«Η Μουσική Τράπουλα»
«Γιατί γελάς έτσι;» τον ρώτησε τσαντισμένος.
«Θα έπρεπε να δεις το μουτράκι σου πώς έχει γίνει».
«Ναι, γιατί εσύ πας πίσω νομίζεις; Για κοίτα τι θα έχουμε να καθαρίσουμε γυρνώντας σπίτι! Μες στη μαυρίλα είσαι και εσύ».
Και, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον και τα χάλια τους, έσκασαν στα γέλια. Μέχρι και η αόρατη μπάλα είχε θαμπώσει, που πλέον η φωτεινότητά της έκανε μικρότερη αντίθεση και γιατί ο Θωμάς είχε μειώσει την έντασή της νωρίτερα, αλλά και γιατί δε βρίσκονταν πια στη μαυρίλα του σκοτεινού τετραγώνου. Το τίμημα της προς ώρας διαφυγής τους ήταν το να μουτζουρωθούν με τη χάρη της. Ο βασιλιάς, από τη μεριά του, ήταν έτοιμος πάλι να βάλει τα κλάματα ή να αρχίσει τα αλλεπάλληλα φτερνίσματα από τη σύγχισή του, καθώς η μπέρτα ‒ μαντίλι ‒ αλεξίπτωτο είχε καταντήσει αξιολύπητο κουρέλι. Μόνο ο Μουτζούρης την είχε βγάλει καθαρή προστατευμένος μες στην τσέπη του τεράστιου Αρκούδου, εκτός από το πρόσωπό του, βέβαια, που παρέμενε πάντα το ίδιο σκοτεινό, προσπαθώντας μάταια να αποκρύψει τη φωτεινή του ιδιοσυγκρασία. Και μόνο τότε και αφού συνήλθαν κάπως από την πτώση διαπίστωσαν ότι ήταν έκθετοι σε έναν απροσδιόριστο αριθμό από ζευγάρια μάτια, που τους παρατηρούσαν με επιμονή, περιέργεια και ίσως κάποια αγωνία. Αυτό τουλάχιστον πρόδιδε η παρατεταμένη σιωπή, καθώς δεν ακουγόταν άχνα στο «Μυστικό Σεντούκι», σε αντίθεση με την πρότερή του ζωντάνια όταν το κοιτούσαν απ’ έξω.
Ο Θωμάς σηκώθηκε πρώτος αποφασιστικά και οι άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά του, εφόσον δεν ήταν δυνατόν να γίνουν συστάσεις, να δοθούν εξηγήσεις και να αποφορτιστεί η ατμόσφαιρα με τέτοια διαφορά ύψους.
«Μα είναι δυνατόν κάθε φορά να πέφτουμε έτσι ατσούμπαλα, λες και κουτρουβαλάμε από βουνό;» είπε τινάζοντας για άλλη μία φορά τα ρούχα του. «Θα γίνουμε ειδικοί στα πεσίματα στο τέλος».
«Δε λες πάλι καλά που το τζάκι δεν ήταν αναμμένο;» διαπίστωσε ξελαφρωμένος, παρότι καλοκαίρι, ο βασιλιάς, που στάθηκε δίπλα στο Θωμά εξετάζοντας το χώρο και ψάχνοντας με το βλέμμα του το Μουτζούρη. Εκείνος έπρεπε δικαιωματικά να κάνει την πρώτη κίνηση, γιατί τους είχε εξαρχής οδηγήσει εκεί.
Ο Μουτζούρης, όμως, ζούσε το δικό του δράμα. Πριν προλάβει να ηρεμήσει από τη ζάλη της πτώσης, ο Αρκούδος σηκώθηκε, με συνέπεια να εκτοπίσει κι άλλες καρέκλες από όσες είχαν ήδη εκτιναχθεί δεξιά και αριστερά μετά την απότομη εισβολή των νέων προσώπων στο μικρό σχετικά χώρο. Ο Μουτζούρης τρανταζόμενος ακανόνιστα στο ρυθμό της κίνησής του, προεξέχοντας ο μισός από την τσέπη, έμοιαζε με αχυρένια κούκλα. Αυτό έκανε σαφές σε όλους πως ο Αρκούδος, αν ποτέ νευρίαζε, κανείς δε θα στεκόταν εμπόδιο στο διάβα του, έτσι που η αυτοσυγκράτηση των θαμώνων εντάθηκε ακόμα πιο πολύ, όπως φαινόταν. Επρόκειτο για μία μπιραρία γεμάτη καπνό, αρκετό φωτισμό ωστόσο, για να διακρίνεται στην κάθε γωνιά της σε ποιον ανήκαν τα εκάστοτε ζευγάρια μάτια, τα καρφιτσωμένα ακόμα πάνω τους.
