσεις, που συχνά συνυπάρχουν ή ταυτίζονται. Οι ισορροπίες, προκειμένου να βρεθούν, περνούν από τα άκρα. Αυτά προσδιορίζονται στη σκληρή δοκιμασία επινοημένων καταστάσεων, που εξελίσσονται σε απτή πραγματικότητα, παραπέμποντας συμβολικά σε Κόλαση και Καθαρτήριο, καθώς στοχεύουν σε μία παραληρηματική προοπτική απελευθέρωσης από τους εσωτερικούς δαίμονες. Ο ιδεατός στόχος θα ήταν μάλλον η απόλαυση της ζωής και η διεκδίκηση της απόλαυσης μέσα από την αυτοαποδοχή και κυρίως μέσα από την παραδοχή της αδυναμίας ή της μη τελειότητας, ακόμα κι αν η προτεινόμενη «μέθοδος», αναπόφευκτα ίσως, είναι σκληρή: Η αποκαθήλωση και το χτίσιμο από την αρχή, πέρα από κάθε ψευδαισθητική κοινωνική επιταγή.
Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, θίγονται ψυχικές καταστάσεις, που οδηγούν στην ανορεξία, στη βουλιμία, στις εμμονές και σε διάφορες νευρώσεις που σχετίζονται με το φαγητό ή που εκτονώνονται εκεί, βρίσκοντας πεδίο δράσης, συντήρησης και εξέλιξης. Ο κεντρικός άξονας της αφήγησης κινείται, λίγο πολύ, μέσα από τις ιστορίες των ηρώων που διακλαδίζονται, ενώ σε κάποιους η σχέση με το φαγητό ορίζεται ή και η συμπεριφορά τους πυροδοτείται από τη στάση των γύρω τους. Αναδεικνύεται η αλυσιδωτή αντίδραση έτσι στις ανθρώπινες σχέσεις και η αλληλεπίδραση, ίσως και η ευθύνη του καθενός απέναντι στον εαυτό του και στους άλλους.
Η κάθε περίπτωση προβάλλει τόσο αυτόν το συσχετισμό όσο και μία κατάσταση απομόνωσης, στην οποία περιέρχεται το άτομο «απολαμβάνοντας» τη νεύρωση ή την εμμονή του και χάνοντας την ουσία των πραγμάτων, αποκομμένο τελικά από τον εαυτό. Βλέπουμε, λοιπόν, μία ανορεκτική αποξενωμένη μητέρα, η οποία ζει στο δικό της πλασματικό κόσμο. Άλλοτε αντιδρά σπασμωδικά παρεμβαίνοντας βίαια και άλλοτε μοιάζει να αιωρείται ο κόσμος γύρω της αργά απουσία βαρύτητας, όποτε αποσύρεται στον κυκεώνα του μυαλού της. Η τάση αυτοκαταστροφής της, όμως, επηρεάζει την κόρη και το σύζυγό της, που κάποια στιγμή αναζητά διέξοδο σε μία άλλη σχέση. Η κόρη της, πάλι, όντας σε ηλικία ανάπτυξης, είναι αντιθέτως πιο απενοχοποιημένη απέναντι στις γευστικές απολαύσεις. Αυτό ωστόσο εξελίσσεται σε εφιάλτη, καθώς η μητέρα της την εξαναγκάζει να ακολουθήσει διάφορες διαιτολογικές μεθόδους αδυνατίσματος. Παρ’ όλα αυτά, με τον τρόπο της καταφέρνει να αντιδράσει στην αυταρχικότητα της μητέρας της, αποδεικνύοντας τη δύναμή της.
Η δύναμη της απόφασης να επιβάλλει στον εαυτό της τη στέρηση τροφής, από την άλλη, οδηγεί μία απόφοιτο ιατρικής και νυν μοναχή στο όριο της ύπαρξης. Μία εντύπωση που της δημιουργείται από παιδικό βίωμα, ότι μπορεί με την προσευχή να σώσει κάποιον από το θάνατο, αρχίζει να την καταδυναστεύει. Στερείται κάθε απόλαυση ή υποβάλλει τον εαυτό της σε δυσάρεστες γευστικές δοκιμασίες, προκειμένου να σώσει τη θεία της, ακόμα και για να σταματήσει τις καταρρακτώδεις βροχές, γιατί επιφέρουν σωρεία θυμάτων. Καταφέρνει να ξεφύγει από την εμμονή της όταν αποδέχεται την αδυναμία αποτελεσματικής παρέμβασής της σε όσα την ξεπερνούν.
Στις μικροϊστορίες, στις οποίες ο καθένας περνάει το δικό του γολγοθά, οι ήρωες ενίοτε βρίσκουν συμμάχους, δημιουργώντας σχέσεις φαινομενικά λυτρωτικές. Αυτές, όμως, αποτελούν αναπόφευκτα προέκταση και παρελκόμενο των νευρώσεων ή της ανεπάρκειας των άλλων ή συνδυαστικά και της δικής τους, με αποτέλεσμα να αποτελούν πιο πολύ προσωρινό καταφύγιο πάρα πραγματική λύτρωση. Αυτή θα προκύψει από την αντιμετώπιση των προσωπικών τους δαιμόνων και όχι με την επιμελή τους συντήρηση.
Το τέλος μένει ανοιχτό. Η λύση που δίνει η αφήγηση στην πλοκή δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε την κάθαρση. Στη σκέψη παραμένει μία κεκτημένη ταχύτητα, μία απορία για την ιστορία μετά την ιστορία και για την εξέλιξη των χαρακτήρων. Η τελευταία σκηνή, μάλιστα, συνθέτει μία παράδοξη λύση, αφήνοντας μία αιωρούμενη «παρεξήγηση» να στοιχειώνει τους ήρωες. Ίσως να νοηματοδοτείται ακριβώς από το γεγονός ότι αυτοί βρίσκουν τη δύναμη να συνεχίσουν ακόμα και αν έχουν κλονιστεί οι σταθερές τους, ακόμα και μέσα στην αβεβαιότητα επομένως. Πρόκειται όμως για μία κατακτημένη αβεβαιότητα, και εκεί εντοπίζεται το παράδοξο. Έτσι κατακτούν ίσως το δικαίωμα στην απόλαυση, αποδεχόμενοι τις ατέλειές τους. Η λεπτή γραμμή ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, όπως εκφράζεται και βιώνεται μέσα από τη διαδικασία του φαγητού (καταπίνω, πνίγομαι, αναπνέω), σφυγμομετρά τις διαθέσεις και συντονίζει ανάλογα με τις επιλογές την ίδια τη σχέση με τη ζωή. Ενδέχεται γι’ αυτόν το λόγο ο μηχανισμός κατάπωσης ή μη του φαγητού, που συντηρεί στη ζωή, να μπλοκάρει ψυχοσωματικά ως ευαίσθητος και αδύναμος κρίκος όποτε το άτομο υποβάλλεται σε ευνουχιστικές διαδικασίες, οδηγώντας σε μικρούς και μεγάλους θανάτους.
Σημείο που κρατάω:
Η κατά σύμπτωση διαπίστωση, ως προϊόν στιγμιαίας έμπνευσης, που διαδέχεται άμεσα στιγμές απόλαυσης, ότι οι σωλήνες της αποχέτευσης του πανεπιστημίου έχουν διαβρωθεί, πλημμυρίζοντας το χώρο. Τη διάβρωση προκάλεσε μεγάλος αριθμός φοιτητριών με διατροφικές διαταραχές, οι οποίες καταφεύγουν στην τουαλέτα μετά το γεύμα. Δε γνωρίζω αν τεχνικά και μηχανικά θα μπορούσε να επαληθευθεί, αλλά ο συμβολισμός της αντίθεσης απόλαυση – ευνουχισμός είναι χαρακτηριστικός.
