Το δικαίωμα στην εργασία είναι δικαίωμα στην αξιοπρέπεια
Η ιστορία της εργασίας έχει περάσει από πάρα πολλά κύματα. Εργασία ουσιαστικά μπορεί να είναι η καλλιέργεια του χωραφιού, η έμμισθη είτε ως εργάτη είτε ως υπαλλήλου, μία ιδιωτική επιχείρηση, τα δωρεάν προσφερόμενα οικιακά και εργασία μπορεί να είναι η καθαρά πνευματική δραστηριότητα. Πρακτικά, όμως, εργασία θεωρείται ό,τι αποφέρει αποδοχές. Το χρήμα είναι κυρίως εκείνο που προσδιορίζει αν κάτι είναι εργασία βάσει ενός άτυπου κοινωνικού κώδικα και όχι το περιεχόμενο ή το αποτέλεσμά της. Το ίδιο χρήμα που χάνει ανά πάσα στιγμή την αξία του, ενώ οι πραγματικές αξίες δεν εκπίπτουν ποτέ. Δηλαδή το κριτήριο που αποδίδει σε μία δραστηριότητα την έννοια «εργασία» είναι τελικά επισφαλές. Άρα ποια εγγύηση προσφέρεται ότι δε θα βρεθεί και η εργασία στο κενό;
Το χρήμα αναγκαστικά χρειάζεται. Είναι ένα μέσον. Πληρώνει μισθούς και συντάξεις και παρέχει κάρβουνο στην αγορά. Εντάξει έως εδώ. Η ανθρώπινη δραστηριοποίηση όμως δεν αρχίζει ούτε τελειώνει εκεί και δε θα έπρεπε εξάλλου. Η πνευματική δραστηριότητα, για παράδειγμα, ‒Γράμματα και Τέχνες‒ σε μία χώρα που δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στα βασικά παραμένει ακόμα στο πρώιμο στάδιο του αυτοπροσδιορισμού. Προσωπικά, όταν λέω ότι γράφω, ακόμα και τώρα που κυνηγάει κανείς άλλου τύπου δουλειές με το δίκαννο, με ρωτούν: «Ναι, αλλά τι δουλειά κάνεις;». Μη διανοηθεί κανείς να σκεφτεί ότι το γράψιμο χρειάζεται στρώσιμο, πολύ διάβασμα και δουλειά! Έχω συνδέσει ένα νέας τεχνολογίας γκατζετάκι στον εγκέφαλό μου και όποια ιδέα μού κατεβαίνει βγαίνει αυτόματα καταγραμμένη σε ένα χαρτί σαν μικρή απόδειξη. Οι πληροφορίες συγχρόνως μένουν ως data, τις παίρνω με το στικάκι και τις περνάω στον υπολογιστή. Εφόσον, λοιπόν, όλα γίνονται αυτόματα θα είχα τον άπειρο χρόνο θεωρητικά για άλλες 2-3 δουλειές ‒ θεωρητικά, γιατί αυτήν τη στιγμή δεν περισσεύουν.
Το επιχείρημά μου, βεβαίως, έχει περιεχόμενο και δε χρησιμοποιεί την ειρωνεία ως μέσον αποφόρτισης. Δε θεωρείται εργασία μία δραστηριοποίηση που δεν έχει αντίτιμο χρηματικό, αλλά μπορεί να προάγει την πνευματική ζωή άμεσα έμμεσα, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, ενώ τόσα χρόνια θεωρούνταν εργασία μία θέση υπαλλήλου που δήλωνε ή όχι ‒είμαστε χώρα φουλ στις αργομισθίες-ρουσφέτια‒ το «παρών», αλλά, εφόσον πληρωνόταν και αυτό φαινόταν επίσημα ως εργασία, θεωρούνταν δουλειά. Έχουμε, επομένως, ένα προβληματάκι με το ζήτημα ουσία και ποιότητα. Γιατί αυτές οι θέσεις ήταν πολλές και αυτοί οι άνθρωποι καθόριζαν και τις τύχες των υπολοίπων, γιατί υπήρχαν, ψήφιζαν και διαιώνιζαν τη νοοτροπία τους.
