«Ο χαμαιλέοντας»
Ο λευκός βασιλιάς είχε τυλιχτεί σφιχτά στην μπέρτα ‒ μαντίλι ‒ αλεξίπτωτο, για να νιώσει την ψευδαίσθηση προστασίας της βασίλισσάς του και αγγίζοντας ασυναίσθητα με τα ακροδάχτυλά του το κεντημένο μονόγραμμά της. Με το άλλο χέρι κρατούσε εξίσου σφιχτά το χέρι του Θωμά σχεδόν τρέμοντας, ενώ με δυσκολία συγκρατιόταν για να μη φτερνιστεί στην ταραχή του. Η αόρατη φωτεινή μπάλα, πάλι, ακολουθώντας το ρυθμό του λευκού βασιλιά τρεμόσβηνε σκαρφαλωμένη σαν παπαγάλος στον ώμο του Θωμά. Ο Αρκούδος πίσω τους είχε συνοφρυωθεί προετοιμαζόμενος ενστικτωδώς να ορμήξει προς ό,τι θα πεταγόταν έξω από τη σκοτεινή άβυσσο, ενώ ο Μουτζούρης μέσα στην τσέπη του παντελονιού του Αρκούδου είχε κλείσει τα μάτια και σταυρώσει το δείχτη με τον μέσο στα δυο του χέρια πίσω από τη πλάτη προσευχόμενος στη θεά τύχη να τους λυπηθεί για άλλη μία φορά ‒ ένιωθε απροετοίμαστος να αντιμετωπίσει ένα στυγερό τέλος. Στο κάτω κάτω για καλό είχαν μαζευτεί εκεί, γιατί έπρεπε να τελειώσουν όλα τόσο άδοξα, σκεφτόταν αμφιταλαντευόμενος μεταξύ ικεσίας και αναθέματος, νοτίζοντας προοδευτικά την κοιλιά του Αρκούδου με χρώματα, κάτι που έκανε τον τελευταίο να νιώθει ένα βάρος στο στομάχι του πλέον.
Μόνο ο Θωμάς είχε παραμείνει ψύχραιμος όλη αυτή την ώρα. Κοιτούσε μια το βασιλιά, που με τρεμάμενο χέρι κρατούσε το δικό του, μια όλους τους άλλους, που με τεταμένη προσοχή είχαν συγκεντρωθεί στην αναμονή της πιθανής γέννησης της ολοκληρωτικής καταστροφής τους, και έμοιαζε να έχει σταματήσει για μερικά δευτερόλεπτα ο χρόνος. Σε αυτό το σύντομο διάστημα, που ήταν σαν μία φούσκα κενού αέρος, το δικό του μυαλό είχε μείνει καρφωμένο στα λόγια του βασιλιά για τη βασίλισσά του και για το ρόλο της στη σκακιέρα. Του θύμισαν τον μπαμπά Γρηγόρη, που συνέχεια δούλευε και παραμελούσε τη μαμά του και τον ίδιο. Και η μαμά Αθανασία δούλευε, αλλά μετά γυρνούσε σπίτι και ασχολούνταν με αυτό, του μαγείρευε, του διάβαζε παραμύθια πριν τον ύπνο, του έλεγε ιστορίες. Με τη μαγειρική, μάλιστα, είχαν έναν ιδιαίτερο σύνδεσμο. Όσο και να ακούγεται παράδοξο, στο Θωμά άρεσε να ανακατεύεται στην κουζίνα. Τον εντυπωσίαζε το γεγονός ότι συνδυάζοντας τόσα διαφορετικά μεταξύ τους υλικά μπορούσε να συμβάλλει στο να δημιουργηθεί κάτι χρήσιμο τόσο πρακτικά και γρήγορα. Μετά ήταν οι γεύσεις, οι μυρωδιές, τα χρώματα. Λίγοι συμμαθητές του θα ήταν, για παράδειγμα, εξοικειωμένοι με τις γλυκοπατάτες. Πόσο μάλλον να τις είχαν βράσει, κάνει πουρέ και αναμείξει με γλυκιά κρέμα παντρεμένη με λιωμένη πικρή σοκολάτα και λίγο κονιάκ ‒τεράστια υποχώρηση της μαμάς του αυτή, γιατί, όπως έλεγε, είναι γλυκό ψυγείου και το αλκοόλ δεν εξατμίζεται στο ψήσιμο‒, για να τις καλύψουν με σαντιγί, ώστε να φτιάξουν ένα «πνευματώδες» Mont Blanc ή λευκό βουνό, με σοκολάτα και γλυκοπατάτες, που, όταν βράζουν, θυμίζουν στη γεύση κάστανο. Τέτοια σκάρωναν με τη μαμά του στην κουζίνα. Βέβαια, κανείς δε γνώριζε για αυτή του την αδυναμία, αποτελούσε το μικρό τους μυστικό με τη μαμά Αθανασία, που χαιρόταν να τον έχει παρέα της και δεν τον έκανε να αισθάνεται ως ενόχληση. Τώρα πλέον του φαινόταν ότι ήταν μία θηλυκή εκδοχή του πατέρα της, του παππού του Λορέντζο, αλλά λιγότερο θαρραλέα από εκείνον. Από την άλλη, τι σημαίνει θάρρος και πώς αποδεικνύεται το θάρρος;
