Στοχασμοί πάνω Στη σωφρονιστική αποικία του Κάφκα
γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου
Αφορμή των Επετείων των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου σκέφτηκα να παραθέσω ως κείμενο την ερμηνεία μου για το διήγημα του Φραντς Κάφκα Στη σωφρονιστική αποικία από τη μεταπτυχιακή μου εργασία με τίτλο «Γερμανόφωνοι συγγραφείς του μεσοπολέμου» (2011). Και αυτό γιατί το θεωρώ επίκαιρο.
Ο Φραντς Κάφκα γεννήθηκε στην Πράγα το 1883 και πέθανε το 1924 μετά από μάχη ετών με τη φυματίωση. Η καταγωγή του ήταν από τη Βοημία, η οποία ανήκε στην ευρύτερη περιφέρεια της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Η οικογένειά του ήταν εκγερμανισμένοι Εβραίοι και μιλούσαν την επίσημη γλώσσα της Διπλής Αυστροουγγρικής μοναρχίας, τη γερμανική. Ο Φραντς Κάφκα αγκάλιασε την πολύμορφη κουλτούρα δημιουργώντας ένα δικό του κράμα. Η Τσεχία, ωστόσο, όπου γεννήθηκε, έγραψε και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του μέχρι το θάνατό του, τον διατήρησε για πολλά χρόνια στην αφάνεια. Ήταν Εβραίος, έγραφε στα γερμανικά και έτσι στην κομουνιστική περίοδο βρέθηκε σε παρακμή. Τα τελευταία μόλις χρόνια άρχισε να προβάλλεται στη γενέτειρα του[1]. Δεδομένου ότι στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα οι Γερμανοί θεωρούνταν «η άρχουσα τάξη» για τους Τσέχους, ενώ οι Εβραίοι «τα αφεντικά» δεν είναι παράδοξη η εξέλιξη[2]. Αυτοί οι παράγοντες καλλιέργησαν ένα συναίσθημα απομόνωσης σε συνδυασμό με την ιδιόρρυθμη σχέση που διατηρούσε με την οικογένεια και τον πατέρα του. Ο συγγραφέας μέσα σε κλίμα αντιθέσεων δέχτηκε επιρροές από όλες τις πλευρές. Μιλούσε τσέχικα, ενώ έγραφε και μιλούσε στα ιδιότυπα γερμανικά της κλειστής Πράγας. Επαγγελματικά ακολούθησε το δρόμο του υπαλλήλου σε ασφαλιστική εταιρία, έχοντας σπουδάσει νομική. Τα έργα του διέπονται αναπόφευκτα από την έννοια της δικαιοσύνης σε μία ανέλπιδη συνήθως προσπάθεια των ηρώων του να βρουν διέξοδο σε έναν πολύπλοκο σύγχρονο κόσμο που τους αφανίζει.
Το διήγημα Στη σωφρονιστική αποικία γράφτηκε το 1914 στην αρχή του Α’ Πολέμου και εκδόθηκε για πρώτη φόρα το 1919. Το 1914 για το Φραντς Κάφκα και για τον κόσμο υπήρξε μία σημαντική χρονολογία, εφόσον άρχισε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Σε προσωπικό επίπεδο η υγεία του επιδεινώθηκε οριστικά, ακυρώθηκε ο γάμος του με τη Φελίτσε Μπάουερ και άρχισε τη συγγραφή της Δίκης[3]. Οι έννοιες της ενοχής και της τιμωρίας, λοιπόν, υπήρχαν στο μυαλό του ως άμεσο προσωπικό βίωμα, διότι ένιωθε υπεύθυνος για τη λήξη του αρραβώνα και για ό,τι άλλο ακολούθησε μετά. Ο Κάφκα, επιπλέον, έτρεφε ισχυρά αντιπολεμικά αισθήματα και θεωρούσε τις πατριωτικές παρελάσεις «το πιο αηδιαστικό φαινόμενο του πολέμου»[4]. Στη σωφρονιστική αποικία εκφράζει την έκπληξή του για την ευχαρίστηση που προκαλούν οι εκτελέσεις και η διαδικασία του βασανισμού. Η άσκηση της μιλιταριστικής βίας εν τέλει με νομότυπες προφάσεις όταν οι ίδιοι οι νόμοι παραπαίουν. Υπονοούνται, επιπλέον, οι συνέπειες στην περίπτωση που ο νόμος υπόκειται στην αυθαιρεσία και στην υποκειμενική ερμηνεία.
