«Οι απίθανες περιπέτειες ενός ταξιδευτή στρατιώτη-χαμαιλέοντα»
Τέτοιες σύνθετες σκέψεις έφεραν οι μνήμες του Α’ Πολέμου όπως τον ζωντάνεψε με τις αφηγήσεις του ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας. Και αυτήν τη φορά τα μεζεδάκια, η μπίρα ή οι υπεκφυγές δε θα ηρεμούσαν κανέναν. Χρειαζόταν αποφασιστικά και με υπομονή να συνεχίσουν φράση φράση την ιστορία, γιατί, αν παρέμεναν ανενεργοί, σε κακοτράχαλα ή μη δικά της σημεία, η λύση που δε φαινόταν τώρα ορατή, θα παρέμενε για πάντα κρυφή, ακόμα και αν ανοιχτά μπροστά τους ξεδιπλωνόταν αυτή…
«Είπες ότι στα τετράγωνα του σκακιού υπάρχουν νεκροπόλεις στρατιωτών από διάφορους πολέμους και ότι μέσα στους στρατιώτες-παιχνίδια ενσταλάζουν οι ψυχές των πραγματικών στρατιωτών!» ανακεφαλαίωσε γεμάτος περιέργεια για τη συνέχεια ο Θωμάς, παίρνοντας την πρωτοβουλία να ξεκινήσει μία συζήτηση και βγάζοντάς τους όλους από τα αδιέξοδα των λογισμών τους.
«Ναι, περίπου. Οι εμπειρίες που ανακαλώ είναι διάφορων στρατιωτών που πέθαναν στο χαράκωμα και η σκέψη τους παρέμεινε εκεί ή άλλων που επέζησαν αλλά ο χρόνος μέσα τους πάγωσε. Γι’ αυτό όταν μιλάω για εκείνους νιώθω σαν να γίνομαι κάποιος άλλος! C’est terrible, je sais! Είναι λίγο φρίκη, το ξέρω. Αλλά c’est aussi inévitable, δεν μπορώ να το αποφύγω. Όσοι βρίσκουν καταφύγιο σε εμάς είχαν έρθει σε επαφή με το έπιπλο-σκάκι του παππού σου ή με τους ίδιους. Και ένας να ήταν, παρασέρνει μία ολόκληρη σειρά στρατιωτών. Εμείς έτσι κι αλλιώς καταλήγουμε εδώ, όταν σπάμε ή όταν μας πετάνε, και γινόμαστε λίπασμα. Η παιχνιδοψυχή μας καταφεύγει εδώ. Εγώ, ωστόσο, είμαι ένας βετεράνος που ακόμα επιζεί! Υπήρξα όντως ένας στρατιώτης-παιχνίδι του Α’ Πολέμου. Μετά, όταν όλοι ήθελαν να ξεχάσουν τα πολεμικά παιχνίδια et surtout la guerre, και κυρίως τον ίδιο τον πόλεμο, μας έκλεισαν σε μία βιτρίνα, κολλημένα πάνω σε μία μακέτα, που αναπαριστούσε στιγμιότυπα μάχης από τα χαρακώματα ‒ ευτυχώς δεν έμεινα κλεισμένος σε ένα κουτί. Ήταν, όμως, βαρετά εκεί μέσα, και η αίσθηση της κόλλας στα πόδια μου ήταν χειρότερη από τη λάσπη. Ξαναζήσαμε φανταστικά αναρίθμητες φορές τις εικονικές μάχες που έπαιζαν μαζί μας τα παιδιά, πριν μας ακινητοποιήσουν εκεί, μεγαλώνοντας. Όσο θυμάμαι τους στρατιώτες που απόσταξαν μέσα μου ψυχή και μνήμη, άλλο τόσο θυμάμαι και τους συντρόφους μου, τον Γκιγιόμ, το Μορίς, το Φρανσουά, το Φιλίπ, το Ζαν, το Ζεράρ, το Ματιέ. Ποιος ξέρει πού βρίσκονται όλοι αυτοί τώρα… Μπορεί και να μην την έβγαλαν καθαρή».
