Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε μια καλύτερη τηλεόραση...
Ή μήπως όχι;
Τη δεκαετία του ’50 «δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το πρώτο ολοκληρωμένο θεσμικό σχέδιο για το ραδιόφωνο στην Ελλάδα»[1]. Το ράδιο ‒για όποιον διέθετε ένα‒ έδινε πρόσβαση σε όποια ενημέρωση υπήρχε τότε, και ψυχαγωγούσε με εκπομπές, μουσική και με ανάγνωση θεατρικών έργων σε συνέχειες, όπως είναι σήμερα τα σίριαλ. Κυριαρχούσαν, ωστόσο, «συγκεντρωτική λογική» και «απόλυτος έλεγχος» λόγω του «μονοπωλίου της κρατικής κοινωνικής και παιδαγωγικής αποστολής»[2]. Αυτά ίσχυαν λίγο πολύ για τους πρώτους κρατικούς σταθμούς, που υπάγονταν είτε στο δίκτυο της ΕΙΡ είτε της ΥΕΝΕΔ, του σταθμού των Ενόπλων Δυνάμεων[3].
Τη δεκαετία του ’50 έκανε, επίσης, πειραματικά την εμφάνισή της και η τηλεόραση, με επίσημη τελικά έναρξη της κρατικής το 1966. Η τηλεόραση αρχικά ξεκίνησε ως τεράστιο έπιπλο με μικροσκοπική οθόνη, για να εξελιχθεί σταδιακά σε home cinema, καθώς η οθόνη αύξησε το μέγεθός της σε ίντσες[4]. Στην αρχή ήταν πιο κοντά, δηλαδή, στην ιδέα του ραδιοφώνου. Αργότερα κέρδισε έδαφος η εικόνα. Έτσι, σταδιακά το θαύμα της κινούμενης εικόνας μπήκε σε όλα τα σπίτια.
Στα πρώτα της βήματα ήταν και αυτή για τους λίγους και ασπρόμαυρη. Το 1969 ο πλανήτης παρακολούθησε έκθαμβος, μαζί και η Ελλάδα, την προσσελήνωση του Απόλλων 12. Δέκα χρόνια αργότερα το 1979 έγινε η πρώτη έγχρωμη μετάδοση. Μέχρι που τη δεκαετία του ’80 ήταν πλέον εξαίρεση το να μην έχει κάποιος τηλεόραση, καθώς το βίντεο ‒ο κατ’ οίκον κινηματογράφος‒ έγινε η νέα ατραξιόν. Το 1989 εμφανίστηκαν και τα πρώτα ιδιωτικά κανάλια. Έως τότε την αποκλειστικότητα είχε η κρατική. Η εκπομπή σήματος, επίσης, επεκτάθηκε σε εικοσιτετράωρη βάση. Το 1997 η κρατική μετονομάστηκε σε «δημόσια». Την ίδια χρονιά η ΝΕΤ από ΕΤ2 και πρώην ΥΕΝΕΔ καθιερώθηκε ως ενημερωτικό κανάλι και η ΕΤ1 ως ψυχαγωγικό[5].
Σε όλα αυτά τα χρόνια η τηλεόραση χρησίμευε για ενημέρωση, ψυχαγωγία και εξυπηρετούσε διάφορους σκοπούς. Στη διάρκεια της Χούντας, για π.χ., χρησίμευσε ως εργαλείο προπαγάνδας και ύπνωσης με τα «κατορθώματα» της «επαναστάσεως», με πολλή μόδα, άφθονο άρτο και θεάματα. Στη μεταπολίτευση το κέντρο βάρους μετατέθηκε σταδιακά από τα κρατικά που έκαναν τη «σοβαρή» δουλειά στα νεοσύστατα ιδιωτικά, τα οποία έδωσαν βήμα σε περισσότερους ανθρώπους, ώστε να μετριαστεί η μονοκρατορία της δημόσιας τηλεόρασης. Εκεί είδε ο κόσμος καινούρια πράγματα σε συνδυασμό με τα δορυφορικά που στην αρχή εξέπεμπε η ΕΡΤ: RAI 2, TV5 κτλ. Η ιδιωτική τηλεόραση όντας το νέο αίμα ανέλαβε τα ηνία της υψηλότερης τηλεθέασης. Σήμερα όταν λέμε θα δω τηλεόραση συνήθως εννοούμε τα ιδιωτικά κανάλια.