Τα ποικίλης απόχρωσης και διάθεσης βλέμματα αντιστοιχούσαν σε χαρτιά τράπουλας. Είχαν όλα στραφεί να κοιτάξουν τους απρόσμενα εκτιναχθέντες επισκέπτες από το άδυτο της καμινάδας. Δεν έμοιαζαν με χαρτιά, όμως δεν υπήρχε και αμφιβολία ότι τα περίεργα πλάσματα σε σχήμα αριθμού και οι τρισδιάστατες φιγούρες που στέκονταν εκεί, σαν να είχαν ξεκολλήσει από το χαρτί, αντιπροσώπευαν μία φανταστική τράπουλα. Άλλη παρόμοιά της δεν είχε ξαναδεί κανείς τους! Στο τραπέζι, στη μέση του δωματίου, κάθονταν οι Βαλέδες έχοντας μάλλον αφήσει ένα παιχνίδι χαρτιών στη μέση πίνοντας μπίρες και τρώγοντας μεζέδες, ενώ οι πίπες τους κάπνιζαν μόνες ξεχασμένες στα χέρια. Μόνο ο Βαλές κούπα την κρατούσε ακόμα κολλημένη στα χείλη, αναπτύσσοντας ένα ολοένα διευρυνόμενο σύννεφο γύρω του. Σε μία γωνιά δίπλα από ένα μεγάλο παράθυρο είχε στηθεί μία μπάντα σε υπερυψωμένη ξύλινη σκηνή με τους τέσσερις Ρηγάδες. Έβλεπε κανείς εκεί ένα σωρό μουσικά όργανα που περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους, για να γλιστρήσουν πάνω τους δάχτυλα και να ζουληχτούν χείλη, ώστε να δώσουν νόημα στην ύπαρξή τους, απογειώνοντας τους ακροατές τους. Προς το παρόν την τιμητική τους είχαν ένα πλήρες σετ κρουστών όπου έπαιζε ο Ρήγας μπαστούνι, ο Κούπα είχε αναλάβει το πιάνο, μπάσο έπαιζε ο Ρήγας καρό και τέλος σαξόφωνο ο Σπαθί. Τώρα δεν έπαιζε κανείς τίποτα, βέβαια, γιατί είχαν μείνει με τα όργανα στο χέρι να τους κοιτάνε, όπως όλοι οι άλλοι.
Γύρω από το τραπέζι στέκονταν άλλα χαρτιά, παρακολουθώντας νωρίτερα το παιχνίδι των Βαλέδων, κάποιοι ανά δυάδες ή τριάδες κοντά στα παράθυρα ή στο μπαρ είχαν μάλλον αφήσει συζητήσεις στη μέση, δείχνοντας αιφνιδιασμένοι με την απρόσμενη αναστάτωση, και άλλοι τελούσαν χρέη σερβιτόρου, έχοντας επίσης μείνει αμήχανοι και κοκαλωμένοι με το δίσκο στο χέρι.
«Ο παππούς Λορέντζο θα τσαντιζόταν αν μάθαινε πως είμαι εδώ. Αυτό δεν είναι μέρος για παιδιά» ακούστηκε προβληματισμένος ο Θωμάς.
«Ο παππούς δε θα το μάθει καταρχήν. Αλλά εσύ πλέον είσαι δυνατός παίχτης και μαχητής, για να σε τρομάζουν μερικά τραπουλόχαρτα που παίζουν μουσική και χαρτιά!»
«Μα αυτό είναι υπέροχο!» αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Βαλές κούπα, καθώς σηκώθηκε να τους υποδεχτεί χαλαρωμένος πια. «Ποιος θα το περίμενε ότι θα ερχόσασταν τόσο γρήγορα! Έτσι γλιτώνουμε χρόνο από το ψάξιμο».
