Αυτή είναι η δέκατη αφήγηση ‒ κεφάλαιο από μία ιστορία που φιλοδοξεί να γίνει βιβλίο, εδώ μαζί σας, μήνα το μήνα. Κι όπου μας πάει…
«Ό,τι και να κάνεις, σπάσε την ευθεία!»
«Μα, έτσι κι αλλιώς, το σκάκι δεν παίζεται με ένα στρατόπεδο, χρειάζονται δύο. Αυτό είναι παράλογο!» αναστατώθηκε δικαιολογημένα ο λευκός βασιλιάς.
«Ο μαύρος βασιλιάς εξαλείφει οργανωμένα κάθε πιθανότητα ανταγωνισμού, il s'en fous de votre jeu, δεκάρα δε δίνει για το παιχνίδι σας! Ορίζει πλέον δικούς του κανόνες. Ξέρω τι είδα! Ευτυχώς έχω μάθει να αντέχω, να επιβιώνω και να κρύβομαι καλά, αλλά όλα έχουν και τα όριά τους» παραδέχτηκε ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας.
«Τι το τόσο τρομερό είδες;» αναρωτήθηκε ο Θωμάς, που θεώρησε ότι και τα μυστήρια έχουν τα όριά τους.
«Μιλάει για τις σκιές, τις ομάδες κρούσης, που καταδιώκουν όσους εναντιώνονται στο μαύρο βασιλιά!» πετάχτηκε τότε ο Μουτζούρης.
«Μιλάει για όσους έμοιαζαν σαν να είχαν βγει από ένα καλούπι!» πρόσθεσε και ο Αρκούδος. «Για όσους μαυροντυμένους με μεγάλα μούσκουλα και άγριο βλέμμα με μαστίγωναν όταν ήμουν αλυσοδεμένος στο στάβλο και γρύλιζα δυνατά προσπαθώντας να ξεφύγω, αλλά δεν μπορούσα να τους ξεχωρίσω. Νωρίτερα άκουγα και τις στριγκλιές τους, ήταν ανατριχιαστικό όπως ήμουν μόνος. Ευτυχώς δεν έμεινα για πολύ ακόμα εκεί».
«Στριγκλιές;» ανατρίχιασε ο Βαλές κούπα.
«Αφήστε καλύτερα, δε χρειάζεται να μάθετε οπωσδήποτε κάθε λεπτομέρεια» δίστασε για λίγο ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας, ζυγίζοντας τις αντοχές του ακροατηρίου του.
«Πώς δε χρειάζεται; Πώς να προφυλαχτείς από ό,τι δε γνωρίζεις, όπως λέει και ο παππούς Λορέντζο!» πρόσθεσε αναστατωμένος ο Θωμάς.
«Μερικές φορές μπορεί να είναι καλύτερο το να αγνοείς» έδειξε έναν πιο ανώδυνο δρόμο ο Βαλές καρό, ελπίζοντας να καθυστερήσει, όσο περνούσε από το χέρι του, τις επικείμενες αποκαλύψεις.
«Η άγνοια δεν είναι σε καμία περίπτωση καλή επιλογή, όσο κι αν πονάει η αλήθεια! Είναι καλύτερο κάποιος να ξέρει γιατί πονάει παρά να πονάει ούτως ή άλλως αγνοώντας τον πραγματικό λόγο. Απλώς η ημιμάθεια είναι ακόμα χειρότερη. Σε αποπροσανατολίζει σε σχέση με το πού τοποθετείς τον ίδιο σου τον εαυτό απέναντι στα πράγματα και στους άλλους» τον επανέφερε με το γνώριμο μπρούσκο τρόπο του ο Βαλές μπαστούνι.
«Επιτέλους πες μας τι πρόκειται να αντιμετωπίσουμε, γιατί αφορά τους λόγους για τους οποίους κατεβήκαμε εδώ!» ξεσπάθωσε και ο Βαλές σπαθί.
