Αυτή είναι η τρίτη αφήγηση ‒ κεφάλαιο από μία ιστορία που φιλοδοξεί να γίνει βιβλίο, εδώ μαζί σας, μήνα το μήνα. Κι όπου μας πάει…
«Ένα φωτεινό μονοπάτι»
Η προσγείωση, παρότι είχε κατεύθυνση προς έναν ανάποδο μεν αλλά υποτιθέμενα βελούδινο ονειρόκοσμο, κάθε άλλο παρά ήπια και αέρινη ήταν. Ο Θωμάς πέφτοντας αποπροσανατολίστηκε και μοιράστηκε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Αλλού πήγε η αόρατη φωτεινή μπάλα αλλού τα πόδια αλλού τα χέρια και το κεφάλι του κατέληξε χωμένο σε ένα θάμνο με ασπρόμαυρα τετράγωνα για καρπούς. Όντας ζαλισμένος έτσι για λίγο παρατήρησε πως, ενώ τα μαύρα ήταν κατάμαυρα, τα λευκά δεν ήταν κατάλευκα, αλλά γεμάτα με πολλά μικρά μαύρα τετράγωνα. Κάποια στιγμή γύρισε ανάσκελα στηριγμένος στους αγκώνες του και διαπίστωσε ευτυχής πως φορούσε σφιχτοδεμένα τα αθλητικά του, γιατί διαφορετικά θα έψαχνε δεξιά και αριστερά τα παντοφλάκια του. Με δυσκολία σηκώθηκε, τινάζοντας τη σκόνη που κόλλησε στην πιζάμα του από το χωμάτινο δρόμο. Και συνέβη το πιο περίεργο πράγμα. Καθώς τα ασημόχρυσα μικροσωματίδιά της απελευθερώνονταν στον αέρα, αποκτούσαν ένα αστραφτερό περίγραμμα κάθε είδους πεσσού. Έτσι, άλογα κάλπαζαν στον αέρα μέχρι να διαλυθούν τελείως, αξιωματικοί κινούνταν διαγωνίως με ταχύτητα και με το χέρι προτεταμένο σε στάση επίθεσης, μικρά στρατιωτάκια έκαναν μικρούς πήδους, σαν να άλλαζαν θέση, ώσπου έπεφταν πάλι κάτω και εξαφανίζονταν.
Στη συνέχεια κοίταξε γύρω του να βρει το βασιλιά, αλλά τίποτα. Ήταν άλλωστε όλα τόσο σκοτεινά. Περιμάζεψε την αόρατη φωτεινή του σφαίρα και τότε άκουσε το όνομά του να κατεβαίνει ψιλοκρεμαστά σιγά σιγά από τον ουρανό! Ήταν η φωνή του βασιλιά! Εκείνος, χρησιμοποιώντας το ευμέγεθες μαντίλι του ως αλεξίπτωτο, προσγειώθηκε ελαφρώς πιο ομαλά. Αυτό στο μεταξύ είχε στεγνώσει από το ταχύ γλίστρημα στον ελαστικό ιστό πριν εκείνος κυριολεκτικά να τους αποβάλλει σε κάποιο τυχαίο τετράγωνο. Βρέθηκε, βέβαια, ανύποπτα ιππέας στο κρεμασμένο σαν σταφύλι αλογάκι ενός δέντρου, το οποίο άρχισε να διαμαρτύρεται χλιμιντρίζοντας εμφανώς ενοχλημένο.
«Τι τρόποι είναι αυτοί! Ήρθα εγώ να χαλάσω την ησυχία σας; Μα τα αλογοπέταλά μου, αυτό δε μου έχει ξανασυμβεί!» είπε το μαύρο άλογο και ώθησε με δύναμη τα δύο μπροστινά του πόδια, όπως στεκόταν όρθιο στα πίσω λυγισμένα πάνω σε μία αφαιρούμενη βάση, επιδιώκοντας να ξεφορτωθεί τον απρόσκλητο αναβάτη του.
«Ούτε εμένα ομολογουμένως! Περίμενε και θα κατέβω. Μην κουνιέσαι έτσι, θα πέσω! Έχω να ανέβω σε άλογο από την εποχή της μαθητείας μου» παραδέχτηκε ο βασιλιάς αλαφιασμένος και κατέβηκε με τη βοήθεια του Θωμά από το δέντρο.
