Και πριν αρχίσει το πραγματικό του ταξίδι… Ντριν!!! Χτυπάει το ξυπνητήρι: 6:45 π.μ. Προσοχή! Κλαρίνο στη θέση σου, στραβάδι! Πάντα λίγο πριν, ποτέ δεν προλαβαίνει ν’ αγγίξει την άκρη του ορίζοντα. Πάντα στο ίδιο σημείο λιώνει το όνειρο με τα χρώματά του να στάζουν σαν μέλι από μουσκεμένο πίνακα στο πάτωμα. Όποια σκέψη και συναίσθημα είχε μετουσιωθεί σε μορφή χύνεται τώρα άμορφη και θλιβερή στο γκρι δάπεδο. Αφομοιώνεται γρήγορα και ενοχικά σαν απαγορευμένη ουσία, γιατί εδώ δεν υπάρχουν χρώματα. Μόνο στο όνειρο λειτουργεί και ανοίγει όλη την παλέτα της η ίριδα μπροστά του, όμοια με φτερά παγονιού και πεταλούδας, αλλά όλα τελειώνουν πριν καλά καλά ανοίξει τα φτερά του πετώντας.
Ξυπνάει ίδιο τούβλο κάθε μέρα στο κρεβάτι του. Άλλη μία μέρα αρχίζει, κοιτάζει το ξυπνητήρι δίπλα του, το ζηλεύει για τη συνέπειά του. Του συμβαίνει χωρίς την πίκρα της συνείδησης. Έτσι γεννήθηκε αυτό, χωρίς επιλογές. Μπορεί και να ’ναι χαρούμενο μες στην άγνοιά του. Ξύπνα, σήκω, πώς το λένε, μη σπαταλάς το λίγο σου σε άσκοπες σκέψεις. Δίνει μια και σηκώνεται ο μισός. Στηρίζει τους αγκώνες του αυτοστιγμεί στα λυγισμένα γόνατα αναπαύοντας το κεφάλι στην κόγχη της μίας ανοιχτής παλάμης αναδιπλωμένης πάνω στην άλλη. Γιατί πάλι τόσα όνειρα, αναρωτιέται. Καλύτερα να μην τα βλέπω αφού είναι να τελειώνουν. Τι βάσανο! Κρυφοκοιτάζει από τα μισόκλειστα βλέφαρα τις γρίλιες, μόλις που φεγγίζει στο μόνιμα εγκατεστημένο χειμώνα. Αλλά πρέπει να σηκωθεί, να προλάβει…
Πίνει καφέ παρατηρώντας το ρολόι απέναντί του, εκεί στην ίδια κάμαρα όπου διαφυλάττει όλο το μικρόκοσμό του ακούγονται μόνο το τικ τακ και η ανάσα του. Το ρολόι ηλεκτρονικό είναι, αλλά του έχει βάλει μία ρύθμιση να ακούγεται σαν από άλλη εποχή. Η ανάσα του, όμως, ευτυχώς κανονική είναι ακόμα, αυτός δε συμβιβάζεται, δε θα γίνει ποτέ ηλεκτρονικός άνθρωπος για να μη νιώθει. Θα τα νιώθει όλα κανονικά, κι ας είν’ και πόνος. Κάπου κάπου ακούγεται και το ρούφηγμα του καφέ καθώς σουφρώνει τα χείλη του σφιχτά και απολαμβάνει το αρωματικό ζεστό ελιξίριο του πρωινού ξυπνήματος. Το δυναμώνει επίτηδες να κάνει αντίλαλο στους άδειους τοίχους, αυτόν τον ακούει σίγουρα στ’ αλήθεια, όχι σαν τον άλλον του ονείρου. Έχει την ψευδαίσθηση έτσι ότι δεν είναι μόνος.
