Γητευτής ονείρων
γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου
Ο Θοδωρής είχε μεγαλώσει σε ίδρυμα. Τον άφησαν εκεί οι γονείς του, γιατί δεν μπορούσαν να τον φροντίσουν. Δεν επέστρεψαν ποτέ να τον πάρουν ούτε να τον επισκεφτούν και πλέον δεν τους θυμόταν καθόλου. Ήταν ένα ξεχωριστό παιδί, όπως όλα τα παιδιά. Αλλά εκείνος πάντα φαινόταν διαφορετικός με έναν ανεξήγητο τρόπο. Ήταν μοναχικός, καθώς εκδήλωνε την τάση κυρίως να παρατηρεί τους άλλους και τις δραστηριότητές τους παρά να συμμετέχει. Και, ενώ φαινόταν ήσυχος, στο μυαλό του πάντα σιγόβραζε μία νέα ιδέα. Με τα παιχνίδια δεν τον ενδιέφερε τόσο να παίζει όσο το να ανακαλύπτει τι κρυβόταν μέσα και πίσω από αυτά. Με την εμφάνιση αυτής της ιδιορρυθμίας τα άλλα παιδιά τον απέφευγαν, γιατί διέλυε τα παιχνίδια τους. Σταδιακά, όμως, ανακαλύπτοντας τις λειτουργίες τους διόρθωνε τις ατέλειες, τα βελτίωνε και συχνά επινοούσε τρόπους για να διευρύνει τη χρήση τους συνδυάζοντάς τα μεταξύ τους. Στο τέλος κατέληγαν να μαλώνουν για το ποιος θα πρωτοπαίξει μαζί του.
Στόχο, ωστόσο, δεν είχε να βελτιώνει τα παιχνίδια. Ήθελε να γίνει εφευρέτης! Όχι ένας οποιοδήποτε εφευρέτης, βέβαια. Κάθε μηχανισμός που κατακτούσε, του οποίου τα μυστήρια διαλύονταν μπρος τα μάτια του, αποτελούσε άλλο ένα βήμα, το μέσον για την επίτευξη του στόχου του: Τον ενδιέφερε να βρει έναν τρόπο, για να μην ξεχνούν οι ενήλικες ποτέ να ονειρεύονται και να μην ξεχνούν το πώς ήταν ως παιδιά, ώστε να μην κάνουν άλλα παιδιά να υποφέρουν.
«Χμ! Είναι πολύ ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη η ιδέα σου, Θοδωρή! Αλλά, αν θες να τα καταφέρεις κάποια μέρα, πρέπει τώρα να συγκεντρωθείς στα μαθήματά σου, για να τελειώσεις το σχολείο πρώτα». Του είπε πολύ σοβαρά μία μέρα η δασκάλα του, όταν τόλμησε να της εξομολογηθεί τον κρυφό του πόθο, αφού είχε τεθεί στην τάξη το ερώτημα: Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω και πώς! Έμεινε, μάλιστα, στο τέλος, να μην ακούσει άλλος κανείς. Απογοητεύτηκε ο Θοδωρής, γιατί ήθελε να γίνει κάτι πιο γρήγορα, και προπάντων χρειαζόταν κάποιον να τον στηρίξει. Αυτοί οι μεγάλοι δεν ξέρουν τίποτα πια! Καταλαβαίνοντας η δασκάλα την αγωνία του συμπλήρωσε:
«Είναι καλό, πάντως, που ξέρεις τι θες να κάνεις όταν μεγαλώσεις! Και μην το γελάς καθόλου. Κάποιοι περνούν μια ζωή ψάχνοντας. Τώρα, σου μένει να βρεις και το πώς θα το καταφέρεις!».
Πέρασαν τα χρόνια, λοιπόν, ο Θοδωρής σπούδασε μηχανικός και ακολούθησε τον όχι ιδιαίτερα δημοφιλή τομέα του μεταφυσικού πειραματισμού. Κατάφερε να κερδίσει με το σπαθί του μία υποτροφία και να εξειδικεύσει τις σπουδές του κάνοντας διατριβή. Καρπός του έρωτά του με την επιστήμη του ήταν η μεγάλη του εφεύρεση: Ο «αλιευτής ονείρων»!
