Ο φόβος. Μια μικρή ιστορία
γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και έσφιξε την τσάντα πάνω της γερά. Έτσι θα τη φοράω για να μη μου την κλέψουν, καθησύχασε τον εαυτό της η Ευσταθία. Και καθώς βρισκόταν ακόμα στο μαγαζί, τώρα διαπίστωνε ότι τελικά εκείνο που την είχε περισσότερο τραβήξει δεν ήταν τόσο η ίδια η τσάντα όσο η φαρδιά της λωρίδα. Την καθιστούσε, βέβαια, ελαφρώς ιδιόρρυθμη και ακαλαίσθητη, αλλά έτσι θα μπορούσε να τη ζωστεί, για να μην της την πάρουν. Με το που την είδε στη βιτρίνα πριν κάποιες μέρες τής έγινε έμμονη ιδέα. Και μόλις την προηγουμένη αποφάσισε να μπει στο πολυκατάστημα να τη δοκιμάσει πάνω της, να αγγίξει το δέρμα, να το μυρίσει, να νιώσει αυτήν τη φαρδιά ζώνη πάνω της τυλιγμένη, για να αισθανθεί σιγουριά και ασφάλεια. Έτσι φανταζόταν την πρώτη τους γνωριμία! Από την αγωνία της όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Μέχρι που κατέφθασε μία ώρα πριν το άνοιγμα του μαγαζιού και βάλθηκε να κάνει κύκλους έως ότου ανεβάσουν τα ρολά. Θα περίμενε να περάσει και ένα μισάωρο από το άνοιγμα για να μπει. Έκανε δήθεν αδιάφορα βιτρινότσαρκα ξεκινώντας από μερικά μαγαζιά παραπάνω και μετά την άτυπη περιπέτεια βρέθηκε επιτέλους ζωσμένη στην πολυπόθητη τσάντα.
Ήταν τσάντα μούρλια με τέτοιο ζωνάρι πλατύ! Είχαν άλλωστε αυξηθεί τα κρούσματα τελευταία, άνοιγαν σπίτια, αμάξια, σκότωναν κόσμο, σωστή τρέλα επικρατούσε, έπρεπε να περιφρουρηθεί! Έριξε δυο επιφυλακτικές ματιές δεξιά και αριστερά, φοβούμενη ότι οι λογισμοί της έβγαιναν ίδιες προτάσεις με γράμματα από το κεφάλι της και οι άλλοι μπορούσαν να τους διαβάσουν. Έσιαξε λίγο τις γκριζαρισμένες τούφες, πιασμένες σε αυστηρό κότσο σφιχτό, και επί τη ευκαιρία παρατήρησε το υπόλοιπο κορμί της όπως ήταν και αυτό δεμένο σφιχτά σε ένα στενό κοντό τρεντς με την καφέ της φούστα λίγο πιο κάτω από το γόνατο και τα παπούτσια με το μικρό τακουνάκι Νο 4. Άτεκνη και με την περίοδο από χρόνια φευγάτη, είχε ακούσει όμως ότι έκανε καλό στη μήτρα και το τόνιζε με στόμφο στον εκάστοτε υπάλληλο: «Προτιμώ πάντα το τακούνι Νο 4, είμαστε γυναίκες εμείς, ξέρετε!». Σαν να έλεγε Chanel No 5, την έκανε να νιώθει αστέρα του κινηματογράφου ξορκίζοντας ό,τι δεν ήρθε ποτέ…
