Τα σύνορα μέσα μας
Αντήχησε η παιδική φωνή μεσημέρι καλοκαιριού και εισχώρησε ενοχλητικά στη νιρβάνα της μεσημεριανής μου σιέστας. Άθελά μου η ακατανόητη αρχικά φράση μού τριβέλιζε το μυαλό, με συνέπεια να αναδυθώ σταδιακά από τον ύπνο και ν’ αρχίσω να την επεξεργάζομαι. Έπαιξε ρόλο και η επιμονή του πιτσιρικά. Την επανέλαβε δυο τρεις φορές. Ανακτώντας ακόμα πιο πολύ επαφή με την πραγματικότητα, κατάλαβα ότι μιλούσε ένα από τα παιδιά της γειτονιάς μου. Μα, βέβαια, είναι η εξεταστική Ιουνίου, συνειδητοποίησα. Αναφερόταν, όπως κατάλαβα από τα συμφραζόμενα, στην εύνοια που δείχνουν οι καθηγητές σε όσους δεν τυγχάνουν ξένοι. Το πιο πιθανό Αλβανοί. Το παιδάκι αυτό, φυσικά, δεν το απασχολούσε ο κοινωνικός ρατσισμός. Λογικό ίσως στη θέση και στην ηλικία του να νοιάζεται για το βαθμό που θα το διαφοροποιήσει. Θα το διαφοροποιήσει; Θα το εξασφαλίσει; Σε σχέση με ποιον;
Θα έλεγε κανείς διαβάζοντας τα παραπάνω: «Καλά, τι κάνει αυτή; Στήνει αυτί κατασκοπεύοντας τους ανθρώπους στη γειτονιά της;». Μπορεί και να είχε δίκιο. Ίσως να φταίει εκείνο το ταξίδι που είχαμε κάνει πρόσφατα στο Δήμο Σαγιάδας για μία επιτόπια έρευνα. Σε τέτοιες εξορμήσεις δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία το διάβασμα που κάνεις πριν όσο το κατά πόσο προετοιμασμένος είσαι να δεις, να μυρίσεις, να αγγίξεις, να νιώσεις, να γευτείς. Να αγκαλιάσεις ένα «λίγο» από το «πολύ» που θα αντικρίσεις με την ελπίδα ότι θα σε εμπιστευτεί, για να εκλύσει τα αρώματά του. Αν ο ένας αναγνωρίζει ένα μικρό κομματάκι του άλλου μετά το τέλος της διαδικασίας, μπορεί το τέλος του ταξιδιού να είναι μόνο η αρχή για το ταξίδι του μυαλού, που μόλις άρχισε.
Έτσι δε λένε οι δημιουργοί για τις ταινίες και τα βιβλία τους; Επιτυχία είναι να τα σκέφτεται ο θεατής ή ο αναγνώστης αφού απομακρυνθεί από αυτά. Που σημαίνει ότι ραγδαία ή ανεπαίσθητα κάτι ανακίνησαν μέσα του, για να αναζητά εντυπώσεις τρυπωμένες στις γωνιές του μυαλού. Βέβαια, σε ένα ταξίδι όπου θα γνωρίσεις ζωντανούς ανθρώπους και θα έρθεις σε επαφή μαζί τους η εμπλοκή σε όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις είναι πιο έντονη. Γιατί πλέον δεν παρακολουθείς εξ αποστάσεως, αλλά συμμετέχεις ενεργά κινώντας κι εσύ λίγο τα νήματα του έργου. Κι ενώ στην πρώτη περίπτωση η επιλογή της ταινίας ή του βιβλίου μπορεί να γίνει με γνώμονα κάτι που ήδη περιμένεις και νομίζεις ότι μπορεί να σε αφορά, στη δεύτερη συμπρωταγωνιστείς αγνοώντας την εξέλιξη των επεισοδίων. Καταλήγεις, ωστόσο, να σε αφορά πολύ περισσότερο, ακόμα κι αν αγνοείς την αρχή και το τέλος − αν υποθέσουμε ότι αυτά με κάποιο τρόπο προσδιορίζονται.
Ας ξεκινήσω, λοιπόν, από την αρχή που τη γνωρίζω σίγουρα. Μπαίνοντας κανείς στο Νομό Θεσπρωτίας δεν το καταλαβαίνει ακριβώς από την αλλαγή του τοπίου, αλλά από την αίσθηση ότι αρχίζει μία σταδιακή κάθοδος. Η κάθοδος αυτή γίνεται ακόμα πιο έντονη στο Δήμο Ηγουμενίτσας. Όλα αφήνουν μία εντύπωση εξομάλυνσης στο μάτι. Γίνονται λίγο πιο επίπεδα σε αντίθεση με τις εντάσεις και τους μεγάλους όγκους του Νομού Ιωαννίνων που βρίσκεται πλέον στα νώτα του παρατηρητή. Αυτό ίσως εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι πολλά χιλιόμετρα ξηράς του Νομού Θεσπρωτίας βρέχονται από θάλασσα, η οποία ορίζεται σε μηδενικό υψόμετρο. Οι χρωματικές αλλαγές είναι εκείνες που γίνονται αμέσως μετά αντιληπτές. Οι πυκνές συγκεντρώσεις σκούρου πράσινου εξανεμίζονται επίσης ως ανάμνηση, καθώς μπροστά απλώνονται καλλιεργημένοι κλήροι, σαν πάπλωμα χωρισμένο σε πολύχρωμα τετράγωνα. Το βλέμμα ηρεμεί βυθιζόμενο στην ποικιλία των αποχρώσεων πρασίνου και των εσπεριδοειδών, που δένουν αρμονικά με το γαλάζιο της θάλασσας στο βάθος. Κατευθυνόμενοι προς το Δήμο Σαγιάδας περνάμε από την πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας, την Ηγουμενίτσα. Μία πόλη-λιμάνι. Στο νεοσύστατο κομμάτι του λιμανιού, που το συναντά κανείς εισερχόμενος από τα νότια της πόλης, η κίνηση των καραβιών και των ανθρώπων είναι συνεχής.
