«Το Μυστικό Σεντούκι»
Ο βασιλιάς, πάλι, σκεφτόταν τη βασίλισσά του. Τα παιχνίδια βασανίζονται με μεγαλύτερα άλυτα και σύγχυση για τη μετά θάνατον ζωή. Δεν ξέρουν καθόλου αν υπάρχει άλλος κόσμος φτιαγμένος για αυτά χωρίς αυτά, ώστε να απαλύνονται οι εν ζωή δυσκολίες και οι τεράστιες απορίες που γεννά η ύπαρξη στο φόβο της ενδεχόμενης ανυπαρξίας της. Οπότε εκείνος αγχώθηκε πολύ με την άγνοια του αν ένας ξεχωριστός θεός έφτιαξε κάποιον κόσμο, για να βρίσκονται ξανά τα παιχνίδια μεταξύ τους. Πώς θα έβλεπε τη βασίλισσά του, να της πει ότι την έψαχνε, ότι δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνη, να της πει ότι την αγαπούσε; Γιατί, θεωρώντας τη δεδομένη τόσα χρόνια, δεν της το είχε πει ποτέ. Ευχόταν, λοιπόν, με μυαλό πυρωμένο σε μία άγνωστη δύναμη να έχει δημιουργηθεί ένα χωριστό βασίλειο σε κάποια άλλη διάσταση, πραγματοποιώντας τις κρυφές επιθυμίες άλλων παιχνιδιών που θα είχαν βρεθεί στο ίδιο σημείο. Τέλος, σκέφτηκε ότι ήθελε να εξισορροπηθεί η κατάσταση με το μαύρο βασιλιά για όλους, ώστε να μην αποκεφαλιστεί η βασίλισσα ούτε κανένας άλλος, με έναν τρόπο ασύλληπτο στο νου του βέβαια, γιατί ήταν μοναδικό αρχέτυπο λευκού βασιλιά, κι ας ρίσκαρε να μην ξαναδεί τη βασίλισσά του. Όφειλε, όμως, να μεριμνεί για την τάξη των πραγμάτων και όχι για την αταξία τους, ικανοποιώντας ιδιοτελή συμφέροντα.
Ο Μουτζούρης, έχοντας γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα, δημιούργησε άθελά του μία πολύχρωμη φωσφορίζουσα λίμνη. Εκείνος σκεφτόταν ότι τη μοναδική φορά που τόλμησε να κάνει κάτι διαφορετικό στη ζωή του, πάνω σε μία κρίσιμη καμπή, εκεί που φαίνεται ο πραγματικός χαρακτήρας του καθενός, θα αφανιζόταν έτσι άδικα, θα γινόταν μία χρωματική μάζα πνιγμένος μες την ίδια του τη λίμνη. Ο Γκρινιάρης θα έκανε πάρτι διασκεδάζοντας με τα απομεινάρια του επαναλαμβάνοντας εκνευριστικά ότι ήξερε εκείνος όταν εξαρχής του έλεγε να ακολουθήσουν το μαύρο βασιλιά, γιατί είχε το δίκιο με το μέρος του. Αλλά δεν το έλεγε η καρδιά του. Αισθανόταν στο χρωματιστό του μεδούλι την αδικία και το ξεγέλασμα που τους σκάρωναν. Θα απογοήτευε, επιπλέον, και τους άλλους αντιρρησίες συνείδησης, προδίδοντας την εμπιστοσύνη τους, να συλληφθεί έτσι απρόσμενα από τις σκιώδεις δυνάμεις του μαύρου βασιλιά. Και πρόσεχε, που να μην πρόσεχε! Τι έφταιγε εκείνος για την υγρή του φύση; Δίκιο έχουν οι άνθρωποι που αγωνιούν να έχουν την τύχη με το μέρος τους. Μερικές φορές, όσο κι αν προσπαθείς, αν δε σε θέλει… Εκεί προβληματίστηκε για το τι θα μπορούσε να κάνει, για να δελεάσει τη θεά Tύχη να τους ανοίξει δρόμο, και στα γρήγορα σκαρφίστηκε μερικά στιχάκια σταυρώνοντας το δείχτη με τον μέσο και στα δυο του χέρια, κρυμμένα πισώπλατα.
«Τύχη ποθητή, Tύχη ακριβή,
τρεις ταξιδευτές εμείς ταπεινοί,
το κρίμα ν’ αντιστρέψουμε ικανοί,
κέντα ’σύ τη μικρή μας διαδρομή!»