Τα τελευταία, βέβαια, μετρώντας περίπου δύο δεκαετίες ζωής πέρασαν και αυτά από διάφορες φάσεις. Πιο συγκεκριμένα, από περιόδους μονομανίας με τα τηλεπαιχνίδια, τα ριάλιτι, τα σόου στη βραδινή ζώνη, το χτίσιμο της πρωινής ζώνης που ανέδειξε την τηλεπαρουσιάστρια σε σταρ, την ξένη σαπουνόπερα και αμέσως μετά την αντίστοιχη ελληνική στην απογευματινή ζώνη ή με την πρόσφατη κουζινο-μανία.
Τα ιδιωτικά κανάλια με τον καιρό εξελίχθηκαν σε λαμπερές και ενίοτε πολύ επιφανειακές και φασαριόζικες επιχειρήσεις. Ήδη από το ’90 τα πρώτα σόου ήταν κυρίως ξενόφερτες ιδέες με παρουσιάστρια κομμένη και ραμμένη, μάλιστα, στα πρότυπα της ομόλογής της Ιταλίδας. Σχεδόν, γιατί η Ελληνίδα ήταν μόνο παρουσιάστρια. Η δημόσια τηλεόραση, αντίθετα, διατήρησε ένα επίπεδο ποιότητας, παρότι υπήρξαν και στιγμές μονοτονίας.
Και φτάνουμε στο σήμερα… Στο σήμερα που ούτε Χούντα έχουμε, με μία στενή έννοια του όρου, ούτε πρωτόπειρη είναι η τηλεόραση και όπου το ζάπινγκ αποκτά περιεχόμενο με την πολυφωνία των καναλιών. Το πρόγραμμα της τηλεόρασης δε χαρακτηρίζεται, πλέον, από την ταινία της εβδομάδας ή το σίριαλ που όλοι περιμένουν, αλλά από ζώνες. Και σε όσους ακούγεται περίεργο αυτό, ο κάθε συνεπής τηλεορασάκιας βρέθηκε κάποια στιγμή στο πεδίο της μάχης μπροστά από τη μοναδική οθόνη του σπιτιού με μήλον της έριδος το τηλεκοντρόλ! Τη δεκαετία του ’80 και έως τα μέσα του ’90 ήταν πιο λίγες οι εκπομπές και γι’ αυτό ίσως πιο σθεναρή η υπεράσπισή τους.
Σήμερα αλλάζει το τοπίο με τις ζώνες και την πληθώρα καναλιών. Έτσι, χοντρικά, υπάρχει η πολύ πρωινή ζώνη της ενημέρωσης ‒η χρήσιμη‒, η ζώνη των πρωινάδικων ‒η βαρετή και ξεπερασμένη‒, η ζώνη του κουτσομπολιού ‒ η αδιάφορη. Τη διαδέχεται η επόμενη με περισσότερο κουτσομπολιό πουδραρισμένο με σοβαροφάνεια και ακολουθούν οι κεντρικές ειδήσεις. Εκεί γίνεται ο πανζουρλισμός με παράθυρα, φωνές, τον ένα να μιλάει πάνω στον άλλο, ζαλίζεσαι και στο τέλος την κλείνεις. Ή το γυρνάς στις ειδήσεις ‒ μαγκαζίνο και διασκεδάζεις (σκεδάννυμι (παθ.) = διασκορπίζομαι) πιο πολύ, παρά ενημερώνεσαι. Το έκανες εξάλλου το πρωί, αν δεν πρόλαβες, υπομονή! Έτσι κι αλλιώς τα άσχημα νέα ταξιδεύουν γρήγορα. Την έκρηξη θα την καταλάβεις, εξάλλου, αυτή δε διαφεύγει με τίποτα. Τη μέρα κλείνει η νυχτερινή ζώνη με ταινίες, ξένα κυρίως σίριαλ και πολιτικές συζητήσεις, που ποιος έχει εκείνη την ώρα αντοχή να παρακολουθήσει; Τα πιο «σοβαρά», δηλαδή, εξοβελίζονται στην «περιφέρεια» της ιδιωτικής.