Εμείς αφήσαμε πίσω μας το πολύβουο μελίσσι οδεύοντας προς το πρώτο χωριό του προορισμού μας, τη Νέα Σελεύκεια. Μόλις τη συναντήσαμε αναρωτιόμουν αν είχαμε φτάσει στο «χωριό» ή αν βρισκόμασταν σε κάποιο προάστιο της Ηγουμενίτσας στο δρόμο προς τη Νέα Σελεύκεια. Σύντομα συνειδητοποιήσαμε ότι χωριό και προάστιο ήταν ένα και το αυτό. Αφού αφήσαμε τα πράγματα στο ξενοδοχείο, προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε την πλατεία. Η πρώτη μας δυσκολία υπήρξε ο προσανατολισμός μας στο χωριό-προάστειο. Όλα τα σημάδια παραπλανούσαν. Μάλλον κάπου κρύβονταν, γιατί εμείς δεν τα βλέπαμε. Οι δρόμοι, όπως ήταν χαραγμένοι, θύμιζαν Ιπποδάμειο Σύστημα: Παράλληλες ευθείες που τέμνουν κάθετα άλλες επίσης παράλληλες μεταξύ τους. Μας περιτριγύριζαν σπίτια, κυρίως διώροφα, τα οποία δεν έφεραν κανέναν αέρα παραδοσιακής δόμησης και, πιο συγκεκριμένα, δε διέσωζαν τα κατάλοιπα της προγενέστερης μικρασιατικής συνοικίας. Έμοιαζε με προάστιο μεγαλύτερης γειτνιάζουσας πόλης, όπου οι κάτοικοι φτιάχνουν εκεί καλοκαιρινές βιλίτσες. Ομολογουμένως ήταν όμορφα, με τις αυλές, τα δέντρα, τα λουλούδια, τις μυρωδιές και τα χρώματα. Η ανθρώπινη παρέμβαση έκανε σαφώς αισθητή την παρουσία της και σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε εικόνα εγκατάλειψης. Ωστόσο, αν τύχαινε κάποιος να βρεθεί εκεί αγνοώντας οτιδήποτε παραπάνω για τον τόπο, μόνο το όνομα του χωριού θα πρόδιδε κάτι από την προέλευσή του. Εμείς ακόμα ψάχναμε για την πλατεία. Οι δρόμοι δε βοηθούσαν στον προσανατολισμό με ακτινωτή διάταξη, ενώ απουσίαζε οποιαδήποτε εμφανής βοηθητική ένδειξη από τις κορυφές των δρόμων και τα σταυροδρόμια, όπως, για παράδειγμα, το καμπαναριό της εκκλησίας, κάποιο δημόσιο κτίριο, κάτι που να υποδεικνύει πως κατευθυνόμασταν σωστά.
Τελικά βρήκαμε την πλατεία στο κέντρο του χωριού, αφού πρώτα ανακαλύψαμε τον περιφερειακό, που μας προσανατόλισε νότια. Τα σημάδια ήταν περιφερειακά, έμοιαζαν σχεδόν εξοβελισμένα. Τη μεγάλη τετράγωνη πλατεία περιέτρεχε ο πλατύς ασφαλτοστρωμένος δρόμος, ο ίδιος που αναπτυσσόταν σε όλη την περιφέρεια του χωριού. Τριγύρω υπήρχαν μαγαζιά εστίασης και άλλες μικροεπιχειρήσεις, όπως κρεοπωλείο, φούρνος κτλ. Στο κέντρο της πλατείας δέσποζε η εκκλησία σε χαμηλότερο του δρόμου επίπεδο. Καταλάβαμε γιατί νωρίτερα δε φαινόταν το καμπαναριό, παρόλο που εμείς βρισκόμασταν σε μεγαλύτερο υψόμετρο κατεβαίνοντας από το ξενοδοχείο. Η Νέα Σελεύκεια δεν είναι ακριβώς επίπεδη, αλλά περιέργως αφήνει αυτή την εντύπωση με την υπάρχουσα διάταξη των σπιτιών. Η πλατεία βρίσκεται στο επίκεντρο και μοιάζει με πηγάδι, όπως είναι χωστή η εκκλησία στον πυρήνα της. Ένα μεγάλο μέρος του συνοικισμού αναρριχάται στο μικρό λόφο. Από εκεί κατέβαινε το ποτάμι, το οποίο πλέον έχει μπαζωθεί. Απέμεινε, ωστόσο, η ανάμνησή του σε ένα μικρό γεφυράκι στη βορειανατολική κορυφή του συνοικισμού. Μόνο σε αυτό το σημείο το στοιχείο του νερού, περιστοιχισμένο από πλατάνια, υπενθυμίζει την παρουσία του υπονοώντας το ρόλο που έπαιξε κάποτε στην περιοχή.
