Το ραδιόφωνο στην εποχή της εικόνας
Στις 17 Ιανουαρίου του 2012 οργανώθηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση μία ημερίδα για το ραδιόφωνο με στόχο μία σύντομη αναδρομή στην έως ώρας πορεία του και κυρίως με στόχο να γίνει μία συζήτηση για το ραδιόφωνο του μέλλοντος και για τις δυνατότητες προσαρμογής και συνύπαρξής του με τα νέα δεδομένα στην εποχή της ταχύτητας και της τεχνολογίας. Το CityMag βρέθηκε εκεί και πήρε συνέντευξη από το συντονιστή της συζήτησης Εμμανουήλ Κουτσουρέλη, ο οποίος είναι σκηνοθέτης στο θέατρο και μουσικός παραγωγός στο ραδιόφωνο του Τρίτου Προγράμματος. Με την εκπομπή του «Η Αληθινή Πραγματικότητα» έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα στo Μετακινούμενο Διεθνές Ραδιοφωνικό Φεστιβάλ URTI και στο Prix Europa Radio στο Βερολίνο.
Λίγα λόγια για την ιστορία του ραδιοφώνου. Ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη από έναν ιδιώτη το Χρήστο Τσιγγιρίδη το 1928[1]. Ενώ ο πρώτος κρατικός σταθμός ξεκίνησε τη λειτουργία του 10 χρόνια αργότερα το 1938 επί δικτατορίας Μεταξά[2]. Το ραδιόφωνο πέρασε από πολλές φάσεις κινούμενο παράλληλα με την ταραγμένη ιστορία της Ελλάδας. Από τη λογοκρισία και το στενό περιορισμό αυτού του μέσου πέρασε στη φάση πειραματισμού από τη δεκαετία του ’80. Φτάνοντας στο σήμερα ήδη από την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα αρχίζουν, αφορμή του διαδικτύου, η εισροή κόσμου, η επιτάχυνση στο ρυθμό εξέλιξης και εισαγωγής νέων στοιχείων και οι πρώτοι προβληματισμοί για την πτώση της ποιότητας ίσως και την απουσία προσανατολισμού. Για αυτά και άλλα μάς μίλησε ο Εμμανουήλ Κουτσουρέλης.
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Από όσα ακούστηκαν σήμερα ο πρώτος στόχος του ραδιοφώνου είναι η επικοινωνία του με τον ακροατή και γι’ αυτό χρησιμοποιεί τα βασικά υλικά της ανθρώπινης επικοινωνίας γενικότερα: τη φωνή και το λόγο, μία ανθρώπινη φωνή και ένα καλό κείμενο. Κοιτάζοντας τον κόσμο με τα αυτιά, λοιπόν!».
Εμμανουήλ Κουτσουρέλης: «Είναι δανεισμένος ο μισός τίτλος από μία φράση του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ από το Βασιλιά Ληρ: “Μπορεί να δει κανείς τον κόσμο χωρίς μάτια, κοιτάζοντας μόνο με τ’ αυτιά του”.».
Ι.Λ.: «Κατά πόσο συμβαίνει αυτό σήμερα; Σε μία εποχή ταχύτητας που έχουμε ξεχάσει να ακούμε τον άλλον;».
Ε.Κ.: «Δεν μπορώ να απαντήσω στο ποιος θα διαθέσει το χρόνο του να ακούσει μία αφήγηση, αυτό θα το απαντήσουν οι ακροατές. Αυτό που δημιουργώ εγώ τελικά απευθύνεται σε σένα, γιατί, ενώ απευθύνεται σε πολλούς, τελικά ένας ακούει την εκπομπή. Προσωπικά σαν παραγωγός ορίζω τον ένα μου ακροατή. Αυτός υπάρχει πάντα. Πάντα θα έχει αυτόν το χρόνο. Πάντα θα έχει μία γνώμη και θα θέλει να αφήσει ένα σχόλιο. Η σχέση μεταξύ πομπού και δέκτη δε θα πάψει να υφίσταται».
