Ο ψηφιακός πολιτισμός στην εποχή της κρίσης
Ταυτότητες, αγορές και αντιστάσεις
Το θέμα του ψηφιακού πολιτισμού απασχολεί το σύγχρονο άνθρωπο, ίσως όσο κάποτε το θαύμα της ηλεκτροδότησης ή των ραδιοκυμάτων. Από την απλή περιέργεια και το θαυμασμό για τη νέα πρόκληση, φτάνουμε στο να γίνει το νέο μέσο σταδιακά αναγκαιότητα και αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας. Το διαδίκτυο σήμερα επεκτείνεται πολύ πιο βαθιά από τα κοινωνικά ηλεκτρονικά δίκτυα, που ενδεχομένως πολλοί να χρησιμοποιούν για ψυχαγωγία ή ενημέρωση. Αφορά το μέλλον και αποτελεί ευσεβή πόθο τα άυλα αγαθά που τώρα προσφέρει να αποτελέσουν στην εξελιγμένη τους μορφή έναν τρόπο διαβίωσης για ένα ποσοστό ανθρώπων, ολοένα αυξανόμενο, που επενδύει ποικιλοτρόπως ποιοτικό χρόνο σε αυτό. Όλα αυτά, βέβαια, βασίζονται στη φυσική τάση του ατόμου να δικτυώνεται μέσω φυσικών ανθρώπινων δικτύων, τα οποία πλέον μεταφράζονται ηλεκτρονικά, ακολουθώντας ωστόσο το προδιαγεγραμμένο μονοπάτι τόσων αιώνων κοινωνικής δικτύωσης.
Το ζήτημα είναι επίκαιρο διαρκώς, εφόσον το ηλεκτρονικό μέσο έχει εισχωρήσει στη ζωή μας όπου κι αν βρισκόμαστε: στο σπίτι, στο γραφείο, στο λεωφορείο, στη διασκέδαση και στη χαλάρωση. Στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών όπου παρακολούθησα τη σχετική ομιλία με τίτλο «Ο ψηφιακός πολιτισμός στην εποχή της κρίσης. Ταυτότητες, αγορές και αντιστάσεις» συμμετείχαν οι ομιλητές: Νίκος Αναστασόπουλος, αρχιτέκτων μηχανικός, ΔΕΝΤΡΟ (Δίκτυο Ελεύθερων Νέων Τόπων και Ρευστών Οικοκοινοτήτων), Λήδα Καράμπελα, executive Leadership Coach, President Yhesitate.com, Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, Αν. Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, Γιώργος Παπανικολάου, P2P Foundation, Γιώργος Τζιραλής, executive director στο Οpenfund, Πρόδρομος Τσιαβός, Δικηγόρος, Research Fellow στο Information Systems and Innovation Group, London School of Economics, Creative Commons UK Legal Project Lead και Ματθαίος Τσιμιτάκης, freelance δημοσιογράφος.
Στο τέλος οι συντονιστές της συζήτησης Ηλίας Μαρμαράς (καλλιτέχνης) και Δάφνη Δραγώνα (ερευνήτρια ‒ επιμελήτρια ψηφιακής τέχνης) είχαν την υπομονή να μας απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις συμπυκνώνοντας ο καθένας το νόημα που προέκυψε γενικότερα από τις εισηγήσεις. Έτσι, παραθέτουμε εδώ τις δύο διαδοχικές συνεντεύξεις που αφορούν διαφορετικές οπτικές ενός κοινού πυρήνα, της διευρυμένης αξιοποίησης του διαδικτύου προς όφελος του σύγχρονου ανθρώπου.
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Η συζήτηση είχε πολύ ενδιαφέρον και ο κάθε ομιλητής παρουσίασε μία άλλη πλευρά του θέματος. Εκείνο που μένει ως απόσταγμα είναι ότι η ηλεκτρονική δικτύωση ως μέρος της εκ φύσεως δικτύωσης του ανθρώπου, όπως είπατε και εσείς, παραμένει ακόμα στην περιφέρεια της οικονομίας και των αγορών, τουλάχιστον για την Ελλάδα. Το βλέπετε πιθανό να βρεθούν οι δίαυλοι ουσιαστικής διασύνδεσης ώστε να ξεφύγουμε από αυτή την κρίση;».
Ηλίας Μαρμαράς: «Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης είναι μία Ελλάδα κυρίως της κατανάλωσης και όχι ‒όπως παλιότερα‒ της πρωτογενούς παραγωγής. Είναι μία Ελλάδα που έμαθε με απότομο και συχνά παράξενο τρόπο να καταναλώνει αγαθά που παράγονταν κάπου αλλού, ενώ ταυτόχρονα επικεντρώθηκε στην παραγωγή υπηρεσιών. Άλλωστε και ο τουρισμός, η λεγόμενη “βαριά βιομηχανία” της χώρας, μία μορφή παροχής υπηρεσιών είναι. Η έλευση της ψηφιακής εποχής στη χώρα δε θα μπορούσε να πάρει άλλη μορφή από εκείνη που θα ταίριαζε στο συγκεκριμένο μοντέλο, την παροχή υπηρεσιών. Δεν είναι καθόλου περίεργο, λοιπόν, που γρήγορα οι Έλληνες “δικτυώθηκαν” εντός των υπηρεσιών που τους προσφέρθηκαν, χωρίς να αναζητήσουν άλλους ευρύτερους τρόπους δικτύωσης που συνέβαιναν ταυτόχρονα, παραμένοντας κυρίως μέσα στo πλαίσιo των εύκολων αλλά ακριβών δικτύων της κινητής τηλεφωνίας, και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό. Ας μη ξεχνάμε πως για κάποια χρόνια η Ελλάδα αποτέλεσε το “θερμοκήπιο” πειραματισμού της Nokia για το κάθε “μοντέλo” νέας γενιάς κινητών και εφαρμογών, που προόριζε για τις αγορές. Και αυτό χωρίς κανένα ουσιαστικό κέρδος για τη χώρα, αντιθέτως αγορασμένο σε τιμές υπηρεσιών πολύ υψηλότερες από τις αντίστοιχες της πλούσιας κεντρικής Ευρώπης. Αυτός ήταν ο τρόπος που έγινε αντιληπτή η ψηφιακή εποχή και η δικτύωση στη χώρα μας. Μέσω μιας αποικιοκρατικής πολιτικής της ίδιας τάξης και σχεδιασμού που αφορούσε κάποτε τη μέθοδο αποίκησης του “Τρίτου κόσμου”, δηλαδή με χάντρες και καθρεφτάκια. Το διαδίκτυο ‒με την τρέχουσα μορφή του‒ μπήκε στη ζωή των περισσότερων Ελλήνων λίγα χρόνια πριν, κυρίως λόγω της εμφάνισης του web 2.0, δηλαδή των μπλογκ, των κοινωνικών δικτύων και της εύκολης παροχής περιεχομένου από όλους προς όλους. Πάλι, δηλαδή, εμφανίζεται προσέλευση χρηστών μέσω μιας παρακίνησης που αποσκοπεί στο να ερεθίσει μία άκρατη καταναλωτική τάση. Σε τελευταία ανάλυση, οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα παραμένει στην περιφέρεια των αγορών είναι πολυσύνθετοι και δε σχετίζονται μόνο με το διαδίκτυο. Αν με τον όρο “ουσιαστική διασύνδεση” εννοούμε τρόπους παραγωγής αγαθών ‒υλικών ή επικοινωνίας‒ που συνάδουν με τις απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς σήμερα, τότε και πάλι θα επρόκειτο για αποτέλεσμα πολλών παραμέτρων μέσα στις οποίες, ναι, η κοινωνική δικτύωση θα είχε δυνητικά μεγάλη επίδραση. Όμως δεν είμαι πολύ αισιόδοξος, οι ριζικές αλλαγές θέλουν χρόνο και, παρότι κάποιοι στρέφονται ‒υπό το βάρος της κρίσης κυρίως‒ σε εναλλακτικές μορφές δικτύωσης είτε online είτε offline ή συνήθως συνδυάζοντας τις δύο καταστάσεις, τα αποτελέσματα είναι ακόμα αβέβαια. Οι Έλληνες είναι ένας λαός που όχι μόνο έχασε τους παλιούς τρόπους δημιουργίας δικτύων και συνδέσμων, αλλά ξέχασε και πώς να τους αναπαράγει και συνεπώς να τους μεταφέρει στις σύγχρονες δομές και πλατφόρμες. Αν κοιτάξουμε γύρω μας, οι ηλεκτρονικές δικτυώσεις που αφορούν την κοινωνική και πολιτική σφαίρα είναι στην πλειοψηφία τους θλιβερά κρατικοδίαιτες είτε εμφανίζονται ως δημόσιος είτε ως ιδιωτικός τομέας. Δες, π.χ., τον Τύπο στην ηλεκτρονική ή στην ‒ανύπαρκτη ουσιαστικά‒ έντυπη μορφή του».
Ι.Λ.: «Ουσιαστικά, με την ηλεκτρονική δικτύωση δημιουργείται μία πρόκληση, γιατί πυροδοτείται η επανεξέταση και ο επαναπροσδιορισμός πολλών πραγμάτων. Ίσως αυτό να χρειαζόταν έτσι κι αλλιώς, και μία κρίση να γίνεται καταλύτης σε αποκαλύψεις και ανακαλύψεις. Τι κυρίως θεωρείτε ότι επαναπροσδιορίζεται σήμερα;».
Η.Μ.: «Αυτό που προς το παρόν βλέπω να επαναπροσδιορίζεται κυρίως είναι η ίδια η έννοια του “επαναπροσδιορισμού”. Ακριβώς επειδή περνάμε μία από τις χειρότερες κρίσεις της ιστορίας μας, και έχοντας για χρόνια συνηθίσει να “σπρώχνουμε κάτω από το χαλί” ό,τι μας ενοχλεί, τώρα με υστερικό τρόπο προβαίνουμε σε αποκαλύψεις, σε κρίσεις, αλλά κυρίως σε καταγγελίες. Τα εταιρικά κοινωνικά δίκτυα, στα οποία βρίσκεται κατά κύριο λόγο δικτυωμένη η πλειοψηφία, προσφέρονται ως δομές, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα παραδοσιακά ΜΜΕ, για καταγγελτικό λόγο. Και αυτό δεν είναι ένα αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο.
Όμως, όποιος απλώς καταγγέλλει, στην ουσία, αποζητά να συλλέξει τα όποια οφέλη νομίζει πως προκύπτουν από το γεγονός και μόνο της δήλωσης της θέσης του, γλιτώνοντας έτσι από το κόπο της εργασίας και το βαθμό δυσκολίας που απαιτεί το να αναλύεις τα προβλήματα στη ρίζα τους. Ένα είδος λογικής διαστροφής (η τεχνάσματος;) που συνίσταται στο να αντικαθιστά η δήλωση μιας θέσης το περιεχόμενό της. Πρόκειται για τη συνήθη στάση των ΜΜΕ που έχει διαπεράσει ‒παρά τις προσδοκίες των ρομαντικών για το αντίθετο‒ σχεδόν όλες τις γραμμές των ηλεκτρονικών δικτύων. Το αποτέλεσμα αυτού του χειρισμού είναι καταρχήν δημαγωγικό. Και αυτό γιατί το βάθος της κοινωνικής κριτικής μοιάζει να γίνεται αυτόματα προσιτό με το χωρίς κανόνες τρόπο της αγελαίας κατανάλωσης, που απευθύνεται στον πρώτο τυχόντα αδιακρίτως. Ένα είδος κοινωνικής κριτικής τύπου φαστ φουντ. Η μεθοδολογία της καταγγελίας βασίζεται σε μία “φιλολογία” ηθικής τάξης και, φυσικά, δεν οδηγεί πουθενά. Δε ρισκάρει τίποτα και κατά συνέπεια δεν αλλάζει και δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα. Μοιάζει να κρίνει, τελικά καταγγέλλει, αλλά σίγουρα στο τέλος δεν ερμηνεύει το παραμικρό. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να καταλάβουμε το τι έχει συμβεί, για να φτάσουμε στο πώς να το αλλάξουμε. Αλλά αυτό απαιτεί ρήξεις. Ό,τι, λοιπόν, χρήζει επαναπροσδιορισμού σήμερα είναι η ίδια η ιδέα και η σημασία της ρήξης».