Κοιτάζει την τελευταία γουλιά, φλερτάρει μαζί της ηδονικά, καθώς ξέρει ότι η ηρεμία βρίσκεται ήδη στο κατώφλι της φυγής. Το τέταρτό του μεσουρανεί στο μισό της διάρκειάς του… Και ποτέ δεν προλαβαίνει… Καλύπτει το γλυκόπικρο χαμόγελο που μόνο εκείνος γνωρίζει ότι υπάρχει με το εκστατικό της στημένης μάσκας, που λίγο να το τεντώσει θα μοιάζει με κραυγή, αλλά χάρις σε αυτήν κανείς δεν υποψιάζεται πως μέσα του κομμάτι κομμάτι καταρρέει σε ανήλιαγο κενό…
Στριμώχνεται χωρίς σκέψεις μόνο με βιάση στην εργασιακή του φορεσιά, σιδερωμένη κι έτοιμη απ’ το βράδυ, παίρνει τα απαραίτητα εργαλεία, τους χρήσιμους καλύτερούς του φίλους, κινητό, κλειδιά, pc, όλο το απαραίτητο ψιλολόι και βέβαια το τσιπάκι αναγνώρισης… Εκείνος δε δέχτηκε να του το εμφυτεύσουν και αναγκάζεται να το κουβαλάει. Αν το ξεχάσει θα μείνει απ’ έξω. Όχι σκέψεις… Μπαμ!
Η πόρτα ήταν ο πρώτος από μία σειρά ήχων που κάθε μέρα ακολουθεί το διάβα του. Δεν παίρνει αυτοκίνητο να πάει στη δουλειά, γιατί δεν έχει, χρησιμοποιεί τα πόδια του, κι ας είναι επώδυνη η περιπέτεια της κίνησης. Ρουφά ευχαρίστως το καυσαέριο, γιατί είναι η μόνη ευκαιρία να κινηθεί, περνώντας μία ολόκληρη μέρα καρφωμένος μπροστά από μία οθόνη υπολογιστή και πάνω σε μία καρέκλα. Η ζωή έχει περιοριστεί και αδυνατεί να δραστηριοποιήσει διαφορετικά τη λιμνασμένη αδρεναλίνη του, παρά μόνο περπατώντας στο δρόμο… Γίνεται μάχη όμως κάθε μέρα εκεί… ένας σιωπηλός πόλεμος για ασφάλειες, bonus, έξτρα τσιπάκια… Αν τα έλεγε στον παππού του αυτά, δε θα πίστευε ποτέ ότι μέσα σε τόσο λίγα χρόνια κατάφεραν οι άνθρωποι να φτάσουν σε ένα τόσο απόλυτο επίπεδο αποτελεσματικής αλληλοεξόντωσης.
Είναι το εικονικό του παιχνίδι και το ζει μέρα τη μέρα στην ίδια του την «πραγματικότητα»… Δεν παραπονιέται, αφού αυτό έχει, αυτό του δίνεται κι εκείνος το αρπάζει ελλείψει επιλογών. Όλα γκρι γύρω του και με ήχους ηλεκτρικούς, αργούς, γρήγορους, δυνατούς, κάποιοι του τρυπούν τα αυτιά με βρισιές ‒ πού γλυκόλογα πια!, τα λεξικά αυτά κάηκαν και κανείς δεν τα θυμάται, κάτι μασημένα λόγια κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα κάτι νύχτες με αν-άδειες Αργίες, νύχτες σκοτεινές, για ιστορίες ερωτικές σαν αστικοί μύθοι, που γι’ αυτό ακούγονται σαν μισο-βρισιές έτσι κακοποιημένες…
Μπαμ!
«Να τος! Τι “διασκέδαση”! Αρχίσαμε… Έφυγε ο πρώτος πεζός για σήμερα, σε λίγο θα πλακώσουν τα κανάλια» σκέφτεται.