Η ταινία κέρδισε βραβεία και υποψηφιότητες σε πολλά διεθνή φεστιβάλ.

(Η Σερβιτόρα)
Σκηνοθέτης: Αντριέν Σέλι
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Κέρι Ράσελ, Νέιθαν Φίλιον, Σέριλ Χάινς κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία εξελίσσεται σε μία μικρή πόλη του αμερικάνικου Νότου, με επίκεντρο το «Joe’s Pie Diner», ένα καφέ-εστιατόριο, που σερβίρει 27 διαφορετικές πίτες-τάρτες και μία νέα γεύση κάθε μέρα. Αυτό αποτελεί και τον κύριο τόπο συνάντησης και συνύπαρξης των τριών ηρωίδων, οι οποίες διαμορφώνουν μία ενδιαφέρουσα σύνθεση, με τις ιδιορρυθμίες, τα κοινά και τα διαφορετικά τους στοιχεία. Η Τζένα, ο κεντρικός χαρακτήρας, είναι η «βασίλισσα της πίτας-τάρτας». Η παρασκευή κάθε είδους τάρτας, μέσα από την πληθωρική και ανεξάντλητη έμπνευσής της, της προσφέρει μία ευκαιρία απόδρασης από τον προβληματικό της γάμο και τη λιμνασμένη της ζωή, αποτελώντας τη μόνη ευχάριστη νότα της ημέρας. Και, ενώ η ίδια είναι δημιουργική και δραστήρια, μοιάζει με κύκνο, που βλέπει τον εαυτό του σαν ασχημόπαπο. Έτσι, βρίσκει διέξοδο και ανακούφιση μέσα από όσες τάρτες φτιάχνει ή ονειρεύεται ότι θα φτιάξει μελλοντικά, δίνοντάς τους ευφάνταστες περιγραφικές ονομασίες για ό,τι επιθυμεί να συμβεί ή για ό,τι θέλει να ξορκίσει.
Αυτό το νοητό γευστικό ταξίδι γίνεται αντιληπτό και στους άλλους μέσα από τις τάρτες:
«Η Τετάρτη είναι η αγαπημένη μέρα της εβδομάδας, γιατί θα φάω ένα κομμάτι τάρτας φράουλας με βάση σοκολάτας (strawberry chocolate basis pie). Τη σκέφτομαι από τη στιγμή που ξυπνάω. Μπορείς να λύσεις όλα τα προβλήματα του κόσμου με αυτή την τάρτα […] Όπως οι γεύσεις ξεδιπλώνονται η μία μετά την άλλη, σαν κεφάλαια βιβλίου. Πρώτα η γεύση των εξωτικών μπαχαρικών, μία ιδέα μόνο, και μετά πλημμύρα μαύρης και πικρόγλυκης σοκολάτας, σαν παλιά ερωτική σχέση. Και τέλος η φράουλα. Έχει τη γεύση που πάντα θα έπρεπε, αλλά δεν είχε βρει τον τρόπο να εκδηλωθεί» αναλύει τη γευστική του εμπειρία ο Joe, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού.
Η ταινία αφορά εν πολλοίς τις επιλογές. Αυτές μπορεί να κάνουν τη διαφορά στη ζωή, είτε καθιερώνοντας μία κακή αρχή και συνέχεια είτε οδηγώντας στην κατάλληλη στροφή τη σωστή στιγμή, αλλάζοντας ό,τι θεωρούνταν αναπότρεπτα και αναπόδραστα δεδομένο. Την ώθηση στη ζωή της Τζένα δίνει ο ερχομός ενός μωρού, μεταμορφώνοντας τη μέχρι τότε αντίληψή της για τον κόσμο και αφυπνίζοντας την αυτοσυνείδησή της, ώστε να αντιμετωπίσει κατάματα ό,τι νωρίτερα δεν τολμούσε. Επ’ αφορμή περιγράφεται χωρίς εξιδανικεύσεις και η δύσκολη πλευρά της περιόδου εγκυμοσύνης, η αμηχανία, η άβολη σχέση προς στιγμήν με το σώμα που αλλάζει, το οξυμμένο μητρικό ένστικτο επιβίωσης, η εσωτερική εξέγερση και αναταραχή όταν πρόκειται για μία ανεπιθύμητη κατάσταση κ.ά.
Μου αρέσει η ισορροπία των συστατικών σε αυτή την ταινία. Το χιούμορ, το δράμα και το σασπένς συμπλέκονται έτσι, που η τρυφερή προσέγγιση των χαρακτήρων με τη ρεαλιστική απόδοση κάποιων πτυχών της ιστορίας να μοιάζουν με τον αρμονικά πικρόγλυκο συνδυασμό κρέμας και σοκολάτας. Τέλος, ας μην προσπεράσουμε το δελεαστικό γεγονός ότι η ταινία μπορεί να αποτελέσει μία πηγή για να ξεσηκώσουμε συνταγές! Προσωπικά, ενημέρωσα το συνταγολόγιό μου… Για όποιον αγαπάει τις τάρτες, τη μαγειρική και ετοιμάζεται να κάνει ή επιθυμεί να κάνει τις αλλαγές που δεν τολμούσε, η ιστορία θα μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα άντλησης ιδεών. Με λίγη καλή θέληση και αποφασιστικότητα, η δυνατότητα απογείωσης μπορεί να βρίσκεται σε όσες μικρές λεπτομέρειες μάς πέρασαν απαρατήρητες!
Η Αντριέν Σέλι (Adrienne Shelly), η σκηνοθέτης και σεναριογράφος, που έπαιξε και το ρόλο της Ντον, δολοφονήθηκε πριν κυκλοφορήσει η ταινία στους κινηματογράφους. Έγραψε το σενάριο στη διάρκεια της δικής της εγκυμοσύνης. Στο τέλος της ταινίας εμφανίζεται η κόρη της στο μικρό ρόλο της κόρης της κεντρικής ηρωίδας. Το γράμμα στο μωρό είναι γραμμένο από την Αντριέν Σέλι για εκείνη:
«Αγαπημένο μου μωρό, ελπίζω κάποτε κάποιος να θέλει να σε κρατήσει αγκαλιά για είκοσι λεπτά συνεχώς, και μόνο αυτό, χωρίς να αποτραβιέται, χωρίς να σε κοιτά, χωρίς να προσπαθεί να σε φιλήσει. Μόνο να σε τυλίξει στα χέρια του και να σε κρατήσει σφιχτά, χωρίς ίχνος εγωισμού».

Συγγραφέας: Diane Soliz Martese
Εκδόσεις: Χρυσή Πέννα
Έτος: 1994
Περιγραφή
Αυτό το μικρό βιβλιαράκι με συνταγές της μεξικάνικης κουζίνας κυκλοφόρησε στην Ελλάδα πριν 20 χρόνια. Τότε, λοιπόν, έγινε και η δική μας γνωριμία, ενώ αμέσως διάφορες προτάσεις του άρχισαν να ξεπετάγονται από τις σελίδες του και να γίνονται τορτίγιας, φαχίτας, τσίλι κ.λπ. Μόλις λίγο νωρίτερα και συμπτωματικά είχα την πρώτη μου γευστική εμπειρία σε μεξικάνικο εστιατόριο, το πρώτο «El Taco Bueno», όταν ήταν ακόμα στην οδό Αποστολοπούλου στο Χαλάνδρι. Τότε ο μικρός και απέριττα διαμορφωμένος χώρος είχε γίνει κάτι σαν στέκι για όσους μυημένους αγαπούν την απλότητα και το διαφορετικό χωρίς τυμπανοκρουσίες. Τα πιάτα ήταν εξαιρετικά, φτηνά, σερβιρισμένα σε μεγάλες ποσότητες και φτιαγμένα με φρέσκα υλικά. Εκεί ήπια και μία από τις καλύτερες μαργαρίτες που έχει τύχει να γευτώ, πολύ πριν γίνουν της μόδας, εδώ τουλάχιστον, οι μαργαρίτες σε μορφή γρανίτας, οι οποίες είναι συνήθως κακέκτυπη εκδοχή και δε θυμίζουν σε τίποτα γευστικά το ποτό.
