Αυτή είναι η όγδοη αφήγηση ‒ κεφάλαιο από μία ιστορία που φιλοδοξεί να γίνει βιβλίο, εδώ μαζί σας, μήνα το μήνα. Κι όπου μας πάει…
«Το ταγκό του θανάτου»
Τότε ο λευκός βασιλιάς χαλαρώνοντας λίγο το σφιχταγκάλιασμά του με την μπέρτα ‒ μαντίλι ‒ αλεξίπτωτο της Ρένας του και, αφού τον επεξεργάστηκε αρκετά όσο εκείνος έτρωγε, διαπίστωσε έκπληκτος:
«Μα εσύ πρέπει να είσαι ένας ελεύθερος σκοπευτής!».
«Ακριβώς!» ανταπάντησε εκείνος ήρεμα.
«Από όσο γνωρίζω οι ελεύθεροι σκοπευτές είναι ψυχροί εκτελεστές» συνέχισε τις παρατηρήσεις του ο μικρομέγαλος βασιλιάς.
«Η αλήθεια είναι ότι κάποιες φορές καταλήγεις να κάνεις πράγματα που νωρίτερα δε θα είχες τον εαυτό σου ικανό να εκτελέσει μέχρι το τέλος. Εγώ, όπως και αρκετοί από εμάς, ήμουν εύστοχος και αποτελεσματικός θηροφύλακας σε όλα μου τα καθήκοντα σε αυτή την απαιτητική και πολυεπίπεδη δουλειά πριν καταλήξω στο Δυτικό Μέτωπο» άρχισε το άνοιγμα ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας, σαν να βίωνε ένα μεταφυσικό ταξίδι και να έγινε κάποιος άλλος, μεταφέροντας εμπειρίες, γιατί επιπλέον, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε συλλέξει, δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. «Είχα υπ’ ευθύνη μου μία σειρά θηραμάτων που ήταν κατάλληλα για κυνήγι, επέβλεπα την αναπαραγωγή και την εκτροφή των σκύλων-ανιχνευτών, είχα πολλές αρμοδιότητες σε μία τεράστια ιδιωτική έκταση, χωρίς ιδιαίτερα παχυλό μισθό, αλλά με εξασφαλισμένη στέγη, τροφή και ευκαιρίες να τον αυξήσω. Διάβαζα όλα τα σημάδια της άγριας φύσης και τη συμπεριφορά των άγριων και των οικόσιτων ζώων. Ακόμα φέρνω στο μυαλό μου μνήμες από εκείνες τις εποχές ηρεμίας, όπου το μόνο που μ’ ενδιέφερε ήταν το να πετύχουν τα σκυλιά μου φρέσκο ντορό στο έδαφος και το πόσο γρήγορα θα κατάφερνα να εντοπίσω το στόχο προτού μας αντιληφθεί. Η μυρωδιά του δάσους με μεθούσε, η θέα των ανοιχτών εκτάσεων στα βουνά με συνέπαιρνε, μπορούσα να ξεχαστώ εκεί μέχρι να επιστρέψω στο σπίτι με κάποιο λάφυρο. Παίρναμε, όμως, ολόκληρο το θήραμα, δεν το αφήναμε να σαπίσει κόβοντας μόνο τα κέρατα. Πολλοί το έκαναν αυτό, τεράστια σπατάλη μόνο για το τρόπαιο. Το κυνήγι, γενικότερα, για μένα ήταν μία ευκαιρία παρατήρησης και αυτοανακάλυψης, εκτός από μέρος του επαγγέλματός μου, και όχι σπορ, παρότι ήμουν πολύ καλός στο σημάδι. Ιδιόρρυθμη ίσως οπτική γωνία για την εποχή, αλλά κανείς δε μας υποχρεώνει να σκεφτόμαστε όπως όλοι οι άλλοι. Αργότερα, βέβαια, και τα λάφυρα άλλαξαν είδος. Ακόμα και για να καλύπτουμε βασικές ανάγκες. Τα παπούτσια των πεθαμένων έγιναν χωρίς δεύτερη σκέψη στόχος, όταν ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τα δικά μας. Από το δικό μας ή το αντίπαλο στράτευμα αδιάφορο, μη σας κακοφαίνεται: Πόδια ζεστά ‒ κεφάλι καλυμμένο. Το δεύτερο πιο επισφαλές. Πολλοί ξεχνιόντουσαν και την πατούσαν, ιδίως τα αμάθητα “γιαννάκια”, ενώ χωρίς άρβυλα δεν πήγαινες πουθενά» έκανε και κοίταξε με ανακούφιση τα καμουφλαρισμένα πλέον δικά του. «Μόνο αν ήσουν σε αμπρί, τα είχες απερίσκεπτα βγάλει και άρχιζε ανύποπτα κανονιοβολισμός εκτός του καθημερινά προγραμματισμένου σε συγκεκριμένη ώρα την είχες άσχημα. Και σε αυτό κυριαρχούσε επικίνδυνα η δύναμη της συνήθειας, γιατί ίσχυε μία ρουτίνα. Τις επιθέσεις τις μυριζόμασταν όμως. Σ’ εμάς έδιναν κρασί και καλύτερο φαγητό, οι απέναντι γίνονταν πιο πολύ από το κανονικό ήρεμοι ή άλλοτε παρατηρούνταν ασυνήθιστη κινητικότητα. Η ρουτίνα, όμως, ήταν το βαρόμετρο της σταθερότητας στα χαρακώματα, ό,τι ξέφευγε από αυτήν το έπιαναν αμέσως οι κεραίες μας».
Παρότι ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας έδινε εικόνες από το Δυτικό Μέτωπο και από περιοχές που θα μπορούσαν να βρίσκονται στη Μ. Βρετανία ή αλλού, μιλούσε σαν να αντιπροσώπευε τις αγωνίες κάθε στρατιώτη στην πρώτη γραμμή. Δεν καταλάβαινε κανείς πραγματικά αν ήταν Γερμανός, Γάλλος, Βρετανός ή όποιος άλλος ενεπλάκη ως μάχιμος σε αυτόν το Μεγάλο Πόλεμο, που θα σταματούσε όλους τους άλλους και που τελικά υπήρξε μόνο η αρχή για τη συστηματοποίηση της βίας και την εξέλιξη των μηχανών με μοναδικό στόχο την απρόσωπη, μαζική και θανατηφόρα αποτελεσματικότητα των όπλων. Η ομιλία του άλλαξε όσο πιο πολύ βυθιζόταν στις αναμνήσεις και δημιουργούσε την εντύπωση ενός ανώνυμου στρατιώτη-χαμαιλέοντα, που θα μπορούσε γι’ αυτόν το λόγο να είναι ο οποιοσδήποτε αγνοούμενος από τις εκατόμβες νεκρών που μπόλιασαν τα εδάφη όλων των Μετώπων.
