Έτριψε τα μάτια του και χασμουρήθηκε χορταστικά. Το παραπονεμένο κλάμα ολοένα δυνάμωνε, ξεπερνώντας σχεδόν το χασμουρητό του. Ε, είχε παραγίνει πια! σκέφτηκε και ετοιμάστηκε να λύσει το μυστήριο. Έψαξε με τα πόδια τα αθλητικά του, μία συνήθεια που ο παππούς δεν είχε καταφέρει ακόμα να του αποβάλλει, και τα έχωσε μέσα τους βιαστικά. Πετσί σου έγιναν, του έλεγε. Βγάλ’ τα να αναπνεύσουν τα πόδια σου, θα πάθεις τίποτα καλοκαιριάτικα! Και τι να περπατώ ξυπόλητος να μου μπει αγκίδα στο πόδι από το ξύλινο πάτωμα ή να κρυώσω στο παγωμένο μάρμαρο; έκανε πονηρά ο Θωμάς. Μωσαϊκό είναι, τον διόρθωνε ο παππούς. Κανείς δε σου είπε να περπατάς ξυπόλητος, έχεις τις ανοιχτές παντοφλίτσες σου για το σπίτι. Και πώς θα προλάβω να τα βρω και να τα δέσω αν γίνει κάτι ξαφνικό και χρειαστεί να βγούμε έξω τρέχοντας; Ούτε σε πόλεμο να είχες πάει! Πώς σου δημιουργήθηκε αυτή η κεκτημένη ταχύτητα της έκτακτης φυγής δεν μπορώ να το καταλάβω, διασκέδαζε κάθε φορά ο παππούς Λορέντζο τις ανησυχίες του.
Τα λόγια του αντηχούσαν στ’ αυτιά του Θωμά, όταν πάτησε τα λυμένα κορδόνια των παπουτσιών του και κόντεψε να πέσει πάνω στην καρέκλα δίπλα του, καθώς στο μεταξύ είχε σηκωθεί. Έσκυψε γρήγορα να τα δέσει, σαν να μπορούσε ο παππούς να τον δει, αποδυναμώνοντας έτσι το επιχείρημά του, και βγήκε από το δωμάτιο περισφίγγοντας σταυρωτά με τις παλάμες τα γυμνά του χέρια, γιατί ένιωσε τη βραδινή ψύχρα να τον διαπερνά, με την μπάλα να αιθεροβατεί δίπλα του, σαν παπαγάλος στον ώμο. Τότε αντίκρισε απέναντί του τη μισάνοιχτη πόρτα από την κρεβατοκάμαρα του παππού, πλησίασε και τον είδε να κοιμάται βαθιά, κουκουλωμένος ολόκληρος σε σεντόνι και σε μία πλεκτή πολύχρωμη κουβερτούλα. Νοστάλγησε προς στιγμήν τη ζέστη του κρεβατιού του, όταν άκουσε και πάλι φύσημα μύτης να προέρχεται ξεκάθαρα από τον κάτω όροφο αυτή τη φορά. Πλησίασε την κουπαστή της σκάλας και κάνοντάς τη μπούσουλα με τη μέση του κατέβηκε στις μύτες των ποδιών του, προσπαθώντας να μειώσει τις διαμαρτυρίες των τριξιμάτων, εφόσον ούτε οι σκάλες ευγνωμονούν το απότομο ξύπνημα.
Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Από ένα παράθυρο του σαλονιού έμπαιναν κάθε τόσο λάμψεις, φωτίζοντας όλον το χώρο, προερχόμενες μάλλον από πολύ μακριά, καθώς το μπουμπουνητό αργούσε πολύ να ακουστεί. Θυμήθηκε το Φίλιππο και ένα κρύο αστειάκι του όποτε έβρεχε με αστραπόβροντα, ότι παντού τον κυνηγούν οι παραράτσι, και μετά έσκαγε ένα τεράστιο ζορισμένο χαμόγελο, σαν να στηνόταν μπροστά σε φακό. Σιγά μην πήγαιναν για μπάνιο! Και αύριο μέσα θα έμεναν, σκέφτηκε θυμωμένος. Κοίταξε ολόγυρα, γιατί το κλάμα είχε σταματήσει, μέχρι που απρόσμενα ακούστηκε ένα φτέρνισμα, και το βλέμμα του καρφώθηκε στο εκκρεμές του σαλονιού. Ήταν δυνατόν; Ποιος θα μπορούσε να στριμωχτεί στο ντουλαπάκι του εκκρεμούς μόνο και μόνο για να μπήξει τα κλάματα; Σάρωσε με μια ματιά το χώρο μήπως έβλεπε τη γάτα κάπου εξαφανισμένη. Τι πρωτότυπο να λείπει η Σμαραγδένια όταν κάτι περίεργο συνέβαινε! Δεν του ήρθε τυχαία όμως η ιδέα. Αστραπιαία ο νους του γέννησε μία ιστορία, πως το ρολόι τόσα χρόνια είχε κούκο, του οποίου την ύπαρξη όλοι αγνοούσαν, γιατί φοβόταν να εμφανιστεί εξαιτίας της γάτας. Και γι’ αυτό τα βράδια κούρνιαζε στο στέρνο του ρολογιού και θρηνούσε.