Και τότε ο Θωμάς βρέθηκε ανυψωμένος στον αέρα, προκαλώντας ένα κύμα με την ξεσηκωμένη του φωνή, που ώθησε και τους άλλους να ανοίξουν τα μάτια τους. Η μπάλα του αναπήδησε, πέφτοντας στα χέρια του λευκού βασιλιά. Ο τελευταίος μέσα στην τρομάρα προσπαθούσε να την ισορροπήσει χωρίς, στην ουσία, να την αγγίζει, κάτι που όμως τον βοήθησε να πειθαρχήσει τη σκέψη του, διοχετεύοντας εκεί την έντονη ταραχή. Ενώ ο Μουτζούρης συνέχισε να στάζει από την ένταση της ευχής του φωσφορίζοντα χρώματα, με αυξημένη συχνότητα, γεγονός που κάποιος λιγότερο οξύνους μπορεί να παρερμήνευε σκεφτόμενος ότι «τα έκανε πάνω του». Στο μεταξύ, ένα χνουδωτό μουσούδι τριβόταν στην πλάτη του Θωμά με επιμονή.
«Τι είναι αυτό;» πισωπάτησε λαχταρισμένος ο Μουτζούρης.
«Βρε, καλώς τον!» έκανε ατάραχος, πλέον, ο βασιλιάς.
«Σταμάτα, με ντροπιάζεις!» είπε σοβαροφανώς ο Θωμάς, όταν επιτέλους κατάλαβε ποιος ήταν.
«Τον γνώρισες;» απευθύνθηκε εμβρόντητος στο μικρομέγαλο βασιλιά.
«Γιατί πρώτη φορά τον βλέπω;»
Στο μεταξύ ο Θωμάς ήταν ήδη γυρισμένος προς τη θερμή και μαλακή αγκαλιά του λούτρινου φίλου του έχοντας τυλίξει τα χέρια του σφιχτά γύρω από την τεράστια κοιλιά του μέχρι που του κόπηκε η ανάσα από το χνούδι.
«Γι’ αυτό δε σε βρήκα το βράδυ στο κρεβάτι; Και νόμιζα ότι κάπου σε είχε κρύψει ο παππούς!»
«Ο παππούς σου δε θα το έκανε αυτό. Αν δε με θέλεις πια, μόνος σου θα το αποφασίσεις» είπε ο τεράστιος, πια, αρκούδος με την ήρεμη μελωμένη φωνή του.
«Από πού έρχεσαι; Τι είναι αυτός ο τεράστιος μεταλλικός κρίκος στο πόδι σου;» έκανε ανήσυχος ο Θωμάς. «Πονάς; Το τρίχωμά σου είναι ξεφτισμένο και φαίνεται από μέσα το δέρμα» είπε εξετάζοντας το ταλαιπωρημένο μπροστινό πόδι του αρκούδου του.
«Με κρατούσαν δεμένο σε ένα στάβλο, μόνο μου, μακριά από όλους και από όλα. Ήταν φριχτά. Όταν γρύλιζα δυνατά, προσπαθώντας να ξεφύγω, έρχονταν κάποιοι μαυροντυμένοι με μεγάλα μούσκουλα και άγριο βλέμμα και με μαστίγωναν».
«Καημένε μου αρκούδε, τι πέρασες;» λυπήθηκε πολύ ο Θωμάς με τα παθήματα του φίλου του.
«Αναγνώρισες ποιοι ήταν;» ρώτησε σε πλήρη ετοιμότητα ο βασιλιάς.
«Μμ! Όχι, δεν ήταν δυνατό. Αυτοί ήταν όλοι ίδιοι. Σαν να είχαν βγει από ένα καλούπι».
«Και πώς έφυγες από εκεί;» συνέχισε ο λευκός μικρομέγαλος βασιλιάς, επιδιώκοντας να αποσπάσει όσο το δυνατόν πιο πολλές πληροφορίες.
«Όταν ήρθατε εσείς. Προσπάθησα πολύ να κόψω τη βαριά αλυσίδα χωρίς να βγάλω άχνα και με καταλάβουν. Έτσι γδάρθηκε το πόδι μου» διευκρίνισε και άρχισε θλιμμένος να το γλείφει.
«Πώς μας είδες από εκεί; Πρέπει να ήταν πολύ μακριά…»
Ο Θωμάς είχε αφεθεί ολοκληρωτικά στη βουτιά της χνουδωτής κοιλιάς.
«Μα δε σας είδα! Σας μύρισα!»