Ι.Λ.: «Τα δίκτυα, όπως αναφέρθηκε, δεν αποτελούν πλέον μόνο χώρους παρατήρησης ή απλής περιήγησης, αλλά και παρέμβασης, διαμόρφωσης απόψεων, έκφρασης ιδεών και επένδυσης της δημιουργικότητας. Ωστόσο τα ήδη υπάρχοντα δίκτυα δε δημιουργήθηκαν για να λειτουργούν υπέρ της άσκησης κριτικής για την καθεστηκυία. Στους όρους χρήσης του FS, για παράδειγμα, δηλώνεται η εκ μέρους του δυνατότητα άσκησης λογοκρισίας, όπως παραστατικά υπέδειξε ο κύριος Πρόδρομος Τσιαβός. Με αυτούς τους όρους ποια περιθώρια ουσιαστικής αντίστασης και παρέμβασης υπάρχουν εκ μέρους των χρηστών;».
Η.Μ.: «Οι παρεμβάσεις εντός της αρχιτεκτονικής της συμμετοχής των εταιρικών κοινωνικών δικτύων ή θα έχουν ένα νόημα “ξεκαθαρίσματος” του θορύβου από το σήμα, δηλαδή τη δημιουργία προϋποθέσεων για μία κριτική στάση, ή θα είναι πολιτιστικές μεταφορές. Κάποιες μορφές ακτιβισμού και τέχνης εντός των δικτύων (networking art) υποδεικνύουν ‒έστω και αμυδρά‒ κάποιες κατευθύνσεις, συνήθως συνδυάζοντας τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις. Τελευταία, γίνεται λόγος για εναλλακτικά μη εταιρικά, αποκεντρωμένα δίκτυα. Δίκτυα που δε θα έχουν κεντρικό έλεγχο, που δε θα αποθηκεύουν δεδομένα και τελικά δε θα επιβάλουν συμπεριφορές στους χρήστες τους. Όπως και να το δει κανείς, τα κοινωνικά δίκτυα είναι σύγχρονα εργοστάσια και κατά συνέπεια πεδία διαρκών διεκδικήσεων, έστω και αν προσφέρονται από τους ιδιοκτήτες τους στους χρήστες σαν “παιδικές χαρές”. Ακόμα και αν η φούσκα των εταιρικών κοινωνικών δικτύων σκάσει, το πιθανότερο είναι να γίνει μία ακόμα μετάλλαξη της “αγοράς δικτύωσης” των ανθρώπων. Εκεί, στις φάσεις αλλαγής παίζεται το παιχνίδι και ορίζεται η ανθρώπινη κατάσταση της υποκειμενικότητας σήμερα. Πάντως, η γνώμη μου είναι, παίρνοντας ως παράδειγμα το Facebook, πως όσοι δεν εξαρτώνται απ’ αυτό για τον άμεσο βιοπορισμό τους ή όσοι δεν το χρησιμοποιούν συνειδητά για τη δημιουργία κριτικών στάσεων μέσα στον καταιγισμό του θορύβου της πληροφορίας απλώς να το παρατήσουν και να αναζητήσουν νέους, υβριδικούς και αυτόνομους τρόπους δικτύωσης. Ή ακόμα καλύτερα να διαβάσουν κανένα βιβλίο, ηλεκτρονικό ή φυσικό. Αφήστε που μπορούμε να δούμε και να ανακαλύψουμε την οργανική, μοριακή ζωή δίπλα μας…».
Ι.Λ.: «Ο χρόνος τέθηκε επίσης ως μία διάσταση που δεν αναφέρεται συχνά. Και είναι πολύ σημαντική. Ο χρόνος είναι χρήμα, αλλά, για να έχουμε χρήμα, για λόγους επιβίωσης πλέον, δουλεύουμε τόσο, που στο τέλος δεν έχουμε χρόνο. Από την άλλη τα δίκτυα εκμεταλλεύονται τον “ελεύθερο” χρόνο μας επενδύοντας με στόχο το υψηλό κέρδος χωρίς ανάλογο κόστος. Εμείς αντίστοιχα πώς μπορούμε να εξαργυρώσουμε το χρόνο που επενδύουμε στην ηλεκτρονική δικτύωση, συχνά δουλεύοντας μέσα από αυτή, υλικά και πνευματικά;».
Η.Μ.: «Το να ανήκεις στον κόσμο δε σημαίνει να τον παρατηρείς αδιάφορα. Το ανήκειν σημαίνει να εμπλέκεσαι. Όπως ακριβώς υποτίθεται πως συμβαίνει και στα κοινωνικά δίκτυα. Η εγγραφή σε κάποιο από αυτά σημαίνει ουσιαστικά και την εμπλοκή σου με όλο το μηχανισμό. Και με τον αυτονόητο κοινωνικό μηχανισμό, δηλαδή τους κανόνες και τις πράξεις κοινωνικοποίησης που συνεπάγεται το γεγονός της απόκτησης σχέσεων ετεροκαθορισμού, καθώς και με την αποδοχή του software και της αρχιτεκτονικής του συστήματος που τρέχει κάτω από την φλυαρία της “φιλίας”. Αυτό που τα εταιρικά κοινωνικά δίκτυα εκμεταλλεύονται από μας δεν είναι αφηρημένα την έννοια του “χρόνου”, αλλά την πολύ συγκεκριμένη λειτουργία της προσοχής μας. Αν αφήσουμε στην άκρη ‒μια μειοψηφία‒ που κερδίζει τα προς το ζην μέσα από την ηλεκτρονική δικτύωση, οι υπόλοιποι μπαίνουμε στα κάθε είδους δίκτυα για να ανταλλάξουμε προσοχή. Ο Howard Rheingold στο βιβλίο του Online εικονική κοινότητα τονίζει δύο κανόνες: Ο πρώτος είναι να δίνεις προσοχή, ο δεύτερος η προσοχή να είναι περιορισμένος πόρος, οπότε πρόσεχε πού δίνεις προσοχή! Αυτό που οι τωρινές συσκευές δικτύωσης και τα δίκτυα γενικότερα έχουν επανακαθορίσει στις μέρες μας, αυτό που είναι το αντικείμενο διακύβευσης τελικά, δεν είναι η πληροφορία αλλά ο προσανατολισμός. Ό,τι συνιστά την υπεραξία σήμερα είναι θέμα αφαίρεσης, θέμα λιγότερων πληροφοριών. Η προσοχή, που στην ουσία είναι μία κατάσταση του μυαλού, στις μέρες μας μεταβάλλεται σε παγκόσμιο νόμισμα. Ας μη ξεχνάμε πως όσοι “επιχειρούν” στο δίκτυο θυμίζουν κάτι από τη σκηνή της ταινίας “Scarface”, όπου παραφράζοντας τον Αλ Πατσίνο θα καταλήγαμε σε κάτι σαν “πρώτα κερδίζεις την προσοχή, μόλις κερδίσεις την προσοχή ψάχνεις τρόπους να τη ρευστοποιήσεις, αν τη ρευστοποιήσεις, κέρδισες (την προσοχή των άλλων)”. Συνεπώς, προσέχω, για να είμαι».
Ι.Λ.: «Στην Ελλάδα ό,τι δεν είναι συμβατικό, όπως θέση υπαλλήλου κτλ., σχεδόν δεν αναγνωρίζεται ως δουλειά. Πιστεύετε ότι ανοίγεται ένας νέος κόσμος δυνατοτήτων μέσα από το διαδίκτυο που μπορεί να συμπεριλάβει όσους αντιστέκονταν και αντιστέκονται στο να κάνουν μία “συμβατική” δουλειά, κυνηγώντας ένα όνειρο που ακόμα φαίνεται ίσως δονκιχωτικό;».
Η.Μ.: «Στην Ελλάδα αλλά και γενικά στον κόσμο σήμερα υπάρχουν “εργαζόμενοι” που αμείβονται για να μην εργάζονται και “άνεργοι” που εργάζονται χωρίς να αμείβονται. Στη δεύτερη κατηγορία συμπεριλαμβάνονται και οι εργάτες της λεγόμενης συναισθηματικής εργασίας (affective labour), που συγκεντρώνονται όλο και περισσότερο στα κάθε είδους δίκτυα. Φυσικά, οι περισσότεροι εργάτες της συναισθηματικής εργασίας, όλοι δηλαδή αυτοί που φροντίζουν για την καθημερινή παραγωγή περιεχομένου και την παροχή του στα δίκτυα, δεν αντιλαμβάνονται τη δραστηριότητά τους ως εργασία. Την αντιλαμβάνονται σαν διασκέδαση, σαν ψυχαγωγία. Νομίζω πως είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πως, αν οι “συμβατικές” δουλειές στις μέρες μας εκλείπουν ή στην καλύτερη περίπτωση κακοπληρώνονται, τότε αυτό που συνιστά το μέλλον της εργασίας στο διαδίκτυο είναι μάλλον μία τραγωδία. Και πάλι δε μιλώ για τους λίγους εξειδικευμένους εργάτες των πληροφορικών τεχνολογιών (ITS) ούτε για τους επίσης εξειδικευμένους εργάτες της κοινωνικής μηχανικής των δικτύων, που αντιπροσωπεύουν ένα μικρό ποσοστό και πληρώνονται ως επαγγελματίες. Αυτοί που μας ενδιαφέρουν εδώ είναι όσοι αντιλαμβάνονται το διαδίκτυο “δονκιχωτικά” ως χώρο πιθανής εργασίας, όπως λες. Όλους όσους (εμάς), δηλαδή, αναζητούν εργασία σε ένα εργοστάσιο, στο οποίο όμως ο εργοδότης από την αρχή έχει θέσει ως όρο τη μη αμειβόμενη εργασία, για να μη μιλήσουμε για την υποχρέωση των “εργατών” να αγοράζουν οι ίδιοι τα μέσα παραγωγής, όπως τους υπολογιστές και τις κάθε είδους συσκευές πρόσβασης, καθώς και το κόστος πρόσβασης καθαυτό. Πώς θα ανατραπεί αυτή η συνθήκη; Πώς θα μπορούσε να πληρώσει η Google τον κάθε χρήστη που χρησιμοποιεί τη μηχανή αναζήτησής της και τροφοδοτεί με δεδομένα τους servers της; Θα δεχόταν ποτέ το Facebook να πληρώσει τους χρήστες για το περιεχόμενο που ανεβάζουν σε καθημερινή βάση; Ίσως ξανά μία λύση να βρίσκεται στην προοπτική της ανάπτυξης της ομότιμης και ανταλλακτικής παραγωγής P2P».
Ι.Λ.: «Τελικά, πιστεύετε ότι η εικονική πραγματικότητα αντικαθιστά τη ζωή ή ότι είναι λίγο πολύ ένα αναπόφευκτο κακό στο πλαίσιο μίας απτής κατάστασης στην οποία καλούμαστε αναγκαστικά να ανταποκριθούμε; Μπορεί να ακούγεται αντίφαση η χρήση των λέξεων “εικονική” και “απτή” στην ίδια πρόταση, αλλά αυτή η αντίφαση, νομίζω, χαρακτηρίζει έτσι κι αλλιώς την εποχή μας».