«Και γιατί δεν έφευγες;» τον ρώτησε ο Θωμάς, σαν να ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο.
«Εννοείς να λιποταχτούσα;» άρχισε να επεξεργάζεται το αδιανόητο τότε στο μυαλό του. «Μπορούσε να γίνει αυτό ή να παραδοθεί κάποιος στον αντίπαλο, με κίνδυνο να πάρει το εισιτήριο για τον άλλο κόσμο προ της ώρας του. Δεν είμαι από εκείνους που καταθέτουν τα όπλα όμως. Ήμασταν εκεί μέχρι τελευταίας ρανίδας αίματος, για όποιον άντεχε, από τη στιγμή που μπήκαμε στο παιχνίδι. Όποιος, επιπλέον, δεν είχε τον τρόπο να εξαγοράσει μία πιο ευνοϊκή θέση, να αποφύγει την πρώτη γραμμή ή ακόμα καλύτερα και τον πόλεμο, ιδίως όταν ο ενθουσιασμός του πλήθους υποχώρησε, έπρεπε απλώς να ακολουθήσει ό,τι του όριζαν. Εγώ δε βρέθηκα εκεί εθελοντικά, ούτε μπορούσα να αποφύγω την επιστράτευση. Με χρησιμοποίησαν σε ό,τι καλύτερα ήξερα να κάνω. Αντί για ελάφια, ωστόσο, ή άλλα θηράματα, στόχος μου έγιναν οι άνθρωποι. Ξεπέρασα και τα σκυλιά μου στην εξ αποστάσεως “ιχνηλασία”, με την παρατήρηση, εξέλιξα το αυτοσχέδιο καμουφλάζ μου ανάλογα με την περίπτωση και εξάσκησα ακόμα πιο πολύ την υπομονή μου. Συγκέντρωνα εξαρχής τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για την ειδικότητα σε αυτό το στατικό είδος πολέμου φθοράς. Υπήρχαν και σε προγενέστερους πολέμους επίλεκτα σώματα ελεύθερων σκοπευτών, όπως στον Αμερικάνικο Εμφύλιο μεταξύ Βορείων και Νοτίων, αλλά αργότερα γίναμε ευρέως γνωστοί. Ήμουν ένας από τους πρώτους εκπαιδευμένους συστηματικά ελεύθερους σκοπευτές με νέες τακτικές κινήσεων και ενεργειών. Πάντα έτσι γίνονταν οι πόλεμοι, άλλωστε, σε πεδία μάχης άνθρωποι στοχεύουν άλλους ανθρώπους, ένας ή πολλοί μαζί».
«Και εγώ θα μπορούσα να σε βοηθήσω στην ιχνηλασία!» είπε αγαθιάρικα ο Αρκούδος.
«Για να σας εντοπίσουν και τους δύο πιο εύκολα με τον όγκο σου;» άστραψε τη λεκτική του σφαλιάρα ο Βαλές σπαθί.
«Ναι, γι’ αυτό δεν εντόπισε πουθενά δικά μου ίχνη στη διαδρομή του, επειδή δεν ξέρω να κρύβομαι!» τον τάπωσε ο Αρκούδος.
«Όχι, Αρκούδε! Ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας κυνηγούσε τους ανθρώπους, σαν να ήταν ελάφια. Εσύ δε θα το έκανες ποτέ αυτό!» επενέβη ταραγμένος ο Θωμάς, προσπαθώντας να χωνέψει την επίθεση πληροφοριών, εικόνων και δεδομένων.
«Περίπου» ανταπάντησε εκείνος, πάντα σε ετοιμότητα και χωρίς ποτέ να χάνει την ψυχραιμία του. «Στόχος αργότερα έγιναν και οι μηχανές που απασχολούσαν πιο πολλούς άντρες. Όχι μόνο οι ίδιοι οι άντρες. Αχρηστεύοντας ένα πολυβόλο με μία βολή απόλυτης ακριβείας και με ειδικές διατρητικές σφαίρες αχρηστεύεις και εκείνους, χωρίς να χρειάζεται να τους σκοτώσεις. Στην αρχή, όμως, οι πρώτοι ελεύθεροι σκοπευτές πολύ ικανοί και εκπαιδευμένοι, γιατί ήταν προετοιμασμένοι και δεν αιφνιδιάστηκαν όπως όλοι οι άλλοι, ήταν οι Γερμανοί. Προκαλούσαν μεγάλες και συστηματικές απώλειες στους αντίπαλους επιφέροντας πτώση του ηθικού. Έτσι χρειάστηκε να βρουν ανάλογο ρυθμό και οι υπόλοιποι. Το πραγματικό νόημα της συμμετοχής μας ήταν οι υψηλοί στόχοι που αλυσιδωτά θα παρέλυαν πολλούς άλλους. Είναι το ίδιο με το να αφαιρείς τη σφήνα-κλειδί από την κορυφή ενός ρωμαϊκού τόξου, καταρρέει μόνο του, χωρίς να αγγίξεις τίποτα άλλο».
«Αυτό σε εξιλεώνει;» αναρωτήθηκε ο λευκός βασιλιάς.
«Από τι; Έκανα το καθήκον μου όπως όλοι οι άλλοι. Αν δε σκοτώσεις, θα σκοτωθείς. Έπειτα, για ποιον μιλάς; Είμαι ένας μολυβένιος στρατιώτης γαλλικής κατασκευής, που φέρει μνήμες από έναν πραγματικό Βρετανό ελεύθερο σκοπευτή, έναν Γερμανό και μερικών άλλων από διάφορα Μέτωπα, που βγαίνουν αποσπασματικά στην επιφάνεια, μάλλον γιατί σκοτώθηκαν νωρίς… Προσωποποιώ την πολυεθνική σούπα που υπήρξε εξ ορισμού ο Α’ πόλεμος. Ως Γερμανός, όμως, ό,τι οι άλλοι προσπαθούσαν να αποφύγουν, εγώ κρυφά το επιδίωκα. Ξέρεις, Θωμά, τότε τα αντίπαλα χαρακώματα ήταν το ένα απέναντι από το άλλο, συνήθως όχι σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, και κάποιες φορές άκουγες τις φωνές των απέναντι, το τραγούδι, μύριζες τον καπνό τους. Ήμασταν θαμμένοι στη γη, μέσα σε σκαμμένα ανοίγματα, που υποστήριζαν αμμόσακοι τις πιο πολλές φορές, γεμάτοι από την άμμο που είχαν ήδη εκσκάψει οι σκαπανείς. Το σωστό σκάψιμο και το καλό αμπρί ήταν μεγάλη υπόθεση, προϋπέθεταν επιδεξιότητα και ήθελαν το χρόνο τους».
