Το σημάδι
γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου
Πρώτα και κύρια, όμως, όφειλε να το αποδεικνύει στον εαυτό της. Πως ό,τι και να συνέβαινε το μυαλό θα συνέχιζε να ρουφάει, να αλέθει πληροφορίες, πραγματικότητα, εμπειρίες και να παράγει γραμμές εγκεφαλικής γονιμότητας, για να τις ρουφούν με τη σειρά τους οι αναγνώστες και να συνεχίζεται η ανταλλαγή ιδεών με όσους δεν είχαν παραιτηθεί ακόμα από το σκέπτεσθαι. Αυτή η σύλληψη την κλόνισε λίγο σαν μικρός θάνατος. Πότε ο άνθρωπος πεθαίνει αλήθεια ο ίδιος ή μάλλον πότε αρχίζει αυτή η διαδικασία φευγιού στο επέκεινα. Στην ουσία, λίγα πράγματα γίνονται εντελώς ξαφνικά, άλλο το ότι δεν τα αντιλαμβανόμαστε. Είναι εκείνη η απροσδιόριστη στιγμή που οι λέξεις αντικαθίστανται όλο και πιο συχνά από τα ρήματα βαρέθηκα, κουράστηκα, παραιτούμαι, τότε που αρχίζουν οι αυτοματισμοί να παραγκωνίζουν τις συνειδητές ενέργειες και σταδιακά ο νους κλείνει έναν έναν τους διακόπτες, τα παράθυρά του στον κόσμο! Παρότι ήθελε να στάξει την ηλεκτρονική της μελάνη στην αμήχανη εμπρός της λευκή σελίδα, τη σκέψη της μπλόκαραν οι αλλεπάλληλες εκρήξεις του νου και τα δάχτυλα, που, ενώ ώρες ώρες την τρέλαιναν στον πόνο από την πίεση του γραψίματος, τώρα αρνούνταν μόνα τους να εκφράσουν το μαινόμενο ρυθμό της. Ήταν αυτή άραγε η νίκη «των άλλων»; Έστω και σε μία μάχη: Το μούδιασμα.
Όχι, η Φωτεινή δεν ήθελε να πεθάνει. Ήταν ακόμα εδώ ζωντανή, κι ας ένιωθε ένα μικρό φαναράκι σε πλωτό νησί. Ταξιδεύοντας, όμως, στο χάος έβλεπε κι άλλα τέτοια από μακριά να τρεμοσβήνουν λόγω της τεράστιας απόστασης και με τις λέξεις έστρωνε δρόμους ολόκληρους πασχίζοντας να τα φτάσει. Αισθανόταν πολύ τυχερή που είχε δίπλα της άλλο ένα τέτοιο φαναράκι, με το οποίο διασταυρώθηκαν οι δρόμοι τους, και έπλεξαν με τις λέξεις γαϊτανάκι ηλεκτρισμού εκλύοντας οξυγόνο και ανάβοντας φωτιές… το Σωτήρη! Τη μικρή της σωτηρία στο χάος, που την έκανε να νιώθει πάλι κοριτσάκι, όπως τότε που έπαιζε σκοινάκι και λάστιχο με τις φίλες της, μία σωτηρία που πήγαζε από τις θελήσεις και των δύο και χρειαζόταν διαρκώς πότισμα και ανανέωση σαν μικρό φυντάνι για να ξεπεταχτεί γερό δεντρί. Η ζωή είχε πάρει το δρόμο της και έμεναν από χρόνια πια μαζί κινούμενοι και παλεύοντας σε αυτό το κοινωνικό μείγμα, το οποίο είχε από καιρό χάσει συνειδητά ή ασυνείδητα τις συντεταγμένες προσανατολισμού και αυτοπροσδιορισμού του.
«Τι κάνεις τόσην ώρα; Σε περιμένω να φάμε, ξεχάστηκες;» διέκοψε το συνειρμό της ο Σωτήρης, έχοντας ήδη στρώσει τραπέζι.
Κυριακή, η μέρα του κυρίου του σπιτιού, που, αντί να δέχεται, πρόσφερε τις υπηρεσίες του με αμέριστη φροντίδα. Η μόνη της εβδομάδας που εκείνος προλάβαινε να ασχοληθεί με το σπίτι και εκείνη αφοσιωνόταν αποκλειστικά στα γραπτά της, αλλά σήμερα είχαν σκαλώσει στο πλέγμα σκοτεινών σκέψεων με ένα σωρό ακατέργαστο υλικό, που ούτε τολμούσε να αγγίξει.