Τη μεγάλη ζήτηση έχουν τα ξενόφερτα παντός είδους και οι μεταλλάξεις. Υπάρχουν εκπομπές, για π.χ., που ανάγουν το κουτσομπολιό σε τέχνη. Γιατί να με αφορά η προσωπική ζωή των άλλων, οι οποίοι μάλιστα δεν επηρεάζουν σε κάτι τη δική μου ζωή; Ή μήπως μου υπενθυμίζουν τη θέση μου; Εσύ είσαι άσημη, κανείς δεν ασχολείται μαζί σου, ενώ οι άλλοι! Εδώ εξυπηρετείται το κομμάτι του ενοχικού και της καλλιέργειας τρελών ονείρων από το μέσον τηλεόραση; Ένα «θέλω και εγώ»; Τι να θέλω; Να γίνεται κοψίδι σε όλα ανεξαιρέτως τα μεσημεριανά μέχρι εξαντλήσεως το πότε έκανα κάτι αδιάφορο στους άλλους; Προσπερνάω.
Φέτος με την κρίση, βέβαια, έγιναν διάφορες αλλαγές. Τα πολλά κουτσομπολιά μετατράπηκαν σε ιλουστρασιόν διασκέδαση με το μότο «ο κόσμος θέλει να γελάσει» και «ο κόσμος δε θέλει να σκέφτεται ό,τι έτσι κι αλλιώς τον απασχολεί». Οπότε προβλήθηκαν οι διασκεδαστές. Τα κανάλια βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν περικοπές. Τα νέα σίριαλ με Έλληνες ηθοποιούς παρά λίγο να γίνουν είδος προς εξαφάνιση, καθώς μεσουρανούν τα τούρκικα, οι επαναλήψεις και οι χιλιοπαιγμένες ταινίες. Οι διαφημίσεις, βέβαια, επιβιώνουν ανενόχλητες με τα «καυτά επίκαιρα». Γιατί, και να μην έχει να φάει ο άλλος, ένα smart phone θα το πάρει. Να κλαίγεται γκλα-«μουράτα» για την απόλυση ή την οικονομική του δυσχέρεια!
Όπως κι αν έχει, το κουτσομπολιό, η πεμπτουσία της κοινωνικοποίησης, γιατί ανέκαθεν προσδιόριζε ανεπίσημα σε ποιο «στρατόπεδο» ανήκει ο καθένας, κατέχει μία περίοπτη θέση στην τηλεόραση. Είναι, όμως, θέματα αυτά που προβάλλει; Το «παρασκήνιο», δηλαδή, της ζωής των άλλων παρουσιάζεται ως «θέμα» που «αφορά». Γιατί ως τέτοιο χαρακτηρίζεται. Και μήπως τελικά με επηρεάζουν όλα αυτά γιατί αποπροσανατολίζουν την προσοχή μου από ό,τι θα έπρεπε να με απασχολεί; Οι τηλεπερσόνες προφασίζονται τώρα πιο πολύ από ποτέ ότι διασκεδάζουν τον κόσμο για να ξεχνά. Μήπως, αν δεν ξεχνούσαμε όλα αυτά τα χρόνια, αλλά σκεφτόμασταν ενεργά, θα ήταν λίγο καλύτερα τα πράγματα σήμερα; Μήπως το «η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη» και το «μην κουράζεις το μυαλό σου» χιλιοειπώθηκαν σε σημείο που λειτούργησαν ως αυθυποβολή; Και πού είναι η ευθύνη των όσων παίρνουν ένα βήμα για να διασκεδάσουν έτσι τον κόσμο ή να τον ενημερώσουν, ενίοτε παραπληροφορώντας τον; Αλλά, ναι, αυτή είναι η χώρα των χαμένων ευθυνών, οπότε ψάχνω ψύλλο στ’ άχυρα.
Ένας φίλος μου λέει ότι η τηλεόραση μάλλον σου αλλάζει τη ζωή, γι’ αυτό κάνουν όλοι σαν τρελοί να βγουν. Και πολλοί, προκειμένου μόνο να βγουν στο γυαλί, καταλήγουν να γελοιοποιούνται, θεωρώντας ότι θυμοσοφούν. Maybe it’s good for business! Πολλοί δικηγόροι, για π.χ., έχτισαν καριέρες έτσι, χωρίς να είναι απαραίτητα καλοί ως νομικοί. Αλλά ο κόσμος δεν το ξέρει, πείθεται από τον κοπανιστό αέρα τους στο γυαλί και τα «ακουμπάει» ευχαρίστως στον εκάστοτε διάσημο έμπορα για υποθέσεις εξαρχής χαμένες.