«Εσείς σκάβατε ή πολεμούσατε τελικά;» ρώτησε απορημένος ο λευκός βασιλιάς.
«Πολλά έκαναν όλοι οι στρατιώτες. Τις μεγάλες περιόδους στασιμότητας γινόμασταν ένα με τη λάσπη, κυρίως όταν έβρεχε πολύ. Εχθροί μας πιο πολύ από τους αντίπαλους ήταν η πείνα, η κούραση, το κρύο, η υγρασία, οι αρουραίοι, οι ασθένειες, η βρόμα, οι ψείρες, η μοναξιά. Και όλα γίνονταν πιο υποφερτά με καλή συντροφιά. Εκτός, όμως, του ότι αγνοούσες αν εσύ ή οι σύντροφοί σου την επόμενη μέρα, το επόμενο λεπτό θα ήσασταν ζωντανοί, γιατί η εκπαίδευση, η προσοχή αλλά και η τύχη παίζουν μεγάλο ρόλο στην επιβίωση, πέρασα τις πιο πολλές ώρες μόνος, χωρίς να μιλάω με κανέναν».
«Μα πώς γίνεται αυτό; Οι άλλοι πού ήταν;» ρώτησε ο Θωμάς.
«Ο καθένας στο πόστο του και στην υπηρεσία του. Και εγώ στο δικό μου. Ο ελεύθερος σκοπευτής είναι ένα ζώο μοναχικό. Κρυψώνα μου γινόταν ό,τι αποτελούσε εφιάλτη για όποιον άλλο, η Νεκρή Ζώνη πολλές φορές!»
Προοδευτικά οι εκπλήξεις στις νέες πληροφορίες που συσσώρευε ο Θωμάς γίνονταν όλο και πιο περίεργες, όλο και πιο δυσάρεστες. Αυτό υποδήλωνε ο συνδυασμός των λέξεων στις φράσεις που άκουγε τουλάχιστον. Φαντάστηκε τότε μία νεκρή ζώνη, που, για να είναι νεκρή, θα πρέπει να είχε γδαρθεί κάποιο αθώο ζωάκι, η οποία βρισκόταν σε μία περίοπτη θέση, για άγνωστο λόγο, και η οποία σε άλλους προκαλούσε τρόμο, ενώ άλλοι τη χρησιμοποιούσαν για να κρυφτούν… Πώς κρύβονταν; Μπορεί να τη φορούσαν και να γίνονταν αόρατοι! Είναι ο πιο ασφαλής τρόπος αυτός για να κρυφτεί κανείς κάτω από τη μύτη του εχθρού, σκέφτηκε.
«Νεκρή Ζώνη… Κατάλαβα, σε έκανε αόρατο!»
«Ακριβώς, Θωμά!» απάντησε έκπληκτος ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας. «Όταν έπεφτε η νύχτα, κυλιόμουν προσεκτικά μέσα στη Ζώνη που χώριζε τα δύο χαρακώματα και ήταν γεμάτη νεκρούς, κρατήρες από οβίδες, κόκαλα, κρανία από παλιότερες μάχες και εγκαταλελειμμένες μηχανές θανάτου, που είχαν μείνει πίσω σε κάποια επίθεση, γιατί το σημείο είχε ανακαταληφθεί πολλές φορές, και από εμάς και από τους άλλους. Γινόμουν ένα με το τοπίο, θαβόμουν στη λάσπη και περίμενα ακίνητος, προσπαθώντας να αποφύγω τους πληγωμένους άντρες που φώναζαν μέχρι να ξεψυχήσουν και τους ακούγαμε ακόμα και για μέρες, ώστε να μην προδώσουν τη θέση μου. Πριν την αυγή προσπαθούσα να πετύχω ένα με δύο στόχους, ώστε να μην αποκαλυφθώ από την αντανάκλαση του ήλιου στο φακό μου ή από τις σκιές-προδότες, και μετά γλιστρούσα πίσω, επίσης προσεχτικά, προστατευμένος στη φιλική αγκαλιά του σκοταδιού. Αν έχανα τη συγκέντρωσή μου και κοιμόμουν ή κουνιόμουν, “δίνοντας” τη θέση μου, μπορεί να παγιδευόμουν εκεί για το υπόλοιπο της ημέρας ή, χειρότερα ακόμα, να γινόμουν κομματάκια. Την άλλη μέρα επέλεγα άλλο σημείο. Εκτός κι αν ένιωθα ότι το προηγούμενο ήταν ακόμα ασφαλές. Αλλά μόνο για πειράματα δεν υπήρχαν περιθώρια, επειδή όποιος γινόταν πολύ πετυχημένος και επομένως ενοχλητικός, γιατί ο καθένας μας ακολουθούσε δική του γραμμή κινήσεων, τον εντόπιζαν και τον εξαφάνιζαν. Τότε, όμως, δεν αντιμετώπιζες μία σφαίρα, ένα καθαρό χτύπημα, αλλά το πυροβολικό. Άλλοι πολεμούσαν σε ανοιχτά πεδία δράσης, εκεί το καμουφλάζ έπαιζε ακόμα μεγαλύτερο ρόλο και δεν ενεργούσαν μόνοι, έκαναν συνήθως ομάδα με έναν παρατηρητή. Συνηθιζόταν, επίσης, οι πιο καλοί από εμάς να κρατάμε και λογαριασμό των επιτυχημένων βολών μας, ιδίως όταν στόχοι γίνονταν οι αξιωματικοί της ανώτερης ιεραρχίας. Φρόντισα να ξεχάσω τον αριθμό, τον έπνιξα σε αμέτρητες ποσότητες φανταστικού αλκοόλ στην πορεία των ετών».