Ήταν πιο θαρραλέος, επομένως, ο μπαμπάς Γρηγόρης που ήταν διαρκώς απορροφημένος στη δουλειά του; Μερικές φορές ο Θωμάς τον φανταζόταν να κουβαλάει μία μικρογραφία του γραφείου του εφαρμοσμένη στο κεφάλι. Ήταν σίγουρος, δηλαδή, ότι, αν τον πλησίαζε και κολλούσε το αυτί του στη μικρή φαλάκρα που είχε αρχίσει να σχηματίζεται, θα άκουγε το βουητό του χώρου εργασίας του. Το γνώριζε ήδη άλλωστε από τις λίγες φορές που είχε με δυσανασχέτηση ο μπαμπάς του αναγκαστεί να τον πάρει μαζί σε κάτι σχολικές αργίες, γιατί δεν μπορούσε να τον κρατήσει η μαμά. Τότε καθόταν ήσυχος σε ένα γραφείο με χαρτιά και μαρκαδόρους, προσπαθώντας να πετύχει το πρόσωπο της Κατερίνας με αδρές γραμμές. Ξεκινούσε πάντα από τα κοντούλικα χρυσά μαλλιά, που στεφάνωναν το φωτεινό στρογγυλό προσωπάκι με τη διάφανη επιδερμίδα, και από τις δύο πρασινομελιές σπίθες για μάτια στο πρώτο τρίτο του προσώπου. Αλλά, στη σκέψη ότι μπορεί κάποιος να τον έβλεπε και να καταλάβαινε τι κάνει, κατέληγε στο να σχηματίζει αποσπασματικά τη φιγούρα του Φίλιππου με το ειρωνικό, σαν γκριμάτσα, χαμόγελο μουτζουρώνοντας ένα ένα τα σχηματικά χαρακτηριστικά της Κατερίνας. Ο Φίλιππος αλώνιζε στο μυαλό του με μία πηγαία επιθετικότητα λέγοντάς του πως τα αγόρια ζωγραφίζουν αγορίστικα πράγματα και όχι κοριτσίστικα κεφάλια, που μοιάζουν πιο πολύ με αγγελική μορφή παρά με άνθρωπο.
Αλλά, πάλι, τι σημαίνει αγορίστικα πράγματα; Αυτό ποτέ δεν το κατάλαβε ο Θωμάς, και στο μυαλό του ξανάρθε ο συλλογισμός για το τι πραγματικά σημαίνει θάρρος. Θυμήθηκε τη μία και μοναδική φορά που είδε τον πατέρα του Φίλιππου, έναν κοντοπίθαρο και αδύνατο τύπο με μουστάκι, και ήταν τραυματική μέχρι και για τον ίδιο. Το μουστάκι τού θύμιζε πιο πολύ μία γερασμένη και αραιωμένη βούρτσα για τις βρομοδουλειές του μπάνιου, που κρατούσε η μαμά του στην αποθηκούλα. Κάθε φορά που την έβλεπε να βγαίνει από εκεί μετεωριζόμενη στο χέρι της μαμάς ήξερε ότι ο λόγος ήταν αηδιαστικά δυσάρεστος. Τώρα την έβλεπε παράταιρα κολλημένη στο πάνω χείλος του πατέρα του Φίλιππου να έχει αντικαταστήσει τις φυτρωμένες στη σειρά τρίχες, που θα έπρεπε να υπήρχαν κάποια στιγμή εκεί. Έτσι φανταζόταν εκείνος τουλάχιστον.
Δεν ήταν, ωστόσο, αυτός ο λόγος που η πρώτη αυτή και μοναδική συνάντηση με τον πατέρα του Φίλιππου ήταν δυσάρεστη. Όλα ξεκίνησαν με μία αδιαθεσία του συμμαθητή του, μερικά μπερδεμένα γράμματα και κάτι ζωγραφισμένα λουλούδια. Και αμέσως μετά αποδείχτηκε η τρομερή δύναμη της βούρτσας του πατέρα του. Ο Θωμάς μέχρι τότε δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι μία βούρτσα μόνο ανοιγοκλείνοντας μπορεί να κρύβει τόση δύναμη σε συνδυασμό με τη δραστική συμμετοχή των χεριών. Ο Φίλιππος ήταν ένα άγριο παιδί, που στο Θωμά έδινε την εντύπωση του εξαγριωμένου, καθώς πολύ συχνά έκανε σχόλια που δε χρειαζόταν απαραίτητα να γίνουν ή μιλούσε πολύ δυνατά κουνώντας έντονα τα χέρια του, σαν να προσπαθούσε να τρομάξει τους άλλους με την ένταση της φωνής του, για να πειστούν ή να υποταχθούν στις θελήσεις του. Άλλες, όμως, στεκόταν παράμερα και δεν του έπαιρνες κουβέντα εκτός από ένα παγερό βλέμμα συνοδευόμενο από την εκτόξευση όποιας ειρωνικής ή κοροϊδευτικής ατάκας έβρισκε πρόχειρη στην τεράστια παρακαταθήκη του, για να φέρει τους άλλους σε δύσκολη θέση.
Αυτό το μάτι-καρφί το παρατήρησε και στον πατέρα του. Ιδίως όταν η βούρτσα του φώναζε στο Φίλιππο, ενισχύοντας τις λεκτικές ριπές της με ένα ηχηρό σκαμπίλι.