Ο «αλιευτής ονείρων» έμοιαζε με μία χιονόμπαλα από εκείνες με το νερό και το ψεύτικο χιόνι, αλλά δεν ήταν. Ο μηχανισμός του μαγνήτιζε όνειρα παιδιών, που συμπυκνώνονταν μέσα στη γυάλινη διαφανή μπάλα. Κάθε φορά που οι κεραίες του «αλιευτή» έπιαναν ένα νέο όνειρο ακουγόταν ένα απαλό πλαφ, και εκείνο εμφανιζόταν σαν χρωματιστό σύννεφο με εικόνες. Στην ουσία, επρόκειτο για την αντανάκλαση ονείρων, εφόσον τα παιδιά ξυπνούσαν το πρωί χωρίς να αισθάνονται κάποιο είδος απώλειας. Δεν ήταν! Δάνειζαν, έστω και χωρίς να το ξέρουν, τα όνειρά τους, ευεργετώντας άλλους που είχαν ξεχάσει πώς να ονειρεύονται. Ίσως, μάλιστα, να ξαλάφρωναν, γιατί έτσι δημιουργούνταν χώρος για νέα όνειρα. Το καλό, επιπλέον, ήταν ότι αλίευε μόνο τα καλά όνειρα. Τα άσχημα τα διέγραφε αυτόματα και την ίδια στιγμή τούς σφράγιζε το δρόμο επιστροφής προς τον ονειρευόμενο. Οπότε, και να ήθελαν, αδυνατούσαν να στοιχειώσουν τον ύπνο του.
Μόλις τέλειωσε η περίοδος του αγώνα των σπουδών του, όμως, άρχισε η μεγάλη πραγματική περιπέτεια. Το βούτηγμα στη σαρκοβόρα αγορά εργασίας, εκεί όπου τα όνειρα γίνονται σκόνη. Η εφεύρεσή του στον εξω-πανεπιστημιακό κόσμο έγινε δεκτή με αδιαφορία, παρότι βραβεύτηκε σε ένα διαγωνισμό με ελάχιστους, είναι η πικρή αλήθεια, διαγωνιζόμενους υποψηφίους και πήρε το δίπλωμά του με άριστα. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για όνειρα! Θεωρούνταν κατάλοιπα μίας παρωχημένης εποχής ανόητου ρομαντισμού. Ίσως να τα φοβόνταν κιόλας. Γιατί τα όνειρα δίνουν ιδέες, οι ιδέες ξεσηκώνουν και ενίοτε γίνονται ή φαίνονται επικίνδυνες για όσους εμμένουν ταμπουρωμένοι στις δικές τους.
Οπότε δεν είχε άλλα περιθώρια ο Θοδωρής από το να προσπαθήσει να επιβιώσει αξιοποιώντας ο ίδιος την εφεύρεσή του, έστω και σε μικροκλίμακα. Παρηγορούσε τον εαυτό του με τη σκέψη ότι το όνειρό του θα μπορούσε ίσως να πραγματοποιηθεί βαθμηδόν. Ξεκινώντας από την πολυκατοικία του, τη γειτονιά του, την πόλη του, μπορεί και να εξαπλωνόταν στη χώρα, την ήπειρο και στον κόσμο όλο. Γιατί είχε μαγνητική δύναμη ο «αλιευτής» του, αλλά σε ένα συγκεκριμένο βεληνεκές. Χρειάζονταν κι άλλοι τέτοιοι, προκειμένου να ενισχυθεί η επίδρασή του σε ευρύτερη κλίμακα.