Γύρισε στους υπόλοιπους και τους έκλεισε το μάτι.
«Όπως βλέπετε, αγαπητοί μου, έφερε μαζί του και το κλειδί ο καλός μας Μουτζούρης!» είπε δείχνοντας θριαμβευτικά το λευκό μικρομέγαλο βασιλιά.
«Αυτός ήταν το κλειδί; Ο ίδιος ο βασιλιάς και όχι το σύνθημα, όπως νόμιζα;» σάστισε δικαιολογημένα ο Μουτζούρης.
«Μα, φυσικά, φίλε μου, τι νόμισες; Το σύνθημα μπορεί να το μάθαιναν πολλοί, το κλειδί όμως είναι ένα» του απευθύνθηκε φωναχτά από το τραπέζι ακόμα ο Βαλές σπαθί.
«Θα έπρεπε να αλλάξουμε για λόγους ασφαλείας το σύνθημα, τώρα που το σκέφτομαι…» συλλογίστηκε σκοτεινιάζοντας ανεπαίσθητα ο Βαλές κούπα.
«Και γιατί εσείς δε χρειάζεστε κλειδί, ενώ εγώ το χρειαζόμουν;» συνέχισε ακάθεκτος το συστηματικό αράδιασμα αποριών.
«Γιατί κάποιος έπρεπε να το εντοπίσει και σίγουρα δεν μπορούσαμε να το κάνουμε εμείς!» αποσαφήνισε ο Βαλές μπαστούνι επίσης από το τραπέζι.
«Και πού ξέρατε ότι θα το έβρισκα;» έριξε την επόμενη ριπή του, μισός έξω από την τσέπη του Αρκούδου, κοιτάζοντάς τους ψιλοκρεμαστά.
«Δεν το ξέραμε! Το ελπίζαμε!» αποκρίθηκε ο Βαλές κούπα στραβολαιμιάζοντας.
«Εσείς γιατί δεν είστε βουτηγμένοι στο φούμο δεν έχω καταλάβει!» άλλαξε απότομα τότε θέμα ζοχαδιασμένος.
«Γιατί μπήκαμε όλοι σαν κύριοι από την πόρτα, γι’ αυτό!» διεκδίκησε μία θέση στην υπεράσπιση της άτυπης άμυνάς τους από τον επιθετικό παρορμητισμό του Μουτζούρη ο Βαλές καρό.
«Τελικά, σε πολλά πιάστηκες κορόιδο, όπως φαίνεται, Μουτζούρη, μαζί σου και εμείς» τον πείραξε ο Θωμάς, συνδαυλίζοντας τη φωτιά.
«Ωραία υποδοχή για το λευκό βασιλιά, που λίγο έλειψε να μας πιάσουν, και ποιος ξέρει πού θα ήμασταν τώρα!» έκανε ειλικρινά όλο παράπονο ο Μουτζούρης, νιώθοντας χρησιμοποιημένος.
«Ε, όχι και να σας έπιανα εγώ!» υπερασπίστηκε τον εαυτό του ο Αρκούδος τώρα.
«Κάτι έπρεπε να καταλάβω όταν πετάχτηκε εκείνος ο Άσσος σπαθί από το πουθενά πίσω απ’ την κολώνα, τότε που πίεζα τον Γκρινιάρη να φύγουμε και με παράτησε σύξυλο, γιατί του έλεγα πως δεν είχαμε καμία δουλειά εμείς στο παλάτι. Σιγά, όμως, μην άκουγε εμένα ο ξεροκέφαλος…» μονολόγησε.
«Γι’ αυτό ακριβώς διάλεξε εσένα ο Άσσος, βρε Μουτζούρη! Λες να ρισκάραμε να στείλουμε προς αναζήτηση συμμάχων για το τίποτα το πιο ισχυρό μας χαρτί! Αυτό θα έπρεπε να σε τιμά!» τον γλύκανε ο Βαλές κούπα.
«Ορίστε, είδες; Άντε σταμάτα να στάζεις τώρα. Μούλιασε η κοιλιά μου» τον παρότρυνε τρυφερά και ο Αρκούδος, που ένιωθε τη χρωματιστή υγρασία να τον διαπερνά.