Ο τελευταίος δεν κατέβαλε κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια, γιατί πλέον είχαν αλλάξει οι αναλογίες και τα δεδομένα, όντας ακόμα πιο δυσανάλογα μεταξύ τους και ακανόνιστα επιπλέον σε σχέση με ό,τι ίσχυε στη συμβατική πραγματικότητα. Δηλαδή, τα δέντρα κατά μήκος των μονοπατιών ήταν αφύσικα τεράστια, αλλά έτσι στήριζαν και τα γιγάντια για πιόνια στα κλαδιά τους. Κάτι που ίσχυε τουλάχιστον για τη συστάδα στα δεξιά με τους μαύρους πεσσούς. Στην αριστερή τα δέντρα στέκονταν θλιβερά άκαρπα. Ο βασιλιάς, επίσης, δεν ήταν πλέον μικρός, είχε σχεδόν το ύψος του παππού του Θωμά. Αρχικά βρίσκονταν δίπλα σε έναν τεράστιο σταθερό ανεμοστρόβιλο, ο οποίος γύρισε γύρισε χωρίς να απορροφά τίποτα ή να κουνάει φύλλο, λειτουργώντας σαν ιδιότυπο ασανσέρ από τον έναν κόσμο στον άλλο. Σταδιακά, όμως, ανυψώθηκε προς τα πάνω και διαχύθηκε σε ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ουρανός, ένα σκοτεινό «ατμοσφαιρικό» μείγμα με άγνωστης σύστασης υλικά, εκτεινόμενα από την απόληξη του στροβίλου προς όλες τις κατευθύνσεις. Το διαπίστωσε ο Θωμάς, αφήνοντας τη σφαίρα του να αιωρηθεί με τη δύναμη της σκέψης του, προκειμένου να αυτοπροσδιοριστεί στο χώρο. Το μόνο φως που θα μπορούσε να τους βοηθήσει, επομένως, στην ανασύνταξή τους ήταν εκείνο της αόρατης μπάλας. Ο Θωμάς τώρα τη σήκωσε, για να δει καλύτερα το άλογο.
«Μιλάς;» το κοίταξε έκθαμβος.
«Φυσικά και μιλάω!» απάντησε πειραγμένο. «Εσύ δε μιλάς;» συνέχισε ελαφρώς ειρωνικά.
«Ναι, αλλά… Ξέχνα το. Χαίρομαι για τη γνωριμία πάντως. Πρώτη φορά βλέπω άλογο ζωντανό από τόσο κοντά».
«Χμ! Εγώ δε χαίρομαι καθόλου, γιατί με ξυπνήσατε νωρίτερα!» είπε έχοντας θρέψει, όμως, τη φιλαρέσκειά του, εφόσον κάποιος το είχε προσέξει, έστω και με παράδοξο τρόπο. «Και τι σκοτάδια είναι αυτά; Εγώ, πάλι, πρώτη φορά δε βλέπω σχεδόν τίποτα!» συμπλήρωσε συγχυσμένο.
«Για το σκοτάδι υπάρχει εξήγηση. Τι εννοείς, όμως, σε ξυπνήσαμε νωρίτερα;» θέλησε να μάθει ο βασιλιάς.
«Χα! Άκου τι ρωτάει; Μα από πού νομίζεις ότι προκύπτουν τα πιόνια μετά τις προαγωγές των στρατιωτών όταν φτάνουν στο τέρμα του αντιπάλου; Πού να βρίσκει ο καθένας τόσους πεσσούς εύκαιρους; Εμφανιζόμαστε μαγικά, βέβαια, πάνω στη σκακιέρα όποτε υπάρχουν ήδη άλλοι δύο ίπποι, για παράδειγμα. Και οι βασίλισσες, όλα εδώ είναι. Μόνο βασιλιάδες δεν υπάρχουν, αυτοί δεν πολλαπλασιάζονται, είναι μοναδικοί στις παρτίδες».
«Και οι βασίλισσες μοναδικές είναι, αλλά δεν το ξέρουν…» στοχάστηκε με πίκρα ο βασιλιάς και μετά εξέτασε προσεκτικά το μαντίλι του, που είχε γδαρθεί στα κλαδιά από την πτώση. Παίρνοντας απόφαση τη μικρή φθορά με έναν αναστεναγμό, το έριξε σαν μπέρτα στους ώμους του, καλύπτοντας με ένα μέρος του υφάσματος και το κεφάλι.
«Και μόνο εσύ ξύπνησες;» απόρησε αφελώς ο Θωμάς.
«Με ξυπνήσατε θες να πεις! Έτσι όπως έπεσε τούτος εδώ άγαρμπα πάνω μου!»
Αναφέρθηκε στο βασιλιά ευθαρσώς και τίναξε τη χαίτη του περήφανα πίσω.
«Έχω ακούσει ότι σας αρέσει η ζάχαρη. Είναι αλήθεια;» ρώτησε δισταχτικά ο Θωμάς, αντιπαρερχόμενος τον υπαινιγμό του.
«Αν είναι λέει; Ιδίως όταν έχουμε μείνει νηστικά τόσον καιρό… Εσύ το πρωί δεν πεινάς;»
Το βλέμμα του αλόγου σπίθισε στην ιδέα του φαγητού.
