Φρικαντέλα
«Όλα χωρούν, αλλά πρέπει και να δημιουργήσουμε αυτόν το χώρο για τον άνθρωπο δίπλα μας ώστε να μεγαλώσει, να ωριμάσει, για τον ξένο που έρχεται να βρει καλύτερη τύχη, για εμάς τους ίδιους».
Όλα ξεκίνησαν την ημέρα που με πήρε ένας καλός φίλος και μου πρότεινε να πάμε να ακούσουμε τους Φρικαντέλα (Freekandela). Συνέβαινε να γνωρίζω ένα από τα παιδιά του γκρουπ ήδη από τα Γιάννενα, το Γιάννη Μπουντέκα, και θυμόμουν ότι έπαιζε κιθάρα, αλλά δεν είχε τύχει ποτέ να τον ακούσω. Η πρώτη πληροφορία, λοιπόν, ήταν ότι θα πηγαίναμε σε μία ταβέρνα όπου θα συνδυαζόταν η ακρόαση με φαγητό. Α, ωραία, είπα στο φίλο μου, να προλάβουμε να τα πούμε κιόλας! Τι να φανταστεί κανείς όταν του μιλούν για μουσική που παίζεται σε ταβέρνα; Χιλιοπαιγμένα κομμάτια με συγκεκριμένο τρόπο και, πολύ συχνά, με κακό ήχο. Θα σου αρέσουν, επέμεινε ο φίλος μου. Μου έλεγε ήδη από καιρό να γνωρίσω τα παιδιά, γιατί ήταν σίγουρος ότι θα καταλάβαινα προς τι τόση επιμονή. Δεν έφερα αντίρρηση, είμαι ούτως ή άλλως ανοιχτή σε ό,τι περιλαμβάνει η λέξη ‒ «έννοια» εμπειρία ή πρόκληση με στόχο την εσωτερική εξέλιξη και την ανακάλυψη μονοπατιών, που υποδεικνύουν νέους ορίζοντες.
Τελικά, από εκεί που είχα συμβιβαστεί με τη σκέψη της ταβέρνας βρεθήκαμε σε έναν πολύ μικρό εναλλακτικό χώρο ελεύθερης έκφρασης και πειραματισμού, όχι σε μαγαζί, όπου οργανώνονται διάφορα ωραία πράγματα, όπως θεατρικά, yoga, μικρές συναυλίες. Λιτός, απέριττος ο χώρος, με σχεδόν αυτοσχέδια καθίσματα φτιαγμένα από λευκό αφρολέξ σε σχήμα πάγκου. Το ενδιαφέρον είναι ότι εν καιρώ κρίσης το εισιτήριο περιορίζεται σε ένα συμβολικό ποσό για το κρασί και σε ό,τι ο καθένας αποχωρώντας προαιρείται να δώσει για τη συντήρηση του χώρου. Που σημαίνει ότι, αν κανείς βρεθεί εκεί, αξίζει τον κόπο να αφήσει ένα δύο ευρώ, ώστε να μπορούν άνθρωποι σαν τους Φρικαντέλα να παρουσιάζουν τη δουλειά τους!
Στο Zp87 στα Εξάρχεια , λοιπόν, πήγαμε νωρίς και πιάσαμε πρώτο πάγκο σκηνή. Στην αρχή, έλεγες, δε θα μαζευτεί κόσμος, θα είμαστε άνετα. Σιγά σιγά, όμως, ο κόσμος σε δυάδες και παρέες ολοένα συνωστιζόταν, μέχρι που οι πιο πολλοί ήταν πλέον όρθιοι. Άρχισα να σκέφτομαι ότι τα παιδιά πρέπει να είχαν φίλους και κοινό που τους ακολουθούσαν πιστά ακόμα και υπό συνθήκες όχι ιδιαίτερα «ευχάριστες» για ένα μέσο Έλληνα ακροατή. Ο τελευταίος επιθυμεί συνήθως την άνεσή του, το τσιγάρο του και έχει συνδυάσει την ησυχία με σχολείο, εκκλησία ή θέατρο και τη μουσική με ταβέρνα ή θορυβώδη συναυλία σε μαγαζί ή ανοιχτό χώρο. Αυτό αποτέλεσε ένα πρώτο στοιχείο που ενέτεινε ακόμα πιο πολύ την περιέργειά μου για το τι οσονούπω θα άκουγα. Η στιγμή της αποκάλυψης δεν άργησε…
Τα παιδιά πήραν θέσεις, τα όργανα κουρδίστηκαν, τα φώτα χαμήλωσαν, η πρώτη στιχομυθία για το καλωσόρισμα του κοινού με παιχνιδιάρικο ύφος ως μέρος του σόου και της επικοινωνιακής διάθεσης, που θα έπρεπε να έχει ο επί σκηνής καλλιτέχνης, συντελέστηκε και… οι πρώτες νότες διαχύθηκαν δονώντας το μικρό χώρο, που απέκτησε μεμιάς έναν αέρα μυσταγωγικό. Οι υπόλοιποι γνώριζαν, εγώ μούδιασα ολόκληρη. Καθηλώθηκα ν’ ακούω μαγεμένη τις μελωδίες και το ένα τραγούδι μετά το άλλο κατέκτησαν μία θέση στο σεντούκι των πολύτιμων εμπειριών μου. Κάποια από τα τραγούδια ήταν γνωστά, αλλά πολύ δημιουργικά «πειραγμένα» γίνονταν καινούρια τραγούδια ιδωμένα από νέα οπτική. Ελληνικά παραδοσιακά, μία μελωδική ταραντέλα, Γιάννης Αγγελάκας, Νίκος Κυπουργός, αισθαντικά τραγούδια που είχε γράψει ο Γιάννης Μπουντέκας εφάμιλλα των άλλων καλλιτεχνικά στο είδος που υπηρετούν ενθουσίαζαν το κοινό, που εξίσου συνεπαρμένο παρακολουθούσε.
Αυτό ήταν, ερωτεύτηκα! Από εδώ και πέρα θα σκέφτομαι Φρικαντέλα και θα ανατριχιάζω, από ευχαρίστηση και με προσμονή για την επόμενη συνάντηση. Ευτυχώς έγινε σύντομα, εφόσον βρεθήκαμε ξανά όλοι μαζί στο σπίτι της Χρυσούλας για τη συνέντευξη. Δεν έχασα ευκαιρία, εννοείται! Εκεί γνωριστήκαμε καλύτερα με τα παιδιά μέσα από μία χορταστική συζήτηση.
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Πώς προέκυψε ένα τόσο ιδιαίτερο όνομα; Τι σημαίνει Φρικαντέλα;».
Χρυσούλα Κεχαγιόγλου: «Το όνομα ήταν εύρημα του Γιάννη Μπουντέκα και προέρχεται από ένα ελληνικό παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά με ηρωίδα τη μάγισσα Φρικαντέλα. Αυτή, λοιπόν, μισεί οτιδήποτε καλό, και κυρίως τα Χριστούγεννα. Το αστείο είναι ότι όποια λέξη έχει ως πρώτο συνθετικό το επίθετο καλός, και ως λογοπαίγνιο, βέβαια, το αλλάζει. Έτσι προκύπτουν, για παράδειγμα, τα κακώδια, η Κακαμπάκα, τα Κακάβρυτα κτλ.».
Ι.Λ.: «Το όνομα πώς εκφράζει εσάς; Η ενέργεια που βγάζετε είναι θετική!».
Γιάννης Δεσποτάκης: «Συνδυάζοντας ηχητικά τα αγγλικά με τα ισπανικά, το όνομα μπορεί να σημαίνει διάφορα πράγματα. Free (=ελεύθερος) και candela (=κερί)».
Ι.Λ.: «Κερί που λαμπαδιάζει και άλλοτε σιγοκαίει και άλλοτε πυρακτώνεται».
Γιάννης Μπουντέκας: «Από την πρώτη στιγμή που είδα το όνομα μου έμεινε κατευθείαν στο μυαλό. Γιατί ο τρόπος που παίζουμε εμείς έχει και μία δόση φρίκης».
Ι.Λ.: «Εκεί συνδυάζεται το freak (=φρικάρω, φρικιό) και candela».
Γ.Μ.: «Ναι, επειδή κάνουμε, κυρίως, όχι μόνο, διασκευές ελληνικών κομματιών. Είμαστε καταστροφείς κομματιών, όχι διασκευαστές (γέλια). Ήθελα, επίσης, να έχει ελληνικό στοιχείο το όνομα του γκρουπ. Δεν ήθελα να είναι ξένο».
Ι.Λ.: «Πείτε μου λίγα λόγια για την ιστορία δημιουργίας του γκρουπ».
Χ.Κ.: «Γνωριστήκαμε στα Γιάννενα με το Γιάννη Μπουντέκα ως φοιτητές αλλά και μουσικά. Κάνω την πτυχιακή μου τώρα στο τμήμα λογοθεραπείας! Όταν βρεθήκαμε ξανά στην Αθήνα, θέλαμε πάλι να παίξουμε μαζί. Στην αρχή σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα ντουέτο με φωνή και κιθάρα. Τότε γνώρισα το Μιχάλη Καταχανά εκεί που έπαιζα και του είπα επίσης να έρθει».
Γ.Μ.: «Εκείνη την εποχή παίζαμε ευκαιριακά με μαγαζιά, σε ταβέρνες. Κάπως έτσι αρχίσαμε να δένουμε σιγά σιγά».
Χ.Κ.: «Αυτό όμως δεν μπορούσε να συνεχιστεί, γιατί κανείς μας δεν είχε και δεν έχει την τάση να εκτελεί τα κομμάτια έτσι όπως ακριβώς είναι. Ξεκινήσαμε να παίζουμε ως τρίο και μετά ο Μιχάλης συνεργάστηκε κάπου με το Γιάννη Δεσποτάκη, για καλή μας τύχη, και τον έφερε στο συγκρότημα».
Ι.Λ.: «Ως κουαρτέτο ταιριάζετε πάρα πολύ. Ο καθένας βάζει την πινελιά του. Τα διαφορετικά χαρακτηριστικά σας δένουν αρμονικά μεταξύ τους. Συναδελφικά, επίσης, σέβεστε ο ένας τον άλλον και αυτό βγαίνει στη σκηνή. Πείτε μου δύο λόγια ο καθένας για την προσωπική του πορεία. Ας ξεκινήσουμε από το Γιάννη Μπουντέκα».
Γ.Μ.: «Έχω σπουδάσει φυσική στα Γιάννενα. Στη μουσική ήμουν και παραμένω ερασιτέχνης. Είμαι αυτοδίδαχτος κιθαρίστας. Κάποια στιγμή άρχισε να με ενδιαφέρει το να βγάλω δικά μου πράγματα. Αντίθετα, το να αναπαράγω διαρκώς και με τον ίδιο τρόπο κομμάτια άλλων δε με αφορούσε καλλιτεχνικά. Τώρα το κάνουμε με μία προσωπική ματιά. Έπαιζα, λοιπόν, σε μαγαζιά στα Γιάννενα. Μετά γνώρισα τη Χρυσούλα και είπαμε να συνεργαστούμε. Κάναμε διασκευές ξένων κομματιών, που τους δίναμε ακουστικό χαρακτήρα. Παράλληλα, άρχισα να γράφω και δικά μου κομμάτια… Ώσπου καταλήξαμε εδώ. Τώρα υπάρχουν οι Φρικαντέλα. Με τη Χρυσούλα και άλλους τρεις μουσικούς είμαστε σε μία άλλη μπάντα τους blindtrip, όπου γράφουμε εμείς τα κομμάτια σε ξένο στίχο. Ο στόχος μου για τους Φρικαντέλα είναι να μη μείνουμε στη διασκευή, να κάνουμε δικά μας πράγματα. Γι’ αυτό είμαι ανοιχτός στη δημιουργία και απέναντι σε όποιον θέλει να δημιουργήσει».
Χ.Κ.: «Είμαι από τη Σύρο. Η μαμά και η γιαγιά μου επίσης τραγουδούν πολύ ωραία. Δεν είχαμε όμως επαγγελματία στην οικογένεια μέχρι που εμφανίστηκα εγώ. Κάναμε πολύ συχνά και ακόμα κάνουμε γλέντια. Γι’ αυτό έχω μία αίσθηση για τη μουσική, η οποία δεν είναι ακριβώς επαγγελματική, όπως είπε πριν και ο Γιάννης, ενώ είμαι επαγγελματίας πολλά χρόνια. Βασικά, μόνο αυτή τη δουλειά έχω κάνει. Δεν έχω κάνει κάτι άλλο. Τη μουσική, όμως, δεν έχει νόημα να τη δεις ως επάγγελμα. Πρώτον, γιατί δεν αποφέρει κέρδος πλέον ως επάγγελμα, αλλά κυρίως γιατί την περιορίζεις πάρα πολύ. Δηλαδή η φράση “παίζω μουσική”, όπως λέει ένας φίλος στη Σύρο, δεν είναι καθόλου τυχαία. Η μουσική είναι ένα παιχνίδι. Το νόημα κρύβεται στο να ανακαλύψεις τον εαυτό σου και να τον βγάλεις προς τα έξω με κάποιον τρόπο. Η επιτυχία των Φρικαντέλα νομίζω ότι οφείλεται σε αυτό, ότι, ενώ ο καθένας μας μουσικά προέρχεται από άλλο πλανήτη, υπάρχει μία κοινή αισθητική. Μας βοηθούν οι πολλές πρόβες και η κοινή συνισταμένη στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα κομμάτια. Δισκογραφικά επιπλέον έχω συμμετάσχει σε διάφορες δουλειές. Εκτός από τους blindtrip, που ανέφερε ο Γιάννης, είμαι και στους Ιέρνις. Εκεί παίζουμε κέλτικα, σκοτσέζικα, φλαμανδικά, ιρλανδικά, διάφορα. Μου αρέσουν πολύ τα παραδοσιακά τραγούδια των χωρών. Στα Γιάννενα το ανακάλυψα αυτό, γιατί γράφτηκα σε ένα χορευτικό. Και, ενώ πριν δεν τραγουδούσα παραδοσιακά, τα θεωρούσα δύσκολα, τώρα μου αρέσει πολύ. Βάζουμε στοιχεία και στο γκρουπ από παραδοσιακές αρμονίες. Οι Φρικαντέλα είναι το πάθος μου. Αυτή τη στιγμή είναι η κυρίαρχη και πιο δημιουργική ασχολία μου στη μουσική».
Γ.Δ.: «Θα αρχίσω από την αρχή, από κτίσεως κόσμου, που λένε (γέλια). Όταν ήμουν πέντε χρονών, βρήκα στην κουζίνα chop sticks για κινέζικο και χρησιμοποιώντας κάτι βολικές καρέκλες με ξύλινα στοιχεία και πετσί ανακάλυψα αυτόματα τις μπαγκέτες και το ρυθμικό χτύπημα. Στα οχτώ μου χρόνια ξεκίνησα να παίζω πιάνο. Στα δέκα μου είχα μία καθηγήτρια που φιλοδοξούσε να με εξοικειώσει με το πολύ αυστηρό, κλασικό ρεπερτόριο. Ήταν και η ίδια πολύ αυστηρή. Χειροδικούσε σε κάθε λάθος. Ένα μάθημα κάναμε, κλείστηκα στο μπάνιο και δεν έβγαινα, αν δεν έφευγε πρώτα εκείνη από το σπίτι. Ευτυχώς, δεν ξανάρθε. Μετά έκανα τέσσερα χρόνια κιθάρα με ένα δάσκαλο-μαλλιά, που τον βρήκα σε μία βιτρίνα να παίζει και με εντυπωσίασε. Ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος, με έβαλε στο κλίμα. Μου έμαθε τα πάντα. Ήταν ένας από τους δασκάλους με τον οποίο δεθήκαμε πολύ. Και, παρότι δε γέμιζε σε πολλούς το μάτι ως αυτοδίδακτος ‒γιατί επικρατεί ένα κλίμα ακαδημαϊσμού‒, υπήρξε πολύ γενναιόδωρος μαζί μου. Τα τελευταία δώδεκα χρόνια γνώρισα την ινδική μουσική. Είχα την τύχη να δεχτώ μαθήματα από έναν Ινδό δάσκαλο σε παραδοσιακά κρουστά ινδικά τάβλας, στο Πακιστάν επίσης και στο Βερολίνο, όταν έζησα εκεί. Για να γυρίσω πίσω, καθώς, λοιπόν, έπαιζα στους καναπέδες όταν οι υπόλοιποι έπαιζαν play station, συνέβη να γνωρίσω έναν ντράμερ. Ενδέχεται να είναι από τους κορυφαίους ντράμερ πανελλαδικά, ίσως και παγκοσμίως, ο Κώστας Αναστασιάδης. Γνωριζόμαστε γύρω στα δέκα χρόνια. Τυπικά δεν έχουμε κάνει μάθημα, αλλά μόνη της η γνωριμία και η συναναστροφή μαζί του είναι ένα μάθημα. Έχει αναλύσει τη ρυθμολογία σε βαθμό “κακουργήματος”. Στη συνέχεια σπούδασα δύο χρόνια ηχοληψία. Μετά πήγα στην Ολλανδία το διάστημα 2003-2005. Στο Άμστερνταμ αποφάσισα να αφήσω το bachelor, που είχα ξεκινήσει στην ηχοληψία, συνειδητοποιώντας ότι είχα πάει εκεί για να παίξω μουσική. Έπαιζα στο δρόμο, γνώρισα πάρα πολλούς μουσικούς. Επέστρεψα, έκανα τρία χρόνια εντατικά μαθήματα με το Νίκο Καπιλίδη και μετά μετακόμισα στο Βερολίνο. Συνέχισα να παίζω στο δρόμο. Γνώρισα κι άλλους μουσικούς, ανθρώπους ανοιχτούς απέναντι σε οτιδήποτε, στη ζωή, στη σκηνή, στο μυαλό και στο παίξιμο. Με βάλανε σε άλλον κόσμο, τελείως διαφορετικό. Έγινε αυτό το παιχνίδι, που έλεγε και η Χρυσούλα πριν, το οποίο, παρ’ όλους τους κινδύνους, είναι καταπληκτικό. Είναι μία παιδική χαρά γενναιότητας. Συνεργάστηκα με διάφορους μουσικούς. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια με τον Παναγιώτη Αθανασόπουλο. Φτιάξαμε στο Βερολίνο ένα σχήμα τους Masterz Of The Stringz με παραλλαγές στο χρόνο. Είμαστε πλέον δώδεκα μουσικοί. Τα τελευταία τρία χρόνια προέκυψε επίσης μία συνεργασία με τη Σαβίνα Γιαννάτου, με την οποία γνωριστήκαμε στο μουσικό χωριό. Το 2010 συνάντησα το Μιχάλη Καταχανά, κάναμε μαζί το πρώτο live, γνώρισα τη Χρυσούλα και τώρα είμαστε στους νυν Φρικαντέλα».