Απομακρύνεται γρήγορα. Η μάχη αυτοκινήτων και πεζών είναι ανελέητη. Οι οδηγοί παίρνουν δικαιωματικά όλα τα εργασιακά bonus όσων φευγάτων εξορίζουν στο επέκεινα, ενώ ρευστοποιούν τα τσιπάκια αγοράζοντας μετοχές της Ασφαλιστικής Θανάτου, τις οποίες πουλούν ξανά σε εποχές μειωμένης θυματο-παραγωγής όταν οι τιμές τους ανεβαίνουν στα ύψη. Οτιδήποτε άλλο το κληρονομούν επίσης οι θύτες αφού οι άνθρωποι δε ζευγαρώνουν πια. Οι νέες γενιές είναι υβριδικοί μισο-άνθρωποι του σωλήνα, βγαλμένοι από μονάδες εργαστηριακές με πλαστικές μήτρες και ολίγη απομίμηση ανθρώπινου DNA. Οι αμετανόητα «φυσικοί» εξορίστηκαν σε διαπλανητικό ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Έμειναν αυτοί εκεί, οι ηλεκτρονικοί, και κάποιοι μόνοι και παρείσακτοι σαν αυτόν που δεν τους θέλει κανείς, γιατί δεν ανήκουν πουθενά, κι όσο μπορούν κρύβονται… Βέβαια, για να χτυπήσεις πεζό υπάρχουν κανόνες, εφόσον οι στημένες κάμερες καραδοκούν παντού. Οφείλουν να ακολουθούν κανόνες που αυξάνουν το συντελεστή του κέρδους. Υπάρχει ακόμα η δυνατότητα ένας πεζός να τρικλοποδίσει έναν άλλον και να μοιραστεί το κέρδος με τον οδηγό. Ή μία απόπειρα να ακυρωθεί ως προσπάθεια αν κριθεί απροκάλυπτα χυδαία η επίθεση. Τηρούνται τα προσχήματα τυπολατρικά για τις εντυπώσεις. Γι’ αυτό γίνεται αγώνας ταχύτητας όποτε κάποιος τολμάει να περάσει με μπλε νέον το φανάρι! Είναι κάτι σαν loophole[2] στον άγραφο νόμο του παραλογισμού. Αν τη γλιτώσει, επωφελείται ο ίδιος. Έτσι πάει. Αυτός δε σκότωσε ποτέ κανέναν, γι’ αυτό δεν έχει πάρει ακόμα αυτοκίνητο και μένει σε μία στενή γκρι κάμαρα. Δεν το λέει η καρδιά του! Έχει ρισκάρει, όμως, τη ζωή του για λίγα βρομοτάλαρα, για μία μικρή άδεια το χρόνο… λίγες ώρες, πολλά τέταρτα μαζεμένα, που δεν ξέρει πώς να τα αξιοποιήσει. Όλο το περίσσευμα της ζωής του μετριέται σε αυτά τα τέταρτα και τελικά οι διάσπαρτοι συλλογισμοί που διασώζονται τον κάνουν να αισθάνεται ακόμα χειρότερα από πριν.
Την τελευταία φορά δεν τα εξαργύρωσε σε άδεια. Έκανε για πρώτη φορά στη ζωή του μία μικρή αποταμίευση. Θα αγοράσει έναν πίνακα, να τον κρεμάσει στον τοίχο. Είναι ακριβοί οι πίνακες. Όλα τα χρώματα απαγορεύονται, επειδή, για την ακρίβεια, αποσυντονίζουν τις αισθήσεις. Εκείνος θέλει να ξυπνάει το πρωί και τα χρώματα να μην εξαφανίζονται, θέλει να βρει έναν τρόπο να τα αναπαράγει, να τα διαιωνίζει, να τα παγώσει εν ανάγκη για να συνεχίσει να τα βλέπει. Δεν ξέρει σε πόσο υψηλό επίπεδο ρίσκου ή στερήσεων μεταφράζεται αυτό το πολυπόθητο χρώμα, αλλά ίσως καταφέρει να το αποκτήσει. Μερικές φορές ανοίγει πληγές στο κορμί του, αφήνει το αίμα να τρέξει, για να δει το κόκκινο, είναι το χρώμα που παράγει ο ίδιος ο οργανισμός του και κανείς δεν μπορεί να του το στερήσει… Μετά τις φροντίζει. Και στο γραφείο, όταν κανείς δεν τον κοιτάει, αγγίζει τις ουλές του μέσα από το ρούχο, τις γρατζουνάει λίγο για να πονέσει και νιώθει ζωντανός… Κανείς δεν έχει αυτό το προνόμιο του πόνου! Οι πιο πολλοί από τους παλιούς εμφύτευσαν το τσιπάκι και δεν αισθάνονται πέραν των όσων τους προγραμματίζουν να αισθάνονται. Κάποιες λέξεις έχουν σβηστεί τελείως και από τη μνήμη ακόμα, όπως αισθάνομαι, νιώθω, αγαπάω, ματώνω, καταρρέω, λαχταράω, ερωτεύομαι, αναμένω… Αντικαθίστανται με αυτοματοποιημένες κινήσεις όπου οι νευρώνες ανταποκρίνονται με επαναληπτική ακρίβεια και η συνήθεια κλειδώνει τη σκέψη σαν πουλί σε κλουβί.