«Να και κάτι χρήσιμο!» ικανοποιήθηκε ο βασιλιάς. «Και τι άλλο μυρίζεις τριγύρω, να διαλυθεί μία υποψία που έχω…»
Ο αρκούδος άφησε κάτω το Θωμά απαλά, τεντώθηκε ψηλά και άρχισε συγκεντρωμένος να ρουφάει δυνατά τον αέρα.
«Μμμμ! Εκτός από εσάς, μυρίζω τη σκόνη, τα δέντρα, πολλά, αλλά κάπου κοντά πολλή λάσπη… Το στρώμα της είναι τόσο παχύ, που με εμποδίζει να πιάσω κάτι άλλο. Γρρρ! Νευριάζω όταν συμβαίνει αυτό» ολοκλήρωσε αποκαρδιωμένος, που δεν μπορούσε να δώσει πλήρη περιγραφή, και έψαξε την επιβεβαίωση στο βλέμμα του βασιλιά.
«Μας κάλυψες. Άρα δε σε ακολούθησε κανείς και ο κίνδυνος δεν είναι άμεσος» καθησυχάστηκε και τον χάιδεψε φιλικά στο τεράστιο πληγωμένο του πόδι.
«Δεν ήξερα ότι έχεις όσφρηση!»
«Και πολύ δυνατή μάλιστα! Εσένα σε μυρίσω όπου κι αν είσαι στο σπίτι. Ιδίως όταν μένεις άπλυτος…»
«Αρκούδε!» σάστισε ο Θωμάς και δεν ήξερε πού να κρυφτεί.
«Αυτή η τρομάρα πρέπει να γίνει σε όλους μας μάθημα, λοιπόν!» είπε ο βασιλιάς προφητικά, αλλάζοντας θέμα. «Γιατί, αν συμβεί κάτι πραγματικά απειλητικό άλλη φορά, δε θα πρέπει να παγώσουμε, αλλά να αντιδράσουμε».
Οι άλλοι κοιτάχτηκαν πολύ σοβαρά διερωτόμενοι τι ακόμα μπορεί να τους περίμενε.
«Σιγά την αποστείρωση στις πόλεις! Ολόκληρο αρκούδο έχεις που σε παίρνει στο κατόπι!» έκανε ο Μουτζούρης, σπάζοντας τη σιωπή, ενώ ήξερε, κλείνοντας το τρίτο του μάτι στην Tύχη, πως ο ίδιος μόνο παθητικός δεν είχε μείνει.
«Α, Μουτζούρη, δεν είναι το ίδιο και το ξέρεις! Ο αρκούδος μου πρώτη φορά παίρνει πρωτοβουλίες! Μακάρι να γινόταν πιο συχνά αυτό…»
«Ό,τι κι αν είναι, εγώ κοψοχολιάστηκα! Εσάς ήρεμους σας βλέπω».
«Τον ξέραμε, βοήθησε αυτό. Μήπως από το φίλο σου τον Γκρινιάρη τελικά πήρες κάτι περισσότερο από πίκρα;»
«“Δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι” λέει ο παππούς» συμπλήρωσε ο Θωμάς, που δεν έχανε ευκαιρία να τον μνημονεύσει.
«Ορίστε! Παίζετε με τον πόνο μου τώρα…»
«Μόνο σε πειράζουμε, Μουτζούρη, γιατί είσαι παραπονιάρης» τον καθησύχασε ο λευκός βασιλιάς.
«Και λέτε ότι εξαιτίας μου θα μας βρουν; Αυτόν τι θα τον κάνουμε τώρα; Μπορεί να μυρίζει τους πάντες από μακριά, αλλά φαίνεται από παντού! Όπου και να πάμε, θα τον βλέπουν!» αγρίεψε ο χειμαρρώδης Μουτζούρης, εκδηλώνοντας τις διαθέσεις του, και βρήκε ευκαιρία να διαμαρτυρηθεί, νιώθοντας αδικημένος με τις διαρκείς τους επιπλήξεις. Βημάτιζε, μάλιστα, στροφιδόν γύρω από τον άξονά του νευρικά, δημιουργώντας έναν πολύχρωμο φωτεινό κύκλο περιφερειακά της ήδη σχηματισμένης λίμνης.
«Το εκτόπισμά του θα παίξει το ρόλο του στις εντυπώσεις, κι ας έχει μελωμένη καρδιά» έκανε θυμοσοφικά ο μικρομέγαλος βασιλιάς.