Χρυσούλα Κεχαγιόγλου: «Το όνομα ήταν εύρημα του Γιάννη Μπουντέκα και προέρχεται από ένα ελληνικό παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά με ηρωίδα τη μάγισσα Φρικαντέλα. Αυτή, λοιπόν, μισεί οτιδήποτε καλό, και κυρίως τα Χριστούγεννα. Το αστείο είναι ότι όποια λέξη έχει ως πρώτο συνθετικό το επίθετο καλός, και ως λογοπαίγνιο, βέβαια, το αλλάζει. Έτσι προκύπτουν, για παράδειγμα, τα κακώδια, η Κακαμπάκα, τα Κακάβρυτα κτλ.».
Ι.Λ.: «Το όνομα πώς εκφράζει εσάς; Η ενέργεια που βγάζετε είναι θετική!».
Γιάννης Δεσποτάκης: «Συνδυάζοντας ηχητικά τα αγγλικά με τα ισπανικά, το όνομα μπορεί να σημαίνει διάφορα πράγματα. Free (=ελεύθερος) και candela (=κερί)».
Ι.Λ.: «Κερί που λαμπαδιάζει και άλλοτε σιγοκαίει και άλλοτε πυρακτώνεται».
Γιάννης Μπουντέκας: «Από την πρώτη στιγμή που είδα το όνομα μου έμεινε κατευθείαν στο μυαλό. Γιατί ο τρόπος που παίζουμε εμείς έχει και μία δόση φρίκης».
Ι.Λ.: «Εκεί συνδυάζεται το freak (=φρικάρω, φρικιό) και candela».
Γ.Μ.: «Ναι, επειδή κάνουμε, κυρίως, όχι μόνο, διασκευές ελληνικών κομματιών. Είμαστε καταστροφείς κομματιών, όχι διασκευαστές (γέλια). Ήθελα, επίσης, να έχει ελληνικό στοιχείο το όνομα του γκρουπ. Δεν ήθελα να είναι ξένο».
Ι.Λ.: «Πείτε μου λίγα λόγια για την ιστορία δημιουργίας του γκρουπ».
Χ.Κ.: «Γνωριστήκαμε στα Γιάννενα με το Γιάννη Μπουντέκα ως φοιτητές αλλά και μουσικά. Κάνω την πτυχιακή μου τώρα στο τμήμα λογοθεραπείας! Όταν βρεθήκαμε ξανά στην Αθήνα, θέλαμε πάλι να παίξουμε μαζί. Στην αρχή σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα ντουέτο με φωνή και κιθάρα. Τότε γνώρισα το Μιχάλη Καταχανά εκεί που έπαιζα και του είπα επίσης να έρθει».
Γ.Μ.: «Εκείνη την εποχή παίζαμε ευκαιριακά με μαγαζιά, σε ταβέρνες. Κάπως έτσι αρχίσαμε να δένουμε σιγά σιγά».
Χ.Κ.: «Αυτό όμως δεν μπορούσε να συνεχιστεί, γιατί κανείς μας δεν είχε και δεν έχει την τάση να εκτελεί τα κομμάτια έτσι όπως ακριβώς είναι. Ξεκινήσαμε να παίζουμε ως τρίο και μετά ο Μιχάλης συνεργάστηκε κάπου με το Γιάννη Δεσποτάκη, για καλή μας τύχη, και τον έφερε στο συγκρότημα».
Ι.Λ.: «Ως κουαρτέτο ταιριάζετε πάρα πολύ. Ο καθένας βάζει την πινελιά του. Τα διαφορετικά χαρακτηριστικά σας δένουν αρμονικά μεταξύ τους. Συναδελφικά, επίσης, σέβεστε ο ένας τον άλλον και αυτό βγαίνει στη σκηνή. Πείτε μου δύο λόγια ο καθένας για την προσωπική του πορεία. Ας ξεκινήσουμε από το Γιάννη Μπουντέκα».
Γ.Μ.: «Έχω σπουδάσει φυσική στα Γιάννενα. Στη μουσική ήμουν και παραμένω ερασιτέχνης. Είμαι αυτοδίδαχτος κιθαρίστας. Κάποια στιγμή άρχισε να με ενδιαφέρει το να βγάλω δικά μου πράγματα. Αντίθετα, το να αναπαράγω διαρκώς και με τον ίδιο τρόπο κομμάτια άλλων δε με αφορούσε καλλιτεχνικά. Τώρα το κάνουμε με μία προσωπική ματιά. Έπαιζα, λοιπόν, σε μαγαζιά στα Γιάννενα. Μετά γνώρισα τη Χρυσούλα και είπαμε να συνεργαστούμε. Κάναμε διασκευές ξένων κομματιών, που τους δίναμε ακουστικό χαρακτήρα. Παράλληλα, άρχισα να γράφω και δικά μου κομμάτια… Ώσπου καταλήξαμε εδώ. Τώρα υπάρχουν οι Φρικαντέλα. Με τη Χρυσούλα και άλλους τρεις μουσικούς είμαστε σε μία άλλη μπάντα τους blindtrip, όπου γράφουμε εμείς τα κομμάτια σε ξένο στίχο. Ο στόχος μου για τους Φρικαντέλα είναι να μη μείνουμε στη διασκευή, να κάνουμε δικά μας πράγματα. Γι’ αυτό είμαι ανοιχτός στη δημιουργία και απέναντι σε όποιον θέλει να δημιουργήσει».
Χ.Κ.: «Είμαι από τη Σύρο. Η μαμά και η γιαγιά μου επίσης τραγουδούν πολύ ωραία. Δεν είχαμε όμως επαγγελματία στην οικογένεια μέχρι που εμφανίστηκα εγώ. Κάναμε πολύ συχνά και ακόμα κάνουμε γλέντια. Γι’ αυτό έχω μία αίσθηση για τη μουσική, η οποία δεν είναι ακριβώς επαγγελματική, όπως είπε πριν και ο Γιάννης, ενώ είμαι επαγγελματίας πολλά χρόνια. Βασικά, μόνο αυτή τη δουλειά έχω κάνει. Δεν έχω κάνει κάτι άλλο. Τη μουσική, όμως, δεν έχει νόημα να τη δεις ως επάγγελμα. Πρώτον, γιατί δεν αποφέρει κέρδος πλέον ως επάγγελμα, αλλά κυρίως γιατί την περιορίζεις πάρα πολύ. Δηλαδή η φράση “παίζω μουσική”, όπως λέει ένας φίλος στη Σύρο, δεν είναι καθόλου τυχαία. Η μουσική είναι ένα παιχνίδι. Το νόημα κρύβεται στο να ανακαλύψεις τον εαυτό σου και να τον βγάλεις προς τα έξω με κάποιον τρόπο. Η επιτυχία των Φρικαντέλα νομίζω ότι οφείλεται σε αυτό, ότι, ενώ ο καθένας μας μουσικά προέρχεται από άλλο πλανήτη, υπάρχει μία κοινή αισθητική. Μας βοηθούν οι πολλές πρόβες και η κοινή συνισταμένη στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα κομμάτια. Δισκογραφικά επιπλέον έχω συμμετάσχει σε διάφορες δουλειές. Εκτός από τους blindtrip, που ανέφερε ο Γιάννης, είμαι και στους Ιέρνις. Εκεί παίζουμε κέλτικα, σκοτσέζικα, φλαμανδικά, ιρλανδικά, διάφορα. Μου αρέσουν πολύ τα παραδοσιακά τραγούδια των χωρών. Στα Γιάννενα το ανακάλυψα αυτό, γιατί γράφτηκα σε ένα χορευτικό. Και, ενώ πριν δεν τραγουδούσα παραδοσιακά, τα θεωρούσα δύσκολα, τώρα μου αρέσει πολύ. Βάζουμε στοιχεία και στο γκρουπ από παραδοσιακές αρμονίες. Οι Φρικαντέλα είναι το πάθος μου. Αυτή τη στιγμή είναι η κυρίαρχη και πιο δημιουργική ασχολία μου στη μουσική».
Γ.Δ.: «Θα αρχίσω από την αρχή, από κτίσεως κόσμου, που λένε (γέλια). Όταν ήμουν πέντε χρονών, βρήκα στην κουζίνα chop sticks για κινέζικο και χρησιμοποιώντας κάτι βολικές καρέκλες με ξύλινα στοιχεία και πετσί ανακάλυψα αυτόματα τις μπαγκέτες και το ρυθμικό χτύπημα. Στα οχτώ μου χρόνια ξεκίνησα να παίζω πιάνο. Στα δέκα μου είχα μία καθηγήτρια που φιλοδοξούσε να με εξοικειώσει με το πολύ αυστηρό, κλασικό ρεπερτόριο. Ήταν και η ίδια πολύ αυστηρή. Χειροδικούσε σε κάθε λάθος. Ένα μάθημα κάναμε, κλείστηκα στο μπάνιο και δεν έβγαινα, αν δεν έφευγε πρώτα εκείνη από το σπίτι. Ευτυχώς, δεν ξανάρθε. Μετά έκανα τέσσερα χρόνια κιθάρα με ένα δάσκαλο-μαλλιά, που τον βρήκα σε μία βιτρίνα να παίζει και με εντυπωσίασε. Ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος, με έβαλε στο κλίμα. Μου έμαθε τα πάντα. Ήταν ένας από τους δασκάλους με τον οποίο δεθήκαμε πολύ. Και, παρότι δε γέμιζε σε πολλούς το μάτι ως αυτοδίδακτος ‒γιατί επικρατεί ένα κλίμα ακαδημαϊσμού‒, υπήρξε πολύ γενναιόδωρος μαζί μου. Τα τελευταία δώδεκα χρόνια γνώρισα την ινδική μουσική. Είχα την τύχη να δεχτώ μαθήματα από έναν Ινδό δάσκαλο σε παραδοσιακά κρουστά ινδικά τάβλας, στο Πακιστάν επίσης και στο Βερολίνο, όταν έζησα εκεί. Για να γυρίσω πίσω, καθώς, λοιπόν, έπαιζα στους καναπέδες όταν οι υπόλοιποι έπαιζαν play station, συνέβη να γνωρίσω έναν ντράμερ. Ενδέχεται να είναι από τους κορυφαίους ντράμερ πανελλαδικά, ίσως και παγκοσμίως, ο Κώστας Αναστασιάδης. Γνωριζόμαστε γύρω στα δέκα χρόνια. Τυπικά δεν έχουμε κάνει μάθημα, αλλά μόνη της η γνωριμία και η συναναστροφή μαζί του είναι ένα μάθημα. Έχει αναλύσει τη ρυθμολογία σε βαθμό “κακουργήματος”. Στη συνέχεια σπούδασα δύο χρόνια ηχοληψία. Μετά πήγα στην Ολλανδία το διάστημα 2003-2005. Στο Άμστερνταμ αποφάσισα να αφήσω το bachelor, που είχα ξεκινήσει στην ηχοληψία, συνειδητοποιώντας ότι είχα πάει εκεί για να παίξω μουσική. Έπαιζα στο δρόμο, γνώρισα πάρα πολλούς μουσικούς. Επέστρεψα, έκανα τρία χρόνια εντατικά μαθήματα με το Νίκο Καπιλίδη και μετά μετακόμισα στο Βερολίνο. Συνέχισα να παίζω στο δρόμο. Γνώρισα κι άλλους μουσικούς, ανθρώπους ανοιχτούς απέναντι σε οτιδήποτε, στη ζωή, στη σκηνή, στο μυαλό και στο παίξιμο. Με βάλανε σε άλλον κόσμο, τελείως διαφορετικό. Έγινε αυτό το παιχνίδι, που έλεγε και η Χρυσούλα πριν, το οποίο, παρ’ όλους τους κινδύνους, είναι καταπληκτικό. Είναι μία παιδική χαρά γενναιότητας. Συνεργάστηκα με διάφορους μουσικούς. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια με τον Παναγιώτη Αθανασόπουλο. Φτιάξαμε στο Βερολίνο ένα σχήμα τους Masterz Of The Stringz με παραλλαγές στο χρόνο. Είμαστε πλέον δώδεκα μουσικοί. Τα τελευταία τρία χρόνια προέκυψε επίσης μία συνεργασία με τη Σαβίνα Γιαννάτου, με την οποία γνωριστήκαμε στο μουσικό χωριό. Το 2010 συνάντησα το Μιχάλη Καταχανά, κάναμε μαζί το πρώτο live, γνώρισα τη Χρυσούλα και τώρα είμαστε στους νυν Φρικαντέλα».
Μιχάλης Καταχανάς: «Τέλειωσα πρώτα το μουσικό Γυμνάσιο, μετά το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιουνίου Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα. Παίζω βιολί και βιόλα. Πήγα Αμερική, έκανα μάστερ στη Βοστόνη δύο χρόνια στο τμήμα σύγχρονου αυτοσχεδιασμού. Και εδώ και δύο χρόνια επέστρεψα στην Ελλάδα».
Ι.Λ.: «Όντας ο πιο σπουδασμένος μουσικά, ποια είναι η προσδοκία σου μετά την επιστροφή σου;».
Μ.Κ.: «Τώρα με ενδιαφέρει να μπορώ να δουλεύω με αξιοπρέπεια, να μπορώ να παράγω. Θα ήθελα να μη χρειάζεται να ασχολούμαι με το μάνατζμεντ του σχήματος. Να πρέπει, δηλαδή, να στέλνω e-mail στους φίλους μου, για να έρθουν να με δουν. Θα ήθελα, επίσης, να υπήρχε ένας οργανισμός που να μπορεί να προωθήσει το προϊόν που εμείς παράγουμε και στο εξωτερικό. Η μουσική ανήκει παντού. Δεν έχει τοπικιστικά ή τοπικά σύνορα. Θα ήθελα να γίνονται πιο σωστά κάποια πράγματα, η δουλειά. Ο καθένας να βρίσκεται στο πόστο του, για να γλιτώναμε την ταλαιπωρία».
Ι.Λ.: «Μίλησέ μας για τον αυτοσχεδιασμό, στον οποίο έχεις εκπαιδευτεί, και για το ρόλο του στους Φρικαντέλα».
Μ.Κ.: «Όταν παίζαμε σε ταβέρνες, βαριόμουν να κάνω συνέχεια το ίδιο πράγμα και άρχισα να αλλάζω λίγο τα κομμάτια. Στη συνέχεια με το Γιάννη Δεσποτάκη, τη βοήθεια των παιδιών και εφόσον μας ενδιαφέρει ο αυτοσχεδιασμός, το να διευρύνουμε, δηλαδή, τα όρια των τραγουδιών, πήρε προσωπικό χαρακτήρα και απέκτησε το γκρουπ δικό του ήχο. Βλέπουμε το υλικό από νέα σκοπιά. Υπάρχει ελλιπής μουσική παιδεία στην Ελλάδα, ξεκινώντας από το σχολείο ακόμα. Το είδα και ως ευκαιρία να διαπαιδαγωγηθεί το κοινό που δεν έχει σχέση με τον αυτοσχεδιασμό μέσα από γνωστά κομμάτια. Να μπει στη φιλοσοφία, επομένως, της παραλλαγής των μουσικών δεδομένων».
Ι.Λ.: «Ότι ένα κομμάτι δεν είναι ένα φασόν που πρέπει πάντα να παίζεται με τον ίδιο τρόπο».