«Ωραία, λοιπόν! Χαίρομαι που είστε όλοι έτοιμοι να ακούσετε…»
Και τότε ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας έπιασε το ξετύλιγμα της ιστορίας για τη φριχτή του εμπειρία. Μετά από περιπλάνηση δύο εβδομάδων στη σκακιέρα και, έχοντας ανακαλύψει πολλές μυστηριώδεις πτυχές του αντίστροφου κόσμου της, όταν αντιλήφθηκε ότι ο μαύρος βασιλιάς απήγαγε όλο το λευκό στράτευμα και ταμπουρώθηκε στο παλάτι του μαζί με κάποιους από την κουστωδία του και με όσους ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του, πολύ προσεκτικά πλησίασε, για να πάρει μία ιδέα από πρώτο χέρι. Ο ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όλο και πιο πολύ, ενώ κάθε τόσο έβλεπε από μακριά το σίφουνα να αφήνει νεοφερμένους εκεί που το είχε ορίσει ο μαύρος βασιλιάς, στα νότια σύνορα του τετραγώνου του e8 με το e7. Μόνο ο λευκός βασιλιάς με το Θωμά έκαναν τη διαφορά και ξέφυγαν από την πεπατημένη προσγειωνόμενοι στο b4, αλλά ήταν μοναδικοί οι δυο τους και ξεχώριζαν από όλους τους άλλους. Πριν κατέβουν, ωστόσο, ο μαύρος βασιλιάς είχε καταπιαστεί με το μακάβριο έργο του στο παλάτι, πειθούς, ευθυγράμμισης των άλλων στις θελήσεις του, και όχι μόνο… Όλο το θερμόαιμο άνθος της νέας γενιάς στρατιωτών, που αγνοούσε πλήρως την έννοια του πολέμου και της ολοκληρωτικής καταστροφής, όπως και όσα άλλα παιχνίδια δηλητηριάστηκαν από το μίσος του για τους ανθρώπους, με το επιχείρημα ότι τα χρησιμοποιούν και τα πετούν, συμφώνησαν στο να συνεργαστούν μαζί του, χωρίς να ξέρουν τι τα περιμένει. Ο μαύρος βασιλιάς από καιρό σχεδίαζε τον αφανισμό όποιου παιχνιδιού βοηθά στην εξάσκηση του μυαλού, μετατρέποντάς το σε εργαλείο του με τον πιο ειδεχθή τρόπο.
Λίγο πριν ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας ακούσει τυχαία στο παλάτι το Μουτζούρη να μιλάει με τον Άσσο σπαθί, ο χώρος ήταν γεμάτος με όσα παιχνίδια επέλεξαν τη μέση οδό της σιωπής χωρίς να παίρνουν ξεκάθαρα ακόμα θέση. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και στρατιωτάκια, τα οποία αποπειράθηκε να πλησιάσει, προκειμένου να τους εξηγήσει τις προθέσεις του μαύρου βασιλιά, αλλά ανακάλυψε πως πιο εύκολα θα τα έπειθε πως ήταν ο ίδιος ο μαύρος βασιλιάς καμουφλαρισμένος παρά θα ημέρευε την ορμή θερμοκέφαλων νεαρών που διψούσαν για δράση. Τα νέα στρατιωτάκια ήταν ανίδεα. Δεν τον άκουσαν. Είχαν όλα πάθος για δράση, ήθελαν να πολεμήσουν, να γίνουν ήρωες. Και την πάτησαν! Αλλά δεν το ήξερε κανείς ακόμα αυτό…
Την προσοχή του τότε τράβηξε ο Μουτζούρης και η σύντομη συζήτηση που ακολούθησε, αλλά, όταν γύρισε ξανά το βλέμμα του εκεί όπου νωρίτερα στέκονταν τα στρατιωτάκια, δεν είδε πια κανένα, ενώ και ο Μουτζούρης είχε κάνει φτερά. Περιέργως όλα ήταν πιο ήρεμα, είχε κοπάσει η φασαρία που επικρατούσε πριν, σαν κάτι να προετοιμαζόταν… Τότε έκαναν την εμφάνισή τους νέες παρουσίες, που συνωστίζονταν σταδιακά στην αίθουσα του θρόνου, με πρώτους δύο τεράστιους τύπους που στήθηκαν αριστερά και δεξιά του βασιλικού θώκου, φορώντας ολόσωμες κατάμαυρες στολές με κουκούλα. Από αυτές διακρίνονταν μόνο τα μάτια και τα χέρια από τον καρπό, έμοιαζαν ολόιδιοι και την ίδια στιγμή παντοδύναμοι με τα μακριά τους μαστίγια, που κατέληγαν σαν σε διχαλωτές γλώσσες φιδιών. Όλοι γύρω του στέκονταν σχεδόν ακίνητοι, γιατί όποιος τολμούσε να κουνηθεί μαστιγωνόταν πάραυτα, για να επιστρέψει στην προηγούμενή του θέση. Εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι κάποιοι γύρω είχαν αποκοιμηθεί όρθιοι από βαρεμάρα, φόβο ή και υπέρμετρη ανοχή ‒το πιο θανάσιμο υπνωτικό των αισθήσεων‒, προωθήθηκε προς την έξοδο κρυμμένος στις σκιές.