Φυσικά, η λογική του απέρριψε αμέσως την πιθανότητα, επειδή θα τον είχε σίγουρα ανακαλύψει ο παππούς. Έπειτα, φοβητσιάρα μπορεί να ήταν η Σμαραγδένια, αλλά χαζή δεν ήταν! Δε θα άφηνε τέτοιο μεζέ να πάει χαμένος. Κλαίνε όμως έτσι τα πουλιά; Σύντομα μία άλλη σκέψη, ακόμα πιο έντονη, παραμέρισε βίαια όλες τις προηγούμενες, για να προπορευτεί κόβοντας το νήμα στην κούρσα των λογισμών του. Θωμά, φοβάσαι, φοβάσαι, Θωμά! μία ενοχλητική φωνούλα τον τριβέλιζε. Τίποτα δε φοβάμαι, αντέταξε με πείσμα. Τότε τι περιμένεις; Πήγαινε να ανοίξεις το πορτάκι του εκκρεμούς, να δούμε επιτέλους ποιος κλαίει εκεί μέσα! Και αν… Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την ταραγμένη σκέψη του, γιατί την αναχαίτισε μία πραγματική φωνή από το εκκρεμές.
«Άντε τι περιμένεις τόσην ώρα; Άνοιξε το ρολόι, και έσκασα να κλαίω μοναχός μου όλο το βράδυ».
Ο Θωμάς γούρλωσε τα μάτια του από έκπληξη και το μυαλό του για μερικά δευτερόλεπτα αδράνησε τελείως. Ούτε την ψύχρα ένιωθε ούτε φόβο ούτε τίποτα, μόνο μία απέραντη σαστισμάρα.
«Τι φοβάσαι; Όποιος και να κρύβεται όπου το βλέμμα δεν εισχωρεί, δε σημαίνει ότι φοβάται λιγότερο από σένα μόνο γιατί εσύ δεν τον βλέπεις. Μπορεί να φοβάται πιο πολύ» είπε η φωνή, και ακόμα ένα δυνατό φτέρνισμα έκλεισε βίαια τη φράση της.
Ο Θωμάς ξεκοκάλωσε τα μουδιασμένα μέλη του και κόλλησε ολόκληρος στην πλαϊνή όψη του εκκρεμούς, που ξεκινούσε από το πάτωμα και τον περνούσε τουλάχιστον τρία τέσσερα κεφάλια. Παίρνοντας κουράγιο από μία παρατεταμένη λάμψη βρέθηκε με βήμα αποφασιστικό μπροστά στο κρύσταλλο. Είδε το εκκρεμές να λικνίζεται στους συνήθεις ρυθμούς του. Είχε γούστο τώρα, εκτός παιχνιδιού δεν τον ζάλισε τόσο. Και μετά πρόσεξε την μπάλα να αντιφεγγίζει στη διάφανη επιφάνεια, δημιουργώντας αντανακλάσεις στο μέταλλό του. Η πρώτη μάχη κερδήθηκε και ξεθάρρεψε, ώστε να ανοίξει σε πλάτος σχισμής την πορτούλα. Βλεφάρισε μέσα με το ένα του μάτι στα κλεφτά, αλλά δεν μπορούσε να δει κάτι σε αυτό το περιορισμένο πεδίο ορατότητας, το λουσμένο στις σκιές. Άνοιξε λίγο ακόμα, άλλο λίγο, μέχρι που, όταν άνοιξε διάπλατα, έμεινε αποσβολωμένος να κοιτάζει τον περίτεχνα ξυλόγλυπτο λευκό βασιλιά της σκακιέρας κουλουριασμένο σε μιαν άκρη να κλαίει χαμηλόφωνα πλέον, αλλά το ίδιο γοερά, έχοντας δημιουργήσει μπροστά του μία λίμνη από δάκρυα. Κρατούσε, μάλιστα, ένα μουσκεμένο μαντίλι, ο Θωμάς δεν ήθελε να σκεφτεί από τι, γιατί έσταζε και αυτό στη δακρυστάλαχτη λίμνη, ενώ χάιδευε επίμονα κάτι που έμοιαζε με κεντημένο μονόγραμμα. Αν δεν τον απατούσαν τα έκπληκτα μάτια του, ήταν ένα ευμέγεθες «R». Του είχε δείξει τέτοια ο παππούς σε παλιά μαντίλια της γιαγιάς ‒ ένα το έφερε διαρκώς στο πορτοφόλι του.