Μιλάμε για κρίση σήμερα. Έχουν υπάρξει στο παρελθόν και θα υπάρξουν και άλλες στο μέλλον. Έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα μία περιφερειακή οικονομία υπήρξε πάντα στο διεθνή στίβο. Και ξώφαλτσα χωνόταν στα παιχνίδια των μεγάλων ή έτσι κι αλλιώς τη συμπεριλάμβαναν με το έτσι θέλω ξεζουμίζοντάς την. Την κρίση του ’29 αρχίσαμε να την καταλαβαίνουμε το ’31, επίσης περιφερειακά, ακριβώς γιατί βρισκόμαστε στην περιφέρεια. Τώρα κάτι ανάλογο συνέβη. Εκτός από το οικονομικό πεδίο, όμως, υπάρχει και ένα ζήτημα νοοτροπίας που αφορά τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτοδιαχείριση και άμεσα ή έμμεσα τελικά μπορεί να επηρεάζει και την οικονομία.
Χρονικά δεν έχουμε ακόμα υπερκεράσει τα 400 χρόνια Τουρκοκρατίας και αναπόφευκτα υπάρχουν ένα σωρό κατάλοιπα. Αλλά και οι εξαρτήσεις συνεχίστηκαν με διάφορους τρόπους από τον ξένο παράγοντα. Όταν ένα πρώτο μέρος της σύγχρονης Ελλάδας έγινε ανεξάρτητο κράτος από το 1830, σε σχέση με την οθωμανική κυριαρχία τουλάχιστον, εγκαινιάστηκε μία περίοδος διακυβέρνησης με εγκάθετους ευρωπαίους βασιλιάδες, τους οποίους υποστήριξαν εδώ σαν ελέω Θεού ανώτερες οντότητες. Πριν ακόμα διωχθεί με δημοψήφισμα ο βασιλιάς το 1974, συσφίξαμε επιπλέον τις σχέσεις μας με την Ευρώπη το 1962 όταν συνδεθήκαμε με την ΕΟΚ, για να ενταχθούμε πλήρως το 1981. Τη δεκαετία του ’60 θεωρήθηκε αυτή μία καλή επιλογή, για να μπουν κάτω από το χαλί πολιτικά προβλήματα ‒ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος για να λυθούν τα πολιτικά ζητήματα στην Ελλάδα: η ξένη παρέμβαση και το χαλί‒, ώστε να μην αντιμετωπιστούν ουσιαστικά οι οικονομικές εκκρεμότητες της εποχής[1]. Θα πει κανείς, δε θα πάρουμε τα βουνά. Υπάρχει μία διάδραση με τους γείτονες κτλ. Βεβαίως. Άλλο όμως διάδραση, συνεργασία και εξυπηρέτηση αμοιβαίων συμφερόντων και άλλο σφουγγοκωλάριοι εις βάρος των ίδιων των πολιτών του ενός μέλους της εκάστοτε διμερούς συμφωνίας.
Φτάνουμε τώρα στη δική μου τη γενιά, που είδε το φως του ήλιου στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μετά τη 2η πετρελαϊκή κρίση, και βίωσε όλες τις μεταβάσεις σε σχολείο, πανεπιστήμιο και χώρο εργασίας. Η διαφορά της γενιάς μου σε σχέση με όσες ακολουθούν στη συνέχεια είναι ότι όλοι καταδικαζόμαστε στην ανυπαρξία, αλλά εμείς βρεθήκαμε στη μέση τρώγοντας την κατσάδα και από τις δύο πλευρές. Ως παιδιά ακούσαμε ατάκες εμπλουτισμένες με όλα τα κατοχικά και τα μεταπολεμικά σύνδρομα καθώς και με εκείνα των ηρωικών κατακτήσεων της μεταπολίτευσης. Εμείς τότε ήμασταν μωρά, αλλά μεγαλώσαμε με την ενοχή της εκ προοιμίου αποτυχίας. Τα είχαν κατακτήσει όλα οι προγενέστεροι εξάλλου, για να καταλήξουμε όλοι μαζί ανεξαρτήτως τώρα στο κενό.
