Greeklish, ΓτΝ και το γλωσσικό καλά κρατεί
Οι θεωρίες καθαρότητας και ο φόβος της νόθευσης εκφράζουν μάλλον ανησυχίες ορμώμενες από μία ελαφρώς υπερβολική και ίσως μονόπλευρη θεώρηση των πραγμάτων. Έρευνες δείχνουν ότι με το πέρασμα του χρόνου οι άνθρωποι γίνονται λιγότερο δεκτικοί στις καινοτομίες και τις αλλαγές, καταλήγοντας έως την απαξίωση και την απόρριψη. Ίσως λοιπόν και να πρόκειται για αναμενόμενες αντιδράσεις βάσει των ορίων της πνευματικής εμβέλειας της εκάστοτε γενιάς που μεταβιβάζει τη σκυτάλη στην επόμενη η οποία θα διευρύνει τους ορίζοντες άλλο ένα βήμα.
Η γλώσσα, επομένως, ως επικοινωνιακό εργαλείο αποτελεί μία ξεχωριστή οντότητα που δημιουργείται από τον άνθρωπο, αλλά τελικά υπάρχει και ανεξαρτήτως αυτού σε ένα νοητό – φαντασιακό επίπεδο. Αυτό, τουλάχιστον, προσδιορίζει το αφηρημένο ιδανικό που έχουν πολλοί άνθρωποι κατά νου για το τι είναι η μητρική τους γλώσσα. Ενδεχομένως να εξηγείται αυτή η αντιμετώπιση στην Ελλάδα λόγω της Τουρκοκρατίας και επομένως της ανάγκης να διατηρηθεί από ένα σημείο και ύστερα ως διακριτικό γνώρισμα μετά την ιδέα για δημιουργία έθνους-κράτους. Επίσης από το γεγονός ότι η ελληνική γλώσσα διήλθε, και ακόμα βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο, από μεγάλες περιπέτειες με ένα γλωσσικό ζήτημα που πήρε πολλές μορφές.
Για αιώνες το επίσημο ύφος της αρχαΐζουσας –γλώσσα ακατανόητη στον απλό λαό– συνυπήρχε με το ανεπίσημο ύφος, που εξελισσόταν δυναμικά και όχι σε κατάσταση «εργαστηρίου» όπως η επίσημη «καθαρισμένη» γλώσσα. Η καθαρότητα σήμαινε: όσο το δυνατόν πιο κοντά στα αρχαία. Η καθομιλουμένη χαρακτηριζόταν, αντίθετα, «χυδαία» γλώσσα. Εντυπωσιάζει η διαπίστωση του Γάλλου γλωσσολόγου A. Millet το 1913 ότι ένας ξένος γνώστης των αρχαίων ελληνικών μπορούσε να καταλάβει τι έγραφαν οι εφημερίδες, αλλά δεν καταλάβαινε την καθομιλουμένη[1]. Πράγμα που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι ο απλός λαός μπροστά στην ερμητική επίσημη γλώσσα του κράτους, της Δικαιοσύνης κτλ. έμενε στην ουσία αμέτοχος και ανυπεράσπιστος. Ο Γ. Ψυχάρης φέρνει στο προσκήνιο το αίτημα για μία γλώσσα διαχειρίσιμη και κατανοητή από όλους ήδη από το 1888 με το Ταξίδι μου γραμμένο στη δημοτική. Αυτή η διεκδίκηση βρήκε πολλές σκοπέλους έως την εκπλήρωσή της.
Οι υπερασπιστές της καθαρεύουσας –εκκλησία, μέρος των πανεπιστημιακών κ.ά.– καταφέρονταν εναντίον των δημοτικιστών με χαρακτηρισμούς, όπως: «άθεοι, ανήθικοι, προδότες της πατρίδας, αναρχικοί, μασόνοι, όργανα της σλαβικής προπαγάνδας κτλ.»[2]. Καταλαβαίνουμε ότι δεν ήταν απλή υπόθεση η γλώσσα. Αδιανόητο σήμερα, αλλά γίνονταν αιματηρά επεισόδια και δίκες για τη μεταφορά των Ευαγγελίων σε γλώσσα κατανοητή από το λαό, για τη μετάφραση των αρχαίων κειμένων και για τόνους! Το 1941 «ο Ι. Κακριδής κατηγορείται ότι, ως προς την γλωσσική μορφή των βιβλίων, υιοθετεί τη δημοτική, απλοποιεί την ορθογραφία και καταργεί το τονικό σύστημα, ενώ με το έργο του επιδιώκει τον κλονισμό των αξιών του αρχαίου πολιτισμού και ο ίδιος διέπεται από αντεθνικό πνεύμα»[3].