«Όχι πάντα».
«Α! Δεν ξέρεις τι χάνεις… Και γιατί ενδιαφέρεσαι να μάθεις;»
«Γιατί σκεφτόμουν να σου δώσω αυτό!» είπε και του έδειξε μισό μπισκότο ολικής άλεσης λίγο δυσανασχετημένος, καθώς ένιωσε το στομάχι του να γουργουρίζει με τη φαγητοσυζήτηση.
«Μα αυτό δείχνει μούρλια!» ενθουσιάστηκε το άλογο.
«Πού το βρήκες;» επενέβη κοφτά ο βασιλιάς.
«Από το βραδινό μου είναι. Το έκρυψα στην τσέπη μου, για να μη δει ο παππούς ότι το άφησα» απάντησε λίγο ενοχικά.
«Θωμά, αυτό εσύ πρέπει να το φας!»
«Και τι θες να κάνουμε, μικρομέγαλε βασιλιά; Κάπως πρέπει να το ηρεμήσουμε!» ψιθύρισε με ασυνήθιστα θεληματική διάθεση.
«Δίκιο έχεις. Συμφωνώ! Θα σου βρούμε αλλού φαγητό».
«Δεν πεινάω» απάντησε με πείσμα, αλλά ο βασιλιάς παρέμεινε δύσπιστος.
Το άλογο, βέβαια, συνεπαρμένο με την απρόσμενη προσφορά συγκεντρώθηκε στο μασούλημα του μπισκότου και σύντομα αποκοιμήθηκε, βλέποντας σε όνειρο πως έτρεχε ελεύθερο σε καταπράσινα λιβάδια…
«Ωραία, και τώρα πρέπει να οργανώσουμε τη στρατηγική μας. Ξέρουμε πού βρισκόμαστε;» έκανε ανυπόμονος ο Θωμάς.
«Ναι! Πέφτοντας αργά με το αλεξίπτωτο είδα ακριβώς. Εμείς ξεκινήσαμε από τη θέση μου στο e1 και τώρα είμαστε στο b4! Πάνω από το μαύρο ουρανό ανοίγουν τα σύννεφα, γίνονται όλα διάφανα και μπορείς να δεις όλη τη σκακιέρα, με προοπτική βέβαια. Είναι τεράστια».
«Σε συνδυασμό με τον αποσυντονισμό που επέφερε ο μαύρος βασιλιάς. Επιβαρύνει και επισκιάζει και τους δύο κόσμους. Ακόμα και το άλογο παραξενεύτηκε…»
«Κάθε τετράγωνο εδώ είναι τόσο μεγάλο;»
«Έτσι φαίνεται, μπαίνοντας ή πέφτοντας, όπως εμείς, βυθίζεται κανείς στον κόσμο του. Όλα έχουν ανακατευτεί τώρα, οπότε ας μην κάνουμε υποθέσεις. Προτείνω να κινηθούμε με όσα δεδομένα έχουμε! Είμαστε στο b4 και στοχεύουμε το e8! Εκεί θα είναι μαζεμένη όλη η κουστωδία του και όλοι οι δικοί μου μαζί με τη Ρένα μου, βέβαια».
Όσο του μιλούσε ο λευκός βασιλιάς, ο Θωμάς τον παρατηρούσε προσεκτικά ανεβοκατεβάζοντας τη σφαίρα του, για να βλέπει καλύτερα την αλλαγή των διαστάσεών του.
«Καλά σε έλεγα εγώ μικρομέγαλο βασιλιά. Τώρα σου ταιριάζει απόλυτα!»
Ο βασιλιάς τού έκλεισε το μάτι και τότε έμεινε με το βλέμμα καρφωμένο στα χέρια του Θωμά.
«Είχες δίκιο! Υπάρχει στ’ αλήθεια!» έκανε και αποπειράθηκε μάταια να αγγίξει τον αόρατο φίλο του, που μέχρι πριν λίγο δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι όντως μπορούσε να διακρίνει.
«Φυσικά και υπάρχει! Αλλά μπορείς να τη δεις; Κανείς άλλος δεν την είχε δει ως τώρα…»
«Αυτό όμως σημαίνει ότι…»
Η φράση του μικρομέγαλου λευκού βασιλιά έμεινε ανολοκλήρωτη, καθώς παρενέβη μία φωνή που προσπαθούσε να πνίξει τις λέξεις…
«Εεεε!!! Πού νομίζετε ότι βρίσκεστε;;; Στη χώρα του Λούνα Παρκ; Φαίνεστε από μακριά! Σβήστε αυτό το πράγμα, γιατί θα μας κάνουν όλους τσακωτούς πριν προλάβουμε να πούμε Uno» είπε ένας τύπος που έμοιαζε με κλόουν και έσταζε διάφορα χρώματα από πάνω ως κάτω.