Ένα παλιό μικρό περίπτερο κοντά στην πλατεία μαζί με τις ονομασίες των οδών άρχισαν να ξετυλίγουν διστακτικά τα μυστικά του χώρου. Όταν κάτσαμε για φαγητό και μιλήσαμε με τους ανθρώπους εκεί, εν μέρει κατατοπιστήκαμε. Και αυτό κυρίως σε σχέση με τον τρόπο που τελικά το παρελθόν αποτυπώθηκε στη μνήμη των ανθρώπων του παρόντος. Γιατί, αν το παρελθόν δεν είχε τη δύναμη να επιβιώσει μέσα στις αυθόρμητες εκδηλώσεις του παρόντος είτε γιατί χρειάστηκε να αποσιωπηθεί είτε γιατί υπερκαλύφθηκε και ζυμώθηκε στην πορεία του χρόνου με άλλα ερεθίσματα, καταλήγει στεγνή γνώση, παρουσιασμένο μόνο μέσα από χαρτιά και ντοκουμέντα. Και το τελευταίο μόνο για όσους έχουν λόγο να ψάξουν. Έτσι και εμείς ανακαλύπταμε διάσπαρτα τεκμήρια: μία χαρτοπετσέτα με το όνομα του ταβερνιάρη που αποκάλυπτε την πιθανή καταγωγή του, ένα μνημείο συγχυσμένης προέλευσης και με αδιευκρίνιστο λόγο ύπαρξης, φυσιογνωμίες που έκαναν ανύποπτα την εμφάνισή τους, υποδηλώνοντας τις προσμίξεις του πληθυσμού. Μία ποικιλομορφία που, απουσία ανθρώπων, θα παρέμενε κεκαλυμμένη με μόνη την παρατήρηση του συνοικισμού όπως είναι πλέον διαμορφωμένος. Παρ’ όλη, όμως, τη φαινομενική ομοιομορφία του δομημένου τοπίου, οι αντιθέσεις γίνονταν εμφανείς μόλις οι άνθρωποι χαλάρωναν. Τότε άρχιζαν να ξεμυτίζουν οι προσωπικές ιστορίες και οι αφομοιωμένες εντυπώσεις των κατοίκων.
Στο σύνολό τους οι δικές μου εντυπώσεις με αφήνουν πιο πολύ γεμάτη απορίες, παρά ικανοποιούν με απαντήσεις την περιέργεια και τα ερωτήματα που προκύπτουν. Οι συνθήκες και οι ανάγκες διαμορφώνουν τις συνειδήσεις, ενώ ο άνθρωπος υπό το κράτος αυτών εγκλιματίζεται και ελίσσεται προκειμένου να επιβιώσει; Η ταυτότητα γενικότερα επιβάλλεται, επιλέγεται ή προσαρμόζεται και αναπροσαρμόζεται; Εκείνο που πιο έντονα αποτυπώθηκε στη μνήμη μου στην περίπτωση της Νέας Σελεύκειας ήταν οι σπείρες και οι φαύλοι κύκλοι των ανθρώπινων συμπεριφορών, που, επιδιώκοντας την αναπροσαρμογή, στόχευαν στην επιβίωση. Αυτή η μυλόπετρα αναμφισβήτητα μεταμορφώνει στο πέρασμά της τους ανθρώπους και εκείνοι με τη σειρά τους το τοπίο όπου καλούνται όχι μόνο να ζήσουν αλλά και να συνυπάρξουν.
Ενδεικτικά να αναφέρω ένα παράδειγμα για τη σημασία των τοπωνυμίων στη συνείδηση των κατοίκων σε συνάρτηση με την ταυτότητά τους. Η περιοχή αρχικά, πριν μετονομαστεί σε Νέα Σελεύκεια με την έλευση των προσφύγων, ονομαζόταν Ντούσκο, που στα αρβανίτικα σημαίνει πουρνάρι[1]. Οι πρόσφυγες, όταν τους αποκαλούσαν Ντουσκαλίτες, προσβάλλονταν, εκτός και αν ο χαρακτηρισμός προερχόταν από συγγενή ή συντοπίτη τους. Στο χρόνο, όμως, αυτό το στοιχείο που ένιωθαν ξένο ενσωματώθηκε και έγινε ένα κομμάτι προσδιορισμού της ταυτότητάς τους. Κατέληξε να λειτουργεί ως ενοποιητικό σύνθημα έναντι άλλων «ξένων».
Οι πρόσφυγες, επιπλέον, αντιμετωπίστηκαν ως «ξένοι» και χαρακτηρίζονταν «Τούρκοι», καθώς μιλούσαν την τούρκικη γλώσσα μόλις εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Οι ίδιοι στη συνέχεια, παρότι είχαν υποστεί το είδος της «κατακραυγής» που εξαναγκάζει στην αναθεώρηση του αυτοπροσδιορισμού, αντιμετώπισαν επίσης ως «ξένους» τους Βλάχους, όταν μεταγενέστερα ένας αριθμός αυτών μετοίκησε στο συνοικισμό. Οι πρόσφυγες πλέον ήταν παλαιότεροι, ήταν εκείνοι που είχαν δουλέψει για να κάνουν το βαλτώδη τόπο βιώσιμο. Οι νεοφερμένοι δεν ήξεραν. Είχαν χάσει το μέρος εκείνο του αγώνα που διαφοροποιούσε τους Μικρασιάτες απέναντι σε όποιον ερχόταν μετά. Ποιος είναι ντόπιος σε αυτή την περίπτωση; «Είμαστε ντόπιοι, αλλά έχουμε έρθει από αλλού» έλεγαν. Οι Βλάχοι, πάλι, που κατοικούσαν στα γύρω χωριά πριν κατέβουν στη Νέα Σελεύκεια, ήταν πιθανόν ακόμα παλαιότεροι στην περιοχή από άποψη καταγωγής σε σχέση με τους πρόσφυγες.