Ενδεικτικά αναφέρω: «Εσείς τα έχετε όλα, εμείς δεν είχαμε παπούτσια», «Δεν είναι γράμματα αυτά που μαθαίνετε, πού τα δικά μας σχολειά!», «Τα σημερινά παιδιά δεν ενδιαφέρονται για τίποτα, εμείς κάναμε αγώνες», «Οι νέοι χάλασαν, δεν υπάρχει ρομαντισμός» κτλ. Κολοκύθια στο τετράγωνο. Όλα τα κάναμε με το δικό μας τρόπο. Και είχαμε μερίδιο σε λύπες, χαρές και δυσκολίες. Και τώρα όλοι σιωπούν για τις κοτσάνες που εκσφενδόνιζαν τόσα χρόνια. Κανείς δε μας είπε ότι εμείς δε θα είχαμε δικαίωμα στο πέταγμα και στην απογείωση, παρ’ όλα τα όνειρα και τη δουλειά που έχουμε κάνει. Μέχρι που έλεγαν ότι οι νέοι δεν ονειρεύονται. Κι άλλες κοτσάνες. Μας τράβηξαν επίσης αυτιά, φάγαμε ξυλιές με τη βέργα και κάναμε τον πελαργό με το ένα πόδι στημένοι στον τοίχο. Από την άλλη, όποιος από τη γενιά αυτή έγινε εκπαιδευτικός δεν τολμά τώρα να πει κουβέντα, γιατί θα του έρθει η κατσάδα από τους γονείς των μαθητών του. Από το ένα άκρο στο άλλο και εμείς πάντα στη μέση στριμωγμένοι να ξύνουμε ενοχικά τις πληγές μας.
Επιπλέον, και εδώ επανέρχομαι στο ζήτημα της αξιοπρέπειας από διαφορετική σκοπιά, η επιλογή του επαγγέλματος υπήρξε τραγελαφική κωμωδία. Πολλοί άλλα θέλαμε να κάνουμε, αλλού καταλήξαμε, παλινδρομήσαμε, κρύψαμε τον εαυτό μας με χίλιους τρόπους και μας πήρε αρκετά χρόνια για να διεκδικήσουμε τα θέλω μας. Φυσικά, υπάρχουν αίτια για όλα αυτά και θα πρέπει να κάνουμε μία αλυσιδωτή ανάλυση των μεταπολεμικών γενεών ξεκινώντας από τις προπολεμικές αναφορές τους, αλλά δεν είναι επί του παρόντος. Θέλω να περιοριστώ στο τώρα. Παρατηρώ, λοιπόν, ότι σε σχέση με τους σαραντάρηδες είμαστε πιο ταχείς, αλλά σε σχέση με τους εικοσάρηδες όχι. Η ταχύτητα, που δε συνεπάγεται απαραίτητα ποιότητας ή βιωματικής συνειδητοποίησης, γιατί όλα χρειάζονται το χρόνο τους, δίνει μία ένδειξη του κατά πόσο κάποια πράγματα που μας στοίχειωσαν τώρα είναι πεπερασμένα. Ισχύει για όλες τις γενιές αυτό, βέβαια, το αντικείμενο αλλάζει. Κάτι που βασανίζει τη μία γενιά για την εκάστοτε επόμενη είναι ήδη κατακτημένο. Κερδίζεται χρόνος ωστόσο έτσι. Τώρα δεν το πάνε μέσω Λαμίας. Όσοι ξέρουν τι θέλουν το τολμούν ως σύγχρονοι Δον Κιχώτες. Το πρόβλημα στο τώρα είναι να βρει κανείς τι θέλει. Εμείς ξέραμε και το πνίγαμε.
Αυτό συνέβαινε γιατί, όταν μας ρωτούσαν τι θέλουμε να κάνουμε ό,τι, σχεδόν, και να απαντούσαμε ήταν προβληματικό. Τότε ήταν στα πάνω τους τα κομπιούτερ και τα οικονομικά. Αν όμως όλοι πάρουν την ίδια κατεύθυνση πώς να μην κορεστούν οι κλάδοι σε χρόνο dt; Όλες οι γνωστές σχολές σε καταδίκαζαν στην ανεργία και η τέχνη ήταν εκτός συζήτησης. Εκείνη υποβιβαζόταν ως χόμπι για τον ελεύθερο χρόνο ή ως οικογενειακό μυστικό ιδιόρρυθμου παιδιού. Πάντα ακολουθώντας κάτι «άλλο» ‒κανείς δεν ήξερε να σου πει τι‒ θα έβρισκες τη λύση. Η Ελλάδα με αυτήν τη λογική θα γέμιζε κομπιουτεράδες, ταξιτζήδες, ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς, μηχανικούς και δικηγόρους. Και μαγαζιά, βέβαια. Όποιος ‒ιδίως από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 έως και σχετικά πρόσφατα‒ δεν είχε σπουδάσει και είχε ή έβρισκε ένα κεφάλαιο γινόταν έμπορος. Για να κινηθούν, όμως, τα μαγαζιά χρειάζεται η αγορά ρευστό, άρα επενδύσεις και πληρωμές μισθών και συντάξεων. Στην αμέσως επόμενη γενιά βλέπω στα παιδιά μεγαλύτερη πυγμή στην επιλογή επαγγέλματος, όταν ξέρουν βεβαίως ‒επαναλαμβάνω‒ τι θέλουν να κάνουν. Με το σκεπτικό, ότι, αν είναι να μείνω έτσι κι αλλιώς άνεργος, ας σπουδάσω τουλάχιστον ό,τι μου αρέσει!