Η ιστορία εξελίσσεται σε μία σωφρονιστική αποικία. Είναι οργανωμένη σε ένα στεγνό και αμμώδες νησί· μία δαντική κόλαση χωρίς περιθώρια διαφυγής. Εκεί υπάρχει ένα μηχάνημα ο Εγγραφέας, ένα εργαλείο βασανισμού. Εν προκειμένω συζητιέται η κατάργησή του μετά το θάνατο του παλιού Διοικητή της αποικίας και σχεδιαστή του. Πρόκειται για ένα αξίωμα με χαρακτηριστικά απολυταρχίας, εφόσον συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλες τις ιδιότητες και εξουσίες. Ο νέος Διοικητής, όμως, δεν εγκρίνει αυτήν τη μέθοδο σωφρονισμού. Έχει καλέσει, λοιπόν, έναν Παρατηρητή να αξιολογήσει με αντικειμενικά κριτήρια τη διαδικασία. Αναπόφευκτα αναπτύσσεται κλίμα καχυποψίας εκ μέρους του μοναδικού Αξιωματικού, που παραμένει πιστός στον παλιό Διοικητή και υποστηρίζει με πάθος το παλιό καθεστώς. Αυτός ισχυρίζεται, επίσης, ότι υπάρχουν οπαδοί του, αλλά κρύβονται από φόβο εξαιτίας του νέου καθεστώτος.
Παρουσία του Παρατηρητή θα εκτελεστεί ένας στρατιώτης που απέτυχε να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του. Είχε αποκοιμηθεί εν ώρα σκοπιάς. Τρόμαξε, ξυπνώντας αιφνίδια στην έφοδο, και επιτέθηκε στον ανώτερό του. Διακρίνεται εκεί η λεπτή ειρωνεία του Κάφκα για την ξύλινη πειθαρχία του στρατού και για το παράλογο της ποινής. Η τιμωρία θα είναι δυσανάλογη. Θα δεθεί στο μηχάνημα, που αποτελείται από το Κρεβάτι, το Σχεδιαστή και τον Εγγραφέα, και θα βασανιστεί μέχρι θανάτου. Πιο συγκεκριμένα, ο Κατάδικος δένεται στο Κρεβάτι, ενώ ο περιστρεφόμενος Εγγραφέας χαράζει πάνω του τρυπώντας τον το νόμο τον οποίο παραβίασε. Σε αυτή την περίπτωση είναι: Σεβασμός στους Ανωτέρους! Ο Αξιωματικός με ακρίβεια, ψυχραιμία και πλήρη διαύγεια περιγράφει περήφανος, σχεδόν ενθουσιασμένος, τη μέθοδο στον Παρατηρητή.
Η άγνοια του Κατάδικου για την ίδια την καταδίκη όπως και για το είδος της τιμωρίας που τον περιμένει προκαλεί εντύπωση στον Παρατηρητή. Το σύστημα αποφάσισε αυταρχικά χωρίς να επιτραπεί απολογία. Ο Κατάδικος αδυνατεί να καταλάβει για τον επιπλέον λόγο ότι ο Αξιωματικός μιλά σε άλλη γλώσσα στον Παρατηρητή: Γαλλικά. Συμβολίζει ενδεχομένως τους κώδικες της εξουσίας και των σχεδιασμών της, που περισφίγγουν ακατανόητα το μέσο άνθρωπο. Από την άλλη, ενδέχεται ο Κάφκα να υπονοεί την Bagne de Cayenne ή διαφορετικά «Νήσος του Διαβόλου», γνωστή από την υπόθεση του Εβραίου αξιωματικού Ντρέιφους[5].
Μοιάζει εξωανθρώπινος ο κυνισμός και η διαστροφική ψυχραιμία στις περιγραφές του Αξιωματικού. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ως εδώ ότι πρόκειται για μία ιδιότυπη περίπτωση ατόμου με ιδιοσυγκρασία βασανιστή, το οποίο ένα εξίσου διαστροφικό σύστημα χρησιμοποιεί ως εκτελεστικό όργανο. Ο συγγραφέας προχωρά, όμως, περαιτέρω. Ο Αξιωματικός αποκαλύπτει στον Παρατηρητή μεσαιωνικές εικόνες. Η εκτέλεση παλαιότερα γινόταν εν μέσω πλήθους, σαν να επρόκειτο για γιορτή. Οι άνθρωποι άκουγαν τις κραυγές του πόνου, νιώθοντας την ικανοποίηση ότι ζουν σε μία ευνομούμενη κοινωνία που απονέμει δικαιοσύνη. Η μέθοδος βασανισμού, επομένως, επικροτείται από τη συγκεκριμένη κοινωνία ως προϊόν της, δεν επιβάλλεται. Εδώ υπονοούνται ίσως οι εμμονές, η στάση της μιλιταριστικής κοινωνίας και η υπεράσπιση του Α’ Πολέμου από μία σεβαστή μερίδα πληθυσμού.