Όλοι έκαναν μηχανικά ένα βήμα πίσω, συνειδητοποιώντας πως είχαν μπροστά τους έναν πράγματι επιτυχημένο σκοπευτή ‒ μία ανθρώπινη μηχανή θανάτου.
«Η απόδειξη ότι κάποιοι αντίπαλοι βγαίνουν από το παιχνίδι!» του απάντησε ο λευκός βασιλιάς, προλαβαίνοντας το στρατιώτη-χαμαιλέοντα.
«Ακολουθούσα διαταγές. Όλοι πιόνια ήμασταν» συμπλήρωσε θλιμμένος ο στρατιώτης.
«Αγαπητέ μου, μην αποκαρδιώνεσαι!» προσπάθησε να τον συνεφέρει από τις δυσάρεστες αναπολήσεις ο Βαλές κούπα. «Πιες άλλο ένα ποτήρι μπίρας» είπε και έκανε σήμα στους σερβιτόρους να επιληφθούν της παραγγελίας.
Ο Θωμάς, όμως, τον κοιτούσε, πασχίζοντας να ζωντανέψει την εικόνα. Άλλο ήταν να παίζει παιχνίδι ή να ακούει αφηγήσεις από το Φίλιππο για τις πίστες που περνούσε και τελείως διαφορετικό να αντικρίζει κάποιο βετεράνο. Αυτό πλέον δεν ήταν παιχνίδι, γινόταν μία ζοφερή και πολύ ρεαλιστική κατάσταση. Σε κατεστραμμένα εδάφη, λακκουβιασμένα από τις οβίδες, έβλεπε, εκτός από πεσμένους στρατιώτες όλων των εθνικοτήτων, και κανόνια, τανκ, τόσα όπλα, που έχανε το μέτρημα, αεροπλάνα πετούσαν, Ζέπελινγκ αιωρούμενα επόπτευαν από τον αέρα και υποβρύχια έστεκαν παράταιρα μισοθαμμένα στη γη. Υπήρχαν επίσης ξεκοιλιασμένα άλογα, μουλάρια και κάρα κατεστραμμένα ή βυθισμένα στον κολλώδη άργιλο, που νωρίτερα μετέφεραν πολεμικό υλικό. Εκεί, στα διάσπαρτα απομεινάρια σάρκας, πυρομαχικών και μηχανών, διέκρινε μουτσούνες με σωλήνες, ήταν οι μάσκες προστασίας για τα δηλητηριώδη αέρια. Και μόνο που φανταζόταν να φοράει μία τέτοια τον έπιανε ασφυξία. Έβλεπε, ίδιο όραμα, μία σύνθεση περιγραφών του στρατιώτη-χαμαιλέοντα και του παππού Λορέντζο, ο οποίος είχε βρει ευκαιρία με το σκάκι να του μιλάει για τη φρίκη του πολέμου ξιφομαχώντας, σαν ευγενής, νοητά με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια του Φίλιππου, που τον περίμεναν στην γωνία με νέας τεχνολογίας πολυβόλα, τα οποία εκτελούσαν βολές μεγάλου βεληνεκούς. Παρ’ όλα αυτά, ο παππούς Λορέντζο με έμπειρες και επιδέξιες κινήσεις «έτρωγε» για πρωινό τους εντυπωσιακούς φανφαρονισμούς των κραυγαλέων όπλων μαζικής καταστροφής, ξύνοντας λίγο από το λούστρο της επιφάνειάς τους με τη μύτη του σπαθιού του, για να τα υποχρεώσει να ξεφουσκώσουν αμέσως, αποκαλύπτοντας το πραγματικό τους πρόσωπο, ως άδεια σακιά. Ήταν πιο συναρπαστικές οι αφηγήσεις του, όφειλε να το ομολογήσει ο Θωμάς. Τα ηλεκτρονικά είχαν σχεδόν δεδομένη αρχή, μέση και τέλος. Αν ήθελες να τα ξαναπαίξεις, γνώριζες τις πίστες και τα βήματα, ενώ στις αφηγήσεις του παππού πάντα κάτι νέο ξεπεταγόταν. Ποτέ δεν ήξερες την ακριβή συνέχεια, σε αμέτρητες ιστορίες χωρίς τέλος…
Στο όραμά του είχαν συγκεντρωθεί όλα τα σώματα και τα Μέτωπα του Α’ Πολέμου, με όλο τους τον εξοπλισμό, ενώ οι στρατιώτες τους αλληλοσφαγιάζονταν για λίγα μέτρα γης. Προσπαθούσε ανάμεσά τους να εντοπίσει και το στρατιώτη-χαμαιλέοντα, που τώρα τους μιλούσε, να λουφάζει χωμένος σε μια τρύπα, παρακολουθώντας πλήρως ακινητοποιημένος, για να περάσει απαρατήρητος, το επόμενο ανθρώπινο θήραμα. «Η δύναμη των μηχανών φαίνεται να ξεπερνά τον άνθρωπο, αλλά η πραγματική δύναμη βρίσκεται στο δημιουργό τους, όταν εκείνος γνωρίζει πώς να τη χρησιμοποιήσει σωστά» του είχε πει ο παππούς Λορέντζο, αφορμή του ότι εκείνος έδειχνε εντυπωσιασμένος αλλά και τρομαγμένος από την καταστροφική τους ισχύ. «Πίσω από κάθε μηχανή υπάρχουν άνθρωποι, Θωμά. Οι μηχανές δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τους ανθρώπους. Οι αποφάσεις που παίρνουν εκείνοι χειριζόμενοι τις μηχανές καθορίζουν τις κινήσεις στην οποιαδήποτε σκακιέρα. Το πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι προσπαθούν να μοιάσουν στις μηχανές. Αυτό στον πόλεμο παίρνει απόλυτες διαστάσεις. Ο άνθρωπος γίνεται σαν μηχανή, για να σκοτώνει άλλους ανθρώπους, αλλά στο τέλος πεθαίνει ως άνθρωπος».