Με τεράστια ανακούφιση βρέθηκε στον περίβολο του παλατιού, καθώς όσο περνούσε η ώρα φαινόταν όλο και πιο δύσκολη η πρόσβαση εκεί ή η αποχώρηση χωρίς να κινήσει υποψίες. Ο κλοιός στένευε, η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη, το αισθανόταν στο βάθος της παιχνιδοψυχής του, και έπρεπε να επιστρατεύσει όλη την ψυχραιμία και τις έμμεσες εμπειρίες του από τους στρατιώτες του Α’ Πολέμου, για να περάσει απαρατήρητος και να εξαφανιστεί ανέγγιχτος. Σκεφτόμενος αυτά και ψάχνοντας μία ευκαιρία, για να χωθεί πίσω από τα σκακόδεντρα και ανάμεσα στους θάμνους, χωρίς να τον αντιληφθούν οι θηριώδεις φρουροί που ολοένα πλήθαιναν και ξεπετάγονταν σαν τα μανιτάρια, άκουσε πνιχτές κραυγές ενίοτε και ουρλιαχτά. Κρύφτηκε στην ορθή γωνία που σχημάτιζε μία από τις ογκώδεις λίθινες αντηρίδες του εξωτερικού τείχους του περιβόλου του παλατιού, και ξεμύτισε προσεκτικά προς την κατεύθυνση από όπου είχε ακούσει όσους ήχους προμήνυαν πόνο οξύ. Στο πρώτο ξέφωτο του πυκνού δάσους, από όπου ανοίγονταν όλα τα μονοπάτια του τετραγώνου, παρατήρησε κάποιες πολύ καλά κρυμμένες αποθήκες κάτω από φυλλωσιές και μέσα σε ακανόνιστες συγκεντρώσεις πολύχρωμων άλλοτε σκακόδεντρων. Αυτά πρέπει κάποτε να έσφυζαν από ζωή που θα προβαλλόταν στα έντονα χρώματά τους, όπως το κόκκινο σε ένα υγιές μάγουλο. Πλέον τα έπνιγαν κισσοί, ταχύτατα αναπτυσσόμενοι, που κρέμονταν από τα κλαδιά τους έως τις στέγες των αποθηκών. Αυτές έδιναν την εντύπωση πιο πολύ πως ήταν στοιχειωμένες παρά κρυμμένες, με το σκούρο και απροσδιόριστο χρώμα τους, καθώς η ίριδα είχε σχεδόν εξοριστεί, ο ουρανός είχε αρρωστήσει και έμοιαζε σαν να εγκυμονεί στα σπλάχνα του μία φοβερή καταιγίδα, που δεν έλεγε να ξεσπάσει.