Ο απομονωτισμός και η έλλειψη ανανέωσης των ιδεών μπορούν να οδηγήσουν στην αυθαιρεσία, στην αποκτήνωση και να καταδικάσουν ένα κοινωνικό σύνολο στην παρακμή. Ο Παρατηρητής γι’ αυτό ίσως να κλήθηκε από το νέο Διοικητή ως εξωτερικός και αντικειμενικός κριτής. Χρειαζόταν να επέμβει διακριτικά σε καθιερωμένες βεβαιότητες. Ο Αξιωματικός επέμενε, για παράδειγμα, ότι διέκρινε τη φράση «ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ» στις σημειώσεις του παλιού Διοικητή, που μόνο εκείνος μπορούσε να διαβάσει. Όταν, όμως, η ισχύς του νόμου υπόκειται σε υποκειμενικά κριτήρια παύει να διασφαλίζει τους πολίτες. Ο Αξιωματικός, πλέον, ερμηνεύει με δικό του τρόπο τη δικαιοσύνη.
Ο Παρατηρητής, τελικά, απορρίπτει το αίτημα του Αξιωματικού για υπεράσπιση του Εγγραφέα στο Νέο Διοικητή. Τότε ο Αξιωματικός γδύνεται και υποβάλλεται στο μαρτύριο του μηχανήματος, καθώς εκείνο αυτοδιαλύεται. Μετά το θάνατο του Αξιωματικού ο Παρατηρητής σπεύδει να βρει τον τάφο του πρώην Διοικητή. Οι παρευρισκόμενοι κοροϊδεύουν την επιτύμβια επιγραφή – υπόσχεται την επιστροφή του αποθανόντα. Το αμήχανο γέλιο τους μοιάζει με απολογία. Πού βρίσκονταν τελικά όλοι οι υποστηρικτές για τους οποίους μιλούσε ο Αξιωματικός; Ήταν δική του φαντασία ή μήπως παραπέμπει στη «διά μαγείας» εξαφάνιση των θιασωτών[6], ανάλογη με τη μεταπολεμική (του Β’ Πολέμου) «εξαφάνιση» των ναζί και των υποστηριχτών τους και την άρνηση ανάληψης των ευθυνών τους;
Αναφερόμενοι Στη σωφρονιστική αποικία θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα πολύ «σωματικό» έργο του Κάφκα. Η αρρώστια της φυματίωσης τον κάνει να νιώθει ως φυλακή το ανήμπορο σώμα του. Ο Κάφκα δε στρατεύτηκε εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του[7]. Η ασθένειά του, που αναδεικνύει πιο ανάγλυφα την ιδιοσυγκρασία του, καταλήγει είδος τιμωρίας. Από κάτι τόσο προσωπικό επεκτείνεται στο μιλιταρισμό του Πολέμου. Τα δύο αυτά σε συνδυασμό βρίσκουν την έκφρασή τους στο σωφρονισμό, όπως προκύπτει από τον εγκλεισμό και το βασανιστήριο. Είναι μία σωματική διαδικασία αυτή. Το σώμα τιμωρείται, βασανίζεται και ακυρώνεται. Έτσι συμβαίνει στον πόλεμο και στο φυσικό θάνατο. Εδώ δεν αναφέρεται σε φυσικό θάνατο αλλά σε εκβιασμένο, και μάλιστα με ακραίο τρόπο. Ξεκινώντας από το σωματικό στοχεύει και καταλήγει στον ψυχοπνευματικό θάνατο και τον ηθικό εξευτελισμό.
Το σώμα είναι το όριο για τον έξω κόσμο, που φυλακίζει ή προστατεύει το πνεύμα. Παραβιάζοντας κανείς το σώμα, εισχωρεί στην ψυχή και αφήνει ανεξίτηλα σημάδια. Το βασανιστήριο είναι μία αντιδραστική στηλίτευση. Εξουδετερώνοντας τη σωματική αντίσταση και αντίδραση με το δέσιμο, τον περιορισμό ή τις βαθιές πληγές, το άτομο παραμένει έρμαιο των χειρισμών των άλλων πάνω στο δικό του σώμα. Εκμηδενίζεται ακαριαία η αξιοπρέπεια και το αίσθημα ασφάλειας του ατόμου.
