Insomnia Cervelli
γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου
Στο άκουσμα του μη φοβηθείτε η Απολλωνία σφίχτηκε, σαν να της ανέβηκε το στομάχι στο στόμα.
«Και τώρα κοιτάξτε εκεί που σας δείχνω».
Έβλεπε ένα καλάθι αχρήστων και ένα τσαλακωμένο χαρτί μισοκρυμμένο πίσω του, που μάλλον παγίδευε στις αστρέχες του μικρούς και θαυμαστούς κόσμους μυστηρίων, καθώς ήδη ξεχώριζαν οι άκρες από ξεφτισμένες βαμβακόμπαλες σκόνης. Από πότε είχε να σαρώσει σκούπα αυτό το πάτωμα; Μετά διέκρινε στοίβες ντοσιέ ατημέλητα αφημένων στα ράφια μιας μάλλον άχρωμης βιβλιοθήκης. Θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει και σωριασμένα. Κρίμα, γιατί κρύβονταν ζωές ολόκληρες εκεί μέσα που αναζητούσαν περίσσια φροντίδα για να βρίσκονται σε αυτό το ράφι. Ποιος, αλήθεια, της είχε πει να έρθει εδώ συγκεκριμένα; Της διέφευγε αυτή τη στιγμή. Εδώ και ώρα προσπαθούσε με δυσκολία να παραμείνει βιδωμένη στην καρέκλα, ώστε να μην απογειωθεί γι’ αλλού, γιατί ήταν απαραίτητο να ακούσει προσεχτικά τη διάγνωση.
Από μικρή είχε το πρόβλημα, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της δηλαδή. Η μητέρα της την έλεγε χαρταετό. Γιατί ανυψωνόταν ξαφνικά και οι άλλοι τρόμαζαν να την κρατήσουν προσγειωμένη τραβώντας το σκοινί, ώστε να μη χαθεί στις θύελλες του νου. Δεν ήταν έτσι όμως. Δεν επρόκειτο για θύελλες, αλλά για μία παράλληλη ζωή που τη βίωνε στο λαβύρινθο του μυαλού, επιλέγοντας κάθε φορά νέο μονοπάτι, διαφορετική πόρτα να ανοίξει και άλλο παράθυρο ν’ αγναντέψει τον ορίζοντα. Πάντως το χαρταετός ήταν από τους πιο ήπιους χαρακτηρισμούς που είχε ακούσει. Ήταν χαριτωμένος εξάλλου.
Στη σχολική της τάξη ήταν αλλιώς τα πράγματα. Θυμάται συχνά τον εαυτό της να δονείται στους ήχους μίας σπουδαίας ορχήστρας, σαν να είχε γίνει μικρή μικρή, γλιστρώντας στα πιατίνια ενός σετ ντραμς, ταλαντευόμενη στα κλειδιά ενός πιάνου χωμένη στην κοιλιά του ή ακόμα ρουφώντας λαίμαργα με το βλέμμα της από την κουίντα τους χορευτές ενός χολιγουντιανού σόου να μεθούν στους φρενήρεις ρυθμούς ενός ταπ ντάνσινγκ αυτοσχεδιασμού σε σουίνγκ μελωδίες. Εκεί που ένιωθε ότι επιτέλους έβρισκε ρότα, όλα άλλαζαν! Έβλεπε στο κοινό το δάσκαλό της όρθιο να της κάνει σήματα από μακριά με τα χέρια φωνάζοντας. Και, ενώ απολάμβανε αθέατη τη μουσικοχορευτική παράσταση, όλα σταματούσαν, οι παρευρισκόμενοι την κοιτούσαν με ενοχλημένο ύφος αποδοκιμασίας και η φωνή του δασκάλου διαπερνούσε βροντερή κάθε τύμπανο.
«Μα, καλά, πάλι έβαλες το γρανάζι να δουλεύει;» έλεγε δείχνοντας το κεφάλι της, καθώς κοροϊδευτικά χαχανητά και μουρμουρητά απλώνονταν ως ηχητικό χαλί στην τάξη. «Ησυχία είπα! Όλοι!»
Και τότε ακούγονταν πια μόνο όσοι ήχοι έβγαιναν από το κεφάλι της. Μία ολόκληρη ορχήστρα γραναζιών, που είχε διακόψει νωρίτερα το μάθημα και τώρα μπορούσε να τους ακούσει κι εκείνη, γιατί ήταν εκεί! Όλα τα τικ τακ, τα ντρρρρρ και κάτι σαν στριγκλιά διαλαλούσαν κυνηγημένα το κύκνειο άσμα τους για την ώρα, εφόσον το σόου είχε διακοπεί, αλλά κυρίως ένα φρρρρρσσσσσσσσσστ, λες και έχανε αέρα. Εξαιτίας αυτού της έλεγαν ότι λάσκαρε η βίδα και πήγαινε σύννεφο ο εμπαιγμός. Ήταν αποφασισμένη να τη βρει αυτήν τη βίδα μεγαλώνοντας. Δεν μπορούσε, όμως, να καταλάβει γιατί θορυβούνταν τόσο οι άλλοι, αφού οι στιγμές που γινόταν περίγελος έμεναν χαραγμένες στη θύμηση ως οι πιο χαρούμενες νότες στη ζωή της μέχρι να στραπατσαριστούν στην απότομη προσγείωση. Γιατί, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν είχε καταφέρει ποτέ να ταξιδέψει έτσι σε ώρες ηρεμίας και χαλάρωσης ή όταν έκανε κάτι που της άρεσε. Της συνέβαινε μόνο όταν, θεωρητικά, δε θα έπρεπε να συμβεί, με συνέπεια να καταδικάζονται σε αποτυχία οι συστηματικές απόπειρες απογείωσης. Όσο ο δάσκαλος, δηλαδή, παρέδιδε μάθημα ή αν κάτι δυσάρεστο συνέβαινε, ιδίως εξαιρετικά αγχωτικό, εκείνη ξαφνικά βρισκόταν αλλού. Πετούσε κυριολεκτικά, είχε ταξιδέψει όλον τον κόσμο έτσι σε όλες τις χωροχρονικές διαστάσεις.