Όπως καθόταν σκυφτός, θλιμμένος και συγκεντρωμένος στο μαντίλι του, φαινόταν τόσο αξιολύπητος και απελπισμένος ο λευκός βασιλιάς, που ο Θωμάς στεναχωρήθηκε. Του πέρασε από το μυαλό μην ήταν όνειρο, αλλά, και να ήταν, μέχρι να ξυπνήσει, δεν μπορούσε να το επιβεβαιώσει. Σκέφτηκε, επίσης, πως ήταν λογικά απίθανο να συμβαίνει όλο αυτό και πως, κανονικά, θα έπρεπε να τρομάξει, να φωνάξει τον παππού, να πατήσει τις φωνές ή ό,τι άλλο θα έκανε ένα παιδί της ηλικίας του. Βρίσκοντας, όμως, σε αυτή την κατάσταση το βασιλιά, τον οποίο είχε πιάσει τόσες φορές στα χέρια του, αλλά ούτε μία υποψιάστηκε πως μπορούσε να συμμετέχει με όποιον τρόπο, κατέληξε στο ότι θα αφηνόταν να το ζήσει, κι ας έμοιαζε τρελό. Αναλογιζόμενος τα όσα είχαν συμβεί στην αρχή του καλοκαιριού, άλλωστε, αποφάσισε ότι ήταν λιγότερο παράλογο τελικά το να έχει μπροστά του το λευκό βασιλιά της σκακιέρας πεσμένο στα πατώματα σαν αξιοθρήνητο κουρέλι. Έτσι, έκατσε με πλεγμένα πόδια στο χειροποίητο χραμάκι της γιαγιάς του και περίμενε υπομονετικά και χωρίς να αρθρώνει λέξη τις εξηγήσεις του για αυτή την παράδοξη εξέλιξη.
«Θα αναρωτιέσαι γιατί κλαίω, ε;» έκανε ο βασιλιάς πνίγοντας ένα λυγμό.
Ο Θωμάς ένευσε θετικά με ύφος αυτονόητης κατάφασης.
«Ήλπιζα να ξυπνήσεις με το κλάμα μου, βρίσκοντας στο μεταξύ καταφύγιο στο ρυθμό του εκκρεμούς, γιατί όλα απορρυθμίστηκαν. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου!» αράδιασε τις σκόρπιες σκέψεις του μεμιάς.
Η υπόθεση αποκτούσε όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ολόκληρος βασιλιάς σκακιέρας που καταρρέει αξιολύπητος και, από όλο τον κόσμο, χρειαζόταν τη δική του βοήθεια!
«Μπορούμε να το πούμε και στον παππού αν θες!»
«Όχι, όχι, αλίμονο! Οι πραγματικά σοβαρές υποθέσεις δεν είναι για τους μεγάλους. Έχει τις καλύτερες προθέσεις, αλλά δε χρειάζεται να τον ταράξουμε!»
«Εσύ δεν είσαι μεγάλος;»
«Ε, ναι, ας πούμε, μικρομέγαλος!»
«Και τι σου συμβαίνει, μικρομέγαλε βασιλιά;»
«Έχασα τη βασίλισσά μου ή μάλλον μου την έκλεψαν και θέλω να τη βρω» είπε και ξέσπασε πάλι σε κλάμα σπαραχτικό, ενθυμούμενος την κατάστασή του.
«Πώς γίνεται να είναι το πιο δυνατό πιόνι, όπως είπε ο παππούς, και να μπορεί κάποιος να σ’ την κλέψει;» ρώτησε ο Θωμάς, νιώθοντας τις βεβαιότητές του να κλονίζονται.
«Η βασίλισσα είναι όντως το πιο δυνατό πιόνι, αλλά μόνο στο δικό μου παιχνίδι» εξήγησε τότε εκείνος. «Οπουδήποτε αλλού δεν είναι παρά ένας περίτεχνα ξυλόγλυπτος πεσσός! Και βέβαια για κανέναν άλλον δεν έχει την ίδια συναισθηματική αξία που έχει για μένα. Μου ράγισε η καρδιά όταν την πήραν».
«Αφού λες ότι δεν έχετε δύναμη έξω από το παιχνίδι σας, πώς έρχονται άλλοι στο δικό σας;»
«Δεν είναι όλοι οι συμμετέχοντες ενός παιχνιδιού ίδιοι. Κάποιοι θέλουν να κάνουν κουμάντο και σε ξένα χωράφια. Αυθαίρετα, το δίχως άλλο».
«Δώσε μου ένα παράδειγμα» ζήτησε ο Θωμάς, μην προλαβαίνοντας να ταξινομεί το διαρκή βομβαρδισμό πληροφοριών.
Ο βασιλιάς σφούγγισε τη μύτη του με το δάχτυλο, κοίταξε γύρω του τρομαγμένος και συνέχισε ψιθυριστά: «Οι Τζόκερ της τράπουλας! Αυτοί είναι πασπαρτού, πάνε παντού, γι’ αυτό είναι Τζόκερ!»
«Και γιατί δεν παίρνεις το στρατό σου και να πας να τη βρεις;» απόρησε ο Θωμάς βγάζοντας μία αγανακτισμένη κορωνίδα.
«Σσσστ! Μη μας ακούσουν. Λείπουν όλοι, βέβαια, αλλά ποτέ δεν ξέρεις! Πήραν και τους δικούς μου! Μας έπιασαν στον ύπνο, για να μην καταλάβω και να ξυπνήσω μόνος μου στο σκοτάδι».
«Τι να κάνει ο Τζόκερ με τη βασίλισσά σου και με τους λευκούς πεσσούς του σκακιού; Μήπως σου ετοιμάζουν κάποια έκπληξη και κάθεσαι και κλαις τζάμπα;» υπέθεσε ο Θωμάς με αφέλεια.