«Εσύ δεν έχεις όνομα;» τον ρώτησε ο Θωμάς.
«Όχι, είμαι απρόσωπος, ανώνυμος, μπορείς να πεις ότι είμαι ο καθένας και την ίδια στιγμή je ne suis personne. Δεν είμαι κανένας!» είπε πολύσημα ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας.
«Και όμως έχεις πρόσωπο. Απλώς δεν είχες την ευκαιρία να το δείξεις, γιατί κανείς δεν ενδιαφερόταν να το δει» επεσήμανε ο μικρομέγαλος λευκός βασιλιάς, παρακολουθώντας προσεκτικά τη συζήτηση.
«Ή γιατί με τη ιδιότητά μου αποτελώ μία μικρογραφία της αληθινής υπόστασης αυτού του πολέμου, αντιπροσωπεύω το απρόσωπο μες στην πολύπλευρη μαζικότητά του. Croyez-moi, πιστέψτε με, είχα πολύ καιρό να τα σκεφτώ όλα αυτά τόσες δεκαετίες που έμεινα ανενεργός».
«Πώς ξεκόλλησες από τη μακέτα θα ήθελα να ξέρω, γιατί και μόνο στην ιδέα ότι είμαι καθηλωμένος κάπου έτσι με πιάνει ανατριχίλα» έκανε ο Μουτζούρης τινάζοντας από πάνω του νοητά υπολείμματα κόλλας.
«Δεν ξεκόλλησα, με ξεκόλλησαν. Έτσι έχασα και τους συντρόφους μου, αποκοπήκαμε ο ένας από τον άλλον ξαφνικά. Γιατί, στο μεταξύ, είχαν περάσει τα χρόνια και στην επαρχιακή πόλη στη Β. Γαλλία κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο, όπου ζούσαμε, ξανάρθε ο πόλεμος. Άρχισαν πάλι βομβαρδισμοί, χαλασμός κόσμου γινόταν. Κάθε τόσο ακούγαμε μία μεγάλη έκρηξη και ήταν σαν να γίνεται σεισμός, μέχρι που ράγισε και το γυαλί που μας κρατούσε τόσα χρόνια προστατευμένους. Είχε έρθει η ώρα να δοκιμάσει ο καθένας την τύχη του, έστω και έτσι, εκβιαστικά. Αλλά μάλλον ξαφνικά γίνονται αυτά, διαφορετικά δε γίνονται καθόλου. Είχαμε μείνει μόνοι, το σπίτι είχε αδειάσει, απ’ έξω περνούσαν βαριά οχήματα και στ’ αυτιά μας έφταναν γνώριμοι ήχοι αντρικών φωνών, που βιάζονταν, αγωνιούσαν, αλλά δεν ξέραμε ακόμα το γιατί. Στην επόμενη έκρηξη το γυαλί κατέρρευσε, ενώ την ίδια στιγμή έσπασαν τα τζάμια του παραθύρου στο ύψος του δρόμου, κάτω από το οποίο ήταν στημένη η μακέτα, και εκείνο άνοιξε διάπλατα. C'était un désastre! Γεμίσαμε σπασμένα τζάμια και γυαλιά, αλλά αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Βλέπαμε στρατιώτες να περνούν και έμοιαζαν σαν κυνηγημένοι, μέχρι που ένας στάθηκε να πάρει μιαν ανάσα, και τότε μας είδε. Το βλέμμα του παρέμεινε αμετακίνητο πάνω μας, λες και είχε σταματήσει ο χρόνος