«Πώς θα γίνεις άντρας όταν δεν μπορείς ούτε τις λέξεις να διαβάσεις σωστά; Είναι όλα ένα παιχνίδι για σένα; Και τι κοριτσίστικα λουλούδια είναι αυτά στο τετράδιό σου; Πάμε αυτή τη στιγμή να πάρουμε καινούριο και θα τα αντιγράψεις όλα από την αρχή! Δε με νοιάζει πόσο χρόνο θα σου πάρει. Θα γίνεις σωστός άνθρωπος!»
Η δασκάλα δεν έβγαλε άχνα, τα υπόλοιπα παιδιά είχαν μείνει σοκαρισμένα να κοιτούν τη σκηνή και ο Φίλιππος κατακόκκινος από την ντροπή του έσκυψε το κεφάλι και έφυγε με την κορδωμένη βούρτσα που είχε συσφίξει με το δεξί της χέρι το σβέρκο του σαν τανάλια. Κανείς δεν ξαναμίλησε για το περιστατικό που αμέσως θεωρήθηκε λήξαν, για να ξαναβρεί γρήγορα η τάξη το ρυθμό της, αλλά ο Θωμάς θυμόταν όλες τις λεπτομέρειες και τις έφερνε ξανά και ξανά στο μυαλό του. Εκείνη την ημέρα είχε νιώσει ο συμμαθητής του μία αδιαθεσία και εντόπισαν πρώτο τον πατέρα του να έρθει να τον πάρει. Μέχρι να έρθει, όμως, πέρασαν τελικά δύο μαθητικές ώρες, και ο Φίλιππος άρχισε να αισθάνεται καλύτερα. Προκειμένου να το αποδείξει στη δασκάλα του που ανησυχούσε, για να ειδοποιήσει πως κανείς δε χρειαζόταν να ’ρθει, έκανε το αδιανόητο για τον ίδιο, της είπε ότι δεν τον πείραζε να κάνει ανάγνωση. Αυτό δε συνέβαινε ποτέ!
Ο Φίλιππος είχε ένα πρόβλημα με τις λέξεις, μπέρδευε τα γράμματα, τις έγραφε με πολλούς τρόπους, του έπαιρνε πιο πολύ χρόνο από τους υπόλοιπους για να ολοκληρώσει ένα γραπτό. Η δασκάλα είχε προσπαθήσει πολλές φορές να το επισημάνει στους γονείς του, και ιδίως στη μητέρα του, μία αρκετά εύσωμη γυναίκα με μακριά ξανθά κυματιστά μαλλιά, σαρκώδη χείλη, που τα έβαφε πάντα με έντονο κόκκινο κραγιόν, και ένα περίπου απλανές βλέμμα. Εκείνη δεν ήθελε να ακούσει τίποτα, επέμενε ότι ο Φίλιππος είναι ένα απολύτως φυσιολογικό παιδί και, παρ’ όλη την επιμονή της δασκάλας ότι δεν είχε ισχυριστεί ποτέ το αντίθετο, έκοβε τη συζήτηση και άλλαζε θέμα, για να φύγει αμέσως μετά. Αυτά ο Θωμάς τα γνώριζε από τη μαμά του, όταν μετέφερε στον μπαμπά του όσα της έλεγε η δασκάλα στο σχολείο. Σύντομα τελείωνε για εκείνον: Είναι ένα πολύ έξυπνο παιδί με τεράστια φαντασία, που δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί και ενίοτε κάνει λάθη αφηρημάδας, γιατί βιάζεται. Και πάραυτα άρχιζε να του μιλάει στενάχωρα για το Φίλιππο. Ο μπαμπάς του μάλλον αδιαφορούσε για τις ανησυχίες της γυναίκας του, ενώ ο Θωμάς ζήλευε που η μαμά του, η δική του η μαμά, έδειχνε να ενδιαφέρεται πιο πολύ για το Φίλιππο παρά για εκείνον!
Η αλήθεια είναι, όμως, πως και ο ίδιος μετά το περιστατικό της ομιλούσας βούρτσας άρχισε να σκέφτεται διαφορετικά για το συμμαθητή του. Ήταν πιο υπομονετικός μαζί του και μάλωναν πια μόνο μες στο κεφάλι του, φανταστικά. Μπορεί ο μπαμπάς Γρηγόρης να ενδιαφερόταν πολύ για τη δουλειά του και να παρουσίαζε αδιαφορία για τη μαμά και για εκείνον, αλλά δεν τον είχε ακούσει ποτέ να μιλάει άσχημα ούτε τον είχε δει να σηκώνει χέρι, πόσο μάλλον στον ίδιο. Αφού τον άφηνε να βγάζει και φωτοτυπίες με μούντζες! Την επόμενη φορά που πήγε στο γραφείο του μπαμπά, όχι εκείνο το μικρό που βρισκόταν κλεισμένο στο κεφάλι του, το κανονικό, στην εταιρεία, έβγαλε τόσες μούντζες σκεφτόμενος τον πατέρα του Φίλιππου, που ο μπαμπάς του ανησύχησε και δε σχολίασε τίποτα για το χαρτί που ξόδεψε. Θα το χρησιμοποιούσαν για πρόχειρα, του είπε. Ένιωθε εξοργισμένος και εκείνος πια. Ιδίως σκεφτόμενος τα ωραία λουλούδια που έφτιαχνε ο συμμαθητής του σε βιβλία και τετράδια, αλλά προσπαθούσε να μην τα βλέπει κανείς. Και όσο άγριος ή απότομος γινόταν όταν έπαιζαν μπάσκετ, ποδόσφαιρο ή όταν του περιέγραφε τις θανατηφόρες πίστες στα ηλεκτρονικά του παιχνίδια, είχε παρατηρήσει ότι στη ζωγραφική έπιανε το χέρι του και ήταν λάτρης των χρωμάτων, με μία ιδιαίτερη και παράδοξη κατά τα φαινόμενα αδυναμία στα λουλούδια, παρ’ όλο τον αέρα αγριάδας που λειτουργούσε ως φόβητρο για όσους υπήρχε περίπτωση να ανακαλύψουν τα διασωσμένα ψήγματα της παιδικής του ευαισθησίας.