Μ.Κ.: «Ακριβώς. Δυστυχώς, στην Ελλάδα τα τελευταία 40-50 χρόνια στο κυρίως ρεύμα της μουσικής βιομηχανίας τα τραγούδια γράφονται σχεδόν αποκλειστικά με κουπλέ ρεφρέν, και μάλιστα υπάρχει η εμμονή αναπαραγωγής τους με τον ίδιο πανομοιότυπο τρόπο. Ακριβείς επανεκτελέσεις όπως γίνονται στην ηχογράφηση. Έτσι δεν εξελίσσεται μουσικά το αυτί των ακροατών».
Ι.Λ.: «Είναι αυτό που έλεγες για την εκπαίδευση με την ευρύτερη έννοια εδώ».
Μ.Κ.: «Ναι. Δεν εκπαιδεύεται το αυτί στο να ακούσει κάτι διαφορετικό. Αυτό μας το επεσήμανε ο κόσμος. Έρχονταν μόνοι τους και παρατηρούσαν με ευχαρίστηση ότι δεν είχαν ακούσει την ίδια εισαγωγή, για παράδειγμα, σε ένα κομμάτι. Εκεί κατάλαβα ότι είναι δεκτικοί στη νέα φιλοσοφία αντιμετώπισης της μουσικής. Έχει νόημα για το κοινό, εξάλλου, να γνωρίζει το κομμάτι, γιατί έτσι μπορεί να καταλάβει και να εκτιμήσει τις παραλλαγές».
Χ.Κ.: «Είναι εντυπωσιακό το πόσο δεκτικός είναι ο κόσμος. Γιατί υπάρχει μία φιλολογία μεταξύ κάποιων μουσικών και των επιχειρηματιών των μουσικών σκηνών, κυρίως των τελευταίων, ότι ο κόσμος θέλει να ακούσει αυτά που ξέρει, όπως τα ξέρει, γιατί αλλιώς δυσφορεί και δε διασκεδάζει. Δεν πιστεύω ότι ισχύει. Όποιοι ήδη μας ξέρουν, αλλά και νέος κόσμος, εκδηλώνουν πολύ ανοιχτά την ευχαρίστησή τους, ακούγοντας κάτι ήδη γνωστό σαν να είναι καινούριο. Είναι τεράστια η συζήτηση για το τι ζητάει το κοινό και σε καμία περίπτωση δεν το ξέρουν οι εταιρείες. Δεν μπορεί να παίζεις μία ζωή και ως μουσικός τα ίδια τραγούδια με τον ίδιο τρόπο, θεωρώντας μάλιστα ότι ο ακροατής δε θα βαρεθεί. Ο κόσμος, βέβαια, έχει ήδη βαρεθεί πάρα πολύ να ακούει τα ίδια. Επικρατεί μία “φτήνια” στη μουσική. Είχε πει ο Νίκος Κυπουργός ότι είναι αδιανόητο να ακούς μουσική όπου και να πας σαν χαλί. Χρειάζονται κάποιες συνθήκες για να κάνεις ακρόαση, να παρακολουθήσεις κάτι».
Ι.Λ.: «Αυτό αφορά την εκπαίδευση του αυτιού ώστε να εκτιμήσει κάποιος τι ακούει, αλλά και μία ολόκληρη διαμορφωμένη κατάσταση εμπορικού τύπου. Σε ένα Mall, για παράδειγμα, η μουσική συνοδεύει τα ψώνια. Όταν ήρθα να σας παρακολουθήσω στο Zp87, δεν ήξερα τι να περιμένω. Μου είχαν πει για ταβέρνα στην αρχή. Μου άρεσε που τελικά δεν ήταν ταβέρνα, γιατί με το φαγητό και το κρασί δημιουργείται μία άλλου είδους μυσταγωγία στην παρέα και χάνεις το δρώμενο επί σκηνής. Η δουλειά σας χρήζει αμείωτης προσοχής, ακριβώς γιατί δεν πρόκειται για στεγνή αναπαραγωγή, αλλά για ευφάνταστη αναδημιουργία. Παρακολουθήσαμε με αμείωτο ενδιαφέρον, όπως στο θέατρο, στη λυρική, στην όπερα. Διαφορετικά, όταν τρως και πίνεις, ο μουσικός πάλι χαλί γίνεται».
Γ.Δ.: «Γι’ αυτό το λόγο ο Μάνος Χατζιδάκις είχε βάλει στην Ορχήστρα των Χρωμάτων ένα τόσο ακριβό εισιτήριο, ώστε να παρακολουθήσει το κοινό που ήξερε τι πληρώνει να δει. Έλεγε, αν θέλετε να χορέψετε, πηγαίνετε στα μπουζούκια. Ο ίδιος πήγαινε στα μπουζούκια, αλλά εκεί έκαναν κάτι διαφορετικό, ήταν άλλη η λειτουργία που επιτελούσε η μουσική εκεί. Επίσης, μη χειροκροτάτε στο ενδιάμεσο των μερών, αλλά στο τέλος. Εδώ ακούμε. Μετά βέβαια αυτό έγινε πάμε να μας δουν ότι πήγαμε».
Γ.Μ.: «Προσωπικά, δεν περίμενα για το είδος της μουσικής που παίζουμε να μας ακούσουν με τέτοια προσήλωση. Είμαστε τυχεροί που υπάρχει τέτοιο κοινό. Όπου κι αν έχουμε παίξει, έκαναν ακρόαση».
Χ.Κ.: «Αν στον κόσμο παρέχεις τις σωστές συνθήκες, μπορεί να το δεχτεί, ακόμα κι αν η μουσική συνοδεύεται με φαγητό. Στην Ελλάδα είναι πολύ συνυφασμένη η μουσική με το φαγητό γιατί έχει τα πανηγύρια, τα γλέντια. Στα παραδοσιακά πανηγύρια με τη μουσική και τα σουβλάκια είναι μυσταγωγία. Όλοι παρακολουθούν, χορεύουν. Η μουσική δεν είναι ένα ελιτίστικο πράγμα που στέκεται αυτόνομα στο σύμπαν, απλώς είναι καλό να σέβεσαι τις συνθήκες».
Οι Φρικαντέλα είναι μία ευχάριστη έκπληξη στο χάος της ποικιλίας και της μονοτονίας ίσως που έχουμε συνηθίσει να μας προβάλλουν. Ήταν ανανεωτικό από μόνο του το γεγονός ότι νέοι άνθρωπο δίνουν άλλη διάσταση στα πράγματα αρνούμενοι να παραδοθούν στο όνομα της απογοήτευσης για την επικρατούσα κατάσταση και χαράζουν το δικό τους δρόμο δημιουργικά και καλλιτεχνικά. Οι διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες δένουν αρμονικά και το αποτέλεσμα επί σκηνής είναι σαν να παρακολουθεί κανείς ένα ολοκληρωμένο έργο χωρισμένο σε πράξεις και σκηνές. Έτσι προκύπτει μία θεατρικά «μεταφρασμένη», αν θα μπορούσε κανείς να το πει έτσι, μουσική. Αυτό αναπαρίσταται από το διάλογο μεταξύ των οργάνων και των φωνών, που αφηγούνται ιστορίες άλλοτε συμπνέοντας και άλλοτε νοητά και αέρινα διαξιφιζόμενα. Η μουσική τους είναι μόνη της μία αφήγηση που δημιουργεί εικόνες αντιστοιχώντας σε λέξεις, φράσεις, στο δράμα και στο σκώμμα των στίχων.
Η Χρυσούλα με την υγρή και αισθησιακή φωνή της με δεξιοτεχνική στραυροβελονιά ταξιδεύει τον ακροατή φτιάχνοντας εικόνες στο κέντημα της μελωδίας. Φέρει στη φωνή της όλη την παράδοση της Σύρου και πιο πίσω του μικρασιάτικου «lamento», διακτινίζοντας τον ακροατή σε άλλες εποχές, σε μία θάλασσα στείρα, που καθηλώνει στην αναμονή, ή πλούσια, η οποία προσμένεις να σου αποκαλύψει τον πλούτο της· σε αστικά περιβάλλοντα αναδημιουργημένα από την αρχή με δυσκολία, κόπο και πόνο, αλλά με την προσδοκία μίας καλύτερης ζωής· στη φύση με χρώματα μπλε, πράσινο, χρυσοκίτρινο, με γνώριμες μυρωδιές πεύκου, θυμαριού, νυχτολούλουδου, γιασεμιού και αύρας θαλασσινής.
Ο Μιχάλης Καταχανάς είναι ο βιρτουόζος της παρέας. Τραγουδάει και παίζει βιολί. Ο πιο μουσικά εκπαιδευμένος και ειδικευμένος στον αυτοσχεδιασμό αφήνει την εντύπωση ότι ξεχνιέται σε άλλους κόσμος ερωτευμένος με το βιολί του. Μου θύμισε το παραμύθι «Η Μαγική Φλογέρα». Εκεί το ξωτικό υποσχέθηκε να απαλλάξει μία πλούσια πόλη από τα ποντίκια παρασέρνοντάς τα με τη φλογέρα του υπό την προϋπόθεση να μοιράσουν οι κάτοικοι αγαθά στους φτωχούς χωρικούς. Το ξωτικό, λοιπόν, κράτησε την υπόσχεσή του, εκείνοι όμως όχι. Έτσι, την επόμενη φορά που επέστρεψε τους τιμώρησε μαγεύοντας και παίρνοντας μαζί του τα παιδιά τους! Αν πιστέψουμε στα λεγόμενα του Γιάννη Μπουντέκα για τη «φρίκη» των Φρικαντέλα, θα μπορούσε αντίθετα το βιολί του Μιχάλη Καταχανά να ξορκίσει τις αρνητικές σκέψεις και τα συναισθήματα ή να τα μεταμορφώσει σε θετικά. Γιατί, καθώς οι νότες ξεπετάγονται όσο το δοξάρι γλιστράει στις χορδές, πιάνουν το χορό λικνιζόμενες μεθυστικά και ανακινούν στον ακροατή ένα σύνολο μουδιασμένων συναισθημάτων. Ποιος θα μπορούσε τις συνέπειες να γνωρίζει; Ίσως μόνο το μαγικό άγγιγμα του δοξαριού να πύρωνε ή να κατασίγαζε αναλόγως τα μύχια κάθε φορά…
Ο Γιάννης Δεσποτάκης είναι γεμάτος ιστορίες. Δεν αφηγείται τίποτα στεγνά και διεκπεραιωτικά. Σε μεταφέρει με εικόνες και ζουμερές περιγραφές στις σκηνές του παρελθόντος του. Όπως ισχυρίζεται, πρέπει κανείς να είναι το ίδιο ειλικρινής πάνω και εκτός σκηνής, γιατί το κοινό καταλαβαίνει. Εκείνος, λοιπόν, όσο παιχνιδιάρης είναι όταν αφηγείται ιστορίες, ανάλογα γλαφυρός είναι και επί σκηνής. Ο πολύπλευρος Γιάννης Δεσποτάκης παίζει τύμπανα, κιθάρα, διάφορα κρουστά όργανα, έχει μία βαθιά, ζεστή, ευέλικτη φωνή και είναι πολύ θεατρικός. Αποπνέει κάτι αρχέγονο, σε μία όμως ανάλαφρη χρωματιστή του εκδοχή. Λίγο με τα μακριά μαλλιά του πλεγμένα σε κοτσίδες, λίγο με τη μυστηριακή ατμόσφαιρα που δημιουργείται πάνω από τα τύμπανα, τα οποία χτυπο-χαϊδεύει και κανακεύει σχεδόν σαν να τους μιλά, συνθέτει ένα suigeneris Βίκινγκ, που ταξίδεψε σε εμάς από έναν κοσμικό χρονοδίαυλο. Ευτυχώς βρέθηκε στη δική μας διάσταση και έτσι είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε!
Ο Γιάννης Μπουντέκας, τέλος, ο νονός του συγκροτήματος, είναι ο πιο λιγομίλητος και διστακτικός στο να εκδηλωθεί. Συμβαίνει, όμως, οι άνθρωποι που είναι λίγο αμήχανοι στα λόγια να κάνουν πολύ πιο αποτελεσματικά πράξη τα όσα σκέφτονται και αισθάνονται. Ο Γιάννης είναι ο πιο πρακτικά δημιουργικός της παρέας, να το θέσουμε έτσι, καθώς γράφει στίχους και μουσική, παίζει επίσης κιθάρα και τραγουδά. Είναι, θα έλεγα, εκείνος που προσεγγίζει πολύ τρυφερά και απαλά τα αντικείμενα του πόθου του, την κιθάρα και τις λέξεις. Ίσως από εκεί να προκύπτει και η διστακτικότητα. Χρειάζεται το χρόνο του, παρατηρεί, αισθάνεται, δοκιμάζει και μετά αποκαλύπτει σιγά σιγά, σαν λουλούδι που ανοίγει τα πέταλα κάθε πρωί στον ήλιο, τον καμβά των δεξιοτήτων του.
Χ.Κ.: «Ισχύει αυτό που έλεγες. Ο Γιάννης Δεσποτάκης είναι πολύ θεατρικός. Ο Μιχάλης Καταχανάς είναι επίσης εκφραστικός όταν παίζει, κινείται πολύ. Υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης, γιατί λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιαστικά. Δένουμε. Εγώ, ας πούμε, έχω κάνει μαθήματα φωνητικής, αλλά δεν ξέρω μουσική. Ξεκίνησα σε ένα ωδείο στη Σύρο και ακόμα μαθαίνω νότες. Ο Δεσποτάκης, από την άλλη, έχει όλη αυτή την ποικιλία. Ο Μπουντέκας επίσης ξεκίνησε τώρα μαθήματα κιθάρας, αλλά έχει εκπληκτική αίσθηση ως μουσικός. Ο Μιχάλης είναι μουσικά ο πιο μορφωμένος. Αυτό όλο αποτελεί απάντηση σε όσους λειτουργούν με ένα σνομπισμό, γιατί θεωρούν ότι ξέρουν πάρα πολλά και δεν μπορούν να παίζουν με τον απλό κόσμο. Επίσης σε όσους θεωρούν ότι δε θέλουν να “μολύνουν” το πάθος τους με γνώση. Υπάρχουν αυτά τα δύο στρατόπεδα. Σημασία έχει να βρεις ανθρώπους που επικοινωνείς, ταιριάζεις μουσικά και κινείστε στα ίδια μήκη κύματος».
Ι.Λ.: «Όντας ο πιο σπουδασμένος μουσικά, ποια είναι η προσδοκία σου μετά την επιστροφή σου;».
Μ.Κ.: «Τώρα με ενδιαφέρει να μπορώ να δουλεύω με αξιοπρέπεια, να μπορώ να παράγω. Θα ήθελα να μη χρειάζεται να ασχολούμαι με το μάνατζμεντ του σχήματος. Να πρέπει, δηλαδή, να στέλνω e-mail στους φίλους μου, για να έρθουν να με δουν. Θα ήθελα, επίσης, να υπήρχε ένας οργανισμός που να μπορεί να προωθήσει το προϊόν που εμείς παράγουμε και στο εξωτερικό. Η μουσική ανήκει παντού. Δεν έχει τοπικιστικά ή τοπικά σύνορα. Θα ήθελα να γίνονται πιο σωστά κάποια πράγματα, η δουλειά. Ο καθένας να βρίσκεται στο πόστο του, για να γλιτώναμε την ταλαιπωρία».
Ι.Λ.: «Μίλησέ μας για τον αυτοσχεδιασμό, στον οποίο έχεις εκπαιδευτεί, και για το ρόλο του στους Φρικαντέλα».
Μ.Κ.: «Όταν παίζαμε σε ταβέρνες, βαριόμουν να κάνω συνέχεια το ίδιο πράγμα και άρχισα να αλλάζω λίγο τα κομμάτια. Στη συνέχεια με το Γιάννη Δεσποτάκη, τη βοήθεια των παιδιών και εφόσον μας ενδιαφέρει ο αυτοσχεδιασμός, το να διευρύνουμε, δηλαδή, τα όρια των τραγουδιών, πήρε προσωπικό χαρακτήρα και απέκτησε το γκρουπ δικό του ήχο. Βλέπουμε το υλικό από νέα σκοπιά. Υπάρχει ελλιπής μουσική παιδεία στην Ελλάδα, ξεκινώντας από το σχολείο ακόμα. Το είδα και ως ευκαιρία να διαπαιδαγωγηθεί το κοινό που δεν έχει σχέση με τον αυτοσχεδιασμό μέσα από γνωστά κομμάτια. Να μπει στη φιλοσοφία, επομένως, της παραλλαγής των μουσικών δεδομένων».
Ι.Λ.: «Ότι ένα κομμάτι δεν είναι ένα φασόν που πρέπει πάντα να παίζεται με τον ίδιο τρόπο».
Μ.Κ.: «Ακριβώς. Δυστυχώς, στην Ελλάδα τα τελευταία 40-50 χρόνια στο κυρίως ρεύμα της μουσικής βιομηχανίας τα τραγούδια γράφονται σχεδόν αποκλειστικά με κουπλέ ρεφρέν, και μάλιστα υπάρχει η εμμονή αναπαραγωγής τους με τον ίδιο πανομοιότυπο τρόπο. Ακριβείς επανεκτελέσεις όπως γίνονται στην ηχογράφηση. Έτσι δεν εξελίσσεται μουσικά το αυτί των ακροατών».