«Καλά!» απάντησε εκείνος και σκουπίστηκε, σαν να μάζευε δάκρυα και ιδρώτα μαζί, χαϊδεύοντας το ταλαιπωρημένο μπροστινό πόδι του Αρκούδου που σταυρωτά με το άλλο κρατούσε την κοιλιά του.
«Δε βλέπω κανέναν Άσσο εδώ!» παραξενεύτηκε ο λευκός βασιλιάς.
«Οι Άσσοι δεν φαίνονται ποτέ. Τους κρατάμε στο μανίκι! Είναι ιδιαίτερα χαρτιά και αναλαμβάνουν ειδικές αποστολές. Έτσι διασφαλίζουμε την ακεραιότητά τους» εξήγησε ο Βαλές σπαθί.
«Και πώς μπήκατε από την πόρτα;» ρώτησε τώρα ο Θωμάς που σκούπιζε τα χέρια του στην πιζάμα, ενοχλημένος με αυτή την αδιευκρίνιστα βολική για εκείνους συγκυρία.
«Στο κάλεσμα του μαύρου βασιλιά είχαμε δύο επιλογές, όπως όλοι μάλλον, αν ενεργοποιούσαν υποψιασμένοι τις αντιστάσεις τους: Να πάμε κατευθείαν υπνωτισμένοι εκεί ή να μην πάμε καθόλου. Έτσι βρήκαμε μία μέση λύση, αδυνατώντας να αποφύγουμε την περιπετειώδη αυτή πτώση» άρχισε να ξετυλίγει την ιστορία ο Βαλές κούπα.
«Εννοεί ότι δεν κατεβήκαμε μόνοι, αλλά με όλο το σεντούκι, όπου μας έχουν καταχωνιασμένους όταν δε μας παίζουν. Ήταν μία προστασία, το χαρτί είναι ευαίσθητο και καταστρέφεται εύκολα. Και εμείς πρότυπα όπως εσύ είμαστε, από πολύ παλιά τράπουλα, ζωγραφισμένη στο χέρι. Γι’ αυτό σπάνια μας βγάζουν από εδώ μέσα πια ούτως ή άλλως» συνέχισε ο Βαλές σπαθί έχοντας πλησιάσει και εκείνος τους νιόφερτους και απευθυνόμενος με νόημα στο λευκό βασιλιά.
«Και, για καλή μας τύχη, έγινε μπιραρία με το που φτάσαμε. Οι προσευχές εισακούγονται!» φώναξε χαρούμενος από το τραπέζι ο Βαλές καρό, πίνοντας δυο τρεις μεγάλες γουλιές μπίρας από το παραγεμισμένο ποτήρι του.
«Ναι, το ζήτημα είναι ότι διαπιστώσαμε πως δεν είναι το μόνο που συνέβη. Αλλά θα τα πούμε αυτά…» έκανε αινιγματικά ο Βαλές κούπα περιπλέκοντας τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού στο λεπτό και ανασηκωμένο στριφτό του μουστάκι.
«Άρα ποτέ δε φτάσατε νωρίτερα, όπως νόμιζα, γιατί ήσασταν από την αρχή εδώ!» δεν έχασε την ευκαιρία να παρεμβληθεί ο Μουτζούρης, με ύφος απελπισίας, όμως, για το πάθημά του.
«Λευκέ βασιλιά, αν το κατάλαβες, είσαι ο μόνος που δεν υπνωτίστηκε, γιατί είσαι το alter ego του μαύρου βασιλιά. Δεν μπορεί να σε αγγίξει, εκτός κι αν καταστρέψει το στρατό σου» συνέχισε ο Βαλές σπαθί προσπερνώντας το σχόλιο.
«Όλα τα πρότυπα παιχνίδια έχουν μεγαλύτερη δύναμη και αντιστάσεις σε σχέση με τα συμβατικά παιχνίδια. Την έλκουν και από την εμπειρία που φέρουν ως απόσταγμα και από το χρόνο καθαυτό. Είναι μία παράμετρος που προσπαθεί να ακυρώσει ο μαύρος βασιλιάς…» συμπλήρωσε ο Βαλές κούπα, δημιουργώντας ακόμα πιο πολλά ερωτήματα.