Υπήρχε ο Παύλος, βέβαια… Κάποτε, γιατί πλέον δεν υπήρχε πουθενά πια. Από μικροί γνωρίζονταν στη γειτονιά, ύστερα έφυγε μετανάστης. Ήθελε να την παντρευτεί, να την έπαιρνε μαζί του. Πού να έφευγε αυτή στα ξένα! Όχι ότι είχε κάποιον πραγματικό λόγο να μην πάει, αλλά τη φόβιζε το άγνωστο, η ξένη γλώσσα, οι προσαρμογές, οι αλλαγές. Ήθελε απλά πράγματα, αυτά που ήξερε: ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Τι κατάλαβε κι αυτός; Ούτε παντρεύτηκε ούτε τίποτα, της έστελνε και γράμματα με ένα γραφικό χαρακτήρα που τρόμαζε να τον βγάλει. Χρυσή την έκανε σ’ αυτά να πάει να τον βρει. Δεν πήγε, όμως. Φοβόταν. Σταδιακά αραίωσε να της στέλνει και στο τέλος σταμάτησε, την ξέχασε, είπε τότε αυτή. Αργότερα έμαθε ότι πέθανε. Μία ενόχληση αισθάνθηκε με τη σκέψη ακριβώς εκεί στη μήτρα και κατηύθυνε το χέρι της στο σημείο, σαν έγκυος που την προστατεύει από αυτοματισμό. Πώς είχε μεγαλώσει έτσι η κοιλιά της! Την έκανε να μοιάζει με ένα τεράστιο αυγό που κόντευε να σκάσει, απειλώντας να ξεχειλίσει όση συσσωρευμένη πίκρα είχε μετατραπεί σε λίπος. Σε καλό της πρωί πρωί! Απόδιωξε τη σκέψη και έπιασε το νήμα μιας άλλης, που παραδόξως έβρισκε πρόχειρη όποτε στεναχωριόταν ή αγχωνόταν για οτιδήποτε.
Σκεφτόταν, λοιπόν, ότι, παρότι τα απέφευγε, ήρθαν τα ξένα και τη βρήκαν. Γέμισε ο τόπος με δαύτους. Τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι πέντε χρόνια έρχονταν σε κύματα διάφοροι και για διάφορους λόγους, μήπως τα καταλάβαινε και καλά! Ήταν τόσα που τα ξεχνούσε κιόλας. Όλες οι φυλές είχαν προλάβει όμως να μαζευτούν είτε καταλάβαινε το γιατί είτε όχι. Θόρυβος στ’ αυτιά της οι ακαταλαβίστικες γλώσσες, και πώς μιλούσαν έτσι δυνατά οι πιο πολλοί, λες και τους ανήκε ο κόσμος! Από όποιο υπόγειο ή ισόγειο περνούσε, ύστερα, βρομούσε κι έζεχνε ο τόπος με τα μπαχαρικά που χρησιμοποιούσαν, εμετός της ερχόταν. «Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς οι δικοί μας τα κλείνουν, αυτοί τα ανοίγουν τα μαγαζιά! Τι είναι καλύτεροι;» επαναλάμβανε μέσα της νευρικά. «Έπειτα δημιουργούν προβλήματα στις πολυκατοικίες. Δεν πληρώνουν τα κοινόχρηστα και αναγκαζόμαστε οι υπόλοιποι να κρυώνουμε το χειμώνα!» Το συλλογισμό της διέκοψαν από πίσω της παρασιτικά βαρβαρικές ομιλίες. Το βλέμμα της καρφώθηκε διερευνητικά σε δύο κοντοπίθαρες γυναίκες με μάτια σχιστά που κάνοντας περίεργες κινήσεις προσπαθούσαν να καταλάβουν το χώρο της στον καθρέφτη! Αυτή δέσποζε ωραία και ψηλή στο κέντρο, ενώ εκείνες αδύνατες και κακομοιριασμένες εισέβαλαν ανάρμοστα στις άκρες του, προκειμένου να δοκιμάσουν καβουροπερπατώντας στις μύτες τα φορέματα.
«Συγνώμη, κυρία μου, χρειαζόμαστε το σκαλί!» της είπε λίγο ερεθισμένος ένας ψηλόλιγνος υπάλληλος δείχνοντας τα πόδια της. «Δε φτάνουμε στα τελευταία ράφια χωρίς αυτό και συνήθως δε χρησιμεύει στους πελάτες, για να δοκιμάζουν ρούχα και αξεσουάρ στον καθρέφτη».