Ι.Λ.: «Είναι αυτό που έλεγες για την εκπαίδευση με την ευρύτερη έννοια εδώ».
Μ.Κ.: «Ναι. Δεν εκπαιδεύεται το αυτί στο να ακούσει κάτι διαφορετικό. Αυτό μας το επεσήμανε ο κόσμος. Έρχονταν μόνοι τους και παρατηρούσαν με ευχαρίστηση ότι δεν είχαν ακούσει την ίδια εισαγωγή, για παράδειγμα, σε ένα κομμάτι. Εκεί κατάλαβα ότι είναι δεκτικοί στη νέα φιλοσοφία αντιμετώπισης της μουσικής. Έχει νόημα για το κοινό, εξάλλου, να γνωρίζει το κομμάτι, γιατί έτσι μπορεί να καταλάβει και να εκτιμήσει τις παραλλαγές».
Χ.Κ.: «Είναι εντυπωσιακό το πόσο δεκτικός είναι ο κόσμος. Γιατί υπάρχει μία φιλολογία μεταξύ κάποιων μουσικών και των επιχειρηματιών των μουσικών σκηνών, κυρίως των τελευταίων, ότι ο κόσμος θέλει να ακούσει αυτά που ξέρει, όπως τα ξέρει, γιατί αλλιώς δυσφορεί και δε διασκεδάζει. Δεν πιστεύω ότι ισχύει. Όποιοι ήδη μας ξέρουν, αλλά και νέος κόσμος, εκδηλώνουν πολύ ανοιχτά την ευχαρίστησή τους, ακούγοντας κάτι ήδη γνωστό σαν να είναι καινούριο. Είναι τεράστια η συζήτηση για το τι ζητάει το κοινό και σε καμία περίπτωση δεν το ξέρουν οι εταιρείες. Δεν μπορεί να παίζεις μία ζωή και ως μουσικός τα ίδια τραγούδια με τον ίδιο τρόπο, θεωρώντας μάλιστα ότι ο ακροατής δε θα βαρεθεί. Ο κόσμος, βέβαια, έχει ήδη βαρεθεί πάρα πολύ να ακούει τα ίδια. Επικρατεί μία “φτήνια” στη μουσική. Είχε πει ο Νίκος Κυπουργός ότι είναι αδιανόητο να ακούς μουσική όπου και να πας σαν χαλί. Χρειάζονται κάποιες συνθήκες για να κάνεις ακρόαση, να παρακολουθήσεις κάτι».
Ι.Λ.: «Αυτό αφορά την εκπαίδευση του αυτιού ώστε να εκτιμήσει κάποιος τι ακούει, αλλά και μία ολόκληρη διαμορφωμένη κατάσταση εμπορικού τύπου. Σε ένα Mall, για παράδειγμα, η μουσική συνοδεύει τα ψώνια. Όταν ήρθα να σας παρακολουθήσω στο Zp87, δεν ήξερα τι να περιμένω. Μου είχαν πει για ταβέρνα στην αρχή. Μου άρεσε που τελικά δεν ήταν ταβέρνα, γιατί με το φαγητό και το κρασί δημιουργείται μία άλλου είδους μυσταγωγία στην παρέα και χάνεις το δρώμενο επί σκηνής. Η δουλειά σας χρήζει αμείωτης προσοχής, ακριβώς γιατί δεν πρόκειται για στεγνή αναπαραγωγή, αλλά για ευφάνταστη αναδημιουργία. Παρακολουθήσαμε με αμείωτο ενδιαφέρον, όπως στο θέατρο, στη λυρική, στην όπερα. Διαφορετικά, όταν τρως και πίνεις, ο μουσικός πάλι χαλί γίνεται».
Γ.Δ.: «Γι’ αυτό το λόγο ο Μάνος Χατζιδάκις είχε βάλει στην Ορχήστρα των Χρωμάτων ένα τόσο ακριβό εισιτήριο, ώστε να παρακολουθήσει το κοινό που ήξερε τι πληρώνει να δει. Έλεγε, αν θέλετε να χορέψετε, πηγαίνετε στα μπουζούκια. Ο ίδιος πήγαινε στα μπουζούκια, αλλά εκεί έκαναν κάτι διαφορετικό, ήταν άλλη η λειτουργία που επιτελούσε η μουσική εκεί. Επίσης, μη χειροκροτάτε στο ενδιάμεσο των μερών, αλλά στο τέλος. Εδώ ακούμε. Μετά βέβαια αυτό έγινε πάμε να μας δουν ότι πήγαμε».
Γ.Μ.: «Προσωπικά, δεν περίμενα για το είδος της μουσικής που παίζουμε να μας ακούσουν με τέτοια προσήλωση. Είμαστε τυχεροί που υπάρχει τέτοιο κοινό. Όπου κι αν έχουμε παίξει, έκαναν ακρόαση».
Χ.Κ.: «Αν στον κόσμο παρέχεις τις σωστές συνθήκες, μπορεί να το δεχτεί, ακόμα κι αν η μουσική συνοδεύεται με φαγητό. Στην Ελλάδα είναι πολύ συνυφασμένη η μουσική με το φαγητό γιατί έχει τα πανηγύρια, τα γλέντια. Στα παραδοσιακά πανηγύρια με τη μουσική και τα σουβλάκια είναι μυσταγωγία. Όλοι παρακολουθούν, χορεύουν. Η μουσική δεν είναι ένα ελιτίστικο πράγμα που στέκεται αυτόνομα στο σύμπαν, απλώς είναι καλό να σέβεσαι τις συνθήκες».
Οι Φρικαντέλα είναι μία ευχάριστη έκπληξη στο χάος της ποικιλίας και της μονοτονίας ίσως που έχουμε συνηθίσει να μας προβάλλουν. Ήταν ανανεωτικό από μόνο του το γεγονός ότι νέοι άνθρωπο δίνουν άλλη διάσταση στα πράγματα αρνούμενοι να παραδοθούν στο όνομα της απογοήτευσης για την επικρατούσα κατάσταση και χαράζουν το δικό τους δρόμο δημιουργικά και καλλιτεχνικά. Οι διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες δένουν αρμονικά και το αποτέλεσμα επί σκηνής είναι σαν να παρακολουθεί κανείς ένα ολοκληρωμένο έργο χωρισμένο σε πράξεις και σκηνές. Έτσι προκύπτει μία θεατρικά «μεταφρασμένη», αν θα μπορούσε κανείς να το πει έτσι, μουσική. Αυτό αναπαρίσταται από το διάλογο μεταξύ των οργάνων και των φωνών, που αφηγούνται ιστορίες άλλοτε συμπνέοντας και άλλοτε νοητά και αέρινα διαξιφιζόμενα. Η μουσική τους είναι μόνη της μία αφήγηση που δημιουργεί εικόνες αντιστοιχώντας σε λέξεις, φράσεις, στο δράμα και στο σκώμμα των στίχων.
Η Χρυσούλα με την υγρή και αισθησιακή φωνή της με δεξιοτεχνική στραυροβελονιά ταξιδεύει τον ακροατή φτιάχνοντας εικόνες στο κέντημα της μελωδίας. Φέρει στη φωνή της όλη την παράδοση της Σύρου και πιο πίσω του μικρασιάτικου «lamento», διακτινίζοντας τον ακροατή σε άλλες εποχές, σε μία θάλασσα στείρα, που καθηλώνει στην αναμονή, ή πλούσια, η οποία προσμένεις να σου αποκαλύψει τον πλούτο της· σε αστικά περιβάλλοντα αναδημιουργημένα από την αρχή με δυσκολία, κόπο και πόνο, αλλά με την προσδοκία μίας καλύτερης ζωής· στη φύση με χρώματα μπλε, πράσινο, χρυσοκίτρινο, με γνώριμες μυρωδιές πεύκου, θυμαριού, νυχτολούλουδου, γιασεμιού και αύρας θαλασσινής.
Ο Μιχάλης Καταχανάς είναι ο βιρτουόζος της παρέας. Τραγουδάει και παίζει βιολί. Ο πιο μουσικά εκπαιδευμένος και ειδικευμένος στον αυτοσχεδιασμό αφήνει την εντύπωση ότι ξεχνιέται σε άλλους κόσμος ερωτευμένος με το βιολί του. Μου θύμισε το παραμύθι «Η Μαγική Φλογέρα». Εκεί το ξωτικό υποσχέθηκε να απαλλάξει μία πλούσια πόλη από τα ποντίκια παρασέρνοντάς τα με τη φλογέρα του υπό την προϋπόθεση να μοιράσουν οι κάτοικοι αγαθά στους φτωχούς χωρικούς. Το ξωτικό, λοιπόν, κράτησε την υπόσχεσή του, εκείνοι όμως όχι. Έτσι, την επόμενη φορά που επέστρεψε τους τιμώρησε μαγεύοντας και παίρνοντας μαζί του τα παιδιά τους! Αν πιστέψουμε στα λεγόμενα του Γιάννη Μπουντέκα για τη «φρίκη» των Φρικαντέλα, θα μπορούσε αντίθετα το βιολί του Μιχάλη Καταχανά να ξορκίσει τις αρνητικές σκέψεις και τα συναισθήματα ή να τα μεταμορφώσει σε θετικά. Γιατί, καθώς οι νότες ξεπετάγονται όσο το δοξάρι γλιστράει στις χορδές, πιάνουν το χορό λικνιζόμενες μεθυστικά και ανακινούν στον ακροατή ένα σύνολο μουδιασμένων συναισθημάτων. Ποιος θα μπορούσε τις συνέπειες να γνωρίζει; Ίσως μόνο το μαγικό άγγιγμα του δοξαριού να πύρωνε ή να κατασίγαζε αναλόγως τα μύχια κάθε φορά…
Ο Γιάννης Δεσποτάκης είναι γεμάτος ιστορίες. Δεν αφηγείται τίποτα στεγνά και διεκπεραιωτικά. Σε μεταφέρει με εικόνες και ζουμερές περιγραφές στις σκηνές του παρελθόντος του. Όπως ισχυρίζεται, πρέπει κανείς να είναι το ίδιο ειλικρινής πάνω και εκτός σκηνής, γιατί το κοινό καταλαβαίνει. Εκείνος, λοιπόν, όσο παιχνιδιάρης είναι όταν αφηγείται ιστορίες, ανάλογα γλαφυρός είναι και επί σκηνής. Ο πολύπλευρος Γιάννης Δεσποτάκης παίζει τύμπανα, κιθάρα, διάφορα κρουστά όργανα, έχει μία βαθιά, ζεστή, ευέλικτη φωνή και είναι πολύ θεατρικός. Αποπνέει κάτι αρχέγονο, σε μία όμως ανάλαφρη χρωματιστή του εκδοχή. Λίγο με τα μακριά μαλλιά του πλεγμένα σε κοτσίδες, λίγο με τη μυστηριακή ατμόσφαιρα που δημιουργείται πάνω από τα τύμπανα, τα οποία χτυπο-χαϊδεύει και κανακεύει σχεδόν σαν να τους μιλά, συνθέτει ένα suigeneris Βίκινγκ, που ταξίδεψε σε εμάς από έναν κοσμικό χρονοδίαυλο. Ευτυχώς βρέθηκε στη δική μας διάσταση και έτσι είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε!
Ο Γιάννης Μπουντέκας, τέλος, ο νονός του συγκροτήματος, είναι ο πιο λιγομίλητος και διστακτικός στο να εκδηλωθεί. Συμβαίνει, όμως, οι άνθρωποι που είναι λίγο αμήχανοι στα λόγια να κάνουν πολύ πιο αποτελεσματικά πράξη τα όσα σκέφτονται και αισθάνονται. Ο Γιάννης είναι ο πιο πρακτικά δημιουργικός της παρέας, να το θέσουμε έτσι, καθώς γράφει στίχους και μουσική, παίζει επίσης κιθάρα και τραγουδά. Είναι, θα έλεγα, εκείνος που προσεγγίζει πολύ τρυφερά και απαλά τα αντικείμενα του πόθου του, την κιθάρα και τις λέξεις. Ίσως από εκεί να προκύπτει και η διστακτικότητα. Χρειάζεται το χρόνο του, παρατηρεί, αισθάνεται, δοκιμάζει και μετά αποκαλύπτει σιγά σιγά, σαν λουλούδι που ανοίγει τα πέταλα κάθε πρωί στον ήλιο, τον καμβά των δεξιοτήτων του.
Χ.Κ.: «Ισχύει αυτό που έλεγες. Ο Γιάννης Δεσποτάκης είναι πολύ θεατρικός. Ο Μιχάλης Καταχανάς είναι επίσης εκφραστικός όταν παίζει, κινείται πολύ. Υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης, γιατί λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιαστικά. Δένουμε. Εγώ, ας πούμε, έχω κάνει μαθήματα φωνητικής, αλλά δεν ξέρω μουσική. Ξεκίνησα σε ένα ωδείο στη Σύρο και ακόμα μαθαίνω νότες. Ο Δεσποτάκης, από την άλλη, έχει όλη αυτή την ποικιλία. Ο Μπουντέκας επίσης ξεκίνησε τώρα μαθήματα κιθάρας, αλλά έχει εκπληκτική αίσθηση ως μουσικός. Ο Μιχάλης είναι μουσικά ο πιο μορφωμένος. Αυτό όλο αποτελεί απάντηση σε όσους λειτουργούν με ένα σνομπισμό, γιατί θεωρούν ότι ξέρουν πάρα πολλά και δεν μπορούν να παίζουν με τον απλό κόσμο. Επίσης σε όσους θεωρούν ότι δε θέλουν να “μολύνουν” το πάθος τους με γνώση. Υπάρχουν αυτά τα δύο στρατόπεδα. Σημασία έχει να βρεις ανθρώπους που επικοινωνείς, ταιριάζεις μουσικά και κινείστε στα ίδια μήκη κύματος».
Γιάννης Δεσποτάκης: «Ένα βιογραφικό που απαριθμεί μόνο τις σπουδές σου δε λέει κάτι».
Χ.Κ.: «Σημασία έχει να δεις κάποιον τι κάνει τώρα. Να τον δεις να παίζει!».
Γ.Δ.: «Η μουσική στο δρόμο, για παράδειγμα, είναι ένα άλλο σχολείο που σου διδάσκει πολλά. Ο ακαδημαϊσμός συχνά αποδεικνύεται αρκετά στείρος. Τον βλέπεις πολυεπίπεδα αυτό τον περιορισμό. Σαν να στριμώχνεται όλη η μουσική σε 220 χρόνια. Ο Μπαχ από ποιους εμπνεόταν; Από τους παλιότερους».
Ι.Λ.: «Κι αν πιάσεις το νήμα από την αρχή, ξεκινάς με τους ήχους της φύσης».
Γ.Δ.: «Ναι, στον ακαδημαϊσμό ό,τι θεωρείται λίγο βάρβαρο σνομπάρεται. Αλλά αυτοί οι βάρβαροι βρίσκονται σε μία κατάσταση συνειδητότητας σε σχέση με τη φύση και το όργανο που παίζουν και τη σύνδεση μεταξύ των δύο και όλου του περίγυρου».
Ι.Λ.: «Αρμονία είναι σημαντικό να υπάρχει και μεταξύ των μελών του γκρουπ».
Γ.Μ.: «Προσωπικά, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό, γιατί παίζω με μουσικούς οι οποίοι με αφήνουν να εκφραστώ ελεύθερα. Σε άλλη περίπτωση δε θα είχα μουσικά αυτή την εξέλιξη όπως τη διαπιστώνω στον εαυτό μου».
Χ.Κ.: «Είναι σημαντικό για όλους αυτό, το να βρεθούν σε ένα περιβάλλον μουσικό που να τους δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος για να εξελιχθούν. Ο κόσμος δεν περιμένει. Το ζητούμενό τους είναι, όταν σε βλέπουν, να παίζεις καλά. Το καλά είναι σχετικό, βέβαια. Για να γίνει, όμως, κάποιος συγκινητικός μουσικός, ηθοποιός, τραγουδιστής, οτιδήποτε, κρύβεται μία πορεία από πίσω. Υπάρχει μία τάση τώρα να κρίνεται ένας καλλιτέχνης σε μία στιγμή. Αυτό είναι ανεπίτρεπτο. Οφείλεις και ως μουσικός ‒ συνάδελφος να περιμένεις τον άλλο να μεγαλώσει μέσα σε ένα σχήμα. Το πιο ωραίο σε εμάς είναι ότι ο καθένας δύναται να πάρει το χώρο και το χρόνο του και, φυσικά, να τα παραχωρεί και στους άλλους όταν χρειάζεται. Οι ισορροπίες αλλάζουν συνεχώς».
Ι.Λ.: «Αυτή η έλλειψη υπομονής, που καταλήγει στην ισοπέδωση, δε χαρακτηρίζει την εποχή μας; Ζούμε σε μία εποχή όπου η ταχύτητα παίζει πρωτεύοντα ρόλο».
Χ.Κ.: «Βέβαια».