Τη μετεμφυλιακή περίοδο η δημοτική αποτελούσε ένδειξη κομουνιστικής απειλής. Μικρή παρένθεση η εισαγωγή της στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση από το 1964 με την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Το 1967 η δικτατορία ανέκοψε το ευχάριστο διάλειμμα έως την καθιέρωσή της το 1976 από την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή. Το πολυτονικό διατηρήθηκε μέχρι το 1982 όταν καθιερώνεται το μονοτονικό σύστημα από τον Α. Παπανδρέου.
Όλη αυτή η περιπέτεια κατέληξε σε μία «διγλωσσία χωρίς διπλογλωσσία»[4], που επέφερε πολλές αντιθέσεις. Κάποιοι αμβλυμένοι απόηχοι, μάλιστα, ορισμένων αντιλήψεων από τις προαναφερόμενες εξακολουθούν να υπάρχουν. Η επιβίωση των λόγιων σχηματισμών, για παράδειγμα, δεν αποτελεί μόνο αποτύπωμα της προγενέστερης «διγλωσσίας», αλλά μπορεί να λειτουργεί ενίοτε και ως «μηχανισμός κοινωνικών διακρίσεων», όχι όμως βάσει της ικανότητας χειρισμού της γλώσσας, αλλά με μία τυπολατρική προσκόλληση «στη δυσκολία και στην πολυπλοκότητα»[5]. Έτσι, «όσα περισσότερα επετεύχθη και επιτευχθέντα χρησιμοποιεί (το μέσον, εδώ εφημερίδα), τόσο περισσότερο κύρος θεωρεί ότι αποκτά ο δημόσια εκφωνούμενος λόγος. Το μέλλον θα δείξει πόσο ισχυρός μηχανισμός είναι αυτός και πόσο συνδέεται με το ιδεολόγημα της αναγκαιότητας της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών για θεραπεία της “γλωσσικής πενίας”»[6]. Μήπως η ανακοπή, λοιπόν, της φυσικής εξέλιξης της γλώσσας, η οποία δέχτηκε τόσες παρεμβολές, οδήγησε και στη διαμόρφωση μίας τραυματισμένης οπτικής στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η γλώσσα;
Η προβληματική είναι δυναμικά ορατή στη συγκρουσιακή προσέγγιση της ΓτΝ. «[...] ιδιαίτερα τα ρεπορτάζ, παρουσιάζουν μια θραυσματική, αποσπασματική εικόνα του νεανικού λεξιλογίου, δημιουργώντας την εντύπωση ότι πρόκειται για “καινούργια και άγνωστη” ποικιλία της ελληνικής γλώσσας. Επομένως, τα ΜΜΕ όχι μόνο δε συμβάλλουν στην κατανόηση του φαινομένου ΓτΝ αλλά συντελούν σημαντικά στη δημιουργία αρνητικού μυθοποιητικού κλίματος»[7].
Πιο συγκεκριμένα, η ΓτΝ είναι μέρος της αργκό (γαλλ.) ή σλαγκ (αγγλ.). Σλαγκ, βέβαια, υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες. Το αποδεικνύει η ξένη προέλευση των δύο λέξεων που αποδίδουν γενικά τη λαϊκή ιδιόλεκτο. Επίσης, και άλλες γλώσσες χρησιμοποιούν δάνεια από την ελληνική. Με λέξεις λιγότερο ή περισσότερο πιπεράτες, λοιπόν, η αργκό αποκαλύπτει την αμφισβήτηση της ξύλινης καθεστηκυίας, αλλά και προσπαθεί, ιδίως παλαιότερα, να διασφαλίσει την εχεμύθεια και να προστατεύσει τη διαφορετικότητα της εκάστοτε ομάδας ή τα επαγγελματικά της μυστικά. Πολλές λέξεις σήμερα έχουν περάσει στην καθομιλουμένη και είναι απολύτως κατανοητές.