«Αχ, μακάρι να ήταν έτσι, καλέ μου Θωμά, αλλά η αισιοδοξία σε αυτή την περίπτωση είναι ακροβάτης με μάτια δεμένα σε γλιστερό σκοινί! Έπειτα, ο Τζόκερ δεν τα πήρε για λογαριασμό του. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να το κάνει ως όργανο του μαύρου βασιλιά, που λέρωσε τα χέρια του με ανόσιες πράξεις. Ούτε το απέναντι στρατόπεδο είναι στη θέση του».
«Αυτό θα το δούμε!»
Ο Θωμάς με αποφασιστικότητα σηκώθηκε ευθύς αμέσως, πλησίασε το έπιπλο-σκάκι και άνοιξε και τα δύο συρταράκια, για να διαπιστώσει με τεράστια έκπληξη πως πράγματι έλειπαν οι πεσσοί και των δύο στρατοπέδων.
«Α! Είναι άδεια! Μα γιατί; Και τόσο ξαφνικά;»
«Αιφνιδιαστικά, για να κερδίσει μια φορά το προβάδισμα! Ως γνωστό οι λευκοί πεσσοί κάνουν πάντα την πρώτη κίνηση, που τώρα έγινε από τους αντιπάλους, οι οποίοι άρχισαν μάλιστα από το τέλος! Ούτε τα προσχήματα μίας κανονικής παρτίδας δεν κράτησαν».
«Απείλησε τη βασίλισσά σου!»
«Απείλησε θεωρητικά με κίνηση “Ren” τη ρένα της καρδιάς μου, τη ρεγγίνα μου, αλλά στην πράξη την απήγαγε, την αιχμαλώτισε κατευθείαν. Και μαζί με εκείνη όλο μου το στράτευμα, χωρίς περιθώριο αντίδρασης εκ μέρους μας, αφού όλοι κοιμόμασταν. Εσείς θα το λέγατε πραξικόπημα! Έχουν καταλυθεί οι κανόνες του σκακιού. Αυτή η απορρύθμιση απειλεί τη γενικότερη ισορροπία των πραγμάτων. Πού νομίζεις ότι οφειλόταν η κακοκαιρία των τελευταίων ημερών;»
«Α, μικρομέγαλε βασιλιά, μήπως τα έχεις μπερδέψει λίγο; Τι σχέση έχει τώρα η κακοκαιρία με το σκάκι, εκτός του ότι χαλάει τα μπάνια μας;»
Ο Θωμάς άρχισε σοβαρά να αμφισβητεί την ορθότητα των λόγων του, παρότι ως ώρας φαινόταν να διευθύνει με συνέπεια τον παραλογισμό του.
«Όλα έχουν σχέση μεταξύ τους!»
Συνέχισε να τον κοιτά με αμφισβήτηση ο Θωμάς.
«Ξέρεις τουλάχιστον πού πρέπει να τους ψάξουμε;» τον ρώτησε παρ’ όλα αυτά.
«Εκεί μέσα!»
Έκανε ο βασιλιάς και υπέδειξε με προτεταμένο χέρι και δείχτη κατηγορηματικό το έπιπλο του σκακιού.
«Αφού μόλις άνοιξα τα συρτάρια και δεν υπάρχει κανείς!»
«Εννοώ μέσα στο σκάκι».
«Μέσα;»
«Έλα να σου δείξω».
Ο βασιλιάς σηκώθηκε με δυσκολία, προσπέρασε τη δακρυστάλλαχτη λίμνη, τεντώθηκε για να ξεπιαστεί και πήδηξε στο πάτωμα. Μετά από δύο τρία βήματα, δίνοντας ένα σάλτο, βρέθηκε πάνω στο έπιπλο-σκάκι.
«Πόσο εύκολα κινείσαι τώρα;»
«Ναι, εκτός παιχνιδιού διατηρώ την ευεξία μου και είμαι πολύ ευκίνητος. Μόνο εντός υπάρχουν τόσοι κανόνες, που όμως καθορίζουν και την ισορροπία για τον εκτός παιχνιδιού κόσμο, το δικό σας. Φοβάμαι, όμως, όχι για πολύ ακόμα…» πρόσθεσε στο τέλος αινιγματικά, όσο ο Θωμάς χτυπούσε δοκιμαστικά με τις μυτερές κορυφές των διπλωμένων δαχτύλων του το τραπέζι του σκακιού.
«Όχι έτσι, να έτσι γίνεται» είπε και άγγιξε απαλά με το δείχτη τη σκληρή επιφάνεια. Εκείνη αμέσως ανακινήθηκε σαν νερό και, αλλάζοντας σταδιακά υφή από υγρή λίμνη με ασπρόμαυρα τετράγωνα σε ελαστικό ιστό με ικανότητα διαστολής στο άπειρο, ξετύλιξε ένα απύθμενο πηγάδι, σαν τσουλήθρα διάστικτη με άπειρα μικροσκοπικά ασπρόμαυρα τετράγωνα.
«Τι είναι αυτό;» φώναξε σχεδόν εμβρόντητος ο Θωμάς και έκανε ένα βήμα πίσω, σπρωγμένος από την ανάκρουση της πρώτης έντονης εντύπωσης.