Έτσι, μόλις κυκλοφόρησε το βιβλιαράκι, το προμηθεύτηκα, για να πειραματιστώ στη μεξικάνικη κουζίνα. Είναι εύχρηστο, περιεκτικό, με πολλές συνταγές που αλληλοσυμπληρώνονται και με κάποιες από τις πολλές παραλλαγές συνταγών αυτής της κουζίνας. Συμπεριλαμβάνει ωραίες ιδέες για ένα τραπέζι σε φίλους, για τον καφέ ή για ένα απλό γεύμα όποια ώρα της ημέρας. Στο τέλος βρίσκει ο αναγνώστης και προτάσεις για κοκτέιλ.
Οι συνταγές του οργανώνονται σε: Βασικές, Ορεκτικά και Σνακς, Σούπες, Σαλάτες, Συνταγές με Λαχανικά, με Φασόλια, με Ρύζι και Ζυμαρικά, με Αβγά, με Τσίλι, με Κρέας, με Κοτόπουλο, με Θαλασσινά, Συνταγές Κατσαρόλας, Φούρνου, Εντσιλάδας, Ταμάλες, Τάκος και Τοστάδας, Μπουρίτος, Σαλάτες με Πιπεριές, Ζύμες και Ψωμιά, Επιδόρπια και Ποτά. Στην αρχή υπάρχουν οδηγίες προετοιμασίας της πιπεριάς, βασικές συνταγές με σάλτσες, για μείγματα κρεάτων και για τορτίγιας από αλεύρι και καλαμπόκι. Μερικές από αυτές: Μίνι Τοστάδας, Ισπανικά Κεφτεδάκια, Γκουακαμόλε, Κεσαδίγιας, Ισπανική Ομελέτα, Εντσιλάδα Φούρνου, Τσιμιτσάνγκας, Μπουνιουέλος, Τσούρος κ.ά.
Την προσαρμογή στα ελληνικά έκανε η Αλίκη Βρανά – Σαλίμπα.

Γεύσεις και αρώματα της Ινδίας, με συνταγές από τη δημιουργική κουζίνα.
Μεταφραστής: Ίων Βλάχος
Εκδόσεις: Μαλλιάρης-Παιδεία Α.Ε.
Έτος: 2004
Περιγραφή
Η Ινδική κουζίνα χαρακτηρίζεται από μία πανδαισία γεύσεων και αρωμάτων. Ίσως εκεί να βρίσκουν γευστικό «καταφύγιο» και οι λάτρεις των καυτερών, αλλά εκείνο που την κάνει να ξεχωρίζει είναι η ποικιλία των πιάτων και των γευστικών προτάσεων, είτε πρόκειται για κανονικό γεύμα είτε για τσίμπημα στο πόδι, καθώς προσφέρονται πολλές εναλλακτικές δυνατότητες στην αγορά. Για όσους αγαπούν, λοιπόν, την ινδική κουζίνα και θα ήθελαν να δοκιμάσουν κάτι στο σπίτι, πέραν κάποιας έτοιμης σάλτσας σε βάζο, σε αυτό το βιβλίο θα βρουν μπουκιές-ιδέες μαζί με πληροφορίες για παραλλαγές των πιάτων και με ιστορικά στοιχεία για κάποια από αυτά. Μία μικρή περιήγηση: Ψωμί ναάν με πατάτα, Τσαπάτι, Νταλ σόρβα (φακή σούπα), Μπατζί λαχανικών, Σαμόζα, Πούρι ινδοκάρυδου, Πιλάφι αρωματικό, Κοτόπουλο μπιριάνι, Αρνί κόρμα, Κοτόπουλο ταντούρι, Κάρι του Μαντράς, Πάπια κάρι μασάλα, Σουβλάκι τίκα, Τζαλεμπί, Γκουλούμπ τζαμούν κ.ά.

Εξαιρετικές γεύσεις της Μεσογείου
Συγγραφέας: Φαμπιέν Μπελασέν, Ντανιέλ Ρους
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2006
Περιγραφή
Η Τουρκία είναι ένα στραυροδρόμι πολιτισμών λόγω της γεωγραφικής της θέσης, γεγονός που έχει αποτυπωθεί στην κουζίνα και στην ποικιλία των συνταγών της. Το βιβλίο προσφέρει μία γευστική περιήγηση σε αυτή την πληθωρική και οικεία σε εμάς κουζίνα. Πολλές συνταγές, με ή χωρίς παραλλαγές, και πολλά από τα υλικά είναι κοινά, ενώ βέβαια υπάρχουν και όσες διαφοροποιούνται τελείως. Όπως και σε άλλους τόμους της σειράς –θα τους βρείτε στο προηγούμενο τεύχος 8 της «Τρελή piñata», στο Ε’ Μέρος με «Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας!»−, στην κάθε συνταγή αναφέρονται τα υλικά, ο υπολογισμένος χρόνος παρασκευής σε βήματα, ο χρόνος μαγειρέματος, ο βαθμός δυσκολίας και οι μερίδες. Μία φωτογραφία δίνει σαφή εικόνα για τα υλικά που θα χρειαστούν στη συνταγή, άλλη μία μας διαβεβαιώνει για το αποτέλεσμα, ενώ στο κάτω μέρος έκαστης συνταγής, που αναπτύσσεται σε δύο σελίδες, υπάρχουν οι φωτογραφίες εξέλιξής της σε βήματα, με επεξηγηματικές λεζάντες. Το βιβλίο συμπεριλαμβάνει παραδοσιακές συνταγές με τις δημιουργικές παρεμβάσεις μίας ομάδας μαγείρων και ζαχαροπλαστών. Επιπλέον, εκτός από τα μυστικά για την παρασκευή των συνταγών και τις πληροφορίες για τα υλικά τους, βρίσκουμε και πολλά στοιχεία για την ιστορία, τα ήθη, τα έθιμα, τις επιρροές που δέχτηκε η τούρκικη κουζίνα κ.ά. Η ύλη ταξινομείται σε Κρύα και ζεστά ορεκτικά, Μεζέδες και κεμπάπ, Σούπες και πιλάφια, Ψάρια και θαλασσινά, Κρέας και πουλερικά, Επιδόρπια και ζύμες. Μία μικρή ιδέα από τις δελεαστικές συνταγές: Αγκινάρες Μπαϊράμ-πασά, Μπουρέκι αλά Ντιβάν, Καντίν μπουντού κιοφτέ, Λαχματζούν, Μαντί, ζυμαρικά από το σεράι, Πιρουχί, Ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα, Σαλάτα τσομπάν, Σαρμά με σέσκουλο και πλιγούρι, Μπουρέκι με ελιές, Ιμάμ μπαϊλντί, Σις κεμπάπ, Κεμπάπ από τα Άδανα, Αρνίσιο κεμπάπ με γιαούρτι (γιοουρτλού), Πιλάφι με κοτόπουλο μέσα σε φύλλο ζύμης, Λαβράκι με ρακί, Γαρίδες με αλμυρίδα, Σουβλάκια παλαμίδας, Χριστόψαρο με ζαφορά, Μπορανί, Σιγομαγειρεμένη αρνίσια σπάλα, Αρνίσια σπάλα στο ταντίρ, Ντολμάδες με πράσινο σγουρό λάχανο, Μπακλαβάς με γάλα, χαλβάς από αλεύρι με σιρόπι και φιστίκια, Μπαστουνάκια με μέλι, Το ρολό του σουλτάνου, Επιδόρπιο με σταφύλια από τη Μαύρη Θάλασσα, Σεκερπαρέ κ.ά.