Η αργκό, επομένως, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται η άλλοτε γλώσσα του περιθωρίου, στην ουσία δεν είναι μία αλλά πολλές, και εκείνο που φτάνει σε όλους εμάς είναι διάσπαρτες λέξεις από όλες τις ιδιολέκτους[8]. Στη σλαγκ υπάρχουν επινοήσεις λέξεων με ρίζα τούρκικης, ιταλική, αγγλικής, γαλλικής κτλ. προέλευσης. Ας μη συγχύσουμε λέξεις όπως κοζάρω και μπανίζω (= κοιτώ έντονα και διερευνητικά) με τα δάνεια, όπως: ντολμάς (τουρκ.), σερμπέτι (αραβ.), ντόμπρος (σλαβ.), πόρτα (ιταλ.), λεβιές (γαλλ.)[9] κτλ. Ούτε με τα αντιδάνεια από λέξεις που έχουν περάσει από τα αρχαία σε άλλη γλώσσα, επέστρεψαν στη νεοελληνική και χρησιμοποιούνται με το νέο τους σχηματισμό, όπως η λέξη μπράτσο (βραχίων – αρχ. > λατ. braccium > ιταλ. braccio ή βεν. brazzo > αντιδ. μπράτσο). Τα ίδια ισχύουν και σε άλλες γλώσσες ή το δάνειο μπορεί επιπλέον να προέρχεται ως αντιδάνειο από άλλη αρχική γλώσσα. Τα δάνεια και τα αντιδάνεια έχουν ελληνοποιηθεί, ιχνηλατούν την ιστορία και υποδεικνύουν επιπλέον τον τομέα επιρροής μίας άλλης κουλτούρας στη δική μας από τις συγκεντρώσεις των λέξεων στις εκάστοτε ειδικότητες. Για παράδειγμα, βρίσκουμε τούρκικες λέξεις, μεταξύ άλλων, στη μαγειρική και γαλλικές επίσης στη μαγειρική και στην τεχνολογία αυτοκινήτων. Και η αργκό, όμως, περνάει σταδιακά στην καθομιλουμένη με λέξεις ξένης προέλευσης, ελληνικής με άλλη σημασία, ανάμεικτης ή με δημιουργικές επινοήσεις.
Όλες οι ιδιόλεκτοι που συμπεριλαμβάνονται στη γενικότερη κατηγορία της αργκό εκφράζουν κυρίως κλειστές κοινωνικές ομάδες (ομοφυλόφιλοι – τα καλιαρντά αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα ιδίως από το 1940[10], τοξικομανείς κτλ.), επαγγέλματα με εξειδικευμένο λεξιλόγιο (jargon) και μειονοτικές δραστηριότητες (π.χ. γκραφιτάδες). Κοινός παρονομαστής όλων είναι η προστασία από τους εκτός ομάδας. Στα επαγγέλματα περιφρουρούσαν, ενδεχομένως, τα μυστικά τους και χρησίμευαν, βέβαια, πρακτικά για οικονομία λόγου.
Φράσεις που ανήκαν στις διάφορες ιδιολέκτους του περιθωρίου μεταπήδησαν στην καθομιλουμένη και αφομοιώθηκαν πλήρως. Η γιαγιά μου θα έφριττε αν της έλεγα π.χ. «τα παίρνω κρανίο», κυρίως γιατί δε θα καταλάβαινε. Τώρα, πια, όλοι γνωρίζουν τι σημαίνει. Ακόμα και εκείνη όμως ήξερε τι σημαίνει «έμεινε ξύλο απελέκητο» και «κούτσουρο» (= αγράμματος). Και στα καθ’ ημάς, αν έγραφα «θα φρίκαρε» αντί για «έφριττε» κανείς δε θα παρεξηγούνταν. Το νόημα, άλλωστε, περνάει ακέραιο, και τελικά αυτό είναι το ζητούμενο της χρηστικότητας.