Ναι, εντάξει, κατάλαβε, χρειάζονταν το σκαλί, όλες αυτές οι διευκρινίσεις δε χρειάζονταν, τινάχτηκε αιφνιδιασμένη! Και κρατώντας το χέρι του κατέβηκε με ένα μικρό πήδο, ενώ ένας άλλος το άρπαξε σχεδόν αμέσως και χάθηκε στην άλλη άκρη του μαγαζιού. Τώρα εκείνος, όμως, έδειχνε μπροστά της ακόμα πιο ψηλός, σχεδόν τρομακτικός, ενώ και οι κινέζες δίπλα σαν να της έριχναν πλέον λίγο μπόι στον ώμο. Απομακρύνθηκε γρήγορα παρέκει, ώστε να μη γίνεται τόσο αισθητό, όπως η ίδια πίστευε, αφήνοντάς τους με δυσαρέσκεια το περιθώριο να κοιταχτούν με την ησυχία τους στον καθρέφτη.
«Εντάξει με την τσάντα;» συνέχισε ακάθεκτος ο ενοχλητικός υπάλληλος, που αποκάλυπτε μία μία όλες τις αδυναμίες της. Σφιγμένα ένευσε θετικά και του έδωσε να καταλάβει ότι ψάχνει το ταμείο. Της έδειξε πολύ πρόθυμα, του ανταπέδωσε ένα μισοφέγγαρο ανασηκωμένο χαμόγελο τσαλακωμένου μορφασμού και κατευθύνθηκε σχεδόν μονοκόμματη προς το σημείο υπόδειξής του. Με την άκρη του ματιού της τον παρακολουθούσε στενά πότε θα εξαφανιζόταν από το πεδίο ορατότητάς της στο μεγάλο πολυκατάστημα και, όταν πια το έκανε, έβγαλε με συνοπτικές διαδικασίες την τσάντα από τον ώμο, την άφησε σε ένα σωρό ρούχων με τα «τελευταία μοναδικά κομμάτια» και εξαφανίστηκε από την πίσω πόρτα σφίγγοντας τα χρήματα για το ψωμί στην ιδρωμένη της παλάμη.
Παραλίγο να ξεγελαστώ και να την πάρω, τρόμαξε με την ίδια της τη σκέψη! Και όσο απομακρυνόταν νιώθοντας λίγο σαν κλέφτης λανθασμένων εντυπώσεων χαλάρωνε το βηματισμό της και όλο το άγχος της μετατρεπόταν σε οργή. Εκείνες οι ξένες έφταιγαν, αν δεν είχαν εμφανιστεί, εγώ ακόμα εκεί θα καθόμουν, λιβάνιζε το ανολοκλήρωτο παρ’ ολίγον στο μυαλό της. Αλλά, βέβαια, έτσι έχουν μάθει οι δικοί μας, τις καλοπιάνουν και έτσι θα κάνουμε προκοπή, νομίζουν. Κούνια που τους κούναγε!
Στο μεταξύ έφτασε στο φούρνο, πήρε ψωμί, το πιο μικρό καρβελάκι που βρήκε, και έφυγε. Κλέφτες είναι και αυτοί. Ψεύτικα υλικά βάζουν μέσα. Πάει το ωραίο αλλοτινό ψωμί, που μοσχομύριζε η γειτονιά όταν φουρνιζόταν και έμενε μέρες ζωντανό και φρέσκο, τώρα την άλλη μέρα είναι να το πετάς στον τοίχο. Κανονικά θα έπρεπε να μας πληρώνουν για να το τρώμε, όχι να τους πληρώνουμε εμείς. Αχαΐρευτοι και κλέφτες όλοι τους! Επιστρέφοντας σπίτι της είδε από μακριά τη διαχειρίστρια να βγαίνει και δεν προχώρησε ευθεία, αλλά πρόλαβε να στρίψει δεξιά, για να κάνει το γύρο του τετραγώνου πριν τη δει εκείνη.