ή ο κόσμος να γυρίζει. Ήταν ένα νέο παιδί, σκληραγωγημένο βέβαια, αλλά φαινόταν στο βλέμμα του η πρόωρη απομάκρυνση από το παιχνίδι, η τρομάρα, η διάψευση των ελπίδων, ένα είδος αδιεξόδου από το οποίο έβλεπε απρόσμενα φως. Άλλη μία έκρηξη ταρακούνησε το μικρό μας σύμπαν και διαλύοντας τη στιγμιαία ουτοπία τον προσγείωσε ξανά στην πραγματικότητα, και εμένα στην τσέπη του. Στριμώχτηκα εκεί μέσα και δεν ξαναβγήκα, παρά μόνο μετά από πολλές ώρες, που φαίνονταν μέρες, όταν με έβγαλε έξω, μάλλον για να δω και εγώ ότι τα καταφέραμε μόλις ξεφύγαμε και από τον κίνδυνο των αεροπλάνων. Ήμασταν στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες σε ένα καράβι, όλοι γύρω μου μιλούσαν μία γλώσσα που δεν καταλάβαινα ακόμα, αλλά τα έντρομα μάτια τους μιλούσαν πιο έντονα, έμοιαζε να έχουν ξεγελάσει το χάρο στα χαρτιά, με έναν κρυμμένο Άσσο στο μανίκι. Αργότερα έμαθα ότι μόλις είχαμε αφήσει την ακτή της Δουνκέρκης, ήταν Μάιος-Ιούνιος του 1940, και είχαμε βάλει πλώρη για το λιμάνι του Ντόβερ στην απέναντι πλευρά της Μάγχης. Το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα, που είχε προστρέξει σε βοήθεια μετά την επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας, εκκενωνόταν με κάθε δυνατό τρόπο από τη Γαλλία, καθώς ο Άξονας κέρδιζε έδαφος. Μετά από τέσσερα χρόνια, τον Ιούνιο του 1944, έχοντας ανασυνταχθεί, πραγματοποίησαν απόβαση στη Νορμανδία, αλλά εγώ τότε θα βρισκόμουνα ήδη πολύ μακριά.
«Έτσι, έζησα περίπου τρεις δεκαετίες και μερικά επιπλέον χρόνια κάπου στην αγγλική επαρχία. Γνώρισα μάλιστα και έναν πραγματικό βετεράνο του Α’ Πολέμου με το που φτάσαμε, τον πατέρα του στρατιώτη που με πήρε μαζί του. Ο γιος του είπε πως, όταν με είδε, το θεώρησε σημάδι ότι θα σωθεί. Από τότε με κρατούσαν σαν μικρή mascotte, κλεισμένο σε ένα έπιπλο ‒ και εκεί πίσω από ένα τζάμι. Μπορεί να μην άκουγα και πάλι μουσική σε εκείνο το δωμάτιο, αλλά τα βράδια ερχόταν εκείνος να μου αφηγηθεί des histoires tristes, ιστορίες θλιβερές από τα χαρακώματα. Έβλεπε σε μένα διάφορους χαμένους του συντρόφους και κάθε τόσο άλλαζα ονόματα. Είχα πολλά ονόματα, κατά καιρούς, ποτέ όμως το δικό μου!»
«Αφού είσαι ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας! Έχεις όνομα…» τον διόρθωσε ο Θωμάς.