Η.Μ.: «Τη ζωή, απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν την αντικαθιστά τίποτα ούτε καν ο θάνατος, πόσο μάλλον αυτή “η άλλη εικονική πραγματικότητα”. Ο ψηφιακός κόσμος δεν είναι τίποτε άλλο από μία ακόμα αναγκαιότητα σημειολογικής σύνθεσης, διακυβέρνησης αλλά και διατήρησης μιας ανάγκης από την οποία προκύπτει, ή θα επιθυμούσαμε να προκύψει, μία άλλη κατάσταση πραγμάτων ‒τάξη για κάποιους, κατάσταση για άλλους‒, που επιζητά να συνθέσει τον εαυτό της μέσα από ‒το μάλλον ατύχημα‒ της υπερ-συσσώρευσης πληροφοριών και δεδομένων. Μία υπερπληθώρα υπολογισμών, αντικειμένων και σχέσεων, το αποτέλεσμα τριών αιώνων βιομηχανικής επανάστασης, δύο θερμών παγκόσμιων πολέμων, ενός ψυχρού και αμέτρητων συρράξεων. Όπως κάποτε επινοήθηκε η γραφή για να καταγράψει το πλεόνασμα των αγροτικών και κτηνοτροφικών αγαθών, αλλά και των πολεμικών επών και του πολιτισμού της αρχαιότητας, όπως η τυπογραφία έδωσε μία άλλη, διαφορετική διάσταση στη γνώση και στην κατανομή της την περίοδο της Αναγγένησης (όταν εξερράγη ο σχολαστικισμός της συσσώρευσης της γνώσης των μεσαιωνικών χρόνων), έτσι και οι υπολογιστές και η ψηφιακή τεχνολογία προσπαθούν να διευρύνουν και να αναδιατάξουν τη συσσώρευση της μνήμης, της γνώσης και της πληροφορίας, εκείνης της μνήμης που συνήθως αποκαλούμε παρελθόν. Ένα λογιστικό σύστημα είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, και ως τέτοιο πρέπει να το αντιλαμβανόμαστε και να το θέτουμε, αντικείμενο ανάλυσης. Και βέβαια ‒πριν από οτιδήποτε άλλο‒ ένα πεδίο διεκδικήσεων. Προκειμένου να γίνει κάτι διαφορετικό από απλές, αγοραίες λογιστικές πράξεις».
Το ζήτημα είναι επίκαιρο διαρκώς, εφόσον το ηλεκτρονικό μέσο έχει εισχωρήσει στη ζωή μας όπου κι αν βρισκόμαστε: στο σπίτι, στο γραφείο, στο λεωφορείο, στη διασκέδαση και στη χαλάρωση. Στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών όπου παρακολούθησα τη σχετική ομιλία με τίτλο «Ο ψηφιακός πολιτισμός στην εποχή της κρίσης. Ταυτότητες, αγορές και αντιστάσεις» συμμετείχαν οι ομιλητές: Νίκος Αναστασόπουλος, αρχιτέκτων μηχανικός, ΔΕΝΤΡΟ (Δίκτυο Ελεύθερων Νέων Τόπων και Ρευστών Οικοκοινοτήτων), Λήδα Καράμπελα, executive Leadership Coach, President Yhesitate.com, Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, Αν. Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, Γιώργος Παπανικολάου, P2P Foundation, Γιώργος Τζιραλής, executive director στο Οpenfund, Πρόδρομος Τσιαβός, Δικηγόρος, Research Fellow στο Information Systems and Innovation Group, London School of Economics, Creative Commons UK Legal Project Lead και Ματθαίος Τσιμιτάκης, freelance δημοσιογράφος.
Στο τέλος οι συντονιστές της συζήτησης Ηλίας Μαρμαράς (καλλιτέχνης) και Δάφνη Δραγώνα (ερευνήτρια ‒ επιμελήτρια ψηφιακής τέχνης) είχαν την υπομονή να μας απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις συμπυκνώνοντας ο καθένας το νόημα που προέκυψε γενικότερα από τις εισηγήσεις. Έτσι, παραθέτουμε εδώ τις δύο διαδοχικές συνεντεύξεις που αφορούν διαφορετικές οπτικές ενός κοινού πυρήνα, της διευρυμένης αξιοποίησης του διαδικτύου προς όφελος του σύγχρονου ανθρώπου.
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Η συζήτηση είχε πολύ ενδιαφέρον και ο κάθε ομιλητής παρουσίασε μία άλλη πλευρά του θέματος. Εκείνο που μένει ως απόσταγμα είναι ότι η ηλεκτρονική δικτύωση ως μέρος της εκ φύσεως δικτύωσης του ανθρώπου, όπως είπατε και εσείς, παραμένει ακόμα στην περιφέρεια της οικονομίας και των αγορών, τουλάχιστον για την Ελλάδα. Το βλέπετε πιθανό να βρεθούν οι δίαυλοι ουσιαστικής διασύνδεσης ώστε να ξεφύγουμε από αυτή την κρίση;».
Ηλίας Μαρμαράς: «Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης είναι μία Ελλάδα κυρίως της κατανάλωσης και όχι ‒όπως παλιότερα‒ της πρωτογενούς παραγωγής. Είναι μία Ελλάδα που έμαθε με απότομο και συχνά παράξενο τρόπο να καταναλώνει αγαθά που παράγονταν κάπου αλλού, ενώ ταυτόχρονα επικεντρώθηκε στην παραγωγή υπηρεσιών. Άλλωστε και ο τουρισμός, η λεγόμενη “βαριά βιομηχανία” της χώρας, μία μορφή παροχής υπηρεσιών είναι. Η έλευση της ψηφιακής εποχής στη χώρα δε θα μπορούσε να πάρει άλλη μορφή από εκείνη που θα ταίριαζε στο συγκεκριμένο μοντέλο, την παροχή υπηρεσιών. Δεν είναι καθόλου περίεργο, λοιπόν, που γρήγορα οι Έλληνες “δικτυώθηκαν” εντός των υπηρεσιών που τους προσφέρθηκαν, χωρίς να αναζητήσουν άλλους ευρύτερους τρόπους δικτύωσης που συνέβαιναν ταυτόχρονα, παραμένοντας κυρίως μέσα στo πλαίσιo των εύκολων αλλά ακριβών δικτύων της κινητής τηλεφωνίας, και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό. Ας μη ξεχνάμε πως για κάποια χρόνια η Ελλάδα αποτέλεσε το “θερμοκήπιο” πειραματισμού της Nokia για το κάθε “μοντέλo” νέας γενιάς κινητών και εφαρμογών, που προόριζε για τις αγορές. Και αυτό χωρίς κανένα ουσιαστικό κέρδος για τη χώρα, αντιθέτως αγορασμένο σε τιμές υπηρεσιών πολύ υψηλότερες από τις αντίστοιχες της πλούσιας κεντρικής Ευρώπης. Αυτός ήταν ο τρόπος που έγινε αντιληπτή η ψηφιακή εποχή και η δικτύωση στη χώρα μας. Μέσω μιας αποικιοκρατικής πολιτικής της ίδιας τάξης και σχεδιασμού που αφορούσε κάποτε τη μέθοδο αποίκησης του “Τρίτου κόσμου”, δηλαδή με χάντρες και καθρεφτάκια. Το διαδίκτυο ‒με την τρέχουσα μορφή του‒ μπήκε στη ζωή των περισσότερων Ελλήνων λίγα χρόνια πριν, κυρίως λόγω της εμφάνισης του web 2.0, δηλαδή των μπλογκ, των κοινωνικών δικτύων και της εύκολης παροχής περιεχομένου από όλους προς όλους. Πάλι, δηλαδή, εμφανίζεται προσέλευση χρηστών μέσω μιας παρακίνησης που αποσκοπεί στο να ερεθίσει μία άκρατη καταναλωτική τάση. Σε τελευταία ανάλυση, οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα παραμένει στην περιφέρεια των αγορών είναι πολυσύνθετοι και δε σχετίζονται μόνο με το διαδίκτυο. Αν με τον όρο “ουσιαστική διασύνδεση” εννοούμε τρόπους παραγωγής αγαθών ‒υλικών ή επικοινωνίας‒ που συνάδουν με τις απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς σήμερα, τότε και πάλι θα επρόκειτο για αποτέλεσμα πολλών παραμέτρων μέσα στις οποίες, ναι, η κοινωνική δικτύωση θα είχε δυνητικά μεγάλη επίδραση. Όμως δεν είμαι πολύ αισιόδοξος, οι ριζικές αλλαγές θέλουν χρόνο και, παρότι κάποιοι στρέφονται ‒υπό το βάρος της κρίσης κυρίως‒ σε εναλλακτικές μορφές δικτύωσης είτε online είτε offline ή συνήθως συνδυάζοντας τις δύο καταστάσεις, τα αποτελέσματα είναι ακόμα αβέβαια. Οι Έλληνες είναι ένας λαός που όχι μόνο έχασε τους παλιούς τρόπους δημιουργίας δικτύων και συνδέσμων, αλλά ξέχασε και πώς να τους αναπαράγει και συνεπώς να τους μεταφέρει στις σύγχρονες δομές και πλατφόρμες. Αν κοιτάξουμε γύρω μας, οι ηλεκτρονικές δικτυώσεις που αφορούν την κοινωνική και πολιτική σφαίρα είναι στην πλειοψηφία τους θλιβερά κρατικοδίαιτες είτε εμφανίζονται ως δημόσιος είτε ως ιδιωτικός τομέας. Δες, π.χ., τον Τύπο στην ηλεκτρονική ή στην ‒ανύπαρκτη ουσιαστικά‒ έντυπη μορφή του».
Ι.Λ.: «Ουσιαστικά, με την ηλεκτρονική δικτύωση δημιουργείται μία πρόκληση, γιατί πυροδοτείται η επανεξέταση και ο επαναπροσδιορισμός πολλών πραγμάτων. Ίσως αυτό να χρειαζόταν έτσι κι αλλιώς, και μία κρίση να γίνεται καταλύτης σε αποκαλύψεις και ανακαλύψεις. Τι κυρίως θεωρείτε ότι επαναπροσδιορίζεται σήμερα;».
Η.Μ.: «Αυτό που προς το παρόν βλέπω να επαναπροσδιορίζεται κυρίως είναι η ίδια η έννοια του “επαναπροσδιορισμού”. Ακριβώς επειδή περνάμε μία από τις χειρότερες κρίσεις της ιστορίας μας, και έχοντας για χρόνια συνηθίσει να “σπρώχνουμε κάτω από το χαλί” ό,τι μας ενοχλεί, τώρα με υστερικό τρόπο προβαίνουμε σε αποκαλύψεις, σε κρίσεις, αλλά κυρίως σε καταγγελίες. Τα εταιρικά κοινωνικά δίκτυα, στα οποία βρίσκεται κατά κύριο λόγο δικτυωμένη η πλειοψηφία, προσφέρονται ως δομές, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα παραδοσιακά ΜΜΕ, για καταγγελτικό λόγο. Και αυτό δεν είναι ένα αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο.