Και, επαναφέροντας στο μυαλό του τις προηγούμενες σκέψεις για το τι σημαίνει θάρρος σε σχέση με την υπομονή της μαμάς του και την επιμονή του Φίλιππου, ρώτησε ευθέως το στρατιώτη-χαμαιλέοντα:
«Δηλαδή εσύ τώρα είσαι ένας ήρωας, θεωρείσαι πολύ θαρραλέος που με ένα όπλο κρυμμένος σαν σκουλήκι μες το χώμα και όπου αλλού εξαφανιζόσουν και σκότωνες ανθρώπους;»
«Όποιος κρατάει ένα όπλο, Θωμά, δεν είναι ποτέ το ίδιο θαρραλέος με όποιον αντιμετωπίζει τους φόβους και ό,τι τον απασχολεί κατάματα και με γυμνά χέρια. Εμείς ζούσαμε μία μίζερη καθημερινότητα, παίζοντας ένα παιχνίδι “γάτας και ποντικιού” με τον αντίπαλο. Τις πιο πολλές φορές κάναμε τις ελάχιστες δυνατές κινήσεις, που πολύ απέχουν από τον ηρωισμό, μόνο παλεύοντας να μείνουμε ζωντανοί, προκειμένου να κερδίσουμε άλλη μια μέρα, μερικές ώρες, λίγα λεπτά… Άλλωστε πώς να φανείς ήρωας όταν σε ορίζουν η τύχη και οι απροσεξίες;» τοποθετήθηκε ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας, αισθανόμενος ότι ήταν πολύ δύσκολο να εξηγήσει όσα και ο ίδιος άργησε πολύ να καταλάβει.
«Πόσο διαφέρουν όλα αυτά από τα τόξα και τις βαλλίστρες που χρησιμοποιούσαμε εμείς…» παρατήρησε ο λευκός βασιλιάς.
«Δεν ήσασταν και τόσο αθώοι!» ανταπέδωσε άμεσα τα πυρά ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας. «Και εσείς πυρπολούσατε τους πολιορκητές χύνοντας πάνω τους πίσσα ή καυτό λάδι και στοχεύοντάς τους με φλεγόμενα τόξα ή όποια άλλη καυστική ύλη, για να απωθείτε τους επιτιθέμενους και τους πολιορκητικούς κριούς! Αργότερα ήρθε το πιο ευέλικτο φλογοβόλο».
«Θεωρητικά εμείς!» υπερασπίστηκε το “παλάτι” του ο μικρομέγαλος βασιλιάς. «Ένα εικονικό παιχνίδι είναι το δικό μας. Οι άνθρωποι, που το σχεδίασαν, όμως, δε θα διαφωνήσω ότι οδηγούνταν σε βαρβαρότητες. Το εξέλιξαν στις πραγματικές του διαστάσεις, για να σκοτώνονται καλύτερα, πιο εύκολα, πιο αποτελεσματικά! Η ιδέα της εκτοξευόμενης φωτιάς γέννησε τα φλογοβόλα».
«Μεγάλη επιτυχία!» έκανε ειρωνικά ο Θωμάς.
«Θλιβερό, πάντως, το γεγονός ότι οι άνθρωποι φτιάχνουν τις μηχανές, για να τους εξυπηρετήσουν και καταλήγουν οι ίδιοι δούλοι τους» αναγκάστηκε να παραδεχτεί ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας. «Αυτοί οι φλογοβολιστές επιλέγονταν ανάμεσα σε γοργοπόδαρους άντρες, προκειμένου να αποφύγουν τους ελεύθερους σκοπευτές ‒ πράγμα αδύνατο τις πιο πολλές φορές. Ήξεραν ότι η προσπάθεια διαφυγής τους ήταν μάταιη από τους πολύ ταχύτερους δικούς μας “φίλους” ‒ τις σφαίρες. Με μία γενικότερη έννοια, γίνονταν άθελά τους ένα είδος καμικάζι. Τα ντεπόζιτα βενζίνης που κουβαλούσαν στην πλάτη τους μεταμορφώνονταν μπροστά στα μάτια μας σε σαρδέλες, κράνη, σπίρτα και ό,τι άλλο μάς υπόσχονταν ως επιβράβευση για τις επιτυχημένες βολές».
«Λες και παρακολουθώ ηλεκτρονικό παιχνίδι είναι, αλλά το ζω πιο έντονα. Ή πετάχτηκε εκείνο έξω από την οθόνη ή εμείς χωθήκαμε μέσα. Όσο πιο πολλούς σκοτώσεις, περνάς πίστα και παίρνεις μπόνους με πόντους, ζωές κτλ. Στα ηλεκτρονικά παιχνίδια μπορεί να χύνεται ψεύτικο αίμα, αλλά τέτοιες και χειρότερες εικόνες δανείζονται ένα κομμάτι αλήθειας από την πραγματικότητα, λέει ο παππούς Λορέντζο. Τελικά ο άνθρωπος είναι ζώο ή μηχανή; Έχω μπερδευτεί τώρα με όλα αυτά» προβληματίστηκε ο Θωμάς.
«Είναι ένα εξελιγμένο ζώο, το οποίο μπορεί να φτιάχνει και να διαχειρίζεται μηχανές τόσο επιτυχημένα, που μερικές φορές καταλήγει να ταυτίζεται με το δημιούργημά του, χάνοντας την επαφή με την πραγματικότητα και με τον εαυτό του, όπως καταλαβαίνω και με όσα έχω ακούσει και δει τόσους αιώνες» είπε ο λευκός μικρομέγαλος βασιλιάς στο Θωμά και συνέχισε απευθυνόμενος στο στρατιώτη-χαμαιλέοντα «Κατά τα άλλα, έχει δίκιο ο Θωμάς να απορεί! Γι’ αυτό οι ελεύθεροι σκοπευτές έχετε τη φήμη του ψυχρού εκτελεστή, γιατί παρακολουθείτε το θύμα σας, το βλέπετε, δεν είναι πλέον μία απρόσωπη μάζα, αποκτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, και παρ’ όλα αυτά πατάτε τη σκανδάλη. Ένα απρόσωπο μπαράζ κανονιοβολισμών διαφέρει».