Σερνόμενος σχεδόν, λοιπόν, άλλοτε μπουσουλώντας άλλοτε περπατώντας σκυφτός, κατάφερε να φτάσει στο φτιαγμένο από σανίδες τοίχο της μίας αποθήκης και να κοιτάξει μέσα από τις σχισμές που σχηματίζονταν ανάμεσά τους. Η κακότεχνη κατασκευή τους φανέρωνε προχειρότητα και βιασύνη. Και τότε τι να δει! Τα στρατιωτάκια, τα οποία προσπαθούσε νωρίτερα να μεταπείσει από στόμα σε στόμα ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας, καθώς και άλλα παιχνίδια που τάχθηκαν ξεκάθαρα με το μέρος του μαύρου βασιλιά τις πρώτες ώρες του καλέσματος, όταν τα μαύρα πιόνια-φερέφωνα τους έκαναν πλύση εγκεφάλου επαναλαμβάνοντας μονότονα ανεκδιήγητες ανοησίες, ήταν στημένα στη σειρά σαν υπνωτισμένα. Γύρω τους μυώδεις τύποι έδιναν ένα και μοναδικό παράγγελμα «ο επόμενος!», χωρίς να χρειάζεται ούτε να φωνάζουν ούτε να τους πιέσουν. Ούτε καν φαινόταν να προσέχουν τα μαστίγιά τους πια. Κινούνταν σαν ναρκωμένοι, έχοντας αποδεχτεί τη μοίρα τους ή αγνοώντας την ‒ άγνωστο. Το αποτέλεσμα, όμως, όπως διαπίστωσε αμέσως μετά ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας, προέκυπτε ολοζώντανο μπροστά τους, σε λίγα μόλις λεπτά. Όλοι γνώριζαν και έβλεπαν τι συμβαίνει, επομένως. Κανείς, όμως, δε διαμαρτυρόταν, δεν προσπαθούσε να ξεφύγει. Περνούσε, άραγε, από τη σκέψη τους φευγαλέα η επιθυμία διαφυγής, την κατέπνιγαν στο φόβο της αποτυχίας ή παρέμεινε για πάντα αγέννητη;
Κι όμως, κάτι σάλεψε σε ένα από τα καλούπια όταν ανοίχτηκε. Ο σκουρόχρωμος όγκος του αρνήθηκε να υπακούσει και αντιστάθηκε. Έκανε να ξεφύγει τρέχοντας δεξιά κι αριστερά, χτυπώντας πάνω στις σανίδες, στα άλλα καλούπια, παραμερίζοντας τα στημένα στη σειρά παιχνίδια, που έκαναν ότι δεν τον έβλεπαν, σαν να ήταν ήδη εκείνα πεθαμένα και όχι αυτός ένα μεταλλαγμένο υλικό απροσδιόριστης ταυτότητας. Αλλά τότε δύο θηριώδεις φιγούρες τον ακινητοποίησαν με σχετική άνεση στη μέση, παγιδεύοντάς τον με τα μαστίγιά τους, σαν γελαδάρηδες που κυνηγούν μοσχαράκι στο ροντέο. Εδώ, αυτός ήταν όρθιος με μία μαύρη σκληρή και γυαλιστερή γλώσσα να του περισφίγγει δυνατά το λαιμό και με άλλη μία τυλιγμένη γερά στη μέση του, εκεί που ένα σώμα μπορεί να κοπεί στα δύο ισομερώς. Όσο τον ξεψυχούσαν διάφορα χρώματα επανέρχονταν, ως κύκνειο άσμα αναμνήσεων περασμένων πια στη λήθη, ανάκατα και αποσπασματικά, σαν να γινόταν ο ίδιος μία οθόνη, της οποίας η προστασία έστελνε στην επιφάνεια εικόνες σε μία διαρκή εναλλαγή με το μαύρο της φόντο. Στο τέλος, ακούστηκε η φωνή του. Άρχισε από σιγανό κλάμα, ίδιος θρήνος της ζωής στο σβήσιμό της, και δυνάμωνε, δυνάμωνε, δυνάμωνε, μέχρι που έγινε ουρλιαχτό, μπηγμένο στο μυαλό του. Και αμέσως μετά σκόνη… Κόκκοι μαύροι και γυαλιστεροί, διαλυμένοι στον αέρα, εκσφενδονίστηκαν σε κάθε μεριά, όπως ακριβώς ταξιδεύει στο νερό η χρυσόσκονη μέσα στις χιονόμπαλες, γεμίζοντας την αποθήκη. Έτσι τιμωρούνταν όποιος διέφερε, όποιος διέσωζε κάποια ψήγματα συνείδησης στο βασανισμένο παιχνιδοϋλικό του. Τον έκαναν σκόνη, γης χώνεμα και αθέλητη χοή…