«Ωραία! Και τώρα γυρίστε από την άλλη, παρακαλώ».
Να όπως τώρα. Και τούτος εδώ τι διαφορετικό έκανε; Την προσγείωνε απότομα.
«Μάλιστα! Όλα εξηγούνται».
Μόλις υποψιάστηκε ότι θα της ανακοίνωνε πως πάσχει από κάτι σοβαρό, βυθίστηκε σε ένα θαλάσσιο βυθό, όπου δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα, αλλά έβλεπε αμέτρητες χρωματικές αποχρώσεις, και όλα κινούνταν αργά σε μία ασύλληπτα ονειρική γαλήνη. Πρέπει να βρισκόταν σε κοραλλιογενή ύφαλο! Τα χρώματα και τα σχήματα των φυτών, των ψαριών και των περιφερόμενων φανταστικών πλασμάτων λειτουργούσαν κατευναστικά και συγχρόνως την έκαναν τόσο χαρούμενη, σαν να είχε τρέξει γρήγορα επί μισή ώρα διάδρομο, ώστε να ξεχυθούν οι ευεργετικές ενδορφίνες, θερμαίνοντας ορμητικά το κορμί της. Πιο ιδανικά και από το να καταβρόχθιζε αλύπητα δέκα κομμάτια κέικ με τριπλή δόση ρέουσας σοκολάτας χωρίς να παχύνει…
«Καταλάβατε τι σας είπα; Είναι δύσκολο για τον ασθενή στην αρχή να το δεχτεί και να το κατανοήσει, αλλά με τον καιρό η συνήθεια θα φέρει το επιθυμητό αποτελέσματα της αποδοχής, εξομαλύνοντας τις γωνίες».
«Πώς είπατε;» ρώτησε, ίδια αναδυόμενη Αφροδίτη από το νοητό βυθό της.
«Ναι, είναι ένα βασικό σύμπτωμα αυτό: Η έλλειψη συγκέντρωσης. Φαντάζομαι δεν ακούσατε τη διάγνωση. Θα την επαναλάβω, λοιπόν. Πρόκειται για την εξαιρετικά σπάνια: Insomnia Cervelli. Να κοιτάξτε».
Είπε ο γιατρός και της έδειξε τον τοίχο. Δηλαδή, λίγο πριν υπήρχε σίγουρα ένας τοίχος εκεί. Αλλά τώρα ήταν σαν να είχε ανοίξει μία τεράστια οπή που έδειχνε τα σωθικά ενός ωκεανού. Και ήταν και εκείνη μέσα. Κολυμπούσε. Ναι, ήταν βέβαιη πως έβλεπε τον εαυτό της να κολυμπάει εκεί. Καλή ήταν, νοστιμούλα. Ούτε πρόβλημα με κοιλιές και περιττά κιλά, που διαρκώς αγχωνόταν. Δε φορούσε, άλλωστε, κάποιο σπουδαίο μαγιό αλλά, όπως είχε βουτήξει ολόκληρη με τα ρούχα, κολλούσαν σχεδόν διαφανή πάνω της, διαγράφοντας τις καμπύλες και τα θελκτικά της σημεία. Ορίστε, μέχρι και ο γιατρός είχε αφοσιωθεί στην εικόνα, καθόλου δεν τον ένοιαζε για εκείνη. Μα η ίδια ήταν η εικόνα, αλλά ήταν λίγο μπερδεμένο. Αυτός, για την ακρίβεια, μπορούσε να δει τις εικόνες που γεννούσε το μυαλό της μέσω της ολιγόλεπτα καθυστερημένης ζωντανής αναμετάδοσης ενός προτζέκτορα και έχοντας ήδη εφαρμόσει στο κρανίο της ειδικά εργαλεία με φακούς και αισθητήρες για τη μεταπροβολή. Αν μπορούσαν και οι άλλοι να δουν, ίσως να την καταλάβαιναν καλύτερα.
«Και τι είναι αυτό;»
«Πρόκειται για ένα σπάνιο σύνδρομο εξαιτίας του οποίου ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων υποφέρει από ενδοεγκεφαλικές προβολές, δηλαδή εικόνες που ζωντανεύει ο εγκέφαλος και βιώνονται σαν πραγματικές. Insomnia Cervelli σημαίνει το μυαλό που δεν κοιμάται ποτέ. Στους άλλους γίνεται αντιληπτό, γιατί τα γρανάζια του νου παράγουν ασυνήθιστους θορύβους, επιτελώντας μία αφύσικη υπερλειτουργία. Όσοι πάσχουν χαρακτηρίζονται από διαρκή έλλειψη συγκέντρωσης, κενά μνήμης και χαλαρές προσωπικές ή διαπροσωπικές σχέσεις, καθώς η αδυναμία προσήλωσης τους καθιστά διαρκώς απόντες, αποτρέποντας επομένως τη θεμελίωση και τη σύσφιξη δεσμών» έλεγε προσηλωμένος ο ίδιος με πάθος στο βυθό. «Χμ! Να εκεί φαίνεται το μπέρδεμα. Βλέπετε που ξαφνικά στην εικόνα, ενώ είναι όλα αρμονικά, μια πετρελαιοκηλίδα μουτζουρώνει το γαλάζιο και σταδιακά το καλύπτει; Ή μήπως είναι μελάνι σουπιάς, αλλά είναι και κόκκινο. Αίμα!!!»