«Δεν το περίμενες, ε;» χαμογέλασε με την ικανοποίηση ότι ακόμα παρέμενε χρήσιμος ως βασιλιάς, έστω μυώντας άλλους σε ένα σκοτεινό κόσμο μυστηρίου, και άρχισε επιτέλους να νιώθει καλύτερα.
«Πώς γίνεται;»
Ο Θωμάς εξέταζε τώρα τις γωνιές περιτρέχοντάς τες δισταχτικά με τα δάχτυλά του, σαν να επρόκειτο οποιαδήποτε στιγμή να αποκαλυφθεί μια νέα έκπληξη.
«Το έπιπλο του παππού σου είναι αρχετυπικό! Είναι μαγικό, πώς να σου το δώσω να το καταλάβεις; Από εδώ ξεκινούν και τελειώνουν όλα. Φαίνεται μόνο ένα έπιπλο, αλλά είναι ένας κόσμος ολόκληρος. Γίνεται μία πύλη για ό,τι οι άνθρωποι ονομάζετε πιο πεζά: ασυνείδητο! Εκεί τώρα έχουν στριμωχτεί ξεγελασμένα ή μη από το μαύρο βασιλιά πολλά θυμωμένα παιχνίδια, μπορεί και όλα τα παιχνίδια!»
«Και γιατί τσαντίστηκαν εξαρχής έτσι τα παιχνίδια;» αναρωτήθηκε ο Θωμάς, προσπαθώντας να φανταστεί θυμωμένο τον αρκούδο του, που είχε φάει αμέτρητες τσιμπιές και ζούληγμα, κατασιγάζοντας το θυμό, τον πόνο ή την ανάγκη του για αγκαλιά.
«Καταρχήν θύμωσε ο άλλος βασιλιάς, γιατί πάντα κάνει το δικό μου στράτευμα την πρώτη κίνηση, και τώρα διεκδικεί τα πρωτεία. Μετά τους ξεσήκωσε όλους λέγοντας πως οι άνθρωποι μας εκμεταλλεύεστε, για να βγάζετε τα απωθημένα σας, μας κακομεταχειρίζεστε, δεν ακούμε ένα ευχαριστώ και στο τέλος μάς πετάτε κι από πάνω».
«Αϊντέεε!!! Σε ποιον αιώνα νομίζει ότι ζει; Ο μεγάλος ανταγωνιστής του είναι τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και όχι εσύ. Ένας συμμαθητής μου θα γελούσε πολύ με τις αγωνίες του. Αλλά τι νομίζει ότι θα κερδίσει με αυτά που κάνει;»
«Παίρνει την εκδίκησή του, φέρνοντας τα πάνω κάτω. Ήθελε να κερδίσει την προσοχή και τα κατάφερε. Έγινε στο μικρόκοσμό του ο αρχηγός στον οποίο όλοι υπακούνε, ακόμα και εκβιαστικά. Με αχρήστευσε κλέβοντάς μου τα πάντα, και ό,τι δεν του αναλογεί επομένως, προκειμένου να γίνει ο κυρίαρχος όλων. Ενώ στα παιχνίδια κερδίζει μια ο ένας μια ο άλλος, ποτέ δεν κερδίζει συνέχεια ο ένας. Η πρώτη κίνηση δε διασφαλίζει άλλωστε τη νίκη. Το γεγονός ότι ένιωθε πάντα μειονεκτικά ενεργοποίησε την πονηριά του, για να γεμίσει τελικά το μέσα του κενό με ενέργειες φαύλες».
«Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με εμάς;»
«Δε βλέπεις πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση; Χωρίς τη βασίλισσα δεν πάω μόνο εγώ χαμένος, αλλά και το σκάκι ως παιχνίδι. Αν οι άνθρωποι, όμως, δεν παίζουν σκάκι ή όποιο άλλο χρήσιμο παιχνίδι, δε θα ακονίζουν τη στρατηγική τους σκέψη και διάφορες άλλες δυνατότητες που θα μπορούσαν να γίνουν ικανότητες. Θα γίνονται έτσι πιο εύκολα υποχείρια του οποιουδήποτε και το ασυνείδητό τους θα μένει πάντα ανάκατο, γιατί δε θα έχουν τη στρατηγική ικανότητα να κινούνται στη ζωή. Ούτε να μαθαίνουν από τα λάθη τους, να αναπτύσσουν κριτική σκέψη και φαντασία, να ελίσσονται, να αυτοσχεδιάζουν ανάλογα με τις καταστάσεις και να προχωράνε. Θα υπακούνε κυρίως σε διαταγές χωρίς να παίρνουν πρωτοβουλίες, χωρίς να αποφασίζουν για τη ζωή τους και, τελικά, χωρίς να χαίρονται. Η χαρά του παιχνιδιού είναι μεγάλο πράγμα! Το σκάκι είναι ιδέα, είναι το λίκνο της στρατηγικής, αποτελεί την επιτομή όλων των παιχνιδιών. Τα κλειδιά ανάγνωσης που προσφέρει μπορούν να εφαρμοστούν οπουδήποτε, σε άλλα παιχνίδια, στη μελέτη, σε μάχες πραγματικές και νοητές, στον έρωτα. Είναι ένα σύμβολο, όπως και η βασίλισσά μου, που ελέγχουν με τη σωστή λειτουργία τους την ισορροπία μεταξύ συνειδητού και ασυνειδήτου. Με την αναστάτωση που προκαλεί, όμως, ο μαύρος βασιλιάς, διαμορφώνει εκεί κάτω έναν κόσμο εφιαλτικό, που καμία σχέση δεν έχει, πλέον, με τα αθώα παιχνίδια των παιδιών και τα ωφέλιμα σε όλες τις ηλικίες!»