Δεν είναι υποχρεωτικό το τσιπάκι ακριβώς γιατί όλοι σχεδόν μην αντέχοντας πρόσφεραν οικειοθελώς τον εγκέφαλό τους στους προγραμματιστές του κράτους. Αυτός, για να είναι σίγουρος, χρησιμοποίησε τα ίδια τους τα όπλα εναντίον τους. Όταν οργάνωναν το πρόγραμμα των ψηφιακών ανθρώπων συμμετείχε ένθερμα ως ανθρώπινο εργαλείο και γλίστρησε έξυπνα τις αιτήσεις και όλα τα απαιτούμενα κάτω από τη μύτη τους για να φαίνεται ως εκουσίως υποβεβλημένος στην επέμβαση. Αυτό του έμεινε τουλάχιστον, το μυαλό. Με την καρδιά του έχει ένα θέμα, αλλά βλέπει όνειρα, έχει ακόμα ελπίδα… Μπορεί και να πραγματοποιηθούν αφού τα βλέπει… Του λείπει το κόκκινο! Αν είχε το κόκκινο, δε θα χρειαζόταν να ματώνει τόσο συχνά, ίσως και τα όνειρα να διαρκούσαν παραπάνω ή να αγόραζε τον πολυπόθητο πίνακα νωρίτερα από το αναμενόμενο.
Κοντεύει να φτάσει στη δουλειά. Στο μισό του τετάρτου πίνει καφέ και στο άλλο μισό τρέχει στους δρόμους. Κάθε μέρα έτσι πεθαίνει το τέταρτό του ξανά και ξανά… Διάλειμμα δεν κάνει. Παίρνει χάπια για να μένει ξύπνιος και κάθε δυο τρεις ώρες περνάει η «ειδικός» για την καθιερωμένη τονωτική της ενεσούλα στους υπαλλήλους με τροφή σε υγρή μορφή, για να μη χάνεται πολύτιμος χρόνος από τη δουλειά. Ετοιμάζεται να περάσει την τελευταία κεντρική αρτηρία και απέναντι βλέπει ήδη το ανοιχτό στόμα της πόρτας που κάθε μέρα καταπίνει λαίμαργα τους υπαλλήλους της εταιρείας του.
Ξαφνικά ακούγονται ασυνήθιστα δυνατά, συνεχόμενα, επίμονα κορναρίσματα, φωνές… Δεν έχει ξανασυμβεί αυτό! Μα τι συμβαίνει; Όλοι εξάπτονται, κανείς δεν κυνηγάει κανέναν. Οι οδηγοί σταματούν και βγαίνουν από τα αυτοκίνητα, το μπλε νέον και το πράσινο των φαναριών, τα μόνα σημεία όπου επιτρέπονται κρύα χρώματα στην ασπρόμαυρη γκρι πόλη, μάταια διαδέχονται το ένα το άλλο με την ίδια ακάματη και εξω-ανθρώπινη τακτικότητα, γι’ αυτό δεν καταλαβαίνουν τον Ανταγωνισμό που ορμητικά ξεπετάχτηκε από μια γωνιά και ξεσηκώνει τα πλήθη σαν πειρασμός, σαν λικνιζόμενο προκλητικά πανί μπροστά από μαινόμενο ταύρο, χρόνια ράθυμο, που τώρα δε βλέπει την ώρα να ορμήξει στο ανύποπτο θύμα του… Αλλά τον βλέπει εκείνος… Και τόσοι άλλοι…
Είναι μία κοπέλα που περπατά στη μέση του δρόμου φορώντας ένα κατακόκκινο της φωτιάς αέρινο φόρεμα, που φτάνει έως το γόνατο, και, όπως περπατάει χαιρετώντας τους πάντες γύρω της και χαμογελώντας σαν να της ανήκει ο κόσμος, ο αέρας παίζει με το ανάλαφρο βήμα της και ανασηκώνει παιχνιδιάρικα τα αλλεπάλληλα λεπτά τούλια των ολοκόκκινων αποχρώσεων. Ξεπετάχτηκε σαν σπίθα πάθους ανακινώντας τη συσσωρευμένη αδράνεια τόσων ψυχοσυνθέσεων σε αυτήν τη γκρίζα πόλη! Περνάει και από μπροστά του. Αυτός έχει