Ματιές από το βιβλίο:
«Ένα φαγητό με καλεσμένους στην Τουρκία αρχίζει πάντα με μια σειρά από μικρά ορεκτικά, τους μεζέδες. Σκοπός τους είναι να ανοίγουν την όρεξη σε συνδυασμό με το ρακί. Η πληθώρα των μικρών μεζέδων που προσφέρονται σε τραπέζι με καλεσμένους είναι φτιαγμένοι κυρίως από ωμά λαχανικά, ψάρια και κρέας και αποκαλύπτουν με εντυπωσιακό τρόπο την ποικιλία της τούρκικης κουζίνας και, φυσικά, και τον τρόπο ζωής των κατοίκων. […]
»Το γιαούρτι είναι κληρονομιά των Τούρκων νομάδων και σήμερα πια από τα πιο σημαντικά υλικά της τούρκικης κουζίνας. Μαρτυρίες για τη σημασία που είχε το γιαούρτι στην καθημερινή ζωή των κατοίκων υπάρχουν στις χιουμοριστικές διηγήσεις για τον Νασρεντίν Χότζα, δηλαδή από το 13ο αιώνα»[1].
«Η ντομάτα, κλασικό υλικό της κουζίνας της Μεσογείου, ήρθε στην Ευρώπη από τις νοτιοαμερικανικές Άνδεις με τους Ισπανούς κατακτητές το 16ο αιώνα και χρειάστηκε σχεδόν τέσσερις αιώνες για να καταξιωθεί στη Γηραιά Ήπειρο. […] Σήμερα υπολογίζεται πως υπάρχουν περίπου 5.000 είδη. Στην Καππαδοκία, οι γυναίκες συντηρούν το πολύτιμο λαχανικό φτιάχνοντάς το σάλτσα σε μεγάλες χύτρες. Μ’ αυτό τον τρόπο δίνουν και στα χειμωνιάτικα φαγητά κάτι από τον καλοκαιρινό ήλιο»[2].
«Λέγεται πως στην τούρκικη κουζίνα υπάρχουν πάνω από εκατό συνταγές με μελιτζάνες. […] Η συγκομιδή της μελιτζάνας γίνεται από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο. Καλλιεργούνται κυρίως στην περιοχή γύρω από το Αντέπ, διότι χρειάζονται εδάφη φτωχά σε ασβέστιο και ξερό, ζεστό κλίμα. Οι μελιτζάνες κατάγονται από την Ινδία και στην Ασία καλλιεργούνται πάνω από 2.500 χρόνια»[3].
«Τα ρεβίθια, που μας ήρθαν από την κεντρική Ασία, αναφέρονται ακόμα και στην Ιλιάδα του Ομήρου. […] Σύμφωνα με το μύθο, στη Μεσόγειο τα έφεραν οι Φοίνικες. Τα ρεβίθια έχουν γεύση που θυμίζει λίγο ξηρούς καρπούς και είναι πολύ θρεπτικά. […] Το χούμους είναι ο πασίγνωστος ρεβιθοπουρές με καταγωγή από την Εγγύς Ανατολή. Εμπλουτίζοντάς τον με σκόρδο, μαϊντανό, πάπρικα, δυόσμο, πράσινη πιπεριά, ταχίνι και ελαιόλαδο, είναι κατάλληλος και για κύριο πιάτο»[4].
«Οι Τούρκοι είναι άφταστοι μάστορες στο ψήσιμο στη σχάρα. Αυτός ο τρόπος ψησίματος έχει μεγάλη παράδοση στη χώρα τους. Είναι κληρονομιά των νομάδων από την Κεντρική Ασία. Στην κουζίνα της Τουρκίας το κρέας από αρνί έχει ιδιαίτερη θέση. […] Το κύριο υλικό στο κεμπάπ από τα Άδανα είναι το αρνίσιο κρέας, στο οποίο δίνεται το σχήμα λουκάνικου, περνιέται σε μεταλλικά σουβλάκια και ψήνεται στη σχάρα. Ο κιμάς προέρχεται από διάφορα μέρη του ζώου και περιέχει περισσότερο ή λιγότερο λίπος, ανάλογα με το χασάπη. […] Ιδιαίτερη γεύση παίρνουν τα σουβλάκια με κιμά από το σουμάκ, ένα χαρακτηριστικό τούρκικο μπαχαρικό με χρώμα βαθύ κόκκινο σαν του κρασιού. Το σουμάκ παρασκευάζεται από τους αποξηραμένους καρπούς του δέντρου ρου, που φύεται στη νότια Τουρκία. […] Η πάπρικα δίνει επίσης άρωμα στον κιμά. Η σκόνη της παρασκευάζεται από τους αποξηραμένους και αλεσμένους καρπούς της πιπεριάς μπαχαρικού που λέγεται “καψικόν το ετήσιον”»[5].
«Ο μπακλαβάς είναι παραδοσιακό γλυκό που το αγαπούν πολύ στην Τουρκία. Οι μάγειροι του σουλτάνου Μωάμεθ Β’, του κατακτητή της Κωνσταντινούπολης, καταγράφουν στα αρχεία του το 1473 για πρώτη φορά τον μπακλαβά. Εκείνη την εποχή ήταν γνωστές μόνο πέντε ή έξι παραλλαγές του. Οι πολλές άλλες μορφές του δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του 18ου αι. […] το μυστικό στον μπακλαβά κρύβεται στα φύλλα του, που πρέπει να είναι πολύ λεπτά, σχεδόν διάφανα. Το άνοιγμά τους απαιτεί επιδεξιότητα και πείρα»[6].
Τη μετάφραση από τα γερμανικά έκανε η Άννα-Μαρία Τσιρακάκη.
__________
[1]Fabien Bellahsen and Daniel Rouche, Τουρκία, Εξαιρετικές γεύσεις της Μεσογείου, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2006, σελ. 46.
[2]Fabien Bellahsen and Daniel Rouche, Τουρκία, Εξαιρετικές γεύσεις της Μεσογείου, ό.π., σελ. 48, 64.
[3]Fabien Bellahsen and Daniel Rouche, Τουρκία, Εξαιρετικές γεύσεις της Μεσογείου, ό.π., σελ. 48, 64.
[4]Fabien Bellahsen and Daniel Rouche, Τουρκία, Εξαιρετικές γεύσεις της Μεσογείου, ό.π., σελ. 52.
[5]Fabien Bellahsen and Daniel Rouche, Τουρκία, Εξαιρετικές γεύσεις της Μεσογείου, ό.π., σελ. 58.
[6]Fabien Bellahsen and Daniel Rouche, Τουρκία, Εξαιρετικές γεύσεις της Μεσογείου, ό.π., σελ. 160.