Παραλίγο να βγάλει τ’ άντερά του ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας στο σκούρο καφέ-γκρι χορτάρι εξαιτίας των όσων είχε υπάρξει αυτόπτης μάρτυρας. Χρειαζόταν το χρόνο του για να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που συνέλεξαν τα αισθητήριά του, αλλά με δυσκολία έβρισκαν μία μία τη θέση τους στο μουδιασμένο του εγκέφαλο. Μόλις είχε ανακαλύψει ένα εργαστήριο πολτοποίησης παιχνιδιών με κίνητρο δραστηριοποίησής του την εξομοίωσή τους, στο ίδιο χρώμα, φυσικά, του μαύρου βασιλιά! Τόση μαυρίλα ήταν υπερβολική ακόμα και για κάποιον που είχε πάρει γεύση από τα χαρακώματα του Α’ Πολέμου. Και, εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν σου έχει συμβεί κάτι από το οποίο βγήκες νικητής, δε σημαίνει ότι θέλεις να βλέπεις ξανά και ξανά τη ζωή σου σε επαναλήψεις, σαν να ζεις τη μέρα της μαρμότας με μικρές παραλλαγές. Γιατί να πρέπει κάποιος να προετοιμάζεται πάντα για το χειρότερο και όχι για το καλύτερο; Ίσως τελικά το βίωμα της χαράς και η απόλαυση των στιγμών να είναι για κάποιους μία πολύ δύσκολη υπόθεση, στα όρια πολλές φορές του προσωπικού κατορθώματος αν επιτευχθούν. Όλα θέλουν την εξάσκησή τους, και ο μαύρος βασιλιάς χρειαζόταν γερή προπόνηση, προκειμένου να διαταράξει ένα χαμόγελο την ησυχία, τάξη και ασφάλεια του σκληρού του προσωπείου. Όσο ανώνυμος ή φαινομενικά απρόσωπος κι αν ήταν ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας, το μότο στη ζωή του είχε υπάρξει: «Γέλα με την ψυχή σου, κλάψε με την καρδιά σου. Ό,τι και να κάνεις, σπάσε την ευθεία!». Και με αυτές τις σκέψεις έφυγε προς εύρεση του χρωματιστού Μουτζούρη, ο οποίος ποιος ξέρει πού θα είχε φτάσει πια, αλλά πάντα αξίζει τον κόπο να ψάχνεις για το χρώμα, όσο δυσεύρετο κι αν μοιάζει στην αρχή…
«Είναι εξωφρενική αυτή η ιστορία!» είπε συγχυσμένος ο Βαλές κούπα.
«Πράγματι! Ακόμα και εγώ που φημίζομαι για το γερό μου στομάχι, μία ανακατωσούρα τη νιώθω, η αλήθεια είναι» παραδέχτηκε, νιώθοντας ασυνήθιστα άβολα για τον, κατά τα άλλα, ισχυρό του χαρακτήρα ο Βαλές μπαστούνι.
«Πιες μια γουλιά να συνέλθεις, αν και αυτά που ακούσαμε χρειάζονται πολλά ποτήρια μπίρας, για να συνηθίσει κανείς στην ιδέα ότι θα γίνει σκορδαλιά σε μίξερ ταχύτητας, να το θέσω διακριτικά» παρατήρησε και ο Βαλές καρό.
«Ναι, για πιο αφράτο αποτέλεσμα θα προτιμούσες το γουδί εσύ!» τον ειρωνεύτηκε ελαφρώς ο Βαλές σπαθί. «Δηλαδή, αν πέσουμε στα χέρια του, θα καταλήξουμε όλοι θηριώδεις με μούσκουλα; Όχι ότι θα ήταν και άσχημα, αν κρίνω από το καθισιό μας και τις μπιροκατανύξεις των τελευταίων ωρών, που μοιάζουν με αιώνα…» συνέχισε ρίχνοντας ένα άγριο βλέμμα στο Βαλέ καρό «Αλλά είναι φριχτή η σκέψη ότι όλοι αυτοί γίνονται ανδρείκελα καθ’ ομοίωσιν της αρρωστημένης φαντασίας του μαύρου βασιλιά!» κατέληξε εξοργισμένος.
«Ανάμεσα σε αυτούς μήπως είδες και τον Γκρινιάρη;» ρώτησε ανήσυχος ο Μουτζούρης, θέτοντας σε δεύτερη προτεραιότητα την ανησυχία του για τον εαυτό του. «Τελευταία φορά τον είδα λίγο πριν με βρει ο Άσσος σπαθί!»
«Όχι, δεν τον είδα! Je suis désolé, mon ami! Λυπάμαι, φίλε μου! Μπορεί, βέβαια, να ήταν σε κάποια άλλη αποθήκη ή να τη γλίτωσε τελικά!» έκανε ελπιδοφόρα ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας.
«Ή απλώς να με παράτησε σύξυλο, γιατί είχε πάρει μία μυστήρια εντολή που τον έκανε να συμπεριφέρεται παράξενα!» συλλογίστηκε ο Μουτζούρης.