«No, mon petit cheri Τομά, αυτή είναι ιδιότητα και όχι όνομα. Είμαι ένα σύμβολο, του στρατιώτη που ξέρει να επιβιώνει. Μπορεί γι’ αυτό να επιβιώνουν και άλλοι μέσα από μένα. Χρόνια μετά, όταν πέθανε ο βετεράνος του Α’ Πολέμου, ήρθε η ψυχή του να με βρει, αλλά εγώ χάθηκα σε μία μετακόμιση. Ίσως και να με είχαν βαρεθεί, δεν μπορώ να ξέρω. Μερικές φορές οι άνθρωποι πετούν όσα τους θυμίζουν εποχές ταραγμένες ή όποιον πεθαίνει, για να μην τα βλέπουν και στεναχωριούνται. Έτσι, βρέθηκα για καιρό κλεισμένος σε ένα κουτί και μετά τοποθετημένος στο ράφι ενός παιχνιδοπαλαιοπωλείου στη Γερμανία, μαζί με άλλα παλιά στρατιωτάκια. Από αυτή την άποψη δεν ήμουν και τόσο μόνος, αν και τα πιο πολλά από αυτά ήταν σαν καινούρια. Τα έβγαζαν αχρησιμοποίητα από το κουτί, τα έβαφαν επί τόπου, τα πιο πρόσφατα άλλωστε ήταν ήδη έτοιμα, και τα εξέθεταν προς πώληση. Κάποια κουτιά παρέμεναν άθικτα, για όσους ήθελαν να τα βάψουν μόνοι τους. Νομίζω, όμως, ότι ήμουν ο μοναδικός που είχε κάνει τόσο μεγάλο ταξίδι και που ίσως, κατά κάποιον τρόπο, είχε γνωρίσει ένα είδος δράσης. Οι τελευταίες μνήμες των άλλων ήταν από τις μέρες της κατασκευής τους. Θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον το μάντεμα των ήχων μέσα από ένα κουτί, αλλά μάλλον θα παρέμενε ανεπιβεβαίωτη εικασία κάθε παρόμοια απόπειρα, καθώς αυτό το κουτί δεν είχε ανοίξει ποτέ έως τότε, για να επαληθευτεί το παραμικρό από όσα φαντάζονταν ή συζητούσαν μεταξύ τους. Είχαν υπάρξει έγκλειστοι οι πιο πολλοί, σαν απομονωμένοι, για σχεδόν εξήντα χρόνια. Ούτε στον εχθρό μου δεν εύχομαι τέτοια τύχη. Ήταν λοιπόν περιορισμένα τα όσα μπορούσαμε να πούμε. Τους έλεγα εγώ, βέβαια, όχι ότι με πίστευαν, γι’ αυτό με έβγαλαν παραμυθά! Άλλη μία ιδιότητα…
«Τελικά, τα άλλα στρατιωτάκια κάθονταν καλύτερα στο μάτι από μένα που ήμουν ταλαιπωρημένος, και πουλήθηκαν αργά ή γρήγορα. Το θετικό για μένα ήταν ότι σιγά σιγά έμαθα και γερμανικά. Είκοσι περίπου χρόνια δεν είναι και λίγα, έστω κι αν τελειώνουν κάποια στιγμή οι αφηγήσεις και ξεκινά το γνέσιμο της επινόησης. Δε χρειάστηκε τότε να το θέσω σε λειτουργία, γιατί ευτυχώς ήδη καταλάβαινα γερμανικά όταν ακόμα ερχόταν στο παιχνιδοπαλαιοπωλείο ένας ηλικιωμένος φίλος του μαγαζάτορα και μας έλεγε τις δικές του αληθινές ιστορίες. Ήταν άλλος ένας βετεράνος από τον Α’ Πόλεμο, Γερμανός αυτή τη φορά. Όπως βετεράνος κατέληξα και εγώ με άλλον τρόπο. Ήμουν ο τελευταίος από το περίφημο ράφι των στρατιωτών, όπου τώρα είχαν μπει κουκλίτσες με ρουχαλάκια χειροποίητης κατασκευής και πρόσωπο από πορσελάνη, ζωγραφισμένο στο χέρι. Elles étaient tellement belles! Τι όμορφες που ήταν! Επειδή, όμως, δεν ταίριαζα πια εκεί, με κρατούσε ο Φραντς, ο μαγαζάτορας, πάνω στο γραφείο του. Έλεγε ότι είμαι ιδιαίτερος και ότι οι άλλοι δε με καταλάβαιναν, γι’ αυτό δεν είχα πουληθεί. Αλλά πλέον δεν τον ενδιέφερε να με πουλήσει, ήθελε να με κρατήσει αυτός».
«Πάλι σαν μασκότ;» ρώτησε εύλογα ο Θωμάς.