Δεν υπήρχε περίπτωση να τρομάξει ο Θωμάς ό,τι και να πεταγόταν από την καμινάδα και το τζάκι. Του είχαν συμβεί και χειρότερα πράγματα, και αυτή τη φορά οι μούντζες θα ήταν πραγματικές, όχι φωτοτυπημένες σε ένα χαρτί ‒ φλώρικα πράγματα, όπως θα έλεγε και ο Φίλιππος. Με τον τρόπο τους άλλωστε και η μαμά του και ο Φίλιππος ήταν θαρραλέοι. Η μαμά του, γιατί δεν τον άφηνε να καταλάβει όλη αυτή τη στεναχώρια των υποχωρήσεων που έκανε με τον μπαμπά, την οποία όμως ο Θωμάς έλαβε πακεταρισμένη σε χαρτί πολυτελείας μετά το θάνατό της. Και ο Φίλιππος, γιατί, παρ’ όλη την αυστηρότητα και τον παραλογισμό της κορδωμένης βούρτσας, ήταν αυτός που ήταν. Με την αγριάδα, τα λουλούδια και τα μπερδεμένα του γράμματα, που, αν χρειαζόταν, δε δίσταζε τελικά να τα βροντοφωνήσει κομπιάζοντας στην τάξη.
Και, όπως σκεφτόταν τις κομπιασμένα και μπερδεμένα αρθρωμένες λέξεις, ένα τσικ, κρακ, ιιιιιιι, φλααααααααααςςςςςςςςςςςςςςς, πουφφφφφφφ ακούστηκε από την κορυφή της καμινάδας που προσγειώθηκε στο άνοιγμα του τζακιού εκτοξεύοντας ένα σύννεφο από μαύρο φούμο έξω και γύρω από το άνοιγμα, σπάζοντας τη σιωπή. Αφού καταλάγιασαν οι τρομακτικοί ήχοι, σταμάτησαν τα βηξίματα όσων έτυχαν πλησιέστερα και κατάκατσαν κάπως τα αιωρούμενα σωματίδια, φάνηκε ένας όγκος, που έμοιαζε με άνθρωπο. Δεν μπορούσε να εξακριβωθεί σαφώς, γιατί δεν υπήρχε ανάλογη τέτοια παρουσία. Ήταν καλυμμένος ο όγκος με κάτι που έμοιαζε με καμβά-κελεμπία, διάστικτο άτακτα με γήινα χρώματα, που ελάχιστα πρόδιδαν την παρουσία τους μέσα από μικρά ανοίγματα κάτω από το παχύ στρώμα λάσπης, το οποίο σκέπαζε αυτή τη μάλλον αυτοσχέδια αμφίεση, ενώ επιπλέον είχαν σκουρύνει ακόμα πιο πολύ με το φούμο. Ό,τι φαινόταν πιο καθαρά ήταν ένα τουφέκι εξοπλισμένο με τηλεσκόπιο και καμουφλαρισμένο με λωρίδες λινάτσας, δεμένες σφιχτά με σκοινί. Και πώς να πλησιάσει κανείς αυτό το άμορφο πλάσμα; Ούτε να το φοβηθεί μπορούσε ούτε να το λυπηθεί. Μόνο παραξένεμα προκαλούσε και εξίταρε την περιέργεια.
Ο Αρκούδος, παραμερίζοντας και παρασύροντας στο διάβα του τραπουλόχαρτα, καρέκλες και τον ανύποπτο Μουτζούρη, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή με κολλημένο το μουσούδι του πάνω στον ξένο. Η μύτη του διερεύνησε, ρούφηξε και επεξεργάστηκε τα στοιχεία, για να βγει το αποκαλυπτικό πόρισμα:
«Η λάσπη!» είπε και γύρισε να κοιτάξει ευθέως το λευκό βασιλιά. «Αυτή είναι η λάσπη που με εμπόδιζε να τον μυρίσω, γιατί κάλυπτε τη μυρουδιά του».
Όλοι τότε κοίταξαν το λευκό βασιλιά που ανέτρεξε νοητά στην πρώτη συνάντησή τους με τον Αρκούδο, ο οποίος τους εξήγησε πώς τους βρήκε, χρησιμοποιώντας τη μύτη του. Τότε ο λευκός βασιλιάς τού ζήτησε να περιεργαστεί τον αέρα, για να του φύγει μία «υποψία» που είχε ‒ φοβόταν ότι είχαν αποκτήσει μία «ουρά». Αλλά κόλλησαν στη λάσπη και θεωρήθηκε ότι οι απροσδιόριστοι ήχοι άρχιζαν και τέλειωναν στον Αρκούδο και ακόμα νωρίτερα στη χάρτινη λιβελούλα, που τους είχαν κόψει τη χολή. Τελικά, όμως, αποδεικνυόταν τώρα πως δεν ήταν έτσι. Και όντως ο ξένος ήταν καλυμμένος με λάσπη, το ασυνήθιστο προσωπείο του μόλις που επέτρεπε να ξεχωρίσουν δύο στενές σχισμές στα μάτια και μία στο στόμα, υποδηλώνοντας ότι μάλλον ένα κεφάλι κρυβόταν από κάτω. Και τότε κουνήθηκε, ξαφνιάζοντας τον Αρκούδο που τινάχτηκε, χτυπώντας το κεφάλι του όταν προσπάθησε να βγει από το άνοιγμα του τζακιού. Έκανε πίσω και ασυναίσθητα ακολούθησαν όλοι οι παριστάμενοι, καθισμένοι ή όρθιοι, την κίνησή του υποχωρώντας σαν ένα σώμα. Ο ξένος είχε τεντώσει τα πόδια του και εμφανίστηκαν δύο καμουφλαρισμένα άρβυλα, επίσης φασκιωμένα με λωρίδες λινάτσας και σφιχτοδεμένα με σκοινί.