Συγγραφέας: Στέλιος Παρλιάρος
Εκδόσεις: Ι. Σιδέρης
Έτος: 2008
Περιγραφή
Το πέμπτο βιβλίο της σειράς του γνωστού ζαχαροπλάστη Στέλιου Παρλιάρου με τίτλο «Μαθήματα γλυκιάς αλχημείας», που είχε κυκλοφορήσει με την εφημερίδα «Καθημερινή», αναφέρεται σε γλυκά από διάφορες χώρες του κόσμου! Στο βιβλίο, η σύντομη εισαγωγή, μετά τον πρόλογο για τις ρίζες της ζαχαροπλαστικής, αφορά την ιστορία ορισμένων γλυκών από όσα παρουσιάζονται στις συνταγές και τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο της ζαχαροπλαστικής δραστηριότητας των χωρών όπου παραδοσιακά παρασκευάζονται. Ακολουθούν οι συνταγές των χωρών και στο τέλος υπάρχει ένα μπόνους-κεφάλαιο με συνταγές του Στέλιου Παρλιάρου και με ένα μίνι αφιέρωμα στη βανίλια και στη ζάχαρη. Η ύλη των συνταγών με γλυκά του κόσμου ταξινομείται λίγο πολύ βάσει των ηπείρων, πέραν της Ευρώπης, για την οποία έγινε λόγος στο τέταρτο βιβλίο της ίδιας σειράς και στο προηγούμενο τεύχος 8 αντίστοιχα Απριλίου-Μαΐου της «Τρελή piñata». Έτσι ο αναγνώστης, παίρνοντας μία ιδέα για τη ζαχαροπλαστική αυτών των χωρών στην αρχή κάθε κεφαλαίου, προσανατολίζεται ακολούθως στις συνταγές. Κάποιες από αυτές, για να γλυκαθείτε νοερά: ΗΠΑ − Angel cake (Κέικ των Αγγέλων), Brownies (Υγρό κέικ), Cheesecake (Κέικ με κρέμα τυριού), Pancakes (Τηγανίτες), Pumpkin pie (Πίτα με κολοκύθα), Μεξικό − Cajeta ή Dulce de leche (Ζελέ από γάλα), Αρμενία – Helva (Χαλβάς), Ινδία – Lassi (Δροσιστικό ρόφημα από γιαούρτι), Χαλβάς με φιστίκια και κάσιους, Ιράν – Persian (Περσικά μπισκότα με ροδόνερο), Περσικός χαλβάς με φιστίκια Αιγίνης, Κίνα – Cake Matcha Uji (Κέικ με πράσινο τσάι), Ζελέ αμυγδάλου και ρυζιού από το Πεκίνο, Τηγανιτά μήλα Πεκίνου, Ταϊλάνδη – Κρέμα από Καρύδα, Τουρκία – Aşure (Κρέμα από χυλό σιταριού), Baklava (Μπακλαβάς), Κανταΐφι, Keşkül (Κρέμα με γεύση αμυγδάλου), Künefe (Κανταΐφι με τυρί κρέμα), Muhallebi (Κρέμα από γάλα και ροδόνερο), Şekerpare (Σιροπιαστό μπισκότο), Tavuk göğsü (Κρέμα από στήθος κοτόπουλου), Αυστραλία – Ζελέ καρύδας, Mango (Μάνγκο), Μπισκότα anzac, Rice and orange (Γλυκό με ρύζι και πορτοκάλι), Αίγυπτος – Μπασμπούσα (Σιροπιαστό κέικ με σιμιγδάλι), Ζανζιβάρη – Μπισκότα με εξωτικά φρούτα, Μαρόκο – Γλυκιά pastilla με γάλα, Κους κους με ξηρούς καρπούς, Makroud (Χουρμαδοπιτάκια), Ομάν – Χουρμαδόπιτα, Τυνησία – Κέικ πορτοκαλιού.

Συγγραφέας: Στέλιος Παρλιάρος
Εκδόσεις: Ι. Σιδέρης
Έτος: 2008
Περιγραφή
Το όγδοο βιβλίο της ίδιας σειράς βιβλίων με τίτλο «Μαθήματα γλυκιάς αλχημείας» αναφέρεται γενικότερα σε γλυκά της Μεσογείου, με συνδυασμό νέων και παραδοσιακών γεύσεων, που βασίζονται σε προϊόντα της Μεσογείου, καθώς και της Ελλάδας πιο συγκεκριμένα. Έτσι, βρίσκουμε συνταγές με φρούτα, άνθη, ξηρούς καρπούς, μέλι κ.ά. Στο εισαγωγικό κεφάλαιο, ο Στέλιος Παρλιάρος αναφέρεται στις βασικές πρώτες ύλες και στα είδη γλυκών, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο. Οι συνταγές τους είναι λίγο ή πολύ γνωστές με παραλλαγές, αλλά εδώ θα τις βρείτε «πειραγμένες» δημιουργικά. Ακολουθούν οι μεζούρες, οι βασικές συνταγές για ζύμες, κρέμες και σος, και μετά περνάμε στο ζουμί! Θα σας βασανίσω λίγο γλυκά κερνώντας σας επιλεκτικά μία μπουκιά-ιδέα: Βυσσινόκηπος (Κρέμα με βύσσινο), Γιαουρτοκρέμα, Γλυκό από γιασεμί, Γλυκό του κουταλιού από φλούδες πορτοκαλιού, Cheesecake με μανούρι, Δαμάσκηνο γλυκό, Ζελέ από γάλα και σταφύλια, Ζελέ λεβάντας, Ιταλικό ρυζόγαλο με βανίλια, Κέικ μελιού, Κέικ φουντουκιού, Κρέμα γιαουρτιού με κομπόστα φράουλας, Κρέμα λεμονιού, Κρέμα ούζου, Μαρμελάδα από γάλα, Μαρμελάδα μπανάνα, Μαρμελάδα-ζελέ κυδώνι, Μαστιχομπισκότα, Μεθυσμένα νεκταρίνια, Μηλόπιτα με τραγανή σφολιάτα και δαμάσκηνα, Μους αχλαδιού, Μους κονιάκ με φουντούκια, Μπακλαβάς με φιστίκι Αιγίνης, Μπισκότα με δεντρολίβανο, Μπισκότα με μέλι, Πανακότα με γιαούρτι και κόκκινο κρασί, Πάστα-φλώρα βερίκοκο, Πίτα με ξηρούς καρπούς και ροδόνερο, Ρόδι με Μαυροδάφνη ζελέ, Ροδόσταμο, Ρυζόγαλο με φιστίκια Αιγίνης, Σύκα με ανθότυρο, Τούρτα κηρήθρα, Τούρτα πορτοκαλιού, Υγρή λεμονόπιτα, Χριστουγεννιάτικο κέικ με μπαχαρικά κ.ά.
Σε κάποιες από τις συνταγές του πέμπτου και του όγδοου βιβλίου της σειράς παρατίθενται σε ορθογώνιο πλαίσιο, στο τέλος της συνταγής, πληροφορίες και μικρά μυστικά.

Συγγραφέας: Αλέξανδρος Γιώτης
Εκδόσεις: Η Καθημερινή
Έτος: 2009
Περιγραφή
Σε αυτό το βιβλίο ο Αλέξανδρος Γιώτης μάς κληροδοτεί, όπως ο ίδιος γράφει στον «Πρόλογο», το αποτέλεσμα: «Πρώτον, των άπειρων ταξιδιών που έχω κάνει σε ολόκληρη την Ευρώπη, το Ισραήλ και την Αφρική. Δεύτερον, της ενδελεχούς μελέτης της μαγειρικής, τόσο από πλευρά της ιστορίας, της λαογραφίας και της εμπειρίας των ντόπιων μαγείρων, όσο και από αυτή της μοριακής γαστρονομίας, όπως την καταλαβαίνω εγώ, δηλαδή της χημικοφυσικής ανάλυσης του ό,τι συμβαίνει στις κατσαρόλες, στις μείξεις, στις υπάρχουσες παλιές συνταγές. Το τρίτο στοιχείο μου είναι η εμπειρία μου στη μαγειρική που μου επέτρεψε με φαντασία και πειραματισμό να καταλήξω σε συνταγές που τρώγονται αλλά και που έχουν στόχο το νόστιμον και υγιεινόν […] Ψάχνω, δηλαδή, να ξαναβάλω στο τραπέζι πρώτες ύλες που αφήσαμε στην άκρη και που έχουν σκοπό την υγιεινή διατροφή»[1].