«Μα είναι τόσο σαφές! Πετρέλαιο και αίμα μακελεμένων δελφινιών. Τι δεν καταλαβαίνετε; Το μελάνι της σουπιάς ήταν πράγματι μία εμπνευσμένη παρέμβαση, αλλά όχι! Θα μπορούσε όμως…».
«Έτσι θα πεθάνει ο ύφαλος» έκανε ο γιατρός φανερά απογοητευμένος. «Δεν είχα φανταστεί πώς θα μπορούσε να είναι ακριβώς».
«Δεν προκαλώ τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο, τα βλέπω στο μυαλό μου σαν να συμβαίνουν».
«Ναι, έχετε δίκιο!»
Μεταξύ άλλων αναπαρίσταναν και αληθινά περιστατικά. Οι εικόνες της συνήθως υφαίνονταν με φαντασία και γίνονταν πιο ενδιαφέρουσες, κατά τη γνώμη της. Δεν υπήρχε σωτηρία, όμως. Και αυτός ο ψυχοκάτι νέας κοπής γιατρός με τον προτζέκτορα και τα πειραματικά γυαλάκια, που της είχε σφηνώσει στο κεφάλι για τη μεταπροβολή, έμοιαζε να τα έχει λίγο χαμένα.
«Να βλέπετε ποια είναι η επικινδυνότητα της ασθένειάς σας; Παρασύρετε κι άλλους σε μία ατελείωτη ρέμβη, άσκοπη και μάταιη. Μοιάζει με φυγόκεντρο δίνη. Γι’ αυτό πρέπει να ελέγχεται. Αλλά μη φοβάστε καθόλου. Καμία ανησυχία δεν υπάρχει! Όλα λύνονται. Θα πάρω τα μέτρα του κρανίου σας και με το εγκεφαλογράφημα θα βρούμε το μέγεθος και το είδος της μανιβέλας που χρειάζεστε, για να βουλώσουμε τα κενά σας! Αυτές λίγο πολύ είναι παρεμφερείς και θα μπορούσαν να εφαρμόσουν σε κάθε κεφάλι, από όσα τις χρειάζονται, εννοώ».
Ε, βέβαια, βαρυθύμησε η Απολλωνία, οι φυσιολογικοί τι να τις κάνουν; Να ανοίξουν τους ασκούς του Αιόλου;
«Μην ταράζεστε. Θα τα βρούμε όλα εδώ, μαζί. Για το απολύτως επιτυχημένο αποτέλεσμα το καλύτερο θα ήταν να ακολουθήσουμε τη δυσκολότερη οδό. Θα παιδευτείτε λίγο, αλλά στο τέλος όλα θα διορθωθούν στο κεφάλι σας!»
«Και οι εικόνες μου; Τι θα γίνουν οι εικόνες μου;» διαμαρτυρήθηκε, νιώθοντας στην ψίχα της την προοπτική αφαίρεσης ενός «σωματικού» της μέλους.
«Μα ο εγκέφαλος είναι ρυθμισμένος για να τελεί ένα σωρό άλλες λειτουργίες, όχι για να παράγει ανεξέλεγκτα live παραστάσεις. Καταναλώνετε τόση ενέργεια, που στο τέλος τι μένει σε εσάς και πώς διαδράτε με το περιβάλλον; Απαντήστε μου σε μία ερώτηση, για να αντιληφθείτε την οπτική μου. Πότε θυμάστε τον εαυτό σας τελευταία φορά να συγκεντρώνεται πραγματικά σε μία συζήτηση ή να είστε παρούσα, χωρίς να διαφεύγετε στην πλασματική σφαίρα που νοητά και αδιάλειπτα εγκυμονεί ο εγκέφαλός σας;»
Δεν μπορούσε να απαντήσει σε αυτό.