Απροσδόκητα ο Βαλές κούπα αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στο μυστήριο, εξορμώντας προς τον ξένο. Και μην έχοντας σπαθί ή ό,τι άλλο σχετικό να επιδείξει πρόταξε θαρραλέα την πίπα του!
«Επιτέλους, ξένε, απαιτώ να μάθω ποιος είσαι! Φανερώσου! Άνοιξε τα χαρτιά σου! Σε ακολούθησαν κι άλλοι; Ήρθες μόνος; Ποιος είσαι;» εξαπέλυσε την ομοβροντία του.
Αμέσως έτρεξαν στο πλευρό του και οι άλλοι τρεις Βαλέδες.
«Αν δε μιλήσει, να τον βασανίσουμε!» πρότεινε χωρίς υπεκφυγές ο Βαλές μπαστούνι.
«Να τον γαργαλίσουμε θες να πεις» τον κοίταξε αυστηρά ο Βαλές σπαθί.
«Εγώ λέω να τον ποτίσουμε, για να μεθύσει και να αρχίσει ευχαρίστως το κελάηδισμα! Είναι λιγότερο κοπιώδες και αιμοβόρο» παρουσιάστηκε ως φαινομενικά πιο λογικός ο Βαλές καρό.
«Γιατί δεν τον ρωτάτε απλώς ποιος είναι;» ακούστηκε ο Θωμάς από το τραπέζι που ανυπομονούσε να γίνει κάποια εξέλιξη.
«Ποιος είσαι, ξένε;» ρώτησε με ιδιαίτερη επιμονή ο Βαλές κούπα.
Τότε, αντί απάντησης τους έκανε νόημα με το χέρι να μην ανησυχήσουν, δείχνοντας το τουφέκι του, που είχε πεταχτεί εκτός τζακιού, γιατί ήθελε να το πιάσει.
«Calmez vous! Je ne veux pas vous faire de mal! Ηρεμήστε! Δε θα σας πειράξω! Σκάλωσε το τουφέκι μου στην καμινάδα και θέλω να δω αν έπαθε κάτι, πέφτοντας τόσο απότομα».
Ακούστηκε, μετά από τόσες σιωπές, νοητά ταξίδια στο παρελθόν και ψυχοφθόρα αγωνία, μία φωνή μπάσα, ήρεμη και γλυκιά, που ενέπνεε σταθερότητα και σιγουριά, να μιλάει ανάμεικτα γαλλικά και ελληνικά, τονίζοντας ενίοτε τις λέξεις στην κατάληξη και κάνοντας το «ρ» γαργάρα. Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους μην ξέροντας ακριβώς τι να σκεφτούν και πώς να αντιδράσουν με αυτόν τον κατά κυριολεξία απρόσωπο άντρα όσο περιμάζευε το τουφέκι του, προκειμένου να το εξετάσει προσεκτικά.
«Καλά είχα πει να αλλάξουμε το σύνθημα, ένιωθα μία ανησυχία…»
Αναλογίστηκε ο Βαλές κούπα ενθυμούμενος την πρώτη του σκέψη, όταν εξηγούσαν στο Μουτζούρη πως το κλειδί ‒ ο λευκός βασιλιάς είναι ένα, ενώ το σύνθημα θα μπορούσε να το μάθει ο οποιοσδήποτε. Και να που η ανεπαίσθητη ανησυχία του επιβεβαιώθηκε!
«Κατάλαβες τώρα, Μουτζούρη, γιατί δε φτάνει μόνο το σύνθημα; Γιατί μπορεί κάποιος που σε παρακολουθεί να το κρυφακούσει από κάποιον απρόσεκτο σαν εσένα, και να εισβάλει εδώ, ενώ είναι σπιούνος!»
«Tout ça c'est pas seulement absurde, mais c'est aussi ridicule! Είναι παράλογο και γελοίο αυτό. Δεν είμαι σπιουνός!» υπερασπίστηκε κάθετα ο απρόσωπος ξένος τον εαυτό του.
«Τότε τι είσαι;» ρώτησε ο Βαλές μπαστούνι τεντώνοντας το δείκτη του δεξιού χεριού του ακριβώς μπροστά από τις τρεις σχισμές του προσωπείου.