Ι.Λ.: «Οι ομιλητές ανέπτυξαν ο καθένας την άποψή του βάσει της σχέσης που έχει ο καθένας τους με το ράδιο. Από το σύνολο των ομιλιών τι απόσταγμα προκύπτει;».
Ε.Κ.: «Καταρχήν υπήρξε ένας διαρκής αφορισμός για το ραδιόφωνο και από τους ομιλητές και, κατά κάποιον τρόπο, από τους ακροατές. Πέραν των εγκωμίων διέκρινα και έναν μικρό αφορισμό. Εκείνο, όμως, που τελικά μένει είναι ότι το ραδιόφωνο έχει μέλλον. Είναι αισιόδοξο το μέλλον του. Τέθηκε το ζήτημα της παραγωγής, του ποιος μπορεί τελικά να κάνει ραδιόφωνο. Η δυνατότητα τελικά του να γίνεται ένας οποιοσδήποτε ακροατής παραγωγός στη θέση του παραγωγού προβληματίζει για το αν αυτό θα εξασφαλίσει και την ποιότητα στο ραδιόφωνο. Αυτό που εξασφαλίζει, κατά τη γνώμη μου, είναι μία ποικιλία, μία πολυπλοκότητα, πολλές διαφορετικές φωνές. Αυτό εκλαμβάνω εγώ ως αισιόδοξο μήνυμα. Όταν έχουμε πολλές φωνές θα ξεχωρίσουν αυτές που έχουν αξία και ποιότητα στην εποχή της μετριότητας».
Ι.Λ.: «Δίνεται μια ευκαιρία σε περισσότερους ανθρώπους δηλαδή».
Ε.Κ.: «Ορθώς».
Ι.Λ.: «Παλιότερα δεν υπήρχε η ευκαιρία. Ήταν λίγο πιο περιορισμένα τα πράγματα».
Ε.Κ.: «Ναι. Εκεί μας παρέπεμψαν οι ανακοινώσεις των πρώτων ομιλητών που μίλησαν για κάποιους που διατηρούν “ιδιαίτερες” σχέσεις και γι’ αυτό τους δίνεται η δυνατότητα να δουλέψουν στο ραδιόφωνο κτλ. Τώρα πια δε χρειάζεται όλο αυτό».
Ι.Λ.: «Τώρα μπορεί κάποιος από το σπίτι του να οργανώσει μία home made ραδιοφωνική εκπομπή ή και σταθμό».
Ε.Κ.: «Ακριβώς».
Ι.Λ.: «Η αφήγηση, η καλή ιστορία, που ίσως να αποτελεί και ζητούμενο σε όλες τις τέχνες, συνιστά ζητούμενο και του ραδιοφώνου. Και αυτό κάνει τη διαφορά ενός καλού ραδιοφωνικού παραγωγού που θα προσφέρει μία καλή και προσεγμένη παρουσίαση του υλικού του από κάποιον που απλώς φλυαρεί ή και σιωπά. Στη σημερινή εποχή της ταχύτητας, λοιπόν, τι είναι εκείνο που θα ωθήσει κάποιον να ακούσει μία αφήγηση;».
Ε.Κ.: «Ποικίλουν οι απαντήσεις αφού η ραδιοφωνική ακρόαση είναι προσωπική υπόθεση. Όπως, για παράδειγμα, κάποιος ακούει δυνατά δυνατή μουσική σε αντίθεση με κάποιον που ήσυχα ακούει ήσυχη μουσική, αντίστοιχα διαφοροποιούνται και οι λόγοι ακρόασης. Στο ραδιόφωνο ακούς την αφήγηση, ακούς τον αφηγητή, ακούς τους ήχους και τη σιωπή μιας αφήγησης. Έπειτα, η ταχύτητα κάποτε κοπάζει για να δώσει χώρο στην εστίαση μικρών και μεγάλων απολαύσεων. Τότε η μουσική, ο λόγος και η σύνθεση μιας ποιοτικής ραδιοφωνικής εκπομπής μπορούν να αποτελέσουν μοναδικές στιγμές ευχαρίστησης και ικανοποίησης».