Όμως, όποιος απλώς καταγγέλλει, στην ουσία, αποζητά να συλλέξει τα όποια οφέλη νομίζει πως προκύπτουν από το γεγονός και μόνο της δήλωσης της θέσης του, γλιτώνοντας έτσι από το κόπο της εργασίας και το βαθμό δυσκολίας που απαιτεί το να αναλύεις τα προβλήματα στη ρίζα τους. Ένα είδος λογικής διαστροφής (η τεχνάσματος;) που συνίσταται στο να αντικαθιστά η δήλωση μιας θέσης το περιεχόμενό της. Πρόκειται για τη συνήθη στάση των ΜΜΕ που έχει διαπεράσει ‒παρά τις προσδοκίες των ρομαντικών για το αντίθετο‒ σχεδόν όλες τις γραμμές των ηλεκτρονικών δικτύων. Το αποτέλεσμα αυτού του χειρισμού είναι καταρχήν δημαγωγικό. Και αυτό γιατί το βάθος της κοινωνικής κριτικής μοιάζει να γίνεται αυτόματα προσιτό με το χωρίς κανόνες τρόπο της αγελαίας κατανάλωσης, που απευθύνεται στον πρώτο τυχόντα αδιακρίτως. Ένα είδος κοινωνικής κριτικής τύπου φαστ φουντ. Η μεθοδολογία της καταγγελίας βασίζεται σε μία “φιλολογία” ηθικής τάξης και, φυσικά, δεν οδηγεί πουθενά. Δε ρισκάρει τίποτα και κατά συνέπεια δεν αλλάζει και δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα. Μοιάζει να κρίνει, τελικά καταγγέλλει, αλλά σίγουρα στο τέλος δεν ερμηνεύει το παραμικρό. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να καταλάβουμε το τι έχει συμβεί, για να φτάσουμε στο πώς να το αλλάξουμε. Αλλά αυτό απαιτεί ρήξεις. Ό,τι, λοιπόν, χρήζει επαναπροσδιορισμού σήμερα είναι η ίδια η ιδέα και η σημασία της ρήξης».
Ι.Λ.: «Τα δίκτυα, όπως αναφέρθηκε, δεν αποτελούν πλέον μόνο χώρους παρατήρησης ή απλής περιήγησης, αλλά και παρέμβασης, διαμόρφωσης απόψεων, έκφρασης ιδεών και επένδυσης της δημιουργικότητας. Ωστόσο τα ήδη υπάρχοντα δίκτυα δε δημιουργήθηκαν για να λειτουργούν υπέρ της άσκησης κριτικής για την καθεστηκυία. Στους όρους χρήσης του FS, για παράδειγμα, δηλώνεται η εκ μέρους του δυνατότητα άσκησης λογοκρισίας, όπως παραστατικά υπέδειξε ο κύριος Πρόδρομος Τσιαβός. Με αυτούς τους όρους ποια περιθώρια ουσιαστικής αντίστασης και παρέμβασης υπάρχουν εκ μέρους των χρηστών;».
Η.Μ.: «Οι παρεμβάσεις εντός της αρχιτεκτονικής της συμμετοχής των εταιρικών κοινωνικών δικτύων ή θα έχουν ένα νόημα “ξεκαθαρίσματος” του θορύβου από το σήμα, δηλαδή τη δημιουργία προϋποθέσεων για μία κριτική στάση, ή θα είναι πολιτιστικές μεταφορές. Κάποιες μορφές ακτιβισμού και τέχνης εντός των δικτύων (networking art) υποδεικνύουν ‒έστω και αμυδρά‒ κάποιες κατευθύνσεις, συνήθως συνδυάζοντας τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις. Τελευταία, γίνεται λόγος για εναλλακτικά μη εταιρικά, αποκεντρωμένα δίκτυα. Δίκτυα που δε θα έχουν κεντρικό έλεγχο, που δε θα αποθηκεύουν δεδομένα και τελικά δε θα επιβάλουν συμπεριφορές στους χρήστες τους. Όπως και να το δει κανείς, τα κοινωνικά δίκτυα είναι σύγχρονα εργοστάσια και κατά συνέπεια πεδία διαρκών διεκδικήσεων, έστω και αν προσφέρονται από τους ιδιοκτήτες τους στους χρήστες σαν “παιδικές χαρές”. Ακόμα και αν η φούσκα των εταιρικών κοινωνικών δικτύων σκάσει, το πιθανότερο είναι να γίνει μία ακόμα μετάλλαξη της “αγοράς δικτύωσης” των ανθρώπων. Εκεί, στις φάσεις αλλαγής παίζεται το παιχνίδι και ορίζεται η ανθρώπινη κατάσταση της υποκειμενικότητας σήμερα. Πάντως, η γνώμη μου είναι, παίρνοντας ως παράδειγμα το Facebook, πως όσοι δεν εξαρτώνται απ’ αυτό για τον άμεσο βιοπορισμό τους ή όσοι δεν το χρησιμοποιούν συνειδητά για τη δημιουργία κριτικών στάσεων μέσα στον καταιγισμό του θορύβου της πληροφορίας απλώς να το παρατήσουν και να αναζητήσουν νέους, υβριδικούς και αυτόνομους τρόπους δικτύωσης. Ή ακόμα καλύτερα να διαβάσουν κανένα βιβλίο, ηλεκτρονικό ή φυσικό. Αφήστε που μπορούμε να δούμε και να ανακαλύψουμε την οργανική, μοριακή ζωή δίπλα μας…».
Ι.Λ.: «Ο χρόνος τέθηκε επίσης ως μία διάσταση που δεν αναφέρεται συχνά. Και είναι πολύ σημαντική. Ο χρόνος είναι χρήμα, αλλά, για να έχουμε χρήμα, για λόγους επιβίωσης πλέον, δουλεύουμε τόσο, που στο τέλος δεν έχουμε χρόνο. Από την άλλη τα δίκτυα εκμεταλλεύονται τον “ελεύθερο” χρόνο μας επενδύοντας με στόχο το υψηλό κέρδος χωρίς ανάλογο κόστος. Εμείς αντίστοιχα πώς μπορούμε να εξαργυρώσουμε το χρόνο που επενδύουμε στην ηλεκτρονική δικτύωση, συχνά δουλεύοντας μέσα από αυτή, υλικά και πνευματικά;».
Η.Μ.: «Το να ανήκεις στον κόσμο δε σημαίνει να τον παρατηρείς αδιάφορα. Το ανήκειν σημαίνει να εμπλέκεσαι. Όπως ακριβώς υποτίθεται πως συμβαίνει και στα κοινωνικά δίκτυα. Η εγγραφή σε κάποιο από αυτά σημαίνει ουσιαστικά και την εμπλοκή σου με όλο το μηχανισμό. Και με τον αυτονόητο κοινωνικό μηχανισμό, δηλαδή τους κανόνες και τις πράξεις κοινωνικοποίησης που συνεπάγεται το γεγονός της απόκτησης σχέσεων ετεροκαθορισμού, καθώς και με την αποδοχή του software και της αρχιτεκτονικής του συστήματος που τρέχει κάτω από την φλυαρία της “φιλίας”. Αυτό που τα εταιρικά κοινωνικά δίκτυα εκμεταλλεύονται από μας δεν είναι αφηρημένα την έννοια του “χρόνου”, αλλά την πολύ συγκεκριμένη λειτουργία της προσοχής μας. Αν αφήσουμε στην άκρη ‒μια μειοψηφία‒ που κερδίζει τα προς το ζην μέσα από την ηλεκτρονική δικτύωση, οι υπόλοιποι μπαίνουμε στα κάθε είδους δίκτυα για να ανταλλάξουμε προσοχή. Ο Howard Rheingold στο βιβλίο του Online εικονική κοινότητα τονίζει δύο κανόνες: Ο πρώτος είναι να δίνεις προσοχή, ο δεύτερος η προσοχή να είναι περιορισμένος πόρος, οπότε πρόσεχε πού δίνεις προσοχή! Αυτό που οι τωρινές συσκευές δικτύωσης και τα δίκτυα γενικότερα έχουν επανακαθορίσει στις μέρες μας, αυτό που είναι το αντικείμενο διακύβευσης τελικά, δεν είναι η πληροφορία αλλά ο προσανατολισμός. Ό,τι συνιστά την υπεραξία σήμερα είναι θέμα αφαίρεσης, θέμα λιγότερων πληροφοριών. Η προσοχή, που στην ουσία είναι μία κατάσταση του μυαλού, στις μέρες μας μεταβάλλεται σε παγκόσμιο νόμισμα. Ας μη ξεχνάμε πως όσοι “επιχειρούν” στο δίκτυο θυμίζουν κάτι από τη σκηνή της ταινίας “Scarface”, όπου παραφράζοντας τον Αλ Πατσίνο θα καταλήγαμε σε κάτι σαν “πρώτα κερδίζεις την προσοχή, μόλις κερδίσεις την προσοχή ψάχνεις τρόπους να τη ρευστοποιήσεις, αν τη ρευστοποιήσεις, κέρδισες (την προσοχή των άλλων)”. Συνεπώς, προσέχω, για να είμαι».
Ι.Λ.: «Στην Ελλάδα ό,τι δεν είναι συμβατικό, όπως θέση υπαλλήλου κτλ., σχεδόν δεν αναγνωρίζεται ως δουλειά. Πιστεύετε ότι ανοίγεται ένας νέος κόσμος δυνατοτήτων μέσα από το διαδίκτυο που μπορεί να συμπεριλάβει όσους αντιστέκονταν και αντιστέκονται στο να κάνουν μία “συμβατική” δουλειά, κυνηγώντας ένα όνειρο που ακόμα φαίνεται ίσως δονκιχωτικό;».
Η.Μ.: «Στην Ελλάδα αλλά και γενικά στον κόσμο σήμερα υπάρχουν “εργαζόμενοι” που αμείβονται για να μην εργάζονται και “άνεργοι” που εργάζονται χωρίς να αμείβονται. Στη δεύτερη κατηγορία συμπεριλαμβάνονται και οι εργάτες της λεγόμενης συναισθηματικής εργασίας (affective labour), που συγκεντρώνονται όλο και περισσότερο στα κάθε είδους δίκτυα. Φυσικά, οι περισσότεροι εργάτες της συναισθηματικής εργασίας, όλοι δηλαδή αυτοί που φροντίζουν για την καθημερινή παραγωγή περιεχομένου και την παροχή του στα δίκτυα, δεν αντιλαμβάνονται τη δραστηριότητά τους ως εργασία. Την αντιλαμβάνονται σαν διασκέδαση, σαν ψυχαγωγία. Νομίζω πως είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πως, αν οι “συμβατικές” δουλειές στις μέρες μας εκλείπουν ή στην καλύτερη περίπτωση κακοπληρώνονται, τότε αυτό που συνιστά το μέλλον της εργασίας στο διαδίκτυο είναι μάλλον μία τραγωδία. Και πάλι δε μιλώ για τους λίγους εξειδικευμένους εργάτες των πληροφορικών τεχνολογιών (ITS) ούτε για τους επίσης εξειδικευμένους εργάτες της κοινωνικής μηχανικής των δικτύων, που αντιπροσωπεύουν ένα μικρό ποσοστό και πληρώνονται ως επαγγελματίες. Αυτοί που μας ενδιαφέρουν εδώ είναι όσοι αντιλαμβάνονται το διαδίκτυο “δονκιχωτικά” ως χώρο πιθανής εργασίας, όπως λες. Όλους όσους (εμάς), δηλαδή, αναζητούν εργασία σε ένα εργοστάσιο, στο οποίο όμως ο εργοδότης από την αρχή έχει θέσει ως όρο τη μη αμειβόμενη εργασία, για να μη μιλήσουμε για την υποχρέωση των “εργατών” να αγοράζουν οι ίδιοι τα μέσα παραγωγής, όπως τους υπολογιστές και τις κάθε είδους συσκευές πρόσβασης, καθώς και το κόστος πρόσβασης καθαυτό. Πώς θα ανατραπεί αυτή η συνθήκη; Πώς θα μπορούσε να πληρώσει η Google τον κάθε χρήστη που χρησιμοποιεί τη μηχανή αναζήτησής της και τροφοδοτεί με δεδομένα τους servers της; Θα δεχόταν ποτέ το Facebook να πληρώσει τους χρήστες για το περιεχόμενο που ανεβάζουν σε καθημερινή βάση; Ίσως ξανά μία λύση να βρίσκεται στην προοπτική της ανάπτυξης της ομότιμης και ανταλλακτικής παραγωγής P2P».