Τράβηξε επιτέλους το κάλυμμα της κεφαλής του και, ανοίγοντας τα κουμπιά σε ό,τι έμοιαζε με λασπωμένο καμβά-κελεμπία, σηκώθηκε με έναν αναστεναγμό απελευθέρωσης και φανερώθηκε από κάτω ένας στρατιώτης-παιχνίδι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με στολή πεζικάριου σε απόχρωση γκρι μπλε. Το καμουφλαρισμένο ακόμα τουφέκι, τα άρβυλα και η «στολή», που μόλις είχε αφαιρεθεί, υποδήλωναν ότι ήταν στρατιώτης με ιδιαίτερα καθήκοντα. Τα κατάμαυρα μαλλιά του είχαν γκριζάρει πρόωρα και το αφυδατωμένο δέρμα του ήταν οργωμένο από άπειρες λεπτές γραμμές, παρότι έμοιαζε ακόμα νεανικό. Παρόμοια και τα καταγάλανα μάτια του, ενώ πρόδιδαν σημεία ζωής, μαρτυρούσαν ότι η πρότερη λάμψη τους είχε θολώσει, σιγοσβήνοντας κάτω από το βάρος της φρίκης. Έδειχνε ταλαιπωρημένος, πεινασμένος, κάθε τόσο ξυνόταν, δείγμα πως ήταν γεμάτος παράσιτα ‒ευτυχώς εδώ τον ταλάνιζε μόνο η ανάμνησή τους‒, αλλά κατάφερνε να διατηρεί την ψυχραιμία του με ιώβεια υπομονή, απόδειξη πως είχε περάσει πολλά.
«Και νόμιζα ότι εγώ είχα καμουφλαριστεί καλά βάφοντας μαύρο το πρόσωπό μου!» ένιωσε τελείως ανόητος ο Μουτζούρης εκείνη τη στιγμή με τη δική του αμφίεση, που όχι μόνο δεν τον προστάτευε, αλλά εξέθετε και όλους τους άλλους με τα χρώματα που έτσι κι αλλιώς ξεχείλιζαν από πάνω του.
«Πώς μας εντόπισες, λοιπόν, στρατιώτη;» θέλησε να εμβαθύνει πιο πολύ ο Βαλές σπαθί, προσπερνώντας το σχόλιο του Μουτζούρη για ό,τι μόνο εκείνος δεν είχε συνειδητοποιήσει.
«Αρχικά ήμουν και εγώ στο παλάτι του μαύρου βασιλιά. Εκεί κρυφάκουσα τη συζήτηση του Μουτζουρή με τον Άσσο σπαθί» άρχισε να αφηγείται εκείνος. «Και αποφάσισα να τον ακολουθήσω, αλλά έφυγε τόσο γρήγορα, που τον έχασα».
«Έφαγες το χρώμα μου θες να πεις» κοκορεύτηκε ο Μουτζούρης, θέλοντας να αποδείξει ότι δεν ήταν ολότελα ανίκανος.
«Περίπου. Γιατί, συνηθισμένος στην ιχνηλασία, κάλυψα τις δικές μου κινήσεις και προωθήθηκα κρυφά, όχι εκτεθειμένος στα μονοπάτια όπως εσείς, αλλά έγινα ένα με το τοπίο, καλυμμένος πίσω από τα δέντρα και τους θάμνους και σερνόμενος με την κοιλιά» έκανε παριστάνοντας διακριτικά τις κινήσεις του.
«Είσαι ένας στρατιώτης-χαμαιλέοντας! Αυτές οι σαύρες γίνονται ένα με το τοπίο, για να κρύβονται! Ο παππούς Λορέντζο, όμως, όταν του είπα ότι μου αρέσουν τα χρώματα που παίρνουν, με συμβούλεψε να προσέχω τους ανθρώπους-χαμαιλέοντες, γιατί, αντίθετα με τις σαύρες, που κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους, αυτοί αλλάζουν χρώμα, για να κρύβουν τη σκέψη τους!» διευκρίνισε ο Θωμάς κοιτώντας διερευνητικά το στρατιώτη-χαμαιλέοντα.
«Imparerai a tue spese che nel lungo tragitto della vita incontrerai tante maschere e pochi volti, διάβαζα τις προάλλες στη βιβλιοθήκη του παππού σου! Είναι από το μυθιστόρημα Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες του Λουίτζι Πιραντέλο, ενός πολύγραφου νομπελίστα συγγραφέα, που είναι κυρίως γνωστός για τα θεατρικά του έργα» στοχάστηκε φωναχτά ο λευκός βασιλιάς.
«Δε μου είχες πει ποτέ ότι διαβάζεις, και μάλιστα ιταλικά!» εξεπλάγη ο Θωμάς.
«Ευτυχώς δεν πήγαν χαμένα όλα αυτά τα χρόνια της ύπαρξής μου! Πώς θα περνούσαν νομίζεις οι ατελείωτες ώρες της νύχτας; Δε λες πάλι καλά που ο παππούς σου έχει μία πλούσια βιβλιοθήκη στο σπίτι;» ισχυρίστηκε ο μικρομέγαλος βασιλιάς με μία καθόλου επιτηδευμένη αφέλεια.
«Τελικά, μοιάζετε πιο πολύ από όσο φανταζόμουν!» διαπίστωσε ο Θωμάς. «Και τι σημαίνει αυτή η φράση;»
«Με άλλα λόγια θα πει πως θα μάθεις με μόχθο ότι στο μακρύ ταξίδι της ζωής θα συναντήσεις πολλά προσωπεία και λίγα πρόσωπα» ζύγισε προσεκτικά τις λέξεις του ο λευκός βασιλιάς.