Για να σε προσλάβουν, άλλωστε, ζητούν ως προϋπόθεση μία προϋπηρεσία την οποία δε σου δίνει κανείς τη δυνατότητα να αποκτήσεις για να ανέβουν οι μετοχές σου για μία υποψηφιότητα πρόσληψης. Πλέον αναφερόμαστε, φυσικά, μόνο σε υποψηφιότητες, οι προσλήψεις έχουν γίνει όνειρα θερινής νυκτός. Και πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Άλλοτε οι άνθρωποι δεν είχαν πολλές επιλογές. Το επάγγελμα προσδιοριζόταν λίγο πολύ από την οικονομική και κοινωνική τους θέση. Όταν μεταπολεμικά αυτά τα στεγανά υποχώρησαν σταδιακά και οι περισσότεροι είχαν προοδευτικά πρόσβαση στην εκπαίδευση και πρακτικά, όχι μόνο θεωρητικά, δημιουργήθηκε μία έννοια επιλογής για το επάγγελμα, ενίοτε ανέφικτης, και εφόσον δεν αποτελούσαν σκόπελο οι πολιτικές πεποιθήσεις. Στη μεταπολίτευση αυτή η τάση γενικεύτηκε. Όλα αυτά, παρ’ όλες τις δυσκολίες και την αργή εξέλιξη, συνιστούσαν βήματα προόδου, προσφέροντας ένα προβάδισμα στους μεταγενέστερους. Σήμερα όμως υπάρχουν αλήθεια περισσότερες επιλογές; Μήπως είναι εικονικές; Γιατί τη μόνη επιλογή που μας δίνουν προς το παρόν είναι ένα αδιέξοδο. Ό,τι βγάζουμε θα βρουν τρόπο να το πάρουν. Και έτσι η καταδίκη στη φτώχεια γίνεται αναγκαστικά μονόδρομος.
Και ενώ έχουν γίνει τόσοι αγώνες, έχουν πεθάνει άνθρωποι για το δικαίωμα στην εργασία με ανθρώπινους όρους, στην αργία, στην απεργία, στην ασφάλεια, στην καθιέρωση του οχταώρου, ακόμα και σήμερα που όλα διακυβεύονται και καταρρίπτονται σαν να μην έγινε ποτέ καμία κατάκτηση, σήμερα που παραβιάζονται στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, το δικαίωμα στην εργασία δεν αποτιμάται ως αναπόσπαστο μέρος ανάπτυξης της προσωπικότητας, αλλά αποκλειστικά ως μέσον επιβίωσης. Πόσο προηγμένη είναι μία κοινωνία στην οποία ισχύει κάτι τέτοιο; Και ας προστατεύει το άρθρο 5 του Συντάγματος την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας με όποιο τρόπο από τη στιγμή που το άτομο δεν προσβάλλει με τις επιλογές του τα δικαιώματα κάποιου άλλου. Αυτό σημαίνει ότι, αν παλεύεις για ό,τι αγαπάς, καταλήγεις να νιώθεις τρελός, με τύψεις και ενοχές, πέραν της πείνας, της απογοήτευσης και του συναισθήματος της προσωπικής αποτυχίας! Οϊμέ!