«Ακριβώς αυτό εννοώ. Σε τι χρησιμεύει, λοιπόν, αυτή η κατάσταση; Μόνο αποδιοργάνωση επιφέρει! Θυμάστε, φερ’ ειπείν, ποια ήταν η πρώτη φορά που βιώσατε μία ενδοεγκεφαλική προβολή;»
Χμ! Αυτό, ναι, το θυμόταν. Ήταν από μικρή λάτρης του θεάτρου. Πήγαιναν με τη μητέρα της σχεδόν κάθε Κυριακή σε παιδικές παραστάσεις, χρησιμοποιώντας προσκλήσεις με μείωση εισιτηρίου, που μοίραζαν μπροστά από το σχολείο. Η μητέρα της, βέβαια, είχε καταλάβει ότι η Απολλωνία περίμενε πώς και πώς την Κυριακή το μεσημέρι, εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία να την πειθαρχήσει στη γραμματική ή τα μαθηματικά. Όταν, μάλιστα, πήγαινε πρώτη δημοτικού, γιατί μάθαινε ακόμα πώς να γράφει το ήτα, βάλθηκε να την κάνει καλλιγράφο. Έτσι νόμιζε η Απολλωνία τουλάχιστον. Έπρεπε απλώς να μάθει πώς να γράφει το ήτα! Ο φόβος και ο τρόμος τής έγινε αυτό το πολύπλοκο γράμμα. Χρειαζόταν ένα είδος υπομονής άγνωστο για την εξαιρετική ορμητικότητά της. Ήθελε δραστικές ασχολίες, το μυαλό της ήταν πώς να πάει να παίξει και όχι να παλεύει με μαγκουρίτσες και κουλουράκια. Στο σχολείο έκανε τόσο μεγάλα γράμματα, που χωρούσαν τρεις λέξεις σε κάθε γραμμή. Μία φορά η δασκάλα τούς έβαλε αντιγραφή, τελείωσε πρώτη πρώτη και περήφανη για τη σβελτάδα της, ενώ εκείνη την επέπληξε, γιατί τα γράμματά της δεν ήταν όμορφα, τακτοποιημένα και συμμαζεμένα. Απογοητεύτηκε. Της άρεσαν τα μεγάλα και καθαρά γράμματα. Μπορούσε ο καθένας να τα διαβάσει εύκολα. Είχαν πυγμή. Ένα «εδώ είμαι!» φώναζαν, αλλά κανείς δεν άκουγε. Επέμεναν να τα στριμώχνουν.
Αυτό όμως είχε συμβεί αργότερα, που ήξερε ήδη να γράφει. Τώρα μάθαινε ακόμα το ήτα και το έγραφε σαν καμήλα με δύο καμπούρες. Δεν ήταν ιδιαίτερα ευπαρουσίαστο, αλλά ήταν πάντα ένα ήτα. Δε θα μπορούσε να είναι άλλο γράμμα. Δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να το μικρύνει, να το κάνει όμορφο, χαριτωμένο και με καμπύλες. Είχε γεμίσει ατέλειωτες σελίδες με καμήλες και έφτασε τη μαμά της στο αμήν. Οπότε βρήκε το κουμπί του θεάτρου με την «απειλή» ότι, αν δεν είχε βελτιώσει το γραφικό της χαρακτήρα μέχρι τη στιγμή που θα έπρεπε να φύγουν από το σπίτι, θα έχαναν το έργο. Ξύπνησε κυριακάτικα από τα άγρια χαράματα και έγραφε «ήττα». Έλεγε δεν μπορεί, θα με λυπηθεί, αστειεύεται. Όσο περνούσε η ώρα, όμως, η αυστηρότητα οξυνόταν, γιατί δεν επερχόταν βελτίωση, και η Απολλωνία άρχισε να ιδρώνει. Κάθε λεπτό ήταν κρίσιμο, επειδή μειωνόταν το χρονικό περιθώριο έως την έναρξη του έργου. Δεν ήθελε με τίποτα να χάσει το έργο για ένα βρομο-«ήττα»! Έτσι το «ήττα» της άρχισε να μικραίνει χωρίς να αλλάζει, ουσιαστικά, σχέδιο. Ήταν πάντα οι ίδιες καμήλες αλλά πιο μικρές. Τι θα γινόταν αν η καμήλα καθόταν πάνω στη γραμμή ή όχι! Τα γράμματά της ήταν πάντα απείθαρχα, αφηρημένα, χοροπηδούσαν ασύστολα, έτρωγε το ένα τη θέση του άλλου, μπερδεύονταν μεταξύ τους, αλλά στο τέλος κατέληγαν σε ένα νόημα, χαράζοντας το ιδιόρρυθμο μονοπάτι τους εύγλωττα στις ευθυτενείς ρούγες της σελίδας.
Τότε βρέθηκε για πρώτη φορά στην Αίγυπτο! Αγχώθηκε τόσο μη χάσει το έργο, που τα «ήττα» της έγιναν καμήλες κανονικές, ανέβηκε στη μία, στο κοίλο σημείο ένωσης των δύο σκελών του γράμματος, και άρχισαν να τρέχουν ανάμεσα στα αυτοκίνητα προς το θέατρο. Και τι γρήγορα που πάνε όταν αρχίζουν την τρεχάλα! Έτρεχε, έτρεχε και άρχισε σταδιακά να κερδίζει ύψος και να απογειώνεται πάνω από την πόλη, έφτασαν στα σύννεφα και αυτή συνέχισε να ανεβαίνει, πέρασε όλες τις σφαίρες έως την εξώσφαιρα και εξακολούθησε να τρέχει, ο χρόνος συμπυκνώθηκε, έγινε ένα κουκί στο χέρι της, που το άνοιξε και τις έβλεπε να τρέχουν μαζί διαπερνώντας γαλαξίες μέχρι που άρχισαν πάλι να κατεβαίνουν, να κατεβαίνουν και έφτασαν στις πυραμίδες την εποχή της αρχαίας Αιγύπτου… Είδε ανθρώπους να κάθονται στη σειρά και να αντιγράφουν σε παπύρους. Οι Γραφείς! Και αυτοί τα ίδια περνούν, σκέφτηκε με ανακούφιση, ενώ η έννοια του χρόνου είχε χάσει, πλέον, την αξία της. Εκείνη τους γνώρισε πολύ πριν τους μάθουν στο σχολείο, και πίσω ήταν καταζητούμενη για την κακομεταχείριση του «ήττα». Μα πώς να τα έλεγε αυτά σε κάποιον; Ποιος θα την καταλάβαινε αλήθεια;
Εκεί τα χρειάστηκε, όμως, η μητέρα της, γιατί το ήτα έγινε μία τεράστια κηλίδα καλυμμένη με μελάνη, καθώς η Απολλωνία με βλέμμα χαμένο άρχισε να σχηματίζει κύκλους γύρω από τον ίδιο άξονα, τρυπώντας στο τέλος τη σελίδα. Πέραν της ορχήστρας στο κεφάλι της, που ακουγόταν σαν χαλασμένο τρανζίστορ με υπερκόσμιους ήχους. Ανήσυχη την παρατηρούσε τις επόμενες μέρες και ρώτησε γιατρό, τότε ούτε για σύνδρομο ήξεραν ούτε τίποτα, οπότε της είπαν μόνο να μην τη ζορίζει. Και έτσι γλίτωσε φτηνά η Απολλωνία τη στρατιωτική πειθάρχηση για την αλφαβήτα. Ευτυχώς, γιατί βρίσκονταν ακόμα μόνο στο ήτα.