Ναι, είναι παράθυρο στον κόσμο και συντροφιά για τους ηλικιωμένους και για ανθρώπους καθηλωμένους σε μία καρέκλα ή σε ένα κρεβάτι. Και για να μην ξεχνάμε, υπάρχουν άνθρωποι με προβλήματα όρασης, που ίσως αναπτύσσουν καλύτερο κριτήριο ακούγοντας μόνο, γιατί συγκεντρώνονται στο κείμενο. Ενώ για όσους έχουν προβλήματα ακοής μόλις τα τελευταία χρόνια μπαίνουν υπότιτλοι από το teletext. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι «μέχρι τα μέσα του ’80 η χρήση της νοηματικής στα σχολεία κωφών ήταν απαγορευμένη» και ότι «η επίσημη αναγνώριση της ελληνικής νοηματικής γλώσσας έγινε μόλις πρόσφατα με το ν. 2817/2000»[6]. Από το 1982 μόνο η κρατική παρουσίαζε τις ειδήσεις στη νοηματική. Σήμερα κυρίως στη δημόσια δορυφορική τηλεόραση παρέχεται αυτή η υπηρεσία.
Συμπερασματικά, η τηλεόραση είναι ένα λαϊκό μέσο, γιατί αφορά την πλειονότητα και τη μικρή «δικτατορία» που εκείνη τελικά καθιερώνει εις βάρος των πολλών μειονοτήτων με ιδιαιτερότητες. Αποτελεί, βέβαια, βήμα για θέματα που αξίζει να ακουστούν. Όμως, ως φτηνό και λαϊκό μέσο διασκέδασης που αφενός ενημερώνει, ψυχαγωγεί, συντροφεύει, βοηθά, αποκαλύπτει, αφετέρου παραπληροφορεί, υπερβάλλει, αναμασά την ίδια πληροφορία μέχρι να χάσει κάθε ουσία, επαναλαμβάνεται, χάνει τη φαντασία της και μας κάνει να τη βαριόμαστε. Ιδίως όταν γίνεται καθωσπρέπει παίρνοντας πολύ σοβαρά τον εαυτό της, όχι τη δουλειά της, και ακροβατεί μεταξύ υποκρισίας και γελοιότητας.
Γιατί να μας ενδιαφέρουν τόσο τα τούρκικα σίριαλ ή ένα κάρο ξενόφερτα προγράμματα, κομμένα και ραμμένα για τις ανάγκες ή την αγορά άλλων κοινωνιών; Γιατί επιμένουν ενίοτε τα κανάλια σε τόσο ακριβά προγράμματα εντυπωσιασμού με πεπερασμένες τηλεπερσόνες που ούτε ικανοποιούν τις προσδοκίες ούτε δικαιολογούν την ύπαρξή τους; Το ρίχνουν στην πιπίλα ότι η τηλεόραση τρέφει στόματα. Μήπως, όμως, απλώς μπουκώνει λίγα, ενώ με μικρότερου κόστους παραγωγές θα υποστήριζε περισσότερους επαγγελματίες;
Κάθε πέντε δέκα χρόνια τα κανάλια γίνονται το τσιφλίκι μίας ομάδας ανθρώπων με μικρά διαλείμματα ανανέωσης. Μόλις, όμως, κάτι γίνεται επιτυχία «καίγεται» με τις αναρίθμητες επαναλήψεις ή τις κατώτερες αναπαραγωγές της ίδιας ιδέας. Μήπως γιατί οι ίδιοι και οι ίδιοι παθαίνουν ένα μπλακ άουτ και βαριούνται λίγο τον εαυτό τους; Στην τηλεόραση δε ρίσκαραν υποστηρίζοντας προτάσεις με ενδιαφέρον ούτε στις καλές της εποχές, πάλι με ελάχιστες εξαιρέσεις ‒ γι’ αυτό και μένουν εξαιρέσεις χωρίς να καθιερώνουν κανόνα. Γι’ αυτό εξάλλου και είναι συντηρητική η τηλεόραση. Πάει στα σίγουρα και αλλάζει λίγο λίγο μόνο όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι, όχι προνοητικά, ούτε γιατί θρέφεται από «μεγάλες» ιδέες. Φρεσκαριστείτε λίγο, ρε παιδί μου! Ξετινάχτε τη σκόνη του χρόνου από πάνω σας!