«Ναι, είναι αλήθεια. Δεν μπορείς, όμως, να σκέφτεσαι διαρκώς τα χαρακτηριστικά τους, που μένουν στη μνήμη καρφωμένα και επανέρχονται ξανά και ξανά τα επόμενα χρόνια, τότε που θα έχεις επιβιώσει, γιατί εκείνη τη στιγμή είναι το τελευταίο που σκέφτεσαι. Είναι αδύνατο να προβλέψεις ότι θα σε κατατρέχουν όλα αυτά τα πρόσωπα, τα οποία γίνονται ερήμην τους υποψήφιοι παρτενέρ σε ένα ταγκό με το θάνατο. Εκείνος σε κοιτάζει, σε ζυγίζει και, αν στοχεύσεις σωστά, επιλέγει για άλλη μια φορά τον απέναντί σου και όχι εσένα. Ακούγεται παράλογο, το ξέρω, αλλά αυτό σκεφτόμουν κάθε φορά που παρατηρούσα ήσυχα και προσεκτικά το στόχο. Τότε δε γνώριζα ακόμα το ταγκό, αλλά φανταζόμουν την αναμέτρηση, σαν έναν πολεμικό χορό μεταξύ δύο αντιπάλων, όπως ήταν παλιότερα η ξιφομαχία. Τώρα γινόταν μία νοητή ξιφομαχία με το βλέμμα, για την οποία ήταν ενήμερος μόνο ο ένας. Αν με φλέρταρε νωρίτερα ο θάνατος, οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες. Έτσι έψαχνα να βρω πάνω στον αντίπαλο όμορφα στοιχεία περιεργαζόμενος τα χείλη, τα μάτια, όχι για να μου αποτυπωθεί η μορφή και να τη φορτωθώ, κάτι που δεν μπόρεσα να αποφύγω τελικά, αλλά γιατί σκεφτόμουν πως είναι πιο όμορφη, πιο ελκυστική, πιο ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία, ώστε να τη γλιτώσω εγώ. Δεν ήξερα, άλλωστε, καθόλου να χορεύω. Κάποιες φορές σώζεσαι κρύβοντας και όχι δείχνοντας τα χαρτιά σου, σε αυτό με βοηθούσε πολύ η ιδιότητα του χαμαιλέοντα. Άλλες, πάλι, όχι. Έτσι την πάτησα με την Ελένε μετά στο χωριό μου. Ντρεπόμουνα να της δείξω ότι δεν ήξερα χορό και την αποπήρα λέγοντάς της ότι ασχολείται με ασήμαντα πράγματα. Ενώ θα μπορούσα να της έχω πει απλώς την αλήθεια» κατέληξε απελπισμένος, αντιλαμβανόμενος ότι δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω το χρόνο, αλλάζοντας τον ρου της ιστορίας.
«Ναι, αυτά είναι λάθη που κάνουμε όλοι μας. Οι γυναίκες συγκινούνται όταν τους δείχνεις την αδυναμία σου και εμείς αποφεύγουμε να δείχνουμε αδύναμοι. Στο τέλος γινόμαστε ψεύτικοι και καταλήγουμε μόνοι» συμφώνησε και επαύξησε ο λευκός βασιλιάς με μία διάθεση συμφιλίωσης, διαπιστώνοντας ότι, όσο κι αν διέφεραν φαινομενικά, όλοι παιδεύονταν με ανάλογες αγωνίες.
«Πώς πήγατε τη συζήτηση από το χαράκωμα, στο χορό και μετά στον έρωτα είναι άξιον απορίας. Μάλλον είναι υπερβολικά καλή η μπίρα!» απόρησε εμφανώς ο Βαλές καρό περιεργαζόμενος το περιεχόμενο του ποτηριού του, σαν να εξέταζε πολύτιμο ελιξίριο, για να το καταπιεί λαίμαργα με μεγάλες γουλιές αμέσως μετά.
«Κι όμως ο έρωτας είναι τόσο κοντά στο θάνατο όσο και στη ζωή. Μπορώ να σου πω πιο κοντά στον πρώτο, καθώς απαιτούνται πολλοί “θάνατοι” μέχρι να επιτευχθεί η όποια ανανέωση θα διασφαλίσει μια υγιή συνέχεια» έκανε σκεπτικός ο λευκός μικρομέγαλος βασιλιάς συλλογιζόμενος τη Ρένα του κλεισμένη στο κλουβί του μαύρου βασιλιά.
«Και, επειδή ξεφύγατε τελείως από το θέμα, να σας επισημάνω ότι, όταν ακολουθείς εντολές σε εμπόλεμη κατάσταση, η εν ψυχρώ δολοφονία βαπτίζεται πατριωτικό καθήκον ή πολεμικός χορός ή ό,τι άλλο. Οι άνθρωποι έχουν πολλές λέξεις, για να καμουφλάρουν τις προθέσεις τους. Το αποτέλεσμα των πράξεών τους όμως παραμένει, όσο κι αν προσπαθούν να το μετονομάσουν σε κάτι άλλο, ξερνοβολώντας φωτιά είτε με μία σφαίρα είτε με όλμους, οβίδες και βόμβες» τους κατακεραύνωσε αυστηρά ο Βαλές μπαστούνι.
Όλα αυτά έβαλαν σε σκέψεις το Θωμά. Είχαν μάθει να ζουν με τους νεκρούς και σκότωναν πριν τους σκοτώσουν, για να παραμείνουν ζωντανοί. Και στην κανονική ζωή, όμως, όταν δεν υπάρχει πόλεμος, οι άνθρωποι πεθαίνουν. Πάλι πρέπει να μάθεις να ζεις με τους νεκρούς, απλώς δεν τους βλέπεις, παρά μόνο σε φωτογραφίες και στο μυαλό σου. Τελικά, αυτή η πρόσκληση σε ένα ταγκό με το θάνατο απασχολούσε ή καλύτερα κυνηγούσε τους ανθρώπους πάντα. Ο Θωμάς αποφάσισε ότι θα μάθαινε να χορεύει ταγκό καλύτερα από τον καθένα. Έπρεπε να βρει ντάμα, βέβαια, και ποια άλλη θα έπαιζε καλύτερα αυτόν το ρόλο από την Κατερίνα! Δε θα της έλεγε όμως το λόγο, ότι έτσι θα γίνονταν αήττητοι. Θα είχαν ο ένας τον άλλον και δε θα επέτρεπαν σε κανέναν να μπει ανάμεσά τους, πόσο μάλλον σε αυτό τον άθλιο τύπο, το θάνατο! Και εκεί πάλι θυμήθηκε τα παρήγορα λόγια του παππού Λορέντζο όταν ένα βράδυ, στην αρχή του καλοκαιριού, εκείνος τον συνόδευσε για ύπνο και, νιώθοντας τη θλίψη του, του είπε: «Θωμά, το μυαλό ορίζει μόνο του τα ταξίδια που θέλει να κάνει. Η μαμά θα είναι μαζί σου όποτε τη σκέφτεσαι, κάθε φορά που τη χρειάζεσαι, ακόμα κι αν δεν τη βλέπεις. Στο χρόνο μαθαίνουμε να ζούμε με τις απουσίες που έχουν τον τρόπο τους να γίνονται παρουσίες με όσα φύτεψαν μέσα μας όσοι αγαπήσαμε πριν φύγουν».