Την όρεξή της είχε! Θα άρχιζε να γκρινιάζει για τα κοινόχρηστα πάλι. Δυο μήνες δεν της είχε δώσει. Ας έδιναν πρώτα οι ξένοι του ισογείου. Τι ήταν, δηλαδή, αυτή; Το κορόιδο; Εκείνοι τους χρωστούσαν, που τους άφηναν να μένουν μεταξύ τους κιόλας, όχι να μη δίνουν τα οφειλόμενα! Μετά όλο παραπονιόταν η διαχειρίστρια ότι ο άντρας της ήταν στο ταμείο ανεργίας, γιατί είχε χάσει τη δουλειά του, και περνούσαν με ένα δικό της μισθό και το παιδί στο λύκειο ακόμα, φροντιστήρια κτλ. Τα ήξερε αυτά, τα έβλεπε όλη μέρα στην τηλεόραση, δεν ήταν ανάγκη να τα ακούει ξανά. Κάτι πιο ευχάριστο δεν υπήρχε; Και αυτή μόνο τη σύνταξη του αξιωματικού πατέρα της είχε. Μία συνταξιούχος ήταν. Με τις μειώσεις και την ακρίβεια πού να τα έβρισκε; Μια γυναίκα μόνη, ποιος θα την κοιτούσε άμα πάθαινε κάτι; Και στην τράπεζα που τα είχε φοβόταν τώρα. Με όσα ακούγονταν ήθελε να τα πάρει από εκεί! Κλέφτες ήταν και αυτοί στο κάτω κάτω, τα συμφέροντά τους κοιτούσαν, όχι τον κόσμο που πεινούσε. Και πού να τα έκρυβε; Στο στρώμα; Κι αν το καταλάβαινε κανείς και τη σκότωναν στον ύπνο της; Ανατρίχιασε στη σκέψη και φτύστηκε στον κόρφο.
Ανατρίχιασε ακόμα πιο πολύ, όμως, όταν πήγε να βάλει το κλειδί στην πόρτα της εισόδου και πρόλαβαν να την ανοίξουν οι Φιλιππινέζοι του ισογείου καθώς έβγαιναν. Όλο χαμόγελα και ευγένειες ήταν τα φίδια, τα κοινόχρηστα δεν τα πλήρωναν όμως! Τους έριξε ένα βλέμμα δολοφονικό με σηκωμένο φρύδι, νιώθοντας κυρία, που της άνοιξαν την πόρτα, και εκείνη προχώρησε επιβλητικά, σαν να επέβαλλε την επικυριαρχία της με κάθε εκατοστό της στο χώρο. Θα ήθελε να στρίψει απότομα να τους πει δυο κουβέντες να τους δείξει αυτή, αλλά άκουσε την πόρτα πίσω της να κλείνει άμεσα και μετά εκείνους να απομακρύνονται ανάλαφρα με χαρούμενες ομιλίες και γέλια. «Με κοροϊδεύουν κι από πάνω τα κτήνη! Μια εκκαθάριση τους πρέπει, αυτό τους χρειάζεται. Καλά τους κάνουν που τους κυνηγούν και σπάνε τα μαγαζιά τους, κάτι ξέρουν. Φοβέρα χρειάζεται σε όλους, αλλιώς πώς θα διορθωθεί κάτι σ’ αυτό τον τόπο; Ήξερε ο πατέρας μου τι έλεγε όταν επαναλάμβανε ξανά και ξανά ότι μια Χούντα θα έφερνε τη λύση! Αλλά καταλάβαινα εγώ τότε; Τέτοιος στούρνος ήμουν!»