Ι.Λ.: «Σήμερα το παραδοσιακό ραδιόφωνο αλλάζει μορφή με τη συμμετοχή του ηλεκτρονικού μέσου. Το ράδιο μπορεί να συνδυάζεται με την εικόνα ή το Τwitter. Ενώ η αφήγηση είναι μία μοναχική διαδικασία. Διασπάται η προσοχή, συμπληρώνεται η αφήγηση ή είναι μία δοκιμασία από την οποία ακόμα διέρχεται το ράδιο και τελικά μένει να διαπιστωθεί η ισορροπία χρήσης των υλικών στη σωστή τους αναλογία;».
Ε.Κ.: «Καταρχήν θα συμφωνήσω με την ισορροπία της χρήσης των υλικών. Απαραίτητη προϋπόθεση στη παντοδυναμία των νέων ηλεκτρονικών μέσων. Ύστερα όμως ας μη ξεχνάμε πως το αυτί, επιστημονικά αποδεδειγμένο ως το λιγότερο “έξυπνο” αισθητήριο όργανο, αρέσκεται στην εικονοποίηση των μηνυμάτων και ειδικότερα στους οριοθέτες της φαντασίας».
Ι.Λ.: «Το ράδιο σήμερα έχει ακροατές;».
Ε.Κ.: «Βεβαίως υπάρχουν πολλοί ακροατές που απολαμβάνουν το ραδιόφωνο. Πολλοί μάλιστα ανταποκρίνονται τηλεφωνικά ή με μηνύματα, παρατηρήσεις και προτιμήσεις. Προσωπικά, απολαμβάνω την επικοινωνία με τους ακροατές μου, η οποία συχνά συμβάλλει στη δημιουργία μιας νέας εκπομπής».
Ι.Λ.: «Ανησυχείτε εσείς για το μέλλον του ραδιοφώνου, γιατί πολλές ανησυχίες εκφράστηκαν σήμερα».
Ε.Κ.: «Καθόλου δεν ανησυχώ. Συμφωνώ με μία ακροάτρια που είπε προς τι τόση βιασύνη και ανησυχία να δημιουργηθεί αυτή η νέα γλώσσα;».
Ι.Λ.: «Τι έχετε να πείτε στο νέο κόσμο που θέλει να δραστηριοποιηθεί στο ραδιόφωνο;».
Ε.Κ.: «Ακούτε ραδιόφωνο, δημιουργήστε ραδιοφωνικές παραγωγές, εκπλήξτε τους εαυτούς σας και τους εν δυνάμει ακροατές σας!».
Ιουλία Λυμπεροπούλου για το CityMag.
Στην ημερίδα συμμετείχαν οι:
Τάκης Καμπύλης, που είναι δημοσιογράφος και Διευθυντής στον Αθήνα 9.84.
Γιάννης Ευσταθιάδης, που είναι συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός.
Μιχάλης Κυριακίδης, που είναι δημοσιογράφος και συνεργάτης του Παντείου Πανεπιστημίου στο τμήμα των ΜΜΕ.
Αποστόλης Καπαρουδάκης, που εργάζεται στο Radio Bubble.
Χρήστος Ξανθάκης, που είναι δημοσιογράφος και εργάζεται στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.
Ελένη Ορνεράκη, που είναι καλλιτεχνική διευθύντρια της Σχολής Ορνεράκη και μουσικός παραγωγός.
Σταύρος Διοσκουρίδης και Παναγιώτης Μένεγος, που είναι δημοσιογράφοι και ραδιοφωνικοί παραγωγοί στη ραδιοφωνική εκπομπή Laternative του Σκάι.
Οι εκπομπές του Εμμανουήλ Κουτσουρέλη στο Τρίτο Πρόγραμμα 90,9 και 95,6 είναι:
Τετάρτη 22:00-23:00 «Διπλή Φαντασία».
Σάββατο 00:00-01:00 «Μίνιμαλ».
Κυριακή 00:00-00:30 «Η Αληθινή Πραγματικότητα».