«Εκτός κι αν ο φίλος σου είχε ήδη περάσει στον κόσμο των σκιών…» κλιμάκωσε τη συζήτηση αλύπητα ο Βαλές μπαστούνι, ανακτώντας την αυτοκυριαρχία του.
«Σίγουρα υπήρχαν κι αλλού τέτοιοι χώροι. Γιατί οι στριγκλιές που άκουγα εγώ δεν έρχονταν από εκεί, ούτε βρισκόμουν κοντά στο παλάτι. Ήμουν σε στάβλους» πετάχτηκε ο Αρκούδος.
«Τότε θα ήσουν σε ένα από τα τετράγωνα των αλόγων, στο b8 ή στο g8!» του εξήγησε ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας, που είχε εξερευνήσει αρκετά τη σκακιέρα.
«Λες να μην το ξέρω αυτό; Πώς κατέληξα νομίζεις να βάψω μαύρο το πρόσωπό μου; Και εγώ περιπλανήθηκα λίγο, ψάχνοντας το λευκό βασιλιά και το Θωμά όταν ειδοποιήθηκα από τον Άσσο σπαθί. Αλλά είναι κουβέντα για άλλη ώρα αυτή και επιπλέον δε με κάνει να νιώθω καλύτερα για την πιθανή εξαφάνιση του Γκρινιάρη» ξέσπασε ο Μουτζούρης και άρχισε ορμητικά να τρέχει ένα χρωματιστό ρυάκι εξαιτίας των ταραγμένων λογισμών και αναμνήσεών του.
Προετοιμασμένος, όμως, ο Αρκούδος, τον άρπαξε και τον κράτησε πάνω από τον κουβά δίπλα του, συγκεντρώνοντας εκεί ό,τι για άλλους θα ήταν δάκρυα και ιδρώτας.
«Τη Ρένα μου την είδες;» βρήκε το κουράγιο να ρωτήσει και ο λευκός βασιλιάς, που αγωνιούσε να μάθει κάτι περισσότερο από το ότι ήταν κλεισμένη σε ένα κλουβί, όπως τον είχε ήδη πληροφορήσει ο Μουτζούρης όταν γνωρίστηκαν.
«Η λευκή βασίλισσα ήταν κρεμασμένη σε ένα κλουβί, αλλά δεν πρόλαβα να τη δω για πολύ, καθυστέρησα να φτάσω στο παλάτι σε σχέση με τους άλλους. Στο τέλος, ο μαύρος βασιλιάς έδωσε εντολή να το καλύψουν με ένα ύφασμα. Νομίζω ότι την πήρε το μάτι μου να κάνει σήματα στη μαύρη βασίλισσα, που πολύ προσεκτικά και αθόρυβα ανταποκρινόταν κολλημένη πάνω στη βαριά κουρτίνα, η οποία μου φάνηκε ότι μιλούσε και σε κάποιον πίσω της… Oh, bien! Ιl n'y avait probablement rien d’intéressant à découvrir! Ίσως να το φαντάστηκα, τώρα που το σκέφτομαι, ή να μην πρόσεξα καλά. Δε θα μπορούσε να υπάρχει κάτι εκεί! Παρ’ όλα αυτά, δεν πέρασε απαρατήρητο ούτε από το μαύρο βασιλιά, ο οποίος φρόντισε άμεσα να το “διευθετήσει”!» τον κατατόπισε λεπτομερώς ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας.
«Παντομίμα! Ήταν πολύ καλή σε αυτό το παιχνίδι! Παλιά, στις σχόλες, παίζαμε για ώρες και τα δύο στρατόπεδα. Εμείς βγαίναμε συνήθως νικητές. Άλλο ένα στοιχείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον μου! Αυτές είναι φίλες, ξέρεις. Αναρωτιέμαι ποια είναι η θέση της μαύρης βασίλισσας τώρα με όλα αυτά… Με όσα λες υποψιάζομαι ότι ο μαύρος βασιλιάς κατατρύχεται από το φόβο του τυράννου και έτσι επιδιώκει να εξαλείψει κάθε πιθανότητα επιρροής της Ρένας μου μέσω της βασίλισσάς του στην Αυλή του» προβληματίστηκε έντονα ο λευκός μικρομέγαλος βασιλιάς.