Μπήκε αλαφιασμένη στο διαμέρισμά της νιώθοντας ότι έχει όλα τα δίκια με το μέρος της, έβγαλε το τρεντς και άφησε το ψωμί στο τραπέζι της κουζίνας. Αρχόντισσα στο μικρό της βασίλειο και εδώ δεν την κυνηγούσε κανείς! Παρ’ όλο το φούσκωμα της υπερηφάνειας ότι βρίσκεται στη σωστή πλευρά και την πνίγει τ’ άδικο, ένιωσε το στομάχι να τη σκίζει και κατευθύνθηκε στο ψυγείο. Το βλέμμα της έκανε γκελ σαν μπαλάκι από τις δύο ντομάτες στο τελευταίο κομματάκι φέτας, στα δυο αβγά και στο μπρόκολο, που έπρεπε να βράσει για να μη χαλάσει. Μπρόκολο με φέτα και ψωμί θα έτρωγε. Όχι που θα ’παιρνε και την τσάντα! σκεφτόταν όσο έπλενε και ετοίμαζε μέχρι να βάλει τη χύτρα στο μάτι. Εξάλλου μόνο με τα κλειδιά και με όσα λεφτά ακριβώς της χρειάζονταν κυκλοφορούσε πάντα στην τσέπη. Τι να την έκανε την τσάντα; Έτσι θα γινόταν και πιο εύκολα θύμα των επίδοξων θυτών. «Καλά είμαι τώρα, περνώ απαρατήρητη. Και χωρίς να ενοχλώ κανέναν. Όχι σαν τους κάτω που πατικώνονται στο διαμέρισμα εκατό νομάτοι και μέρα νύχτα μπες βγες δε βρίσκουμε ησυχία».
Άρχισε να σφυρίζει η χύτρα, μείωσε την ένταση της φωτιάς. Ένιωθε το κορμί της βαρίδι, τα μάτια της θόλωναν από την κούραση. Ούτε για σοκολατάκια είχε όρεξη, που άλλοτε τα καταβρόχθιζε σε φρενήρεις ρυθμούς περιμένοντας το φαγητό να γίνει. Στο φαγητό πρόσεχε, στη σοκολάτα ποτέ! Πικρή, κατά προτίμηση, αυτή της άρεσε. Υγείας, έλεγε και ξανάλεγε, διαλύοντας κάθε κρόσσι αμφιβολίας στον ποδόγυρο της ανασφάλειας ότι θα μπορούσε να τη βλάψει η τόση άμετρη Υγείας! Στην ουσία, συνόδευε ως απαράβατη συνήθεια τη διαδικασία παράλυσης της σκέψης της τις ατέλειωτες ώρες της μυσταγωγικής αφοσίωσης στα μελό αμαξόστοιχα σίριαλ και τις καθημερινές εκπομπές. Αυτές ήταν οι στιγμές απόλαυσης, γιατί τα Σαββατοκύριακα της προκαλούσαν άγχος. Περνούσε ένα δράμα, εξορισμένη από την ασφάλεια της προβλεπόμενης ρουτίνας.
Προχωρημένο μεσημέρι Σαββάτου, λοιπόν, μην έχοντας κάτι άλλο να την ξυπνήσει, άνοιξε μηχανικά την τηλεόραση. Έτσι κι αλλιώς θα αργούσε το μπρόκολο. Τα φοβόταν τα λαχανικά, αν δε μαύριζαν δεν τα έτρωγε, μόνο ανούσια και αποστειρωμένα τα εμπιστευόταν, όταν σκοτώνονταν τα φανταστικά μικρόβια και μαζί με αυτά τα θρεπτικά συστατικά! Λίγο πολύ όλα έτσι τα έτρωγε, πεθαμένα ή τουλάχιστον μισοπεθαμένα. Φοβόταν μην ξεμύτιζε κάποιος σκεπτόμενος ζωντανός οργανισμός και την έπαιρνε ανεξέλεγκτα στο κατόπι. Έτσι έκανε και η μητέρα της, από εκείνη έμαθε ό,τι ήξερε. Σπουδαία μαγείρισσα. Πέντε πράγματα που ήξερε τα έφτιαχνε τα ίδια και τα ίδια τέλεια, πάντα με έμφαση στην ασφάλεια. Εννοείται ότι υπήρχαν απαγορευμένες τροφές, όπως τα μανιτάρια, για παράδειγμα, κι ας ήταν καλλιεργημένα, μπορεί να πάθαινες δηλητηρίαση και πού να έτρεχες μετά! Όπως εννοείται ότι και οι ανανεωτικοί πειραματισμοί ήταν έξω από τη λογική της, κάτι που άρεσε πολύ στην Ευσταθία, η οποία ακολουθούσε το παράδειγμά της πιστά και απαρέγκλιτα. Την έκανε να νιώθει σίγουρη!