Η «σαδομαζοχιστική» τάση, που διαπερνά το συγκεκριμένο διήγημα, είναι εμφανής στη χαρά και στην ηρεμία με τις οποίες ο Αξιωματικός εκφράζεται για τη φρίκη του βασανιστηρίου. Η κορύφωση της νοσηρότητας προσδιορίζεται στον Εγγραφέα και στον αυτοβασανισμό του Αξιωματικού. Η αίσθησή της παραπέμπει στα μετέπειτα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου[8]. Στον πόλεμο γενικότερα, στη φυλάκιση, στο βασανισμό, στην εξορία και σε νησιά-φυλακές. Υπάρχει, επίσης, ένα κλίμα επιτηδευμένης και διαστροφικής βίας. Το εξωφρενικό μεταμορφώνεται σε φυσιολογικό, ενώ το φυσιολογικό γίνεται εξωφρενικό και αφύσικο. Σύντομα την εντύπωση ότι δε συμβαίνει τίποτα διαψεύδει ο εκκωφαντικός ήχος του χαλασμένου γραναζιού. Είναι σύμβολο του χαλασμένου συστήματος ή ενός συστήματος που, όντας χαλασμένο, συνεχίζει να λειτουργεί;
Στη σωφρονιστική αποικία ο Αξιωματικός αυτοτιμωρείται. Θέλει να αποδείξει την πίστη του στην αξία του μηχανήματος θυσιαζόμενος στον ιερό βωμό του; Καταλαβαίνει ότι η εποχή των μεθόδων που εφάρμοζε ξεπεράστηκε και θέτει μόνος του ένα τέλος; Επιθυμεί να επιδείξει πίστη στις αρχές του; Ίσως ο συμβολισμός να εντοπίζεται στην επιρροή του μηχανήματος πάνω στο άτομο. Το μηχάνημα, δηλαδή, να έχει συντονιστεί με τη λειτουργία του εγκεφάλου του. Άνθρωπος και μηχάνημα έγιναν ένα. Ο βασανιστής, δηλαδή, εξισώνεται με τη μέθοδο βασανισμού. Γι’ αυτό στην τελευταία του «έξοδο» συνέπεσε η καταστροφή του μηχανήματος με το σωματικό επίλογο του Αξιωματικού. Και μόνο τότε σταμάτησε να ακούγεται το χαλασμένο γρανάζι. Εκείνος αποτελούσε το γρανάζι που έλειπε από το μηχάνημα και όλα επανήλθαν στη θέση τους. Ο Αξιωματικός βρήκε τη λύτρωση στην αυτοτιμωρία του. Γι’ αυτό πέθανε αμέσως. Δεν υπέφερε. Είχε βρει το δρόμο του. Δε θα μπορούσε να ζήσει στη μετα-βασανισμού εποχή.
Στη σωφρονιστική αποικία ο Κατάδικος αγνοεί το λόγο της καταδίκης του και κυρίως το γεγονός ότι είναι καταδικασμένος. Είναι επομένως έρμαιο στην κρίση και στις αποφάσεις των άλλων, σαν να μην τον αφορά η τύχη του. Αδυνατεί, επιπλέον, να απολογηθεί. Αποφασίστηκε για λογαριασμό του η ακαταλληλότητα ένταξής του στη συγκεκριμένη κοινωνία και με συνοπτικές διαδικασίες εφαρμόζεται ο αποκλεισμός και η ακύρωσή του. Όπως συνέβη αργότερα στο ναζιστικό καθεστώς με όσους δεν εντάσσονταν στα πρότυπά του. Όπως πιθανόν να ένιωθε ο Κάφκα εξαιτίας επιπλέον της σωματικής του αδυναμίας. Υπάρχει μία έννοια βιομηχανοποίησης σε όλο αυτό. Η κοινωνία είναι βιομηχανία ανθρώπινων προϊόντων. Ενίοτε απορρίπτει παρτίδες λόγω ακαταλληλότητας.