Γ.Δ.: «Η ισοπέδωση δεν είναι κάτι παράλογο, με την έννοια ότι ζούμε σε ένα καπιταλιστικό μοντέλο. Ο καπιταλισμός ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη σε συνάρτηση με τον ιδιωτικό τομέα. Το ιδιωτικό αφορά το άτομο, τη μονάδα. Δηλαδή, εκεί που όλοι κάνουν πράγματα μαζί, αποφασίζει κάποιος κάποια στιγμή να μαρκάρει την περιοχή ως δική του και, αν παραβιαστεί το όριο που ο ίδιος θέτει, επέρχεται σύγκρουση».
Χ.Κ.: «Δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Στην ουσία, δε γίνεται να σου ανήκει κάτι, γιατί τα πράγματα είναι εδώ για όλους. Το ίδιο ισχύει και στη μουσική. Δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι του ανήκει το 30% της προσπάθειας και στον άλλον το 20% ή το 50%. Πρόκειται για μία συλλογική προσπάθεια και είναι καλό αυτό να το αναδεικνύουμε και σε άλλες πτυχές της ζωής μας».
Ι.Λ.: «Κρατάω αυτό που λέει ο Γιάννης Δ. για το territorium (=επικράτεια). Σε μικρογραφία οι άνθρωποι διατηρούν συνήθως μικρά σχηματικά κουτάκια συνείδησης στο μυαλό, στα οποία τοποθετούν τους άλλους ανάλογα με το ποιοι νομίζουν ότι είναι στις κοινότυπες ανακριτικές ερωτήσεις της πρώτης συνάντησης. Έτσι περιορίζονται όλοι, και ο πομπός και ο δέκτης, σε ένα πλαίσιο, που μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Από αυτή την άποψη η μουσική και η τέχνη γενικά και ουσιαστικά δεν έχουν σύνορα. Αλλά, αν οι άνθρωποι σκέφτονται με σύνορα, πώς να αντιληφθούν τη νοητική έλλειψη συνόρων στη δημιουργία ή οπουδήποτε αλλού;».
Γ.Δ.: «Εφόσον μιλάμε για αυτοσχεδιασμό, δηλαδή σχεδιάζω στη στιγμή, στο τώρα, γεννιέται και πεθαίνει η δημιουργία συνέχεια. Την επόμενη φορά θα γεννηθεί κάτι καινούριο. Οπότε πώς να είναι δικό σου; Και ένα κομμάτι να γράψεις και να το βγάλεις σε δίσκο, από τη στιγμή που το αφήνεις στην τύχη του ανήκει στον κόσμο».
Ι.Λ.: «Ξεκινάει καινούρια ταξίδια».
Γ.Δ.: «Είναι σαν να θεωρεί ο γονιός ότι μόνο τα δικά του παιδιά είναι δικά του και τα υπόλοιπα ας πάθουν ό,τι να ’ναι».
Ι.Λ.: «Συνήθως έτσι γίνεται. Ας μιλήσουμε λίγο για τις επικρατούσες αντιλήψεις. Έχοντας βρεθεί σε πολλά παραδοσιακά πανηγύρια, και μικρά και μεγάλα, παρατηρώ ότι όσοι δε χορεύουν, παρακολουθούν τι γίνεται με προσοχή. Ενώ σε αστικά περιβάλλοντα και σε μαγαζιά μπορεί να γίνεται χαμός και να μην παρακολουθεί ο κόσμος τα πρώτα μικρά ονόματα που κάνουν support. Είναι και προσβλητικό για όποιον βρίσκεται επί σκηνής. Από την άλλη, αναγκάζεται ο καλλιτέχνης υπό συνθήκες φασαρίας και καπνίλας να παράγει ήχο και να δημιουργήσει».
Χ.Κ.: «Αυτό σε διαλύει και ψυχολογικά και μουσικά. Αν δεν μπορείς να ακούσεις καν τι κάνεις, τι να παράγεις;».
Ι.Λ.: «Ανέφερα το παράδειγμα για να επισημανθεί η υποκρισία που υπάρχει ορισμένες φορές στα αστικά περιβάλλοντα, όπου περιμένεις έναν πιο εκπαιδευμένο ακροατή και τον βρίσκεις τελικά συλλογικά στο πανηγύρι».
Γ.Δ.: «Α, πολύ ωραία. Ήθελα να πω κάτι πάνω σε αυτό. Έχει σημασία να βγαίνεις με ειλικρίνεια πάνω στη σκηνή. Όποιος είσαι εκτός να είσαι και πάνω στη σκηνή και αυτό ο κόσμος το αντιλαμβάνεται. Πολλοί από τους μουσικούς στα πανηγύρια έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε εκείνο το περιβάλλον. Η μουσική τους δένει αρμονικά με το χώρο στον οποίο ζουν και παίζουν. Η φρασεολογία των κρουστών είναι παρμένη από το χορευτή. Ο performer αυτού του είδους είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη μουσική. Παλιά ο ήχος που παρήγε το κρουστό ήταν τρόπος επικοινωνίας των χωριών μεταξύ τους. Έφτανε ο ήχος παραλλαγμένος σε κύματα στο άλλο χωριό και αναπαρήγαν τον ήχο όπως τον άκουγαν, διαφοροποιημένο επομένως από τον πρωτογενή. Και πάει λέγοντας. Αυτά δένονται μεταξύ τους και έτσι τα κατανοεί και ο ακροατής που προέρχεται από εκεί. Είναι κώδικες».
Ι.Λ.: «Άρα ο μουσικός εκεί δεν έχει αποκοπεί από τις ρίζες του. Και τα παιδιά που ζουν ή κατάγονται από χωριά θα πάνε το καλοκαίρι στο πανηγύρι. Ενώ εδώ μαθαίνουν τραγούδια στο σχολείο για την παρέλαση, μετά έρχεται το χάος του ραδιοφώνου ή ακόμα πιο πολύ του διαδικτύου, όπου δεν μπορείς να προσδιορίσεις αυτό που θα ονομάζαμε παράδοση».
Χ.Κ.: «Σημασία έχει να δεις κάποιον τι κάνει τώρα. Να τον δεις να παίζει!».
Γ.Δ.: «Η μουσική στο δρόμο, για παράδειγμα, είναι ένα άλλο σχολείο που σου διδάσκει πολλά. Ο ακαδημαϊσμός συχνά αποδεικνύεται αρκετά στείρος. Τον βλέπεις πολυεπίπεδα αυτό τον περιορισμό. Σαν να στριμώχνεται όλη η μουσική σε 220 χρόνια. Ο Μπαχ από ποιους εμπνεόταν; Από τους παλιότερους».
Ι.Λ.: «Κι αν πιάσεις το νήμα από την αρχή, ξεκινάς με τους ήχους της φύσης».
Γ.Δ.: «Ναι, στον ακαδημαϊσμό ό,τι θεωρείται λίγο βάρβαρο σνομπάρεται. Αλλά αυτοί οι βάρβαροι βρίσκονται σε μία κατάσταση συνειδητότητας σε σχέση με τη φύση και το όργανο που παίζουν και τη σύνδεση μεταξύ των δύο και όλου του περίγυρου».
Ι.Λ.: «Αρμονία είναι σημαντικό να υπάρχει και μεταξύ των μελών του γκρουπ».
Γ.Μ.: «Προσωπικά, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό, γιατί παίζω με μουσικούς οι οποίοι με αφήνουν να εκφραστώ ελεύθερα. Σε άλλη περίπτωση δε θα είχα μουσικά αυτή την εξέλιξη όπως τη διαπιστώνω στον εαυτό μου».
Χ.Κ.: «Είναι σημαντικό για όλους αυτό, το να βρεθούν σε ένα περιβάλλον μουσικό που να τους δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος για να εξελιχθούν. Ο κόσμος δεν περιμένει. Το ζητούμενό τους είναι, όταν σε βλέπουν, να παίζεις καλά. Το καλά είναι σχετικό, βέβαια. Για να γίνει, όμως, κάποιος συγκινητικός μουσικός, ηθοποιός, τραγουδιστής, οτιδήποτε, κρύβεται μία πορεία από πίσω. Υπάρχει μία τάση τώρα να κρίνεται ένας καλλιτέχνης σε μία στιγμή. Αυτό είναι ανεπίτρεπτο. Οφείλεις και ως μουσικός ‒ συνάδελφος να περιμένεις τον άλλο να μεγαλώσει μέσα σε ένα σχήμα. Το πιο ωραίο σε εμάς είναι ότι ο καθένας δύναται να πάρει το χώρο και το χρόνο του και, φυσικά, να τα παραχωρεί και στους άλλους όταν χρειάζεται. Οι ισορροπίες αλλάζουν συνεχώς».
Ι.Λ.: «Αυτή η έλλειψη υπομονής, που καταλήγει στην ισοπέδωση, δε χαρακτηρίζει την εποχή μας; Ζούμε σε μία εποχή όπου η ταχύτητα παίζει πρωτεύοντα ρόλο».
Χ.Κ.: «Βέβαια».
Γ.Δ.: «Η ισοπέδωση δεν είναι κάτι παράλογο, με την έννοια ότι ζούμε σε ένα καπιταλιστικό μοντέλο. Ο καπιταλισμός ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη σε συνάρτηση με τον ιδιωτικό τομέα. Το ιδιωτικό αφορά το άτομο, τη μονάδα. Δηλαδή, εκεί που όλοι κάνουν πράγματα μαζί, αποφασίζει κάποιος κάποια στιγμή να μαρκάρει την περιοχή ως δική του και, αν παραβιαστεί το όριο που ο ίδιος θέτει, επέρχεται σύγκρουση».
Χ.Κ.: «Δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Στην ουσία, δε γίνεται να σου ανήκει κάτι, γιατί τα πράγματα είναι εδώ για όλους. Το ίδιο ισχύει και στη μουσική. Δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι του ανήκει το 30% της προσπάθειας και στον άλλον το 20% ή το 50%. Πρόκειται για μία συλλογική προσπάθεια και είναι καλό αυτό να το αναδεικνύουμε και σε άλλες πτυχές της ζωής μας».
Ι.Λ.: «Κρατάω αυτό που λέει ο Γιάννης Δ. για το territorium (=επικράτεια). Σε μικρογραφία οι άνθρωποι διατηρούν συνήθως μικρά σχηματικά κουτάκια συνείδησης στο μυαλό, στα οποία τοποθετούν τους άλλους ανάλογα με το ποιοι νομίζουν ότι είναι στις κοινότυπες ανακριτικές ερωτήσεις της πρώτης συνάντησης. Έτσι περιορίζονται όλοι, και ο πομπός και ο δέκτης, σε ένα πλαίσιο, που μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Από αυτή την άποψη η μουσική και η τέχνη γενικά και ουσιαστικά δεν έχουν σύνορα. Αλλά, αν οι άνθρωποι σκέφτονται με σύνορα, πώς να αντιληφθούν τη νοητική έλλειψη συνόρων στη δημιουργία ή οπουδήποτε αλλού;».
Γ.Δ.: «Εφόσον μιλάμε για αυτοσχεδιασμό, δηλαδή σχεδιάζω στη στιγμή, στο τώρα, γεννιέται και πεθαίνει η δημιουργία συνέχεια. Την επόμενη φορά θα γεννηθεί κάτι καινούριο. Οπότε πώς να είναι δικό σου; Και ένα κομμάτι να γράψεις και να το βγάλεις σε δίσκο, από τη στιγμή που το αφήνεις στην τύχη του ανήκει στον κόσμο».
Ι.Λ.: «Ξεκινάει καινούρια ταξίδια».
Γ.Δ.: «Είναι σαν να θεωρεί ο γονιός ότι μόνο τα δικά του παιδιά είναι δικά του και τα υπόλοιπα ας πάθουν ό,τι να ’ναι».
Ι.Λ.: «Συνήθως έτσι γίνεται. Ας μιλήσουμε λίγο για τις επικρατούσες αντιλήψεις. Έχοντας βρεθεί σε πολλά παραδοσιακά πανηγύρια, και μικρά και μεγάλα, παρατηρώ ότι όσοι δε χορεύουν, παρακολουθούν τι γίνεται με προσοχή. Ενώ σε αστικά περιβάλλοντα και σε μαγαζιά μπορεί να γίνεται χαμός και να μην παρακολουθεί ο κόσμος τα πρώτα μικρά ονόματα που κάνουν support. Είναι και προσβλητικό για όποιον βρίσκεται επί σκηνής. Από την άλλη, αναγκάζεται ο καλλιτέχνης υπό συνθήκες φασαρίας και καπνίλας να παράγει ήχο και να δημιουργήσει».
Χ.Κ.: «Αυτό σε διαλύει και ψυχολογικά και μουσικά. Αν δεν μπορείς να ακούσεις καν τι κάνεις, τι να παράγεις;».
Ι.Λ.: «Ανέφερα το παράδειγμα για να επισημανθεί η υποκρισία που υπάρχει ορισμένες φορές στα αστικά περιβάλλοντα, όπου περιμένεις έναν πιο εκπαιδευμένο ακροατή και τον βρίσκεις τελικά συλλογικά στο πανηγύρι».
Γ.Δ.: «Α, πολύ ωραία. Ήθελα να πω κάτι πάνω σε αυτό. Έχει σημασία να βγαίνεις με ειλικρίνεια πάνω στη σκηνή. Όποιος είσαι εκτός να είσαι και πάνω στη σκηνή και αυτό ο κόσμος το αντιλαμβάνεται. Πολλοί από τους μουσικούς στα πανηγύρια έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε εκείνο το περιβάλλον. Η μουσική τους δένει αρμονικά με το χώρο στον οποίο ζουν και παίζουν. Η φρασεολογία των κρουστών είναι παρμένη από το χορευτή. Ο performer αυτού του είδους είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη μουσική. Παλιά ο ήχος που παρήγε το κρουστό ήταν τρόπος επικοινωνίας των χωριών μεταξύ τους. Έφτανε ο ήχος παραλλαγμένος σε κύματα στο άλλο χωριό και αναπαρήγαν τον ήχο όπως τον άκουγαν, διαφοροποιημένο επομένως από τον πρωτογενή. Και πάει λέγοντας. Αυτά δένονται μεταξύ τους και έτσι τα κατανοεί και ο ακροατής που προέρχεται από εκεί. Είναι κώδικες».
Ι.Λ.: «Άρα ο μουσικός εκεί δεν έχει αποκοπεί από τις ρίζες του. Και τα παιδιά που ζουν ή κατάγονται από χωριά θα πάνε το καλοκαίρι στο πανηγύρι. Ενώ εδώ μαθαίνουν τραγούδια στο σχολείο για την παρέλαση, μετά έρχεται το χάος του ραδιοφώνου ή ακόμα πιο πολύ του διαδικτύου, όπου δεν μπορείς να προσδιορίσεις αυτό που θα ονομάζαμε παράδοση».
Γιάννης Μπουντέκας: «Βέβαια, δεν είναι όλα τα πανηγύρια το ίδιο ποιοτικά από μουσική άποψη. Η μουσική είναι εμποτισμένη και από ξένα στοιχεία πλέον».
Γ.Δ.: «Έχει σημασία να μπορείς να συνδέσεις το τι κάνεις με το πού το κάνεις. Πού βρίσκεται η παράδοση αν δεν το λάβεις αυτό υπόψιν;».
Ι.Λ.: «Η παράδοση έχει σχήματα, αλλά όχι στεγανά. Και το δημοτικό τραγούδι μέχρι την καταγραφή του, που το αποκρυστάλλωσε ανακόπτοντας την εξέλιξή του, βήμα βήμα ανανεωνόταν και εξελισσόταν προφορικά. Τότε, όμως, δεν είχαν βιαστεί οι ρυθμοί. Σήμερα, λίγο η ταχύτητα λίγο η τεχνολογία βιάζουν το φυσικό ρυθμό, που είναι πολύ πιο αργός. Αυτό που έλεγε η Χρυσούλα πριν για την υπομονή, την αναμονή και την ανάπτυξη. Το να δίνεις χώρο και χρόνο. Αυτό σήμερα δεν υπάρχει πουθενά. Άρα βιάζεται και η όποια εξέλιξη θα μπορούσε να συντελεστεί, αντικατοπτρίζοντας τελικά την εποχή».
Χ.Κ.: «Εκείνο που τουλάχιστον μετράει είναι το να μην είσαι σοβαροφανής. Αν ένας αστός θεωρεί ότι μόνο εκείνος ξέρει και ότι οι άλλοι είναι χωριάτες, είναι σοβαροφανής και χάνει έναν ολόκληρο κόσμο. Αντίστοιχα, αν μένεις στα Ζαγόρια και θεωρείς ότι μόνο το κλαρίνο υπάρχει, πάλι το ίδιο ισχύει. Σέβεσαι, πειραματίζεσαι και δεν ξέρεις πού θα σε πάει. Η πραγματική εξέλιξη βρίσκεται στο ρίσκο. Ακόμα και στον αυτοσχεδιασμό κάποιοι αυτοσχεδιάζουν στείρα. Έχουν μάθει πέντε πράγματα και ξέρεις τι να περιμένεις. Δε σε απελευθερώνουν οι κανόνες, αλλά η βουτιά σε ό,τι δε γνωρίζεις. Το θέμα δεν είναι η επιτυχία ή να είναι ωραίο το άκουσμα, αλλά να πραγματοποιήσεις ένα βήμα παραπέρα».