Εφόσον, επομένως, δεν έβρισκε χορηγό για την προώθηση της εφεύρεσής του, έπαιρνε τη χιονόμπαλα μαζί του καθημερινά στον έξω κόσμο, προσπαθώντας να εξασφαλίσει τον επιούσιο. Ο αριθμός των ονείρων που κάθε βράδυ συλλέγονταν αντιστοιχούσε εν δυνάμει σε μετρητά, αν τα διαχειριζόταν σωστά. Έτσι, η χιονόμπαλα του άνοιγε πόρτες και δρόμους ενώ παράλληλα λειτουργούσε ως βάλσαμο στο μυαλό και την καρδιά των ενηλίκων. Ο Θοδωρής, βέβαια, δε χρησιμοποιούσε τα όνειρα των παιδιών αποκλειστικά για δικό του όφελος. Ποτέ δεν ξεχνούσε το στόχο του, που ήταν να διατηρήσει ζωντανή την παιδική αθωότητα τρέφοντας το καταχωνιασμένο παιδί στις καρδιές των άλλων μεγάλων.
Μόλις, λοιπόν, έβλεπε κάποιον στεναχωρημένο, σκεπτικό ή ταραγμένο τού έδειχνε τη χιονόμπαλα. Αρχικά δεν καταλάβαιναν τι ήταν αυτό το γυάλινο μαραφέτι, που είχε βρεθεί ξαφνικά στα χέρια τους, ούτε ποιος ήταν αυτός ο ψηλόλιγνος άγνωστος με το περίεργο ντύσιμο, ο οποίος τους κοιτούσε θερμά κάνοντάς τους νόημα να εστιάσουν μέσα. Όταν συγκέντρωναν, όμως, το βλέμμα στο γυάλινο γλόμπο, άρχιζαν μετά από λίγο τα μάτια τους να πετούν σπίθες, τα μάγουλα να ροδίζουν και ένα τεράστιο χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπο, αντικαθιστώντας την πρότερη κατήφεια. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο μηχανισμός του «αλιευτή» είχε την ιδιότητα να εμφανίζει τα όνειρα όπως ταίριαζαν στον καθένα συντονιζόμενος με τις μνήμες του. Γιατί τα όνειρα των παιδιών, η αντανάκλασή τους, δηλαδή, λειτουργούσαν για τους ενήλικες ως υπενθύμιση του παιδιού που συμπιεζόταν ξεχασμένο μέσα τους.
Έτσι, μια απλή επιθυμία για λαχταριστό παγωτό με ολόκληρα βύσσινα και παχύρρευστο σιρόπι να διαγράφει χρωματιστές διαδρομές στις καμπύλες πτυχώσεις της λευκής βανίλιας, της διάστικτης με μαύρα σποράκια λοβού, που μετά γινόταν ολόκληρο Mont Blanc με κρέμα κάστανου και κανονικό βουνό με σκιέρ να συναγωνίζονται ποιος θα φτάσει πρώτος στο τέρμα, για να του αναλογεί μεγαλύτερη μερίδα γλυκού, έφτανε στον ενήλικα ως η εικόνα της γιαγιάς του στην κουζίνα να φτιάχνει τάρτα με κεράσι ή γλυκό βύσσινο όταν ήταν πιτσιρίκι. Από εκεί ξεκινούσαν ταξίδια αφορμή γευστικών λάγνων παραληρημάτων, χαμένων στο χρόνο επιθυμιών και καταχωνιασμένων ονείρων, που απάλυναν την όποια ταραχή, εμφανίζοντας επιτέλους τις πρώτες αχτίδες αισιοδοξίας. Ο Θοδωρής κατάφερε να κάνει και σύντομες εξορμήσεις, φωτίζοντας κάποια σημεία του πλανήτη με το σχεδόν μαγικό «αλιευτή» του. Αν μπορούσε κανείς να το δει από ψηλά, το αποτέλεσμα έδινε την εντύπωση φωτεινών συγκεντρώσεων ανάμεσα στα σύννεφα, καθώς η χαρά έχει ενέργεια που εκπέμπεται με πραγματικό φως, και όχι μόνο νοητά.