μείνει αποσβολωμένος να την κοιτάει νομίζοντας ότι έγινε λάθος, βρίσκεται σε έναν μισοξύπνιο ή σε ένα μισοόνειρο, τα χρώματα δεν επιτρέπονται… Αυτό δε θα έπρεπε να συμβαίνει… Αρχίζει η καρδιά του να χτυπά, είχε καιρό να αισθανθεί ανάλογα, ούτε στο κυνήγι με τα αυτοκίνητα δεν αισθάνεται έτσι, γιατί είναι τεχνητό, το προκαλεί εκβιαστικά στον εαυτό του. Αυτό είναι πηγαίο, του κόβονται τα πόδια, στεγνώνουν τα χείλη, η γλώσσα πλαταγίζει αναζητώντας δυο σταγόνες νερό όσο κι αν προσπαθεί να φανεί γενναίος καθώς εκείνη περνάει από μπροστά του εκτοξεύοντας ένα βλέμμα βάλσαμο-δηλητήριο γεμάτο υπόσχεση για μία εντυπωσιακή συνέχεια…
Όλοι αρχίζουν να χειροκροτούν, το κόκκινο ξεσηκώνει τις αισθήσεις τους, είναι ό,τι ακριβώς η ψηφιακή κυβέρνηση των ψηφιακών ανθρώπων προσπαθεί τόσα χρόνια να εξουδετερώσει και να ευνουχίσει, τις αισθήσεις… Μοιάζει να ξεπήδηξε ο πόθος από το συλλογικό ασυνείδητο ενός ευνουχισμού που προετοίμαζε χρόνια την επανάστασή του χωρίς κανείς να το υποψιάζεται. Ίσως να διασώθηκε τελικά λίγη ανθρωπο-ουσία μέσα τους… Ευσεβής πόθος! Κανείς δεν καταλαβαίνει πώς συνέβη αυτό!!! Από πού βρήκε το φόρεμα; Κρύβεται ομάδα ανταρτών πόλεων από πίσω; Ακόμα και όσοι παραμονεύουν στις κάμερες που περιζώνουν την πόλη μαγνητίζονται από το θέαμα και αργούν να ειδοποιήσουν τους επικεφαλής της αυταρχικής στηλίτευσης. Αλλά υπάρχουν πολλοί κυβερνητικοί, ταγμένοι εχθροί του κόκκινου, που κάθε μέρα βαρούν πολλαπλές ενέσεις πικρής καφεΐνης! Και τη «δίνουν» στεγνά με ένα πάτημα κουμπιού…
Ο φόβος, ο φόβος επανέρχεται, η χαρά υποχωρεί… Το σάλιο του είχε στεγνώσει όχι γιατί χαιρόταν, αλλά γιατί κατάλαβε ότι η χαρά του γρήγορα θα χαθεί… Εκείνη εξαφανίζεται σε μία είσοδο πολυκατοικίας… Αυτοκίνητα στρατιωτικά και αστυνομίας ακούγονται από μακριά, ελεύθεροι σκοπευτές κατακλύζουν εν ριπή οφθαλμού τα γύρω κτίρια και αυτός στη μέση. Μιλούν για τρέλα, για κύμα, αλλά δεν υπάρχει κανείς άλλος. Οι χώροι ηλεκτρονικής κοινωνικής δικτύωσης έχουν τρελαθεί στα μηνύματα, έχουν μπλοκάρει, πέφτουν και επανέρχονται αλλεπάλληλα, όλα ελεγχόμενα, όλοι ψάχνονται για το ποια είναι, πώς προέκυψε, από πού ξεπήδησε… Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη… Τίποτα… Κόκκινος αέρας…
Είναι δική μου, φωνάζει κάποιος, όχι δική μου, φωνάζει κάποιος άλλος, πιάνονται στα χέρια, άλλοι προσπαθούν να τους χωρίσουν. Σσσσσσσσσσσσσσσστ! Ακούγεται ο αντίλαλος στα τσιμέντα της πόλης να κάνει γκελ και να περιστρέφεται σε μία dolby surround κίνηση ωθούμενη προς τα πάνω. Όλοι καρφώνουν το βλέμμα τους στην κορυφή του κτιρίου όπου εκείνη νωρίτερα στο άδυτό του είχε χαθεί… Μάτια και κάνες όλα στραμμένα εκεί.