Τώρα που λέω χρόνος. Γιατί, ας πούμε, εκπομπές σαν τη «Μηχανή του Χρόνου» κόβονται από κανάλια αγορασμένα από ξένους; Ξέρουν, δηλαδή, οι Γερμανοί τι χρειαζόμαστε, όπως τότε στην Κατοχή με τα ράους, σνελ και καπούτ, όταν πρώτα απογύμνωσαν καλά καλά την Ελλάδα ‒και άλλες χώρες, βέβαια‒ από κάθε πλουτοπαραγωγική πηγή και μεταπολεμικά απογυμνώθηκε η επαρχία μόλις οι οικονομικοί μετανάστες έσπευσαν για την αναστύλωση της καταστρεμμένης Γερμανίας που έγινε με αμερικάνικο κεφάλαιο και φτηνά εργατικά χέρια ιδίως από τις πιο αδύναμες οικονομικά πρώην κατακτημένες χώρες; Σε κάθε περίπτωση χαμένοι εμείς, δηλαδή. Γιατί, λοιπόν, να ξέρουν οι Γερμανοί καλύτερα σε όλα; «Γερμανός» στα κινητά, στην TV, στην οικονομία; Πρόκειται για κάποιο αστείο εσωτερικής κατανάλωσης που δεν έχω πιάσει; Μήπως η μικρή οθόνη, που άλλοτε υπερεκτιμάται και άλλοτε υποτιμάται, αντικατοπτρίζει ως μικρογραφία εν μέρει την κοινωνία;
Σε όλη την πορεία της στην ελληνική τηλεόραση επενέβαινε κατά καιρούς ο ξένος δάκτυλος, όπως συνέβαινε και στην πολιτική. Γιατί γενικά στα ΜΜΕ μετά το ’45, στην τηλεόραση με ΥΕΝΕΔ, Χούντα κτλ. υπήρχε μία υποψία αμερικανιάς από πίσω. Αργότερα με τα δορυφορικά «εκπολιτιστήκαμε», καθώς άνοιξε ένα παράθυρο στον κόσμο, εφόσον ήμασταν «αποκλεισμένοι» με την κρατική. Μέχρι που με τα ιδιωτικά οτιδήποτε ξενόφερτο έγινε must. Μήπως η ισορροπία δε χάθηκε, γιατί ποτέ δεν πρόλαβε να επιτευχθεί; Έτσι κι αλλιώς με ή χωρίς επίφαση πάντα υπήρχε κάποιος ξένος παράγοντας ως εμπνευστής. Εμείς ποιοι είμαστε;
Όσους υποστηρίζει το σύστημα ‒τους λίγους και καλούς που το εξυπηρετούν‒ πολυφορεμένους, πεπερασμένους, μαϊντανούς τούς κρατά με νύχια και με δόντια. Έτσι δε γίνεται και με τις οικογενειοκρατίες στην πολιτική; Οι ίδιοι, γνωστοί και σίγουροι. Και αλλαγή μηδέν. Κάποιοι από αυτούς, λοιπόν, θα αντέξουν, λιγότεροι θα γεράσουν όμορφα και οι περισσότεροι θα πεταχτούν μετά την ημερομηνία λήξης. Εκτός κι αν περάσουν στην ίντριγκα του παρασκηνίου φέροντας τον αέρα ιερού τέρατος που δεν το αγγίζει κανείς. Οι άνθρωποι και οι εκπομπές στην τηλεόραση είναι κατά κανόνα προϊόντα και αντιμετωπίζονται ως τέτοια. Και οι θεατές, τα τάργκετ γκρουπ, αντίστοιχα.
Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα, εξάλλου, από τον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι τηλεπαρουσιάστριες της πρωινής ζώνης. Γιατί αν δεν είναι πλαστικές κούκλες απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους; Δηλαδή το τι έχουν να πουν δε μετράει; Το πέρασμα του χρόνου μόνο στην Αμερική και στην ελληνική τηλεόραση αντιμετωπίζεται τόσο νευρωτικά σαν ταμπού. Γιατί, όταν η παρουσιάστρια είναι εμφανίσιμη, το πόσο αθεράπευτα και ενοχλητικά λαϊκίζει δεν ενοχλεί;
Το προϊόν, λοιπόν, για να προσδιορίζεται ως επιτυχημένο πρέπει να πουλά. Με ποιους όρους, όμως, επιλέγεται ως κατάλληλο; Τι προσφέρει για να αφορά τον Έλληνα τηλεθεατή; Οι πιο πολλές εκπομπές, όχι τώρα με την κρίση ‒το κάναμε πιπίλα!‒ από χρόνια, πηγάζουν από ξενόφερτες ιδέες. Δηλαδή οι παραγωγοί έχουν εμπιστοσύνη στα νούμερα που κάνει μία άλλη κοινωνία, ξένη, με άλλες ανάγκες και δεν εμπιστεύονται τους ανθρώπους εδώ που μπορεί και να σφυγμομετρούν όχι τις διαθέσεις, αλλά τις ανάγκες του κόσμου, γιατί εδώ ζουν. Πρέπει να γίνουμε αναγκαστικά Αμερικάνοι, Τούρκοι, κάτι άλλο, πάντως. Το Έλληνες δεν αρκεί. Και μην παρεξηγηθώ, μου αρέσει και η μείξη των πολιτισμών και όλο αυτό το πάντρεμα και ανακάτεμα των λαών. Αλλά η ποικιλία και η συνάντηση δεν είναι ισοπέδωση. Δεν είναι ντε και καλά μονόχνοτη επιβεβλημένη και στεγνή μονομέρεια. Εδώ, σου εκσφενδονίζουν στο κεφάλι φιξαρισμένα τετράγωνα και όποιος γλίτωσε, γλίτωσε.
Γιατί να πρέπει κάτι να γίνεται αντιληπτό σε συγκεκριμένο αισθητικό ή και αντιαισθητικό ακόμα πλαίσιο; Πλαίσια, γραμμές, τετράγωνα, φουλ γεωμετρία για να θεωρείται κανείς σκεπτόμενος και ενταγμένος, διαφορετικά τον τρώει ο λύκος. Αυτά γενικά. Και η τηλεόραση, όμως, ως προϊόν της ίδιας κοινωνίας, προσδιορίζει στο δικό της πλαίσιο τα σύνορα του εμείς και εσείς σε κάθε σημειολογικό περιβάλλον. Έτσι, καταλήγει να διαμορφώνει αντιλήψεις και αισθητική τού πώς γίνεται, λέγεται κάτι κτλ. Συχνά οδηγείται στη γραφικότητα, και το χειρότερο είναι ότι όντως επηρεάζει τη ζωή των εμπλεκομένων και μη. Άκουσα πρόσφατα από γνωστό κανάλι το σπικαρισμένο τρέιλερ της ταινίας του Σαβ/κου. Έλεγε, λοιπόν, η ωραία φωνή-κράχτης: «Για να μάθετε να κοιτάτε και όχι να βλέπετε!». Απίθανο; Ενώ εννοούσε το αντίθετο. Μα κανείς δεν επιμελείται ό,τι βγαίνει εκεί έξω; Ή μήπως εννοούσε ακριβώς αυτό; Μας έριχνε στα μούτρα ένα ωραίο «Σας υπνωτίζουμε και δεν παίρνετε χαμπάρι»; Θα πει κανείς, και με το δίκιο του, άλλαξε κανάλι ή καλύτερα κλείσ’ τη! Είναι μία λύση. Αρκεί όμως; Ακόμα και να κρυφτείς θα σε βρει. Ως μία πραγματικότητα που προσπαθεί εκβιαστικά να γίνει δική σου. Μία φορά άκουσα τη φράση στην τηλεορασούλα του περιπτερά και κουδούνιζε στο κεφάλι μου όλη μέρα!