Ι.Λ.: «Τελικά, πιστεύετε ότι η εικονική πραγματικότητα αντικαθιστά τη ζωή ή ότι είναι λίγο πολύ ένα αναπόφευκτο κακό στο πλαίσιο μίας απτής κατάστασης στην οποία καλούμαστε αναγκαστικά να ανταποκριθούμε; Μπορεί να ακούγεται αντίφαση η χρήση των λέξεων “εικονική” και “απτή” στην ίδια πρόταση, αλλά αυτή η αντίφαση, νομίζω, χαρακτηρίζει έτσι κι αλλιώς την εποχή μας».
Η.Μ.: «Τη ζωή, απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν την αντικαθιστά τίποτα ούτε καν ο θάνατος, πόσο μάλλον αυτή “η άλλη εικονική πραγματικότητα”. Ο ψηφιακός κόσμος δεν είναι τίποτε άλλο από μία ακόμα αναγκαιότητα σημειολογικής σύνθεσης, διακυβέρνησης αλλά και διατήρησης μιας ανάγκης από την οποία προκύπτει, ή θα επιθυμούσαμε να προκύψει, μία άλλη κατάσταση πραγμάτων ‒τάξη για κάποιους, κατάσταση για άλλους‒, που επιζητά να συνθέσει τον εαυτό της μέσα από ‒το μάλλον ατύχημα‒ της υπερ-συσσώρευσης πληροφοριών και δεδομένων. Μία υπερπληθώρα υπολογισμών, αντικειμένων και σχέσεων, το αποτέλεσμα τριών αιώνων βιομηχανικής επανάστασης, δύο θερμών παγκόσμιων πολέμων, ενός ψυχρού και αμέτρητων συρράξεων. Όπως κάποτε επινοήθηκε η γραφή για να καταγράψει το πλεόνασμα των αγροτικών και κτηνοτροφικών αγαθών, αλλά και των πολεμικών επών και του πολιτισμού της αρχαιότητας, όπως η τυπογραφία έδωσε μία άλλη, διαφορετική διάσταση στη γνώση και στην κατανομή της την περίοδο της Αναγγένησης (όταν εξερράγη ο σχολαστικισμός της συσσώρευσης της γνώσης των μεσαιωνικών χρόνων), έτσι και οι υπολογιστές και η ψηφιακή τεχνολογία προσπαθούν να διευρύνουν και να αναδιατάξουν τη συσσώρευση της μνήμης, της γνώσης και της πληροφορίας, εκείνης της μνήμης που συνήθως αποκαλούμε παρελθόν. Ένα λογιστικό σύστημα είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, και ως τέτοιο πρέπει να το αντιλαμβανόμαστε και να το θέτουμε, αντικείμενο ανάλυσης. Και βέβαια ‒πριν από οτιδήποτε άλλο‒ ένα πεδίο διεκδικήσεων. Προκειμένου να γίνει κάτι διαφορετικό από απλές, αγοραίες λογιστικές πράξεις».
Δύσκολα τα πράγματα. Έτσι κι αλλιώς, αν κανείς θέλει να προχωρήσει στη ζωή του την πραγματική δουλειά δεν μπορεί και δε θα έπρεπε να την αποφύγει. Πώς αλλιώς μαθαίνει και βελτιώνεται κάποιος αν όχι μέσα από την τριβή με το αντικείμενο ενασχόλησής του! Εμείς κρατάμε τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του Ηλία Μαρμαρά για την απότομη αποκοπή από έναν ήδη γνωστό τρόπο διαβίωσης και δικτύωσης, που τελικά μάλλον η μετάβαση στο σύγχρονο τρόπο ζωής δε συνέβη σταδιακά, αλλά απότομα και βίαια, αναλώνοντας αρκετές φράσεις στη μετάφραση και καθιστώντας τη συνολική κατανόηση του κειμένου δύσκολη. Χάθηκαν κάποια αποσπάσματα μνήμης, δηλαδή, που θα συνιστούσαν βασική προϋπόθεση της ομαλής συνέχειας. Έτσι χάθηκε και η συνείδηση ότι είναι απαραίτητο, προκειμένου να φτάσει κανείς στο βήμα τρία, να περάσει από τα δύο προηγούμενα. Κυρίως το να κατανοεί και να αναζητά τα αίτια ύπαρξης και δημιουργίας κάποιων καταστάσεων, χωρίς απλώς να καταγγέλλει ατέρμονα και να φλυαρεί μεταφέροντας το σαλόνι του στο πληκτρολόγιο. Είναι το κλειδί της βελτίωσης η κατανόηση, γιατί έτσι αποφεύγονται οι κακοτοπιές και ανοίγονται νέοι δρόμοι.
Με την επόμενη συνομιλήτρια Δάφνη Δραγώνα θα εστιάσουμε στο θέμα της εναλλακτικής δημιουργικότητας μέσω του ηλεκτρονικού μέσου και του επαναπροσδιορισμού της βάσει των σύγχρονων δεδομένων.
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Στην ανακοίνωσή σας αναφερθήκατε στις δυνατότητες έκφρασης της δημιουργικότητας μέσω του διαδικτύου. Διευκρινίσατε, μάλιστα, ότι θα προσπαθήσετε να αποφύγετε τη λέξη “τέχνη”. Εξηγήστε μας πώς επαναπροσδιορίζονται οι έννοιες δημιουργικότητα και τέχνη μέσα από την ηλεκτρονική δικτύωση».
Δάφνη Δραγώνα: «Ναι, τελευταία όλο και περισσότερο αποφεύγω να χρησιμοποιώ τη λέξη τέχνη σε ό,τι αφορά τις μορφές έκφρασης που διαμορφώνονται στο διαδίκτυο. Καταρχήν, γιατί η δημιουργικότητα σήμερα είναι διάχυτη, είναι πανταχού παρούσα, θα λέγαμε, όπως και η τεχνολογία. Οι περισσότεροι χρήστες με τα ψηφιακά μέσα και εργαλεία που διαθέτουν είναι δημιουργικοί εκφράζοντας επιθυμίες, απόψεις και αντιστάσεις στην καθημερινότητά τους. Το κοινωνικό διαδίκτυο προσφέρει το έδαφος για τη φιλοξενία της δημιουργικότητας αυτής αλλά και για τη δυνατότητα του “μοιράζεσθαι”. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το YouTube. Τι θα ήταν χωρίς τη δημιουργικότητα και συμμετοχή των χρηστών; Την παιγνιώδη διάθεσή τους να επεξεργαστούν και να τροποποιήσουν υλικό;
Παράλληλα, η τέχνη στο διαδίκτυο φυσικά και εξακολουθεί να υπάρχει. Η έννοια χρησιμοποιείται για να περιγράψει έργα καλλιτεχνών και να διαφοροποιήσει τη δράση τους από εκείνη των χρηστών. Αναφέρεται σε έργα, δηλαδή, που βασίζονται στο διαδίκτυο, στο web ή στα ψηφιακά κοινωνικά μέσα και τα οποία μπορεί να τα δει κανείς μόνο εντός αυτού του πλαισίου, όντας συνδεδεμένος. Οι όροι που συνήθως χρησιμοποιούνται για τον ορισμό αυτής της μορφής έκφρασης είναι οι net.art και web art, που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’90, και οι net based art και social media art των τελευταίων ετών. Δεν πρόκειται όμως για όρους “κλειστούς”, που διαμορφώνονται από κάποιο σύστημα της τέχνης. Είναι όροι που επινοούνται, προσαρμόζονται ή και παραμερίζονται από τους ίδιους τους δημιουργούς, οι οποίοι μπορεί να μην είναι “καλλιτέχνες” αλλά προγραμματιστές, θεωρητικοί και web designers. Το έργο τους το διακρίνει η πρόκληση και η κριτική διάθεση, που καταλήγουν στη μεταστροφή των δεδομένων των ψηφιακών δικτύων και την αποκάλυψη των μηχανισμών τους. Προτιμούν να μη χαρακτηρίζονται ως καλλιτέχνες και το έργο τους να μη διαχωρίζεται από τη δράση χρηστών ή ακτιβιστών του διαδικτύου.
Επομένως, για να επανέλθω, μήπως τα όρια που διαχωρίζουν τη δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη από εκείνη του χρήστη γίνονται όλο και θολότερα; Μήπως η έννοια της δημιουργικότητας συμπεριλαμβάνει την τέχνη και παραμένει ανοιχτή στα νέα δεδομένα της εποχής;».
Ι.Λ.: «H δημιουργικότητα ξεφεύγει από το άτομο και η ιδέα γίνεται μέρος ενός συνόλου, συχνά και ως δομικό στοιχείο πρακτικά ή μεταφορικά. Πείτε μας λίγα λόγια για την ηλεκτρονική διάχυση και πώς αυτή επηρεάζει τις έννοιες τοπογραφία και δημιουργικότητα».
Δ.Δ.: «Η ανάδυση της δημιουργικότητας για την οποία συζητάμε έχει να κάνει με τις δομές των δικτύων που χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Περνώντας από την τοπογραφία, που σχετίζεται με την αποτύπωση των σημείων στο φυσικό χώρο, στην τοπολογία, που αναφέρεται στη φυσική διάταξη των συνδέσεων στο χώρο των ροών, οι δυνατότητες διάχυσης, φυσικά, άλλαξαν. Όλοι όσοι συμμετέχουμε στα σημερινά δίκτυα αποτελούμε κόμβους και οι σχέσεις που αναπτύσσουμε είναι οι σύνδεσμοι των εκάστοτε δικτύων. Η διακίνηση των ιδεών μας και της δημιουργικότητάς μας εξαρτάται από την ισχύ του δικτύου μας. Πόσους φίλους έχουμε; Πόσες διασυνδέσεις; Πόσοι μας ακολουθούν; Στο Facebook, στο Twitter ή στο YouTube οι ιδέες, όπως και τα νέα, διαχέονται κάπως σαν τους ιούς. Ελεύθερα και ταχύτατα. Το ερώτημα όμως είναι ποιος επωφελείται από την ελεύθερη αυτή διακίνηση! Οι χρήστες ή μήπως τα ίδια τα δίκτυα; Οι τοπολογίες των δικτύων που χρησιμοποιούμε είναι συγκεντρωτικές, καθώς τα δεδομένα που διακινούμε καταλήγουν στους serverς (διαχειριστές) τους και άρα μπορούν να αξιοποιηθούν από τρίτους. Πώς μπορεί να αποφευχθεί αυτό; Η απάντηση ενδεχομένως να βρίσκεται στην τοπολογία των κατανεμημένων δικτύων τύπου Diaspora. Εκεί ο κάθε χρήστης ως κόμβος μπορεί και διατηρεί τα δεδομένα του τοπικά, η εκμετάλλευση των δεδομένων να μην είναι εφικτή. Τι μας εμποδίζει; Η ίδια η διάχυση, η οποία είναι πολύ μικρότερη στα δίκτυα αυτά, γιατί έχουμε πολύ λιγότερες διασυνδέσεις, καθώς πολύ λιγότεροι φίλοι μας μετέχουν σε αυτά. Θα μπορούσε αυτό να αλλάξει; Λογικά, ναι. Αλλά έγκειται στην αλλαγή του τρόπου σκέψης και στη συνειδητοποίησή μας. Οι ιδέες που διακινούνται και ο πλούτος που διαμορφώνεται εξαρτώνται από εμάς. Αυτά ισχυροποιούν και τα δίκτυα».