«Πρέπει να πάμε εκεί δηλαδή;»
Ο Θωμάς πραγματικά εκείνη τη στιγμή ήλπιζε να εισπράξει αρνητική απάντηση και απλώς να ξυπνήσει πίσω στο ζεστό του κρεβάτι.
«Ακριβώς!» δήλωσε σοβαρά και αμετάκλητα ο βασιλιάς.
Ο Θωμάς ξεφύσηξε δυνατά σε μία προσπάθεια να ανακουφιστεί από την ένταση, νιώθοντας δέος έτσι ταλαντευόμενος στο χείλος του γκρεμού. Θυμήθηκε αμυδρά μία φορά που έγινε κάτι ανάλογο σε μια απότομη νεροτσουλήθρα. Αλλά εκεί ήταν με τη μαμά του, ο μπαμπάς τούς κοιτούσε από κάτω, και, έπειτα, έβλεπε το τέρμα. Εδώ δεν έβλεπε τίποτα. Τα πολλαπλά τετραγωνάκια τον ζάλιζαν, τον άγχωναν, του ανακάτωναν το στομάχι.
«Δεν έχεις πολλές επιλογές, Θωμά».
«Και γιατί όχι, παρακαλώ;»
«Πού νομίζεις ότι πήγε η φωτογραφία από το μενταγιόν σου;»
«Και αυτό το ξέρεις; Εκεί μέσα είναι;» έδειξε με τρόμο την άβυσσο.
«Πολύ φοβάμαι πως ναι, μαζί με το δικό μου θησαυρό».
«Και τι να κάνει τη φωτογραφία μου ο άλλος βασιλιάς;»
«Θέλει να σε κάνει να ξεχάσεις. Σκοπός όμως δεν είναι να ξεχνάμε, αλλά να καταλαβαίνουμε και να επεξεργαζόμαστε τα στοιχεία και τις πληροφορίες. Και με τα παιχνίδια στρατηγικής εξασκείται και αναπτύσσεται αυτή η ικανότητα».
Αναλογίστηκε ότι με δυσκολία έφερνε εικόνες στο μυαλό του από τότε που είχε διαπιστώσει την απώλεια της φωτογραφίας. Άλλοτε τον ηρεμούσε αυτό άλλοτε όμως ένιωθε σαν να έχανε τη γη κάτω από τα πόδια του. Έναν ίλιγγο. Τον πείσμωσε το γεγονός ότι κάποιος άλλος είχε αποφασίσει για εκείνον, χωρίς μάλιστα να τον ρωτήσει, και το ξανασκέφτηκε. Η ύπαρξη μιας μηχανής υπόγειου παιχνιδόκοσμου μέσα στο έπιπλο του παππού του δεν ήταν μικρή υπόθεση. Μπορεί να ήταν καλύτερο από ηλεκτρονικό παιχνίδι εικονικής πραγματικότητας τελικά.
«Ένα έπιπλο γεμάτο παιχνίδια!» μονολόγησε ξεσηκωμένος και μόνο στην ιδέα ότι τα γκατζετάκια του Φίλιππου και οι ιστορίες του για φανταστικούς πολέμους δε θα έπιαναν μία μπροστά σε όσα του υποσχόταν για το προσεχές μέλλον ο μικρομέγαλος βασιλιάς.
«Αυτό είναι το προφανές. Μέσα του κλείνει και τις ιστορίες των ανθρώπων στους οποίους ανήκε πριν, των μαστόρων που το έφτιαξαν, των πόλεων και των χωρών που ταξίδεψε μέχρι να φτάσει εδώ. Ό,τι εμποτίζει το ξύλο παραμένει κλεισμένο μέσα του, έστω και νοητά, πόσο μάλλον ως οντότητα».
«Και πώς έφτασε στον παππού μου;» ρώτησε κατακλυσμένος από περιέργεια αλλά και κρυφή υπερηφάνεια.
«Είναι καλός αγωγός γι’ αυτό».
«Αγωγός; Όπως είναι τα μέταλλα για τον ηλεκτρισμό;»
«Κάπως έτσι. Άλλο θα έπρεπε να ρωτάς όμως».
«Τι;»
«Σκέψου λίγο. Αν το έπιπλο κρατά μέσα του ό,τι το αγγίζει, πώς είμαστε σίγουροι ότι θα μπορέσουμε να ξαναβγούμε;»
«Πώς;»
«Αυτό είναι το θέμα. Δεν είμαστε. Ξαναβγαίνει μόνο όποιος βρίσκει ό,τι ψάχνει, αλλιώς μένει εκεί, όπως κάποιος που βολοδέρνει αέναα στα υποστρώματα του ψυχισμού του όταν αφήνει μέσα του άλυτες καταστάσεις. Γι’ αυτό και εμείς πρέπει να βρούμε τη βασίλισσα οπωσδήποτε. Εκείνη είναι το κλειδί».