Πώς διαμορφώνεται μία ταυτότητα που προσδιορίζει την προέλευση και πολλές άλλες παραμέτρους στη συνείδηση ενός ανθρώπου; Προφανώς παίζει κάποιο λειτουργικό ρόλο αυτοπροσδιορισμού και ετεροπροσδιορισμού, για να γίνεται τόση προσπάθεια αποσιώπησης ή ανάδειξης συγκεκριμένων στοιχείων. Αυτό το «εμείς» και το «άλλοι» ξεκινούν από το μαχαλά του χωριού και επεκτείνονται βαθιά πίσω στο χρόνο, στην εκάστοτε προσωπική ιστορία εξιχνίασης των ριζών. Γιατί; Τι ρόλο παίζει η διαφοροποίηση στο παρόν, όταν τα σπέρματα της ύπαρξής της ανιχνεύονται στο μακρινό παρελθόν και ενώ τα στοιχεία που ενώνουν τελικά αυτούς τους ανθρώπους στο παρόν μπορεί να είναι πολύ περισσότερα; Τι ρόλο παίζουν σε αυτό οι κατασκευές και οι ανακατασκευές των εθνικών και τοπικιστικών συνειδήσεων και ποιες ανάγκες ωθούν τους ανθρώπους κατά περιόδους να τις ανασύρουν;
Έχει ενδιαφέρον να συνεχίσω το ταξίδι των εντυπώσεων, για να αναδειχθεί το πώς οι ίδιοι προβληματισμοί ενσαρκώνονται ποικιλόμορφα στα άλλα δύο χωριά που επισκεφτήκαμε. Επόμενη στάση η Κεστρίνη. Ακούγοντας το όνομα, νομίζεις ότι θα αντικρίσεις ένα κάστρο. Μπορεί να μην έχει καμία ιστορική σημασία η σκέψη μου, αλλά το χωριό είναι χτισμένο από την πλευρά του βουνού με πλάτη στη θάλασσα, ενώ ο κάμπος απλώνεται μπροστά σαν πολύχρωμη θάλασσα πρασίνου και καλλιεργειών. Το βουνό μοιάζει με θεματοφύλακα και προστάτη του χωριό, ίδιο νοητό κάστρο. Επιπλέον, όσο κανείς κατεβαίνει από το δρόμο πλησιάζοντας τον οικισμό και αφήνοντας πίσω τα χωράφια επικρατεί μία αίσθηση απομάκρυνσης και απομόνωσης, παρόλο που πλέον υπάρχει δρόμος. Είναι μόνο μία αίσθηση επιβεβλημένη από το ίδιο το τοπίο. Φτάσαμε στο χωριό λίγο μετά το μεσουράνημα του ήλιου και στην πρώτη βόλτα το μόνο σημείο όπου συναντήσαμε κατοίκους ήταν το εμφανώς νεόκτιστο καφενείο στην είσοδό του. Στεκόταν εκεί σαν γραφείο υποδοχής γνωστών και αγνώστων. Κανείς δεν περνούσε απαρατήρητος. Μας είδαν όταν μπήκαμε με το αυτοκίνητο και διασχίσαμε τα καλντερίμια και μας «περίμεναν» να επιστρέψουμε μόλις θα τελείωνε η περατζάδα. «Πού θα πάνε; Εδώ θα γυρίσουν» ίσως να σκέφτηκαν. Και πράγματι ο δρόμος που εισέρχεται στο χωριό και το περιτρέχει περιφερειακά δεν καταλήγει παρά μόνο στην αρχή του, εντείνοντας αυτή την αίσθηση απομόνωσης.
Το χωριό έχει περίπου τριγωνικό σχήμα, καθώς την κορυφή του επιστέφει μία επίπεδη συστάδα δέντρων. Τα τρία επίπεδα των μετοικήσεων και της σταδιακής ανάπτυξής του προς τη βάση του βουνού γίνονται αντιληπτά από τη διαφορετικότητα στην αρχιτεκτονική. Ο παλιότερος συνοικισμός παραμένει πλέον ερειπιώνας, ο μεταγενέστερος αυτού περιλαμβάνει πετρόχτιστες δίπατες μονοκατοικίες με τετράριχτες κυρίως στέγες και ο νεόδμητος αποτελείται από σύγχρονες μονοκατοικίες. Οι τελευταίες δε θυμίζουν σε τίποτα τα παραδοσιακά σπίτια που προηγούνται κατά ένα επίπεδο. Ο παρατηρητής εντοπίζει και συμπυκνώνει σε μια ματιά τις πρώτες πληροφορίες για το χώρο, που μπορούν να χρησιμεύσουν και ως αφορμή προσέγγισης των κατοίκων. Έτσι, καταλήξαμε στο καφενείο. Εκεί ακούστηκαν οι πρώτες ανθρώπινες φωνές. Νωρίτερα μόνο οι δικές μας παρενοχλούσαν την επικρατούσα ησυχία ανταγωνιζόμενες τους ήχους της φύσης. Οι κάτοικοι αποδείχθηκαν εξοικειωμένοι με την παρουσία «ξένων» που ρωτούν να μάθουν για τον τόπο τους. Ήταν εξαιρετικά φιλόξενοι και σύντομα γίναμε μία μεγάλη παρέα από την οποία ξεχύθηκε μία πληθώρα πληροφοριών σε συνδυασμό με καλαμπούρια και πειράγματα.