Χρησιμοποιούμε, πλέον, πολλές λέξεις χωρίς να σκεφτόμαστε ότι πρόκειται για αργκό. Θα αναφέρω μερικές ενδεικτικά: γάτα (= έξυπνος), σένιος (= κομψός), βούρλο, βλήμα, βλίτο, (= χαζός), μπάζο (=άσχημος), τάπα, στούμπος (= κοντός), δόντι, βύσμα, άκρη (= μέσον). Πάλι ενδεικτικά θα αναφέρω μεταλαμπαδεύσεις από κάποιες ιδιολέκτους στην καθομιλουμένη. Στρατιωτική αργκό: ροζαλία (= απολυτήριο), καλλιόπη (= αποχωρητήριο) και γερμανικό (= βάρβαρο ωράριο σκοπιάς), ψάρι (= αρχάριος, στραβάδι), λαϊκή: λυπητερή (= λογαριασμός), γλώσσα των μοτοσικλετιστών: τζιτζί (= τέλεια), καλιαρντά: τεκνό (= εμφανίσιμος), ΓτΝ: κολλητός (= στενός φίλος), γλώσσα τοξικομανών: τη βρίσκω (= φτιάχνομαι), ποδοσφαιρική ορολογία: κόκκινη κάρτα (= έφαγε άκυρο), σουτάρω (= διώχνω), γλώσσα φυλακής και παρανόμων ποινικού: ψειρού, στενή (= φυλακή), τον μάδησε, τον έγδυσε (= για χαρτιά, κλέψιμο) κ.ά.[11]
Η ΓτΝ, επομένως, δεν είναι κάτι εντελώς καινούριο. Συμπεριλαμβάνεται με τις άλλες ιδιολέκτους στην αργκό και αποτυπώνεται γραπτά σε ηλεκτρονική μορφή με τα greeklish. Τα greeklish είναι ελληνικά γραμμένα με λατινικούς χαρακτήρες, εμπλουτισμένα επιπλέον με συμπτύξεις, όπως LOL (Laugh Out Loud) και με σχέδια τύπου :@ (= μπερδεύτηκα)[12]. Η ΓτΝ, μεταξύ άλλων, σχηματίζεται με το πάντρεμα αγγλικών και ελληνικών λέξεων, όπως, π.χ., μπερδεγουέι (μπέρδεμα/way και ακούγεται σαν το by the way = παρεμπιπτόντως), ντόπερμαν ή απλώς με την προσθήκη αγγλικής κατάληξης: γόπινγκ, αρκουδίσιον. Με τη χρήση, επίσης, αγγλικών λέξεων που περνούν σταδιακά στην καθομιλουμένη αλλάζοντας, ή όχι, σημασία, όπως, π.χ., σερφάρω, ριλαξάρω κτλ. Τέλος με δάνεια, προσαρμογές και επινοήσεις. Πρόκειται για μία ταχύτατα εξελισσόμενη και δημιουργική γλώσσα ως προϊόν μίας εποχής τεχνολογίας (mail, twitter κτλ.), την οποία αντίστοιχα εξυπηρετεί, εφόσον η συμπύκνωση των νοημάτων εξοικονομούν χρόνο και χρήμα (sms). Τα παραπάνω εξηγούν γιατί σε μία τεχνολογική εποχή παγκοσμιοποίησης η ΓτΝ είναι επηρεασμένη κυρίως από τα αγγλικά, ενώ η αργκό ανέκαθεν εμπνεόταν από διάφορες γλώσσες, ανάλογα με τη συχνότητα και τους λόγους επαφής της εκάστοτε ξένης γλώσσας με την ελληνική. Το αντίστοιχο συμβαίνει και σήμερα. Η γιαγιά μου όταν έλεγε «και ήρθε σούμπιτος να μου πει...» δεν ήξερε την ιταλική προέλευση της λέξης, αλλά τη χρησιμοποιούσε.
Η γλώσσα όσο αποτελεί μέσον έκφρασης και επικοινωνίας, άλλο τόσο εξυπηρετεί πρακτικές ανάγκες, απλές ή σύνθετες. Κάθε γενιά, λοιπόν, είναι φυσικό να προσθέτει τα δικά της στοιχεία, διεκδικώντας τη δική της θέση στην πορεία των πραγμάτων. Είναι τόσο φυσικό όσο το να φτιάξει ένας έφηβος το δωμάτιό του σύμφωνα με το δικό του γούστο στο σπίτι των γονιών του. Και όπως αργότερα θα πορευτεί στη ζωή εν μέρει και σύμφωνα με τάσεις που καθόρισαν τη δική του γενιά και όχι τη γενιά των γονιών του. Επίσης, όπως σε κάθε γενιά άλλα μέλη της είναι πιο δημιουργικά και καινοτόμα και άλλα όντας πιο συμβιβασμένα ή φοβισμένα αναπαράγουν τα γονεϊκά τους πρότυπα, αναλόγως άλλες λέξεις και φράσεις είναι πιο πετυχημένες και ανθεκτικές στο χρόνο και άλλες λιγότερο. Η γλώσσα δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Ο χρόνος είναι αμείλικτη μυλόπετρα: συνθλίβει ό,τι δε χρειάζεται και συντηρεί ό,τι αξίζει να επιβιώσει.