Σταδιακά, όμως, μαύρα σύννεφα άρχισαν να συσσωρεύονται στον ορίζοντα όλο και πιο πυκνά, όλο και με μεγαλύτερη ορμή. Ένας μοναδικός «αλιευτής» δεν έφτανε να τα σκορπίσει. Άρχισαν πολεμικές συγκρούσεις, μία οικονομική κρίση που έπληττε όλο και περισσότερα έθνη, επιχειρήσεις χρεοκοπούσαν, άνθρωποι αυτοκτονούσαν, επαγγελματικές διαδρομές αποδιαρθρώνονταν, σαν έτοιμα κομμάτια κέικ ψημένα από φίλεργους βιρτουόζους ζαχαροπλάστες ικανοποιούσαν τη λαιμαργία και την απληστία επιδέξιων φυγόπονων καριέρας ‒ ζωές ολόκληρες πετάγονταν στο δρόμο. Και τα όνειρα των παιδιών σταμάτησαν να καταφθάνουν στον «αλιευτή» με την ίδια αφθονία. Τα πιο πολλά πλέον ήταν εφιάλτες και αυτόματα αποκλείονταν ή απουσίαζαν τελείως. Η φαντασία τρομάζει και συρρικνώνεται όταν κάποιος σκέφτεται πώς να καλύψει βασικές ανάγκες, γιατί πεινάει, γιατί οι μεγάλοι τσακώνονται στο σπίτι ή, ακόμα χειρότερα, γιατί ασκείται βία. Οι επιθυμίες και οι ανάγκες θεριεύουν, ναι, αλλά η απογείωση της φαντασίας χρειάζεται αέρα και όμορφα ερεθίσματα. Η κατάσταση ολοένα χειροτέρευε, εξελισσόταν σε φαύλο κύκλο, εφόσον και οι ενήλικες χωρίς τα όνειρα-βάλσαμο των παιδιών αγρίευαν όλο και πιο πολύ, μειώνοντας προοδευτικά τις πιθανότητες για το ξάνοιγμα του καιρού…
Ήδη από μέρες, λοιπόν, περίμενε ένα όνειρο, ένα ονειράκι, σαν μοναδική σταγόνα από στερεμένη πηγή στη μέση της ερήμου. Περίμενε την ελπίδα. Δεν ήξερε πότε θα ερχόταν ούτε πώς θα έπρεπε καλύτερα να την αξιοποιήσει. Πίστευε βαθιά, όμως, πως μόνο του το όνειρο, όποιο κι αν ήταν αυτό, θα του έδειχνε. Ήταν πολύ ανησυχητικό δείγμα το γεγονός ότι τόσες μέρες δεν είχε πιάσει ο «αλιευτής» του τίποτα. Το διάστημα απουσίας τους με μαθηματική πρόοδο αυξανόταν. Αν, λοιπόν, χρησιμοποιούσε το όνειρο απλώς για να εξασφαλίσει ο ίδιος για κάποιες μέρες φαγητό μέχρι την επόμενη αλίευση, δε θα πρόσφερε τίποτα περισσότερο στον κόσμο. Δε θα είχε καταφέρει τίποτα με την εφεύρεσή του. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι, ώστε να αρχίσουν πάλι τα παιδιά να ονειρεύονται και με τα όνειρά τους να διοχετευτεί η θετική τους ενέργεια, απελευθερώνοντας εκείνη των στριμωγμένων και αφρόντιστων παιδιών που κρύβονταν μες στους ενήλικες.