«Αφού εσύ είσαι μόνο ένα παιχνίδι!» παρατήρησε ο Θωμάς, που άρχισαν να του φαίνονταν τόσο παράλογα όλα αυτά όσο και τότε που βρήκε το λευκό βασιλιά να κλαίει αξιολύπητος στην κοιλιά του εκκρεμούς, φυσώντας και ξεφυσώντας στο μαντίλι με το κεντημένο μονόγραμμα της βασίλισσας, πριν ακόμα λειτουργήσει ως μπέρτα ή αλεξίπτωτο. Τώρα εκείνη η δακρυστάλαχτη λίμνη που είχε σχηματιστεί με το κλάμα του λευκού μικρομέγαλου βασιλιά τού φαινόταν πολύ ταιριαστή για την περίσταση με τόσους μαζεμένους νεκρούς, η παρέλαση των οποίων δεν είχε τελειωμό.
«Νομίζεις!» ακούστηκε σχεδόν σαν διαμαρτυρία η απάντηση του στρατιώτη-χαμαιλέοντα. Και βρίσκοντας πάλι σιγά σιγά τον εαυτό του μετά τις ξένες παρεμβολές συνέχισε: «Μέσα μας ενσταλάζουν les âmes des soldats, οι ψυχές των στρατιωτών. Έπειτα, μοιραζόμαστε κοινά στοιχεία μαζί τους, γινόμαστε και εμείς χαμένοι ή αγνοούμενοι όποτε σπάμε ή πεθαίνουμε και βρισκόμαστε εδώ. Αφενός γιατί σε αυτό το παιχνίδι στρατηγικής διαμορφώνεται σε κάποια σημεία των τετραγώνων ένα είδος νεκροταφείου στρατιωτών από διάφορους πολέμους…» ομολόγησε αποκαλυπτικά ο ανώνυμος στρατιώτης.
«Νεκροπόλεις, ακούγεται καλύτερα» τον διόρθωσε ο Θωμάς, όπως θα είχε κάνει στον ίδιο και ο παππούς του.
«Appelle le comme tu veux! Πες το όπως θες, Τομά, η ουσία δεν αλλάζει» συγκατένευσε εκείνος. «Αφετέρου, όμως, et c'est ça le plus important, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, αυτό το έπιπλο με τις μαγικές ιδιότητες παραμένει ανοιχτή πύλη για όποιον το άγγιξε και για όσους συσχετίζονταν με όποιον το άγγιξε κ.ο.κ. Επιπλέον έχει ταξιδέψει σε διάφορες εποχές και χώρες, αν και εδώ κάτω η έννοια των συνόρων χάνεται, τα βασικά γνωρίσματα της εποχής ή των γεγονότων παραμένουν. Και εγώ, στην πραγματικότητα, δεν έχω εθνικότητα. Τα πιόνια δεν έχουν εθνικότητα, είναι απλώς πιόνια. Με κατασκεύασαν κάπου, θα μπορούσαν να με έχουν κατασκευάσει οπουδήποτε αλλού, όπως κατασκευάζουν αλήθειες, θεωρίες και ψέματα που μετά τα χρωματίζουν. Έτσι βάφτηκα γκρι μπλε και μετά κουκουλώθηκα πίσω από ένα απρόσωπο καμουφλάζ. Αλλά καταλαβαίνω και μιλάω διάφορες γλώσσες, γιατί έζησα σε διάφορες χώρες, χωρίς να τις νιώθω απαραίτητα δικές μου. Je suis un voyageur du monde! Είμαι ένας ταξιδευτής του κόσμου! Εθνικότητα έχουν όσοι διαθέτουν την πολυτέλεια να ικανοποιούν τα ιδιοτελή τους συμφέροντα πατώντας επί πτωμάτων. Ξέρεις πόσες εκατόμβες σχηματίστηκαν με όσους έπλεναν τα χέρια τους στο αίμα όσων έστειλαν στο Μέτωπο, καλυμμένοι μέσα και πίσω από γαλόνια και κοστούμια, και αντιπαρατιθέμενοι πάνω σε χάρτες, ατσαλάκωτοι και επαναπαυμένοι στην αλαζονεία της τάξης, της ιεραρχίας…» ολοκλήρωσε μονορούφι με σβησμένη στο τελείωμα της φράσης του ανάσα.
«Και μοιρασμένα να τα έχεις, πάλι κάποιοι θέλουν να ρουφήξουν το οξυγόνο σου, να σε στριμώξουν όσο πιο πολύ γίνεται, να επεκταθούν σε όσο το δυνατόν περισσότερα τετράγωνα της σκακιέρας, αν αυτό έχει κάποιο νόημα!» συλλογίστηκε ο λευκός βασιλιάς φέρνοντας στο νου του τις επιδιώξεις του μαύρου βασιλιά.
«Mais bien sûr! Μα φυσικά! Δεν άλλαξαν και πολλά» συνέχισε ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας, που με την εμπειρία όσων αληθινών στρατιωτών από διάφορα Μέτωπα του Α’ Πολέμου είχαν βρει συμβολικό καταφύγιο στη μικρή του ύπαρξη είχε μία πιο σφαιρική αντίληψη για τα πράγματα. «Η απληστία γίνεται μόνη της ένα μονοπώλιο ή γεννάει μονοπώλια, ισοπεδώνει τη διαφορετικότητα και επιδιώκει την επικράτηση του πιο δυνατού. Στα κριτήρια που κάθε φορά τον ορίζουν οφείλεται η διάσπαση σε στρατόπεδα και η σύνθεσή τους. Le totalitarisme a plusieurs visages! Ο ολοκληρωτισμός έχει πολλά πρόσωπα, βαπτίζει κάποιους ως εχθρούς και επιδιώκει τον αφανισμό τους. Γι’ αυτό το σκοπό υπάρχει πάντα ένα μέρος του όλου, το οποίο εκείνος τσιμπολογάει στην αρχή, και στο τέλος το καταβροχθίζει. Δυσανάλογα. Ενώ το έχει γεννήσει, συντηρήσει και πολλαπλασιάσει, το τρώει μετά ως αντίσωμα για να αυτοσυντηρηθεί. Δεν υπάρχει σωτηρία για ό,τι εκείνος με προφάσεις αφορίζει. Έτσι ήμασταν και εμείς χωμένοι στο χώμα, σκουλήκια της γης, έντομα και ερπετά, έμοιαζε να έχουν περάσει αιώνες από τότε που επικαλούμασταν την ανθρώπινη ιδιότητά μας, είχαμε μεταμορφωθεί σε χθόνια πλάσματα sans identité, χωρίς ταυτότητα, και χρησιμεύαμε ως εύχρηστα, βολικά και πάντα αναλώσιμα εργαλεία στον αναπόδραστο μονόδρομο προς une victoire totale ou une destruction totale, μία ολοκληρωτική νίκη ή μία ολοκληρωτική καταστροφή. Ανεξάρτητα αν αυτή δε συνέβη τότε».