«Εγώ δεν είμαι πρότυπο παιχνίδι!» δήλωσε με θάρρος ο Μουτζούρης.
«Ούτε εγώ!» διαμαρτυρήθηκε και ο Αρκούδος.
«Γι’ αυτό ξεχωρίζετε από πολλούς άλλους. Χωρίς να έχετε επιπλέον δύναμη ενεργοποιήσατε τις έμφυτες αντιστάσεις και το μυαλό σας!» τους ξεκαθάρισε ο Βαλές σπαθί.
«Δε μου πήραν μόνο το στρατό. Μην ξεχνάτε τη βασίλισσά μου! Υπήρξε και εκείνη θύμα των χαμερπών διαθέσεων του αχαρακτήριστου…» είπε και φτερνίστηκε τόσο δυνατά, που όσοι μικροί αριθμοί έτυχε να βρίσκονται εκείνη τη στιγμή μπροστά του έγιναν ευθύς χαλκομανίες στον τοίχο, με συνέπεια να αλλοιωθεί προσωρινά η τρισδιάστατη εικόνα τους.
«Και πώς μάθατε εσείς εδώ ότι κατεβήκαμε;» θέλησε να μάθει ο Αρκούδος.
«Υπήρχαν φήμες ότι η πύλη άνοιξε και ιδού η απόδειξη!» απάντησε εξ αποστάσεως ο Βαλές μπαστούνι, δείχνοντας το λευκό βασιλιά. «Ποιος άλλος θα ερχόταν τόσο αργοπορημένος; Και μάλιστα με εξαιρετικά ασυνήθιστη παρέα;» εξακολούθησε κοιτώντας μια το Θωμά και μια τον Αρκούδο. «Είχαμε στείλει τους Άσσους προς εξακρίβωση και με τον όρο να διατηρούν τις προφυλάξεις τους κατά το δυνατόν. Έτσι εντόπισαν και το Μουτζούρη, δίνοντάς του τα στοιχεία εντοπισμού μας! Δεν μπορούσαν να παραμείνουν για πολύ ακόμα εκτεθειμένοι. Ήταν παρακινδυνευμένο» κατέληξε καρφώνοντας με το βλέμμα του το Μουτζούρη, προκειμένου να του το καταστήσει σαφές.
«Επιπλέον, εμείς κατεβαίνοντας με το “Σεντούκι”, που αποδείχτηκε και μαγικό τρόπον τινά στην πορεία, δεν αλλάξαμε μέγεθος, αλλά αποχτήσαμε διάφορες ιδιότητες με αυτό. Δηλαδή έξω από το “Σεντούκι” δεν είμαστε πιο μεγάλοι από όσο τα συνήθη χαρτιά. Και τώρα εσείς συρρικνωθήκατε στα μέτρα μας, αυτό μπορεί να γίνει εδώ… Οι πιο πολλοί, γενικά, μεγεθύνουν τα στοιχεία του χαρακτήρα τους, όπως διαπιστώσαμε. Σε εμάς συνέβη πολλαπλάσια σε ενισχυμένη δόση, αλλά σε μικρογραφία σεντουκιού!»
Ο Βαλές καρό είχε έρθει πλέον σε ευθυμία, ρουφώντας λαίμαργα την μπίρα του.
«Και το σπόρο, που είναι κάτι πολύ μικρό, τον αγκαλιάζει η γη και ξεπετάγονται σεκόγιες, κάτι πανύψηλα δέντρα στη Βόρεια Αμερική. Οπότε, όπως λέει ο παππούς Λορέντζο, δεν κάνει το μέγεθος τη διαφορά, αλλά η δύναμη που κρύβουν μέσα τους και τα πλάσματα της φύσης και οι καταστάσεις» είπε εύστοχα ο Θωμάς, που, ενθυμούμενος τον παππού του, τον αισθανόταν κοντά του.
«Και αν ερχόμουν χωρίς το κλειδί;» πετάχτηκε ξαναμμένος ο Μουτζούρης, διακόπτοντας τους περαιτέρω συνειρμούς.