Εκεί που τσαντίστηκε, όμως, πραγματικά ήταν μία φορά στο μουσείο. Συναντήθηκε απρόσμενα με μία αρχαιοελληνική επιγραφή και πρόσεξε τα γράμματα. Για κοίτα κάτι γραμματάρες! Και όλα κεφαλαία! σκέφτηκε. Τα δικά μου είναι σαφώς ομορφότερα! Έφυγε, λοιπόν, αποφασισμένη ότι, αν τα γράμματά της έμοιαζαν σε χοντροκομμένο σχήμα με εκείνα των Αρχαίων Ελλήνων, που όλο τους εκθείαζαν στο σχολείο, δε θα μπορούσαν να γίνουν καλύτερα.
«Συνειδητοποιείτε τι μου λέτε τόσην ώρα;» διέκοψε την αφήγησή της ο γιατρός. «Ήτα που γίνονται καμήλες και πετούν στο διάστημα! Το μυαλό των περισσότερων φυσιολογικών ανθρώπων λειτουργεί σε ασπρόμαυρα καρέ, γι’ αυτό η ζωή κινείται. Φαντάζεστε να ήταν όλοι σαν εσάς; Θα γινόταν ο κόσμος άνω κάτω. Θα τρελαινόταν!»
Γέλασε με την καρδιά του, ενώ στην αμηχανία που εισέπραξε ως ανταπάντηση ανασκουμπώθηκε με σοβαροφανές βηχαλάκι, και συνέχισε ακάθεκτος:
«Τα πιο πολλά παιδιά ξεπερνούν αυτό το στάδιο μετά τα τρία, το πολύ να τους συντροφέψει έως τα πέντε τους χρόνια. Εσείς, δυστυχώς, πάσχοντας από το σπάνιο αυτό σύνδρομο, μείνατε κολλημένη στην αρχή. Σας είπα, όμως, υπάρχει τρόπος να ελεγχθεί το πρόβλημά σας».
Άκου ο κόσμος να γινόταν άνω κάτω εξαιτίας της! Οι εικόνες και τα χρώματα ομορφαίνουν τον κόσμο, άντε να τον αναστατώνουν ευχάριστα, δεν τον χαλούν όμως. Τι της έλεγε αυτός τώρα!
«Είστε πολύ τυχερή! Έχω μία πειραματική μικρή μανιβέλα, ούτε που θα φαίνεται καθόλου καλυμμένη ανάμεσα στα μαλλιά, η οποία, όπως βλέπω, είναι ακριβώς στα μέτρα σας!» κατέληξε θριαμβευτικά τοποθετώντας το μεζουράκι του στο σημείο εφαρμογής της στο κρανίο. «Να ακριβώς εδώ. Θα το κουρδίζετε κάθε πρωί και αυτό θα κρατά όλη μέρα. Δεν πρέπει όμως να το ξεχνάτε, γιατί δε θα βελτιωθεί ποτέ η κατάστασή σας και θα καθυστερήσει επιπλέον η θεραπεία. Στο μεταξύ, θα στείλω παραγγελία για την κατασκευή της δικής σας προσωπικής μανιβέλας, και σε ένα περίπου μήνα θα ειδοποιηθείτε για την παραλαβή της».