Ι.Λ.: «Μας δείξατε και εσείς και ο κύριος Νίκος Αναστασόπουλος πολύ ωραίες προσπάθειες δημιουργικού πειραματισμού. Στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης με παρέπεμψαν τα παραδείγματα στο μεσοπόλεμο, πριν και μετά το κραχ του ’29, στον πειραματισμό του Bauhaus και σε όλη την αβάν γκαρντ της εποχής. Πιστεύετε ότι διαδικτυακά και με σύγχρονους όρους θα μπορούσε να ισχύει κάτι ανάλογο;».
Δ.Δ.: «Δεν ξέρω αν μπορούμε να τα συγκρίνουμε. Σίγουρα όμως μπορούμε να πούμε ότι τα εκάστοτε δεδομένα της εποχής διαμορφώνουν και αντίστοιχες ανάγκες πειραματισμού, έκφρασης και αντίστασης. Σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με διαφορετικές μορφές εγκλεισμού του λεγόμενου κοινού πλούτου, των κοινών αγαθών. Τα αγαθά αυτά μπορεί να είναι δημόσια, πολιτισμικά, φυσικά ή και ψηφιακά. Ο Νίκος Αναστασόπουλος μίλησε για αυτά αναφερόμενος στη δράση του και στη δράση πολλών συλλογικοτήτων της Αθήνας. Σε εποχές κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε, η στροφή προς τα κοινά αγαθά, η στροφή δηλαδή σε αυτά που μαζί παράγουμε και μοιραζόμαστε, έχει ιδιαίτερη σημασία. Το διαδίκτυο παίζει σημαντικό ρόλο, όχι μόνο για τον ψηφιακό κοινό πλούτο, που γίνεται αντικείμενο διακύβευσης, αλλά και γιατί αποτελεί το ισχυρότερο μέσο ενημέρωσης και κινητοποίησης για την καθημερινότητα. Εδώ βλέπω εγώ προσωπικά κάποια νέα στοιχεία να αναδύονται στο χώρο της δημιουργίας. Μπορούν οι νέοι αυτοί δημιουργοί ή χρήστες να προσφέρουν νέα εργαλεία προς κοινή χρήση; Εργαλεία κατανόησης, συνειδητοποίησης, επανα-οικειοποίησης του κοινού πλούτου; Εργαλεία, γνώσεις και τρόπους οργάνωσης που θα αναπτυχθούν περαιτέρω και θα προσφέρουν λύσεις στα προβλήματα του σύγχρονου πλήθους; Τα εναλλακτικά ψηφιακά δίκτυα, οι ανταλλακτικές αγορές, τα αυτο-οργανωμένα πάρκα και η ομότιμη παραγωγή είναι σύγχρονα παραδείγματα που προκύπτουν από την επινοητικότητα, τη δημιουργικότητα και τη διάθεση για συνεργασία».
Ι.Λ.: «Αναφέρθηκε ότι η ηλεκτρονική δικτύωση υποστηρίζει την έκφραση ιδεών και τοποθετήσεων, την ανάγκη επικοινωνίας και τη δημιουργικότητα. Μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική λύση στον περιορισμό που επιβάλλουν οι πιο παραδοσιακές φόρμες διαφήμισης του έργου κάποιου, κοινωνικοποίησης και προβολής του; Ίσως αυτό ως ένα βαθμό να συνιστά μόνο του ένα μέσο αντίστασης, εφόσον καταργούνται οι ενδιάμεσοι. Έτσι και οι δημιουργοί ως άτομα ή ομάδες να μπορούν να διαχειρίζονται μόνοι τα έργα τους».
Δ.Δ.: «Εναλλακτική λύση μπορεί να αποτελέσει. Κάποιες φορές, όμως, μπορεί η ηλεκτρονική δικτύωση να προκαλέσει και σύγχυση. Ο εκδημοκρατισμός του μέσου φέρνει διαφορετικά ζητήματα στην επιφάνεια. Πώς κρίνεται μία ιδέα ή και ένα έργο που διακινείται στο διαδίκτυο σήμερα; Κυρίως από τον αριθμό των shares, των likes και των comments που θα συγκεντρώσει. Σίγουρα σε σχέση με τους περιορισμούς του παρελθόντος του εκάστοτε συστήματος προώθησης ή αγοράς οι δημιουργοί νιώθουν αρκετά πιο αυτόνομοι και ελεύθεροι να διαχειριστούν τα έργα τους. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να αναλογιστούμε την ταχύτητα με την οποία διαβάζουμε κείμενα ή βλέπουμε βίντεο και φωτογραφίες στο web. Κρίνουμε με μία ματιά και στρεφόμαστε προς ό,τι ήδη φαίνεται να είναι αρεστό στους φίλους μας. Και ταυτόχρονα, όταν βρισκόμαστε στην άλλη μεριά, γνωρίζουμε καλά πώς να τραβήξουμε το ενδιαφέρον. Η οικονομία “της προσοχής”, που βρήκε το πιο πρόσφορο έδαφος στο κοινωνικό διαδίκτυο, παράγει αξία και η αξία που παράγεται για μας μπορεί να ’ναι σχετική –το έργο μας γίνεται γνωστό και δημοφιλές, έστω και προσωρινά–, για τα ίδια τα δίκτυα όμως μεταφράζεται σε κεφαλαιακή αξία. Τα likes μας κάνουν το Facebook πλουσιότερο. Άρα από την αγορά δε φαίνεται να ξεφεύγουμε τόσο εύκολα. Τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα είναι οι νέοι ενδιάμεσοι. Δε γλιτώσαμε από αυτούς».
Ι.Λ.: «Το πνεύμα, η δημιουργικότητα και η προσέγγιση της πρωτοτυπίας στην Ελλάδα κυνηγήθηκαν και ίσως να εκτιμήθηκαν υπό προϋποθέσεις αρκεί να μην τάραζαν τα νερά ή ήταν αποδεκτά από συγκεκριμένες προσωπικότητες που εξυπηρετούσαν ή όχι συγκεκριμένα συμφέροντα. Τα εργαλεία της νέας τεχνολογίας και της ηλεκτρονικής δικτύωσης ανοίγουν νέους ορίζοντες σε αυτούς τους περιορισμούς;».
Δ.Δ.: «Νομίζω ότι, αν υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα στην ελληνική νοοτροπία, αυτό είναι η δυσκολία μας να συνεργαστούμε, να διαμορφώσουμε δίκτυα, να μοιραστούμε τις απόψεις μας, κάνοντας, όταν χρειάζεται, παραχωρήσεις. Είμαστε αρκετά εγωκεντρικοί, δεν αφήνουμε πολύ χώρο. Για το λόγο αυτό, κυρίως, και όχι γιατί, π.χ., είμαστε συντηρητικοί ή τεχνοφοβικοί, μορφές δημιουργίας που βασίζονται στην τεχνολογία άργησαν να αναπτυχθούν, καθώς χρειάζονται ένα δίκτυο ατόμων για τη διαμόρφωση αλλά και υποστήριξή τους. Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξαν πρωτοποριακές πρωτοβουλίες και καινοτόμες προσπάθειες στο παρελθόν που όμως πνίγηκαν στην πορεία. Να θυμηθούμε εδώ τα φεστιβάλ τέχνης και τεχνολογίας των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας, όταν τα πράγματα στο χώρο ήταν πολύ πιο φρέσκα. Δεν επιβίωσαν. Δε βρήκαν την οικονομική υποστήριξη που απαιτούνταν για αυτά. Αλλά δε βρήκαν όμως και υποστήριξη από τον κόσμο του πολιτισμού. Δε γεννήθηκαν νέες συνεργασίες μέσα από αυτά, νέα δίκτυα. Αν αυτό είχε γίνει, ίσως και να είχαν διασωθεί. Ίσως να ’χαν βρεθεί εναλλακτικές. Οπότε στο ερώτημά σου είμαι επιφυλακτική. Δε νομίζω τα εργαλεία της νέας τεχνολογίας ότι μπορούν να αλλάξουν αποφασιστικά την ίδια τη νοοτροπία μας. Μήπως απλώς αναπαραγάγουμε τον προϋπάρχοντα τρόπο σκέψης μας, την ανταγωνιστικότητα, την επιφυλακτικότητα και τα στερεότυπά μας στον ψηφιακό κόσμο;».
Ι.Λ.: «Κατά πόσο όμως μπορεί να υπάρξει εγγύηση της ποιότητας και ότι τελικά η δημιουργικότητα όχι μόνο θα είναι χρήσιμη για το σύνολο, αλλά και για τους δημιουργούς; Πώς δηλαδή μπορεί να εξασφαλίσει η δημιουργικότητα σε διάφορες μορφές, και όχι μόνο ως ηλεκτρονικός σχεδιασμός, πραγματικούς όρους διαβίωσης, χωρίς να αποτελεί αποκλειστικά ένα άυλο πνευματικό αγαθό;».
Δ.Δ.: «Εννοείς πώς οι δημιουργοί θα μπορούσαν να έχουν και κάποιο κέρδος από το έργο τους; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Η διαδικτυακή τέχνη εξαρχής είχε ένα χαρακτήρα ενάντιο στην αγορά και τους θεσμούς. Οι περισσότεροι δημιουργοί δε διαμόρφωναν έργα για να πωληθούν. Εξάλλου τα ερωτήματα ήταν αναπόφευκτα. Τι να αγοράσουν ο θεσμός ή ο συλλέκτης; Αφού το έργο είναι από τη φύση του κοινό, διαθέσιμο σε οποιονδήποτε. Αυτή είναι και η ισχύς του. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι δημιουργοί στρέφονται στη λύση του crowdfunding (χορηγία κοινού) για τα έργα τους, χωρίς όμως να μπορεί εύκολα να μιλήσει κανείς περί διαβίωσης. Μάλλον πρόκειται απλώς για κάλυψη κάποιων εξόδων παραγωγής. Αν θέλεις να μιλήσουμε πρακτικά, τότε πρέπει να πούμε ότι οι περισσότεροι δημιουργοί μέσω εργαστηρίων, μαθημάτων και διαλέξεων σχετικών με το έργο τους μπορούν και έχουν κάποια έσοδα. Και αυτή η πλευρά είναι σημαντική, καθώς η φύσει συγκινησιακή εργασία των δημιουργών μπορεί να βοηθήσει την κοινωνικοποίηση της γνώσης και να ενθαρρύνει αλλαγές είτε στον ψηφιακό είτε στον πραγματικό χώρο».
Ι.Λ.: «Η έκφραση, η επικοινωνία, το μήνυμα και η αισθητική, στοιχεία αναγνωρίσιμα στο διαδίκτυο, αποτελούν ζητούμενα σε όλα τα είδη τέχνης. Στο μέλλον η έννοια της τέχνης μπορεί να επαναπροσδιοριστεί μέσα από το διαδίκτυο σε νέες βάσεις; Θα μπορούσαν, δηλαδή, κάποια ηλεκτρονικά προϊόντα να θεωρηθούν τέχνη; Με την έννοια ότι και ο κινηματογράφος, για π.χ., πριν αναγνωριστεί ως 7η τέχνη μπορεί να θεωρούνταν ένας τεχνικού ή τεχνολογικού τύπου πειραματισμός».
Δ.Δ.: «Τι ωραία που θα ’ναι αν σταματήσουμε να αναζητούμε την “τέχνη” και να δούμε πέρα από αυτή. Να πάψουμε να ρωτάμε τι ορίζεται ως τέχνη, να αναζητάμε την αισθητική αξία και να φοβόμαστε μήπως περιλάβαμε κάτι που δεν έπρεπε. Στον ψηφιακό χώρο τα πράγματα είναι ήδη συγκεχυμένα. Ο κώδικας είναι τέχνη; Το λογισμικό είναι τέχνη; Οι εφαρμογές στους browsers; Τα Apps στα κινητά; Πότε είναι και πότε δεν είναι; Το πεδίο μοιάζει αχανές. Μήπως, αντί να αναζητήσουμε νέες κατηγορίες, να αναρωτηθούμε απλώς πότε κάτι εγείρει ερωτήματα; Πότε μας κάνει να σκεφτούμε διαφορετικά; Και αν δεν είναι και τέχνη, ε, δεν πειράζει...».