Όσο τα σκεφτόταν αυτά νύχτωσε, και άναψε το μοναδικό μισολιωμένο κερί πάνω στο τραπέζι. Η πυροδότηση της φλόγας του αναπτήρα συνέπεσε με το απαλό πλαφ! Με το που φέγγισε το τραπέζι ολόγυρα το βλέμμα του τράβηξε η εικόνα μες στη χιονόμπαλα. Μούδιασε βλέποντας τις χρωματιστές φιγούρες να χορεύουν. Δεν το πίστευε ότι επιτέλους ήρθε όταν λιγότερο το περίμενε. Σαν να τρύπωσε στην απελπισία του, ίδιο φαινόμενο Φάτα Μοργκάνα να τον περιγελά. Και απλώθηκε ξαφνικά μπροστά του ολόκληρο τραπέζι με κότες παραγεμισμένες, λουκάνικα, πίτες όλων των ειδών, ανοιχτές και σκεπαστές, σαλάτες και λαχανικά σοταρισμένα με μεράκι, ξηροί καρποί και ψωμιά διάφορα, ζυμωμένα με όλα τα καλούδια, συνόδευαν πιατέλες με τυριά και αλλαντικά. Τέρμα στο τραπέζι τα φρούτα, τα γλυκά και κανάτες γεμάτες με άφθονο κρασί. Πολυέλαιοι κρέμονταν από το ξεγυμνωμένο σοβάδων ταβάνι, που ήταν πλέον πλουμιστό και ζωγραφισμένο στο χέρι ‒εκεί γινόταν παραδόξως μάρτυρας σε μία νέα «Δημιουργία» του Μιχαήλ Αγγέλου στην Καπέλα Σιστίνα‒, κηροπήγια συμπλήρωναν τη φωτεινή πανδαισία γεύσεων, αρωμάτων και χρωμάτων, ζεστά μάλλινα πολυποίκιλτα χαλιά κάλυπταν το πάτωμα και ένα τεράστιο τζάκι στη γωνιά δημιουργούσε μία ψευδαίσθηση θέρμης.
«Μα δεν μπορεί αυτό να είναι το όνειρο ενός παιδιού!» σκέφτηκε ο Θοδωρής.
Δεν πρόλαβε να κάνει δεύτερη σκέψη και από τον τοίχο εμφανίστηκε ως ολόγραμμα μία σκηνή κουκλοθέατρου με τις πολύ χαρακτηριστικές κούκλες ενός πολυπράγμονα αρτίστα της πόλης, γνωστού ως ανθρώπου-χαμόγελο. Έκανε θέατρο δρόμου προσφέροντας παραστάσεις κάθε είδους, πάντα γελώντας γάργαρα και προκαλώντας ανάλογο γέλιο σε όλους. Ενεργοποιούσε τη φαντασία και τα όνειρά τους. Ο μοναδικός ενήλικας, του οποίου τα όνειρα έπιανε ο «αλιευτής», ήταν ένα αλαφροΐσκιωτο πλάσμα, μετεωριζόμενο μεταξύ του κόσμου των ενηλίκων και του κόσμου των παιδιών.
Ο Θοδωρής δεν ήταν ένας απλός συλλέκτης, ήταν ένας γητευτής ονείρων, γιατί δεν είχε βρει μόνο τη μέθοδο προσέλκυσής τους, αλλά και της σωστής διαχείρισής τους. Και αυτό ήταν ένα όνειρο που απευθυνόταν στον ίδιο.
«Ξέρω τώρα τι πρέπει να κάνω!» συλλογίστηκε ο γητευτής.
Έστεκε ήδη κάποια ώρα έξω από την πόρτα ξυλιασμένος από το κρύο και ξελιγωμένος από την πείνα. Είχε χτυπήσει δυο τρεις φορές και τώρα περίμενε. Άκουσε από πίσω έναν αργόσυρτο βηματισμό, σαν να περπατούσε ένας εκατόχρονος υπερήλικας σε ρυθμούς χελώνας. Η πόρτα έτριξε αργά και πρόβαλε ένα κεφάλι στεφανωμένο με κατάλευκα μαλλιά, που καμία σχέση δεν είχε με όποιον άνθρωπο θυμόταν ο Θοδωρής, και μόλις δυο χρόνια πριν ακόμα. Έσκασε, όμως, ένα τεράστιο χαμόγελο με το που τον είδε, και αυτό είχε μείνει αναλλοίωτο!
«Χα! Ο Θοδωράκος! Από τόοοοσο σε θυμάμαι» είπε ο άνθρωπος-χαμόγελο και έκανε εκείνη τη χαρακτηριστική κίνηση με το χέρι, υποδεικνύοντας το ύψος ενός νοητού μπόμπιρα. «Το παιδί με τα όνειρα!»