«Και τη φωτογραφία μου!»
«Σαφώς και τη φωτογραφία σου!»
«Και πώς θα τους αντιμετωπίσουμε; Είναι πολλοί!»
«Ιδέα δεν έχω. Είναι η πρώτη φορά που κινούμαι χωρίς σχέδιο, γιατί αγνοώ το στήσιμο του αντιπάλου στη σκακιέρα. Ιδίως αφότου έγινε η κίνηση “Ren” για πρώτη φορά στα χρονικά με αυτό τον εκβιαστικό τρόπο. Δεν υπάρχει άλλος όρος για ό,τι συνέβη. Ίσως πρέπει να επινοήσουμε νέες λέξεις, για να περιγράψουμε τη φρίκη».
«Δηλαδή θα ξεκινήσουμε παραβιάζοντας το βασικότερο κανόνα στο σκάκι;»
«Και ποιος είναι αυτός, μικρέ μου κύριε;»
«Η σκέψη! Ο παππούς μού λέει πάντα να μην κινούμαι παρορμητικά!»
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις όπου η βουτιά στα τυφλά μένει ως επιλογή, και ό,τι γίνει!»
«Θες να πεις ότι δεν έχεις ξαναπάει ποτέ ούτε εσύ εκεί κάτω;»
Ο Θωμάς δοκίμαζε ένα συναίσθημα παρόμοιο με φρίκη ο ίδιος τώρα.
«Δεν είχε χρειαστεί! Στόχος μου ήταν να διατηρώ τις ισορροπίες στον επάνω κόσμο και όχι να κινούμαι υπογείως. Ο μαύρος βασιλιάς το έκανε αυτό με ανεπίτρεπτη άνεση, όπως προκύπτει».
Ο Θωμάς δίστασε.
«Μη φοβάσαι! Έφτασες ήδη ως εδώ. Και εγώ φοβάμαι άλλωστε».
«Εσύ;»
Αυτό δεν περίμενε ποτέ να το ακούσει ευθαρσώς από έναν ενήλικα, πόσο μάλλον από ένα μικρομέγαλο μαθουσάλα.
«Φυσικά! Αυτό είναι το νόημα της βουτιάς, να νικήσουμε τους φόβους μας και να πάρουμε πίσω ό,τι μας στερήθηκε άδικα».
Αυτή η προσέγγιση πρόσφερε στο Θωμά την αφορμή να ζυγίσει την κατάσταση πιο ψύχραιμα.
«Αν θες, μπορείς να με βλέπεις και ως φίλο του παππού σου, από μία άποψη. Έχουμε περάσει πολλά μαζί, το θάνατο της γιαγιάς σου, το χτίσιμο αυτού του σπιτιού, το δυστύχημα της μητέρας σου. Πάντα μας μιλούσε, παίζοντας ατελείωτες ώρες με τον εαυτό του».
«Και ποιος νικούσε;»
Ρώτησε με κάποια ενοχή, σαν να κρυφοκοίταζε μέσα από κλειδαρότρυπα το παρελθόν του παππού Λορέντζο για ό,τι μάλλον ο ίδιος δε θα μοιραζόταν ποτέ.
«Εξαρτάτο. Όταν ήταν νευριασμένος, οι παρτίδες ήταν νευρώδεις και σύντομες. Γινόταν μεγάλη σφαγή επομένως. Όταν ήταν συγχυσμένος ή αβέβαιος για κάτι, τις άφηνε στη μέση και τις έπιανε άλλη μέρα. Όταν, πάλι, ήταν καλά, έβγαιναν ισοπαλία».
«Εμένα με νικάει συνέχεια, πάντως, ούτε μία φορά δεν τον έχω νικήσει»
«Ναι, αλλά έχεις μάθει πολλά. Η ήττα μπορεί να γίνει ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο ως πρώτη ύλη που εξωθεί στη βελτίωση και στην αυτογνωσία».
«Ε, έτσι νομίζω».
Βιάστηκε να απαντήσει ο Θωμάς και για πρώτη φορά ένιωσε τόσο μετέωρος, και κυριολεκτικά πάνω από την τεράστια οπή που έχασκε μπροστά του.