«Έτσι φαίνεται!»
«Το έχει η μοίρα σου, φίλε μου! Ανώνυμος και απρόσωπος, αλλά κερδίζεις τις εντυπώσεις και γίνεσαι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος!» παρατήρησε ο Βαλές σπαθί.
«Είναι μέρος της φύσης του!» άνοιξε διάπλατα τα φύλλα της σκέψης του ο Βαλές μπαστούνι όπως και τα χέρια του, σαν να ήθελε να αγκαλιάσει όλον τον κόσμο. «Ένας ελεύθερος σκοπευτής είναι ο αόρατος εχθρός. Νομίζεις ότι δεν υπάρχει και ξαφνικά κάνει την εντυπωσιακή του εμφάνιση, διαλύοντας κάθε ψευδαίσθηση γαλήνης και ασφάλειας. Και σε εμάς εδώ εμφανίστηκες ξαφνικά, ελπίζω να μπορέσεις να το κάνεις στον αντίπαλο, για τον οποίο δε μας είπες ακόμα τι πρόθεση έχεις».
«Τον είχα σχεδόν ξεχάσει με όλα αυτά τα νοητά ταξίδια» συμπλήρωσε αγχωμένος ο Βαλές κούπα, καπνίζοντας νευρικά την πίπα του και σχηματίζοντας γύρω του κάθε λογής νεφελώδεις μορφές.
«Κάτσε πρώτα να μας πει πώς κατέληξε εδώ! Ένα πράγμα τη φορά» παρατήρησε ο Βαλές καρό κατευθύνοντας τη συζήτηση σε μία κατάσταση ονειρικής νιρβάνα από τις πολλές μπίρες, αλλά περιέργως μη χάνοντας ούτε λέξη. «Έλεγες, λοιπόν, στρατιώτη-χαμαιλέοντα και παραμυθά…»
«Και τότε εμφανίστηκε ton grand-père, Τομά, ο Λορέντζο!» συνέχισε να τους αιφνιδιάζει ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας.
«Τι απίθανη ιστορία είναι πάλι αυτή!» εξεγέρθηκε ο λευκός μικρομέγαλος βασιλιάς.
«Γνωρίζεις τον παππού μου;» εξεπλάγη και ο Θωμάς, που δεν μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά του, κοιτώντας μια εκείνον και μια το λευκό μικρομέγαλο βασιλιά.
«Από τότε που έχει αυτό το έπιπλο-σκάκι!» απάντησε πολύ αυτονόητα για τον ίδιο ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας.
«Όσα χρόνια τον γνωρίζω και εγώ επομένως. Και πώς δε σε έχω δε ποτέ;» απόρησε πολύ δικαιολογημένα ο λευκός βασιλιάς.
«Γιατί ο παππούς Λορέντζο δε με αγόρασε μαζί με το έπιπλο-σκάκι. Ήρθα μόνος μου μαζί σας! Άλλωστε τις άυπνες νύχτες σου φρόντιζα επιμελώς να σε αποφεύγω. E ce n'était pas facile du tout! Δεν ήταν και παιχνιδάκι! Θα έπρεπε να σου δώσω εξηγήσεις, που, όπως φαίνεται, δεν κατάφερα ούτως ή άλλως να αποφύγω».
«Ναι, μία από τις αρχές μου είναι καλύτερα να αντιμετωπίζεις το πρόβλημα άμεσα από το να το αποφεύγεις, γιατί εκείνο παραμένει και γίνεται βουνό. Ή φαίνεται έτσι. Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων» έκανε ακόμα πιο μπερδεμένος από πριν ο Αρκούδος.
«Εύκολο να το λες έτσι τεράστιος που έγινες!» του παραπονέθηκε ο Θωμάς.