Μετά είναι και το ενημερωτικό κομμάτι, που, όταν δεν έχει θέματα, αρχίζει το ξέθαμα αρχαιοτήτων ή την τέλεια επινόηση νέων αλχημιστικών κραμάτων. Αυτό σε ένα άλλο επάγγελμα θα γινόταν αντιληπτό ως αφερεγγυότητα, μυθομανία, φαντασιοπληξία ή ψευδολογία και ο επαγγελματίας θα έχανε την αξιοπιστία του. Οι μόνοι συνεπείς είναι οι συγγραφείς. Φανταστική ιστορία, σου λέει. Δεν μπορείς να τους κατηγορήσεις ως ψεύτες. Αλλά υπάρχουν και τα «ευυπόληπτα» επαγγέλματα που επιβιώνουν, κατά κανόνα, με επιτήδεια ψέματα. Οπότε γιατί να διαφέρει η τηλεόραση, ο αντικατοπτρισμός της κοινωνίας σε μικρογραφία; Το τραγικό δεν είναι όταν το ψέμα είναι ψέμα και το ξέρεις, όπως όταν ο θεατής παρακολουθεί θέατρο ή κινηματογράφο, για παράδειγμα. Εκεί μόλις σκοτώνεται ο πρωταγωνιστής κανείς δεν πιστεύει ότι συνέβη πραγματικά. Υπάρχει μία σύμβαση μεταξύ ηθοποιών και κοινού. Ακόμα και τα παιδιά στα παραμύθια καλό τέλος περιμένουν, παρ’ όλες τις δοκιμασίες του ήρωα. Το παιχνίδι παίζεται όταν χάνεται ο μπούσουλας του τι είναι αλήθεια, τι είναι υπερβολή και τι τέλεια επινόηση!
Μπερδεύω την 4η εξουσία στο θέμα; Μα η τηλεόραση γίνεται το οργιώδες πεδίο δράσης της. Στην αρχαιότητα στο θέατρο ο θάνατος διαδραματιζόταν εκτός σκηνής. Πλέον στην τηλεόραση καταγράφονται και προβάλλονται οι εκτελέσεις σύγχρονων τυράννων κτλ. live. Χωρίς προσχήματα, χωρίς καμία ενόχληση της αισθητικής. Εκεί πόσοι γύρισαν κανάλι για να μη δουν; Έστω και από περιέργεια. Ή μήπως επικράτησε ό,τι ονομάζουν τα βιβλία και οι ψυχολόγοι, με άλλα λόγια, ασυνείδητη χαρά επιβεβαίωσης ότι δε βρισκόμαστε οι ίδιοι στη δεινή θέση; Άρα, πάλι το ένστικτο επικρατεί. Και πόσο αυτό έτσι βίαια και ωμά προβαλλόμενο ορίζει το σύγχρονο άνθρωπο ως πολιτισμένο;
Άλλες φορές, πάλι, λειτουργεί εκπαιδευτικά. Ιδίως όταν θέλει να περάσει μία ιδέα στο κοινό, όπως συμβαίνει με τις χολιγουντιανές ταινίες. Για την ανακύκλωση, π.χ., ή για την υπευθυνότητα των κηδεμόνων των σκυλιών να συλλέγουν τα κόπρανά τους κτλ. Σωστό! Επιτέλους αποδεικνύεται η χρησιμότητά της. Από την άλλη, δεν εντοπίζεται εκεί μία αντίθεση; Ωμή βία και «Καταλάβατε, παιδάκια;» συνυπάρχουν στο ίδιο σακί σαν κόκκοι άμμου σε μία απροσδιόριστη σωρεία αντιφάσεων. Aλλού μας αφήνει εκτεθειμένους και ως υπεύθυνοι άνθρωποι και πολίτες οφείλουμε να διαχειριστούμε τον εαυτό μας επιλέγοντας αν θα δούμε κάτι και παραμένοντας συγχρόνως ανεπηρέαστοι από τον καταιγισμό των εικόνων. Αλλού μας παίρνει από το χέρι και στράτα στρατούλα. Μάλιστα. Δηλαδή είμαστε αρκετά ενήλικες για τη βία, αλλά και πολύ παιδιά για να μας παραμυθιάζουν παρουσιάζοντας ως απόλυτη αλήθεια γκροτέσκες υπερβολές, αποσπασματικά στοιχεία και ξεφτισμένα νήματα ενδείξεων που γίνονται από τρίχα τριχιά. Ίσως έτσι να εξηγείται το γεγονός πως ό,τι καίει τη γούνα μας το μαθαίνουμε τελευταίοι, αλλά το λουζόμαστε κανονικά;