Θα βρείτε το σχετικό ιστότοπο του Τρίτου Προγράμματος εδώ: http://tvradio.ert.gr/radio/frequencies.asp
__________________________
[1] βλ. «Ιστορική Αναδρομή Ραδιοφώνου (τέλη 19ου αιώνα-1987)», συντάκτρια Βασιλάκη Ζαχαρούλα, σελ. 31. http://www.iom.gr/inst/iom/gallery/ekdoseis/Istoriki%20anadromi.pdf, σελ. 23.
[2] «Ιστορική Αναδρομή Ραδιοφώνου (τέλη 19ου αιώνα –1987)» ό.π., σελ. 26.
Λίγα λόγια για την ιστορία του ραδιοφώνου. Ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη από έναν ιδιώτη το Χρήστο Τσιγγιρίδη το 1928[1]. Ενώ ο πρώτος κρατικός σταθμός ξεκίνησε τη λειτουργία του 10 χρόνια αργότερα το 1938 επί δικτατορίας Μεταξά[2]. Το ραδιόφωνο πέρασε από πολλές φάσεις κινούμενο παράλληλα με την ταραγμένη ιστορία της Ελλάδας. Από τη λογοκρισία και το στενό περιορισμό αυτού του μέσου πέρασε στη φάση πειραματισμού από τη δεκαετία του ’80. Φτάνοντας στο σήμερα ήδη από την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα αρχίζουν, αφορμή του διαδικτύου, η εισροή κόσμου, η επιτάχυνση στο ρυθμό εξέλιξης και εισαγωγής νέων στοιχείων και οι πρώτοι προβληματισμοί για την πτώση της ποιότητας ίσως και την απουσία προσανατολισμού. Για αυτά και άλλα μάς μίλησε ο Εμμανουήλ Κουτσουρέλης.
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Από όσα ακούστηκαν σήμερα ο πρώτος στόχος του ραδιοφώνου είναι η επικοινωνία του με τον ακροατή και γι’ αυτό χρησιμοποιεί τα βασικά υλικά της ανθρώπινης επικοινωνίας γενικότερα: τη φωνή και το λόγο, μία ανθρώπινη φωνή και ένα καλό κείμενο. Κοιτάζοντας τον κόσμο με τα αυτιά, λοιπόν!».
Εμμανουήλ Κουτσουρέλης: «Είναι δανεισμένος ο μισός τίτλος από μία φράση του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ από το Βασιλιά Ληρ: “Μπορεί να δει κανείς τον κόσμο χωρίς μάτια, κοιτάζοντας μόνο με τ’ αυτιά του”.».
Ι.Λ.: «Κατά πόσο συμβαίνει αυτό σήμερα; Σε μία εποχή ταχύτητας που έχουμε ξεχάσει να ακούμε τον άλλον;».
Ε.Κ.: «Δεν μπορώ να απαντήσω στο ποιος θα διαθέσει το χρόνο του να ακούσει μία αφήγηση, αυτό θα το απαντήσουν οι ακροατές. Αυτό που δημιουργώ εγώ τελικά απευθύνεται σε σένα, γιατί, ενώ απευθύνεται σε πολλούς, τελικά ένας ακούει την εκπομπή. Προσωπικά σαν παραγωγός ορίζω τον ένα μου ακροατή. Αυτός υπάρχει πάντα. Πάντα θα έχει αυτόν το χρόνο. Πάντα θα έχει μία γνώμη και θα θέλει να αφήσει ένα σχόλιο. Η σχέση μεταξύ πομπού και δέκτη δε θα πάψει να υφίσταται».
Ι.Λ.: «Οι ομιλητές ανέπτυξαν ο καθένας την άποψή του βάσει της σχέσης που έχει ο καθένας τους με το ράδιο. Από το σύνολο των ομιλιών τι απόσταγμα προκύπτει;».