Η γλώσσα αντικατοπτρίζει ένα σύστημα σκέψης. Η κάθε γενιά φτιάχνει το μικρό της κωδικοποιημένο σύστημα μέσα στο ήδη ευρύτερο υπάρχον, υιοθετώντας στοιχεία, αναδημιουργώντας και επινοώντας νέα. Όταν, λοιπόν, ένας μεγαλύτερος έρθει σε επαφή με ένα ολόκληρο νέο μικροσύστημα ή ένα απόσπασμά του είναι φυσικό να ξενιστεί, γιατί το δικό του σύστημα διαφέρει αντανακλώντας παράλληλα και έναν άλλον τρόπο σκέψης. Συνήθως, όσοι ασκούν επαγγέλματα σε άμεση συνάφεια με τα παιδιά, π.χ. οι δάσκαλοι, είναι πιο ελαστικοί, γιατί δε χάνουν την επαφή με τις εξελίξεις. Τις συνηθίζουν, ίσως, ως μέρος της καθημερινότητάς τους. Αντίθετα, όσοι αποκόβονται από τις γλωσσικές εξελίξεις εργαζόμενοι σε ένα in vitro περιβάλλον και απομακρυσμένοι από τη γλωσσική αρένα δεν ανανεώνουν στον ίδιο βαθμό ή με την ίδια συχνότητα τις προσλαμβάνουσές τους και οι νεωτερισμοί ακούγονται ως παραφωνίες.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα τραγούδια στο ράδιο – αναφέρομαι στην προσαρμογή του αυτιού μέσω της συνήθειας, δεν κάνω ποιοτική αξιολόγηση της πληροφορίας. Συχνά, λοιπόν, ένας ρυθμός που μας ξενίζει αρχικά γίνεται ανεκτός έως και αρεστός με την επανάληψη του ερεθίσματος. Στο κάτω κάτω η γλώσσα είναι εν πολλοίς μία ακουστική διαδικασία. Αντίστοιχα, μπορεί το «φρικάρω» να ακούγεται βαρβαρισμός σε κάποιον όσο το ich liebe dich (=σ’ αγαπώ) σε όποιον δε γνωρίζει γερμανικά. Δεν υπολείπονται, όμως, από καμία άλλη λέξη να μεταφέρουν το νόημα, άσχετα αν στους αμύητους του εκάστοτε κώδικα η Χ ιδιόλεκτος, τα γερμανικά ή τα ιαπωνικά ακούγονται σαν θόρυβος ή αλαμπουρνέζικα. Η ανοχή, άλλωστε, ενός διαφορετικού κώδικα μπορεί να σημαίνει και ανοχή στη διαφορετικότητα. Για μία κοινωνία που εξελίσσεται και αλλάζει διαρκώς και υγιώς αυτή η νοοτροπία μπορεί να αποδειχτεί πολύ χρήσιμο εργαλείο. Γιατί έτσι καλλιεργούνται οι δίαυλοι επικοινωνίας τόσο με τον εαυτό μας όσο και με τους άλλους.
Έπειτα οι κώδικες ήταν γνωστοί στον άνθρωπο από τότε που έγινε η σκέψη του πιο σύνθετη. Και μάλιστα η συμπύκνωση για οικονομία λόγου αποτελεί συχνά ζητούμενο. Οπότε δεν είναι απλοποίηση η επινόηση ενός κώδικα ή η εξέλιξή του. Όλοι μας φτιάχνουμε κώδικες. Με τη φίλη μου από 7 χρονών έως πρόσφατα είχαμε αναπτύξει ιδιόλεκτο, που εμπλουτιζόταν διαρκώς, για να μη μας καταλαβαίνουν οι μεγάλοι. Αυτό προϋποθέτει επινοητικότητα και φαντασία. Αλλά και η κάθε οικογένεια έχει την ιδιόλεκτό της με λέξεις ή φράσεις που παραπέμπουν σε καταστάσεις βιωμένες, στις οποίες ο ουδέτερος παρατηρητής παραμένει αναγκαστικά αμέτοχος. Το ίδιο μπορεί να συμβεί στη δουλειά με συναδέλφους ή σε παρέες. Και κάπως έτσι προκύπτει η έννοια του private joke. Ένα αστείο όχι κομμένο και ραμμένο για όλους, μόνο για «όσους» καταλαβαίνουν. Μιλάμε συνέχεια με κώδικες, αλλά δεν το σκεφτόμαστε. Και όσο περισσότερους αφορά ο κώδικας τόσο περισσότερο εμπλουτίζεται.
