Το Θύμα και ο Θύτης
Στο διάστημα από τις 20 Ιανουαρίου έως και τις 3 Φεβρουαρίου του 2012 πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα 7 στα (σήμερα πρώην) Δημοτικά Σφαγεία του Δήμου Μοσχάτου – Ταύρου μία ομαδική έκθεση με θέμα: Το Θύμα και ο Θύτης. Στην έκθεση συμμετείχαν 23 φοιτητές από το μάθημα Σχεδίου και πέντε φοιτήτριες του Θεωρητικού Τμήματος σπουδών της ΑΣΚΤ (Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών) στο πλαίσιο του κατ’ επιλογήν Μαθήματος Σχεδίου της ΑΣΚΤ. Την επιμέλεια και το συντονισμό της έκθεσης ανέλαβε ο Επίκουρος Καθηγητής Γιώργος Καζάζης. Το CityMag βρέθηκε εκεί και μίλησε με τους φοιτητές. Μέσα σε μία εποχή οικονομικής κρίσης και κρίσης αξιών το θέμα της έκθεσης είναι επίκαιρο και ίσως η τέχνη να αποτελεί ένα φάρο υπεράσπισης των αξιών αυτών ή του επαναπροσδιορισμού τους. Ιδίως σε ένα χώρο που μπορεί να λειτουργήσει και ο ίδιος συμβολικά, γιατί, ενώ αποτέλεσε σφαγείο, δίνει πλέον ένα βήμα σε νέους δημιουργούς να εκθέσουν τα έργα τους, υποδεικνύοντας ένα νέο ορίζοντα. Με θέμα το Θύμα και το Θύτη, λοιπόν, σε εναλλασσόμενους ρόλους όπου χάνεται το σημείο προσδιορισμού αρχής και τέλους ενός κύκλου βίας, μένει τελικά στο θεατή να ερμηνεύσει τα έργα και να συγκινηθεί από αυτά. Σας παραθέτουμε εδώ το δημιουργικό διάλογο μαζί με κάποια από τα έργα (ζωγραφικά έργα, γλυπτά, κατασκευές και βίντεο).
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Πείτε μας πώς αποδόθηκε το θέμα της έκθεσης στο έργο σας». (η πρώτη ερώτηση είναι κοινή)
Σοφία Παπαδοπούλου: «Εγώ καταπιάστηκα με το θέμα της ψυχολογίας του όχλου, που, όταν αναλαμβάνει δράση, γίνεται θύτης και που, όταν χειραγωγείται, γίνεται θύμα. Μετά με ενδιέφερε να δω εικαστικά πώς τα υλικά και τα χρώματα θα ταίριαζαν το ένα δίπλα στο άλλο και τι θα προέκυπτε από το κολάζ».
Ι.Λ.: «Είναι δύσκολο να διαχωρίσει κανείς το θύμα από το θύτη. Είναι μία αμφίδρομη σχέση πιστεύετε;».
Σ.Π.: «Πάντα. Νομίζω όλη η έκθεση είναι έτσι».
Ιουλία Λυμπεροπούλου: «Πείτε μας πώς αποδόθηκε το θέμα της έκθεσης στο έργο σας». (η πρώτη ερώτηση είναι κοινή)
Σοφία Παπαδοπούλου: «Εγώ καταπιάστηκα με το θέμα της ψυχολογίας του όχλου, που, όταν αναλαμβάνει δράση, γίνεται θύτης και που, όταν χειραγωγείται, γίνεται θύμα. Μετά με ενδιέφερε να δω εικαστικά πώς τα υλικά και τα χρώματα θα ταίριαζαν το ένα δίπλα στο άλλο και τι θα προέκυπτε από το κολάζ».
Ι.Λ.: «Είναι δύσκολο να διαχωρίσει κανείς το θύμα από το θύτη. Είναι μία αμφίδρομη σχέση πιστεύετε;».
Σ.Π.: «Πάντα. Νομίζω όλη η έκθεση είναι έτσι».
Σοφία Παπαδοπούλου, 95Χ175εκ., μεικτή τεχνική σε μουσαμά.