«Έλα, μην αργείς. Κρυώνει!»
Την πλησίασε και της έδωσε ένα υγρό φιλί στα χείλη αφήνοντας την τελευταία τρυφερή δαγκωνιά για το σημάδι, που είχε ήδη επουλωθεί αισθητά, αλλά που ποτέ δε θα εξαφανιζόταν τελείως…
Μια τέτοια Κυριακή ήταν και τότε. Μιλούσαν ήδη από μέρες ο Σωτήρης και η Φωτεινή για αυτή την ιστορία με τους παρακρατικούς και τη μανία που είχε πιάσει τον κόσμο με αυτό το φαινόμενο. Άλλοι παθιάζονταν και υποστήριζαν, πολλοί στέκονταν απόμακροι και αμήχανοι παρακολουθούσαν τις εξελίξεις, μερικοί τολμούσαν να εκφέρουν επίσημα την άποψή τους και υπόκειντο τις συνέπειες…
Ο Σωτήρης δούλευε σε μία εταιρεία ‒ προμηθευτή φαρμάκων και με τις ελλείψεις που υπήρχαν στην αγορά κατά καιρούς αυξάνονταν οι απαιτήσεις και οι μετακινήσεις του σε διάφορα μέρη, όπου ενημερωνόταν για το διαθέσιμο υλικό βάσει προσφοράς και ζήτησης. Στο μεταξύ παρακολουθούσε ανήσυχος τις γενικότερες εξελίξεις απασχολούμενος τον όσο ελεύθερο χρόνο ξέκλεβε σε ένα γραφείο αυτοδιαχείρισης έμψυχου και άψυχου δυναμικού, το οποίο βοηθούσε οικονομικούς μετανάστες και διάφορες μειονοτικές ομάδες. Το γραφείο ζοριζόταν πολύ να επιβιώσει με ελάχιστους πόρους, με πολλές εκκλήσεις βοηθείας και με την ευαισθησία πολιτών ακόμα διατεθειμένων να το στηρίξουν με όποιον τρόπο. Το κράτος άλλωστε παίζει ρόλο παρατηρητή τουρίστα σε τέτοιες περιπτώσεις και έτσι μία πιο αξιοπρεπής ενίσχυση δε φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα, είχαν όλα απορροφηθεί στις μίζες, για να γίνουν βίλες, ράβδοι χρυσού στο εξωτερικό, τα γνωστά. Έκαναν και κάποια ανοίγματα έξω σε ανάλογες οργανώσεις, αλλά μόλις και μετά βίας κατάφερναν ακόμα να παρατείνουν τη λειτουργία του.
Αλλά δεν τριβέλιζαν αυτά εκείνο το πρωί τη Φωτεινή. Ήταν ένα κείμενο σε σχέση με αυτό το γραφείο και τα δικαιώματα των συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων σε μία εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας, που δημιούργησε μαζί με άλλα ανάλογα διάφορες αντιδράσεις. Εν όψει μίας τεράστιας πορείας που θα γινόταν την επομένη στο κέντρο, εκείνο το βράδυ την έβαλε να του ορκιστεί ότι δε θα πήγαινε, γιατί τα πράγματα αγρίευαν και είχε τρομάξει. Ήταν και το ταξίδι, το οποίο θέλοντας και μη έπρεπε να κάνει την ίδια εκείνη μέρα. Ήθελε να την προστατεύσει. Η Φωτεινή τον καταλάβαινε και τον αγαπούσε ακόμα πιο πολύ για αυτό. Μετά το άρθρο είχαν ανάψει τα αίματα, πολλοί συμφώνησαν, άλλοι κράτησαν ψυχρή και φοβισμένη απόσταση, υπήρξαν ωστόσο και απειλητικά τηλεφωνήματα στην εφημερίδα, ακόμα και στο σπίτι... Τηλεφωνούσαν αργά το βράδυ ανώνυμα και έβριζαν. Ο Σωτήρης, για να μην την τρομάξει, της έκρυβε την αλήθεια, εκείνη όμως καταλάβαινε το ύφος του κάθε φορά που χωρίς να μιλά άκουγε και δαγκωνόταν με τρόπο, γυάλιζαν τα μάτια του από οργή και μετά το έκλεινε λέγοντας: Λάθος! Όλα λάθος γίνονταν, όλα αντίστροφα έτσι κι αλλιώς. Αισχρολογούσαν για ένα κείμενο αξιοπρεπές, εμπεριστατωμένο, με κανένα μεμπτό υπό άλλες συνθήκες σημείο, αλλά... Ο κόσμος είχε αντιστραφεί και διαστραφεί. Τον λάτρευε εκείνες τις στιγμές με την υπερπροσπάθειά του να φανεί φυσικός. Δεν τον ανάγκαζε σε αναλύσεις, γιατί ήξερε ότι στεναχωριόταν. Οι καιροί είχαν γίνει πάλι πονηροί...