Από τη στιγμή, επομένως, που ο στόχος του νέου κώδικα επιτυγχάνεται: η επικοινωνία, πώς μπορούμε να μιλάμε για «λεξιπενία»; Επιπλέον, το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών καταρτίζει το Λεξικό της ΓτΝ με 3000 νεολογισμούς[13]. Ο προβληματισμός της «λεξιπενίας», ωστόσο, υπάρχει αρκετά χρόνια. Ίσως από τότε που οι ενήλικες σταμάτησαν να καταλαβαίνουν τους μικρότερους. Ενδείξεις υπάρχουν ήδη στην ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» του 1959. Εκεί εκφράζονται ανησυχίες γιατί οι μαθήτριες «περιφρονούν το απαρχαιωμένο σχολείο, χρησιμοποιούν ξενικές εκφράσεις»[14]. Ποιος δε θυμάται, άλλωστε, το σχόλιο «λεξιπενίας» του Γ. Δαλιανίδη στην ταινία «Τα Τσακάλια» του 1982, όπου οι λέξεις μαλάκας, μαλακίες και μαλακισμένα ακούγονται κατ’ αποκλειστικότητα 16 φορές σε 21 δεύτερα.
Έρευνες γλωσσολογικές του ’90, που αφορούν την αντιμετώπιση του θέματος από τα ΜΜΕ ή από τους ενήλικες, ανέδειξαν μία απλοποιημένη ρητορική και αφοριστική λογική με φράσεις υπερβολικές, όπως: «η γλώσσα “καταστρέφεται”» (1990), «Η “ξένη” γλώσσα των νέων» (1992), ή «“στραγγαλίζουν” τη γλώσσα» (1994)[15]. Μιλούν επίσης για greeklish και ΓτΝ ως γλώσσα του διαλείμματος το ’90, ενώ πλέον είναι πιο διαδεδομένη. Δεν αποκλείεται επίσης κάποιες λέξεις να αλλάζουν σημασία στο χρόνο. Η εξήγηση της διαφοροποίησης δεν αναζητείται απαραίτητα στο λάθος. Για παράδειγμα, το ’90 λέγαμε κάφρος, καφρίλα κτλ. εννοώντας απεριποίητος, ενίοτε βρομιάρης και με κακούς τρόπους. Αργότερα το συνάντησα και ως κατόρθωμα, κάτι εξαιρετικό.
Υπάρχει μία τάση στις ταινίες, ενδεχομένως και για λόγους απήχησης, να αντιμετωπίζεται με μία μομφή η ΓτΝ. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ενήλικες γενικότερα. Έτσι, όμως, μεταβιβάζεται αυτόματα η ευθύνη σε κάποιον αόριστο άλλο: στο σύστημα γενικά, στο κράτος, στα ίδια τα παιδιά. Γιατί κανείς δεν αναρωτιέται γιατί συμβαίνει κάτι, αλλά στοχοθετείται το σύμπτωμα; Εντοπίζεται ένα οξύμωρο σχήμα, αν το σκεφτεί κανείς. Πώς μπορείς να ζητάς διαρκή τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και μετά να σου κάνει εντύπωση η κατάργηση του πολυτονικού; Τα ασφυκτικά όρια, εξάλλου, που υπαγορεύει η «λεξιπενία», αν υπάρχει – γι’ αυτό και τα εισαγωγικά, μήπως θα έπρεπε να αναζητηθούν αλλού; Στα στενά όρια της ζωής γενικότερα. Στον κοντόφθαλμο ορίζοντα. Τα όρια είχαν περιοριστεί πολύ πριν την έξαρση της οικονομικής κρίσης. Όταν οι διακρίσεις και οι ομαδοποιήσεις ξεκινούν από το μαιευτήριο (ροζ – γαλάζιο), συνεχίζουν στο σχολείο, στις εξετάσεις, στα πανεπιστήμια και στο χώρο εργασίας, όπου παντού ανεξαιρέτως ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως πελάτης-προϊόν, γιατί αυτή η τετραγωνισμένη και στεγνή πραγματικότητα, η τόσο τακτοποιημένη, υπολογισμένη, καθαρή και ηλεκτρονική να μην έχει αντίκτυπο στη γλώσσα; Εκτός από αντανάκλαση του στενού πλαισίου, άλλωστε, η δημιουργική επινοητικότητα της διαδικασίας εκφράζει και μία ανάγκη εκτόνωσης.
Το ερώτημα, συνεπώς, θα έπρεπε να επικεντρώνεται στο γιατί οι νέοι είχαν την ανάγκη δημιουργίας ενός κλειστού κώδικα! Το «κλειστός» είναι σχετικό, εφόσον υπάρχει γύρω μας και ηλεκτρονικά και όποιος θέλει τον παρακολουθεί. Δεν τους αφορά όλους άμεσα, όμως, παρότι εξυπηρετεί με την οικονομία του, και προφανώς λειτούργησε στη μετεξέλιξή του μία κεκτημένη ταχύτητα ήδη υπαρκτή για αιώνες σε διάφορες κοινωνικές ομάδες της κοινωνίας μας. Η κεκτημένη ταχύτητα σε συνδυασμό με το στραπατσάρισμα και το στρίμωγμα της φυσικής εξέλιξης της καθομιλουμένης με την καθαρεύουσα, που στο κάτω κάτω και αυτή ένας ξύλινος κώδικας επίδειξης ισχύος των ανώτερων τάξεων ήταν, λειτούργησαν καταλυτικά.