Ας κάνουμε μία πολύ σύντομη ανασκόπηση, δε θα σας κουράσω, σε κομμάτια κυρίως της μεταπολεμικής ιστορίας που διαφωτίζουν ένα μέρος του γιατί οι έννοιες δικαίωμα στην εργασία και στην αξιοπρέπεια στριμώχτηκαν ή και ακυρώθηκαν. Σε αυτήν τη χώρα ο συνταγματικός φιλελευθερισμός «νοθευόταν» επί δεκαετίες στο επίπεδο της οργάνωσης και σχέσης των εξουσιών και του καθεστώτος των ελευθεριών με νομοθετικά διατάγματα[2], τα οποία μάλιστα είχαν σε κάποιες περιόδους «υποκαταστήσει τους τυπικούς νόμους» (1952, 1953-1963, 1964-1966, 1965-1966) στη διάρκεια διακυβέρνησης είτε της Δεξιάς είτε κεντρώων κομμάτων επί τη προφάσει «εξαιρετικώς επειγόντων θεμάτων»[3]. Στην ουσία όμως παραβίαζαν το Σύνταγμα εφόσον το τι ήταν και το τι δεν ήταν «επείγον» «υπαγόταν στη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας», που τελικά αυθαιρετούσε[4]. Ιδίως εν όψει του «παρασυντάγματος» που αναγνώριζε πολίτες 1ης και 2ης κατηγορίας και τέθηκε σε εφαρμογή επί Αλ. Παπάγου το 1952 καθιερώνοντας ένα καθεστώς «διπλής νομιμότητας»[5]. Μέχρι που το πραξικόπημα των συνταγματαρχών έθεσε ένα τέλος στο δισυπόστατο χαρακτήρα της μετεμφυλιακής περιόδου «συνταγματοποιώντας» την αυθαιρεσία με το να γίνει το «παρασύνταγμα» κανόνας[6].
Οι πραγματικοί ή φανταστικοί φόβοι δηλαδή οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στη λήψη αυταρχικών μέτρων και στην εγκαθίδρυση αυταρχικών καθεστώτων. Μετά τον εθνικό διχασμό και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας το 1922 συμπληρώθηκε το κενό με την έξαρση του κομμουνιστικού κινδύνου, που πήρε την πλήρη του μορφή στον Εμφύλιο και στο μετέπειτα κοινωνικο-πολιτικό μετασχηματισμό ο οποίος ακόμα συνεχίζεται και μετά την ίδρυση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας το 1974. Σήμερα το στραβολαίμιασμα δεξιά ή αριστερά έχει γίνει ολούθε. Δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός ή σαφές ιδεολογικό περιεχόμενο, στα κόμματα εξουσίας τουλάχιστον. Οι όροι είναι οικονομικοί και με διαφορετικό λεξιλόγιο διατυπώνονται από όλες τις πλευρές.
Η ιστορία βρίσκεται γύρω μας, όμως, όχι μόνο στα βιβλία. Όταν περπατώ στο κέντρο της Αθήνας ή στην οποιαδήποτε πόλη, τα παλιά μαγαζιά με περηφάνια προβάλλουν την παλαιότητά τους αναγράφοντας τη χρονολογία ίδρυσής τους στην ταμπέλα. Είναι μία εγγύηση ποιότητας η διάρκεια. Εμένα το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό δεν είναι τι ωραία μπουγάτσα ή σουβλάκι θα έχει εκεί, αλλά εστιάζω στη χρονολογία για να δω αν ο ιδρυτής χρειάστηκε «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων». Το τελευταίο θεσπίστηκε επί Δικτατορίας Μεταξά και συνέχισε λίγο πολύ έως την πτώση της Χούντας. Χωρίς αυτό κάποιος δεν μπορούσε να σπουδάσει, να προσληφθεί πουθενά ούτε να ανοίξει μία ιδιωτική επιχείρηση, ενώ την υποχρεωτική προσκόμισή του συμπλήρωναν μία σειρά κανονιστικών και μη περιορισμών[7].
Ήδη από την περίοδο του μεσοπολέμου είχε αρχίσει η θεσμοθέτηση του περιορισμού «των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών», που καθιέρωνε «με σαφήνεια το έγκλημα της γνώμης»[8]. Αυτή η πρακτική αποκρυσταλλώθηκε στο περίφημο «ιδιώνυμο» του 1929, το οποίο εφαρμόστηκε μέχρι το 1936 οπότε και ίσχυσε ένας πιο αυστηρός νόμος επί Μεταξά[9]. Τότε η ανοχή όλων αυτών των παραβιάσεων έκανε τη διάλυση της «εύπλαστης Δημοκρατίας του μεσοπολέμου»[10] από το Γεώργιο Β’ με τη συνδρομή των ενόπλων δυνάμεων να φαίνεται ως φυσική συνέχεια. Στη διάρκεια του Εμφυλίου η μετεξέλιξη κατά κάποιο τρόπο των παραπάνω ήταν ο πιο σκληροπυρηνικός ν. 509 και το Γ’ ψήφισμα, που πάλι καταδίκαζαν και καταδίωκαν ανθρώπους για τις ιδέες τους[11].