Γ.Δ.: «Η όλη διεργασία είναι εκείνη που θα σε βγάλει κάπου. Το 50% είναι η δημιουργία και το άλλο 50% η σχέση με το κοινό. Η διεργασία του ψαξίματος μετράει, εκεί δεν υπάρχει η έννοια σωστού και λάθους».
Μ.Κ.: «Για να μεταδώσεις τη μαγεία του αυτοσχεδιασμού χρειάζεται πειθαρχία. Γνωρίζουμε με ακρίβεια το τι κάνομε και μέσα από αυτήν τη γνώση κερδίζεται, κατά τη δική μου άποψη, και η ελευθερία. Τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα και γενικότερα υπάρχουν νέοι άνθρωποι που κάνουν πολλή δουλειά και επιδιώκουν να δημιουργήσουν κάτι δικό τους, κάτι πρωτότυπο. Πολλά γκρουπ δουλεύουν προς αυτή την κατεύθυνση. Ταλέντο, έμπνευση και ιδέες διαθέτουμε άφθονα. Εκείνο στο οποίο υστερούμε είναι η τεχνική. Η τεχνική ικανότητα του να βάζεις τα πράγματα στη σειρά. Γιατί, για να γίνει η ιδέα πράξη, χρειάζεται τεχνική».
Γ.Δ.: «Αυτή είναι η μαγεία του δικού μας γκρουπ. Βρισκόμαστε διαρκώς σε μία διαδικασία αυτοαναίρεσης και αμφισβήτησης. Συμφωνούμε στο ότι διαφωνούμε».
Ι.Λ.: «Νομίζω ότι επί της ουσίας δε διαφωνείτε! Καταλήγετε από άλλο δρόμο στην ίδια πλατεία. Και οι δύο ‒Μιχάλης Καταχανάς και Γιάννης Δεσποτάκης‒ ξέρετε καλά τι κάνετε, αλλά το αντιμετωπίζετε με άλλο τρόπο. Ο Γιάννης πιο παρορμητικά ίσως, ο Μιχάλης πιο ακαδημαϊκά, αλλά και στους δύο εκείνο που προσφέρει ή με το οποίο έχετε κατακτήσει την ελευθερία του αυτοσχεδιασμού επί σκηνής και το ταξίδι της δημιουργίας είναι οι πολλές πρόβες, η προσπάθεια, η μελέτη. Έπειτα η μελέτη είναι κάτι ευρύτερο: παρατήρηση, αφομοίωση, βίωμα. Το γκρουπ έχει περάσει από διαδικασία ζύμωσης με όλα αυτά και εκ των πραγμάτων με μία καλή χημεία τα χέρια λύνονται. Η τεχνική είναι κάτι κεκτημένο. Δε χειρουργείς εκείνη τη στιγμή τα κομμάτια».
Γ.Δ.: «Με το Μιχάλη ακολουθούμε δύο διαφορετικούς δρόμους. Όταν παίξουμε μαζί, όμως, εννοείται πως θα βρεθούμε μουσικά. Βρισκόμαστε και στην πραγματικότητα άλλωστε. Για να δημιουργήσεις όντας ειλικρινής, για να μη γίνεσαι κάποιος άλλος, σημαίνει ότι και στα δύο είσαι το ίδιο αληθινός, στη ζωή και στην τέχνη. Διαφορετικά, θα ήταν ένα τίποτα».
Χ.Κ.: «Παρουσιάζεις ό,τι μπορείς να κάνεις και πρόκειται για μία μοναδική στιγμή. Γιατί ούτε τον ίδιο κόσμο θα έχεις από κάτω ούτε το ίδιο αποτέλεσμα κάθε φορά. Σε εμάς τουλάχιστον έτσι λειτουργεί».
Γ.Δ.: «Δεν τα αναλώνουμε όλα στην πρόβα. Δουλεύουμε σε ένα 30%-40%, ώστε να υπάρχει περιθώριο εξέλιξής επί σκηνής».
Μ.Κ.: «Να συμπληρώσω κάτι πάνω σε ό,τι έλεγε η Χρυσούλα πριν για το σεβασμό. Κάνουμε ό,τι κάνουμε σεβόμενοι πρώτα τον εαυτό μας και τη δουλειά μας. Τότε σεβόμαστε και το κοινό. Σεβασμός και ειλικρίνεια είναι οι λέξεις-κλειδιά».
Ι.Λ.: «Όλα αυτά βρίσκονται στον αντίποδα της υποκρισίας για την οποία μιλούσαμε νωρίτερα. Ποιες είναι οι συνθήκες εργασίας στους χώρος διασκέδασης και ψυχαγωγίας; Η ερώτηση εμμέσως συνδέεται με την υποκρισία και τις λανθασμένες εντυπώσεις».
Χ.Κ.: «Θα ήταν ωραία να ήταν λίγο πιο εύκολα τα πράγματα. Η δυσκολία είναι ότι, ενώ έχεις κάθε καλή διάθεση να βγάλεις όλη αυτή την ειλικρίνεια και το σεβασμό, αναγκάζεσαι να κάνεις ένα σωρό πράγματα άσχετα με το αντικείμενό σου, προκειμένου να προβληθεί η δουλειά σου τελικά. Το πώς, για παράδειγμα, θα φέρεις τον κόσμο να σε δει. Ή το πώς θα είναι η αφίσα ή το να μιλήσεις με τον υπεύθυνο του χώρου και ο οποίος συχνά σε αντιμετωπίζει περίεργα, γιατί δε σε ξέρει. Όλα γίνονται εύκολα αν είσαι γνωστός και φέρνεις πολύ κόσμο. Αλλά αυτά είναι εξω-μουσικά ζητούμενα. Είναι θλιβερό το να πρέπει να εξηγούμε ότι δική μας δουλειά δεν είναι το να φέρουμε κόσμο στο μαγαζί. Δεν είναι συνυφασμένη αυτή η ιδιότητα με την ιδιότητα του οποιουδήποτε καλλιτέχνη. Και οφείλεται στην λανθασμένη αντίληψη που επικρατεί στην Ελλάδα ότι όσοι θα έπρεπε να φέρνουν τον κόσμο, δηλαδή οι εταιρείες παραγωγής, οι μάνατζερ, οι μαγαζάτορες, δεν κάνουν τη δουλειά τους συνήθως. Όχι απαραίτητα γιατί δε θέλουν, αλλά δεν έχει αποσαφηνιστεί ότι είναι δική τους δουλειά».
Ι.Λ.: «Εδώ μέχρι πρότινος τα μαγαζιά λειτουργούσαν εν πολλοίς και ως αρπαχτές. Τους ενδιέφερε να τα αρπάξουν, όχι να δουλέψουν σωστά».
Γ.Δ.: «Θέλουν να βάζουν πολύ ακριβό εισιτήριο για να πάρουν άμεσα τα λεφτά. Ενώ με μικρότερο εισιτήριο το κέρδος θα είναι πιο μακροπρόθεσμο, αλλά μπορεί να έρθει περισσότερος κόσμος και βοηθάς και το μουσικό με το να παίζει».
Χ.Κ.: «Δεν είναι μόνο χρηματικό το θέμα. Υπάρχει κόσμος που διαθέτει την οπτική του Χατζιδάκι, η οποία παλιότερα υπήρχε και στις μπουάτ, ότι πρέπει να δώσεις ένα αντίτιμο που να σε τσούξει, ώστε να καταλάβεις γιατί πας. Θα ήταν πολύ ωραίο, όμως, να μη χρειάζεται να μας τσούξει τίποτα. Να ξέρω εγώ πηγαίνοντας σε ένα χώρο με ελεύθερη είσοδο τι θα αντιμετωπίσω. Όπως έγινε στο Zp87. Πλήρωναν ένα ευρώ ελάχιστη κατανάλωση για ένα ποτήρι κρασί και ήταν μέσα εκκλησία. Ο κόσμος είχε έρθει σαφώς για να ακούσει. Είναι ανακούφιση ότι υπάρχει τέτοια μερίδα κοινού. Πολλοί έμειναν και όρθιοι».
Ι.Λ.: «Αυτό που λες για την άνεση. Στην ανάλαφρη εκδοχή των μπουζουκιών, όπου πας για να ακούσεις κάποια ονόματα πληρώνοντας αδρά, περιορίζεσαι σε ένα πολύ μικρό χώρο σαρδελοποιημένος σαν μοσχάρι, λειτουργικά οξύμωρη εδώ η παρομοίωση, σε πιέζει ο αγκώνας του διπλανού και δεν μπορείς ούτε για τουαλέτα να σηκωθείς».
Χ.Κ.: «Ναι, πολλά μαγαζιά που είναι μουσικές σκηνές έχουν νοοτροπία “σκυλάδικου” με τη χειρότερη έννοια του όρου. Κάποιος πληρώνει 100 ευρώ, π.χ., το μπουκάλι για να δει τρία γνωστά ονόματα. Εκεί, όμως, θα υπάρχουν ορχήστρα, χορευτικά, καλή εξυπηρέτηση. Μακάρι στις μουσικές σκηνές να εξυπηρετούσαν τον κόσμο όπως στα παραδοσιακά μπουζούκια. Από την άλλη, μακάρι στα μπουζούκια να υπήρχε μουσική άποψη, να μην παίζονταν όλα τόσο δυνατά και να μη δινόταν τέτοια προτεραιότητα στην εμφάνιση. Απλώς στα μπουζούκια ξέρεις πού πας και τι κάνεις. Δεν πας να ακούσεις τέχνη ακριβώς. Και ό,τι πληρώνεις, το έχεις, είσαι κάποιος. Πολλές φορές στις μουσικές σκηνές μπαίνεις και σε αντιμετωπίζουν σαν να είσαι ο κανένας. Κάποια γκρουπ είναι στον κόσμο τους, αντιμετωπίζουν τον κόσμο με ύφος ποιοι είναι αυτοί που μας ακούνε και τι ξέρουν! Υπάρχει αυτό στους μουσικούς. Και η παροχή υπηρεσιών δεν ανταποκρίνεται σε ό,τι πληρώνεις. Στη δουλειά μας μετράει η επικοινωνία με το κοινό. Ο μουσικός κάνει μία πρόταση με ό,τι προσφέρει. Δεν είναι να τραγουδήσω Βαμβακάρη όπως ο Βαμβακάρης».
Μ.Κ.: «Ακόμα όμως κι αν είναι αυτό στο πρόγραμμα, πρέπει να υπάρχουν όλα, να υπάρχει το περιθώριο για να φανεί η ποικιλία των χρωμάτων που υφίστανται ούτω ή άλλως στην Ελλάδα».
Ι.Λ.: «Η λαϊκή κουλτούρα αντιπροσωπεύεται δεόντως».
Χ.Κ.: «Και σε ό,τι ονομάζεται, όμως, “ποιοτικό” τραγούδι, με πολλά εισαγωγικά στη λέξη, πάλι είναι πολύ συγκεκριμένοι οι άνθρωποι που προβάλλονται μέσα από συγκεκριμένα κανάλια και όλοι οι άλλοι παλεύουν. Θα ήταν ωραίο να υπάρχουν χώροι και κανάλια όπου να μπορείς να δεις κάτι πιο εναλλακτικό. Υπάρχει κόσμος που θα ήθελε να ακούσει κάτι διαφορετικό, έστω και για να αποφασίσει ότι δεν του αρέσει τελικά. Δεν έχει, όμως, πρόσβαση ή δεν το μαθαίνει ποτέ. Η τηλεόραση έχει 2-3 μουσικές εκπομπές, όπου βλέπεις λίγο πολύ τους ίδιους, με το ίδιο ρεπερτόριο και την ίδια αισθητική».
Γ.Μ.: «Πάνω σε αυτό να πω κάτι. Κάνω μαθήματα φυσικής σε παιδιά Α’ και Β’ Λυκείου. Τους μιλάω για μουσική, βέβαια, εφόσον έχω την τρέλα. Όταν τα ρωτάω, λοιπόν, τι μουσική ακούνε, περιμένω να μου πουν τους πιο γνωστούς, αλλά περιμένω να μου αναφέρουν, π.χ., και το Γιάννη Αγγελάκα. Ε, αυτό δεν υπάρχει. Το πιο μεγάλο ποσοστό δεν ξέρει βασικά πράγματα. Για την ελληνική μουσική κιόλας. Υπάρχουν άνθρωποι που άφησαν ή συνεχίζουν να παράγουν αξιόλογο έργο και δεν τους γνωρίζουν».
Χ.Κ.: «Δημιουργείται και μία λανθασμένη εντύπωση στον κόσμο ότι δε γίνεται τίποτα. Πολλοί, δηλαδή, νομίζουν ή λένε ότι η μουσική τελείωσε το ’70, δε γράφονται τέτοια τραγούδια πια κτλ.».
Ι.Λ.: «Αυτό ισχύει».
Χ.Κ.: «Θέλω να πω ότι, αν δεν είσαι μουσικός, δεν είναι δική σου δουλειά να ανακαλύψεις τι έχει γίνει μετά το ’70. Πρέπει κάποιος που είναι η δουλειά του αυτή να σ’ το δείξει. Και, αν εγώ θέλω να προβάλω τη δουλειά μου, πρέπει να έχω ένα κανάλι, για να φτάσω στον κόσμο».
Μ.Κ.: «Από την άλλη, επιμένω στο θέμα της εκπαίδευσης, θα έπρεπε να εκπαιδεύονται οι άνθρωποι στο να ψάχνονται και όχι να αρκούνται μόνο σε όσα τους δίνονται έτοιμα. Κανείς δε σε μαθαίνει τελικά κάτι μέσω της επίσημης οδού και με μαζικό τρόπο».
Ι.Λ.: «Το να υπάρχει κάποιος που σου υποδεικνύει διαρκώς το μονοπάτι δείχνει ότι έχουμε μάθει στην κηδεμονία. Γιατί να μην ψάχνεις μόνος σου; Ένα σπρώξιμο στην αρχή χρειάζεται».
Μ.Κ.: «Δε σε εκπαιδεύουν να το κάνεις».
Γ.Μ.: «Για πολλούς μουσικούς ισχύει αυτό, το να κάνουν όλη τη δουλειά, όπως κι εμείς. Είμαστε, δηλαδή, μουσικοί, μάνατζερ, ηχολήπτες, ψάχνουμε τον εξοπλισμό, τα κάνουμε όλα. Ό,τι κι αν είναι αυτό που κάνεις, θέατρο, ζωγραφική, επιστήμη, αν το αγαπάς και ασχολείσαι, τρέχεις για τα πάντα. Θα έπρεπε να υπάρχει κάποιος επιμερισμός, να διαχωρίζονται οι ρόλοι. Μεράκι, υλικό και ταλέντο υπάρχουν. Στην Ελλάδα βρίσκεις πολύ καλές μπάντες. Δεν έχουν να ζηλέψουν κάτι από εκείνες του εξωτερικού. Έχουμε απαξιώσει πολύ τους Έλληνες καλλιτέχνες, οι οποίοι μπορούν να βγουν έξω από άποψη ικανοτήτων και μουσικού αποτελέσματος. Α, είναι ελληνική μπάντα, μωρέ! Υπάρχει αυτή η νοοτροπία».
Χ.Κ.: «Για να ξεπεραστεί αυτή η κρίση αξιών, έχει σημασία να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε πολύ ισχυρή ταυτότητα. Γιατί, αν ξέρεις ότι έχεις μεγάλη παράδοση και τη γνωρίζεις, μετά δε φοβάσαι τον ξένο».
Ι.Λ.: «Ούτε τον υπερεκτιμάς, όπως σε αυτή την περίπτωση. Δεν κομπλεξάρεσαι δηλαδή».
Χ.Κ.: «Ναι. Και από μία άποψη καλώς ήρθε η κρίση, γιατί κάποια στιγμή έπρεπε όλη αυτή η ανοησία να αποκαλυφθεί. Εμείς ξεκολλήσαμε βίαια από τις ρίζες μας, δεν έγινε σταδιακά και ήπια η μετάβαση στο καταναλωτικό μοντέλο, περάσαμε κατευθείαν από το γάιδαρο στη μερσεντές. Πολλοί λένε διάφορα για την Ελλάδα, ότι είναι το ένα το άλλο, και, στην ουσία, δεν ξέρουν τίποτα για τη χώρα τους. Ντύνονται ξενικά, ακούνε μουσική ούτε καν ξένη, αλλά ελληνική που μοιάζει με ξένη, το φαγητό έχει επίσης επηρεαστεί. Αυτά δε θα πείραζαν αν γνώριζες τη δική σου παράδοση, για να μη φοβάσαι. Γιατί δεν έχεις κάτι να υπερασπιστείς. Η ελληνική κουλτούρα δε χρειάζεται θεωρητική υπεράσπιση, χρειάζεται να τη ζεις, να τη βιώνεις για να συνεχιστεί. Δηλαδή, το να τη βάλεις σε ένα μουσείο για να διατηρηθεί μία παρελθοντική στιγμή είναι σαν να τη σκοτώνεις. Ο πολιτισμός της χώρας δεν είναι μόνο ό,τι φαίνεται. Είναι η ευγένεια, η καθημερινότητα, η καθαριότητα. Όλα αυτά παλιά υπήρχαν. Η ανακύκλωση, ας πούμε, είναι μία έννοια που εξαφανίστηκε το ’80 από την Ελλάδα και επανεμφανίστηκε στα τέλη του ’90. Δεν είναι μακριά αυτά από εμάς. Μένει ο καθένας να ανακαλύψει τις ρίζες του και να πάψει να ασχολείται με τους ξένους, όποιοι κι αν είναι: Γερμανοί, Αμερικάνοι ή οικονομικοί μετανάστες. Αν θες να βρεις εχθρούς, βρίσκεις. Το θέμα είναι, και αυτό σχετίζεται άμεσα με τη μουσική, ότι μπορείς να τα παντρέψεις όλα. Και όλα χωρούν, αλλά πρέπει και να δημιουργήσουμε αυτόν το χώρο για τον άνθρωπο δίπλα μας ώστε να μεγαλώσει, να ωριμάσει, για τον ξένο που έρχεται να βρει καλύτερη τύχη, για εμάς τους ίδιους. Δε γίνεται να ζούμε μέσα σε κουτιά. Τότε και οι ιδέες μας θα είναι περιορισμένες. Αφού έχουμε έναν πολιτισμό 3.500 ετών. Καλούμαι να ζήσω και αντάξια του πολιτισμού μου! Όχι με το να κάνω τη σημαία τατουάζ και να βγω να δείρω όλο τον κόσμο. Αυτό καταρχήν δεν είναι ελληνικό».