«Μπέρδεψες τα παιχνίδια;» ρώτησε ο Θωμάς έκπληκτος.
«Και ποιος είστε, κύριε, για να ξέρουμε σε ποιον απευθυνόμαστε;» αντέδρασε πιο ψύχραιμα αλλά το ίδιο ξαφνιασμένος ο βασιλιάς.
«Ο Μουτζούρης, βέβαια! Καθόλου δεν τα μπέρδεψα. Στη Νέα Τάξη Παιχνιδιών οι νέοι κανόνες δίνουν και παίρνουν, κάποιοι μάλιστα αποκτούν και ένα ρόλο αστυνομοκρατίας. Δε βλέπετε το φούμο στο πρόσωπό μου; Για να μη με βλέπουν είναι».
Ο Θωμάς και ο βασιλιάς πρώτα κοιτάχτηκαν και μετά τον σκάναραν από πάνω ως κάτω απορημένοι.
«Πώς να μη σε βλέπουν, αφού εσύ στάζεις ολόκληρος! Όπου πας αφήνεις ίχνη φωσφορίζοντος χρώματος! Πίσω από το φούμο του προσώπου περιμένεις να κρυφτείς;» προκάλεσε τη σκέψη του ο βασιλιάς.
«Α, το προσέξατε και εσείς; Ήλπιζα ότι δε φαινόταν τόσο τελικά. Μέχρι στιγμής μια χαρά τα πήγαινα! Μπόρεσα, όμως, να τους ξεφύγω, ακριβώς γιατί δεν κίνησα υποψίες δείχνοντας ίδιος με όλους τους άλλους» απάντησε αμήχανος εξετάζοντας τον εαυτό του και το χρωματιστό σταγονομετρημένο μονοπάτι που είχε χαράξει άθελά του ως πορεία. Δεν του ήταν απαραίτητη σε αυτό ούτε η σφαίρα, διότι ήταν αυτόφωτο και μακρύ για όσο ορίζοντα αγκάλιαζε η ματιά του.
«Μα θα καταλάβουν ότι λείπεις κάποια στιγμή και έτσι θα σε βρουν, αν έχω καταλάβει σε τι αναφέρεσαι…» σχολίασε ο λευκός βασιλιάς.
«Και μες στο σκοτάδι φαίνονται πιο πολύ αυτά τα χρώματα!»
Ο Θωμάς το ήξερε αφορμή της Κατερίνας, η οποία είχε γεμίσει με τέτοια αστεράκια το δωμάτιό της. Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα ξάπλωσαν στο κρεβάτι να του τα δείξει και ήταν σαν να κολυμπούσαν σε έναν ουρανό γεμάτο άστρα. Για μετά δε θυμόταν πολλά, καθώς αφαιρέθηκε να τη χαζεύει όσο εκείνη του έλεγε ιστορίες. Μάλλον κοκκίνισε στη σκέψη, αλλά ευτυχώς κανείς δεν μπορούσε να το δει.
«Εγώ δεν είμαι mainstream» συνέχισε ακάθεκτος ο Μουτζούρης. «Τώρα έγινε μόδα το να μαυρίζουν όλοι το πρόσωπό τους. Κάποιοι φορούν και στολή ολόκληρη, μαυρίζουν από την κορφή έως τα νύχια. Αυτοί ανήκουν σε ομάδες κρούσης και επιτίθενται σε όσους δε συμφωνούν ή σε όσους τους ενοχλούν για κάποιο λόγο. Οι πιο πολλοί, ωστόσο, βάφουν μόνο το πρόσωπο ως δείγμα υποταγής και αποδοχής και μετά σιωπούν. Με το μαύρο κρύβονται οι λεπτές διαφοροποιήσεις των εκφράσεών τους και δεν καταλαβαίνει κανείς αν χαίρονται, αν λυπούνται, πώς εννοούν όσα λένε ή δε λένε. Και, έπειτα, μετράει η καλή μου πρόθεση» δήλωσε ανέμελα στο τέλος.
«Αν μετρούσαν μόνο οι προθέσεις, φίλε μου, ο κόσμος θα ήταν αλλιώς. Σημασία έχει η στρατηγική, προκειμένου να γίνονται τουλάχιστον αποτελεσματικές ‒ ας μείνουμε στις καλές έστω, αν και δεν αρκούν. Και η δική σου επιπλέον στάζει από παντού! Μετά λες ότι εμάς θα δουν. Εσύ μπορεί να έχεις φέρει κάποια μαυροντυμένη σκιά πίσω σου ουρά και ούτε να το έχεις καταλάβει…»
Ο λευκός βασιλιάς δεν είχε προλάβει καλά καλά να τελειώσει το συλλογισμό του, και ακούστηκε ένα θρόισμα στις φυλλωσιές.