Συμπεριλαμβάνονται, επομένως, στο βιβλίο συνταγές από διάφορα μέρη της Ελλάδας και του κόσμου με χρώμα τοπικό, εμπλουτισμένες, όμως, με τη δική του φαντασία και με το αποτέλεσμα του εμπειρικού πειραματισμού του. Έτσι, βρίσκουμε προτάσεις για Λαχανικά, Γαλέτες, Πίτες, Τάρτες, Κρέας, Πουλερικά, Ψάρια και Θαλασσινά, Γλυκά, Σάλτσες και τέλος, στο «Παράρτημα», μία συνταγή για Κουρ μπουιγιόν (Court bouillon − σύντομο ζωμό βάσης). Την παρασκευή των συνταγών, γενικότερα, χαρακτηρίζουν η σχετική ταχύτητα ως προς την εκτέλεση και τα αγνά υλικά, ώστε να είναι εύκολα εφαρμόσιμες από τη σύγχρονη νοικοκυρά, με στόχο να επιστρέψουν κάποιες παραδοσιακές συνταγές στο τραπέζι, καθώς και να βρουν μία θέση οι έξυπνα γευστικές υγιεινές προτάσεις. Θα αναφέρω επιλεκτικά ορισμένες, συμπεριλαμβάνοντας και την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία, για τις οποίες έγινε ειδική αναφορά στο προηγούμενο τεύχος 8 Απριλίου-Μαΐου της «Τρελή piñata». Άλλωστε, σε αυτό το τεύχος, για την κουζίνα της Γαλλίας μάς έχει ήδη ανοίξει την όρεξη ο ποντικούλης Ρατατούης της ομώνυμης ταινίας! Δε θα μείνει εκτός, όμως, ούτε η Ελλάδα, παρότι κάναμε ειδικό αφιέρωμα στα βιβλία του τεύχους 5 Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου του 2013, στο Β’ Μέρος με «Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας!».
Κάποιες ιδέες για να πάρετε μία γεύση: (Ελλάδα) Πίτα με σπανάκι χωρίς φύλλο – Αρβανίτικο, Σουγάνια ή σογάνια ή κελέμια (γεμιστά κρεμμύδια) – Μυτιλήνη, Γαλαξίδι, Παστίτσιο με πράσα – Ήπειρος, Μύδια σαγανάκι – Θεσσαλονίκη, Κάππαρη γιαχνιστή – Σαντορίνη, (Γαλλία) Μικρό σουφλέ πατάτας, Κρέμα (φλαν) κολοκύθας, (Ελβετία) Γαλέτα πατάτας ρόστι, Στρείδια γκρατινέ με σκόρδο και μπαχαρικά, Φιλέτα μπαρμπουνιού στιλ Προβηγκίας, Κλαφουτί, Μανταρίνια μασκαρεμένα, (Κορσική) Φιαντόνε – Τάρτα ανθότυρου με σιρόπι εσπεριδοειδών, (Μαρόκο) Φραγκόκοτα φρικασέ, (Τουρκία) Γεμιστές πιπεριές Κωνσταντινούπολης, (Ισραήλ) Τηγανητά λαχανικά, (ΗΠΑ) Καβουροκροκέτες Μέριλαντ, (Ισπανία – Λατινική Αμερική) Ceviche – Πιάτο με μαριναρισμένα θαλασσινά, (Βασκονία) Μαρμιτάκο (βασκικό ραγού τόνου), Βασκικό γλυκό με κεράσια και σκόνη αμυγδάλου, (Λίβανος) Λαβράκι με σάλτσα ταχινιού, (Ιταλία) Αυθεντική σικελιάνικη κασάτα, (Αγγλία) Πικαλίκι (πίκλες με μουστάρδα), (Ινδία) Κέτσαπ με ινδικό μείγμα μπαχαρικών, (Ταϊλάνδη) Κέτσαπ με ταϊλανδέζικο κάρι κ.ά.
__________
[1] Αλέξανδρος Γιώτης, Συνταγές απ’ όλο τον κόσμο, Η Καθημερινή, Αθήνα, 2009, σελ. 5.

Συγγραφέας: Αγλαΐα Κρεμεζή
Εκδόσεις: Πατάκη
Έτος: 2009
Περιγραφή
Αυτό το βιβλίο νομίζω ότι έχει εξαντληθεί από τον εκδότη και παραδόξως βρέθηκε στα χέρια μου σχετικά πρόσφατα. Ενθουσιάστηκα, γιατί το έψαχνα από πολύ καιρό, και γι’ αυτό θέλω να το μοιραστώ μαζί σας! Όπως έχουμε πει άλλωστε και πάλι, τα βιβλία δεν είναι προϊόντα κατανάλωσης, αλλά η γραπτή αποτύπωση ιδεών, εικόνων, εμπειριών, ένα απόσταγμα ψυχής που ευωδιάζει όσο οι άνθρωποι επιθυμούν να απολαμβάνουν την ομορφιά του. Ο εντοπισμός του αποτελεί άλλη μία ιστορία για να γραφτεί κάποια στιγμή, μέχρι τότε, όμως, ας επωφεληθούμε από αυτή την ευτυχή συγκυρία, προκειμένου να βουτήξουμε στα χρώματα, τα αρώματα και τις γεύσεις της Μεσογείου. Όσα ακολουθούν μπορεί να σταθούν αφορμή για όποιον ήδη έχει το βιβλίο να το ξαναθυμηθεί ή για όποιον δεν το έχει να αντιληφθεί έγκαιρα την παρουσία του, σε περίπτωση τυχαίας συνάντησης.
Το βιβλίο είναι πλούσιο σε ιδέες, με μικρές σχετικές αφηγήσεις και πληροφορίες για τα προϊόντα, ενώ οι προτεινόμενες συνταγές είναι ιδιαίτερες, διεκδικώντας τη μοναδικότητα μέσα από τη διαφορετικότητα των απλών μεσογειακών υλικών, που αλλάζουν ανάλογα με την εποχή, τον τόπο, τον τρόπο επεξεργασίας τους, τη μορφή τους, τη σοδειά, το χώμα, τη μυρωδιά του αέρα με όσα μυστικά φέρνει αντάμα, και την από μέρα σε μέρα ωρίμανσή τους. Είναι ένα βιβλίο υποσχόμενο γευστικά ταξίδια σε όλη τη Μεσόγειο μέσα από την κουζίνα μας. Ευκαιρία, λοιπόν, τώρα που καλοκαιριάζει, να κάνουμε τολμηρές εξερευνήσεις με ανεξάντλητη περιέργεια και διάθεση πειραματισμού!
Λίγο πριν δοκιμάσετε μικρές μπουκιές-ιδέες από τις συνταγές του βιβλίου, θα πάρουμε μία γεύση από κάποια αποσπάσματα των πρώτων κεφαλαίων, που προσφέρουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες.
Οι πιπεράτες:
«Το μαύρο πιπέρι, το τζίντζερ και οι πιπεριές προκαλούν κάψιμο, και η θερμότητα όπως και η φωτιά σχετίζονται με τον έρωτα και το πάθος. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που τόσο οι Ρωμαίοι όσο και οι Αζτέκοι τα θεωρούσαν αφροδισιακά. Σε κάποια μοναστήρια του Μεσαίωνα, τα μπαχαρικά αυτά ήταν απαγορευμένα από τη διατροφή των θρησκευόμενων και σεξουαλικά αγνών ανθρώπων, ενώ στην αφρικάνικη γλώσσα σουαχίλι η πιπεριά ονομάζεται πίλι πίλι, λέξη που χρησιμοποιείται ιδιωματικά και για το ανδρικό σεξουαλικό όργανο, όπως αναφέρει ο Amal Naj στο βιβλίο του Peppers: A Story of Hot Pursuits (Πιπεριές: Μία Ιστορία Θερμών αναζητήσεων). Αλλά και επιστημονικά είναι αποδεδειγμένο ότι η καυτερή αίσθηση από τις πιπεριές ή το πιπέρι, που συχνά προσεγγίζει τον πόνο, προκαλεί την παραγωγή ενδορφινών στον εγκέφαλο. Οι ενδορφίνες έχουν παυσίπονες ιδιότητες και προκαλούν αίσθημα ευφορίας, που κατ’ επέκταση ενδέχεται να αυξάνει την ένταση της σεξουαλικής πράξης»[1].