«Δεν καθόταν δίπλα του, πάντως! Il était tout seul. Μόνος του καθόταν στον υπερυψωμένο θώκο του και δίπλα η θέση ήταν άδεια. Δυσκολευόμουν να διακρίνω τη μαύρη βασίλισσα στις σκιές. Στεκόταν εκεί, στην άκρη, μπροστά από τις βαριές κλειστές κουρτίνες και τα κλειστά παράθυρα, που έκαναν ακόμα πιο αποπνιχτική τη βαριά ατμόσφαιρα» διευκρίνισε ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας αποσαφηνίζοντας την εικόνα, αλλά μαυρίζοντας την καρδιά του λευκού βασιλιά.
«Μήπως είδες τις Ντάμες της τράπουλας; Τις απήγαγε ο Τζόκερ! Γι’ αυτό οι Ρηγάδες χάθηκαν από τότε στη μουσική τους μυσταγωγική νιρβάνα. Απασχολούν το μυαλό τους…» ψιθύρισε ο Βαλές κούπα, για να μην τον καταλάβουν οι Ρηγάδες και από τη μελαγχολία εγκαταλείψουν ακόμα και αυτή την ενασχόλησή τους με τη μουσική.
Εκείνοι, όμως, ήταν συγκεντρωμένοι στο να παίζουν ήδη από ώρα ο ένας μετά τον άλλον τα «Νυχτερινά» του Σοπέν.
«Το παρατήρησα ότι δεν υπήρχαν Ντάμες εδώ. Δεν τις είδα καθαρά, αλλά, τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί να ήταν εκείνες οι τέσσερις κλεισμένες γυναικείες μορφές, σε ένα χώρο διαμορφωμένο σαν γυναικωνίτη! Malheureusement, je n'ai rien vu d'autre que des ombres! Μόνο τις σκιές τους είδα, δυστυχώς, και ελάχιστα τις ίδιες πίσω από τα διάτρητα με σχέδια ξυλόγλυπτα πορτόνια» αποκάλυψε επίσης ψιθυριστά ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας, σε ανακούφιση των υπολοίπων, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν κανένα νέο τους.
«Όλοι ψάχνουμε κάτι που χάσαμε! Εγώ τη φωτογραφία μου, ο λευκός βασιλιάς τη βασίλισσά του και το στράτευμα, τα τραπουλόχαρτα τις Ντάμες…»
«Το κυριότερο είναι ότι όλοι χάσαμε την ελευθερία, την ηρεμία και την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, όμως, Θωμά» διέκοψε ο λευκός βασιλιάς το συλλογισμό του.
«Το θέμα είναι εσύ, στρατιώτη-χαμαιλέοντα, τι ακριβώς ψάχνεις; Γιατί θες να μας βοηθήσεις;» ολοκλήρωσε τελικά το σκεπτικό του ο Θωμάς, καθώς λίγο πολύ όλοι είχαν απορήσει με αυτή την άδολη προσφορά βοήθειας εκ μέρους του.
Ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας, όμως, συνεπαρμένος από το Σοπέν ήθελε να ξεκουράσει το μυαλό του πριν ανοίξει το επόμενο κεφάλαιο των αποκαλύψεων, αποτινάσσοντας ένα λίγο των σκοτεινών αναμνήσεων, που οι ραδιουργίες του μαύρου βασιλιά τού είχαν απιθώσει στο νου, μαζί με όλες τις αναπόφευκτες επιπτώσεις και απώλειες, οι οποίες είχαν εσκεμμένα προκληθεί. Άλλωστε και ο ίδιος έψαχνε μία ταυτότητα, το να αποδώσει ένα νόημα στη μικρή του ύπαρξη, και μπορεί, αν διαχειριζόταν σωστά τις προσφερόμενες ευκαιρίες, να έστρεφε γι’ αυτόν το λόγο τα σχέδια του μαύρου βασιλιά εναντίον του. Κάθε έγκλημα, άλλωστε, διαθέτει κενά και τυφλά σημεία, και ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας ήταν ειδικός στην ανακάλυψή τους. Αλλά ήταν πολύ νωρίς για να το πληροφορηθούν και οι άλλοι αυτό…
Εικαστικά:
1) Πίνακας του Mark Henson.
2) «Mind Warp» της Liz Danforth
3) «Wonderland Fantasy» της Julie Borden.
Μουσική:
Φρεντερίκ Σοπέν (Frédéric François Chopin), «Νυχτερινά» (Nocturnes), εκτέλεση Μαουρίτσιο Πολίνι (Maurizio Pollini).