Έτσι, η Απολλωνία την επομένη κούρδισε καλά τη μικροσκοπική μανιβέλα και επιδίωξε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Αλλά δεν είχε καμία όρεξη. Ήταν σαν κάποιος να την είχε αδειάσει και μετά να την είχε σφίξει σε κορσέ. Όπως σηκώθηκε, ξανάπεσε μονοκόμματη για ύπνο. Ευτυχώς ήταν Αργία και δεν τη βίαζε ο χρόνος. Ώρες μετά σύρθηκε στην κουζίνα και προσπάθησε να φτιάξει καφέ. Δυσκολεύτηκε πάρα πολύ. Δεν μπορούσε με άνεση να ξεχωρίσει τα χρώματα στα βαζάκια, τέτοιο σύστημα είχε επινοήσει για να κερδίζει χρόνο, και κατέληξε να πίνει σοκολάτα με αλάτι αντί για καφέ με ζάχαρη. Τον έπινε με ολίγη και κάπως κουκουλώθηκε η αναποδιά! Της έκανε διαφορά στη μυρωδιά, αλλά δεν έδωσε σημασία. Και οι κόκκοι είναι διαφορετικοί… Έπρεπε να μάθει πάλι τον κόσμο αλλιώς, να ξεμάθει ό,τι ήξερε και να πιάσει το κουβάρι από την αρχή. Από την άλλη, όσα ήδη γνώριζε διαφοροποιούνταν, γίνονταν κυρίως μονοδιάστατα και δισδιάστατα. Όχι ότι δεν είχαν το ενδιαφέρον τους, αλλά πόσα περιθώρια ανακάλυψης θα υπήρχαν μόλις εξαντλούνταν αυτά, χωρίς χρώμα, χωρίς πολυπρισματικές και πολυδιάστατες εικόνες! Αυτό το τι ωραία θα ήταν να είσαι φυσιολογική, που άκουγε από μικρή, της καθόταν τώρα στο στομάχι σωστό αγκωνάρι. Ο πολυπόθητος στόχος απέκτησε σε λίγες ώρες γεύση χολής.
Ένα μήνα αργότερα επισκέφτηκε ξανά το γιατρό, για να παραλάβει το θαυματουργό «κλειδί» που θα την έκανε σαν όλους τους άλλους. Πιο πολύ ως ημέρα καταδίκης της παιδικής αθωότητάς της το είδε η Απολλωνία παρά χαράς. Στο μεταξύ, είχε κάνει έρευνα στο διαδίκτυο για περιπτώσεις ανάλογες της δικής της. Ίσως να είχε σκεφτεί όσο ποτέ εκείνες τις μέρες. Παλιότερα ζούσε βουτηγμένη στα χρώματα, δεν την έτρωγαν οι ανησυχίες. Ψάχνοντας, λοιπόν, βρήκε το γιατρό της και άλλους να διατυμπανίζουν τη «μαγική λύση-λύτρωση από την ανυπότακτη φαντασία, που καθιστά επιτέλους θεραπεύσιμη τη διαφορετικότητα!». Εξέθεταν πάσχοντες του συνδρόμου Insomnia Cervelli με σοκαριστικές «πριν» και «μετά» φωτογραφίες. Λες και η κατάσταση του εγκεφάλου τους ήταν κοιλιά να εξαφανιστεί με χάπι. Είχε γίνει διαφημιστικό προϊόν κατανάλωσης ή ενημέρωσης, προϊόν πάντως. Ένας ηλεκτρονικός χορός τεράτων με γιατρούς-σταρ, οι οποίοι εξειδικευμένοι σε σπάνιες περιπτώσεις απάλλασσαν την κοινωνία από τα περιττά «βάρη». Όσο για τους πάσχοντες, στο «πριν» έβλεπες ένα βλέμμα χαρούμενης ρέμβης και ηρεμίας, στο «μετά» χάσιμο και σκοτάδι. Η απρόσμενη αλλαγή κατάστασης είχε επηρεάσει και την ίδια. Αν συνήθιζε, ίσως να άντεχε ευκολότερα αυτό το βάρος που αισθανόταν, όπως της είχε πει και ο γιατρός.
Παράλληλα σκεφτόταν τη μητέρα της έντονα, η οποία ολοένα γκρίνιαζε και προοδευτικά κατσούφιαζε. Παρελκόμενο της ηλικίας ενδεχομένως, που χωρίς τις μικρές χρωματικές ωθήσεις γινόταν ακόμα πιο δύσκαμπτη. Αλλά πότε είχε δει τη μητέρα της πραγματικά αλέγκρα και ξένοιαστη; Σκεφτόταν ότι τον τελευταίο μήνα της ζωής της άρχισε να της μοιάζει τρομακτικά. Στο κεφάλι της είχαν μαζευτεί πλέον μαύρα σύννεφα και έβρεχε πιο συχνά. Πού οι ηλιόλουστες αλλοτινές ημέρες… Τι ήταν εκείνο που άλλαζε τους ανθρώπους μετά τα τρία ή πέντε τους χρόνια; Έφταιγε το δικό της κεφάλι αλήθεια; Εκείνη ήταν η προβληματική; Συλλογιζόταν, στην ουσία, για να καταλάβει τους άλλους. Βρισκόταν σε μία θέση άγνωστη νωρίτερα στην ίδια, όπως αντίστοιχα και ο γιατρός είχε ομολογήσει ότι δεν μπορούσε να φανταστεί την καταστροφή ενός υφάλου, αλλά αμέσως μετά το απαξίωσε ως ασήμαντο. Γιατί να υποβαθμίζεται μία άλλη οπτική όταν φανερώνει τις αστρέχες με τους κρυμμένους θησαυρούς τους; Πόσο δύσκολη μπορεί, άραγε, να γίνει η ζωή απουσία φαντασίας! Πώς γελά κανείς χωρίς φαντασία; Θα τα παίρνει όλα τοις μετρητοίς, θα αγχώνεται, θα παρεξηγείται. Πώς θα έχει χιούμορ ‒ συμπεριλαμβανομένου του αυτοσαρκασμού και χωρίς να κοροϊδεύει τους άλλους! βασανιζόταν ακατάπαυστα. Τώρα καταλάβαινε πολλά σιγά σιγά. Θυμόταν τη μητέρα της να της μιλά για μία περίοδο ως την πιο ευτυχισμένη της ζωής της, εκείνη της εγκυμοσύνης. Στη διάρκειά της βίωσε ως εγκεφαλικές προβολές πιο πολλές εικόνες και μικρές ιστορίες από όσα έργα κατάφερε να δει συνολικά στη ζωή της. Ποτέ δε συνδύασε αυτή την κατάσταση με την κόρη της. Και η Απολλωνία δεν μπορούσε να ξέρει πώς «δεν» σκέφτονται οι άλλοι πριν το διαπιστώσει μόνη της. Μετά τη γέννα μειώθηκαν σταδιακά οι εικόνες μέχρι που έσβησαν τελείως. Ίσως, αν ήθελε, να μπορούσε να διατηρήσει μία αραιή περιοδικότητα στις προβολές, αλλά μάλλον δεν ήταν άνθρωπος που άντεχε όλο αυτό το χρώμα των συναισθηματικών εντάσεων. Εκεί μπορούσε να το αποδώσει.