«Θωμά, ο παππούς σε μυεί στα μυστήρια του σκακιού, για να μάθεις πρώτα να χρησιμοποιείς το μυαλό και μετά τη μυϊκή σου δύναμη. Και μη μου λες τέτοια, γιατί εμένα τάραζες στις τσιμπιές, ενώ εγώ δεν έβγαζα κιχ!» ανταπάντησε ετοιμόλογα ο Αρκούδος, κάνοντας το Θωμά να κοκκινίσει μέχρι τ’ αυτιά.
«Και πώς ήρθες μόνος σου έως εδώ;» θέλησε να διερευνήσει περαιτέρω ο λευκός βασιλιάς, παραβλέποντας το καβγαδάκι.
«Να και ένα διαφορετικό νέο! Ένα παιχνίδι που θέλει να ορίζει τον εαυτό του! Γούστο θα είχε να ήμασταν και πλάτη πλάτη, εσύ απ’ έξω και εγώ μέσα στο συρτάρι του επίπλου! Πού να το φανταστεί κανείς!» συλλογίστηκε συνεπαρμένος ο λευκός βασιλιάς. «Ομολογώ πως όσο μιλούσες για το παιχνιδοπαλαιοπωλείο όλο και κάτι μου θύμιζε από τις ελάχιστες φορές που κατάφερα να ξεκλέψω ματιές όταν μας επιδείκνυε ο Φραντς στους υποψήφιους αγοραστές. Μέχρι και το όνομά του πρώτη φορά σήμερα το άκουσα! Εμείς δεν είχαμε πιάσει φιλίες. Αλλά τέτοια σύμπτωση!»
«Εκεί δεν το κουνούσες ρούπι και εδώ έχεις σουλατσάρει σε κάθε πιθαμή του σπιτιού!» τον πείραξε ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας.
«Εκεί ήμασταν στη βιτρίνα και κλεισμένοι στο συρτάρι του σκακιού! Λίγα τα περιθώρια δράσης λοιπόν» ανταπάντησε ακλόνητα ο μικρομέγαλος βασιλιάς.
«Σε αυτό μοιάζουμε. Και ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα να αλλάξω στη ζωή μου μέχρι που le roi noir, ο μαύρος βασιλιάς, με ανάγκασε να πάρω πάλι διαφορετική στροφή!» είπε και τους κοίταξε με νόημα ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας.
«Τι εννοείς; Πώς σε ανάγκασε ο μαύρος βασιλιάς;» ρώτησε με αυξανόμενη αγωνία το alter ego τού περί ου ο λόγος.
«Ένα βράδυ, πριν από δύο εβδομάδες περίπου, αντιλήφθηκα περίεργες κινήσεις στην επιφάνεια του σκακιού όσο οι υπόλοιποι κοιμόσασταν τον ύπνο του δικαίου. Και εσύ, από τόσες άυπνες νύχτες, εκείνο το βράδυ βρήκες να ταράξεις με τα ροχαλητά σου το συρτάρι! Quelle inspiration!» κατεύθυνε εύστοχα τη βολή του στο λευκό βασιλιά και συνέχισε «Εκεί, λοιπόν, που τεντωνόμουν και χαλάρωνα πίσω από το μικρό σάτυρο της βιβλιοθήκης, μετά από μία δύσκολη μέρα κουλουριάσματος, είδα το μαύρο βασιλιά με τους αξιωματικούς του να ανοίγουν την πύλη, για να γλιστρήσουν μέσα στο σκάκι. Η ιχνηλασία και η παρατήρηση μου προκύπτουν ενστικτωδώς. Έτσι τους ακολούθησα και πρόλαβα να βρεθώ μέσα, λίγο πριν κλείσει ξανά πίσω μου το άνοιγμα».