Οι ιστορικές, κοινωνιολογικές κ.λπ.:
«Με την επικράτηση των Ισπανών και των Πορτογάλων στο εμπόριο των μπαχαρικών, συνέβη το εξής παράδοξο: τα μπαχαρικά άρχισαν να πουλιούνται φτηνότερα και έγιναν πιο προσιτά στις λαϊκές μάζες, πράγμα που έβαλε τέλος στη μανία της αριστοκρατίας για καυτερά και αρωματικά. Όπως γράφει η ανθρωπολόγος Sophie Coe στο σημαντικό βιβλίο της America’s First Cuisines (Οι Πρώτες Κουζίνες της Αμερικής), “η καυτερή πιπεριά συνέβαλε στην εξαφάνιση των εκλεκτών πιάτων της αριστοκρατίας, με τα πολλά μπαχαρικά, κατά τις περιόδους της Αναγέννησης και του Μπαρόκ. Η πιπεριά ήταν φυτό φτηνό και εύκολο να καλλιεργηθεί. Δεν χρειαζόταν να μεταφερθεί από την άλλη άκρη του κόσμου, προωθούμενο από μεταπράτες, οι οποίοι διαρκώς ανέβαζαν την τιμή του προϊόντος. Και, εφόσον ήταν φτηνή, δεν μπορούσε να θεωρηθεί σύμβολο υψηλής κοινωνικής θέσης. Σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, κάθε αγρότης μπορούσε πλέον να καλλιεργήσει την πιπεριά του και να απολαύσει γεύσεις που οι πρόγονοί του ούτε καν να ονειρευτούν δεν μπορούσαν”. Έτσι, κατά το 17ο αιώνα, η σκυτάλη από τα καυτερά, ως ένδειξη κοινωνικής υπεροχής, πέρασε στον καφέ, το τσάι, τη σοκολάτα και τη ζάχαρη. Εκείνη ακριβώς την περίοδο, οι Γάλλοι δημιούργησαν μία κουζίνα που βασιζόταν σε περίπλοκα μεν, αλλά καθόλου καυτερά ή ιδιαίτερα αρωματικά πιάτα· και η υπόλοιπη Ευρώπη τούς ακολούθησε, καθώς διαδόθηκαν παντού γεύσεις με λιγοστά μπαχαρικά, περίπου σαν τις σημερινές της Δύσης.
»Στη βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή τα μπαχαρικά ποτέ δεν έπαψαν να είναι της μόδας. Το ευρωπαϊκό τμήμα της Μεσογείου, όμως, είναι διχασμένο σχετικά με τα καυτερά και έντονα καρυκευμένα πιάτα. Οι Ιταλοί του Βορρά σπάνια κρύβουν την περιφρόνησή τους για τα πικάντικα φαγητά της Καλαβρίας και της Απουλίας, θεωρώντας τα χωριάτικα και καθόλου εκλεπτυσμένα. Παρομοίως και η ελληνική αστική τάξη συνειδητά αφαίρεσε τα μπαχαρικά από όλα τα παραδοσιακά φαγητά. Ο πατέρας μου δεν ήταν ο μοναδικός που θεωρούσε το κύμινο και τα άλλα “ανατολικά μπαχαρικά” μισητά απομεινάρια της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας.
»Τα πράγματα όμως αλλάζουν […]»[2].
Οι χρήσιμες:
«Όταν αγοράζετε μπαχαρικά, μη βασίζεστε στην εμφάνισή τους. Εμπιστευτείτε τη μύτη και τη γεύση σας. Αγοράζετέ τα ολόκληρα και τρίψτε τα σε ειδικό μύλο, στο γουδί ή σε καθαρό μύλο του καφέ, λίγα λίγα, μόνο όσο χρειάζεστε κάθε φορά. Αν πετύχετε κάποιο εξαιρετικό μυρωδικό, αγοράστε κάμποσο και φυλάξτε το στην κατάψυξη, κλεισμένο αεροστεγώς. Η μαγειρική με μπαχαρικά απαιτεί εξοικείωση με τις γεύσεις τους και μεγάλη ποικιλία στο ράφι σας. Οι ποσότητες που προτείνονται στις συνταγές είναι μόνο ενδεικτικές και σας δίνουν τη βάση για να προχωρήσετε στους γευστικούς πειραματισμούς σας. Άλλωστε, η γεύση κάθε μπαχαρικού δεν είναι ποτέ πάντα ακριβώς η ίδια. Ποικίλει ανάλογα με τη χώρα προέλευσης, τη σοδειά, τη φρεσκάδα, τη μέθοδο συλλογής και ξήρανσης» [3].
Οι θεματικές ενότητες του βιβλίου ταξινομούνται σε: «Προ-μαγειρεμένα για το κελάρι και το ψυγείο» (Μείγματα μπαχαρικών, Σάλτσες, Condiments), «Μεζέδες, Ορεκτικά και Σαλάτες», «Κύρια Πιάτα» (Ψάρια και Θαλασσινά, Λαχανικά, Πίτες και Πιάτα με Αβγά, Κρέας και Πουλερικά, Όσπρια, Δημητριακά και Ζυμαρικά), «Ψωμί, Κουλούρια και Επιδόρπια» (Ψωμί και Παξιμάδια, Γλυκά και Κουλουράκια). Στην αρχή του βιβλίου δίνονται στοιχεία για τις πιπεριές, τα μπαχαρικά, τα αρωματικά και γευστικά χαρμάνια, τα αρωματικά χόρτα και γενικότερα για τα υλικά της μεσογειακής κουζίνας, όπως είναι το ελαιόλαδο και τα δημητριακά. Ενώ στο τέλος υπάρχουν προτάσεις για συγκεκριμένα προϊόντα και για τα σημεία πώλησής τους με στοιχεία επικοινωνίας, στο κεφάλαιο «Αγορές». Το βιβλίο ολοκληρώνεται με το πολύ χρήσιμο και καθόλου αυτονόητο «Ευρετήριο».
Μαζί με τις συνταγές δίνονται επίσης μικρά μυστικά για την παρασκευή τους και προτεινόμενες παραλλαγές, όπου με την προσθαφαίρεση δύο τριών υλικών ταξιδεύουμε και σε άλλη χώρα της Μεσογείου. Όλα αυτά συνοδεύουν, επιπλέον, οι διάφορες πληροφορίες για την προέλευση, την ιστορία τους, την πηγή έμπνευσής τους, τα προϊόντα κ.λπ. Κάποιες από αυτές ενδεικτικά: Ροζ κουνουπίδι τουρσί με γογγύλια, Πιπεριές καυτερές σε ελαιόλαδο, Τραχανάς ξινός με πλιγούρι και κριθάρι, Χούμους με πικάντικα σκορδάτα ρεβίθια, Μύδια τηγανιτά σε κουρκούτι με ούζο, Φαλάφελ, Μπιγκίλα: Φάβα πικάντικη με κουκιά, από τη Μάλτα, Μπισάρα: Φάβα με φασόλια, από την Αίγυπτο, Πιπεριές ψητές με αντζούγιες σε καυτερό λάδι, Σαλάτα με λάχανο μαρινάτο, από το Ισραήλ, Μπορανί: Σαλάτα σπανάκι με μαϊντανό, γιαούρτι και καρύδια, Gambas al Ajillo: Γαρίδες με σκόρδο, πιπεριά, σέρι και μαϊντανό (ορεκτικό από την Καταλονία), Ajo Bianco: Κρύα αμυγδαλόσουπα με σκόρδο, Σαμπούσακ: Πιτάκια με κρέας ή τυρί, από την Τυνησία, Καλαμάρια ψητά, γεμιστά με ελιές και αμύγδαλα, Κουσκούς με ψάρι, από τη Σικελία, Λαχματζούν: Αραβική πίτσα, Πίτες από την Καλαβρία, Μελιτζάνες γεμιστές με πλιγούρι και κιμά, Αρνί ταζίν γλυκοκαυτερό με σύκα ξερά, Κοτόπουλο ταζίν με εποχιακά λαχανικά, Τηγανιά τζιώτικη, Κισκέκ: Σιγοψημένο αρνί με σιτάρι, Μπούτι αρνίσιο ψητό, με βορειοαφρικάνικα μπαχαρικά και λεμόνι, Μοσχάρι με αγκινάρες αβγολέμονο, Τυροκουραμπιέδες με αμύγδαλα και πιπέρι, Κέικ με ούζο, ελαιόλαδο και αμύγδαλα, Κουραμπιέδες νησιώτικοι με καβουρδισμένο αμύγδαλο, Τυρογλυκό με φέτα και μυζήθρα, Μυρωδάτα μελομακάρονα, Πιπεράτο παγωτό μαστίχα, Φρέσκο λικέρ φράουλα.