Οι πιο πολλοί από τους συνομιλητές μας στην Κεστρίνη ήταν νέοι σε ηλικία. Κατά βάση άντρες, εφόσον παρατηρήθηκε η απουσία των γυναικών από το δημόσιο χώρο. Το νεαρό της ηλικίας, πέραν της ένδειξης ότι ο τόπος προσφέρει τα μέσα για τη συγκράτηση της νέας γενιάς, είχε σημασία στην έρευνά μας για τη διαπίστωση του πώς αποτυπώνεται στη μνήμη ένα παρελθόν που δεν αποτέλεσε βιωματική εμπειρία, αλλά άκουσμα ή κατάλοιπο. Εδώ η καταγωγή και η ταυτότητα δε δηλώνονταν τόσο ελευθερόστομα όσο στη Νέα Σελεύκεια. Κανείς δεν είπε: «Εγώ είμαι Αρβανίτης». Η πληροφορία εξαγόταν εμμέσως. Από το γεγονός ότι οι πιο πολλοί μιλούσαν τη γλώσσα γιατί τη μιλούσαν οι παππούδες τους ή γιατί «αναγκάζονταν» να τη γνωρίζουν, ώστε να συνεννοούνται με τους Αλβανούς που έρχονταν περιοδικά στο μάζεμα των μανταρινιών. Δεν διαφαινόταν, ωστόσο, κάποια αποστροφή. Μάλλον με άνεση και χαρά αντιμετωπιζόταν το γεγονός ότι γνώριζαν μία «ξένη» γλώσσα και ίσως υπέκρυπταν ότι ήταν ένας τρόπος να μην ξεχάσουν ένα γλωσσικό κατάλοιπο της δικής τους αρβανίτικης ταυτότητας.
Οι επαφές με την όμορη χώρα προβάλλονταν επίσης με άνεση και αναδεικνυόταν το ενδιαφέρον να τη δουν, να τη γνωρίσουν. Οι αντιθέσεις, ενώ υπήρχαν στο χωριό, αναδεικνύονταν πιο ήπια, ίσως με κάποια ταπεινοφροσύνη. Χαμήλωνε ανεπαίσθητα η φωνή όταν αναφέρονταν σε «καυτά» ζητήματα, όπως στη σχέση με τους Αλβανούς, με τη γλώσσα. Ενώ η θρησκεία, τουλάχιστον μέσα από τις κουβέντες του καφενείου, δε καταλάμβανε δεσπόζουσα θέση στον αυτοπροσδιορισμό τους ως «ντόπιων» ή «Ελλήνων». Παρουσιαζόταν μάλλον ως φυσικό επακόλουθο. Κατά βάση ένας από τους συνομιλητές, παντρεμένος με Αλβανή, τόνισε τη σημασία που είχε για τον ίδιο η αλλαγή της μουσουλμανικής θρησκείας, προκειμένου να συναφθεί ο γάμος, καθώς και την ευκολία της δικής της προσαρμογής στη νέα θρησκεία, σχολιάζοντας «Το Ραμαζάνι έγινε Σαρακοστή». Γενικά το ζήτημα της θρησκείας έμενε λίγο μετέωρο. Μία αίσθηση εξαναγκασμού που την κάλυπτε ένα υπόκωφο «Άσ’ τη να υπάρχει» μου εντυπώθηκαν κυρίως.
Ο οικονομικός καθώς και ο πολιτικός παράγοντας, που πάλι ήπια εκφράζονταν, ιχνηλατούνταν ως σημεία αυτοπροσδιορισμού και ετεροπροσδιορισμού έναντι των άλλων. Το πέρασμα των Τσάμηδων και ο διωγμός τους από την περιοχή ενείχε ένα οξύμωρο σχήμα. Αφενός προπολεμικά «έτρωγαν ψωμί από αυτούς», δουλεύοντας στα χωράφια τους, χωρίς να προβάλλονται άλλου είδους προβληματικές για αυτή την κατάσταση. Αφετέρου «Ευτυχώς που έφυγαν», γιατί πήραν και οι ίδιοι ένα κομμάτι γης. Παρ’ όλα αυτά, η Κεστρίνη ήταν η μόνη περίπτωση, σε σχέση με τα άλλα δύο χωριά, όπου οι κάτοικοι εξέφρασαν την άποψη ότι «σφάχτηκαν» πολλοί Τσάμηδες, χωρίς να υπερτονίζεται ότι «καθάρισε ο τόπος από αυτούς». Εννοείται έτσι εμμέσως η εγκληματική διάσταση αυτής της ενέργειας. Επίσης το οικονομικό και το πολιτικό στοιχείο διαπλέκονται σε αυτή την περίπτωση λόγω της ιστορικής συγκυρίας και των προσαρμογών που έπρεπε να γίνουν ή στις οποίες υποβλήθηκαν, για να εξασφαλίσουν «ακέραιοι» την παραμονή τους στην περιοχή. Έτσι, κατ’ επέκταση, δήλωναν οπωσδήποτε με σιγουριά, αν όχι με υπερηφάνεια, πως στο χωριό δεν υπήρχαν αριστεροί. Αυτή η πολιτική τοποθέτηση φαινόταν να έχει βαρύτητα στην εθνική τους συνείδηση και στην ταυτότητα του «Έλληνα» πιο πολύ απ’ ό,τι η σχέση με τη θρησκεία. Στο παρόν, τέλος, ο οικονομικός παράγοντας φαινόταν να καθορίζει και τις εξομαλισμένες σχέσεις με τα άλλα χωριά, εφόσον «ο καθένας έχει τα δικά του και δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε».