«Είσαι εδώ τόσον καιρό; Εμείς είμαστε μερικές ώρες και μας φαίνονται αιώνας! Πώς το άντεξες;» ταράχτηκε κυριολεκτικά ο Μουτζούρης, αλλά αυτή τη φορά ο Αρκούδος είχε εφοδιαστεί ήδη με απορροφητικό χαρτί από την κουζίνα του «Μυστικού Σεντουκιού» καθώς και με έναν κουβά, γιατί πολύ φοβόταν ότι σε λίγο θα άρχιζε εκείνος τα φτερνίσματα, όχι από συναισθηματική φόρτιση όπως ήταν εκείνα του λευκού βασιλιά, αλλά από το κρυολόγημα που θα του προκαλούσε τόση χρωματιστή υγρασία μαζεμένη.
«Θέλοντας ή μη δεν μπορούμε να πάμε πουθενά αν δεν καταστρώσουμε πρώτα ένα σχέδιο με σοβαρή προοπτική επιτυχίας. Διαφορετικά, πάμε όλοι χαμένοι. Και είναι άδικο να νομίζει ένας ότι μπορεί να επιβληθεί σε τόσους όσοι είμαστε εμείς, και ποιος ξέρει πόσοι άλλοι αντιρρησίες συνειδήσεως!» προβληματίστηκε ο λευκός βασιλιάς.
«Είναι άδικο αυτός ο ένας και οι όμοιοί του ή όσοι αποτυγχάνουν να διαφέρουν, αλλά με επιτυχία ευθυγραμμίζονται στην περιορισμένη λογική που εξυπηρετεί συγκεκριμένα παιχνίδια, να βλέπουν όλους εμάς, όσοι σκεφτόμαστε διαφορετικά, όσοι διαφυλάττουμε ένα δικό μας χαρακτήρα, ως πιόνια ικανοποίησης ιδιοτελών συμφερόντων. Πρέπει να βρούμε τρόπο να αφαιρέσουμε το κλειδί-σφήνα, ώστε να καταρρεύσει η πυραμίδα μόνη της. Με μία κίνηση ματ, με μία θανάσιμη βολή να παραλύσουμε όλον αυτό τον παραλογισμό! Ça suffit! Αρκετά ξεχείλισε ο χείμαρρος και, μέχρι να ξεφουσκώσει τα απόνερά του, τα δικά μας χρώματα θα αραιώνουν» είπε μυστήρια, σχεδόν προφητικά, ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας.
«Πες μας πρώτα τι είδες όσο ήσουν εδώ! Τι σχεδιάζει ο μαύρος βασιλιάς; Και μετά μας εξηγείς την περίεργη ιστορία των νεκροπόλεων, γιατί ακόμα δεν κατάλαβα τίποτα» συντόνισε τη συζήτηση ο Θωμάς, καθώς τόση ώρα η απορία του δεν είχε λυθεί.
«Ένα πράγμα τη φορά, Θωμά! Τώρα ας ακούσουμε ένα ωραίο βαλς, να ηρεμήσουν λίγο τα νεύρα μας…» έκανε με νόημα ο Βαλές καρό καρφώνοντας με το βλέμμα την πίπα στα χέρια του Βαλέ κούπα, αφού τον ξετρύπωσε μες στο ομιχλώδες τοπίο του καπνού του. «Το βαλς θα σε φέρει σε γνώριμα μονοπάτια, n'est-ce pas; Έτσι δεν είναι; Έστω και αν πρόκειται για μία νεότερη εκδοχή του» πείραξε ο Βαλές καρό το στρατιώτη-χαμαιλέοντα, και ζήτησε από τους Ρηγάδες να παίξουν ένα βαλς, ενώ εκείνοι αμέσως ανέσυραν από το πουθενά μία ολόκληρη λατέρνα…
Ο χρόνος, παρότι πειραγμένος στον ανάποδο κόσμο του σκακιού, μετρούσε αντίστροφα και δεν μπορούσαν να καθυστερούν, όσο κι αν όλοι ένιωθαν την ανάγκη να χαλαρώσουν. Και μόνο το στοίβαγμα τόσων πληροφοριών που έχρηζαν επεξεργασίας, προκειμένου να αξιοποιηθούν σωστά, απαιτούσε ενέργεια και διαύγεια. Ευτυχώς τα μικρά μουσικά διαλείμματα λειτουργούσαν για όλους σαν τονωτικές ενέσεις. Και αυτός ο ταλαιπωρημένος στρατιώτης-χαμαιλέοντας που ήταν διαρκώς πεινασμένος, καθώς επανερχόταν ως αυτοματισμός μία απωθημένη αλλότρια μνήμη των χαρακωμάτων, είχε καημό να ακούει μουσική, γιατί του διέφυγε η εξέλιξή της σε μία κατά τα άλλα περιπετειώδη ζωή. Δε θα έλεγε ποτέ όχι σε μία τέτοια ευκαιρία.