Η αυτοκαταστροφή του μηχανήματος δείχνει την αποδοκιμασία του συγγραφέα απέναντι σε κάθε χοντροκομμένη απλοποίηση και κακοποίηση συνάμα της σύνθετης ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας. Καταδικάζει το θρίαμβο της μετριότητας και ίσως αυτό να υποδεικνύει η απώθηση του Κατάδικου και του Στρατιώτη από τον Παρατηρητή στο τέλος. Δεν τους παίρνει μαζί του φεύγοντας από την αποικία. Ο Κατάδικος είναι πρώην στρατιώτης. Και οι δύο, όμως, ως φύλακες ενός διεστραμμένου συστήματος σωφρονισμού και απονομής δικαιοσύνης το εφάρμοσαν και το υπηρέτησαν χωρίς, στην ουσία, να το κατανοούν. Γεγονός που τους καθιστά επιρρεπείς στη διαιώνισή του και γι’ αυτό επικίνδυνους. Επομένως, αν και υπήρξαν εν μέρει θύματά του, θα μπορούσαν να γίνουν οι δεινότεροι εκφραστές του. Το υγιές κομμάτι της κοινωνίας, που αντιπροσωπεύει ο Παρατηρητής, τους απορρίπτει με τη σειρά του.
Ο σαδισμός του βασανιστηρίου, που προκαλεί ηδονή και ικανοποίηση, μπορεί και να ικανοποιεί τελικά το δημόσιο αίσθημα αντί να το εξεγείρει. Εκτονώνει ενδεχομένως την ανάγκη του για επικράτηση και εκδίκηση, φτάνοντας στον εκμηδενισμό του αντιπάλου, που εδώ είναι ο Κατάδικος. Εκείνος αντιπροσωπεύει έναν αντίπαλο της κοινωνίας και των χρηστών ηθών της, αποτελώντας ωστόσο προϊόν της. Τον παραλογισμό της διαδικασίας ο Κάφκα τον υπογραμμίζει με την ασήμαντη κατηγορία. Οι άνθρωποι ακυρώνουν την ύπαρξη, ευτελίζοντάς τη με το βασανισμό, και κυρίως διασκεδάζοντας με το μαρτύριο. Το διήγημα προβάλλει την εν δυνάμει αποκτήνωση του ανθρώπου. Μία αποκτήνωση αποδεδειγμένη στον Πόλεμο. Ο συγγραφέας καταδικάζει το αίσθημα ηρωισμού και δικαίου που νιώθει το άτομο-κατήγορος στην αποκτήνωσή του. Αυτό τον εξισώνει με τον εκάστοτε κατάδικο. Ο βασανιστής τελικά ξεπερνά το μέτρο του δικαίου. Θα έπρεπε ο ίδιος να καταδικαστεί, αλλά σε περιόδους μιλιταριστικής βίας το απαιτούμενο μέτρο χάνεται.
Ι.Λ.
* Franz Kafka, Στη σωφρονιστική αποικία, σε μετάφραση Σάββα Στρούμπου, Νεφέλη, 2009.
_________________
[1] Nicholas Murray, Kafka, μτφρ. Ξενοφών Κομνηνός – Αλέξανδρος Κυπριώτης, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2005, σελ. 41.
[2] Nicholas Murray, Kafka, ό.π., σελ. 41, 36.
[3] Nicholas Murray, Kafka, ό.π., σελ. 290, 298.
[4] Κλάους Βάγκενμπαχ, Φραντς Κάφκα Η ζωή και το έργο του, μτφρ. Νίκου Ματσούκα, Εκδόσεις Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1968, σελ. 70.
[5] Βρισκόταν στον Ατλαντικό απέναντι από τη Γαλλική Γουιάνα, την υπερπόντια γαλλική αποικία στη Ν. Αμερική. Ιδρύθηκε επί Ναπολέοντα Γ’ το 1852. Γενικότερα φυλακίζονταν τόσο ποινικοί όσο και πολιτικοί κρατούμενοι. Σταμάτησε οριστικά να λειτουργεί μετά το Β’ Πόλεμο.
[6] Αλόις Πρινς, Η ζωή του Έσσε, Κάθε αρχή και μια μαγεία, μτφρ. Γρηγόρης Αθανασίου, επιμ. Ελεάννα Λαμπάκη, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2005 (1η έκδοση στα γερμανικά 2000), σελ. 236-237.
[7] Κλάους Βάγκενμπαχ, Φραντς Κάφκα Η ζωή και το έργο του, ό.π., σελ. 69.
[8] Nicholas Murray, Kafka, ό.π., σελ. 298-299.