Ο Θοδωρής δε μίλησε. Του πρότεινε τη χαρτονένια σακούλα με το ψωμί και τα καρύδια, σαν να του έλεγε έφερα φαγητό, και η πόρτα έγειρε προς τα μέσα ακόμα λίγο, για να τον αφήσει να περάσει. Στο μακρύ σκοτεινό διάδρομο υπήρχαν παντού πράγματα σκορπισμένα και αφρόντιστα, πίνακες σκονισμένοι κρέμονταν στραβά στον τοίχο και το χώρο είχε διαποτίσει μία μυρωδιά μούχλας και κλεισούρας. Όταν έφτασαν στο σαλόνι, το παλιό τζάκι ήταν περιέργως αναμμένο. Σε μια γωνία αντιλήφθηκε ένα σωρό κομματιασμένων επίπλων έτοιμων να τα καταβροχθίσει η φωτιά και διαπίστωσε ότι όλος ο χώρος ήταν τελείως γυμνός από έπιπλα και ό,τι άλλο, εκτός από μία πολυθρόνα μπροστά στη φωτιά και κάποιες στοίβες βιβλίων, σε μία από τις οποίες αναγκάστηκε άβολα και προσεχτικά να απιθωθεί ελλείψει εναλλακτικής. Ο άνθρωπος-χαμόγελο κάθισε απέναντί του στην πολυθρόνα και ένας τεράστιος μαλλιαρός κατάμαυρος γάτος έσπευσε να βολευτεί στην απλωμένη στα πόδια του κουβερτούλα. Αμέσως κουλουριάστηκε και έκλεισε γουργουρίζοντας τα τεράστια καταπράσινα μάτια του λιγωμένος από ευχαρίστηση. Ο Θοδωρής παρακολουθούσε τα μακρόστενα λιπόσαρκα και αφυδατωμένα δάχτυλα να μπλέκονται στο τρίχωμά του. Πόσες παραστάσεις δε είχε δει με αυτά να διαφεντεύουν τα λεπτά νήματα των ηρώων πλέκοντας ιστορίες!
«Γιατί έτσι;» ρώτησε στενάχωρα.
«Τι περιμένεις! Τεράστιο σπίτι από πάππου προς πάππου, δεν μπορώ να το συντηρήσω. Ούτε τον εαυτό μου δεν μπορώ να συντηρήσω» διευκρίνισε πλαισιώνοντας περίτεχνα και παιχνιδιάρικα το πρόσωπό του με τα δάχτυλα. Έμοιαζε να λέει με άλλο τρόπο τι να σου κάνω! Τα χέρια του δεν είχαν χάσει τη δεξιοτεχνία τους, ακόμα θυμόνταν.
«Και οι παραστάσεις;»
«Κανείς δεν ενδιαφέρεται πια. Ποιος θα έρθει; Στις τελευταίες με το ζόρι γέμιζαν οι μισές καρέκλες. Κανείς δε νοιάζεται για χειροποίητες κούκλες. Έχουν ηλεκτρονικά παιχνίδια τώρα! Σκοτώνουν αόρατους εχθρούς και οι κούκλες μου έπεσαν σε βαθύ ύπνο».
Έκανε έτσι με το δάχτυλο και έδειξε από την άλλη πλευρά το μοναδικό αυτοσχέδιο κατασκεύασμα που θύμιζε έπιπλο στο χώρο φορτωμένο με τις κούκλες καθισμένες σε τακτική σειρά να τους κοιτούν προσηλωμένες.
«Έτοιμες για δράση μού φαίνονται εμένα! Τώρα τα πράγματα έχουν αγριέψει. Ο ηλεκτρονικός πόλεμος έγινε πραγματικός. Υπάρχει ανάγκη για όνειρα. Αυτά τα ηλεκτρονικά παιχνίδια τα συγχύζουν, τα αιχμαλωτίζουν με κάποιο τρόπο. Αν δε βοηθήσουμε πάλι τα παιδιά να ονειρευτούν, πάμε όλοι χαμένοι! Ο “αλιευτής” μου, που δεν προλάβαινε να μαζεύει όνειρα, τώρα σπάνια πιάνει κάπου κάπου κάποια εγκεφαλική συχνότητα. Και μετά από μία εβδομάδα ένα όνειρο που έπιασε ήταν δικό σου!»