Το «ιδιώνυμο» πρόσβαλλε «τη βασική αρχή της νομικής ισότητας των πολιτών και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας»[12]. Καταρχήν καταδίκαζε τους πολιτικά διαφωνούντες ως κοινούς εγκληματίες οι οποίοι αντιμετωπίζονταν και ανάλογα από τη Δικαιοσύνη. Ουσιαστικά, διώκονταν οι πολίτες για τις «ιδέες» τους και «όχι αναγκαστικά για τις πράξεις τους», καταλήγοντας σε ένα διωγμό «του πνεύματος» τελικά[13]. Πέραν, λοιπόν, του ότι όλα αυτά «νομιμοποιούσαν» την παραβίαση στοιχειωδών ανθρωπίνων ελευθεριών και δικαιωμάτων, καταλαβαίνουμε ότι αυτόματα οι πολίτες χωρίζονταν στους μεν και τους δε, ενίοτε και ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, εφόσον αρκούσε μία κατηγορία για να θεωρηθεί κάποιος «κόκκινος» και εσωτερικός εχθρός που απειλούσε την ασφάλεια του κράτους ‒ αποτέλεσε επομένως και μία αφορμή επίλυσης προσωπικών λογαριασμών ή κατά περίπτωση εξάλειψης του ανταγωνισμού.
Και με αυτό τον τρόπο παραβιάστηκε για δεκαετίες το δικαίωμα στην εργασία ενός μεγάλου αριθμού πολιτών. Επίσης διαμόρφωσε και τις αντιλήψεις ενός ποσοστού των υπολοίπων. Είναι δελεαστικό να βρίσκεται κανείς από την πλευρά του ευνοούμενου, αλλά ό,τι βραχυπρόθεσμα φαίνεται ως λύση σωτηρίας μακροπρόθεσμα έχει ηθικές και κοινωνικές συνέπειες που ξεπερνούν το άτομο και αγγίζουν πλέον το σύνολο. Προκειμένου δηλαδή κάποιος να εργαστεί χρειαζόταν μία σειρά από αποδείξεις «καθαρότητας» και εθνικοφροσύνης. Οι διακρίσεις αυτές επεκτάθηκαν σε πολλά επίπεδα του κοινωνικού ιστού και τον διαπότισαν. Δεν αρκεί απλώς το πέρας του χρόνου ή μία χρονική τομή για να πούμε ότι πέρασε μία κρίση. Στην ιστορία εξάλλου οι τομές είναι μόνο συμβατικές για πρακτική διευκόλυνση. Δεν έχουν πραγματικό αντίκρισμα γιατί τίποτα δε γίνεται από τη μία στιγμή στην άλλη, σε αναλογία με τον αργό ρυθμό προσαρμογής της ανθρώπινης ψυχολογίας και την αργή εξέλιξη των νοοτροπιών.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι δεν έγινε ποτέ συνείδηση ο σεβασμός στα συνταγματικά δικαιώματα, που μεταφράζεται σε: ανθρώπινα δικαιώματα. Σε επίπεδο συλλογικό, εννοώ, και όχι ατομικό με το πώς ο καθένας θα εξασφαλιστεί ανεπίσημα και έμμεσα ‒ κατάλοιπα καθεστώτων υποτέλειας κάθε είδους. Το κράτος οφείλει να προστατεύει τον πολίτη, να στέκεται δίπλα του, όχι απέναντί του και να μη συμπεριφέρονται σαν να είναι ο ένας εν δυνάμει εχθρός του άλλου. Κάτι που ίσχυσε για δεκαετίες και εξακολουθεί να ισχύει. Οι όροι «ευημερία» και «δικαίωμα» έχουν χάσει το περιεχόμενό τους, ίσως γιατί ο όρος «υποχρεώσεις» δε βρήκε αντίστοιχα ποτέ το δικό του σε μία χώρα όπου η ανασφάλεια για τον έναν ή τον άλλο λόγο διαρκώς υπολάνθανε. Τα εργασιακά άλλωστε είναι μέρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν είναι πολυτέλεια.