Και η Φωτεινή ορκίστηκε να μην πάει στην πορεία, πραγματικά το πίστευε. Έλεγε, εντάξει, δε θα κάνει ένα άτομο τη διαφορά... Και εκείνο το βράδυ την πήρε αγκαλιά, κέντησαν με λόγια τρυφερά και πράξεις παθιασμένες τον έρωτα με υποκινητή ένα φόβο που ενίοτε πυροδοτεί τέτοιες στιγμές. Τουλάχιστον δεν του επέτρεψαν να τις ευνουχίσει. Κοιμήθηκαν έτσι κουρνιασμένοι ο ένας μέσα στον άλλον έως το πρωί που εκείνος έπρεπε να σηκωθεί νωρίς για το επαγγελματικό του ταξίδι. Τη φίλησε στον ώμο απαλά και φεύγοντας της άφησε ένα σημείωμα στο τραπέζι: «Ακόμα και ο πιο ρομαντικός ιδεολόγος μπορεί να φυλάει μία γωνιά για κάποιον που θέλει να κρατά μόνο δικό του...».
Ένα θαρρετό χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη της μόλις το διάβασε καθώς δάγκωνε μια φρυγανιά με μαρμελάδα και γέμισε τρίμματα την μπλούζα του, που αποβραδίς φορούσε. Αναρωτήθηκε αν θα νευρίαζε γι’ αυτό. Γέλασε με την αφελή και μπουφόνικη σκέψη της την ίδια ώρα που στην τηλεόραση ακούγονταν ήδη ανησυχίες για τις εξελίξεις στην πορεία και ενώ στο Twitter μπροστά της κατέβαιναν διάφορα ποσταρίσματα με τα προεόρτια... Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν εκείνο το τηλεφώνημα που φοβόταν διαρκώς ότι θα δεχόταν από την εφημερίδα. Ήξερε ότι μόνο εκείνη έλειπε και ήταν παράλογο. Όλοι θα πήγαιναν ανεξαιρέτως, αυτά μόνο στην Κατοχή είχαν γίνει, τέτοια συνοχή... Και σε κηδείες που εξελίσσονταν σε συλλαλητήρια κατ’ αφορμή. Είχε την έγνοια ότι «εξαιτίας» της, και άλλων βέβαια, είχαν αναστατωθεί και οι υπόλοιποι. Ήταν και θέμα τιμής, δεν μπορούσε να λείπει, θα αισθανόταν δειλή, σαν κάποιος που το σκάει πάνω στη μάχη και είναι μόνο λόγια, θα το καταλάβαινε αυτό ο Σωτήρης, δεν μπορεί να μην το καταλάβαινε! Εκείνος πρώτος έτρεχε και τώρα στη δουλειά είχε υπ’ ευθύνη του τόσες μικρές ομάδες που υπέφεραν με τα τεκταινόμενα. Ο μεγάκοσμος εισέβαλε ορμητικά στο μικρόκοσμο και τον διέρρηξε.
Και πήγε. Ντύθηκε άρον άρον με ένα τζιν και μακρυμάνικο πουκάμισο, παρ’ όλη την αφόρητη ζέστη, σαν να ήθελε να κρυφτεί. Πήρε ένα σακίδιο, το γέμισε με λεμόνια, πρόσθεσε ακόμα χαρτοπετσέτες, νερά, φανέλες, μία εφημερίδα, ένα σπρέι πιπεριού και αναπτήρες... Αυτά μπορούσε να σκεφτεί πάνω στην ένταση της στιγμής. Εκτός από ό,τι άρπαξε πρώτο πρώτο, γλιστρώντας το προσεχτικά στην τσέπη του παντελονιού της, το τρυφερό του μήνυμα. Το πήρε σαν φυλαχτό, μία δάδα προστασίας στο επερχόμενο σκοτάδι. Έκανε και το σταυρό της βγαίνοντας από το σπίτι, έτσι σαν κατάλοιπο παιδικής αθωότητας, να νιώθει ότι ένας αόρατος μεγάλος μπαμπάς την προστατεύει... Του είπε και ψέματα, τον πήρε βιαστικά να τον πληροφορήσει ότι θα έβγαινε για ψώνια, μπορεί να περνούσε και από τη φίλη της μετά. Τα μπουρδούκλωσε όπως όπως στην ταραχή της, εκείνος δε φαντάστηκε, όντας ανύποπτος και αγχωμένος με τη δουλειά, αλλά χαρούμενος που την άκουγε. Κάτι σκίστηκε μέσα της αισθανόμενη την αφελή χαρά του, και αυτή να του λέει ψέματα… Φοβόταν να πάει. Και ποιος δε θα φοβόταν! Είχαν προβλέψει πολύ άγρια επεισόδια, γιατί όλο το δικό της μπλοκ υπερασπιζόταν όσα «οι άλλοι» κυνηγούσαν με περίσσιο μίσος...
Δύο ώρες μετά ο Σωτήρης είχε ήδη φτάσει στον προορισμό του, μία τεράστια αποθήκη με μικρά γραφεία τακτοποιημένα περιμετρικά στο χώρο. Διάβαζε συγκεντρωμένος ατέλειωτους καταλόγους μασουλώντας αφηρημένα ένα σουσαμένιο κουλούρι με έναν παρατημένο καφέ δίπλα του να χάνει αδιαμαρτύρητα το άρωμά του. Ήπιε στα γρήγορα μια γουλιά και τον έκαψε η αψιά του γεύση. Δεν τον περίμενε τόσο πικρό. Γλυκό είχε πει! Και όσο δούλευε παρακολουθούσε στα κλεφτά τις εξελίξεις. Ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα άρχιζαν τα νέα σταδιακά να καταφθάνουν. Ξαφνικά όμως η ατμόσφαιρα εντάθηκε γύρω του τόσο απότομα, που οι παρευρισκόμενοι εκεί υπάλληλοι μαζεύτηκαν μπροστά σε τηλεοράσεις και υπολογιστές συνδεδεμένους στο διαδίκτυο, για να παρακολουθήσουν. Όλοι στρέφονταν εναντίον όλων, είχαν χαθεί οι ισορροπίες, μιλούσαν για νεκρούς, λιπόθυμοι παντού, καταστροφές, είχαν γίνει επιθέσεις σε πολιτικούς και σε μέλη μειονοτικών ομάδων σε όλη την πόλη, σε μία μεγάλη ακτίνα γύρω από το κέντρο καίγονταν κτίρια, δεν υπήρχε κανείς να διατηρήσει την τάξη, ακόμα και οι αστυνομικοί ξυλοφορτώνονταν μεταξύ τους, γιατί υπήρχαν διαφορετικές ομάδες διαμαρτυρόμενων.
Στο Twitter έφταναν νέα και κάποιες φωτογραφίες στα μουλωχτά, εφόσον οι κάμερες είχαν διωχτεί κακήν κακώς, που περιέγραφαν ένα μαύρο κύμα με ανθρώπους άγνωστης προέλευσης και σύνθεσης να κατεβαίνουν τρέχοντας και κρατώντας ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί, για να πραγματοποιήσουν μία κατά μέτωπον επίθεση στο κύριο σώμα των διαδηλωτών... Από προηγούμενες λήψεις, όσο ο κόσμος ακόμα συγκεντρώνονταν, που τις αναμετέδιδαν επαναληπτικά τα κανάλια, το μάτι του πήρε φευγαλέα το πανό πίσω από το οποίο θα διαδήλωνε υπό κανονικές συνθήκες η Φωτεινή και, ενώ θα έπρεπε να είναι ήρεμος, για κάποιο ανεξήγητο λόγο το χέρι του κατευθύνθηκε αυτόματα στο κινητό. Την πήρε πρώτα σπίτι και μετά στο δικό της κινητό, δεν απαντούσε πουθενά. Δε θα το ακούει, καθησύχασε τον εαυτό του. Αλλά κάτι τον έτρωγε. Μισή ντροπή δική μου μισή δική της, σκέφτηκε, και, αντίθετα με τις συνήθειές του, πήρε τη φίλη της, για να του πει ότι θα μπερδεύτηκε, η συνάντησή τους ήταν κανονισμένη από μέρες για την επομένη! Ο Σωτήρης στηρίχθηκε όρθιος όπως ήταν από ένα τραπέζι μπροστά του, τον έπιασε τρέμουλο και δεν ήξερε τι να κάνει, πού να την έβρισκε εκείνη την ώρα!
Η Φωτεινή τρεμοσβήνοντας σαν μικρό φαναράκι βρισκόταν στο κύριο σώμα και έβλεπε όλους αυτούς τους παρακρατικούς να έρχονται τρέχοντας κατά πάνω της. Με την πρώτη σκέψη που σπίθισε εναγώνια από το μυαλό της κατέφυγε στο Σωτήρη. Θα ήθελε να μπορεί να πετάξει από εκεί, να εξαφανιστεί, ένιωθε τόσο γελοία με όσα κουβαλούσε στην πλάτη, σε τίποτα δεν της είχαν χρειαστεί τελικά αυτά, γιατί τέσσερις θα τους έπαιρναν από εκεί! Τον φανταζόταν στο σπίτι μόνο, ανήσυχο να την περιμένει και εκείνη να μην επιστρέφει και...
Στην πρώτη σύγκρουση τα σώματα ανακατεύτηκαν μεταξύ τους, οι ήχοι ήταν τόσο εκκωφαντικοί, που σχεδόν δε ακουγόταν τίποτα, κάποιος τη χτύπησε στο κεφάλι και ζαλίστηκε σε σημείο εμετού, η τσάντα τής έφυγε από τον ώμο, έχασε τα γυαλιά της και βρέθηκε πεσμένη στο δρόμο μαζί με άλλους να προσπαθούν να μην τσαλαπατηθούν από την ανεξέλεγκτα ασφυκτική πίεση του πλήθους. Ανησυχούσε για τα χέρια της, που ήδη την πονούσαν οικτρά, καθώς από τα σκουντήματα είχαν γίνει όλοι μία μάζα. Και σταδιακά η ενδοσυγκρουσιακή γροθιά χαλάρωσε και όλοι έγιναν σώματα ξέχωρα που χτυπούσαν ο ένας τον άλλον ή που κυνηγούσαν ο ένας τον άλλον. Με μία μικρή ομάδα, όπως διαλύθηκε εκείνο το σημείο της πορείας όπου βρισκόταν το δικό της μπλοκ, άρχισε να τρέχει στα στενά, προσπαθώντας να απομακρυνθεί από τις κύριες εστίες συγκέντρωσης των διαδηλωτών και των τρομοκρατών τους, πολλοί εκ των οποίων φορούσαν μάσκες και πετούσαν δακρυγόνα κάνοντας την ατμόσφαιρα καυστικά πνιγηρή. Όλα της έκαιγαν και μόνο το μανίκι της ρούφαγε δάκρυα, καταρροή και βήχα.
Στα στενά, όμως, υπήρχαν και άλλοι συγκεντρωμένοι και πίσω τους τα ΜΑΤ έστεκαν αμέτοχα, ακούνητα, σαν σινικό τείχος, και να ήθελες να ξεφύγεις, δε σε άφηναν. Προφύλασσαν όχι τους διαδηλωτές, αλλά τη σφαγή τους... Γινόταν ένα κυνηγητό άνευ προηγουμένου… Παρότι ήξερε τα στενά στο κέντρο, δεν της χρησίμευσε σε κάτι. Μαζί με την αυτοσχέδια ομάδα έτρεχαν μπουλούκι στο χαμό, αυτή δεν ήταν νόμιμη διαμαρτυρία, θύμιζε κυνήγι αμνών, ένα σύγχρονο ψυχεδελικό Κολοσσαίο... Σε μιαν άκρη τούς βρήκαν τυχαία ‒ ή μήπως τους περίμεναν; Κυκλοφορούσαν παντού σαν αδέσποτα πλεονάζοντα πιόνια ήδη τελειωμένου παζλ, όλοι ντυμένοι με τα ίδια δερμάτινα μαύρα ρούχα, οι δρόμοι έγιναν άθελά τους το τσιφλίκι των νεόφυτων κακέκτυπων γκεσταπιτών, άνθρωποι και ζώα είχαν κρυφτεί, ενώ αυτοί, «οι άλλοι», μόνοι τους όργωναν τα στενά. Μέχρι που βρέθηκαν η Φωτεινή και το μπουλούκι των κυνηγημένων διαδηλωτών απέναντί τους...