«Ο αέρας θα είναι!» πρόλαβε να πει ο Μουτζούρης έντρομος, με έκφραση αγωνίας σε ένα πρόσωπο όλο μάτια γουρλωμένα.
«Αφού δε φυσάει καθόλου» επισήμανε ο Θωμάς βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους.
Μία χάρτινη λιβελούλα ξεπρόβαλε πετώντας και το ανομολόγητο σφίξιμο και στων τριών το κορμί χαλάρωσε, αν και η απροσδιόριστη αίσθηση πως μια σκιά τούς ακολουθούσε σουλάτσαρε αυτόκλητη στο πίσω μέρος του μυαλού τους.
«Μα πού βρέθηκαν όλα αυτά εδώ;» αναρωτήθηκε ο λευκός βασιλιάς.
«Δεν έχετε δει τίποτα ακόμα… Μετά την εισβολή των παιχνιδιών, συμβαίνουν διάφορα περίεργα και πρωτόγνωρα στον ασπρόμαυρο κόσμο του σκακιού» διευκρίνισε ο Μουτζούρης παίζοντας με τα δάχτυλά του και φτιάχνοντας αφηρημένα σχέδια στο μονοπάτι από τη σκιά που έριχνε το φως της διάφανης σφαίρας πίσω του.
«Τι εννοείς;» ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Θωμάς.
«Να κοίτα!»
Άρχισε τότε να σχηματίζει διάφορα πλάσματα έως και γράμματα της αλφαβήτας. Αυτά αιωρούνταν για λίγο στον αέρα λαμβάνοντας υπόσταση, ίδιες σκιές, και μετά διαλύονταν σε ασημόσκονη.
«Είδα καλά; Έφτιαξες μία αγελάδα με φτερά;» έκανε γελώντας ο Θωμάς.
«Α, ναι! Αυτή ξέφυγε από ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι. Γιατί όσα παιχνίδια στριμώχτηκαν εδώ είναι παλιά και παραμελημένα, τα ηλεκτρονικά ούτε να μας φτύσουν! Ζουν ακόμα σε μια ψευδαίσθηση αιωνιότητας, όπως και εμείς κάποτε».
«Ναι, αλλά μία αγελάδα;»
«Και πού να τη δεις σε πλήρη δράση! Άσε, δε θες να ξέρεις…» αντέτεινε αινιγματικά και λίγο αηδιασμένος ο Μουτζούρης.
«Και πού χωράνε όλοι αυτοί εδώ;» εξέφρασε την εύλογη απορία ο λευκός βασιλιάς.
«Μα ο χώρος και ο χρόνος εδώ διαφέρουν τελείως. Έτσι διαπίστωσα αυτές τις λίγες ώρες, που μοιάζουν με χρόνια ολόκληρα!»
«Χρόνια;» τρόμαξε ο Θωμάς. «Δηλαδή όταν επιστρέψουμε θα είμαι μεγάλος;»
Τον λύγισε ξαφνικά το βάρος των σχεδίων στο μυαλό του για εκείνον και την Κατερίνα, νιώθοντας εντελώς ανέτοιμος για όλα αυτά.
«Αν γυρίσουμε…» ξέφυγε στο Μουτζούρη, για να φάει αυτοστιγμεί μία γερή σκουντιά από το λευκό βασιλιά. Και πιάνοντας το πονεμένο του χέρι συνέχισε: «Όχι, ηρέμησε. Είναι όπως στα όνειρα νομίζω. Κανείς από εμάς δεν ξαναβρέθηκε άλλωστε εδώ, εκτός από…» κοίταξε γύρω του επιφυλακτικά και χαμηλώνοντας ακόμα πιο πολύ τη φωνή του «το μαύρο βασιλιά και κάποια από τα τσιράκια του!»
Στο τελείωμα της φράσης του δυο σταγόνες χρώματος κύλησαν από το μέτωπό του και νότισαν το στεγνό μονοπάτι.
«Α, κάτι πρέπει να κάνουμε με αυτά τα ίχνη! Ήδη τους βλέπω να έρχονται».
«Τους βλέπεις;» τσίριξε συγκρατημένα ο Μουτζούρης και κρύφτηκε φοβισμένος πίσω από το βασιλιά.