«Και τι συνέβη τελικά; Ποιος κέρδισε ή έχασε ολοκληρωτικά;» ακούστηκε η φωνή του Μουτζούρη, που έως εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε με προσοχή τη συζήτηση.
«Σε έναν πόλεμο στον οποίο η κάθε πλευρά επιδιώκει την ολοκληρωτική καταστροφή του αντίπαλου, με την πεποίθηση ότι αυτή θα φέρει το τέλος των πολέμων, δεν υπάρχουν νικητές. Est un serpent qui se mord la queue et les conséquences apparaissent en temps. Είναι ένα φίδι που δαγκώνει την ουρά του και οι συνέπειες φαίνονται στο χρόνο».
Όλοι σκιάχτηκαν με αυτή την ιδέα, που τόσο δεδομένα ξεστόμισε ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας, γνωρίζοντας την αμφιλεγόμενη κατάσταση στη σκακιέρα.
«Άρα ήταν μία πλήρης αποτυχία! Οι πόλεμοι συνεχίστηκαν και όσοι επιδιώκουν ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα μοιάζουν στο μαύρο βασιλιά, που θέλει να μας κάνει όλους σαν τα μούτρα του!» ξέσπασε ο Μουτζούρης.
«Είναι πάντως περίεργο που εσύ, Μουτζουρή, έβαψες μαύρο το πρόσωπό σου για να του ξεφύγεις, όπως και άλλοι από όσο γνωρίζω. Κάποτε οποιοδήποτε άλλο χρώμα εκτός από ό,τι θεωρούνταν λευκό υποβάθμιζε τους ανθρώπους σε κατώτερες κατηγορίες. Ακόμα και τότε, dans les tranchées, στα χαρακώματα. Οι πιο πολλοί στρατιώτες των αποικιών ήταν ακατάλληλα εκπαιδευμένοι για τέτοιο πόλεμο και γίνονταν des cibles faciles στο Δυτικό Μέτωπο, εύκολοι στόχοι. Ήταν αναλώσιμο υλικό! Πιο πολύ πρόσεχαν τα άλογα, τα σκυλιά και τα περιστέρια παρά εκείνους. Και, όταν μπήκε αργότερα η Αμερική στον Πόλεμο, σε λίγες περιπτώσεις έβλεπες Αφροαμερικάνους να κρατούν όπλο, ενώ δεν ανέρχονταν στη στρατιωτική ιεραρχία. Συνήθως τους χρησιμοποιούσαν σε δευτερεύουσες εργασίες».
«Κάποια πράγματα δύσκολα αλλάζουν, ακόμα κι αν φαίνεται ότι εξελίσσονται. Αλλάζουν όνομα, μπορεί και περιεχόμενο, αλλά, καθώς φαίνεται, οι αντιπαλότητες και οι διαχωρισμοί σε “εμείς” και “εσείς” διατηρούν την ισχύ τους» δήλωσε με βεβαιότητα ο λευκός βασιλιάς.
«Τελικά, όλο και κάποιοι φορούν μάσκες, ακόμα κι αν δεν το θέλουν!»
Πρόσθεσε ο Θωμάς, ενθυμούμενος τη φράση του Λουίτζι Πιραντέλο για τα προσωπεία και τα πρόσωπα. Και, φέρνοντας την αόρατη φωτεινή μπάλα μπροστά του, ατένισε από μέσα όλο το χώρο και τους παριστάμενους, που γίνονταν τώρα πιο φωτεινοί, πιο χρωματιστοί. Μα πώς θα μπορούσε όλη αυτή η πολύχρωμη παρέα με το παρελθόν, τις ανησυχίες, τις ιδιότητες, την αθωότητα, που για κάποιους ήταν πληγωμένη, να διαχωριστεί σε «εμείς» και «εσείς»; Του φαινόταν τόσο παράδοξο. Βέβαια, αυτοί ήταν οι «εμείς» και κάπου αλλού υπήρχαν οι «εσείς», που έπρεπε να τους προλάβουν πριν κάνουν την επόμενη κίνηση και ήταν Ρουά ματ. Όπως κι αν είχε, όμως, βαθιά μέσα του πίστευε ότι σε μία ραγισμένη καρδιά, σαν εκείνη του μαύρου βασιλιά, υπήρχαν ακόμα ψήγματα ευαισθησίας και λογικής που μπορούσαν να επικαλεστούν, για να ξαναγίνει ενιαία, χωρίς ψεγάδια και θαμπάδα, χωρίς να παραμείνει ούτε ίχνος της παλιάς ρωγμής. Ο πόνος ή η φιλοδοξία βρισκόταν, άραγε, στα βαθύτερα κίνητρά του; Και καθώς οι άλλοι τσιμπολογούσαν μεζεδάκια, κάπνιζαν και έπιναν μπίρα περιδιαβαίνοντας σιωπηλοί στα μονοπάτια που είχαν χαράξει στη συζήτηση, οι Ρηγάδες έπιασαν ένα παλιό ταγκό, το «El tango de la muerte», το οποίο, αφού ανακοίνωσε ο Ρήγας κούπα, άρχισε περιπαθώς να τραγουδάει καθηλώνοντάς τους όλους με τον αισθησιασμό των φωνητικών του χορδών…
Εικαστικά:
1) http://www.rajvosa-x.com/forum/viewtopic.php?f=6&p=1384420#p1384456.
2) World War I painting by Bill Lewis.
3) World War I painting by Bill Lewis.
4) «Ultimo Tango en Paris» by Alberto Tito Ramirez.
Μουσική:
«El tango de la muerte», τραγουδάει ο Κάρλος Γκαρντέλ (Carlos Gardel) σε μουσική και στίχους του Αλμπέρτο Νοβιόν (Alberto Novión).