Στο μεταξύ απονευρωνόμαστε με την κυτταρίτιδα της τάδε διάσημης, τους μυς του δείνα ηθοποιού, γάμους, χωρισμούς και βαπτίσια. Και ποια η στοχοθέτηση στο κάτω κάτω; Από τη μία να φαντασιώνομαι τη μεγάλη ζωή που δεν μπορώ να κάνω και μετά να ευχαριστιέμαι όταν μία βαμπ τσαλακώνει το ίματζ της; Καροτάκια; Η τηλεόραση, δηλαδή, είναι επιχείρηση με είδη οπωρικών και εγώ το γαϊδούρι ή το ήσυχο κουνέλι που υφίσταται την αυστηρή διατροφή διαίτης. Θέλω να δω τι θα συμβεί αν γίνουμε όλοι λαγοί και νεκρώσουν οι οθόνες! Έτσι για πλάκα, να κάνουμε ένα πείραμα. Αν ο κόσμος συστηματικά κρατάει κάποιες ώρες κλειστές τις οθόνες, θα βγουν στην επιφάνεια τα πιο σοβαρά, αναγκαστικά, γιατί θα ψαλιδιστεί ο χρόνος και δε θα παραχωρείται γενναιόδωρα σε ανοησίες.
Στην τελική όλοι έχουμε ανάγκη από ψυχαγωγία, όχι να μας κοροϊδεύουν στα μούτρα μας και να υποτιμούν τη νοημοσύνη μας! Λίγος σεβασμός! Και για να μας σεβαστούν αυτοί, πρέπει πρώτα εμείς να σεβαστούμε τον εαυτό μας. Αυτό το κείμενο, άλλωστε, δε διεκδικεί τη διακήρυξη της απόλυτης αλήθειας. Εκφράζει μόνο ένα μέρος της. Υπήρξαν στο παρελθόν πολύ καλές δουλειές, υπάρχουν και άνθρωποι που κάνουν πολύ σοβαρά τη δουλειά τους, σε ενημέρωση ή ψυχαγωγία, και άλλοι που πρέπει να φωνάξουν πολύ δυνατά για να φτάσει σε εμάς η φωνή τους μέσα από το σωρό. Για να δοθεί, λοιπόν, σε όλους το περιθώριο να ακουστούν, την επόμενη φορά που θα θελήσετε να δείτε ανοησίες, «για να γελάσετε» και «για να ξεχαστείτε», ή όταν θα επιτρέψετε σε εικόνες που προσβάλλουν την αισθητική και τη νοημοσύνη σας να σας κατακλύσουν σκεφτείτε ότι υπάρχουν γιατί εσείς τους δίνετε το δικαίωμα και δεν τις βλέπετε απλώς γιατί υπάρχουν. Έτσι θα αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας και μόνο έτσι μπορεί να γίνει η τηλεόραση καλύτερη και εμείς πιο αποτελεσματικοί κριτές της. Ίσως τότε και η λέξη «χαζοκούτι» να έχανε τα σημεία αναφοράς της.
__________________________________
[1] Ο α.ν. 1775/1951, βλ. «Ιστορική Αναδρομή Ραδιοφώνου (τέλη 19ου αιώνα-1987)», συντάκτρια Βασιλάκη Ζαχαρούλα, σελ. 31.
http://www.iom.gr/inst/iom/gallery/ekdoseis/Istoriki%20anadromi.pdf.
[2] «Ιστορική Αναδρομή Ραδιοφώνου (τέλη 19ου αιώνα –1987)» ό.π., σελ. 33.
[3] «Ιστορική Αναδρομή Ραδιοφώνου (τέλη 19ου αιώνα –1987)» ό.π., σελ. 32.
[4] http://www.kindykids.gr/wp-content/uploads/2010/11/istoria-thleorashs.pdf.
[5] http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathfiles_100030_04/04/2006_149723.
Πιο συγκεκριμένα, το 1974 το ΕΙΡΤ μετονομάζεται σε ΕΡΤ (Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση), το 1982 η ΥΕΝΕΔ γίνεται ΕΤ2 και το 1997 ΝΕΤ.
[6] http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=132964.