Καθώς αναπολούσε το παρελθόν χαζεύοντας αφηρημένα τηλεόραση, συνέβη κάτι πολύ περίεργο. Βρέθηκε, επιτέλους αμέριμνη για μια φορά, σε έναν τεράστιο δρόμο, με την πόλη γύρω άδεια και με κόσμο πολύ συγκεντρωμένο στο βάθος, δεν ξεχώριζε όμως ποιοι και τι ήταν! Ξαφνικά πίσω της άκουσε έναν βόμβο σαν από κατσαρόλα, έναν υπόκωφο ήχο κοχλάζοντος νερού, στράφηκε από περιέργεια και μόνο, πρώτη φορά που δεν ένιωθε φόβο, και τι να δει! Όλα τα μπρόκολα, τα φασολάκια, τα χόρτα, οι μελιτζάνες, τα κολοκυθάκια, ό,τι λαχανικό εν πάση περιπτώσει είχε κατά καιρούς καταδικάσει σε θάνατο στη χύτρα ή στο τηγάνι της, κατευθύνονταν με ταχύτητα κατά πάνω της. Την κυνηγούσαν! Ο φόβος έγινε τρόμος, ακόμα πιο ορμητικά μπήχτηκε μέσα της σαν συμπυκνωμένη μπουνιά συναισθημάτων στο στομάχι, δίνοντας στα πόδια της φωτιά.
Όσο έτρεχε, όμως, κοιτώντας πίσω να ελέγξει αν κατάφερνε να κρατήσει ασφαλή απόσταση από τα τρελαμένα λαχανικά, άρχισε να διαπιστώνει ότι η μάζα των ανθρώπων προς την οποία μονοδρομικά και πυρετωδώς πλησίαζε αποτελούνταν από διάφορους ξένους, μαύρους, κίτρινους, κόκκινους, πράσινους, μπλε, όλα τα χρώματα έβρισκες εκεί! Εφιάλτης ζωντανός! Κοίταξε τον εαυτό της και αποσβολώθηκε, ήταν διαφανής σαν ζελατίνη! Δε φαινόταν καν, δεν υπήρχε! Και, ενώ στην αρχή τής είχαν στραμμένα τα νώτα τους, με το ποδοβολητό των λαχανικών γύρισαν και όχι μόνο την κοιτούσαν αλλά την περίμεναν και με τα χέρια ανοιχτά. Σταμάτησε απότομα και παραλίγο να σωριαστεί με τα μούτρα μπροστά λόγω της φόρας που είχε πάρει. Παρέμεινε στήλη άλατος για μερικά βασανιστικά δευτερόλεπτα στο μεταίχμιο της ανυπαρξίας της, μιαν ανάσα απόσταση από τους πολύχρωμους ανθρώπους και λίγα βήματα από τα δολοφονημένα λαχανικά, τους διώκτες της!