Αυτά, λοιπόν, είναι «τα ρέστα μας», όπως λέει και ο Λεωνίδας Θεοδωρίδης στο άρθρο Οκτωβρίου. Και εφόσον γενεές επί γενεών υποβάλλονταν στο μαρτύριο του Σίσυφου με πνεύματα, υβριδικούς τύπους, πολυτυπία κτλ., μάλλον έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για μία γλώσσα που θα χαράξει το δικό της μονοπάτι. Τα απόνερα από τους περιορισμούς, τις ακρότητες και τα ευτράπελα τόσων ετών μπήκαν στο δικό τους αυλάκι. Ενδεχομένως η γλωσσική χειραφέτηση να προϋποθέτει και πολιτική χειραφέτηση. Στην Ελλάδα διοχετεύτηκαν οι πολιτικές αντιθέσεις στο γλωσσικό, χωρίς να λύνονται. Έτσι, η ορθογραφία ή ο τονισμός ήταν ζητήματα που τα έπαιρναν όπως λέμε: «πατριωτικά». Αυτές οι αντιθέσεις και η πολιτικοποίηση της γλώσσας δημιούργησε, όμως, στεγανά και μία κοντόφθαλμη λογική στο χειρισμό της.
Γι’ αυτό πολλοί έχουν ακόμα μία λογική σωστoύ λάθους, άσπρου μαύρου ή, ακόμα χειρότερα, κολλούν ασυζητητί σε ιδέες εντυπωμένες στραβά. Ως προς το σωστό λάθος εννοείται ότι πρόκειται για διαιώνιση της σχολικής νοοτροπίας και στην ενήλικη ζωή. Με τους περιορισμούς, όμως, της παπαγαλίας στην ανάλυση, στο συνδυασμό και στη φαντασία αποτυγχάνει αυτή η λογική να συμπεριλάβει τις λεπτές αποχρώσεις και την ποικιλία των δυνατοτήτων που προϋποθέτει και υποστηρίζει ο πλούτος μίας γλώσσας. Η πολυτυπία, πάλι, ωθεί σε σύγχυση. Όταν μαθαίνουμε μία ξένη γλώσσα δε διδασκόμαστε δέκα τρόπους για να γράφουμε μία λέξη – δεν αναφέρομαι στις διαλέκτους, βέβαια, ούτε σε παράγωγα ή συνώνυμα. Αυτό είναι προνόμιο των ελληνικών και ακούς σχόλια του τύπου: «Έτσι μου αρέσει». Πήγαινε να το πεις αυτό στον Άγγλο όταν θα δίνεις εξετάσεις να δούμε τι θα σου πει! Αυτό βέβαια αντανακλά την κοινωνική και πολιτική κατάσταση, όπως αποτυπώνονται στην Ελλάδα μέσω της γλώσσας: από εργαλείο έκφρασης και συναλλαγής καταλήγει να εκφράζει μία παρανοημένη υπερτροφική αυτοεκτίμηση, χωρίς λογικό αντιστάθμισμα.