Ο ορίζοντας παραμένει ανοιχτός, εφόσον πολλά δεδομένα μένουν να εξεταστούν, να επανεξεταστούν και να ανακαλυφθούν ή να επινοηθούν ακόμα. Η δημιουργικότητα, που μπορεί σε κάποιες μορφές να γίνεται και τέχνη, με συμβατική ή πιο ελεύθερη έννοια, είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη δραστηριότητα από τη γένεσή της. Κάποτε, δηλαδή, το τομάρι του ζώου κάλυπτε τη γύμνια και προστάτευε από το κρύο, σήμερα η υψηλή ραπτική δε στοχεύει αποκλειστικά στις ανάγκες του καθημερινού ντυσίματος. Αν υποθέσουμε ότι στην κλίμακα του 10 το 10 αποτελεί ένα πολύ προχωρημένο στάδιο εξέλιξης του ηλεκτρονικού μέσου, ποιος μπορεί με βεβαιότητα να προσδιορίσει το πού βρισκόμαστε τώρα! Έτσι κι αλλιώς οι ρυθμοί εξέλιξης της τεχνολογίας και οι ρυθμοί εισβολής της στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου ξεπερνούν το φυσικό ρυθμό αφομοίωσης των ερεθισμάτων. Ο άνθρωπος, βέβαια, διαθέτει τη δεξιότητα της προσαρμογής για λόγους επιβίωσης. Η διευκρίνιση σε σχέση με την αλλαγή νοοτροπίας, προκειμένου να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά η συνύπαρξή μας με το ηλεκτρονικό μέσο. Γιατί, όσο κι αν προσφέρει το τελευταίο δυνατότητες, η διαφορά ταχυτήτων αυξάνει τις αποστάσεις και μπορεί να καταλήξει σκόπελος στο συντονισμό μας μαζί του. Το σε ποια ταχύτατα, με ποια αποτελέσματα, ίσως και συνέπειες, θα πραγματοποιηθούν όλα αυτά μένει να διαπιστωθεί…
Ιουλία Λυμπεροπούλου για CityMag.
Με την επόμενη συνομιλήτρια Δάφνη Δραγώνα θα εστιάσουμε στο θέμα της εναλλακτικής δημιουργικότητας μέσω του ηλεκτρονικού μέσου και του επαναπροσδιορισμού της βάσει των σύγχρονων δεδομένων.
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Στην ανακοίνωσή σας αναφερθήκατε στις δυνατότητες έκφρασης της δημιουργικότητας μέσω του διαδικτύου. Διευκρινίσατε, μάλιστα, ότι θα προσπαθήσετε να αποφύγετε τη λέξη “τέχνη”. Εξηγήστε μας πώς επαναπροσδιορίζονται οι έννοιες δημιουργικότητα και τέχνη μέσα από την ηλεκτρονική δικτύωση».
Δάφνη Δραγώνα: «Ναι, τελευταία όλο και περισσότερο αποφεύγω να χρησιμοποιώ τη λέξη τέχνη σε ό,τι αφορά τις μορφές έκφρασης που διαμορφώνονται στο διαδίκτυο. Καταρχήν, γιατί η δημιουργικότητα σήμερα είναι διάχυτη, είναι πανταχού παρούσα, θα λέγαμε, όπως και η τεχνολογία. Οι περισσότεροι χρήστες με τα ψηφιακά μέσα και εργαλεία που διαθέτουν είναι δημιουργικοί εκφράζοντας επιθυμίες, απόψεις και αντιστάσεις στην καθημερινότητά τους. Το κοινωνικό διαδίκτυο προσφέρει το έδαφος για τη φιλοξενία της δημιουργικότητας αυτής αλλά και για τη δυνατότητα του “μοιράζεσθαι”. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το YouTube. Τι θα ήταν χωρίς τη δημιουργικότητα και συμμετοχή των χρηστών; Την παιγνιώδη διάθεσή τους να επεξεργαστούν και να τροποποιήσουν υλικό;
Παράλληλα, η τέχνη στο διαδίκτυο φυσικά και εξακολουθεί να υπάρχει. Η έννοια χρησιμοποιείται για να περιγράψει έργα καλλιτεχνών και να διαφοροποιήσει τη δράση τους από εκείνη των χρηστών. Αναφέρεται σε έργα, δηλαδή, που βασίζονται στο διαδίκτυο, στο web ή στα ψηφιακά κοινωνικά μέσα και τα οποία μπορεί να τα δει κανείς μόνο εντός αυτού του πλαισίου, όντας συνδεδεμένος. Οι όροι που συνήθως χρησιμοποιούνται για τον ορισμό αυτής της μορφής έκφρασης είναι οι net.art και web art, που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’90, και οι net based art και social media art των τελευταίων ετών. Δεν πρόκειται όμως για όρους “κλειστούς”, που διαμορφώνονται από κάποιο σύστημα της τέχνης. Είναι όροι που επινοούνται, προσαρμόζονται ή και παραμερίζονται από τους ίδιους τους δημιουργούς, οι οποίοι μπορεί να μην είναι “καλλιτέχνες” αλλά προγραμματιστές, θεωρητικοί και web designers. Το έργο τους το διακρίνει η πρόκληση και η κριτική διάθεση, που καταλήγουν στη μεταστροφή των δεδομένων των ψηφιακών δικτύων και την αποκάλυψη των μηχανισμών τους. Προτιμούν να μη χαρακτηρίζονται ως καλλιτέχνες και το έργο τους να μη διαχωρίζεται από τη δράση χρηστών ή ακτιβιστών του διαδικτύου.
Επομένως, για να επανέλθω, μήπως τα όρια που διαχωρίζουν τη δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη από εκείνη του χρήστη γίνονται όλο και θολότερα; Μήπως η έννοια της δημιουργικότητας συμπεριλαμβάνει την τέχνη και παραμένει ανοιχτή στα νέα δεδομένα της εποχής;».
Ι.Λ.: «H δημιουργικότητα ξεφεύγει από το άτομο και η ιδέα γίνεται μέρος ενός συνόλου, συχνά και ως δομικό στοιχείο πρακτικά ή μεταφορικά. Πείτε μας λίγα λόγια για την ηλεκτρονική διάχυση και πώς αυτή επηρεάζει τις έννοιες τοπογραφία και δημιουργικότητα».
Δ.Δ.: «Η ανάδυση της δημιουργικότητας για την οποία συζητάμε έχει να κάνει με τις δομές των δικτύων που χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Περνώντας από την τοπογραφία, που σχετίζεται με την αποτύπωση των σημείων στο φυσικό χώρο, στην τοπολογία, που αναφέρεται στη φυσική διάταξη των συνδέσεων στο χώρο των ροών, οι δυνατότητες διάχυσης, φυσικά, άλλαξαν. Όλοι όσοι συμμετέχουμε στα σημερινά δίκτυα αποτελούμε κόμβους και οι σχέσεις που αναπτύσσουμε είναι οι σύνδεσμοι των εκάστοτε δικτύων. Η διακίνηση των ιδεών μας και της δημιουργικότητάς μας εξαρτάται από την ισχύ του δικτύου μας. Πόσους φίλους έχουμε; Πόσες διασυνδέσεις; Πόσοι μας ακολουθούν; Στο Facebook, στο Twitter ή στο YouTube οι ιδέες, όπως και τα νέα, διαχέονται κάπως σαν τους ιούς. Ελεύθερα και ταχύτατα. Το ερώτημα όμως είναι ποιος επωφελείται από την ελεύθερη αυτή διακίνηση! Οι χρήστες ή μήπως τα ίδια τα δίκτυα; Οι τοπολογίες των δικτύων που χρησιμοποιούμε είναι συγκεντρωτικές, καθώς τα δεδομένα που διακινούμε καταλήγουν στους serverς (διαχειριστές) τους και άρα μπορούν να αξιοποιηθούν από τρίτους. Πώς μπορεί να αποφευχθεί αυτό; Η απάντηση ενδεχομένως να βρίσκεται στην τοπολογία των κατανεμημένων δικτύων τύπου Diaspora. Εκεί ο κάθε χρήστης ως κόμβος μπορεί και διατηρεί τα δεδομένα του τοπικά, η εκμετάλλευση των δεδομένων να μην είναι εφικτή. Τι μας εμποδίζει; Η ίδια η διάχυση, η οποία είναι πολύ μικρότερη στα δίκτυα αυτά, γιατί έχουμε πολύ λιγότερες διασυνδέσεις, καθώς πολύ λιγότεροι φίλοι μας μετέχουν σε αυτά. Θα μπορούσε αυτό να αλλάξει; Λογικά, ναι. Αλλά έγκειται στην αλλαγή του τρόπου σκέψης και στη συνειδητοποίησή μας. Οι ιδέες που διακινούνται και ο πλούτος που διαμορφώνεται εξαρτώνται από εμάς. Αυτά ισχυροποιούν και τα δίκτυα».
Ι.Λ.: «Μας δείξατε και εσείς και ο κύριος Νίκος Αναστασόπουλος πολύ ωραίες προσπάθειες δημιουργικού πειραματισμού. Στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης με παρέπεμψαν τα παραδείγματα στο μεσοπόλεμο, πριν και μετά το κραχ του ’29, στον πειραματισμό του Bauhaus και σε όλη την αβάν γκαρντ της εποχής. Πιστεύετε ότι διαδικτυακά και με σύγχρονους όρους θα μπορούσε να ισχύει κάτι ανάλογο;».
Δ.Δ.: «Δεν ξέρω αν μπορούμε να τα συγκρίνουμε. Σίγουρα όμως μπορούμε να πούμε ότι τα εκάστοτε δεδομένα της εποχής διαμορφώνουν και αντίστοιχες ανάγκες πειραματισμού, έκφρασης και αντίστασης. Σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με διαφορετικές μορφές εγκλεισμού του λεγόμενου κοινού πλούτου, των κοινών αγαθών. Τα αγαθά αυτά μπορεί να είναι δημόσια, πολιτισμικά, φυσικά ή και ψηφιακά. Ο Νίκος Αναστασόπουλος μίλησε για αυτά αναφερόμενος στη δράση του και στη δράση πολλών συλλογικοτήτων της Αθήνας. Σε εποχές κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε, η στροφή προς τα κοινά αγαθά, η στροφή δηλαδή σε αυτά που μαζί παράγουμε και μοιραζόμαστε, έχει ιδιαίτερη σημασία. Το διαδίκτυο παίζει σημαντικό ρόλο, όχι μόνο για τον ψηφιακό κοινό πλούτο, που γίνεται αντικείμενο διακύβευσης, αλλά και γιατί αποτελεί το ισχυρότερο μέσο ενημέρωσης και κινητοποίησης για την καθημερινότητα. Εδώ βλέπω εγώ προσωπικά κάποια νέα στοιχεία να αναδύονται στο χώρο της δημιουργίας. Μπορούν οι νέοι αυτοί δημιουργοί ή χρήστες να προσφέρουν νέα εργαλεία προς κοινή χρήση; Εργαλεία κατανόησης, συνειδητοποίησης, επανα-οικειοποίησης του κοινού πλούτου; Εργαλεία, γνώσεις και τρόπους οργάνωσης που θα αναπτυχθούν περαιτέρω και θα προσφέρουν λύσεις στα προβλήματα του σύγχρονου πλήθους; Τα εναλλακτικά ψηφιακά δίκτυα, οι ανταλλακτικές αγορές, τα αυτο-οργανωμένα πάρκα και η ομότιμη παραγωγή είναι σύγχρονα παραδείγματα που προκύπτουν από την επινοητικότητα, τη δημιουργικότητα και τη διάθεση για συνεργασία».