Ε.Κ.: «Καταρχήν υπήρξε ένας διαρκής αφορισμός για το ραδιόφωνο και από τους ομιλητές και, κατά κάποιον τρόπο, από τους ακροατές. Πέραν των εγκωμίων διέκρινα και έναν μικρό αφορισμό. Εκείνο, όμως, που τελικά μένει είναι ότι το ραδιόφωνο έχει μέλλον. Είναι αισιόδοξο το μέλλον του. Τέθηκε το ζήτημα της παραγωγής, του ποιος μπορεί τελικά να κάνει ραδιόφωνο. Η δυνατότητα τελικά του να γίνεται ένας οποιοσδήποτε ακροατής παραγωγός στη θέση του παραγωγού προβληματίζει για το αν αυτό θα εξασφαλίσει και την ποιότητα στο ραδιόφωνο. Αυτό που εξασφαλίζει, κατά τη γνώμη μου, είναι μία ποικιλία, μία πολυπλοκότητα, πολλές διαφορετικές φωνές. Αυτό εκλαμβάνω εγώ ως αισιόδοξο μήνυμα. Όταν έχουμε πολλές φωνές θα ξεχωρίσουν αυτές που έχουν αξία και ποιότητα στην εποχή της μετριότητας».
Ι.Λ.: «Δίνεται μια ευκαιρία σε περισσότερους ανθρώπους δηλαδή».
Ε.Κ.: «Ορθώς».
Ι.Λ.: «Παλιότερα δεν υπήρχε η ευκαιρία. Ήταν λίγο πιο περιορισμένα τα πράγματα».
Ε.Κ.: «Ναι. Εκεί μας παρέπεμψαν οι ανακοινώσεις των πρώτων ομιλητών που μίλησαν για κάποιους που διατηρούν “ιδιαίτερες” σχέσεις και γι’ αυτό τους δίνεται η δυνατότητα να δουλέψουν στο ραδιόφωνο κτλ. Τώρα πια δε χρειάζεται όλο αυτό».
Ι.Λ.: «Τώρα μπορεί κάποιος από το σπίτι του να οργανώσει μία home made ραδιοφωνική εκπομπή ή και σταθμό».
Ε.Κ.: «Ακριβώς».
Ι.Λ.: «Η αφήγηση, η καλή ιστορία, που ίσως να αποτελεί και ζητούμενο σε όλες τις τέχνες, συνιστά ζητούμενο και του ραδιοφώνου. Και αυτό κάνει τη διαφορά ενός καλού ραδιοφωνικού παραγωγού που θα προσφέρει μία καλή και προσεγμένη παρουσίαση του υλικού του από κάποιον που απλώς φλυαρεί ή και σιωπά. Στη σημερινή εποχή της ταχύτητας, λοιπόν, τι είναι εκείνο που θα ωθήσει κάποιον να ακούσει μία αφήγηση;».
Ε.Κ.: «Ποικίλουν οι απαντήσεις αφού η ραδιοφωνική ακρόαση είναι προσωπική υπόθεση. Όπως, για παράδειγμα, κάποιος ακούει δυνατά δυνατή μουσική σε αντίθεση με κάποιον που ήσυχα ακούει ήσυχη μουσική, αντίστοιχα διαφοροποιούνται και οι λόγοι ακρόασης. Στο ραδιόφωνο ακούς την αφήγηση, ακούς τον αφηγητή, ακούς τους ήχους και τη σιωπή μιας αφήγησης. Έπειτα, η ταχύτητα κάποτε κοπάζει για να δώσει χώρο στην εστίαση μικρών και μεγάλων απολαύσεων. Τότε η μουσική, ο λόγος και η σύνθεση μιας ποιοτικής ραδιοφωνικής εκπομπής μπορούν να αποτελέσουν μοναδικές στιγμές ευχαρίστησης και ικανοποίησης».
Ι.Λ.: «Σήμερα το παραδοσιακό ραδιόφωνο αλλάζει μορφή με τη συμμετοχή του ηλεκτρονικού μέσου. Το ράδιο μπορεί να συνδυάζεται με την εικόνα ή το Τwitter. Ενώ η αφήγηση είναι μία μοναχική διαδικασία. Διασπάται η προσοχή, συμπληρώνεται η αφήγηση ή είναι μία δοκιμασία από την οποία ακόμα διέρχεται το ράδιο και τελικά μένει να διαπιστωθεί η ισορροπία χρήσης των υλικών στη σωστή τους αναλογία;».