«Ton grand-père a raison! Έχει δίκιο ο παππούς σου! Δίκιο έχετε και εσείς και ο Πιραντελό, πώς τον λένε! Εκτός από κάποιους μασκαράδες, όμως, όλοι sans exception, ανεξαιρέτως, είμαστε ζώα που επιβιώνουμε, προσαρμοζόμενοι στις συνθήκες. Και σε ορισμένες περιπτώσεις, για να τα καταφέρει κανείς αποτελεσματικά, καμουφλάρεται littéralement, στην κυριολεξία!» εξήγησε ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας.
«Το φύσει πολιτικòν ζῷον του Αριστοτέλη έγινε ζώο κατά κυριολεξία» παρατήρησε ο λευκός βασιλιάς.
«Στον πόλεμο έτσι δείχνει. Μπορεί και στη ζωή. Η ζωή, malheureusement, δυστυχώς, όπως της συμπεριφέρεται ο άνθρωπος, γίνεται μία μορφή πολέμου!» αποκρίθηκε ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας.
«Ωραία, και πώς μας βρήκες μέσα σε τόσα τεράστια τετράγωνα;» αναρωτήθηκε εύλογα ο Θωμάς.
«Μετά από μία μεγάλη περιπλάνηση, εντόπισα το φωτεινό μονοπάτι και στη συνέχεια είδα, όχι από πολύ μακριά, και την αρκούδα-géante, την αρκούδα-γίγαντα, όταν σας βρήκε» έλυσε τότε το μυστήριο εκείνος.
«Δεν είμαι αρκούδα-γίγαντας. Ο Αρκούδος είμαι!» διευκρίνισε θιγμένος, ενώ ο Μουτζούρης ανακουφίστηκε, αισθανόμενος πως δεν ήταν ο μοναδικός που άθελά του έθετε σε κίνδυνο την ομάδα.
«Ω, ζητώ ταπεινά συγνώμη! Δεν είχα, en aucun cas, σε καμία περίπτωση πρόθεση να σε προσβάλλω» έκανε ειλικρινά ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας.
«Τέλος πάντων!» αποφάσισε να δώσει τόπο στην οργή εκείνος για χάρη του ξένου που τους είχε τόσο ξαφνικά αναστατώσει.
«Προτού σε γνωρίσει κάποιος, πάντως, είσαι effrayant, τρομακτικός!» διευκρίνισε ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας, σαν να ξαναζούσε τη στιγμή.
«Ωραία! Λειτουργεί η τρομάρα» συλλογίστηκε δυνατά ο λευκός μικρομέγαλος βασιλιάς.
«Λειτουργεί μια χαρά! Στην αρχή δίσταζα να σας πλησιάσω πολύ, γιατί φοβόμουν μήπως με αντιληφθείτε. Αλλά δε γινόταν να παραμείνω ακίνητος. Αναγκαστικά σας προσέγγισα μέχρι που έγινε μπούσουλας και η φωτεινή μπάλα!» είπε ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας δείχνοντας τον ώμο του Θωμά, πάνω από τον οποίο εκείνη αιωρούνταν.
«Αόρατη μπάλα» διόρθωσε ο Θωμάς.
«Αφού φωτίζει!» διαμαρτυρήθηκε ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας.
«Είναι μπερδεμένο» κατέληξε ο Θωμάς με σιγουριά.
«Αόρατη μπάλα» επεσήμανε καταφατικά και ο λευκός βασιλιάς στο στρατιώτη-χαμαιλέοντα, για να τελειώνουν.
«De toute façon, όπως κι αν έχει, ο Μουτζουρής άφησε ένα διακριτό φωσφορίζον σταγονομετρημένο μονοπάτι που μπορεί να το εντοπίσει tout le monde, ο οποιοσδήποτε, όλοι! Αν δε σας έβρισκε ο Αρκούδος εγκαίρως, μέχρι εδώ θα έφτανε!» είπε ανήσυχος ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας.
«Το ρίσκο, φίλε μου, είναι μες στη ζωή!» έκανε ο Βαλές σπαθί σε μια απόπειρα να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα.
«Καλά, πώς και σου πήρε τόσο να τον βρεις;» εξέφρασε τη λογική απορία ο Θωμάς.
«Il n’y avait pas το μονοπάτι από την αρχή! Μόνο κάτι σταγονίτσες βγαίνοντας από το παλάτι, και μην τον είδατε μετά!» διευκρίνισε εξίσου απορημένος ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας. «Ενώ, όταν εντόπισα το φωτεινό μονοπάτι, έμοιαζε να ξεκινάει απότομα. Σαν να εμφανίστηκε εκεί, comme par magie, ως διά μαγείας!»
Γύρισαν όλοι να κοιτάξουν το Μουτζούρη που ένιωθε αμήχανα.
«Ε, δεν το κάνω επίτηδες. Φταίει που το χρώμα ξεχειλίζει όταν αισθάνομαι κάτι έντονα, ενώ, όταν ξεχνιέμαι ή βιάζομαι και δε σκέφτομαι, όλα είναι κανονικά. Οπότε έφυγα τρέχοντας από το παλάτι, αλλά κάποια στιγμή κουράστηκα και άρχισα το περπάτημα και τις ταραγμένες σκέψεις για το μέλλον» εξήγησε ντροπιασμένος μουσκεύοντας και πάλι την κοιλιά του Αρκούδου.
«Μα τώρα δε χρειάζεται να αγχώνεσαι! Δε σε κατηγόρησε κάποιος για κάτι!»