Και για να γίνει αυτό συνειδητό χρειάζεται μία παιδεία και από τους δύο πόλους αυτής της σχέσης: τους πολίτες και τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους. Οι πολιτικοί όμως είναι προϊόντα της ίδιας κοινωνίας και δεν κάνουν, κυρίως, πολιτική. Κάνουν κυρίως δημόσιες σχέσεις, είναι επιχειρηματίες, γητευτές, μπον βιβέρ, διασκεδαστές, ρουσφετολογούν για λογαριασμό τους και μένει σε δεύτερη μοίρα ο πολίτης όταν το πολιτικό γραφείο γίνεται τσιφλίκι. Έτσι η πολιτική χάνει συνεχώς το στόχο της και αναπαράγεται ο κύκλος της βίας που ασκεί το κράτος στο άτομο και αλυσιδωτά το άτομο στο σύνολο και στον εαυτό του όταν φτάνει στο αμήν για να υπάρξει. Δε νοείται Δημοκρατία χωρίς ευθύνη, αλλά δεν είναι Δημοκρατία αν την κρατάμε με νύχια, με δόντια και με οδοφράγματα. Εδώ καταλήξαμε μόλις στις 8 Δεκέμβρη του 1974 στην αβασίλευτη Δημοκρατία με δημοψήφισμα ‒«το πρώτο στην πολιτική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας που πραγματοποιήθηκε κάτω από άψογες συνθήκες»[14]‒, αλλά το στοιχείο της «ανευθυνότητας» που προσδιόριζε το θεσμό του βασιλιά έμεινε μάλλον ως παρακαταθήκη και στους μετέπειτα πολιτικούς.
Και ποια είναι η λύση όταν όλοι οι αγώνες του παρελθόντος διακυβεύονται και καταλήγουν στη ματαιότητα; Παλιά υπήρχαν σε διάφορες ιστορικές φάσεις κύματα μεταναστών χειρωνακτών εργατών. Τώρα φεύγουν κυρίως οι εργάτες του πνεύματος. Όσοι δηλαδή αφιέρωσαν αρκετά χρόνια στις σπουδές τους για ένα καλύτερο μέλλον και συνειδητοποιούν ότι η μικρή, στριμωγμένη και μονόχνοτη αγορά εδώ δεν έχει περιθώρια απορρόφησής τους. Ούτως ή άλλως και πολύ πριν την κρίση δίνονταν ελάχιστα κονδύλια για την έρευνα[15]. Ένα ποσοστό αυτών των ανθρώπων επιλέγει το εξωτερικό σαν να βρισκόμαστε σε κατεστραμμένη μεταπολεμική οικονομία. Για τους ίδιους είναι ίσως καλύτερη αυτή η επιλογή. Για τη χώρα όμως το πνευματικό έλλειμμα θα έχει μεγάλο κόστος βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Εκτός βέβαια αν η Ελλάδα φιλοδοξεί να γίνει μία αποικία ξένων και ξεκάθαρα πλέον. Κάτι σαν την Κούβα πριν τον Κάστρο. Οπότε τι να το κάνει το πνεύμα; Εδώ θα είμαστε ήλιος, ξενοδοχεία, greek souvlaki και mousaka, άντε και λίγο θέατρο στην Επίδαυρο το καλοκαίρι φόρω τιμής στο ένδοξο παρελθόν, όπου θα φιλοξενούνται αποκλειστικά ξένοι θίασοι, κυρίως όμως μπουζούκια, λουλούδια, πιάτα και μία ωραία επαναφορά στις συντηρητικές δεκαετίες του ’50-’60 σε ιλουστρασιόν μοντέρνα αλλά εφιαλτική εκδοχή. Τότε το πνεύμα και τα Γράμματα δε θα περιορίζονται σε φυλακές και εξορίες, αλλά θα προβάλλονται σε προθήκες στα μουσεία ως κάτι ξεχωριστό και αξιοθαύμαστο ‒ μία εξαίρεση που δε θα γίνεται ποτέ κανόνας. Μία βαλσαμική στάχτη στα μάτια για τους πιο ριζοσπαστικούς θα ηρεμεί τα πνεύματα. Και αυτοί μέχρι τότε μπορεί να έχουν πλέον κουραστεί να φωνάζουν, και ίσως να ξενοδουλεύουν, όπως όλοι οι υπόλοιποι, στις επιχειρήσεις του ξένου κεφαλαίου. Ίσως να είναι μάλιστα και ευχαριστημένοι, ενθυμούμενοι τις πορείες, το ξύλο και τα τωρινά μέτρα ως κακόγουστο αστείο.