__________
[1] Αγλαΐα Κρεμεζή, Της Μεσογείου τα Πικάντικα, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2009, σελ. 13.
[2] Αγλαΐα Κρεμεζή, Της Μεσογείου τα Πικάντικα, ό.π., σελ. 14.
[3] Αγλαΐα Κρεμεζή, Της Μεσογείου τα Πικάντικα, ό.π., σελ. 16.

Περιγραφή
Τη μουσική επένδυση της ταινίας έκανε ο Μάικλ Τζιακίνο (Michael Giacchino), ο οποίος έχει συνθέσει τη μουσική πολλών γνωστών σειρών και ταινιών, όπως «Lost», «Up» κ.λπ. Τα πιο πολλά κομμάτια του άλμπουμ είναι ορχηστρικά. Αυτά, περιγράφοντας μουσικά τις πτυχές των χαρακτήρων και της ιστορίας, αποδίδουν δεξιοτεχνικά τα στοιχεία της κατεργαριάς, της συγκίνησης, του ονείρου κ.ά. Είναι το ίδιο ταξιδιάρικο με την ταινία, καθώς ακούγοντάς το ο ακροατής βρίσκεται αντιμέτωπος τόσο με την περιπέτεια όσο και με απρόσμενα λιγουριάρικες μυρωδιές και γεύσεις!
Το 2008 πήρε μία υποψηφιότητα για βραβείο Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερης Μουσικής Επένδυσης και κέρδισε βραβείο Γκράμι στην ανάλογη κατηγορία.
[vid1] «Le Festin», ερμηνεύει η Καμίλ (Camille Dalmais).
[vid2] «Anyone Can Cook» (ορχηστρικό κομμάτι).
[vid3] «Wall Rat» (ορχηστρικό κομμάτι).
| |

Περιγραφή
Το άλμπουμ της ταινίας συμπεριλαμβάνει κλασικά και σύγχρονα τραγούδια γνωστών συνθετών και τραγουδιστών, ενώ τη μουσική επένδυση με νέα κομμάτια έκανε ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Φίλιπ Γκλας (Philip Glass). Έχει ποικιλία ακουσμάτων, με καλλιτέχνες από διαφορετικά μουσικά είδη, όπως κλασική, ποπ, ποπ-ροκ κ.λπ. Έτσι, ακούγονται συνθέσεις και ερμηνείες των Τζιάκομο Πουτσίνι (Giacomo Puccini), Τζουζέπε Βέρντι (Giuseppe Verdi), Αμιλκάρε Πονκιέλλι ( Amilcare Ponchielli), Κόνραντ Πόουπ (Conrad Pope), Λουτσιάνο Παβαρότι (Luciano Pavarotti), Ρενάτα Τεμπάλντι (Renata Tebaldi), Κάρλο Μπεργκόντζι (Carlo Bergonzi), Τζόαν Σάδερλαντ (Joan Sutherland), Πάολο Κόντε (Paolo Conte), Τζόζεφ Καλλέια (Joseph Calleja), Ρέι Τζελάτο (Ray Gelato), Πίτερ Τομάσο (Peter Tomasso), Λιζ Φερ (Liz Phair), Τζον Σα(ε)νκς (John Shanks) και Μάικλ Μπουμπλέ (Michael Bublé).
[vid1] «Nessun dorma» συνθέτης Τζιάκομο Πουτσίνι (Giacomo Puccini), ερμηνεύει ο Λουτσιάνο Παβαρότι (Luciano Pavarotti).
[vid2] «Via con me», σύνθεση και ερμηνεία του Πάολο Κόντε (Paolo Conte).
[vid3] «Mambo gelato», Ray Gelato.
[vid4] «Zoe & Kate watch video» σε σύνθεση Φίλιπ Γκλας (ορχηστρικό).
| |

Περιγραφή
Τη σύνθεση του μιούζικαλ και τους στίχους έγραψε ο Στίβεν Σόντχαϊμ (Stephen Sondheim). Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στο Μπροντγουέι το 1979. Στο άλμπουμ τα τραγούδια ερμηνεύουν οι ηθοποιοί της ταινίας. Η μουσική είναι υποβλητική και συγκινησιακή, πλαισιώνοντας τη σκοτεινή και μυστηριώδη ατμόσφαιρα της ιστορίας.
[vid1] «Johanna», σε σύνθεση και στίχους του Στίβεν Σόντχαϊμ, ερμηνεύουν οι Τζέιμι Κάμπελ Μπάουερ (Jamie Campbell Bower), Τζόνι Ντεπ και Λόρα Μισέλ Κέλι (Laura Michelle Kelly).
[vid2] «By the Sea» σε σύνθεση και στίχους του Στίβεν Σόντχαϊμ, ερμηνεύουν οι Τζόνι Ντεπ και Έλενα Μπόναμ Κάρτερ.
[vid3] «Opening Title» σε σύνθεση του Στίβεν Σόντχαϊμ (ορχηστρικό).
| |

Περιγραφή
Η μουσική της ταινίας είναι του Ντανιέλε Λούπι (Daniele Luppi). Το άλμπουμ καθυστέρησε να κυκλοφορήσει για κάποια χρόνια. Η μουσική του συνθέτη ερμηνεύει τη μοναχικότητα των ηρώων και την κλειστοφοβική χροιά των καταστάσεων που παρουσιάζονται στην ταινία. Παρ’ όλα αυτά, δημιουργεί πιο πολύ μία μελαγχολική και δραματική ατμόσφαιρα με την επικέντρωσή του σε ένα μουσικό όργανο τη φορά, ενώ η σύνθεση του κομματιού σταδιακά εμπλουτίζεται. Οτιδήποτε υπερτονίζεται, με το διακριτικό του πάντα ύφος, μοιάζει με όσες σκέψεις αποσπούν την προσοχή των ηρώων από την προσήλωσή τους στις βασανιστικές τους διαδρομές ή με όσους παράλληλους κόσμους συνυπάρχουν στους χαρακτήρες της αφήγησης.
[vid1] «Tercera Penitencia» σε σύνθεση του Ντανιέλε Λούπι (ορχηστρικό).
[vid2] «Comunión» σε σύνθεση του Ντανιέλε Λούπι (ορχηστρικό).
| |

* Κάποια από τα βιβλία αυτού του τεύχους τα προμηθεύτηκα από το βιβλιοπωλείο «Βιβλιοανιχνευτής» του Γιώργου Ζούκα.
* Η εικόνα του εξώφυλλου.
* Η εικόνα του οπισθόφυλλου.
Στο επόμενο ένθετο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου:
Προτάσεις, σαν μπουκιές γαστριμαργικής εμπειρίας!
Ζ’ Μέρος
Γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου