«Πάλι;»
«Πάλι. Αυτή θέλω».
Κάθε βράδυ έτσι έπεφτα για ύπνο όταν ήμουν μικρός, ακούγοντας την ιστορία με τον «Ευτυχισμένο Πρίγκιπα». Ήταν ένα άγαλμα καλυμμένο με φύλλα χρυσού. Έστεκε αγέρωχα ως το καμάρι της πόλης του και όλοι το θαύμαζαν. Εκείνος στεναχωριόταν, όμως, με τη φτώχεια ορισμένων ανθρώπων και γι’ αυτό παρότρυνε το φίλο του το χελιδόνι να τραβήξει τα χρυσά φύλλα ένα ένα με το ράμφος του, για να δώσει χαρά σε όσους τη χρειάζονταν. Το χελιδόνι με βαριά καρδιά τον υπάκουσε, θυσιαζόμενο για την αγάπη. Πέθανε, καθώς το πρόλαβε ο χειμώνας, ενώ ο Πρίγκιπας θεωρήθηκε άσχημος έτσι γυμνός που έμεινε και οι άνθρωποι του γύρισαν την πλάτη. Αυτά τού ράγισαν την καρδιά.
Με συγκινούσε αυτό το παραμύθι. Θα ήθελα αντί για χρυσό να υπήρχε ένα άγαλμα που να πραγματοποιεί ευχές και να με έκανε καλά. Για πολύ καιρό υπέφερα από έναν πυρετό που δεν έλεγε να πέσει και οι γιατροί δεν έβρισκαν τι είναι. Άλλοι έλεγαν σπάνιο σύνδρομο, άλλοι αυτοάνοσο νόσημα, φλεγμονή δεν έβρισκαν, ίωση δεν ήταν. Ευτυχώς ο πυρετός αποδείκνυε ότι κάτι μού συνέβαινε, γιατί μπορεί διαφορετικά να μου σύστηναν ηρεμιστικά για το στρες ή, ακόμα χειρότερα στο μυαλό μου, να με έβγαζαν φαντασιόπληκτο! Όπως κι αν έχει, ήμουν διαρκώς αδύναμος και καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι.
Μία Κυριακή βράδυ του Μάρτη που έβρεχε καταρρακτωδώς, όμως, ανέβασα ασυνήθιστα υψηλό πυρετό και της μάνας μου της κόπηκαν τα πόδια. Καθώς δεν είχαμε αυτοκίνητο, ο πατέρας μου είχε ήδη δημιουργήσει άλλη οικογένεια και τα βγάζαμε πέρα με πολλές δυσκολίες, με άρπαξε χωρίς δεύτερη σκέψη τυλιγμένο σε μία κουβέρτα και κάλεσε ταξί.
Οι δρόμοι είχαν μπλοκάρει στην κίνηση λόγω της βροχής. Μες στον πυρετό μου έβλεπα τις λαμπυρίζουσες από τα φώτα σταγόνες να διαγράφουν σχέδια στα τζάμια. Το σφυροκόπημα της βροχής ήταν τόσο δυνατό, που σκέπαζε όλους τους άλλους ήχους το ράδιο, τα βρισίδια του οδηγού, τα κορναρίσματα των διπλανών αυτοκινήτων. Μόνο το δυνατό καρδιοχτύπι της μάνας μου ένιωθα σαν παλμό στο μάγουλό μου όπως με έσφιγγε στο στέρνο της και την ανάσα της να μου δροσίζει το πυρωμένο μέτωπο. Τα βαριά μου βλέφαρα φλέρταραν επικίνδυνα με το Μορφέα, αλλά ήξερα ότι δεν έπρεπε να κοιμηθώ και πάσχιζα να κρατηθώ ξύπνιος με κάθε τρόπο.
Η μάνα μου κάθε τόσο μου χάιδευε το κεφάλι προσπαθώντας να με ξεγελάσει ότι σε λίγο θα φτάναμε. Νόμιζε ότι δεν καταλάβαινα πως ήμασταν από ώρα μποτιλιαρισμένοι και πεισματικά καρφωμένοι σε μία άσφαλτο, ίδιο ποτάμι. Η στάθμη ανέβαινε και στο τέλος θα γίνονταν βάρκες τα αυτοκίνητα και θα φτάναμε στο νοσοκομείο επιπλέοντας. Κι ότι πήγα να γελάσω στη σκέψη, μ’ έπιασε ρίγη στην ιδέα ότι μπορεί να βρεχόμουν. Ήταν όμως τόσο δελεαστική η εικόνα μου να επιπλέω σαν φύλλο στο νερό, που παραλίγο να κοιμηθώ.
Τότε ακούστηκε ένα χτύπημα στο τζάμι του ταξί και τινάχτηκα απότομα. Προσπάθησα να διακρίνω κάποια σιλουέτα, αλλά ήταν αδύνατο. Αντί αυτού, συνειδητοποίησα ότι κοιτούσα τον κόσμο μέσα από το τζάμι πολυπρισματικά, σαν μέσα από πολλούς φακούς ταυτόχρονα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. Τρόμαξα ότι είχα παραισθήσεις, ιδίως όταν μες στη ζάλη παρατήρησα τη μάνα μου και τον ταξιτζή οι οποίοι έδειχναν να μην έχουν αντιληφθεί το παραμικρό. Μετά η πόρτα άνοιξε και τα πάντα έμοιαζαν ακίνητα, εκτός από εμένα και το τεράστιο πλάσμα που άπλωνε το χέρι του για να με τραβήξει έξω.
Για κάποιο λόγο δε φοβήθηκα τη βροχή που οι σταγόνες της έμεναν ακινητοποιημένες στον αέρα σαν να είχε παγώσει κάποιος το χρόνο. Μόλις βγήκα αναγκάστηκα να γείρω προς τα πίσω το κεφάλι μου σε γωνία 180 μοιρών, ώστε να φτάσει το βλέμμα μου στην κορυφή του γυάλινου γίγαντα. Πρέπει να είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό γιατί με καθησύχασε λέγοντας:
«Μη φοβάσαι! Είμαι ο Δρομέας. Και όσο βαρύς είμαι όταν στέκομαι καρφωμένος στο βάθρο μου, τόσο γίνομαι αέρας δυο φορές το χρόνο στην αλλαγή της ώρας. Τα δύο δεύτερα που παίρνει η αλλαγή αντιστοιχούν σε δύο ώρες για πλάσματα σαν εμένα».
«Πράγματι, με τόση ακινησία δείχνουν να χρειάζονται λίγο τέντωμα τα άκρα σου!» του απάντησα ο θρασύς.
«Βλέπω δεν ήθελε πολύ να σε πείσω για τις καλές μου προθέσεις» είπε και μου ’κλεισε το μάτι.
«Γιατί τι θα γίνει;» ρώτησα έκπληκτος πια.
«Εσύ δε ζήτησες ένα άγαλμα που να πραγματοποιεί ευχές;»
«Πού το ξέρεις;»
«Εγώ είμαι αυτό, γι’ αυτό το ξέρω!»
Είχα σαστίσει. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως ό,τι συνέβαινε ήταν παρενέργεια του πυρετού και τέλος τέλος ίσως έτσι να ήταν ο θάνατος ή κάποιο προστάδιό του: παγώνει ο χρόνος, όλα γίνονται αργά και μπορεί να συμβούν τα πιο απίθανα πράγματα, ακριβώς γιατί πρόκειται για ένα άγνωστο μονοπάτι. Εγώ, όμως, δεν αισθανόμουν φόβο και θα τολμούσα να ομολογήσω ότι υπήρχε μία δόση γουστόζικης τρέλας σε όλη αυτή την απίθανη εξέλιξη. Βεβαιώθηκα μόλις το άγαλμα με μία απαλή κίνηση με κάθισε στον ώμο του και βάλθηκε να μου δείξει όλη την πόλη από ψηλά, όπως την έβλεπε το ίδιο και όπως δεν την έβλεπα ούτως ή άλλως εγώ όντας καρφωμένος ανελέητα στο κρεβάτι τόσον καιρό.
Και μου ’λεγε, μου ’λεγε ότι κάθε μέρα ακούει τα μύρια παράπονα από ανθρώπους που τα έχουν όλα και χάνουν την ουσία γιατί τρώγονται με τα ρούχα τους, για την αδικία που επικρατεί στον κόσμο, την αναξιοκρατία, τον εκφυλισμό της Δικαιοσύνης, των θεσμών... Ήμουν μικρός και δεν τα έπιανα όλα αυτά ακριβώς. Εκείνη τη στιγμή αισθανόμουν τον αέρα να μου χτενίζει τα μαλλιά και ένιωθα ανάλαφρος σαν να ’χε πέσει ο πυρετός. Ρουφούσα με λαχτάρα τις εικόνες κουρνιασμένος σε μία προεξέχουσα πτυχή από γυαλί. Σκληρή στην αρχή, σταδιακά όμως τη συνήθισα και δε με ενοχλούσε πια.
«Και είμαι μόνος, παρόλο που βρίσκομαι πάντα ανάμεσα σε τόσον κόσμο!» διέκοψε την ονειροπόλησή μου.
«Μόνος;» απόρησα. «Πώς γίνεται αυτό;»
«Δε με αγαπάει κανείς. Και χωρίς αγάπη νιώθεις κενός».
Είναι περίεργο να ακούς κάτι τέτοιο από ένα άγαλμα τεράστιο, που μοιάζει πανίσχυρο, αλλά είναι στη βάση του τόσο εύθραυστο, γιατί αντιπροσωπεύει ένα άπιαστο ιδανικό, μία ιδέα, που, αν χάσει το περιεχόμενό της, γίνεται τελικά αέρας!
«Εγώ θεωρούμαι ένα σύμβολο. Δεν ταυτίζεται, όμως, πια κανείς με τα ιδανικά για τα οποία με έστησαν εκεί πάνω. Έπειτα, με κοροϊδεύουν και ως Βρομέα για τη σκόνη που σφηνώνεται στις κρυφές γωνιές μου. Δεν έχει νόημα! Σκέφτομαι να φύγω».
«Και οι ευχές; Μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι σαν εμένα!» διαμαρτυρήθηκα έντονα.
«Έχεις δίκιο, αλλά συχνά η εμπειρία της απώλειας είναι πιο γόνιμη από την ικανοποίηση της εκπλήρωσης και μας κινητοποιεί να δημιουργήσουμε εμείς χωρίς να επαναπαυόμαστε στα έτοιμα. Γινόμαστε κύριοι του εαυτού μας και διεκδικούμε μόνοι μας τη ζωή. Εκτιμούμε έτσι την αξία κάποιων πραγμάτων που διαφορετικά θεωρούνται δεδομένα».
«Μπερδεύτηκα!» παραπονέθηκα.
«Δεν πειράζει. Θα καταλάβεις μεγαλώνοντας».
Κάτι υποψιαζόμουν από όσα έπιανα ενστικτωδώς, δεν ήθελα ωστόσο να σκεφτώ περισσότερο. Ήθελα μόνο να απολαύσω τη βόλτα μου. Ήταν μοναδική και ίσως να μη μου δινόταν δεύτερη ευκαιρία. Ο Δρομέας άνοιξε το διασκελισμό του και έτρεχε πλέον σαν άνεμος. Τίποτε δεν τον εμπόδιζε στο διάβα του. Ένιωθα να πετάω, να πετάω, να πετάω. Έκλεισα τα μάτια, τέντωσα τα χέρια λες και ήταν φτερά αεροπλάνου και άφησα τον αέρα να με τυλίξει μεθυστικά. Μετά άρχισα να πέφτω, να πέφτω, να πέφτω και ξύπνησα στο κρεβάτι μου.
Ο εφιάλτης της αρρώστιας ξεπλύθηκε από πάνω μου με μυστήριο τρόπο. Ίσως με ένα εξιλεωτικό όνειρο, με το Δρομέα να με περιφέρει στον ώμο του ανάμεσα στις σταγόνες τις βροχής, που κρέμονταν από τον ουρανό σαν λαμπυρίζοντα διαφανή κρόσσια. Δε μίλησα ποτέ σε κανέναν για το όνειρο. Κανείς δεν κατάλαβε τι συνέβη, ενώ άφησα τη μάνα μου να πιστεύει ότι επρόκειτο για θαύμα και χαιρόμουν και εγώ με τη χαρά της.
Προσπάθησα μόνο να ζωγραφίσω με τον αδέξιο παιδικό μου τρόπο ένα χρωματιστό Δρομέα, όπως τον έφερα από τότε στην καρδιά μου, και τον κόλλησα στον τοίχο, να τον βλέπω κάθε μέρα, σαν μυστικό προστάτη. Με τα χρόνια τα χρώματα ξεθώριασαν, η αρρώστια καταδικάστηκε στη μνήμη μας ως κακόγουστο αστείο και η ιστορία με το Δρομέα καταχωρήθηκε στο αρχείο του μυαλού μου ως παιδική φαντασίωση, πυροδοτημένη από τον υψηλό πυρετό και την αθωότητα της ηλικίας. Κόντευε, μάλιστα, να ξεχαστεί έως σήμερα το πρωί.
Πριν φύγω για τη δουλειά άνοιξα την τηλεόραση να ενημερωθώ για τον καιρό. Μας υπενθύμισαν, ευτυχώς, ότι η ώρα είχε αλλάξει από το προηγούμενο βράδυ. Ήταν η τελευταία Κυριακή του Μάρτη, ίδια με τότε, κρύα και υγρή. Ακολούθησε καπακωτά έκτακτη είδηση με ζωντανή αναμετάδοση που πρόδιδε ασυνήθιστη αναστάτωση στους δρόμους. Στο πλάνο αναγνώρισα το σημείο, την πράσινη νησίδα στη διασταύρωση της Β. Σοφίας με τη Β. Κωνσταντίνου λίγο πριν την τελική ευθεία για τον τερματισμό του μαραθωνίου στο Καλλιμάρμαρο. Όλα με την πρώτη ματιά ήταν αναμενόμενα. Θα αναρωτιόταν κανείς προς τι τόση αναμπουμπούλα. Αλλά μόλις παρατήρησα πιο προσεκτικά την οθόνη, κάτι έλειπε που άλλαζε τελείως το τοπίο.
Το βάθρο ήταν άδειο! Παραπάτησα, ο καφές μού έφυγε από τα χέρια και έμεινα να κοιτάζω με ανοιχτό στόμα την οθόνη, όπως τότε ως παιδί άκουγα το Δρομέα να μου μιλάει. Έλεγε αυτός, εγώ δεν άκουγα. Έφυγε ως πραγματικός δρομέας, δίνοντας ο ίδιος περιεχόμενο στην ύπαρξή του. Μόνο στη μνήμη μας θα επιβίωνε στο εξής το άγαλμα, που τα βαριά υλικά του αποτύπωναν ανάλαφρα τον εν κινήσει Δρομέα με την πρόσθια φόρα του να διαγράφεται ως απόληξη της σιλουέτας του, σαν να τον είχε απαθανατίσει φακός έμπειρου φωτογράφου.
Ίσως και να ’χε δίκιο τελικά που δεν του άρεσε αυτός ο κόσμος. Είχαν ήδη αρχίσει οι αλληλοκατηγορίες για την υποτιθέμενη κλοπή, για προβοκάτσια, κλιμακώθηκαν οι συνωμοσιολογίες για ξένο δάκτυλο, ό,τι μπορεί να βάλει ανθρώπου νους.
Έψαξα να βρω πάλι το άτσαλο παιδικό μου σχέδιο, άχρωμο πια, με κοιτούσε σαν να με κοροϊδεύει! Βρήκε ξανά μία θέση στον τοίχο μου, για να θυμάμαι! Τώρα μπορούσα να εκτιμήσω τι κόντεψα να χάσω.
Ιουλία Λυμπεροπούλου
___________________
[1] Ήθελα από πολύ καιρό να γράψω ένα κείμενο για το άγαλμα του γλύπτη Κώστα Βαρώτσου. Υπήρχε, λοιπόν, η αρχική ιδέα στο μυαλό μου και την ώθηση για την ολοκλήρωσή της έδωσε το σχέδιο ενός μαθητή, του Βασίλη, από το Ολοήμερο 5ο Δημοτικό Χολαργού.
http://5dimcholarg.wordpress.com/2011/11/22/5432/