Έπεσε για ύπνο με βαριά καρδιά και γεμάτη απορίες. Πώς σταματούσαν και οι υπόλοιποι να βλέπουν, όχι μόνο να κοιτούν, ενώ τελικά σε όλους συμβαίνει κάποια στιγμή στη ζωή τους το να δουν! Και με αυτές τις σκέψεις υπνωτισμένη σιγά σιγά ξεπετάχτηκε στο νου ένα όνειρο πολύ τρομακτικό, ένας εφιάλτης για πρώτη φορά στη ζωή της. Βρισκόταν με άλλους επιλεγμένους ενώπιον ενός ειδικού συμβουλίου που έπρεπε να κρίνει αν ήταν ικανοί οι παρόντες να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Όλα επικεντρώνονταν στο μυαλό τους. Από εκεί αντανακλώντο οι επιθυμίες σε ένα παράλληλο σύμπαν και έπαιρναν τη σειρά τους, για να πραγματοποιηθούν. Πώς θα γινόταν αυτό χωρίς εικόνες; Ελλείψει επιθυμιών θα εξασθενούσε και η όποια ελπίδα υλοποίησής τους ακόμα. Ο εγκέφαλος ήταν σαν μία μικρογραφία του σύμπαντος, ένας πρισματοειδής καθρέφτης, που έστελνε σήματα προς διάφορες κατευθύνσεις και λάμβανε ανάλογα. Τι θα έστελνε και τι θα αποκωδικοποιούσε χωρίς εικόνες; Άρχισαν, λοιπόν, να ανοίγουν το κάθε κεφάλι, για να δουν τι υπάρχει μέσα. Όταν ήρθε η σειρά της, συνέβη κάτι πρωτοφανές, ήταν πήχτρα στη ζεστή σοκολάτα. Έπεσαν όλοι με τα μούτρα να τη φάνε. Ένας φίλος της προσπάθησε να τους σταματήσει, αλλά η ώρα περνούσε και η σοκολάτα κρύωνε. Μεταμορφωνόταν ολόκληρη σε ένα μεγάλο ζαχαρωτό. Δεν μπορούσε πια να την κλείσει. Είχε γίνει ένα αναλώσιμο προϊόν. Άνοιξε τότε η πόρτα και μπήκε μέσα τρεχάτος ένας συμβολαιογράφος διατάζοντας υστερικά:
«Φάτε την! Το γράφει στο καταστατικό».
Ξύπνησε τρομαγμένη και καταϊδρωμένη στην ιδέα ότι θα αρχίσουν να την τρώνε σαν κανίβαλοι χωρίς να θεωρείται η πράξη τους κανιβαλισμός. Ήταν πολύ φυσιολογικό να θες να δοκιμάσεις ένα καραμελωμένο χέρι ή ένα πόδι από παντεσπάνι. Εδώ, μάλιστα, το απαιτούσε ο νόμος!
Αλήθεια, όποιος διαφέρει με όποιον τρόπο καταναλώνεται; Γιατί; Αφού όλοι μπορούν να δουν, να νιώσουν, αφού ο καθένας μπορεί να φτιάξει τις δικές του εικόνες, για να ταξιδέψει ή για να συναντηθεί με άλλους σε διαφορετικά μονοπάτια. Δεν υπήρχε, πλέον, καμία αμφιβολία. Insomnia Cervelli είχαν εν δυνάμει όλοι!!! Δεν ήταν εκείνη το βάρος. Της φόρτωσαν την ιδέα του σε μία κατάσταση παρανοϊκής συλλογικής άρνησης. Μα ο εγκέφαλος δεν κοιμάται ποτέ. Χρειάζεται μόνο το ερέθισμα για να ξυπνήσει και λίγη θέληση, προκειμένου να συμβεί! Ίσως, αν έδειχνε και σε άλλους το πώς, να απομυθοποιούσαν την έννοια του φοβερού και να έφτιαχναν τις δικές τους.
Δυσκολεύτηκε να συνέλθει, ώστε να φτιάξει καφέ, και, παρότι είχε μάθει πια να ξεχωρίζει τα υλικά στην κουζίνα της, αποφάσισε να επισκεφτεί τη μητέρα της, για να τον πιει εκεί. Καιρό είχε να τη δει, ευκαιρία να την ενημέρωνε για τις τελευταίες εξελίξεις, ξεκαθαρίζοντας και κάποια πράγματα. Κάθονταν όπως πάντα στην κουζίνα με το φως μόνο εκεί αναμμένο, ενώ όλο το σπίτι ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι ‒ εξαιτίας του είχε υιοθετήσει πολλές μελανιές η Απολλωνία στο παρελθόν από τις απρόσμενα επιθετικές γωνιές του. Η μητέρα της συγκεντρωμένη έπινε γουλιά γουλιά το ζεστό της ρόφημα θερμαίνοντας το στομάχι και τα άκρα της. Τις πρώτες δύο τις κατάφερνε πάντα με πιο σφιγμένη στάση σώματος μέχρι να χαλαρώσει στην τρίτη, για να μπορεί να την ακούσει.