Η αντιπαραβολή της Νέας Σελεύκειας με την Κεστρίνη θα μπορούσε να γίνει με γνώμονα κάποιες αναλογίες ορισμένων χαρακτηριστικών που παρατηρούνται στους πληθυσμούς των δύο χωριών, οι οποίες όμως λειτούργησαν ως ένα βαθμό διαφορετικά στην κάθε περίπτωση. Λειτούργησαν διαφορετικά σε βάθος χρόνου, στη βάση της προσαρμογής με στόχο την επιβίωση και μέσα στο πλαίσιο της εκάστοτε ταραγμένης ιστορικής συγκυρίας. Στην περίπτωση της Κεστρίνης, όπου υπήρχε ο παράγοντας μίας άλλης γλώσσας εκτός της ελληνικής ίσως και τα κατάλοιπα ηθών, ιδίως στις έμφυλες σχέσεις που έφεραν τον απόηχο και την επιρροή μίας κλειστής μουσουλμανικής κοινότητας, φαίνεται ότι η προσαρμογή στις νέες μεταπολεμικές συνθήκες πήρε τη μορφή βεβιασμένης υπέρβασης. Η αντίθεση εντοπίζεται στο συγκρατημένο παρορμητισμό, που άθελά του προδίδει στοιχεία όταν χαλαρώνει λίγο τις αντιστάσεις του. Σαν κάτι να «φιμώθηκε» που, προκειμένου να επιβιώσει, δεν τροποποιήθηκε ολοκληρωτικά, αλλά συνέχισε να υπάρχει αποθαρρημένο μέσα από φαινομενικές αποσιωπήσεις και δικαιολογίες. Αυτό το πλαίσιο υποστηρίζουν και οι μεταγενέστερες και εκ των συνθηκών ίσως επιβεβλημένες ανακατασκευές σε κάθε πεδίο.
Από την άλλη, για τη Νέα Σελεύκεια (1926), η οποία είναι μεταγενέστερο χωριό σε σχέση με την Κεστρίνη (πριν το 1850) και όπου παρατηρούνται επίσης ανάλογοι εξαναγκασμοί για αποσιώπηση ή τροποποίηση στοιχείων, όπως η τούρκικη γλώσσα των πρώτων γενεών, δίνεται η εντύπωση ότι η προσαρμογή στο παρόν επιτεύχθηκε με μία αποκοπή από το παρελθόν. Δημιουργείται ένα κενό, μία άτυπη ασυνέχεια. Η ανάγκη συνύπαρξης με άλλες εθνοτικές ομάδες στον ίδιο περιβάλλοντα χώρο, τον απομακρυσμένο από άλλες μικρασιατικές κοινότητες, και η ανάγκη επιβίωσης στις νέες συνθήκες που έθετε το ελληνικό κράτος, εξώθησαν σε ένα πολιτισμικό μετασχηματισμό που πιο πολύ αντικαθιστά και ισοπεδώνει τα προγενέστερα χαρακτηριστικά, παρά τα αναπροσαρμόζει προκειμένου να διατηρηθούν.
Δηλαδή, οι Κεστρινιώτες αποσιώπησαν τα χαρακτηριστικά που θα τους διαφοροποιούσαν σε σχέση με την ισοπεδωτική ομοιομορφία που επιβάλλει η επίκληση της εθνικής ελληνικής ταυτότητας, προστατεύοντάς τα τελικά. Ενώ οι απόγονοι των προσφύγων τα τροποποίησαν συνειδητά ή ασυνείδητα, σε σημείο που η ανάκλησή τους να αποτελεί μία αφηγηματική παράθεση στοιχείων των συνθηκών εγκατάστασης των πρώτων γενεών έως και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Η πολιτισμική διαφοροποίηση −ισχυρή στο παρελθόν− ίσως πλέον να αποτελεί μόνο ανάμνηση και σημείο αναφοράς, δεν επηρεάζει το παρόν. Μία μικρή ένδειξη αποτελεί το γεγονός ότι στη νέα γενιά δεν επιβιώνει πλέον η τουρκική γλώσσα.
Το τρίτο στη σειρά χωριό είναι η Σαγιάδα. Η Σαγιάδα είναι το μόνο χωριό, σε σχέση με τα άλλα δύο, του οποίου οι κάτοικοι δεν αναφέρονται τόσο έντονα στις προβληματικές που δημιουργεί η ανάγκη συμβίωσης με άλλες εθνοτικές ομάδες στον ίδιο χώρο. Τουλάχιστον σε σχέση με το παρελθόν. Επίσης, είναι το μόνο στο οποίο η γειτνίαση με τη θάλασσα παίζει ρόλο στις οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων. Τέλος, πάλι σε σχέση με τα άλλα δύο χωριά, βρίσκεται πιο κοντά στο σύνορο της Αλβανίας. Ο παρατηρητής στην πρώτη του επαφή με το χώρο δεν αντιλαμβάνεται αμέσως τη σχέση με τη θάλασσα. Ο οικισμός αναπτύσσεται κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί στο λιμάνι, διατηρώντας κάποια απόσταση από το χωριό. Ο συνδυασμός παλαιών και νέων στοιχείων γίνεται αμέσως αντιληπτός. Οι πρώτοι μεταπολεμικοί οικιστικοί πυρήνες, ύστερα από τη μεταφορά του χωριού από το βουνό (Παλιά Σαγιάδα), διαφέρουν ξεκάθαρα από τα νεόκτιστα σπίτια.