Αντώνης Αντζουλίδης: «Ήθελα να θίξω το θέμα του τράφικινγκ, που αφορά περίπου 27 εκατομ. κοπέλες σε όλο τον κόσμο, οι οποίες πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης και στις οποίες ασκείται σεξουαλική βία. Εικαστικά το απέδωσα με μία εγκατάσταση εξίσου μεταβλητή».
Ι.Λ.: «Έχετε χρησιμοποιήσει και κάποια μεταλλικά στοιχεία, που μοιάζουν με κλουβιά ή φυλακές».
Α.Α.: «Ναι. Αυτά παραπέμπουν και σε καρότσες φορτηγών. Έτσι το είχα σκεφτεί στην αρχή».
Ι.Λ.: «Εκεί όπου θα μπορούσαν να μεταφέρονται οι γυναίκες;».
Α.Α.: «Ναι. Και αφορά τις μετακινήσεις. Ενώ, δηλαδή, έχει πολύ κόπο για να φτιαχτεί σαν έργο, στήνεται και ξεστήνεται πολύ εύκολα. Και συμβολίζει ακριβώς αυτό, τις διαρκείς μετακινήσεις και μεταφορές του τράφικινγκ».
Ι.Λ.: «To τράφικινγκ στο έργο σας αφορά αποκλειστικά τη διεθνή σωματεμπορία ή έχει και μία μεταφορική έννοια γενικότερου ξεπουλήματος;».
Α.Α.: «Βασικά πιστεύω ότι είναι ένα πολιτικό έργο, γιατί το τράφικινγκ συμβαίνει και σε εμάς, αλλά δεν το καταλαβαίνουμε».
Ι.Λ.: «Όλοι λίγο πολύ βιώνουμε με κάποιον τρόπο την εμπειρία του εγκλεισμού σε μία νοητή φυλακή».
Α.Α.: «Και ενός νοητού πεζοδρομίου. Όντας απλωμένο στο πάτωμα είναι και σαν κομμάτι πεζοδρομίου το έργο».
Ι.Λ.: «Έχετε χρησιμοποιήσει και κάποια μεταλλικά στοιχεία, που μοιάζουν με κλουβιά ή φυλακές».
Α.Α.: «Ναι. Αυτά παραπέμπουν και σε καρότσες φορτηγών. Έτσι το είχα σκεφτεί στην αρχή».
Ι.Λ.: «Εκεί όπου θα μπορούσαν να μεταφέρονται οι γυναίκες;».
Α.Α.: «Ναι. Και αφορά τις μετακινήσεις. Ενώ, δηλαδή, έχει πολύ κόπο για να φτιαχτεί σαν έργο, στήνεται και ξεστήνεται πολύ εύκολα. Και συμβολίζει ακριβώς αυτό, τις διαρκείς μετακινήσεις και μεταφορές του τράφικινγκ».
Ι.Λ.: «To τράφικινγκ στο έργο σας αφορά αποκλειστικά τη διεθνή σωματεμπορία ή έχει και μία μεταφορική έννοια γενικότερου ξεπουλήματος;».
Α.Α.: «Βασικά πιστεύω ότι είναι ένα πολιτικό έργο, γιατί το τράφικινγκ συμβαίνει και σε εμάς, αλλά δεν το καταλαβαίνουμε».
Ι.Λ.: «Όλοι λίγο πολύ βιώνουμε με κάποιον τρόπο την εμπειρία του εγκλεισμού σε μία νοητή φυλακή».
Α.Α.: «Και ενός νοητού πεζοδρομίου. Όντας απλωμένο στο πάτωμα είναι και σαν κομμάτι πεζοδρομίου το έργο».
Αντώνης Αντζουλίδης, διαστάσεις μεταβλητές, κάρβουνο σε μουσαμά, μεταλλικό κλουβί.