«Μην αγγίζεις την μπέρτα ‒ μαντίλι ‒ αλεξίπτωτο! Είναι δώρο της γυναίκας μου και σκοπεύω να τη διατηρήσω μέχρι το τέλος του ταξιδιού σώα» του ξεκαθάρισε και φτερνίστηκε από τη συγκίνηση που του προκάλεσε η φορτισμένη σκέψη, απομακρυνόμενος εσπευσμένα από κοντά του, για να μη γεμίσει χρώμα. Ο μικρός σταγονομετρημένος κύκλος, σηματοδοτώντας την περιφέρειά του, όμως, είχε ήδη αφήσει το αποτύπωμα της εκεί παρουσίας του.
«Και γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Πάντα το ίδιο κάνω και μετά με πιάνουν κορόιδο! Έτσι με βρίσκουν, περνάω από χέρι σε χέρι και στο τέλος μουτζουρώνεται εκείνος στον οποίο ξεμένω. Νομίζω γι’ αυτό δε με θέλουν πια. Τα χρώματα θεωρούνται βρομιά και όλα πλέον έγιναν “καθαρά” μέσα από το μη-άγγιγμα μιας οθόνης, στην οποία γράφουν με κουμπιά και παίζουν με τζόιστικ. Πού να βλέπατε παλιότερα τις μαμάδες όταν νευρίαζαν. “Αααα!!! Πάλι 'Μουτζούρη' παίζετε; Και δε σας είπα να μη λερωθείτε;” Γι’ αυτό όλα έχουν αναπτύξει αλλεργίες και φτερνίζονται από το πρωί μέχρι το βράδυ, από την πολλή καθαριότητα. Ούτε σκυλιά ούτε γατιά, όλα αποστειρωμένα, και εγώ αχρηστεύτηκα. Παντού καταδιωκόμενος είμαι…» ξέσπασε σε κλάματα η αξιολύπητη χρωματιστή φιγούρα και ακόμα πιο πολύ χρώμα χύθηκε στο έδαφος.
Ο Θωμάς μελαγχόλησε, καθώς όρμησαν ανεξέλεγκτα στο νου μνήμες με τον παππού και τους γονείς του. Για τις προσπάθειες που έκανε ο ίδιος να πάρει ένα σκυλάκι ή ένα γατάκι, αλλά ο μπαμπάς του ιδίως δεν το ήθελε, γιατί θα γέμιζαν με μικρόβια και τρίχες το σπίτι. Ο παππούς Λορέντζο, αντίθετα, διαφωνούσε, ισχυριζόμενος ότι έτσι αναπτύσσονται αντισώματα, γίνονται τα παιδιά πιο υπεύθυνα, σέβονται τα πλάσματα της φύσης χωρίς να τα φοβούνται, και άλλα που δεν τα θυμόταν τώρα. Σε λίγα πάντως ο παππούς του συμφωνούσε με τον μπαμπά Γρηγόρη. Δεν του το έλεγε ευθέως ο παππούς, αλλά εκείνος το καταλάβαινε, γιατί στο τέλος πάντα κάτι διαφορετικό έκαναν από ό,τι επεσήμαινε ο Θωμάς πως ο μπαμπάς του θα αποδοκίμαζε.
«Μα ποιοι είστε τέλος πάντων και τι γυρεύετε εδώ;» ρώτησε ο Μουτζούρης ανεβάζοντας απότομα την ένταση της συζήτησης, σαν να του είχαν πατήσει ένα διακόπτη. «Και ιδίως εσύ! Είσαι παιχνίδι;» υπογράμμισε όντας προσηλωμένος στο Θωμά.
«Καλά, δε γνωρίζεστε; Νόμιζα πως όλα τα παιχνίδια γνωρίζεστε μεταξύ σας» παρατήρησε έκπληκτος ο Θωμάς δείχνοντας μια τον έναν μια τον άλλον. «Αγένεια, όμως, να μη συστηθούμε. Εγώ είμαι ο Θωμάς και δεν είμαι παιχνίδι! Είμαι ένα παιδί».
«Και εγώ είμαι ο λευκός βασιλιάς της σκακιέρας, φυσικά!» τόνισε με περηφάνια, αποκαλύπτοντας το στέμμα του κάτω από την αυτοσχέδια κουκούλα. «Βρισκόμαστε εδώ, ψάχνοντας και οι δύο ό,τι πολύτιμο μας στέρησαν» συμπλήρωσε ευθύς αμέσως.
«Τώρα μάλιστα! Ένας άνθρωπος, ε; Κοίτα πράγματα! Και εσύ φαίνεσαι σαν πραγματικός βασιλιάς. Οι συνήθεις πεσσοί-βασιλιάδες ένα σταυρό έχουν στο κεφάλι τους και τέλος. Μου θυμίζεις τον άλλον».
«Αυτό συμβαίνει επειδή είμαι ο αρχετυπικός βασιλιάς. Δύο είμαστε. Εκείνος που σε έκανε να κρύβεσαι και εγώ».
«Ώστε εσύ αυτοπροσώπως είσαι αυτός που ψάχνει λοιπόν!»