Ε.Κ.: «Καταρχήν θα συμφωνήσω με την ισορροπία της χρήσης των υλικών. Απαραίτητη προϋπόθεση στη παντοδυναμία των νέων ηλεκτρονικών μέσων. Ύστερα όμως ας μη ξεχνάμε πως το αυτί, επιστημονικά αποδεδειγμένο ως το λιγότερο “έξυπνο” αισθητήριο όργανο, αρέσκεται στην εικονοποίηση των μηνυμάτων και ειδικότερα στους οριοθέτες της φαντασίας».
Ι.Λ.: «Το ράδιο σήμερα έχει ακροατές;».
Ε.Κ.: «Βεβαίως υπάρχουν πολλοί ακροατές που απολαμβάνουν το ραδιόφωνο. Πολλοί μάλιστα ανταποκρίνονται τηλεφωνικά ή με μηνύματα, παρατηρήσεις και προτιμήσεις. Προσωπικά, απολαμβάνω την επικοινωνία με τους ακροατές μου, η οποία συχνά συμβάλλει στη δημιουργία μιας νέας εκπομπής».
Ι.Λ.: «Ανησυχείτε εσείς για το μέλλον του ραδιοφώνου, γιατί πολλές ανησυχίες εκφράστηκαν σήμερα».
Ε.Κ.: «Καθόλου δεν ανησυχώ. Συμφωνώ με μία ακροάτρια που είπε προς τι τόση βιασύνη και ανησυχία να δημιουργηθεί αυτή η νέα γλώσσα;».
Ι.Λ.: «Τι έχετε να πείτε στο νέο κόσμο που θέλει να δραστηριοποιηθεί στο ραδιόφωνο;».
Ε.Κ.: «Ακούτε ραδιόφωνο, δημιουργήστε ραδιοφωνικές παραγωγές, εκπλήξτε τους εαυτούς σας και τους εν δυνάμει ακροατές σας!».
Ιουλία Λυμπεροπούλου για το CityMag.
Στην ημερίδα συμμετείχαν οι:
Τάκης Καμπύλης, που είναι δημοσιογράφος και Διευθυντής στον Αθήνα 9.84.
Γιάννης Ευσταθιάδης, που είναι συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός.
Μιχάλης Κυριακίδης, που είναι δημοσιογράφος και συνεργάτης του Παντείου Πανεπιστημίου στο τμήμα των ΜΜΕ.
Αποστόλης Καπαρουδάκης, που εργάζεται στο Radio Bubble.
Χρήστος Ξανθάκης, που είναι δημοσιογράφος και εργάζεται στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.
Ελένη Ορνεράκη, που είναι καλλιτεχνική διευθύντρια της Σχολής Ορνεράκη και μουσικός παραγωγός.
Σταύρος Διοσκουρίδης και Παναγιώτης Μένεγος, που είναι δημοσιογράφοι και ραδιοφωνικοί παραγωγοί στη ραδιοφωνική εκπομπή Laternative του Σκάι.
Οι εκπομπές του Εμμανουήλ Κουτσουρέλη στο Τρίτο Πρόγραμμα 90,9 και 95,6 είναι:
Τετάρτη 22:00-23:00 «Διπλή Φαντασία».
Σάββατο 00:00-01:00 «Μίνιμαλ».
Κυριακή 00:00-00:30 «Η Αληθινή Πραγματικότητα».
Θα βρείτε το σχετικό ιστότοπο του Τρίτου Προγράμματος εδώ: http://tvradio.ert.gr/radio/frequencies.asp
__________________________
[1] βλ. «Ιστορική Αναδρομή Ραδιοφώνου (τέλη 19ου αιώνα-1987)», συντάκτρια Βασιλάκη Ζαχαρούλα, σελ. 31. http://www.iom.gr/inst/iom/gallery/ekdoseis/Istoriki%20anadromi.pdf, σελ. 23.
[2] «Ιστορική Αναδρομή Ραδιοφώνου (τέλη 19ου αιώνα –1987)» ό.π., σελ. 26.