Ι.Λ.: «Για να πούμε και κάτι πιο πρακτικό, πότε θα βγάλετε δίσκο;».
Χ.Κ.: «Καλή ερώτηση! Κάναμε μία μεγάλη συναυλία στη Σύρο, όπου παίξαμε μαζί με το ιρλανδικό συγκρότημα Ιέρνις. Αυτή ηχογραφήθηκε έτσι που να είναι δυνατή η επεξεργασία της ηχητικά για να γίνει δίσκος. Αυτή είναι η πιο πιθανή εκδοχή τώρα ως πιο πραγματοποιήσιμη. Έχουμε μπει στη διαδικασία να γράψουμε και εμείς νέα κομμάτια, αλλά θα χρειαστεί πολύς χρόνος. Όλα αυτά είναι χρονοβόρα, το δημιουργικό μέρος, οι ηχογραφήσεις, χρειάζονται και χρήματα για το στούντιο. Γι’ αυτό κάνουμε live, για να παρακολουθεί ο κόσμος την εξέλιξη».
Ι.Λ.: «Έτσι γίνεστε και πιο προσιτοί. Με το δίσκο ακούς τη μουσική όποτε θες, αλλά είναι διαφορετική η επαφή με τον καλλιτέχνη στο live. Είναι ψυχρό πράγμα το cd, αποστασιοποιημένο. Ανυπομονώ να δω ένα δίσκο δικό σας με διασκευές και δικά σας κομμάτια. Ας ολοκληρώσουμε ευοίωνα με μία ευχή από τον καθένα σας».
Γ.Μ.: «Να είμαστε καλοτάξιδοι!».
Χ.Κ.: «Εύχομαι να υπάρχει χώρος για όλους».
Γ.Δ.: «Δημιουργία και αναγέννηση».
Μ.Κ.: «Περισσότερη δραστηριότητα».
Γ.Δ.: «Έχει σημασία να μπορείς να συνδέσεις το τι κάνεις με το πού το κάνεις. Πού βρίσκεται η παράδοση αν δεν το λάβεις αυτό υπόψιν;».
Ι.Λ.: «Η παράδοση έχει σχήματα, αλλά όχι στεγανά. Και το δημοτικό τραγούδι μέχρι την καταγραφή του, που το αποκρυστάλλωσε ανακόπτοντας την εξέλιξή του, βήμα βήμα ανανεωνόταν και εξελισσόταν προφορικά. Τότε, όμως, δεν είχαν βιαστεί οι ρυθμοί. Σήμερα, λίγο η ταχύτητα λίγο η τεχνολογία βιάζουν το φυσικό ρυθμό, που είναι πολύ πιο αργός. Αυτό που έλεγε η Χρυσούλα πριν για την υπομονή, την αναμονή και την ανάπτυξη. Το να δίνεις χώρο και χρόνο. Αυτό σήμερα δεν υπάρχει πουθενά. Άρα βιάζεται και η όποια εξέλιξη θα μπορούσε να συντελεστεί, αντικατοπτρίζοντας τελικά την εποχή».
Χ.Κ.: «Εκείνο που τουλάχιστον μετράει είναι το να μην είσαι σοβαροφανής. Αν ένας αστός θεωρεί ότι μόνο εκείνος ξέρει και ότι οι άλλοι είναι χωριάτες, είναι σοβαροφανής και χάνει έναν ολόκληρο κόσμο. Αντίστοιχα, αν μένεις στα Ζαγόρια και θεωρείς ότι μόνο το κλαρίνο υπάρχει, πάλι το ίδιο ισχύει. Σέβεσαι, πειραματίζεσαι και δεν ξέρεις πού θα σε πάει. Η πραγματική εξέλιξη βρίσκεται στο ρίσκο. Ακόμα και στον αυτοσχεδιασμό κάποιοι αυτοσχεδιάζουν στείρα. Έχουν μάθει πέντε πράγματα και ξέρεις τι να περιμένεις. Δε σε απελευθερώνουν οι κανόνες, αλλά η βουτιά σε ό,τι δε γνωρίζεις. Το θέμα δεν είναι η επιτυχία ή να είναι ωραίο το άκουσμα, αλλά να πραγματοποιήσεις ένα βήμα παραπέρα».
Γ.Δ.: «Η όλη διεργασία είναι εκείνη που θα σε βγάλει κάπου. Το 50% είναι η δημιουργία και το άλλο 50% η σχέση με το κοινό. Η διεργασία του ψαξίματος μετράει, εκεί δεν υπάρχει η έννοια σωστού και λάθους».
Μ.Κ.: «Για να μεταδώσεις τη μαγεία του αυτοσχεδιασμού χρειάζεται πειθαρχία. Γνωρίζουμε με ακρίβεια το τι κάνομε και μέσα από αυτήν τη γνώση κερδίζεται, κατά τη δική μου άποψη, και η ελευθερία. Τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα και γενικότερα υπάρχουν νέοι άνθρωποι που κάνουν πολλή δουλειά και επιδιώκουν να δημιουργήσουν κάτι δικό τους, κάτι πρωτότυπο. Πολλά γκρουπ δουλεύουν προς αυτή την κατεύθυνση. Ταλέντο, έμπνευση και ιδέες διαθέτουμε άφθονα. Εκείνο στο οποίο υστερούμε είναι η τεχνική. Η τεχνική ικανότητα του να βάζεις τα πράγματα στη σειρά. Γιατί, για να γίνει η ιδέα πράξη, χρειάζεται τεχνική».
Γ.Δ.: «Αυτή είναι η μαγεία του δικού μας γκρουπ. Βρισκόμαστε διαρκώς σε μία διαδικασία αυτοαναίρεσης και αμφισβήτησης. Συμφωνούμε στο ότι διαφωνούμε».
Ι.Λ.: «Νομίζω ότι επί της ουσίας δε διαφωνείτε! Καταλήγετε από άλλο δρόμο στην ίδια πλατεία. Και οι δύο ‒Μιχάλης Καταχανάς και Γιάννης Δεσποτάκης‒ ξέρετε καλά τι κάνετε, αλλά το αντιμετωπίζετε με άλλο τρόπο. Ο Γιάννης πιο παρορμητικά ίσως, ο Μιχάλης πιο ακαδημαϊκά, αλλά και στους δύο εκείνο που προσφέρει ή με το οποίο έχετε κατακτήσει την ελευθερία του αυτοσχεδιασμού επί σκηνής και το ταξίδι της δημιουργίας είναι οι πολλές πρόβες, η προσπάθεια, η μελέτη. Έπειτα η μελέτη είναι κάτι ευρύτερο: παρατήρηση, αφομοίωση, βίωμα. Το γκρουπ έχει περάσει από διαδικασία ζύμωσης με όλα αυτά και εκ των πραγμάτων με μία καλή χημεία τα χέρια λύνονται. Η τεχνική είναι κάτι κεκτημένο. Δε χειρουργείς εκείνη τη στιγμή τα κομμάτια».
Γ.Δ.: «Με το Μιχάλη ακολουθούμε δύο διαφορετικούς δρόμους. Όταν παίξουμε μαζί, όμως, εννοείται πως θα βρεθούμε μουσικά. Βρισκόμαστε και στην πραγματικότητα άλλωστε. Για να δημιουργήσεις όντας ειλικρινής, για να μη γίνεσαι κάποιος άλλος, σημαίνει ότι και στα δύο είσαι το ίδιο αληθινός, στη ζωή και στην τέχνη. Διαφορετικά, θα ήταν ένα τίποτα».
Χ.Κ.: «Παρουσιάζεις ό,τι μπορείς να κάνεις και πρόκειται για μία μοναδική στιγμή. Γιατί ούτε τον ίδιο κόσμο θα έχεις από κάτω ούτε το ίδιο αποτέλεσμα κάθε φορά. Σε εμάς τουλάχιστον έτσι λειτουργεί».
Γ.Δ.: «Δεν τα αναλώνουμε όλα στην πρόβα. Δουλεύουμε σε ένα 30%-40%, ώστε να υπάρχει περιθώριο εξέλιξής επί σκηνής».
Μ.Κ.: «Να συμπληρώσω κάτι πάνω σε ό,τι έλεγε η Χρυσούλα πριν για το σεβασμό. Κάνουμε ό,τι κάνουμε σεβόμενοι πρώτα τον εαυτό μας και τη δουλειά μας. Τότε σεβόμαστε και το κοινό. Σεβασμός και ειλικρίνεια είναι οι λέξεις-κλειδιά».
Ι.Λ.: «Όλα αυτά βρίσκονται στον αντίποδα της υποκρισίας για την οποία μιλούσαμε νωρίτερα. Ποιες είναι οι συνθήκες εργασίας στους χώρος διασκέδασης και ψυχαγωγίας; Η ερώτηση εμμέσως συνδέεται με την υποκρισία και τις λανθασμένες εντυπώσεις».
Χ.Κ.: «Θα ήταν ωραία να ήταν λίγο πιο εύκολα τα πράγματα. Η δυσκολία είναι ότι, ενώ έχεις κάθε καλή διάθεση να βγάλεις όλη αυτή την ειλικρίνεια και το σεβασμό, αναγκάζεσαι να κάνεις ένα σωρό πράγματα άσχετα με το αντικείμενό σου, προκειμένου να προβληθεί η δουλειά σου τελικά. Το πώς, για παράδειγμα, θα φέρεις τον κόσμο να σε δει. Ή το πώς θα είναι η αφίσα ή το να μιλήσεις με τον υπεύθυνο του χώρου και ο οποίος συχνά σε αντιμετωπίζει περίεργα, γιατί δε σε ξέρει. Όλα γίνονται εύκολα αν είσαι γνωστός και φέρνεις πολύ κόσμο. Αλλά αυτά είναι εξω-μουσικά ζητούμενα. Είναι θλιβερό το να πρέπει να εξηγούμε ότι δική μας δουλειά δεν είναι το να φέρουμε κόσμο στο μαγαζί. Δεν είναι συνυφασμένη αυτή η ιδιότητα με την ιδιότητα του οποιουδήποτε καλλιτέχνη. Και οφείλεται στην λανθασμένη αντίληψη που επικρατεί στην Ελλάδα ότι όσοι θα έπρεπε να φέρνουν τον κόσμο, δηλαδή οι εταιρείες παραγωγής, οι μάνατζερ, οι μαγαζάτορες, δεν κάνουν τη δουλειά τους συνήθως. Όχι απαραίτητα γιατί δε θέλουν, αλλά δεν έχει αποσαφηνιστεί ότι είναι δική τους δουλειά».
Ι.Λ.: «Εδώ μέχρι πρότινος τα μαγαζιά λειτουργούσαν εν πολλοίς και ως αρπαχτές. Τους ενδιέφερε να τα αρπάξουν, όχι να δουλέψουν σωστά».
Γ.Δ.: «Θέλουν να βάζουν πολύ ακριβό εισιτήριο για να πάρουν άμεσα τα λεφτά. Ενώ με μικρότερο εισιτήριο το κέρδος θα είναι πιο μακροπρόθεσμο, αλλά μπορεί να έρθει περισσότερος κόσμος και βοηθάς και το μουσικό με το να παίζει».
Χ.Κ.: «Δεν είναι μόνο χρηματικό το θέμα. Υπάρχει κόσμος που διαθέτει την οπτική του Χατζιδάκι, η οποία παλιότερα υπήρχε και στις μπουάτ, ότι πρέπει να δώσεις ένα αντίτιμο που να σε τσούξει, ώστε να καταλάβεις γιατί πας. Θα ήταν πολύ ωραίο, όμως, να μη χρειάζεται να μας τσούξει τίποτα. Να ξέρω εγώ πηγαίνοντας σε ένα χώρο με ελεύθερη είσοδο τι θα αντιμετωπίσω. Όπως έγινε στο Zp87. Πλήρωναν ένα ευρώ ελάχιστη κατανάλωση για ένα ποτήρι κρασί και ήταν μέσα εκκλησία. Ο κόσμος είχε έρθει σαφώς για να ακούσει. Είναι ανακούφιση ότι υπάρχει τέτοια μερίδα κοινού. Πολλοί έμειναν και όρθιοι».
Ι.Λ.: «Αυτό που λες για την άνεση. Στην ανάλαφρη εκδοχή των μπουζουκιών, όπου πας για να ακούσεις κάποια ονόματα πληρώνοντας αδρά, περιορίζεσαι σε ένα πολύ μικρό χώρο σαρδελοποιημένος σαν μοσχάρι, λειτουργικά οξύμωρη εδώ η παρομοίωση, σε πιέζει ο αγκώνας του διπλανού και δεν μπορείς ούτε για τουαλέτα να σηκωθείς».
Χ.Κ.: «Ναι, πολλά μαγαζιά που είναι μουσικές σκηνές έχουν νοοτροπία “σκυλάδικου” με τη χειρότερη έννοια του όρου. Κάποιος πληρώνει 100 ευρώ, π.χ., το μπουκάλι για να δει τρία γνωστά ονόματα. Εκεί, όμως, θα υπάρχουν ορχήστρα, χορευτικά, καλή εξυπηρέτηση. Μακάρι στις μουσικές σκηνές να εξυπηρετούσαν τον κόσμο όπως στα παραδοσιακά μπουζούκια. Από την άλλη, μακάρι στα μπουζούκια να υπήρχε μουσική άποψη, να μην παίζονταν όλα τόσο δυνατά και να μη δινόταν τέτοια προτεραιότητα στην εμφάνιση. Απλώς στα μπουζούκια ξέρεις πού πας και τι κάνεις. Δεν πας να ακούσεις τέχνη ακριβώς. Και ό,τι πληρώνεις, το έχεις, είσαι κάποιος. Πολλές φορές στις μουσικές σκηνές μπαίνεις και σε αντιμετωπίζουν σαν να είσαι ο κανένας. Κάποια γκρουπ είναι στον κόσμο τους, αντιμετωπίζουν τον κόσμο με ύφος ποιοι είναι αυτοί που μας ακούνε και τι ξέρουν! Υπάρχει αυτό στους μουσικούς. Και η παροχή υπηρεσιών δεν ανταποκρίνεται σε ό,τι πληρώνεις. Στη δουλειά μας μετράει η επικοινωνία με το κοινό. Ο μουσικός κάνει μία πρόταση με ό,τι προσφέρει. Δεν είναι να τραγουδήσω Βαμβακάρη όπως ο Βαμβακάρης».
Μ.Κ.: «Ακόμα όμως κι αν είναι αυτό στο πρόγραμμα, πρέπει να υπάρχουν όλα, να υπάρχει το περιθώριο για να φανεί η ποικιλία των χρωμάτων που υφίστανται ούτω ή άλλως στην Ελλάδα».
Ι.Λ.: «Η λαϊκή κουλτούρα αντιπροσωπεύεται δεόντως».
Χ.Κ.: «Και σε ό,τι ονομάζεται, όμως, “ποιοτικό” τραγούδι, με πολλά εισαγωγικά στη λέξη, πάλι είναι πολύ συγκεκριμένοι οι άνθρωποι που προβάλλονται μέσα από συγκεκριμένα κανάλια και όλοι οι άλλοι παλεύουν. Θα ήταν ωραίο να υπάρχουν χώροι και κανάλια όπου να μπορείς να δεις κάτι πιο εναλλακτικό. Υπάρχει κόσμος που θα ήθελε να ακούσει κάτι διαφορετικό, έστω και για να αποφασίσει ότι δεν του αρέσει τελικά. Δεν έχει, όμως, πρόσβαση ή δεν το μαθαίνει ποτέ. Η τηλεόραση έχει 2-3 μουσικές εκπομπές, όπου βλέπεις λίγο πολύ τους ίδιους, με το ίδιο ρεπερτόριο και την ίδια αισθητική».