Ιωάννα Μαθοπούλου: «Το έργο είναι ένα stop motion βίντεο διάρκειας δύο λεπτών και απεικονίζει εμένα στη διάρκεια μίας κίνησης, η οποία αναπτύσσεται καθ’ ύψος και κατά πλάτος πολύ κοντά στα όρια του σώματός μου. Έτσι έχω τονίσει τα όρια του σώματός μου με το χώρο που τελικά δημιουργείται. Με αυτό θέλω να δείξω ότι, ενώ ο καθένας από εμάς μπορεί να αισθάνεται πιεσμένος, εγκλωβισμένος στην καθημερινότητά του και στη ζωή του, στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε αν τον περιορίζει μόνο μία εξωτερική πίεση ή αν ταυτόχρονα είναι και η δική του προσαρμογή σε κάποια όρια που βρίσκει έτοιμα ή που συναντά στη ζωή του. Από τη μία, δηλαδή, είναι όντως τα στερεότυπα, οι περιορισμοί που υπάρχουν, αλλά από την άλλη είναι και η στάση που κρατάμε εμείς απέναντι σε αυτά. Όσο προσαρμόζεσαι μέσα σε αυτά τα όρια, πάντα θα βρίσκεσαι μέσα σε αυτά τα όρια».
Ι.Λ.: «Είναι μία σχέση διαλεκτικής τροφοδότησης μεταξύ του εαυτού μας και των ορίων που μας θέτουν ή που θέτουμε εμείς».
Ι.Μ.: «Ναι, ακριβώς. Οπότε σε σχέση με το θέμα της έκθεσης προτείνω ότι μπορεί, με ερωτηματικό βέβαια πάντα, το θύμα και ο θύτης να εντοπίζονται στο ίδιο πρόσωπο».
Ι.Λ.: «Εκείνο που μου κάνει εντύπωση στην κίνησή σου στο βίντεο είναι ότι γυρνάς προς τα τέσσερα σημεία του ορίζονται και είναι σαν να λες ότι υπάρχει η δυνατότητα να πας παντού, αλλά στην ουσία γυρνάς γύρω από τον άξονά σου και παραμένεις περιορισμένη στο πλάτος και στο ύψος της κολώνας όπου εκτίθεται το έργο. Αυτό τι ακριβώς σημαίνει σε συνάρτηση με τα όσα προανέφερες;».
Ι.Μ.: «Το έργο αποφάσισα να το εκθέσω πάνω σε μία κολώνα, γιατί, όταν είδα ότι υπήρχε η κολώνα στο χώρο, ήταν σαν να μου μίλησε και θεώρησα πως αυτό ήταν το καλύτερο σημείο για την έκθεσή του. Και στον τοίχο να το δείξεις, αυτό που είπες δείχνει, ότι παραμένω στον άξονά μου και δεν κινούμαι πέραν αυτών των ορίων. Απλώς στην κολώνα δημιουργείται η αίσθηση της τρίτης διάστασης, του βάθους. Η κολώνα είναι ο φέρων οργανισμός του κτιρίου, που σημαίνει ότι είναι ο πιο γερός, ένα από τα πιο συμπαγή μέρη του κτιρίου. Παρόλα αυτά δείχνοντας το βίντεο στην κολώνα είναι σαν να την αναιρώ. Σαν να λέω ότι αναιρώ όλη αυτήν τη μάζα του μπετόν, από την άλλη όμως παραμένω και εγκλωβισμένη».
Ι.Λ.: «Η δυνατότητα απελευθέρωσης από αυτά τα όρια είναι μόνο μία ψευδαίσθηση δηλαδή;».
Ι.Μ.: «Είναι μία ψευδαίσθηση το ότι μπορείς να φύγεις και άλλο τόσο ψευδαίσθηση είναι το ότι μπορείς να παραμείνεις εγκλωβισμένος. Προτείνω μάλλον ότι είναι θέμα απόφασης το μέχρι πού θα διευρυνθούν τα όριά σου και το αν θα παραμείνουν απλώς σε συνάρτηση με το ύψος και το πλάτος σου. Αναρωτιέμαι με αυτό το έργο. Αν το όριο υπάρχει εκεί και δεν μπορείς ποτέ να το ξεπεράσεις ή αν το δημιουργείς από μόνος σου μερικές φορές».
Ι.Λ.: «Είναι μία σχέση διαλεκτικής τροφοδότησης μεταξύ του εαυτού μας και των ορίων που μας θέτουν ή που θέτουμε εμείς».
Ι.Μ.: «Ναι, ακριβώς. Οπότε σε σχέση με το θέμα της έκθεσης προτείνω ότι μπορεί, με ερωτηματικό βέβαια πάντα, το θύμα και ο θύτης να εντοπίζονται στο ίδιο πρόσωπο».