Πράγματι, ένα μουσικό διάλειμμα ήταν ό,τι χρειάζονταν όλοι, για να τακτοποιήσουν λίγο τη σκέψη τους, που σε λίγη ώρα έκανε δυο φορές το γύρο της Ευρώπης στο διάστημα ενός αιώνα. Ο Αρκούδος εξαντλημένος πήρε έναν υπνάκο αγκαλιά με το Μουτζούρη, ο οποίος στέγνωνε την υπερβολική υγρασία του κάτω από το γαργαλητό της βαριάς ανάσας του. Ο λευκός βασιλιάς σφίχτηκε στην αγκαλιά της μπέρτας ‒ μαντίλι ‒ αλεξίπτωτο και, ενόσω φανταζόταν τη Ρένα του στα χέρια του τυλιγμένη, οι γραμμές του πενταγράμμου έγιναν στο μυαλό του χορδές άρπας, δονούμενες στα ανάλαφρά τους βήματα. Ο Βαλές κούπα άρχισε επιτέλους να ηρεμεί, κλείνοντας τα μάτια και αφήνοντας τον καπνό της πίπας του να σχηματίζει νότες, που, αν μπορούσαν να ακουστούν, θα συνόδευαν πολύ ταιριαστά ως αυτοσχεδιασμοί τη μελωδία των Ρηγάδων. Ο Βαλές μπαστούνι έριχνε σκεπτικός πασιέντζα, της υπομονής, προσπαθώντας να μαντέψει το μέλλον τι θα φέρει, ενώ οι δύο άλλοι Βαλέδες τον παρακολουθούσαν μηχανικά έχοντας και εκείνοι αφεθεί στη γλυκύτητα του κομματιού. Και ο Θωμάς, παραμερίζοντας την ανυπομονησία του για τη συνέχεια της ιστορίας, που θα τους άνοιγε μεθοδικά πύλες, ώστε να αποφασίζουν για το μέλλον και όχι μόνο για να το φαντάζονται ή να το μαντεύουν, δεν κατάφερε να μην αναπολήσει τα πρασινομελιά και σπιρτόζικα μάτια της Κατερίνας, όσο και να το απέφευγε, για να μην κοκκινίσει μπροστά τους άλλους. Την ίδια στιγμή υποχρέωσε στη φαντασία του το Φίλιππο, υπό το αχνό φως της αόρατης φωτεινής του μπάλας, να ζωγραφίσει ό,τι λουλούδια θα ήθελε να της προσφέρει, επινοώντας έτσι έναν ευέλικτο τρόπο να ξεφορτωθεί τις ειρωνείες του, ακόμα και εκεί, στη σφαίρα του ονείρου. «Στο τέλος», όπως του έλεγε ο παππούς Λορέντζο, «η ζωή είναι λίγες στιγμές και μερικές εικόνες». Και αυτές τις τελευταίες, όσο περνούσε από το χέρι του, δε θα άφηνε κανέναν να του τις χαλάσει…
Η συνέχεια στο επόμενο τεύχος…
Εικαστικά:
1) Σχέδιο της AquaSixio, deviantArt.
2) Wallpaper by antanasc.
3) Σχέδιο της Bethany Cannon.
Μουσική:
Μάνος Χατζιδάκις, «Το βαλς των χαμένων ονείρων».