«Ωραίο το χαλβαδάκι;»
Την πείραζε για το κριθάρι, καθώς η μυρωδιά του στο ψήσιμο θύμιζε σιμιγδαλένιο χαλβά.
«Πού βρίσκεις τη διάθεση να αστειεύεσαι με τα πάντα δεν μπορώ να καταλάβω!»
«Δεν έχω διάθεση πια, έχω όμως την ανάμνηση αυτής της ευχαρίστησης, η αλήθεια είναι».
Την κοιτούσε η μητέρα της.
«Πώς μπορείς; Αλήθεια πώς το αντέχεις αυτό; Πες μου αν υπάρχει κάποια συνταγή και θα την ακολουθήσω. Ηρεμεί η στεναχώρια κάποια στιγμή;»
Η μητέρα της εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει.
«Μα γιατί στεναχωριέσαι; Τώρα είναι όλα φυσιολογικά. Κανονικά θα έπρεπε να είσαι επιτέλους χαρούμενη, γαληνεμένη έστω! Είδαμε και πάθαμε να σε προσγειώσουμε. Δε λες πάλι καλά που βρέθηκε αυτός ο άγιος άνθρωπος να σε συνεφέρει!»
«Μαμά, θυμάσαι πώς ήσουν όταν κολυμπούσα ακόμα στην κοιλιά σου και εσύ με περίμενες; Μου έλεγες παλιά ότι έβλεπες εικόνες με πολλά χρώματα, τότε αισθανόσουν σαν να βρίσκεσαι σε πολλές διαστάσεις ταυτόχρονα».
«Ναι, αμυδρά πια. Πάνε τώρα αυτά».
«Γιατί σταμάτησε να συμβαίνει;»
Η μητέρα της ανασήκωσε τους ώμους της, παραδεχόμενη την αδυναμία της να κατανοήσει αυτή την αλλαγή. Η Απολλωνία προσηλώθηκε στην οπή της, ήταν ίδια με τη δική της, ίσως λίγο πιο σκουριασμένη, αλλά ίδια. Μόνο που σε εκείνη δε χρειάστηκε ποτέ να εισχωρήσει καμιά μικρή μανιβέλα, για να της ανακατέψει τη σκέψη τακτοποιώντας τη. Ήταν εντάξει. Γινόταν αποδεχτή χωρίς οτιδήποτε πλεονάζον να χρειάζεται περικοπή.
«Μαμά, κάποτε θα μπορούσες να με καταλάβεις, το ξέρω. Ίσως όλα να γίνονταν πιο εύκολα αν έμπαινε ο ένας στη θέση του άλλου από το να εμμένει αμετακίνητος στη δική του. Ξέρεις, επιθυμία χρειάζεται. Διάθεση για επικοινωνία να υπάρχει. Νιώθω μόνη, παρότι κατάφερα να σε βρω περισσότερο από ποτέ, γιατί έχασα εμένα».
Έκανε μία στην τσέπη της και έβγαλε το μαγικό «κλειδί». Η μητέρα της ξαφνιάστηκε. Η Απολλωνία την αγκαλιάσε με ένα βλέμμα βαθύ γεμάτο γλυκιά κατανόηση. Πώς είναι να νιώθει κάποιος πιο φοβισμένος από μένα, αναρωτήθηκε. Σίγουρα η ίδια ήταν καλύτερα, αποφάσισε τελικά, ζυγίζοντας προσεκτικά τη λεπτή ισορροπία των νοηματοδοτημένων στιγμών.
«Επανέρχομαι σιγά σιγά» είπε και της χαμογέλασε, σαν να έπρεπε οπωσδήποτε να της εξηγήσει, αν και ήταν μάλλον περιττό. «Οι εφιάλτες μου τώρα βρήκαν διέξοδο από αυτή ακριβώς την οπή με τα παράξενα τραγούδια. Βλέπεις, όταν βουλώνεις τις διεξόδους χωρίς εναλλακτική, αυτοί τρυπώνουν και εγκλωβίζονται».
Η μητέρα της έδειξε να αγχώνεται. Η υπερσυσσώρευση πληροφοριών δε γινόταν αποτελεσματικά επεξεργάσιμη στο άκριτο και απερίσκεπτο περιθώριο του ενός λεπτού, χρειαζόταν χρόνο, κυρίως γιατί σκόνταφτε σε χρόνιες αρνήσεις και βεβαιότητες. Η Απολλωνία ακούμπησε τη μικρή μανιβέλα στο τραπέζι μπροστά της, σηκώθηκε ήρεμα και αποχώρησε, αφήνοντάς τη αναγκαστικά να παλέψει μόνη της με το δίλημμα: Να κοιτάξω από την κλειδαρότρυπα, ίσως περνώντας και το απαγορευμένο κατώφλι, ή να μείνω για πάντα ένα μικρό φοβισμένο και πεισμωμένο παιδί κρυμμένο πίσω από την πόρτα;
Ι.Λ.