«Με ψάχνει;»
«Ναι! Έχει κρεμάσει τη βασίλισσά σου ψηλά σε ένα κλουβί σαν το πουλί και σε περιμένει να φανείς, λέει».
«Α! Η αγάπη μου, η καρδιά μου! Και θα κλαίει όλη την ώρα, ε; Θωμά, τη βρήκαμε!» έκανε σαν παιδάκι ο βασιλιάς, διαλύοντας όλη την εικόνα υπερηφάνειας και φούντωσης.
«Δε φαίνεται τύπος που κλαίει» τον προσγείωσε κοφτά ο Μουτζούρης. «Το μόνο που έλεγε στον άλλον όταν ήμουν ακόμα στο παλάτι ήταν “περίμενε να φανεί ο βασιλιάς μου και θα δούμε πόσα χρώματα θα αλλάξεις εσύ. Μαύρισε η ψυχή μας εδώ πέρα!”».
Κορδώθηκε ο βασιλιάς προτάσσοντας πομπωδώς το στήθος του και ο Θωμάς σάστισε προς στιγμή, γιατί τον θυμήθηκε αξιολύπητο να κλαίει μες στο ρολόι για τη χαμένη του βασίλισσα.
«Και εσύ τι δουλειά είχες στο παλάτι του;» έγινε μια σταλιά καχύποπτος ο λευκός βασιλιάς.
«Μα στο υπνωτιστικό του κάλεσμα, για να μας πει ότι μας εκμεταλλεύονται οι άνθρωποι, μετά μας ξεχνούν, μας πετούν κτλ., όλοι εκεί βρεθήκαμε. Πόσο βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια! Έβαλε τους στρατιώτες του να επαναλαμβάνουν μονότονα ως φερέφωνα το κήρυγμά του, για να μας κάνουν πλύση εγκεφάλου».
«Ό,τι είπαν σε εμάς όσοι άρπαξαν το στρατό και τη βασίλισσά μου» διευκρίνισε στο Θωμά. «Και μετά;»
«Κάποιοι κοιμήθηκαν όρθιοι, άλλοι πείστηκαν, άλλοι φανατίστηκαν, άλλοι φοβήθηκαν και κάλυψαν το πρόσωπό τους με φούμο και άλλοι δραπετεύσαμε με την πρώτη ευκαιρία».
«Και τι σκοπεύει να κάνει;»
«Όλοι οι κανόνες ανατράπηκαν, η βασίλισσα θα αποκεφαλιστεί αν δεν εμφανιστείς σύντομα. Δε θα αρκεστεί στην αιχμαλωσία της όπως γινόταν έως τώρα. Και απείλησε ότι, προκειμένου να φανείς, θα ξεπαστρέψει σιγά σιγά όλο σου το στράτευμα» έκανε θλιμμένος ο Μουτζούρης ανίκανος να τους αντικρίσει κατάματα και παίζοντας με τις μύτες των παπουτσιών του.
«Να την αποκεφαλίσει!!! Ο άθλιος. Δεν μπορεί να το κάνει αυτό…»
Ο βασιλιάς, με μία φωνή που ακούστηκε σαν βρυχηθμός, τυλίχτηκε γερά μες στο σεντόνι του και αναζήτησε με τα δάχτυλα το κεντημένο μονόγραμμα της βασίλισσας, με βλέμμα οργισμένο και βυθισμένο σε άβολη για τους γύρω του σιωπή.
«Μωρός όποιος ελπίζει στη σύνεση του μωροφιλόδοξου» ψέλλισε τελικά. «Το σκάκι υπήρξε για αιώνες ένα παιχνίδι μεταξύ κυρίων. Αυτή την εξέλιξη δεν την περίμενα» συμπλήρωσε απογοητευμένος.
«Μην απελπίζεσαι! Και με το Γκρινιάρη τόσα χρόνια στο ίδιο ντουλάπι φίλοι υπέθετα πως ήμασταν. Αλλά γκρινιάζει συνέχεια, ποιανού το μέρος περίμενες να πάρει; Στις δύσκολες στιγμές βγαίνει ο πραγματικός χαρακτήρας και όποιου νόμιζες πως ήξερες καλά. Μία νέα εποχή βίας χωρίς κανόνες ξεκινάει, και τα ήθη αλλάζουν μαζί της» φιλοσόφησε ανύποπτα ο Μουτζούρης.
«Ο αιφνιδιασμός είναι η καλύτερη στρατηγική, λέει ο παππούς Λορέντζο! Έχουμε να καταστρώσουμε και εμείς το σχέδιό μας. Δεν είναι καλύτεροι από εμάς. Έκαναν απλώς μία κίνηση. Σε πόσες παρτίδες τον έχεις κερδίσει στη ζωή σου;» είπε με πυγμή ο Θωμάς.