Προσπάθησε να τον ηρεμήσει εκείνος, καθώς στο τέλος θα κατέληγε με μερικά κιλά πιο βαρύς να μην μπορεί να κουνηθεί με τόσο χρώμα στην κοιλιά του!
«Δεν είναι ολότελα κακό αυτό! Σημαίνει ότι όποιοι μας ψάχνουν θα καθυστερήσουν να μας βρουν, αφού συνέβη και στο στρατιώτη-χαμαιλέοντα!» αναθάρρησε ο λευκός βασιλιάς.
«Ναι, αλλά, για να είμαστε απολύτως σίγουροι, καλύτερα να αλλάξουμε άμεσα το σύνθημα» δήλωσε απερίφραστα ο Βαλές Κούπα. «Και, για να ’χουμε καλό ρώτημα, πώς το έμαθες εσύ;»
«Κρυμμένος καθώς ήμουν, δυσκολευόμουν να ακούσω το Μουτζουρή καλά. Μπορούσα όμως να τον δω, αν και με δυσκολία dans l’obscurité, μέσα στο σκοτάδι. Το μόνο καλό σε αυτό ήταν ότι δε θα με ανακάλυπταν από την αντανάκλαση φωτός στο φακό μου. Έτσι συγκεντρώθηκα και διάβασα κοιτώντας από το φακό τα χείλη του. Όχι ότι δεν έκανα πολλούς συνδυασμούς μέχρι να πετύχω les mots justes, τις σωστές λέξεις. Γιατί το “τσιριτρί τσιριτρό” με μπέρδεψε! Très compliqué! Ευτυχώς βοήθησε και η αόρατη μπάλα, παρότι ήταν ήδη αρκετά χαμηλωμένη, un petit peu trop tard, λίγο αργά βέβαια, για να μη σας εντοπίσουν κι άλλοι. Ξέρετε πόσες απώλειες υπήρχαν καθημερινά στο χαράκωμα από όσους άναβαν απερίσκεπτα cigarette, τσιγάρο, το βράδυ; Γίνονταν un jeu, ένα παιχνίδι, για τους ελεύθερους σκοπευτές!»
«Ας μη μας πιάνει πανικός!» προσπάθησε και πάλι να ηρεμήσει τα πνεύματα ή την πυροδότηση μεγαλύτερης ανησυχίας ο Βαλές σπαθί. «Ας αλλάξουμε τουλάχιστον το σύνθημα, όπως λέει και ο φίλτατος Βαλές κούπα, για να ελαχιστοποιήσουμε την πιθανότητα εισβολής όποιου άλλου απρόσκλητου θα αποτελούσε απειλή για εμάς, εμποδίζοντας τα σχέδιά μας» έκανε αποφασιστικά.
«Πολύ ωραία, λοιπόν! Αγαπητοί Ρηγάδες, εσείς που συνεπαίρνετε τις νότες, για να ξεκολλούν από το πεντάγραμμο και να μας ξεσηκώνουν για ταξίδια αναρίθμητων προορισμών, κάντε το μικρό σας θαύμα!» έδωσε το σύνθημα ο Βαλές κούπα στην μπάντα, της οποίας οι μουσικοί περίμεναν πώς και πώς την αφορμή να ξεμουδιάσουν τα δάχτυλά τους και να ξεχαστούν και πάλι στη μυσταγωγία τους.
«Νιώθω ότι έχω έμπνευση απόψε!» δήλωσε ο Βαλές καρό και πρόφερε μία αυτοσχέδια στροφή που θα λειτουργούσε ως νέος κωδικός πρόσβασης, αντικαθιστώντας αυτόματα το παλιό, ακριβώς πριν ακουστεί το τραγούδι-κλειδί των Ρηγάδων.
«Μην ανοίξεις αν δε δεις πρόσωπα της προκοπής,
μόνο με το σωστό κωδικό ξόρκιζε κάθε κακό
και έτσι ανοιγόκλεινε, Σεντούκι Μυστικό!»
Και όσο οι Ρηγάδες έπαιζαν έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις, που θα έκαναν το στρατιώτη-χαμαιλέοντα να νιώσει άνετα, προσκαλώντας τον επιπλέον για φαγητό. Έπρεπε πολύ γρήγορα να μάθουν ποιος ακριβώς ήταν, τι γνώριζε και τι ήθελε από εκείνους. Ο στρατιώτης-χαμαιλέοντας, αιωνίως πεινασμένος, αποδέχτηκε ευχαρίστως την προσφορά τους, και με κάποια ανακούφιση, καθώς οι μυρωδιές που ξεχύνονταν από την κουζίνα τού είχαν σπάσει τη μύτη. Πόσο καιρό είχε, άλλωστε, να φάει κάτι φροντισμένο και ζεστό! Προτιμούσε οπωσδήποτε να βουτήξει σε μία υποσχόμενη πληθώρα από μικρές μπουκιές παρά να εμπλακεί σε οποιουδήποτε είδους συμπλοκή, πόσο μάλλον τώρα που θα ξεκινούσε και ένα πρωτάκουστο για τον ίδιο μουσικό ταξίδι με ένα κομμάτι τζαζ…
Εικαστικά:
1) http://motleynews.net/2013/01/26/more-optical-illusions-and-double-takes/.
2) «Colorful artist hand creating flower painting», Vector illustration:
http://www.cgvector.com/colorful-artist-hand-creating-flower-painting-vector-illustration/.
3) «Τhe music makers» by Julie Borden.
Μουσική:
«Truckin’»