Έχει ήδη αρχίσει να βγάζει ένα ένα τα πέπλα της και να τα πετάει στους ηλεκτρονικούς ανθρώπους από κάτω, ό,τι αγγίζει το κάθε ένα αποκτά μαγικά ζεστό καυτό χρώμα σε όλες τις αποχρώσεις της ίριδας… Όλοι απλώνουν τα χέρια τους για να τα πιάσουν σαν μάννα εξ ουρανού, οι κάνες στοχεύουν ψύχραιμα σωστά, κλικ!!! Ο τρίτος βασικός ήχος σήμερα, μετά το ντριν και τα μπαμ, ο πιο ήπιος ήταν και ο πιο ύπουλα θανάσιμος, σαν αθόρυβο δάγκωμα φιδιού, γιατί ένα κλικ δε σκοτώνει μόνο εκείνη, τους σκοτώνει όλους…
Αρχίζει να πέφτει, να πέφτει, ενώ έχει ήδη μείνει σχεδόν γυμνή και όσο πέφτει κατά πάνω του διαλύεται, γίνεται χρωματιστός αέρας που σαν σπρέι αποτυπώνει το πνεύμα του στο γκρι τοίχο του κτιρίου, το οποίο χρίστηκε άθελά του μνήμα της: «Όσο με σκέφτονται, εμένα, την ίριδα, το χρώμα δε θα πεθάνει ποτέ!!!». Μόνο το φουλάρι που είχε γύρω στο λαιμό της δεμένο μένει ολοκόκκινο της φωτιάς και κυματιστά στοχεύει εκείνον, μόνον εκείνον, στην προς τα κάτω ευθεία πορεία του. Εκείνος το αρπάζει και σάλιο του ’ρχεται στα χείλη, που τελικά είναι δάκρυα και νοτίζουν μάγουλα και χείλη μαζί. Συγκρατεί το λυγμό του, στο χαμό κανείς δε βλέπει ότι το γλιστράει μες στον πληγιασμένο κόρφο του και τρέχει να το φυγαδεύσει… Σχεδόν σαν κυνηγημένος, όχι από αυτοκίνητα, από ένα ζωντανεμένο όνειρο που του θύμισε κάτι από άρωμα ζωής κι αγάπης…
Συναγερμός σε όλη την πόλη, που κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η αστυνομία, ο στρατός, οι κυβερνητικές υπηρεσίες σπεύδουν στο σημείο του συμβάντος προσπαθώντας με μανία να εξαφανίσουν κάθε ίχνος, κλείνουν τους αμετανόητους που επιμένουν να θυμούνται σε φυλακές, προσπαθούν να ξεπλύνουν το χρώμα που αποδείχθηκε ανεξίτηλο, το βάφουν από πάνω σε στρώσεις, αλλά ξεπετάγεται από κάτω τιμωρός και δεν αφήνει την αδράνεια να αναλάβει ξανά ηνία, αναγκάζονται να γκρεμίσουν το κτίριο, ξαναστρώνουν το κράσπεδο, προσπαθούν να εξορίσουν στη λήθη το περιστατικό, το σβήνουν από τα χρονικά, από παντού, κλείνουν τους λογαριασμούς όποιου αναφέρεται έστω και εμμέσως σε αυτό, άνθρωποι εξαφανίζονται… Και ενισχύουν τον προγραμματισμό στα τσιπάκια, ώστε να μη διαφεύγει καμία σκέψη, καμία πληροφορία ανεπεξέργαστη…
Μόνο εκείνος θυμάται… Μόνος με τη μνήμη του και τον πόνο του, το τίμημα που πληρώνει για να διατηρεί τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του… Σήμερα το τέταρτο κράτησε πιο πολύ…
«Πάλι σκοτεινιάζει! Πάλι πέφτω… Δε θέλω να τελειώσει… Γιατί τόσο γρήγορα;»
Ντριν! Ανοίγει τα κόκκινα μάτια του απέναντι σε τοίχο γκρι, όπου κρέμεται ένα φουλάρι-πίνακας. Ούτε που ξέρει για πόσα τέταρτα χάθηκε βουτώντας επιτέλους λυτρωτικά στην αγκαλιά του Μορφέα… Το τέταρτο διαστέλλεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ. Μια μέρα διαπιστώνει ότι το κόκκινο χρώμα στο γκρίζο τοίχο απέναντί του διαχύθηκε καθώς κοιμόταν, σαν από παλέτα ζωγράφου σε όλο το σπίτι, στα έπιπλα, στα ρούχα του… Τον περιέβαλε η άνοιξη, εισέβαλε μέσα του αέρας ανανέωσης! Έγινε ο ίδιος καθαρό χρώμα… Τώρα βλέπει χρωματιστά, σκέφτεται, νιώθει χρωματιστά… Το όνειρο εξελίσσεται, πλησιάζει τον ορίζοντα… Μια νύχτα τη βλέπει στον ύπνο του… Προσπαθεί να την πιάσει και όλο του ξεφεύγει, όπως παλιότερα ο ορίζοντας.