«Από τότε που παίζεις με τον παππού σου, ο οποίος σου παραχωρεί εμάς, ώστε να έχεις το προβάδισμα, σε καμία τελευταία!»
Ξερόβηξε ο Θωμάς.
«Δεν πειράζει. Μπορεί να τον νικήσω σε μία και να του μείνει αξέχαστη!»
Ξαφνιάστηκε ευχάριστα ο βασιλιάς με την αποφασιστικότητά του, χαλαρώνοντας λίγο, και τον κοίταξε ικανοποιημένος χωρίς να σχολιάσει. Στο Θωμά φάνηκε σαν να τον κοιτούσε ο παππούς του.
«Δεν υπάρχει κάποιο μέρος να συσκεφθούμε με την ησυχία μας; Εμείς κάναμε συμβούλια με τους αξιωματικούς πριν τις μάχες, ενώ, όποτε η πολιορκία ήταν στενή, εποπτεύαμε από τις επάλξεις των πύργων το σχηματισμό των αντίπαλων στρατευμάτων, για να οργανώσουμε την επόμενη κίνηση. Υπάρχουν άλλοι σαν εσένα διαφωνούντες με την ισχύουσα κατάσταση καταρχήν;» ρώτησε ελπιδοφόρα ο λευκός βασιλιάς.
Ο Μουτζούρης έλεγξε και πάλι συνωμοτικά το χώρο ολόγυρα και έγειρε ελαφρώς μπροστά από φόβο μη γίνει η αιτία διαρροής πολύτιμης πληροφορίας.
«Υπάρχουν, όχι πολλοί. Είμαστε αντιρρησίες συνειδήσεως και πρόκειται να συναντηθούμε άμεσα. Εκεί πήγαινα τώρα, στο “Μυστικό σεντούκι”. Είναι ένα ταβερνείο λίγο εδώ παρακάτω. Αν δουν ότι φέρνω εσάς, θα ανέβω στα μάτια τους!!!»
Ενθουσιάστηκε ο Μουτζούρης με τη σύλληψή του και οι άλλοι δύο τον διαπέρασαν με βλέμμα αυστηρό.
«Δεν το εννοούσα όπως ακούστηκε!»
Τους κοίταξε με ύφος κουταβιού από κάτω προς τα πάνω.
«Το ελπίζω! Κάτι πρέπει να γίνει άμεσα με τα ίχνη που αφήνεις πίσω σου, όμως, αλλιώς δεν πάμε πουθενά!» δήλωσε κάθετα ο μικρομέγαλος βασιλιάς.
«Δεν μπορούμε να σταθούμε εδώ για πολλή ώρα, γιατί θα μας βρουν έτσι κι αλλιώς» ανταπάντησε με το αυτονόητο ο Μουτζούρης.
«Ωραία, και προς τα πού θα κινηθούμε;»
«Λευκέ βασιλιά, αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε ένα μαύρο τετράγωνο».
«Αυτό το καταλάβαμε από τη θέση και το σκοτάδι που επικρατεί» έκανε ανυπόμονα ο Θωμάς.
«Τα υπόλοιπα θα τα αποφασίσουμε όλοι μαζί, περνώντας μέσα από τα μυστικά περάσματα».
«Μέσα από τα ποια;»
«Φαίνεσαι τόσο έκπληκτος, λευκέ βασιλιά, ενώ εδώ αλωνίζεις, σε αντίθεση με μια κανονική παρτίδα σκάκι. Κανονικά δε θα έπρεπε τίποτα να σου προκαλεί εντύπωση πια».
«Ναι, έχω αρχίσει να το εμπεδώνω αυτό σιγά σιγά».
Εκείνη τη στιγμή ο δυνατός κρότος ενός κλαδιού που έσπασε τους πάγωσε το αίμα. Μία τεράστια σκιά τούς ρούφηξε όλους μεμιάς στο δυσοίωνο έρεβός της, εξαφανίζοντας όλες τις άλλες σκιώδεις αποχρώσεις και κάνοντας ορατή ακόμα πιο έντονα τη διάφανη φωτεινή σφαίρα… Μόλις όλοι είχαν καταλάβει πως το να περάσουν απαρατήρητοι δεν ήταν απλώς ένας βαθμός δυσκολίας σε συμβατή κλίμακα αξιολόγησης παιχνιδιού, αλλά ένα στοίχημα σε μία μονοδρομική πορεία ζωής και θανάτου, που διακυβευόταν να χαθεί…
Πίνακες:
1) «Portrait of a Clown IV» by Jessie of Synthesite.
2) «Sad Clown» by Don Balke.
3) «Forest» by Slaveika Aladjova.