«Σταμάτα να κινείσαι τόσο, γιατί στάζεις περισσότερο!» του επιβλήθηκε δυναμικά ο Θωμάς. «Μουτζούρη, το βρήκα! Θα σε μεταφέρει στις τσέπες της μπλε φόρμας του! Να που βρέθηκε η λύση και για σένα! Τι άλλο θες;» συνέχισε με τη φαεινή του ιδέα. «Βέβαια, αυτό μετά σημαίνει πλυντήριο για σένα» κοίταξε διστακτικά τον αρκούδο του.
«Δεν πειράζει, ένα παιχνίδι είναι και αυτό» απάντησε καλοκάγαθα εκείνος.
«Α, τι καλά! Μαλακά και ζεστά! Έχω καλύτερη οπτική από εδώ πάνω!»
Άρχισε αμέσως να εξοικειώνεται και να βολεύεται στην προεδρική του θέση μη χάνοντας χρόνο.
«Ήταν που δε θα σ’ άρεσε!» τον πείραξε ο βασιλιάς. «Και τώρα πού πάμε;»
«Συνεχίζουμε ευθεία όπως πάει ο δρόμος. Και σβήστε επιτέλους το φως! Πρέπει να περάσουμε απαρατήρητοι».
«Ναι, αλλά χωρίς την αόρατη φωτεινή μου μπάλα δε θα μας είχες βρει ποτέ!» τον πίκαρε ο Θωμάς.
«Και χωρίς εμένα θα χανόσασταν σε ένα αχανές σκοτάδι άπειρων μονοπατιών…»
«Σε αυτό σου δίνω δίκιο» αναγνώρισε ο βασιλιάς.
«Εντάξει, θα το χαμηλώσω, ίσα να βλέπουμε. Πώς θα προχωράμε; Μα πώς αντέχουν όσοι μένουν εδώ;»
«Εδώ, Θωμά, συνήθως στριμώχνονται πλάσματα φανταστικά, φόβοι, επιθυμίες απραγματοποίητες, άλυτα. Το θέμα είναι πώς αντέχετε εσείς να τα κουβαλάτε».
«Ανατρίχιασα! Και είναι εδώ; Μας βλέπουν τώρα;»
«Αυτά μπορεί. Οι άνθρωποι τα αισθάνονται μόνο, αν τα αισθάνονται».
«Και πώς φεύγουν;»
«Μόνο αν τα κοιτάξεις κατάματα φεύγουν. Τότε τρομάζουν εκείνα και διαλύονται μόνα τους».
«Εδώ είναι, στοπ! Στο εκατοστό τριακοστό έβδομο δέντρο αριστερά από την αρχή του τετραγώνου».
Διέκοψε τη συζήτηση σαν ορμητικό πεφταστέρι ο Μουτζούρης με κινήσεις τροχονόμου, υποδεικνύοντας με έντονες κινήσεις κάτι…
«Τι είναι; Τίποτα δε βλέπω!» απηύδησε ο Θωμάς.
Κοίταξαν γύρω, κανείς τους δεν έβλεπε. Όχι μόνο λόγω του σκοταδιού, αλλά γιατί τίποτα καινούριο δεν είχε ενσωματωθεί στο τοπίο.
«Να εκεί! Σηκώστε εκείνη τη μεγάλη χορταριασμένη πέτρα».
Πράγματι υπήρχε μία αρκετά μεγάλη πέτρα στην παρυφή του χωματόδρομου, ακριβώς δίπλα από τη ρίζα ενός δέντρου. Ο αρκούδος την παραμέρισε λίγο με το πόδι του και αμέσως φάνηκε από κάτω ένα πραγματικό σπιτάκι σε σχήμα μικρού σεντουκιού, σε ένα μικρό σκαμμένο λαγούμι. Είχε φωτισμένα παράθυρα ολόγυρα, μία πόρτα, καμινάδα, ενώ φαινόταν κατάμεστο και γεμάτο ζωή. Από μέσα ακουγόταν μουσική ανάκατη με γέλια και ομιλίες. Η τέλεια αντίθεση σε σχέση με το μαύρο μικρόκοσμο του τετραγώνου στο οποίο βολόδερναν τόσην ώρα.
Ο Θωμάς έσκυψε για να δει καλύτερα.
«Έχει και ξύλινη ταμπέλα! Είναι σαν σπιτάκι μοντελισμού με όλες του τις λεπτομέρειες!»
«Τι γράφει;» ρώτησε περίεργος ο βασιλιάς.
«Σεντούκι είμαι Μυστικό
για κάθε βλέμμα εχθρικό
και μια ανοιχτή αγκαλιά
για κάθε φιλική καρδιά.