Υπάρχουν, λοιπόν, ακόμα νοσταλγοί του πολυτονικού, ενδεχομένως γιατί έτσι το έμαθαν. Η συνήθεια γίνεται δεύτερη φύση, έλεγε ο Αριστοτέλης και με καλύπτει. Αλλά μπορεί εν μέρει να αποτελεί και ένα είδος μυθοποίησης και εξιδανίκευσης στο μυαλό τους, γιατί οι ίδιοι που υποστηρίζουν σθεναρά το πολυτονικό, συχνά συζητούν στα φόρουμ καταλήγοντας με LOL, :), up και down. Μάλλον δεν έχουν εξηγηθεί ποτέ επαρκώς οι διαδικασίες εξέλιξης, ενσωμάτωσης κτλ. μίας γλώσσας που οφείλει πρωτίστως να εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός λαού. Γι’ αυτό συνυπάρχουν οι ελαφρώς άκαμπτα και αμάσητα ενσταλαγμένες απόψεις και εντυπώσεις με την προσαρμογή στο νέο. Τα πνεύματα, άλλωστε, αποτελούν ίχνη μίας προφοράς που ξεπεράστηκε στους αιώνες. Οι αρχαίοι, εξάλλου, που σκάλιζαν στο λίθο ή έγραφαν σε αγγεία με κεφαλαιογράμματη γραφή δε χρησιμοποιούσαν πνεύματα. Οι σύγχρονοι τα επινόησαν σε μία προσπάθεια απόδοσης αυτής της χαμένης προφορικότητας. Είναι απολίθωμα, όμως, τα πνεύματα τόσο όσο, για παράδειγμα, και η σαικσπηρική διάλεκτος. Αν δε γνωρίζουμε τι μας συμβαίνει, δεν μπορούμε ούτε να το εντοπίσουμε ούτε να το εξηγήσουμε και καταλήγουμε να τρωγόμαστε με τα ρούχα μας. Ίσως γιατί και η γλώσσα βρέθηκε στην Ελλάδα στο στόχαστρο της πολιτικής εξυπηρετώντας τελικά την τελευταία, όπως αντίστοιχα και η ιστορία, με ολοφάνερες πλέον συνέπειες. Στην τελική, η απόπειρα χειραφέτησης της γλώσσας από τα απολιθώματα, πρακτικά και νοητά, αποτελεί και ένα βήμα προς την ωριμότητά της.
______________________________
* ΓτΝ (Γλώσσα των Νέων).
[1] Λεξικό Ν.Ε. Λογοτεχνίας, «γλωσσικό ζήτημα» Άννα Ιορδανίδου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2007.
[2] Λεξικό Ν.Ε. Λογοτεχνίας, ό.π.
[3] Περισσότερα για το γλωσσικό ζήτημα στο άρθρο «Η δίκη των τόνων» του Παναγιώτη Μαντζούφα, Επ. Καθηγητή Νομικής στο Α.Π.Θ. http://www.constitutionalism.gr/html/ent/826/ent.1826.asp.
[4] Λεξικό Ν.Ε. Λογοτεχνίας, ό.π.
[5] «Δημοσιογραφική “κοινή”: προβλήματα ορισμού», Άννα Ιορδανίδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης και διδάκτορας Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Paris VII της Γαλλίας.
[6] «Δημοσιογραφική “κοινή”: προβλήματα ορισμού», ό.π.
[7] «“Πήρανε τη γλώσσα στο... κρανίο”: στάσεις των ΜΜΕ απέναντι στη γλώσσα των νέων», Άννα Ιορδανίδου & Γιάννης Ανδρουτσόπουλος, Πανεπιστήμιο Πατρών & Πανεπιστήμιο Χαϊδελβέργης, Ελληνική Γλωσσολογία ’97, Πρακτικά του Γ’ Διεθνούς Γλωσσολογικού Συνεδρίου για την ελληνική γλώσσα, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1999, σελ. 594.
[8] Δάσκαλος στο είδος ο δεινός ερευνητής, εραστής λαογράφος και «λεξικοδίφης» Ηλίας Πετρόπουλος. Για περισσότερα λήμματα της σλαγκ με παραδείγματα βλ. www.slang.gr.
[9] Η προέλευση των λέξεων από Τριανταφυλλίδη Μανόλη, Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη, 7η ανατύπωση με βελτιώσεις Μάιος 2007 (1η έκδοση 1998).
[10] Βλ. άρθρο για την εξέλιξη των καλιαρντά και για τη χρήση τους σήμερα http://www.10percent.gr/old/issues/200510/09.html. Για περισσότερες λέξεις αυτής της ιδιολέκτου βλ. http://gaynewsingreek.blogspot.com/2008/09/blog-post_4989.html.
[11] Για περισσότερες αργκό εκφράσεις : http://www.pare-dose.net/?p=67.
[12] Για LOL και λοιπές συντομογραφίες και σχέδια ηλεκτρονικής μεταγλώσσας: http://www.tovima.gr/media/article/?aid=432211.
[13] Βλ. σχετικό άρθρο http://www.tanea.gr/ellada/article/?aid=4531976.
[14] Υποψήφ. Δρ.: Υβόν ‒ Αλεξία Κοσμά, «Εικόνες για το φύλο μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο στην δεκαετία του ’60:Φύλο και σεξουαλικότητα στο είδος της αισθηματικής κομεντί (1959-1967)», Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης Και Δημόσιας Διοίκησης Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, Μάιος 2007, σελ. 43-44.
[15] «“Πήρανε τη γλώσσα στο... κρανίο”: στάσεις των ΜΜΕ απέναντι στη γλώσσα των νέων», ό.π., σελ. 590, 592.