Σταμάτησαν απότομα, τους είχαν όμως δει. Ευτυχώς ήταν μία μικρή αλλά ενωμένη παλλόμενη γροθιά. Οι «άλλοι» τούς κοιτούσαν όπως η γάτα το παιχνίδι της πριν το κατασπαράξει, γιατί αυτοί δεν κρατούσαν τίποτα, ενώ οι απέναντι ήταν οπλισμένοι με σουγιάδες, σπασμένα μπουκάλια ό,τι χωράει ο νους... Ξαφνικά ανακατεύτηκαν πάλι. Και αυτή ήταν μία ένωση όχι με πίεση, αλλά με πόνο κατευθείαν στο ψαχνό. Κάποιος την έπιασε πισθάγκωνα, άρχισαν να τη βρίζουν, να τη χτυπούν, την έριξαν κάτω, προσπάθησε να φύγει, ήταν πάρα πολύ φοβισμένη και παράλληλα τόσο οργισμένη… Κάποιος άλλος τη σήκωσε, την κόλλησε στον τοίχο και άρχισε να τη μυρίζει σαν λαγωνικό, το χνότο του βρομούσε μπίρα πολυκαιρισμένη σαν από πιόμα αιώνων, ανακατεμένο με μυρωδιά νοτισμένης στάχτης και της έφερε αναγούλα... Της έσφιξε τα χέρια και εκείνη τού φώναξε όχι στα χέρια, σε παρακαλώ! Τότε της δάγκωσε επίτηδες το δεμένο καρπό, σαν να ήταν μπούτι από κοτόπουλο, δεν το πίστευε αυτό που της συνέβαινε, βίωνε μία αντεστραμμένη νιρβάνα. Την κοίταξε χαμογελώντας με σάπια δόντια και βλέμμα εμετικό, εκεί της ήρθε λιποθυμιά.
Οι υπόλοιποι γύρω της πάλευαν με τη συμμορία των μαυροντυμένων και φώναζαν μεταξύ τους συνθήματα εμψύχωσης. Η Φωτεινή ακούγοντάς τους συνήλθε κάπως και του κατάφερε μία πολύ δυνατή κλοτσιά στα αχαμνά και, καθώς εκείνος έπεφτε προς τα πίσω, την τράβηξε τόσο απότομα από τα χέρια, που ούρλιαξε από τον πόνο. Σωριάστηκαν μαζί στην άσφαλτο με εκείνη να προσγειώνεται στο μέτωπό του ανοίγοντας το κάτω χείλος της με τα δόντια της, αλλά αφήνοντάς του συγχρόνως ένα εξίσου αξιομνημόνευτο σημάδι... Μηχανικά και αβίαστα το βλέμμα της θάμπωσε από τα δάκρυα, τα νεύρα της ήταν τεντωμένα, ίδια κορδόνια... Με μία απότομη κίνηση ελευθερώθηκε και έφυγε τρέχοντας πλημμυρισμένη στο αίμα.
Τώρα τα θυμόταν όλα πολύ καθαρά πια. Συμβαίνει μερικές φορές. Εκεί που θολώνει το μυαλό, φυσά ανύποπτα ένας δυνατός αέρας, διαλύει την ομίχλη και απλώνονται όλα μπροστά ανοιγμένα χαρτιά να τα διαβάσεις. Τότε ο Σωτήρης επέστρεψε άρον άρον από το ταξίδι του. Όπως άρον άρον ντύθηκε και η ίδια για να φύγει το πρωί. Την περίμενε για ώρες στο σπίτι τρέμοντας από νεύρα και ανησυχία. Ευτυχώς γιατί η Φωτεινή τα είχε χάσει όλα. Ούτε κλειδιά για το σπίτι είχε. Χτύπησε το κουδούνι μήπως γινόταν ένα θαύμα, και της άνοιξε εκείνος, για να τη βρει ένα κουρέλι απ’ έξω να τον κοιτάζει με μάτια σπιθισμένα και υγρά.... Τα ρούχα της ματωμένα, μισοσκισμένα, το χείλος της μελανιασμένο και πρόχειρα φροντισμένο, το πρόσωπό της πρόδιδε όλη την ταραχή και την εξάντληση. Δεν ήξερε από πού να την πιάσει! Έτοιμη να καταρρεύσει ήταν η Φωτεινή... Άπλωσε το χέρι και του έδωσε στη χούφτα ένα τσαλακωμένο και ματωμένο κομμάτι χαρτιού... Ήταν το σημείωμα που της είχε αφήσει το πρωί και το πήρε μαζί της σαν φυλαχτό, μόνο αυτό σώθηκε μες στο χαμό...
Χαμογελούσε ξανά τώρα στην ανάμνησή του. Υπάρχουν πολλά σημάδια τελικά, σκεφτόταν αγγίζοντας απαλά το τραύμα. Άλλα μας στοιχειώνουν μια ζωή και, αν όχι να τα θάβουμε, καλό είναι με κάποιον τρόπο να γεμίζουμε κάπως τα κενά που μας δημιουργούν, για να προχωράμε παρακάτω. Υπάρχουν, όμως, και άλλα που ανοίγουν ρωγμές και γίνονται αφορμή, για να ξεχυθούν σκέψεις και συναισθήματα, που σε άλλη περίπτωση θα έμεναν καταχωνιασμένα και φοβισμένα μέσα μας. Κάτι που δε θα βοηθούσε την εξέλιξη ούτε τη δική μας ούτε του περίγυρου, με τον οποίο βρισκόμαστε σε καθημερινή διάδραση και τριβή ενίοτε και προστριβή. Δεν πειράζει, όλα μέσα είναι, διαφορετικά, θα διανύω διαδρομές σε άγονη γραμμή στο πληκτρολόγιο ουσιαστικά ακινητοποιημένη, κλωθογύριζε η ιδέα λυτρωτικά στο νου της. Και το ψυχοπνευματικό μούδιασμα μία μορφή φίμωσης είναι στο κάτω κάτω!
Η Φωτεινή αποφάσισε να ξεκινήσει περιγράφοντας αυτή την ιστορία, μπορεί τελικά να μην είχε βρεθεί τυχαία εκεί. Σταγόνα σταγόνα θα ξεχυνόταν το απόσταγμα και θα αποτυπωνόταν η μελάνη του μυαλού στη μέχρι πρότινος λευκή της σελίδα… Έτσι θα ξεκινούσε κάθε μέρα, με μία νέα σταγόνα ψυχής από την προθήκη του μυαλού, που ανέμενε κάτι να διασώσει μέσα στη λαίλαπα των ημερών αντιστεκόμενη στον κάθε είδους βιασμό. Από όσα σημάδια της ακόμα ιχνηλατούνταν, αν τα αντίκριζε ως ανάγλυφη ιστορία στο κορμί και όχι ως άσχημη ουλή, μπορεί τελικά και ένας άνθρωπος απευθυνόμενος σε κάποιον άλλο διατεθειμένο να ακούσει και σε κάποιον άλλο μετά, αν γίνονταν ομάδα ακόμα, να έκαναν τη διαφορά ερεθίζοντας το κοινό κορμί, του οποίου όλοι ανεξαιρέτως αποτελούν μέρος.
«Με κοροϊδεύεις; Πόσην ώρα σε φωνάζω τώρα!»
Την κοίταζε ο Σωτήρης χαμογελώντας μισοπονηρά έχοντας γείρει το κορμί του στον τοίχο με τα χέρια του διπλωμένα κάτω από το στήθος και μία πετσέτα ριγμένη στον ώμο.
«Είσαι μπούφος!»
Γέλασε δυνατά η Φωτεινή.
«Και ό,τι θες. Πρέπει να τρώμε κιόλας, ξέρεις!»
Το αγαπημένο μότο του Σωτήρη. Το αναγκαίο καύσιμο για ενεργοποίηση του νου…
«Κατάθεση στη ζωή με κάθε τρόπο, λοιπόν!» επαύξησε η Φωτεινή.
«Έτσι ακριβώς!»
I.Λ.