Στη Σαγιάδα το τοπίο ποικίλει καθώς συνδυάζει τη θάλασσα με τις καλλιέργειες και τα περιβόλια. Οι μυρωδιές αλλάζουν σε κάθε της σημείο. Κοντά στα κτήματα κυριαρχεί το θυμάρι, ενώ στο λιμάνι ανάλογα με το φύσημα του ανέμου η μύτη πιάνει τη μυρωδιά ψαριού, άδειων οστράκων, και πετρελαίου ανάμεικτου με θαλασσινή αύρα. Τα παραπάνω αναμειγνύονται ταυτόχρονα και με τις μυρωδιές των φαγητών από τα ταβερνάκια στο Σκάλωμα. Οι εναλλαγές κάνουν άμεσα την εμφάνισή τους: δέντρα, ζώα, λουλούδια, ήχοι, πολύχρωμα καΐκια, διάφορες αποχρώσεις γαλάζιου ανάλογα με τη θέση του ήλιου αποκαλύπτουν τη θέση τους στον πολυποίκιλτο καμβά όσο κανείς διασχίζει την περιοχή. Τίποτα δεν υπονοείται ούτε μοιάζει να θέλει να κρυφτεί από το βλέμμα του παρατηρητή. Παραμένει εκεί σίγουρο για τον εαυτό του και, αν του δοθεί η ευκαιρία, ξεδιπλώνει ευχαρίστως τις πτυχές της δικής του ιστορίας.
Οι Σαγιαδινοί πιο πολύ από τους κατοίκους των άλλων χωριών επικαλούνταν όχι μόνο την ελληνικότητα αλλά και την καθαρότητα του χωριού. Υποστήριξαν πως δε δέχτηκαν προσμίξεις μαζικά, πριν τα τελευταία τριάντα χρόνια. Οι εμπορικές σχέσεις που πιθανόν να διατηρούσαν −κυρίως κατά το 19ο αιώνα− με την Ιταλία δε φαινόταν να έχουν αφήσει κατάλοιπα σε νοοτροπίες και αντιλήψεις. Πιο πολύ έμοιαζε να επηρέασαν τη μνήμη τα ταραγμένα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου και η μεταφορά ενός μέρους του πληθυσμού στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Δημιουργούνταν η εντύπωση στις συζητήσεις ότι έψαχναν αιτίες να υπερασπιστούν τον τόπο τους, παρ’ όλα τα παράπονα για τη στασιμότητα της καθημερινότητας ή για την απουσία λειτουργικών επενδύσεων εκ μέρους της πολιτείας. Ήταν εκείνοι που άντεξαν και παρέμειναν «καθαροί», συμβιώνοντας με χωριά διαφορετικών εθνοτικών ομάδων και μετά την εισροή Αλβανών με το άνοιγμα του συνόρου. Έδειχνε να αντιμετωπίζουν τον τόπο τους ως έναν αντιπροσωπευτικό φάρο καθαρότητας, που αγωνίζεται να επιβιώσει διατηρώντας τα χαρακτηριστικά του στο πλαίσιο μίας ευαίσθητης συνοριακής περιοχής, η οποία ενίοτε κατακλυζόταν από αλλόθρησκους και «αλλοεθνείς».
Με κάποια πικρία φανερώνονταν οι μεταγενέστερες προσμίξεις με Αλβανίδες και Βλάχες. Σαν εξαναγκαστική προσαρμογή στη νέα εποχή. Κάτι χάνεται και αλλάζει. Κάτι που ξεφεύγει από τον έλεγχο των παραδοσιακών αξιών. Μετασχηματισμοί που ξεκίνησαν μεταπολεμικά και που τώρα δεν αποτελούν απλή εξαίρεση στον κανόνα, αλλά τον ίδιο τον κανόνα. Η διάθεση των μεγαλύτερων σε ηλικία κυμαινόταν ανάμεσα στο «καλά περνάμε» και στην ανασφάλεια για το μέλλον του τόπου. Ίσως να πίστευαν πως υπήρχε κάποιος μεταφυσικός λόγος για τις τρικυμίες που πέρασαν. Ήταν κάτι περισσότερο από μία ιστορική συγκυρία. Ήταν μία δοκιμασία που τους έβγαλε νικητές, γιατί αποδείχθηκαν άξιοι στην ολοκλήρωση της αποστολής τους. Της αποστολής διατήρησης μιας «ακεραιότητας». Και τώρα μετά την περιπέτεια ήταν στυφή η γεύση της αδιαφορίας που επεδείκνυε η πολιτεία απέναντι σε ένα «παιδί», το οποίο, ενώ στάθηκε άξιο απέναντι στις απαιτήσεις και τις ανάγκες της «μητέρας-πατρίδας», ένιωθε τώρα παραμελημένο.