«Να πιστεύεις σε μένα και θα σε βρω… Όπου κι αν είσαι!» του λέει.
«Όχι πάλι! Το ξέρω ότι σε λίγο θα ξυπνήσω και δε θέλω».
Τακ, τακ, τακ… Αυτή τη φορά δεν ακούγεται το ξυπνητήρι, αλλά ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα…
Ι.Λ.
_____________________
[1] Το κείμενο στην πρώτη του μορφή γράφτηκε σε ένα σημειωματάριο, ενόσω αξιοποιούνταν ώρες ατέρμονης και βαρετής αναμονής σε γραφεία και υπηρεσίες, το οποίο όμως τελικά κλάπηκε. Μόνο η αρχική ιδέα περισώθηκε από ό,τι είχε γραφτεί σε αυτό, η εξέλιξή του οφείλεται στο οξυγόνο που ρούφηξα μετά από όλα αυτά… Ευτυχώς. Η πρώτη φράση αποτελεί αναφορά στο παιδικό θεατρικό έργο του Γιάννη Ξανθούλη Τύμπανο, τρομπέτα και κόκκινα κουφέτα, φόρω τιμής στο ανήσυχο βλέμμα του παιδιού που βλέπει και διαρκώς ρωτά για να μαθαίνει ‒ πάντα το αναζητώ, το φροντίζω και ελπίζω να το διατηρώ ακμαίο και ζωντανό. Ο συγγραφέας αναφέρεται στην αναζήτηση του τραγουδιού της χαράς που χάθηκε στο βιομηχανοποιημένο κόσμο, παράλλαξα την ιδέα της μουσικής με άλλη τέχνη για το σύγχρονο ηλεκτρονικό κόσμο σε αυτήν τη σουρεαλιστική και ταυτόχρονα εξπρεσιονιστική ιστορία. Το πνεύμα διαχέεται και έτσι συνεχίζει το ταξίδι του στο χρόνο…
[2] μτφρ. ως παραθυράκι για το νόμο, αλλά νομίζω ότι στην ουσία εννοείται μία λακκούβα, τρύπα, ρωγμή που δε θα έπρεπε αλλά υπάρχει και όποιος θέλει και μπορεί ξεγλιστρά. Η πρώτη έννοια της πολεμίστρας δε επιβεβαιώνει τη λανθάνουσα κατάσταση του πολέμου, υπονοώντας την αναμέτρηση με κάθε τίμημα. Και ακουστικά θυμίζει, χωρίς να είναι, τη λατινική λέξεις lupus = λύκος, loopehole όπως foxhole. Ως foxhole σε ξενόγλωσσα βιβλία ιστορίας βρίσκει κανείς ένα είδος αμπριού = dugout πιο επιφανειακού και όχι τόσο βαθιά σκαμμένου στη γη, για τα χαρακώματα του Α΄ Πολέμου τουλάχιστον. Η διευκρίνιση-μαλλιοτράβηγμα εδώ γιατί δε συνηθίζω να χρησιμοποιώ ξένες λέξεις, εκτός κι αν το θεωρώ απαραίτητο εφόσον θέλω κάτι να εννοηθεί. Εν προκειμένω αναλύω και το συλλογισμό μου.