Γ.Μ.: «Πάνω σε αυτό να πω κάτι. Κάνω μαθήματα φυσικής σε παιδιά Α’ και Β’ Λυκείου. Τους μιλάω για μουσική, βέβαια, εφόσον έχω την τρέλα. Όταν τα ρωτάω, λοιπόν, τι μουσική ακούνε, περιμένω να μου πουν τους πιο γνωστούς, αλλά περιμένω να μου αναφέρουν, π.χ., και το Γιάννη Αγγελάκα. Ε, αυτό δεν υπάρχει. Το πιο μεγάλο ποσοστό δεν ξέρει βασικά πράγματα. Για την ελληνική μουσική κιόλας. Υπάρχουν άνθρωποι που άφησαν ή συνεχίζουν να παράγουν αξιόλογο έργο και δεν τους γνωρίζουν».
Χ.Κ.: «Δημιουργείται και μία λανθασμένη εντύπωση στον κόσμο ότι δε γίνεται τίποτα. Πολλοί, δηλαδή, νομίζουν ή λένε ότι η μουσική τελείωσε το ’70, δε γράφονται τέτοια τραγούδια πια κτλ.».
Ι.Λ.: «Αυτό ισχύει».
Χ.Κ.: «Θέλω να πω ότι, αν δεν είσαι μουσικός, δεν είναι δική σου δουλειά να ανακαλύψεις τι έχει γίνει μετά το ’70. Πρέπει κάποιος που είναι η δουλειά του αυτή να σ’ το δείξει. Και, αν εγώ θέλω να προβάλω τη δουλειά μου, πρέπει να έχω ένα κανάλι, για να φτάσω στον κόσμο».
Μ.Κ.: «Από την άλλη, επιμένω στο θέμα της εκπαίδευσης, θα έπρεπε να εκπαιδεύονται οι άνθρωποι στο να ψάχνονται και όχι να αρκούνται μόνο σε όσα τους δίνονται έτοιμα. Κανείς δε σε μαθαίνει τελικά κάτι μέσω της επίσημης οδού και με μαζικό τρόπο».
Ι.Λ.: «Το να υπάρχει κάποιος που σου υποδεικνύει διαρκώς το μονοπάτι δείχνει ότι έχουμε μάθει στην κηδεμονία. Γιατί να μην ψάχνεις μόνος σου; Ένα σπρώξιμο στην αρχή χρειάζεται».
Μ.Κ.: «Δε σε εκπαιδεύουν να το κάνεις».
Γ.Μ.: «Για πολλούς μουσικούς ισχύει αυτό, το να κάνουν όλη τη δουλειά, όπως κι εμείς. Είμαστε, δηλαδή, μουσικοί, μάνατζερ, ηχολήπτες, ψάχνουμε τον εξοπλισμό, τα κάνουμε όλα. Ό,τι κι αν είναι αυτό που κάνεις, θέατρο, ζωγραφική, επιστήμη, αν το αγαπάς και ασχολείσαι, τρέχεις για τα πάντα. Θα έπρεπε να υπάρχει κάποιος επιμερισμός, να διαχωρίζονται οι ρόλοι. Μεράκι, υλικό και ταλέντο υπάρχουν. Στην Ελλάδα βρίσκεις πολύ καλές μπάντες. Δεν έχουν να ζηλέψουν κάτι από εκείνες του εξωτερικού. Έχουμε απαξιώσει πολύ τους Έλληνες καλλιτέχνες, οι οποίοι μπορούν να βγουν έξω από άποψη ικανοτήτων και μουσικού αποτελέσματος. Α, είναι ελληνική μπάντα, μωρέ! Υπάρχει αυτή η νοοτροπία».
Χ.Κ.: «Για να ξεπεραστεί αυτή η κρίση αξιών, έχει σημασία να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε πολύ ισχυρή ταυτότητα. Γιατί, αν ξέρεις ότι έχεις μεγάλη παράδοση και τη γνωρίζεις, μετά δε φοβάσαι τον ξένο».
Ι.Λ.: «Ούτε τον υπερεκτιμάς, όπως σε αυτή την περίπτωση. Δεν κομπλεξάρεσαι δηλαδή».
Χ.Κ.: «Ναι. Και από μία άποψη καλώς ήρθε η κρίση, γιατί κάποια στιγμή έπρεπε όλη αυτή η ανοησία να αποκαλυφθεί. Εμείς ξεκολλήσαμε βίαια από τις ρίζες μας, δεν έγινε σταδιακά και ήπια η μετάβαση στο καταναλωτικό μοντέλο, περάσαμε κατευθείαν από το γάιδαρο στη μερσεντές. Πολλοί λένε διάφορα για την Ελλάδα, ότι είναι το ένα το άλλο, και, στην ουσία, δεν ξέρουν τίποτα για τη χώρα τους. Ντύνονται ξενικά, ακούνε μουσική ούτε καν ξένη, αλλά ελληνική που μοιάζει με ξένη, το φαγητό έχει επίσης επηρεαστεί. Αυτά δε θα πείραζαν αν γνώριζες τη δική σου παράδοση, για να μη φοβάσαι. Γιατί δεν έχεις κάτι να υπερασπιστείς. Η ελληνική κουλτούρα δε χρειάζεται θεωρητική υπεράσπιση, χρειάζεται να τη ζεις, να τη βιώνεις για να συνεχιστεί. Δηλαδή, το να τη βάλεις σε ένα μουσείο για να διατηρηθεί μία παρελθοντική στιγμή είναι σαν να τη σκοτώνεις. Ο πολιτισμός της χώρας δεν είναι μόνο ό,τι φαίνεται. Είναι η ευγένεια, η καθημερινότητα, η καθαριότητα. Όλα αυτά παλιά υπήρχαν. Η ανακύκλωση, ας πούμε, είναι μία έννοια που εξαφανίστηκε το ’80 από την Ελλάδα και επανεμφανίστηκε στα τέλη του ’90. Δεν είναι μακριά αυτά από εμάς. Μένει ο καθένας να ανακαλύψει τις ρίζες του και να πάψει να ασχολείται με τους ξένους, όποιοι κι αν είναι: Γερμανοί, Αμερικάνοι ή οικονομικοί μετανάστες. Αν θες να βρεις εχθρούς, βρίσκεις. Το θέμα είναι, και αυτό σχετίζεται άμεσα με τη μουσική, ότι μπορείς να τα παντρέψεις όλα. Και όλα χωρούν, αλλά πρέπει και να δημιουργήσουμε αυτόν το χώρο για τον άνθρωπο δίπλα μας ώστε να μεγαλώσει, να ωριμάσει, για τον ξένο που έρχεται να βρει καλύτερη τύχη, για εμάς τους ίδιους. Δε γίνεται να ζούμε μέσα σε κουτιά. Τότε και οι ιδέες μας θα είναι περιορισμένες. Αφού έχουμε έναν πολιτισμό 3.500 ετών. Καλούμαι να ζήσω και αντάξια του πολιτισμού μου! Όχι με το να κάνω τη σημαία τατουάζ και να βγω να δείρω όλο τον κόσμο. Αυτό καταρχήν δεν είναι ελληνικό».
Ι.Λ.: «Για να πούμε και κάτι πιο πρακτικό, πότε θα βγάλετε δίσκο;».
Χ.Κ.: «Καλή ερώτηση! Κάναμε μία μεγάλη συναυλία στη Σύρο, όπου παίξαμε μαζί με το ιρλανδικό συγκρότημα Ιέρνις. Αυτή ηχογραφήθηκε έτσι που να είναι δυνατή η επεξεργασία της ηχητικά για να γίνει δίσκος. Αυτή είναι η πιο πιθανή εκδοχή τώρα ως πιο πραγματοποιήσιμη. Έχουμε μπει στη διαδικασία να γράψουμε και εμείς νέα κομμάτια, αλλά θα χρειαστεί πολύς χρόνος. Όλα αυτά είναι χρονοβόρα, το δημιουργικό μέρος, οι ηχογραφήσεις, χρειάζονται και χρήματα για το στούντιο. Γι’ αυτό κάνουμε live, για να παρακολουθεί ο κόσμος την εξέλιξη».
Ι.Λ.: «Έτσι γίνεστε και πιο προσιτοί. Με το δίσκο ακούς τη μουσική όποτε θες, αλλά είναι διαφορετική η επαφή με τον καλλιτέχνη στο live. Είναι ψυχρό πράγμα το cd, αποστασιοποιημένο. Ανυπομονώ να δω ένα δίσκο δικό σας με διασκευές και δικά σας κομμάτια. Ας ολοκληρώσουμε ευοίωνα με μία ευχή από τον καθένα σας».
Γ.Μ.: «Να είμαστε καλοτάξιδοι!».
Χ.Κ.: «Εύχομαι να υπάρχει χώρος για όλους».
Γ.Δ.: «Δημιουργία και αναγέννηση».
Μ.Κ.: «Περισσότερη δραστηριότητα».
Φεύγοντας από τη συνέντευξη μείναμε για λίγο μόνοι με το Γιάννη Μπουντέκα αναμοχλεύοντας όσα προηγήθηκαν. Ήταν εκείνος που μίλησε λιγότερο από όλους. Δεν ανοίγομαι εύκολα, μου αποκάλυψε. Θα κρατήσω ωστόσο μία τρυφερή εξομολόγηση σε σχέση με το γκρουπ, που κατάφερα να ξεκλέψω λίγο πριν κατέβω από το αυτοκίνητο για να πάω στο μετρό. Είμαστε οικογένεια, μου είπε. Και αυτό είναι βασική προϋπόθεση και για μένα και γενικά, ώστε κάποιος να ξετυλιχτεί και να δημιουργήσει. Δηλαδή, δεν υπάρχει θέμα παρεξήγησης όταν πούμε μία κουβέντα παραπάνω, καμιά φορά τσακωνόμαστε θυμίζοντας αδέλφια και την άλλη στιγμή είμαστε σαν να μη συνέβη τίποτα. Ο καθένας, έπειτα, έχει το ρόλο του, όπως συμβαίνει σε μία κανονική οικογένεια. Η Χρυσούλα, ας πούμε, παίζει ενίοτε ένα μητρικό ρόλο αποφορτίζοντας τις εντάσεις. Ενώ μεταξύ των αντρών μπορεί η φρασεολογία ή οι κλιμακώσεις των εντάσεων να κυμαίνονται και να διαφέρουν.
Εμείς, αφορμή δημιουργικών αναταραχών και χαλαρωτικών νηνεμιών, ευχόμαστε καλή επιτυχία στους Φρικαντέλα, να ανοίξει ο δρόμος και με τη σειρά τους τα φτερά, για να πετάξουν άφοβα ψηλά. Θα ήθελα να κλείσω με στροφές από το τραγούδι με το οποίο έκλεισαν τη συναυλία στο Zp87. Εκεί το αηδόνι του γκρουπ γλυκολάλησε το υπέροχο παραδοσιακό με τίτλο «Τι καλά το λέει τ’ αηδόνι», ένα παραδοσιακό τραγούδι με βαθιά ριζωμένη τη λαϊκή σοφία ως μέτρο προφύλαξης από τα στραβοπατήματα για τον άνθρωπο, πόσο μάλλον το σύγχρονο άνθρωπο, και ελπίδας. Εμείς ελπίζουμε να ανοίξει ο καιρός νωρίτερα!
«[…] Και την κυρά την Παναγιά
την επαρακαλούσα
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.
Για να μου δώσει τα κλειδιά
κλειδιά του Παραδείσου
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.
Ν’ ανοίξω τον Παράδεισο
να μπω να σεργιανίσω
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.
Να δω που κάθουνται οι φτωχοί
που κάθουνται οι αρχοντάδες
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.
Στον ίσκιο κάθουνται οι φτωχοί
στον ήλιο οι αρχοντάδες
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.
Και τους φτωχούς παρακαλούν
και τους παρακαλούνε
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.
Δώστε φτωχοί τον ίσκιο σας
και πάρτε τα φλουριά μας
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.
Ας έχουμε ’μείς οι φτωχοί
ας έχουμε τον ίσκιο μας
κι ας έχετε τα φλουριά σας
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι».
Για όποιον ενδιαφέρεται να ανακαλύψει τους Φρικαντέλα ιδίοις όμμασι μπορεί να τους ψάξει στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.freekandela.blogspot.com.
Αν, πάλι, θέλει να τους ακούσει, το οποίο συνιστώ ανεπιφύλακτα, τα τρία επόμενα live τους θα πραγματοποιηθούν:
20 Μαΐου στο θέατρο Eliart, Κωνσταντινουπόλεως 127.
25 Μαΐου στο χώρο «Διέλευσις» στην Κυψέλη.
26 Μαΐου στις «Χίλιες και Δύο Νύχτες» στου Ψυρρή.
Ο Γιάννης Μπουντέκας επίσης μαζί με άλλα παιδιά έχουν δημιουργήσει ένα μπλογκ όπου αναπτύσσουν διάφορα θέματα συζήτησης. Μπορείτε να το εντοπίσετε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.agiotsipouraki.blogspot.com.
Θα βρείτε ακόμα τραγούδια του συγκροτήματος blindtrip, όπου παίζουν ο Γιάννης Μπουντέκας και η Χρυσούλα Κεχαγιόγλου, στο Μyspace στη διεύθυνση:
http://www.myspace.com/blindtripband.
Δείτε βίντεο από τα live του γκρουπ εδώ:
tarantella del Gargano:
http://www.youtube.com/watch?v=2huxpIFQgD8&feature=player_embedded
Πέτρινο Δέντρο:
http://www.youtube.com/watch?v=-mnKmcZeQk4&feature=player_embedded#!
Επισκέπτες:
http://www.youtube.com/watch?v=jnE2ad2iW4U&feature=relmfu
Οι φωτογραφίες με τους Φρικαντέλα live στο Eliart είναι του Θανάση Ίσαρη.
Ιουλία Λυμπεροπούλου για το CityMag.
Εμείς, αφορμή δημιουργικών αναταραχών και χαλαρωτικών νηνεμιών, ευχόμαστε καλή επιτυχία στους Φρικαντέλα, να ανοίξει ο δρόμος και με τη σειρά τους τα φτερά, για να πετάξουν άφοβα ψηλά. Θα ήθελα να κλείσω με στροφές από το τραγούδι με το οποίο έκλεισαν τη συναυλία στο Zp87. Εκεί το αηδόνι του γκρουπ γλυκολάλησε το υπέροχο παραδοσιακό με τίτλο «Τι καλά το λέει τ’ αηδόνι», ένα παραδοσιακό τραγούδι με βαθιά ριζωμένη τη λαϊκή σοφία ως μέτρο προφύλαξης από τα στραβοπατήματα για τον άνθρωπο, πόσο μάλλον το σύγχρονο άνθρωπο, και ελπίδας. Εμείς ελπίζουμε να ανοίξει ο καιρός νωρίτερα!
«[…] Και την κυρά την Παναγιά
την επαρακαλούσα
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.
Για να μου δώσει τα κλειδιά
κλειδιά του Παραδείσου
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.
Ν’ ανοίξω τον Παράδεισο
να μπω να σεργιανίσω
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.
Να δω που κάθουνται οι φτωχοί
που κάθουνται οι αρχοντάδες
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.
Στον ίσκιο κάθουνται οι φτωχοί
στον ήλιο οι αρχοντάδες
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.
Και τους φτωχούς παρακαλούν
και τους παρακαλούνε
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.
Δώστε φτωχοί τον ίσκιο σας
και πάρτε τα φλουριά μας
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι.
Ας έχουμε ’μείς οι φτωχοί
ας έχουμε τον ίσκιο μας
κι ας έχετε τα φλουριά σας
τι καλά το λέει τ’ αηδόνι».
Για όποιον ενδιαφέρεται να ανακαλύψει τους Φρικαντέλα ιδίοις όμμασι μπορεί να τους ψάξει στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.freekandela.blogspot.com.
Αν, πάλι, θέλει να τους ακούσει, το οποίο συνιστώ ανεπιφύλακτα, τα τρία επόμενα live τους θα πραγματοποιηθούν:
20 Μαΐου στο θέατρο Eliart, Κωνσταντινουπόλεως 127.
25 Μαΐου στο χώρο «Διέλευσις» στην Κυψέλη.
26 Μαΐου στις «Χίλιες και Δύο Νύχτες» στου Ψυρρή.
Ο Γιάννης Μπουντέκας επίσης μαζί με άλλα παιδιά έχουν δημιουργήσει ένα μπλογκ όπου αναπτύσσουν διάφορα θέματα συζήτησης. Μπορείτε να το εντοπίσετε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.agiotsipouraki.blogspot.com.
Θα βρείτε ακόμα τραγούδια του συγκροτήματος blindtrip, όπου παίζουν ο Γιάννης Μπουντέκας και η Χρυσούλα Κεχαγιόγλου, στο Μyspace στη διεύθυνση:
http://www.myspace.com/blindtripband.
Δείτε βίντεο από τα live του γκρουπ εδώ:
tarantella del Gargano:
http://www.youtube.com/watch?v=2huxpIFQgD8&feature=player_embedded
Πέτρινο Δέντρο:
http://www.youtube.com/watch?v=-mnKmcZeQk4&feature=player_embedded#!
Επισκέπτες:
http://www.youtube.com/watch?v=jnE2ad2iW4U&feature=relmfu
Οι φωτογραφίες με τους Φρικαντέλα live στο Eliart είναι του Θανάση Ίσαρη.
Ιουλία Λυμπεροπούλου για το CityMag.