«Χμ!» έκανε με ενδιαφέρον κοιτώντας διεισδυτικά το Θοδωρή. Ίσως να βοήθησε και εκείνο το καρύδι που καταβρόχθιζε στο μεταξύ, εκπέμποντας την ικανοποίηση απόλαυσης εξαίσιας λιχουδιάς. «Ήσουν πάντα ξεχωριστό παιδί» είπε τελικά. «Σε θυμάμαι. Από μικρός πίστευες στο αδύνατο. Και αποδείχτηκε το πόσο ξεχωριστός ήσουν, γιατί μεγαλώνοντας δεν έχασες αυτή την πίστη».
«Τίποτα δεν είναι αδύνατο» λέει και του δείχνει τον «αλιευτή». «Όπως κανείς δεν πίστευε ότι θα έφτιαχνα αυτό το μαραφέτι. Και όχι μόνο το έφτιαξα, αλλά φάνηκε χρήσιμο σε πολύ κόσμο, ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιεί. Ας του αποδώσουμε την αξία που του πρέπει, γιατί χωρίς όνειρα αχρηστεύεται μαζί με το δικό μου όνειρο».
«Τα όνειρα είναι ακριβά, καλέ μου αιθεροβάμονα! Μπορούν να σε εκτοξεύσουν στον ουρανό, αλλά και να σε φυτέψουν στη γη αν αποδειχτούν χίμαιρες».
«Είμαι διατεθειμένος να το ρισκάρω. Χωρίς όνειρα αδρανεί η συμπαντική λοκομοτίβα. Πώς θα προχωρήσει ο κόσμος χωρίς όραμα;»
«Πώς είσαι σίγουρος ότι και αυτό που ζεις τώρα δεν είναι κομμάτι του ονείρου σου; Εσύ είσαι ο γητευτής! Από εσένα εξαρτάται να κάνεις τα όνειρά σου πραγματικότητα. Φρόντισε τον εαυτό σου, φρόντισε να μην απομονωθείς και βρες τη σωστή μέθοδο να βιώσεις τα όνειρά σου! Τη δύναμη την έχεις εσύ και όποιος ακόμα πιστεύει σε αυτά! Χρησιμοποίησε σωστά το χρόνο και όλες τις ιδέες σου! Ξύπνα, Θοδωρή, ξύπνα!»
Ο Θοδωρής ξύπνησε πίσω στο τραπέζι. Όλα είχαν εξαφανιστεί, τα φαγητά, τα χαλιά, τα κηροπήγια. Ξαφνικά άκουσε ξεκαρδιστικά γέλια παιδιών. Ήταν ακόμα ζαλισμένος και τα γέλια τον συνέφεραν, αναδύοντάς τον από βαθύ ύπνο. Παρατήρησε καλύτερα γύρω του, τον εαυτό του και διαπίστωσε πως ήταν πάλι μικρός και βρισκόταν ακόμα στο ίδρυμα. Ο άνθρωπος-χαμόγελο νέος, ακμαίος και χαμογελαστός μιλούσε μπροστά του σε όλα τα παιδιά. Έλεγε ιστορίες σοβαρές με ανάλαφρο τρόπο για περασμένες εποχές φτώχειας και ανθρώπων χωρίς όνειρα που υπέφεραν, γιατί τους είχαν στερήσει το μέλλον. Έλεγε πως όλα αυτά δεν αποτελούσαν πραγματικά παρελθόν και ότι πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να ξανασυμβούν αν οι άνθρωποι ξεχνούσαν τους λόγους που έφτασαν εκεί. Αλλά το μέλλον βρισκόταν στα χέρια των παιδιών με όνειρα, που θα ήταν διατεθειμένα να τα κυνηγήσουν. Αρκεί να τα διαχειρίζονταν σωστά, ώστε να μη φτάσουν στην ενηλικίωση διατηρώντας μέσα τους ένα στραπατσαρισμένο παιδί, τον ίδιο τους τον εαυτό, δηλαδή, σε μικρότερη εκδοχή.