Ως προς το ζήτημα του συνόρου η μικρή απόσταση μεταξύ Σαγιάδας και Αλβανίας δεν έδειξε να πυροδοτεί την περιέργεια αναζήτησης του διαφορετικού. Εξάλλου αυτό το «διαφορετικό» τούς προσεγγίζει από μόνο του, ωθούμενο από τις συνθήκες. Αλβανοί είναι οι εργάτες που δουλεύουν στα χωράφια, Αλβανίδες είναι αρκετές νύφες που έχουν παντρευτεί Σαγιαδινούς. «Τους βλέπουμε. Έρχονται εδώ έτσι κι αλλιώς. Γιατί να θέλουμε να πάμε; Τι άλλο έχει να δούμε;», μοιάζει να λένε. Αφήνουν την αίσθηση ότι «στριμώχνονται» με ένα νοητό τρόπο από την παρουσία τους. Τους ενοχλεί που «έτσι όπως έγιναν τα πράγματα» δουλεύουν Αλβανοί στα χωράφια. Ποια είναι η εναλλακτική πρόταση σε αυτό; Υπάρχει από τους ίδιους; Φαίνονται παρασυρμένοι και ενοχλημένοι γι’ αυτό από τις τάσεις της εποχής. Ίσως γιατί τους κάνει να μοιάζουν με τους άλλους, ενώ οι ίδιοι θεωρούν ότι διαφέρουν. Και ίσως να είναι αυτή η ίδια η ανικανότητα αντίδρασης που τους κάνει να προβάλλουν ακόμα πιο έντονα τη φθίνουσα διαφορετικότητά τους. Και τελικά τι είναι εκείνο που ψάχνει να βρει ο επισκέπτης στη γειτονική του χώρα; Τη διαφορετικότητα στους ανθρώπους; Στο τοπίο; Σε τι; Με άφησε εμβρόντητη η παρατήρηση του υπαλλήλου στο σύνορο όταν επισκεφτήκαμε την Αλβανία.
«Και γιατί να πάτε; Δεν έχει τίποτα να δείτε!» απόρησε.
Πώς γίνεται να μην έχει «τίποτα»; Τι είναι αυτό το «κάτι» που καθιστά έναν προορισμό ως σημαίνοντα, για να αξίζει τη διάθεση χρόνου και κόπου, ώστε να τον επισκεφθείς; Πόσο καθηλωτικά δηλαδή είναι τα όσα βλέπει εκείνος κάθε μέρα στον τόπο του, ώστε να εκμηδενίζουν την περιέργειά του απέναντι σε οτιδήποτε άλλο, και μάλιστα τόσο κοντινό; Και πόσο διευρύνει τους ορίζοντές του όποιος αντιμετωπίζει το διαφορετικό κυρίως με επιφύλαξη και «εχθρικότητα», εγκλωβιζόμενος στην ανασφαλή ψευδαίσθηση της τελειότητας και μοναδικότητάς του; Τι είναι εκείνο που καθορίζει τις αποστάσεις και τα σύνορα; Και πού βρίσκονται τελικά οι αποστάσεις; Γύρω μας ή μέσα μας;
Ήμουν ακόμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι νιώθοντας τη Σαγιάδα τόσο κοντά μες στο ταξίδι του μυαλού, που μύριζα το θυμάρι και άκουγα τις φυλλωσιές να χορεύουν ανέμελα στο ρυθμικό αεράκι. Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν αποτραβηχτεί από το καυτό βλέμμα του ήλιου, απολαμβάνοντας και εκείνα στα σπίτια τους τη μεσημεριανή σιέστα. Στην ουσία, βέβαια, πρόκειται για τα διαμερίσματα της γιγάντιας πολυκατοικίας που είναι χτισμένη απέναντι από το σπίτι μου. Μοιάζει λίγο με γίγαντα από τσιμέντο, που εποπτεύει αφ’ υψηλού μέσα από οριζόντια ανοίγματα τα μικρά συνωστισμένα σπιτάκια στα πόδια του. Παλιότερα τα παιδιά έπαιζαν διασκορπισμένα σε όλη τη γειτονιά. Μετά χτίστηκε ένας χαμηλός περιμετρικός τοίχος-σύνορο στο παιχνίδι τους, προσδιορίζοντας το πεδίο δράσης τους μέσα σε αυτόν. Οι μικρές παλιές μονοκατοικίες τριγύρω, οι πιο πολλές με αυλές, κατοικούνται από Αλβανούς και όσους ντόπιους αντιστέκονται ακόμα, παρ’ όλες τις δυσκολίες, στη λύση της αντιπαροχής. Το τοπίο αλλάζει. Κάποιες μονοκατοικίες έγιναν ήδη τριώροφα κτίρια. Τελικά πόσα σύνορα υπάρχουν γύρω μας; Ο βαθμός γίνεται σύνορο. Τα χαμόσπιτα έναντι των πολυκατοικιών σύνορα. Η φυσιογνωμία σύνορο. Η γλώσσα σύνορο. Η διαφορετικότητα σύνορο. Ίσως τα σύνορα τα κλειστά και τα ανοιχτά να τα κουβαλάμε μέσα μας. Στο κατά πόσο είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχτούμε τη διαφορετικότητα του άλλου χωρίς προκαταλήψεις. Χωρίς να μας στηλιτεύουν οι εντυπώσεις πριν προλάβουμε να κατανοήσουμε. Τέλος, στον τρόπο με τον οποίο αυτοπροσδιοριζόμαστε σε σχέση με τους άλλους και όχι σε αντίθεση με αυτούς.
Αναθεωρημένο απόσπασμα της συντάκτριας από την ομαδική μεταπτυχιακή εργασία, Ο κοινωνικός μετασχηματισμός της υπαίθρου στην μεταπολεμική Ελλάδα, Η περίπτωση των χωριών: Ν. Σελεύκεια, Κεστρίνη, Σαγιάδα, Επιβλέπων Καθηγητής Βασίλης Νιτσιάκος, των Αναστασίας Κεφαλληνού, Ιουλίας Λυμπεροπούλου, Ασημάκη Παλαιολόγου.
__________________
[1] είδος βελανιδιάς.