«Αν, αν!!! Ηρέμησε, αγαπητέ μου, η ιστορία δε γράφεται με τα αν, αλλά με το τι τελικά γίνεται» αποπειράθηκε υπομονετικά να τον καθησυχάσει ο Βαλές κούπα.
«Τελικά, υπάρχουν πολλά κλειδιά σε αυτή την ιστορία, η βασίλισσα, η φωτογραφία, εσύ ο ίδιος» παρατήρησε ο Θωμάς, κοιτάζοντας το λευκό μικρομέγαλο βασιλιά.
«Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι μας ψάχνουν κι άλλοι;» ρώτησε ο βασιλιάς με αγωνία.
«Φυσικά! Από την πρώτη στιγμή! Και είστε τυχεροί που σας βρήκαμε πρώτοι εμείς!» αποκρίθηκε ο Βαλές σπαθί.
«Η φήμη μου προλαβαίνει τη φυσική μου παρουσία» προβληματίστηκε.
«Το θέμα, αγαπητέ μου, είναι ότι εσύ έχεις επάξια τη φήμη σου, ενώ άλλοι κάνουν τα πάντα για την αποκτήσουν και γελοιοποιούνται, σαν τον επικίνδυνα ξεμωραμένο αντίπαλό σου! Μα να μην τα λέμε όρθιοι. Ελάτε να καθίσουμε» έκανε ευγενικά ο Βαλές κούπα και τους κατηύθυνε στο τραπέζι.
Αμέσως τα άλλα χαρτιά συμμάζεψαν το χώρο, έφεραν καρέκλες και ξέχειλα ποτήρια μπίρας, ίδια με εκείνα των Βαλέδων. Ο λευκός βασιλιάς έκατσε ελαφρώς ξεπουπουλιασμένος από τις απανωτές εξελίξεις και τα νέα και δίπλα του ο Θωμάς, ενώ ο Αρκούδος με το Μουτζούρη στην τσέπη του βολεύτηκε στο πάτωμα με την πλάτη ακουμπισμένη στον ξύλινο τοίχο ακριβώς πίσω τους, ώστε να μην ενοχλούν, αλλά και για να παρακολουθούν τα πάντα. Οι σερβιτόροι διέγραφαν εκ των πραγμάτων ένα μισοφέγγαρο κύκλο, για την εξυπηρέτηση όλων, καθώς εμπόδιζαν τα μεγάλα πόδια του Αρκούδου την περιμετρική διαδρομή τους στο τραπέζι, κανείς όμως δε φάνηκε να δυσανασχετεί με αυτό. Το μπαρ ήταν απέναντι, δίπλα ακριβώς από το σβησμένο τζάκι από όπου είχαν εκτοξευτεί. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν πλέον χαλαρώσει και συνέχισαν να μιλούν ψιθυριστά, διατηρώντας τεταμένη την προσοχή τους στις κουβέντες του τραπεζιού, και οι Ρηγάδες ξανάπιασαν με διάθεση βυθίσματος σε αυτήν τη μουσική τους δραστηριότητα, αρχίζοντας με το «Blue Rondo à la Turk» και πλημμυρίζοντας με νότες το «Μυστικό Σεντούκι».
Ο Θωμάς κοιτούσε το τεράστιο ποτήρι με μπίρα που είχαν αποθέσει μπροστά του και δεν ήξερε τι να το κάνει.
«Μα εγώ δεν πίνω!» είπε αφελώς.
«Και βέβαια δεν πίνεις!»
Ο λευκός βασιλιάς πήρε από μπροστά του το ποτήρι και το πρόσφερε στο Βαλέ καρό που μόλις είχε αδειάσει το δικό του.
«Μπορείς όμως να φας κάτι!»
«Μμ! Μυρίζω διάφορα ωραία από την κουζίνα» επαύξησε ο Αρκούδος από πίσω. «Για να δούμε, τυρί, πίκλες, πατατοσαλάτα, κρέας, λουκάνικα…» είπε κοιτώντας δελεαστικά το Θωμά.