Έχε καθαρό λογισμό
προτού κοπιάσεις κατά ’δώ,
γιατ’ η γλυκιά παρηγοριά
θα γίνει μια λαβωματιά.
Φέρε μαζί σου το κλειδί
και κάθε φόβος θα σκιαχτεί».
«Ενδιαφέρον!» μονολόγησε ο λευκός βασιλιάς.
«Ποιο κλειδί; Εμείς δεν έχουμε κανένα κλειδί!» παρατήρησε ο Θωμάς.
«Ορίστε οι άλλοι έφτασαν ήδη. Ήρθαμε τελευταίοι» αγχώθηκε ο Μουτζούρης δείχνοντας το «Μυστικό Σεντούκι». «Το κλειδί είναι ο κωδικός πρόσβασης, όπως θα λέγατε και εσείς για τα κομπιούτερ. Πολύ λίγοι τον ξέρουν αυτόν!» κοκορεύτηκε επιδειχτικά.
«Συγνώμη, πρέπει να μπούμε εκεί μέσα;» ρώτησε ανήσυχος ο αρκούδος.
«Ακριβώς!» απάντησε με στόμφο ο Μουτζούρης.
«Και εγώ πώς θα χωρέσω;» απόρησε εύλογα.
«Ενώ όλοι εμείς χωράμε άνετα!» ανταπάντησε ο Θωμάς, για να τον ηρεμήσει, παραξενεμένος και ο ίδιος από την εξέλιξη και απαιτώντας με το βλέμμα μία λογική εξήγηση από τον εμπνευστή της ιδέας.
«Μα πόσες φορές θα πούμε τα ίδια! Εδώ τα μεγέθη διαφέρουν. Και πώς κατεβήκατε από πάνω εδώ και πώς κάνατε ό,τι άλλο; Το ίδιο είναι. Βιώνετε το φαινόμενο της μπάμπουσκα! Μόνο που, αντί να βγαίνει ο ένας μέσα από τον άλλον, συρρικνώνεστε, μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά» ξεφύσηξε μπουχτισμένος.
«Χάθηκε ο κόσμος, δηλαδή, να είναι λίγο πιο μεγάλο; Πρέπει να χωθούμε κάτω από μια πέτρα σαν σκορπιοί;» συνέχισε το χαβά του ο αρκούδος.
«Λοιπόν! Τι πρέπει να γίνει τώρα;»
Πήρε τα ηνία της συζήτησης ο λευκός βασιλιάς.
«Θα γίνουμε καπνός! Πιαστείτε ο ένας απ’ τον άλλον. Με το ένα με το δύο με το τρία: Τσιριτρί τσιριτρό, δέξου μας, Σεντούκι Μυστικό!»
Και κρατημένοι όλοι μαζί άλλαξαν μορφή, έγιναν σαν αερικά, όπως ένα τζίνι όταν μπαινοβγαίνει στο λυχνάρι του, και στροβιλιζόμενοι στον αέρα μίκρυναν, μίκρυναν, μίκρυναν, για να τους ρουφήξει στο τέλος η καμινάδα του μικρού σεντουκιού, όσο η πέτρα μετακινούνταν αργά, εξαφανίζοντας την όποια ένδειξη της παρουσίας τους εκεί.
Πίνακες:
1) «A blue bear» by Dean Crouser, νερομπογιά.
2) Diane Whitehead.
3) Faith Harckham by «Grizzly Bear».
4) Wallpaper.
* Πριν ακόμα αρχίσει το βιβλίο είχα σκεφτεί παλιότερα να παραθέτω μαζί με τα διηγήματα το κομμάτι που ακούω όταν γράφω. Κάποιες φορές, όμως, μπορεί να ήταν το ίδιο ή πάνω από ένα, οπότε η ιδέα έμεινε εκεί. Πρόσφατα ένας φίλος μου μουσικός, ο Νώντας Βασιλείου, με το συγκρότημα Peacoak, μου πρότεινε να προσθέτω συνοδεία μουσικής στα κείμενά μου και αφορμή της παρότρυνσής του το σκέφτηκα ξανά. Γιατί όχι; συλλογίστηκα λοιπόν. Έτσι, ξεκινά το αναγνωστικό ‒ μουσικό ταξίδι με ένα κομμάτι που μου πρότεινε ο ίδιος.
«Gift of Dreams» του πιανίστα και συνθέτη Βασίλη Τσαμπρόπουλου.