Ι.Λ.: «Αναφέρθηκε ότι η ηλεκτρονική δικτύωση υποστηρίζει την έκφραση ιδεών και τοποθετήσεων, την ανάγκη επικοινωνίας και τη δημιουργικότητα. Μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική λύση στον περιορισμό που επιβάλλουν οι πιο παραδοσιακές φόρμες διαφήμισης του έργου κάποιου, κοινωνικοποίησης και προβολής του; Ίσως αυτό ως ένα βαθμό να συνιστά μόνο του ένα μέσο αντίστασης, εφόσον καταργούνται οι ενδιάμεσοι. Έτσι και οι δημιουργοί ως άτομα ή ομάδες να μπορούν να διαχειρίζονται μόνοι τα έργα τους».
Δ.Δ.: «Εναλλακτική λύση μπορεί να αποτελέσει. Κάποιες φορές, όμως, μπορεί η ηλεκτρονική δικτύωση να προκαλέσει και σύγχυση. Ο εκδημοκρατισμός του μέσου φέρνει διαφορετικά ζητήματα στην επιφάνεια. Πώς κρίνεται μία ιδέα ή και ένα έργο που διακινείται στο διαδίκτυο σήμερα; Κυρίως από τον αριθμό των shares, των likes και των comments που θα συγκεντρώσει. Σίγουρα σε σχέση με τους περιορισμούς του παρελθόντος του εκάστοτε συστήματος προώθησης ή αγοράς οι δημιουργοί νιώθουν αρκετά πιο αυτόνομοι και ελεύθεροι να διαχειριστούν τα έργα τους. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να αναλογιστούμε την ταχύτητα με την οποία διαβάζουμε κείμενα ή βλέπουμε βίντεο και φωτογραφίες στο web. Κρίνουμε με μία ματιά και στρεφόμαστε προς ό,τι ήδη φαίνεται να είναι αρεστό στους φίλους μας. Και ταυτόχρονα, όταν βρισκόμαστε στην άλλη μεριά, γνωρίζουμε καλά πώς να τραβήξουμε το ενδιαφέρον. Η οικονομία “της προσοχής”, που βρήκε το πιο πρόσφορο έδαφος στο κοινωνικό διαδίκτυο, παράγει αξία και η αξία που παράγεται για μας μπορεί να ’ναι σχετική –το έργο μας γίνεται γνωστό και δημοφιλές, έστω και προσωρινά–, για τα ίδια τα δίκτυα όμως μεταφράζεται σε κεφαλαιακή αξία. Τα likes μας κάνουν το Facebook πλουσιότερο. Άρα από την αγορά δε φαίνεται να ξεφεύγουμε τόσο εύκολα. Τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα είναι οι νέοι ενδιάμεσοι. Δε γλιτώσαμε από αυτούς».
Ι.Λ.: «Το πνεύμα, η δημιουργικότητα και η προσέγγιση της πρωτοτυπίας στην Ελλάδα κυνηγήθηκαν και ίσως να εκτιμήθηκαν υπό προϋποθέσεις αρκεί να μην τάραζαν τα νερά ή ήταν αποδεκτά από συγκεκριμένες προσωπικότητες που εξυπηρετούσαν ή όχι συγκεκριμένα συμφέροντα. Τα εργαλεία της νέας τεχνολογίας και της ηλεκτρονικής δικτύωσης ανοίγουν νέους ορίζοντες σε αυτούς τους περιορισμούς;».
Δ.Δ.: «Νομίζω ότι, αν υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα στην ελληνική νοοτροπία, αυτό είναι η δυσκολία μας να συνεργαστούμε, να διαμορφώσουμε δίκτυα, να μοιραστούμε τις απόψεις μας, κάνοντας, όταν χρειάζεται, παραχωρήσεις. Είμαστε αρκετά εγωκεντρικοί, δεν αφήνουμε πολύ χώρο. Για το λόγο αυτό, κυρίως, και όχι γιατί, π.χ., είμαστε συντηρητικοί ή τεχνοφοβικοί, μορφές δημιουργίας που βασίζονται στην τεχνολογία άργησαν να αναπτυχθούν, καθώς χρειάζονται ένα δίκτυο ατόμων για τη διαμόρφωση αλλά και υποστήριξή τους. Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξαν πρωτοποριακές πρωτοβουλίες και καινοτόμες προσπάθειες στο παρελθόν που όμως πνίγηκαν στην πορεία. Να θυμηθούμε εδώ τα φεστιβάλ τέχνης και τεχνολογίας των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας, όταν τα πράγματα στο χώρο ήταν πολύ πιο φρέσκα. Δεν επιβίωσαν. Δε βρήκαν την οικονομική υποστήριξη που απαιτούνταν για αυτά. Αλλά δε βρήκαν όμως και υποστήριξη από τον κόσμο του πολιτισμού. Δε γεννήθηκαν νέες συνεργασίες μέσα από αυτά, νέα δίκτυα. Αν αυτό είχε γίνει, ίσως και να είχαν διασωθεί. Ίσως να ’χαν βρεθεί εναλλακτικές. Οπότε στο ερώτημά σου είμαι επιφυλακτική. Δε νομίζω τα εργαλεία της νέας τεχνολογίας ότι μπορούν να αλλάξουν αποφασιστικά την ίδια τη νοοτροπία μας. Μήπως απλώς αναπαραγάγουμε τον προϋπάρχοντα τρόπο σκέψης μας, την ανταγωνιστικότητα, την επιφυλακτικότητα και τα στερεότυπά μας στον ψηφιακό κόσμο;».
Ι.Λ.: «Κατά πόσο όμως μπορεί να υπάρξει εγγύηση της ποιότητας και ότι τελικά η δημιουργικότητα όχι μόνο θα είναι χρήσιμη για το σύνολο, αλλά και για τους δημιουργούς; Πώς δηλαδή μπορεί να εξασφαλίσει η δημιουργικότητα σε διάφορες μορφές, και όχι μόνο ως ηλεκτρονικός σχεδιασμός, πραγματικούς όρους διαβίωσης, χωρίς να αποτελεί αποκλειστικά ένα άυλο πνευματικό αγαθό;».
Δ.Δ.: «Εννοείς πώς οι δημιουργοί θα μπορούσαν να έχουν και κάποιο κέρδος από το έργο τους; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Η διαδικτυακή τέχνη εξαρχής είχε ένα χαρακτήρα ενάντιο στην αγορά και τους θεσμούς. Οι περισσότεροι δημιουργοί δε διαμόρφωναν έργα για να πωληθούν. Εξάλλου τα ερωτήματα ήταν αναπόφευκτα. Τι να αγοράσουν ο θεσμός ή ο συλλέκτης; Αφού το έργο είναι από τη φύση του κοινό, διαθέσιμο σε οποιονδήποτε. Αυτή είναι και η ισχύς του. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι δημιουργοί στρέφονται στη λύση του crowdfunding (χορηγία κοινού) για τα έργα τους, χωρίς όμως να μπορεί εύκολα να μιλήσει κανείς περί διαβίωσης. Μάλλον πρόκειται απλώς για κάλυψη κάποιων εξόδων παραγωγής. Αν θέλεις να μιλήσουμε πρακτικά, τότε πρέπει να πούμε ότι οι περισσότεροι δημιουργοί μέσω εργαστηρίων, μαθημάτων και διαλέξεων σχετικών με το έργο τους μπορούν και έχουν κάποια έσοδα. Και αυτή η πλευρά είναι σημαντική, καθώς η φύσει συγκινησιακή εργασία των δημιουργών μπορεί να βοηθήσει την κοινωνικοποίηση της γνώσης και να ενθαρρύνει αλλαγές είτε στον ψηφιακό είτε στον πραγματικό χώρο».
Ι.Λ.: «Η έκφραση, η επικοινωνία, το μήνυμα και η αισθητική, στοιχεία αναγνωρίσιμα στο διαδίκτυο, αποτελούν ζητούμενα σε όλα τα είδη τέχνης. Στο μέλλον η έννοια της τέχνης μπορεί να επαναπροσδιοριστεί μέσα από το διαδίκτυο σε νέες βάσεις; Θα μπορούσαν, δηλαδή, κάποια ηλεκτρονικά προϊόντα να θεωρηθούν τέχνη; Με την έννοια ότι και ο κινηματογράφος, για π.χ., πριν αναγνωριστεί ως 7η τέχνη μπορεί να θεωρούνταν ένας τεχνικού ή τεχνολογικού τύπου πειραματισμός».
Δ.Δ.: «Τι ωραία που θα ’ναι αν σταματήσουμε να αναζητούμε την “τέχνη” και να δούμε πέρα από αυτή. Να πάψουμε να ρωτάμε τι ορίζεται ως τέχνη, να αναζητάμε την αισθητική αξία και να φοβόμαστε μήπως περιλάβαμε κάτι που δεν έπρεπε. Στον ψηφιακό χώρο τα πράγματα είναι ήδη συγκεχυμένα. Ο κώδικας είναι τέχνη; Το λογισμικό είναι τέχνη; Οι εφαρμογές στους browsers; Τα Apps στα κινητά; Πότε είναι και πότε δεν είναι; Το πεδίο μοιάζει αχανές. Μήπως, αντί να αναζητήσουμε νέες κατηγορίες, να αναρωτηθούμε απλώς πότε κάτι εγείρει ερωτήματα; Πότε μας κάνει να σκεφτούμε διαφορετικά; Και αν δεν είναι και τέχνη, ε, δεν πειράζει...».
Ο ορίζοντας παραμένει ανοιχτός, εφόσον πολλά δεδομένα μένουν να εξεταστούν, να επανεξεταστούν και να ανακαλυφθούν ή να επινοηθούν ακόμα. Η δημιουργικότητα, που μπορεί σε κάποιες μορφές να γίνεται και τέχνη, με συμβατική ή πιο ελεύθερη έννοια, είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη δραστηριότητα από τη γένεσή της. Κάποτε, δηλαδή, το τομάρι του ζώου κάλυπτε τη γύμνια και προστάτευε από το κρύο, σήμερα η υψηλή ραπτική δε στοχεύει αποκλειστικά στις ανάγκες του καθημερινού ντυσίματος. Αν υποθέσουμε ότι στην κλίμακα του 10 το 10 αποτελεί ένα πολύ προχωρημένο στάδιο εξέλιξης του ηλεκτρονικού μέσου, ποιος μπορεί με βεβαιότητα να προσδιορίσει το πού βρισκόμαστε τώρα! Έτσι κι αλλιώς οι ρυθμοί εξέλιξης της τεχνολογίας και οι ρυθμοί εισβολής της στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου ξεπερνούν το φυσικό ρυθμό αφομοίωσης των ερεθισμάτων. Ο άνθρωπος, βέβαια, διαθέτει τη δεξιότητα της προσαρμογής για λόγους επιβίωσης. Η διευκρίνιση σε σχέση με την αλλαγή νοοτροπίας, προκειμένου να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά η συνύπαρξή μας με το ηλεκτρονικό μέσο. Γιατί, όσο κι αν προσφέρει το τελευταίο δυνατότητες, η διαφορά ταχυτήτων αυξάνει τις αποστάσεις και μπορεί να καταλήξει σκόπελος στο συντονισμό μας μαζί του. Το σε ποια ταχύτατα, με ποια αποτελέσματα, ίσως και συνέπειες, θα πραγματοποιηθούν όλα αυτά μένει να διαπιστωθεί…
Ιουλία Λυμπεροπούλου για CityMag.