«Επειδή δεν μπορεί να αποφασίσει τώρα, μας φέρνετε μία ποικιλία, αν σας είναι εύκολο; Και θα αποφασίζει τρώγοντας τι του αρέσει πιο πολύ» παρήγγειλε ο λευκός βασιλιάς στο σερβιτόρο, σκεφτόμενος ότι τρώγοντας έρχεται και η όρεξη. «Μπορείτε να μου λύσετε μία απορία παρεμπιπτόντως; Γιατί οι Ρηγάδες της τράπουλας είναι τόσο απορροφημένοι, θα το έλεγα, στο έργο τους; Εννοώ ότι φαίνονται κάπως αφηρημένοι» απηύθυνε την ερώτηση στους συνδαιτυμόνες.
«Ισχύει. Αφοσιώθηκαν πλήρως στο πάθος τους, τη μουσική, από τότε που απήγαγαν τις Ντάμες» απάντησε με θλίψη ο Βαλές μπαστούνι. «Τις πήραν βίαια οι Τζόκερ φεύγοντας. Ήταν οι πρώτοι, ξέρετε, που ακολούθησαν το μαύρο βασιλιά. Για εμάς αποτελεί μία μαύρη σελίδα στην ιστορία της τράπουλας αυτό το γεγονός».
«Και τις δικές σας; Μα αυτό είναι εξωφρενικό!» ανασηκώθηκε σχεδόν όρθιος ο λευκός βασιλιάς από την καρέκλα του.
«Ναι, αγαπητέ μου, είναι απαίσιος. Μας εκβιάζει έτσι, για να υποκύψουμε στις θελήσεις του. Γι’ αυτό συν τοις άλλοις ήμασταν αναγκασμένοι να κατέβουμε εδώ» είπε συμπονετικά ο Βαλές κούπα παράγοντας άφθονα σύννεφα καπνού από την ταραχή με την πίπα του.
«Και αυτοί οι Τζόκερ είναι ανεκδιήγητοι όμως, να μου επιτρέψετε!» πέταξε με τρόπο την μπηχτή του ο λευκός μικρομέγαλος βασιλιάς.
«Οι Τζόκερ δείχνουν όντως τρομεροί, αλλά μη σε ξεγελούν, μαϊντανοί της κακιάς ώρας είναι» παραδέχτηκε ο Βαλές σπαθί. «Γι’ αυτό πάνε παντού!»
«Δεν είναι και τελείως ακίνδυνοι, όμως. Τώρα πήραν τις Ντάμες για τον επιπλέον λόγο ότι δεν τις έπειθαν να βάλουν λόγια σε εμάς, γιατί επεδίωκε να προκληθούν έριδες στα τέσσερα χρώματα ο μαύρος βασιλιάς, ώστε να γίνουμε πιο εύκολα υποχείριά του» τους διαφώτισε ο Βαλές μπαστούνι.
«Εντάξει, είναι επιρρεπείς στις σκοτεινές πλευρές του χαρακτήρα τους» συμφώνησε ο Βαλές σπαθί.
«Μάλιστα, οι Άσσοι στο μανίκι και οι Ντάμες φευγάτες» διαπίστωσε ο λευκός βασιλιάς.
«Εφόσον τελειώσει αισίως αυτή η ιστορία, πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας όταν επιστρέψουν σαν βρεγμένες γάτες» έκανε αυστηρά ο Βαλές μπαστούνι.
«Ναι, να δω και εμείς τι θα κάνουμε με όλους τους άλλους. Πώς θα συνυπάρξουμε πάλι ειρηνικά στην ίδια σκακιέρα;»
«Τι ειρηνικά; Όλο μάχες δίνατε σε παρτίδες» έκανε ο Βαλές καρό.
«Ναι, αλλά με κανόνες και αιχμαλωσία, όχι με κατάργηση των κανόνων και εκβιαστικούς αποκεφαλισμούς. Το σκάκι είναι ένα άθλημα όξυνσης του νου».
Ένιωσε ένα ρίγος ο λευκός βασιλιάς, σκεφτόμενος τη βασίλισσά του κρεμασμένη στο κλουβί, σαν το πουλί, μόνη.