«Εγώ το ελπίζω, γιατί θα μας χρειαστούν. Έπειτα, εσύ θα με βοηθάς, γιατί δεν ξέρω πόσο γρήγορα ούτε πώς θα κινούμαι εκεί δεδομένων των συνθηκών. Είσαι έτοιμος;»
Ο Θωμάς κοίταζε μια το βασιλιά έτσι όπως ατένιζε εξεταστικά με τα χέρια στη μέση το χάος μια την τσουλήθρα. Σκεφτόταν ότι εκείνος τα έπαιζε όλα για όλα και, παρ’ όλο το κλάμα του νωρίτερα, παρέμενε ψύχραιμος, γιατί είχε στόχο, είχε την ελπίδα να βρει τη βασίλισσά του. Δεν τον σταματούσε ούτε ο φόβος του ούτε τίποτα. Προχωρούσε μόνος του εναντίον όλων. Ίσως αυτό να έκανε το μικρομέγαλο βασιλιά του σκακιού ό,τι ήταν, και επιπλέον ικανό ηγέτη του στρατεύματός του. Στο νου του σπίθισε ανύποπτα η Κατερίνα. Τι θα έκανε, αλήθεια, ο ίδιος αν του την έπαιρνε κάποιος μακριά και έπρεπε να τη φέρει πίσω; Δε θα πήγαινε; Θα άφηνε τους φόβους του να υπερισχύσουν; Τι θα έλεγε η Κατερίνα αν αποδεικνυόταν το ίδιο φοβητσιάρης με τη Σμαραγδένια; Και, αν ζητούσε τη βοήθεια κάποιου φίλου, δε θα ήθελε εκείνος να ανταποκριθεί θετικά και να τον υποστηρίξει; Τον προβλημάτισε ο μικρομέγαλος βασιλιάς, που είχε και το θάρρος της γνώμης του. Ήταν ο πρώτος μισο-ενήλικας ή υπερήλικας που του μιλούσε με ειλικρίνεια χωρίς να μασάει τα λόγια του, εκτός από τον παππού. Ο μαύρος βασιλιάς, πάλι, πολύ αντιπαθητικός του φαινόταν, σαν αντίθετη πλευρά του ίδιου νομίσματος. Αισθάνθηκε και υπεύθυνος, γιατί τόσον καιρό δεν είχε καταφέρει ούτε μία φορά να τον κερδίζει, αφήνοντάς του όλο το περιθώριο να μελετά τις αδυναμίες του. Και πάλι, όμως, ο μικρομέγαλος λευκός βασιλιάς τον εμπιστευόταν. Για πρώτη φορά ο μικρός Θωμάς ένιωσε πραγματική συμπάθεια για το περίτεχνα ξυλόγλυπτο ζωντανό αγαλματίδιο δίπλα του, που κάθε άλλο παρά στατικό ήταν. Έπρεπε να φανεί αντάξιος της εμπιστοσύνης του, επιθυμώντας και εκείνος να είναι γενναίος. Η γενναιότητα από την ανοησία και την τρέλα δυο σπιθαμές απόσταση, σύμφωνα με μία κατά Λορέντζο ρήση. Ανόητος δεν έδειχνε, λίγο τρελούτσικος μπορεί, αλλά με τη θετική έννοια. Και στο κάτω κάτω ο άλλος τούς προκάλεσε, γιατί ήταν ένας κλασικός παρτάκιας, σκέφτηκε ο Θωμάς, ή γιατί τους έριξε το γάντι, όπως θα το έθετε πιο κομψά ο παππούς Λορέντζο. Έτσι, άλλωστε, ένα αύριο θα είχε και εκείνος να λέει ιστορίες, όπως τώρα ο παππούς, πραγματικές και όχι φανταστικές σαν του Φίλιππα. Δεν άντεχε άλλο να κλωθογυρίζει…
«Θα πάρω και την αόρατη μπάλα μου μαζί! Φωτίζει στο σκοτάδι και μπορεί να μας χρειαστεί».
«Πώς ξέρεις πού βρίσκεται αφού είναι αόρατη;»
«Εντυπωσιακό δεν είναι; Μόνο εγώ τη βλέπω!»
«Ό,τι πεις».
Τον κοίταζε δύσπιστος ο βασιλιάς να αποκαθηλώνει κάτι αόρατο από τον ώμο του σε μέγεθος μεγάλης φουσκωτής μπάλας.
«Πάντα μαζί σου την έχεις;» ρώτησε τελικά.
«Γενικά, ναι! Αλλά τη μετακινώ όπου θέλω και με τη σκέψη μου» χαμογέλασε με ικανοποίηση ο Θωμάς παιδεύοντας την αόρατη μπάλα στα χέρια του.
«Ελπίζω να μην αρχίσει ανεξέλεγκτα να φεγγοβολά στο σκοτάδι σαν πυγολαμπίδα, γιατί πρέπει να περάσουμε απαρατήρητοι. Θα καταδυθούμε σε μεγάλα σκότη και βάθη».
«Μην ανησυχείς. Ποτέ δεν έτυχε να τη δει κάποιος άλλος!»
Και να που χρειάστηκε ο αόρατος φίλος του Θωμά, η μπάλα που φώτιζε στο σκοτάδι. Τότε θυμήθηκε και τα λόγια του παππού:
«Πάντα χρειάζεται ένας φωτεινός φίλος δίπλα μας για τα μεγάλα σκοτάδια. Κράτα τη γερά κοντά σου. Ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να σου χρειαστεί».
Και δίνοντας μαζί έναν πήδο άρχισαν να γλιστρούν καταδυόμενοι οι δυο τους με ιλιγγιώδη ταχύτητα μες στο σκάκι, ενώ η επιφάνειά του επέστρεψε στην πρότερή της κατάσταση, σαν να μην είχε ποτέ τίποτα από όλα αυτά συμβεί.