Πριν προφτάσει, ωστόσο, να αποφασίσει, η πραγματικότητα την ξύπνησε βίαια. Άρχισε να βήχει από όσους ατμούς είχαν γεμίσει το δωμάτιο, καθώς η ασφάλεια εκτινάχτηκε με δύναμη μακριά για να αποσυμπιεστεί η χύτρα. Ευτυχώς που συνήλθε έστω και τότε, γιατί ποιος ξέρει τι θα γινόταν περαιτέρω. Τρομοκρατημένη την κατέβασε απ’ το μάτι, το έσβησε, άνοιξε το παράθυρο και βγήκε στο μπαλκονάκι του φωταγωγού να ρουφήξει μερικές δυνατές τζούρες αέρα με τρεμάμενα πόδια και ανάσα βαριά. Της ερχόταν να βάλει τα κλάματα από την τρομάρα που πήρε, μια φορά κατάφερε, έστω στον ύπνο της, να αποβάλει το φόβο και αποδείχτηκε πολύ χειρότερο τελικά, έως και επικίνδυνο! Την πρόλαβε, όμως, μία ανήσυχη γυναικεία φωνή σε σπαστά ελληνικά από το κάτω μπαλκόνι:
«Κυρία Ευστατία, τι κάνει; Είναι καλά; Άκουσα τόρυβο ουουου!».
Σαν βάλσαμο ακούστηκε εκείνη την ώρα η ανθρώπινη φωνή. Θα ήθελε να μπορούσε να τολμήσει να αυτοπροσκληθεί στο σπίτι της για καφέ ή τσάι ή ό,τι πίνουν αυτοί τέλος πάντων, δεν ήθελε να μείνει εκεί μέσα μόνη, φοβόταν κιόλας να ξαναμπεί στην κουζίνα. Φοβόταν και τη χύτρα και τους ατμούς που της είχαν κόψει την ανάσα και τα πεθαμένα λαχανικά που την πήραν στο κυνήγι και τον ύπνο και τα όνειρά της, όλα τα φοβόταν. Θα ήθελε να υπάρχει μία εξωτερική σκάλα να μπορούσε να κατέβει στο κάτω διαμέρισμα και μετά δεν ήξερε τι, αλλά να μη χρειαζόταν να μπει ξανά σε αυτήν τη μαύρη τρύπα του παραθύρου της κουζίνας, που έχασκε πίσω της με την τηλεόραση στο βάθος να φλυαρεί ακαταλαβίστικα και ζαλιστικά. Πιο κατανοητή ήταν αυτή η φωνή από κάτω της, η αίσθηση, το άκουσμα, η χροιά της, παρά τα ελληνικά που έβγαιναν από το χαζοκούτι. Άρχισε να νιώθει ξένη. Ξένη στο ίδιο της το σπίτι, στα ρούχα, στο κορμί της, που την ξερνούσαν τώρα σαν αχώνευτη τροφή. Έτσι όπως ξεπετάγονταν και οι λογισμοί της, αχώνευτοι, και της ανακάτωναν το στομάχι. Δεν άντεχε άλλο τη σκέψη της. Κόντευε να τρελαθεί!
«Κυρία Ευστατία, ακούει;»
Αυτή η φράση σε σπαστά ελληνικά ήταν ό,τι χρειαζόταν για να συνέλθει. Το πρότερο βάλσαμο έγινε μεμιάς δηλητήριο πικρό, το μόνο που στάθηκε ικανό να την ξυπνήσει! Ό,τι λίγο έλειψε να ξεχάσει το κρατούσε πάλι γερά σαν απόλυτη, αναμφισβήτητη αλήθεια. Τρομαγμένο κοτοπουλάκι που αναζητάει την ασφάλεια της μάνας του εξοπλίστηκε με την πανοπλία του φόβου, που εγκυμονεί τις χίμαιρες. Η μόνη σωτηρία της στο χαμό μια ψευδαίσθηση, πανίσχυρη όμως, ικανή να γονατίσει, ίδιο υπνωτικό, κάθε απόπειρα παραδοχής. Γράπωσε γερά τα κάγκελα του μικρού μπαλκονιού για να συγκρατήσει ένα λυγμό, μία παρ’ ολίγον κραυγή, στράφηκε πίσω, έσφιξε γροθιές, δόντια, στομάχι και χωρίς απόκριση καμιά χάθηκε στη μαυρίλα, χτυπώντας επιδειχτικά πίσω της τη μπαλκονόπορτα.
Ι.Λ.