«Έπειτα το Ρένα στη δική μου βασίλισσα βγαίνει από το όνομα Ειρήνη. Είναι το χαϊδευτικό της και συμβολίζει για εμάς ότι αποτελούμε θεματοφύλακες της ισορροπίας μεταξύ συνειδητού και ασυνειδήτου με ισχύοντες κανόνες από κοινού για όλους. Κάποιοι μπορεί να το ερμηνεύουν ως ισορροπία μεταξύ φυσικής και μεταφυσικής πραγματικότητας. Ισορροπία πάντως. Έτσι θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον. Εμείς αποτελούμε μόνο σύμβολα, άλλωστε, στο μυαλό των ανθρώπων, ανεξαρτήτως με το πώς μας χρησιμοποιούν τελικά. Και για αυτό ποτέ δε μας ρώτησαν».
«Ορίστε και το φαγητό!» κατέφθασε τρεχάτο ένα Τέσσερα κούπα με έναν ξύλινο δίσκο και μαχαιροπίρουνα.
«Α, πολύ ωραία! Θωμά, άρχισε να τρως, γιατί τους βλέπω όλους να κοιτούν απειλητικά το φαγητό σου και δε θα προλάβεις» είπε πονηρά ο βασιλιάς, αρπάζοντας ένα μεζεδάκι.
«Τρώγε, Θωμά, να καρδαμώσεις, γιατί έχουμε να δώσουμε μάχες!» τον κοίταξε με νόημα ο Βαλές κούπα.
Τότε εκείνος, που δεν είχε βρεθεί ξανά ανάμεσα σε τόσο «κόσμο» μετά την απώλεια της μαμάς του, ένιωσε για πρώτη φορά πείνα πρωτόγνωρη και ύστερα από πολύ καιρό έβρισκε μία λογική στο να φάει, που του άνοιγε ακόμα πιο πολύ την όρεξη. Θα κατατρόπωναν το μαύρο βασιλιά που του είχε πάρει κάτι δικό του χωρίς να τον ρωτήσει, που είχε αφήσει το λευκό βασιλιά χωρίς αγάπη και στράτευμα και που παρακινούσε άλλους στο κακό, «για να γεμίσει τελικά το μέσα του κενό με ενέργειες φαύλες». Έτσι είχε ακούσει το λευκό βασιλιά να τον λέει, «φαύλο», και ρούφηξε τη λέξη σαν σφουγγάρι. Εκείνος, λοιπόν, θα γέμιζε το δικό του κενό κατατροπώνοντάς τον. Κάθε μπουκιά που θα έβαζε στο δικό του στομάχι θα ήταν μία μπουνιά στο στομάχι του μαύρου βασιλιά. Θα τον κατανικούσε, υπερασπιζόμενος την ύπαρξή του και όχι κάνοντάς του χώρο, για να περάσει ανενόχλητος, ούτε εκείνος ούτε κανένα από τα τσιράκια του. Και κάρφωσε με ιδιαίτερη αποφασιστικότητα τον πρώτο μικρό ενεργειακό του σύμμαχο, όσο ακουγόταν ο Ρήγας μπαστούνι να παίζει ντραμς στριφογυρίζοντας τις μπαγκέτες του δεξιοτεχνικά στα χέρια. Αυτό ήταν το σύνθημα που κρατούσε νοητά το ρυθμό στη μάχη, όπως έκαναν παλιότερα τα παιδιά ‒ μικροί τυμπανιστές για τους στρατιώτες στους πολέμους, εξυπηρετώντας άθελά τους συμφέροντα βασιλιάδων και όποιων άλλων. Έτσι του είχε πει ο παππούς Λορέντζο σε μία από τις πολλές ιστορίες του. Όπως και ότι το αθώο αίμα χάνεται ανώνυμα τις πιο πολλές φορές. Τώρα τα πράγματα είχαν αντιστραφεί. Ο Ρήγας γινόταν σαν ένα χαμένο και πληγωμένο παιδί, κρατώντας για εκείνον το ρυθμό, ενώ ο ίδιος ξανάβρισκε σταδιακά το κουράγιο του σε έναν κόσμο αφιλόξενο για ευτυχισμένες καρδιές, που τις καθιστά απροειδοποίητα εκκρεμείς.
Πίνακες:
1) «Music Theme Instruments Band Celebration» made by Julie Borden.
2) http://lolanaenaallo.blogspot.gr/2013/02/blog-post_3000.html
3) «Jazz Trio Trumpet Band Musicians» made by Julie Borden.
«The Dave Brubeck Quartet », «Time Out », 1959 (Full Jazz Album).