Ο Θοδωρής κοίταξε προσεχτικά τα μικρά του χέρια, τα πόδια του και τον έπιασε άγχος στην ιδέα ότι θα αναγκαζόταν να περάσει τη ζωή του στριμωγμένος στο πετσί ενός ενήλικα χωρίς να μπορεί να τρέξει, να παίξει και να πάρει ανάσα! Δεν το ήθελε αυτό το πετσί. Θα έκανε τα πάντα για να μην αφήσει αυτή την κρούστα να τυλίξει το δέρμα του, ταριχεύοντάς τον σαν μικρό ζωάκι ανίκανο να μιλήσει και να κινηθεί. Ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε αυτό από ντοκιμαντέρ με ζώα στην τηλεόραση. Θυμόταν τα γυάλινα μάτια και τις παγωμένες εκφράσεις τους και είχε λυπηθεί πολύ όταν τα πρωτοείδε. Δε θα επέτρεπε σε κανέναν να του το κάνει αυτό. Ούτε σε άσχετους ξένους ούτε στον ίδιο, ακόμα κι αν ήταν επώδυνη η διαδικασία. Αλλά προτιμούσε να πονέσει, για να μπορεί να χοροπηδά ελεύθερος και να φωνάζει, παρά να πονά μην μπορώντας να εκφράζεται και να γελά.
«Χωρίς μνήμη κάνουμε τα ίδια λάθη ξανά και ξανά» συνέχισε ο άνθρωπος-χαμόγελο. «Να το θυμάστε αυτό. Και το χειρότερο είναι να ξεχνά κανείς τον εαυτό του, παραχωρώντας στην απογοήτευση και την ατολμία το πηδάλιο της δράσης του στη ζωή. Και, επειδή χωρίς παράδειγμα δεν ξέρω τι καταλάβατε, θα παίξουμε τώρα ένα παιχνίδι! Ονομάζεται “αλιευτής ονείρων”!»
Τότε έβγαλε από την τσέπη του ένα στρογγυλό γλόμπο, που έμοιαζε με χιονόμπαλα.
«Σημαίνει εκείνος που ψαρεύει τα όνειρα και τα κρύβει εδώ μέσα, ίδιες μικρές υποσχέσεις για το μέλλον. Ο καθένας από εσάς θα μας λέει το όνειρό του με τη συμφωνία να μην το ξεχάσει μεγαλώνοντας. Αν δεν το ξεχάσει, θα βρει τρόπο να το φτάσει, και μόνο τότε θα αξίζει να λέγεται γητευτής! Εκείνος, δηλαδή, που θα καταφέρει να δημιουργήσει και τις συνθήκες για την πραγματοποίησή του. Να μας πει πρώτος ο Θοδωρής, που ξανάρθε κοντά μας, γιατί τόσην ώρα κοιμόταν, και τώρα είναι ο μόνος που με παρακολουθεί με τόση σοβαρότητα».
Τα παιδιά γύρω του έσκασαν στα γέλια και ο Θοδωρής κατακοκκίνισε.
«Έλα, μην ντρέπεσαι! Τα όνειρα θέλουν και την ανάλογη τόλμη…»
Του έκλεισε πονηρά το μάτι.
Ο Θοδωρής σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε και τελικά είπε:
«Τα όνειρα είναι σαν να μας δίνεται ένα δώρο όταν δεν το περιμένουμε. Οπότε θα ήταν κρίμα να το πετάξουμε ή να το παραμελήσουμε, μπορούμε όμως πάντα να το μοιραστούμε. Όταν μεγαλώσω, λοιπόν, θέλω να γίνω ένας μάγος που δε θα ξεχνά τα όνειρά του και έτσι θα βοηθά τους άλλους να μην φοβούνται τα δικά τους!».
Ι.Λ.