Facebook vs. μοναξιάς και κρίσης
γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου
Στο σχολείο, λοιπόν, παλαιότερα τουλάχιστον, μεσουρανούσαν τα λευκώματα, οι έξοδοι του Σαββάτου, οι σχολικές γιορτές και τα πάρτι. Εκείνο, όμως, που κάνει τις εφηβικές καρδιές όλων των εποχών να πεταρίσουν, εκτός από το ροδομάγουλο πτερωτό θεό, είναι η ζεστασιά που χαρίζει η αποδοχή των συνομηλίκων και το βήμα που εξασφαλίζει μία παρέα για ανταλλαγή απόψεων, ιδεών και τελικά η δυνατότητα επικοινωνίας και ψυχαγωγίας μέσα από τη διαδικασία.
Πολύ πριν την εμφάνιση του facebook και των ανάλογων χώρων ηλεκτρονικής δικτύωσης, υψώνονταν φωνές διαμαρτυρίας για την αποξένωση στις μεγαλουπόλεις, εξαιτίας της έλλειψης χρόνου. Ο σύγχρονος άνθρωπος κατέληγε πράγματι, και εν μέρει καταλήγει, να μιλά περισσότερη ώρα στο τηλέφωνο, παρά να συναντά ανθρώπους της αρεσκείας του. Περιορίζεται, συνήθως, στα πρόσωπα που βρίσκονται στο χώρο εργασίας του και στο στενό οικογενειακό του περιβάλλον.
Το κόστος, επιπλέον, έχει κατά πολύ μειώσει τον αριθμό των εξόδων, ίσως ακόμα τη διάρκεια και την ποιότητά τους. Σε μία μεγάλη πόλη πρέπει να συνυπολογίσει κανείς το κόστος και την ταλαιπωρία της μετακίνησης: ταξί, απεργίες, δρομολόγια μετρό, αν πάρει αυτοκίνητο να εύχεται στην επιστροφή να βρει παρκινγκ, λαμβάνοντας υπόψιν και ένα ποσοστό επικινδυνότητας λόγω του προχωρημένου της ώρας. Όλα αυτά συνδυασμένα ή χωριστά συχνά αποκαρδιώνουν τον εκάστοτε επίδοξο μυσταγωγό της νυχτο-περιδιάβασης, και μάλιστα μετά από μία κουραστική μέρα. Σε μία μικρότερη πόλη την οικονομική δυσπραγία συμπληρώνουν η απουσία επιλογών και η ανία της επανάληψης.
Οι χώροι ηλεκτρονικής κοινωνικής δικτύωσης έριξαν, σε κάποιο βαθμό, φως στο τούνελ. Κάθεται κανείς σπίτι του, με μόνο κόστος τη σύνδεση του internet, έναν καφέ ή μια μπίρα για τις δύσκολες μικρές ώρες, στήνει το μικρό του "τσαντίρι", όπως εύστοχα παρατηρεί ο συντάκτης του άρθρου "Facebook Τown vs Google Ville" στο τεύχος Οκτωβρίου του CityMag, ανοίγει το pc του και... βρίσκεται μέσα σε μια παρέα.
Εκείνο που κυρίως ενοχλεί τους πιο επιφυλακτικούς είναι η κατάχρηση του όρου "φίλοι". Και, για να μην παρεξηγηθούμε, είναι κοινώς γνωστό ότι οι φίλοι -για τους τυχερούς- είναι λίγοι και "ακριβοί". Εδώ, όμως, μιλάμε για μία παρέα και, υποσκελίζοντας την εμμονή στη λέξη, ό, τι ελκύει τους περισσότερους είναι το βήμα που τους δίνεται για να μιλήσουν, να δείξουν, να ακούσουν, να ακουστούν και να δουν εικόνες, μουσική, βίντεο, κείμενα, ιδέες... Πρόκειται για μία πολυπόθητη διάδραση, που δεν ευνοεί, για παράδειγμα, ένα άλλο επίσης προσβάσιμο αλλά μονόχνοτο εργαλείο, η τηλεόραση.
Στο μικρό του, λοιπόν, "περίπτερο" -γιατί είναι ένα είδος έκθεσης με πεζό ή κεφαλαίο γράμμα- ο καθένας κάνει τις μικρές του παρεμβάσεις και αποκτά ανώδυνα τον έλεγχο σε ένα δικό του μικρόκοσμο, όπως τις περισσότερες φορές δεν το καταφέρνει στον "εχθρικό" κόσμο των ενηλίκων. Το βασικότερο είναι ότι, έστω ηλεκτρονικά, δημιουργεί και ανασυνθέτει ένα παρεΐστικο κλίμα τέτοιο, που λόγω ρυθμών και συνθηκών ζωής κατά κανόνα χάνεται μετά το σχολείο και το πανεπιστήμιο.
Αν ο άνθρωπος, επομένως, είναι από τη φύση του αγελαίο ον, γιατί να μην είναι αναμενόμενη αυτή η ιδιόρρυθμη επιστροφή στην αθωότητα μετά και στο μέσον ενός παρατεταμένου βιώματος αποξένωσης; Και, για να καταλήξω, ίσως υπάρχουν αντίθετες -πολύ σεβαστές- φωνές, που αναδεικνύουν άλλες αρνητικές όψεις. Όλα όμως, τελικά, θέμα οπτικής δεν είναι; Κρατάμε το μαχαίρι, κόβουμε ψωμί ή κόβουμε το δάχτυλο.
Ι.Λ.