Αν, όμως, δε θέλουμε να συμβεί αυτό ή άλλες χίλιες δυο παραλλαγές αυτού, σκεφτείτε τις ευθύνες σας, πολύ καλά την ψήφο σας την επόμενη φορά που θα δεήσουν να μας ξανακάνουν να νιώσουμε πολίτες χωρίς κυβέρνηση-δεκανίκι, το πόσο έχει αλλάξει η ζωή σας έως ώρας και το πόσο ακόμα κινδυνεύει να αλλάξει προς το χειρότερο! Γιατί η εργασία για τον καθέναν από εμάς είναι η επισφράγιση της θέσης του στην κοινωνία. Έτσι νιώθει κανείς παραγωγικός, αποδεκτός, χρήσιμος και ολοκληρώνει την προσωπικότητά του χειραφετούμενος και όχι χειραγωγημένος. Είναι δικαίωμα η εργασία, ένα δικαίωμα στην αξιοπρέπεια. Και για να δημιουργηθούν οι όροι για να τελεσφορήσουν νέες ιδέες, ώστε να ενταχθούν οικονομικά και κοινωνικά περισσότεροι άνθρωποι σε αυτήν τη χώρα, που δε θα κάνουν την ίδια ακριβώς δουλειά με αμέτρητους άλλους, πρέπει πρώτα να πιστέψουμε εμείς ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες που προσφέρονται και τα απειράριθμα «όχι», «δεν μπορεί», «δε γίνεται αυτό» που έχουμε ακούσει. Δεν υπάρχει «δεν μπορεί να γίνει», αλλά «για να δούμε πώς θα το κάνουμε αυτό»! Su con la vita, λοιπόν! Κρατάτε το ηθικό ακμαίο, γιατί σε επίπεδο προσωπικής διαχείρισης είναι το μόνο όπλο που παραμένει ακόμα καθαρά δικό μας!
Γιατί να ξέρουν οι ξένοι τι είναι καλό για εμάς και να μην το ξέρουμε εμείς για τον εαυτό μας; Δε θα έρθει κανείς άσχετος να μου πει πώς θα καθαρίσω το σπίτι μου και πώς θα οργανώσω το χώρο μου! Έτσι κι αλλιώς κανείς δε μαθαίνει σε κανέναν τίποτα με τα λόγια, μόνο με τη στάση ζωής του. Και από όσα μας επιβάλλουν μέχρι στιγμής μόνο το δικό μας πετσί τσουρουφλίζεται. Πρέπει πρώτα να αποδομήσουμε αν θέλουμε να χτιστεί θεμελιακά κάτι νέο. Όχι καταστρέφοντας κεκτημένα δικαιώματα που μας τα στερούν με το έτσι θέλω, αλλά λέγοντας ένα μεγάλο ΟΧΙ στον κεκτημένο αυτοματισμό επέμβασής τους σε αυτά!
Ιουλία Λυμπεροπούλου
____________________
[1] Εισαγωγή στη Νεοελληνική Οικονομική Ιστορία (18ος-20ός αιώνας), Συλλογικό έργο, τυπωθήτω Γιώργος Δάρδανος, Αθήνα, 2003 3η ανατύπωση (1η έκδοση Φεβρουάριος 1999), «Η Πολιτική Οικονομία της Μεταπολεμικής Ελλάδας, 1944-1996», Χ. Χατζηιωσήφ, σελ. 313-314.
[2] Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974), Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Νίκος Αλιβιζάτος, μτφρ. Βενετία Σταυροπούλου, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1995 Γ’ έκδοση (1η έκδοση 1979), σελ. 676-677.
[3] Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974), …, ό.π., σελ. 218.
[4] Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974), …, ό.π., σελ. 219.
[5] Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974), …, ό.π., σελ. 541.
[6] Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974), …, ό.π., σελ. 600.
[7] Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974), …, ό.π., σελ. 420-422.
[8] Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974), …, ό.π., σελ. 339.
[9] Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974), …, ό.π., σελ. 357.
[10] Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974), …, ό.π., σελ. 106.
[11] Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974), …, ό.π., σελ. 517.
[12] Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974), …, ό.π., σελ. 372.
[13] Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974), …, ό.π., σελ. 369.
[14] Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974), …, ό.π., σελ. 684.
[15] «Η Πολιτική Οικονομία της Μεταπολεμικής Ελλάδας, 1944-1996», Χ. Χατζηιωσήφ, ό.π., σελ. 312.