Ι.Λ.: «Εκείνο που μου κάνει εντύπωση στην κίνησή σου στο βίντεο είναι ότι γυρνάς προς τα τέσσερα σημεία του ορίζονται και είναι σαν να λες ότι υπάρχει η δυνατότητα να πας παντού, αλλά στην ουσία γυρνάς γύρω από τον άξονά σου και παραμένεις περιορισμένη στο πλάτος και στο ύψος της κολώνας όπου εκτίθεται το έργο. Αυτό τι ακριβώς σημαίνει σε συνάρτηση με τα όσα προανέφερες;».
Ι.Μ.: «Το έργο αποφάσισα να το εκθέσω πάνω σε μία κολώνα, γιατί, όταν είδα ότι υπήρχε η κολώνα στο χώρο, ήταν σαν να μου μίλησε και θεώρησα πως αυτό ήταν το καλύτερο σημείο για την έκθεσή του. Και στον τοίχο να το δείξεις, αυτό που είπες δείχνει, ότι παραμένω στον άξονά μου και δεν κινούμαι πέραν αυτών των ορίων. Απλώς στην κολώνα δημιουργείται η αίσθηση της τρίτης διάστασης, του βάθους. Η κολώνα είναι ο φέρων οργανισμός του κτιρίου, που σημαίνει ότι είναι ο πιο γερός, ένα από τα πιο συμπαγή μέρη του κτιρίου. Παρόλα αυτά δείχνοντας το βίντεο στην κολώνα είναι σαν να την αναιρώ. Σαν να λέω ότι αναιρώ όλη αυτήν τη μάζα του μπετόν, από την άλλη όμως παραμένω και εγκλωβισμένη».
Ι.Λ.: «Η δυνατότητα απελευθέρωσης από αυτά τα όρια είναι μόνο μία ψευδαίσθηση δηλαδή;».
Ι.Μ.: «Είναι μία ψευδαίσθηση το ότι μπορείς να φύγεις και άλλο τόσο ψευδαίσθηση είναι το ότι μπορείς να παραμείνεις εγκλωβισμένος. Προτείνω μάλλον ότι είναι θέμα απόφασης το μέχρι πού θα διευρυνθούν τα όριά σου και το αν θα παραμείνουν απλώς σε συνάρτηση με το ύψος και το πλάτος σου. Αναρωτιέμαι με αυτό το έργο. Αν το όριο υπάρχει εκεί και δεν μπορείς ποτέ να το ξεπεράσεις ή αν το δημιουργείς από μόνος σου μερικές φορές».
Ιωάννα Μαθοπούλου, videostill, video, διάρκεια 2’.00’’.
Μυρτώ Χρήστου: «Έχω κάνει μία βιντεοεγκατάσταση. Πρόκειται για ένα λευκό μακρόστενο κουτί στις άκρες του οποίου υπάρχουν δύο οθόνες. Εκεί προβάλλεται μία γυναικεία μορφή που πηγαινοέρχεται. Και κοιτώντας την κανείς είτε από τη μία είτε από την άλλη οθόνη είναι σαν να τη βλέπει να κινείται μέσα στο κουτί. Μοιάζει να είναι εγκλωβισμένη».
Ι.Λ.: «Αυτό το έργο δείχνει τον εγκλωβισμό του ατόμου σε σχέση με την πραγματικότητά του ή σε σχέση με τον εαυτό του;».
Μ.Χ.: «Οι σκέψεις που είχα για αυτό ήταν ότι οι δύο ρόλοι του θύματος και του θύτη εναλλάσσονται μεταξύ τους και ενίοτε συνυπάρχουν. Με απασχόλησε, επίσης, το πώς ο ίδιος άνθρωπος, εφόσον μάλιστα βλέπουμε την ίδια κοπέλα, είναι εγκλωβισμένος μέσα σε αυτά. Πρόκειται για φαύλο κύκλο».
Ι.Λ.: «Αυτό το έργο δείχνει τον εγκλωβισμό του ατόμου σε σχέση με την πραγματικότητά του ή σε σχέση με τον εαυτό του;».
Μ.Χ.: «Οι σκέψεις που είχα για αυτό ήταν ότι οι δύο ρόλοι του θύματος και του θύτη εναλλάσσονται μεταξύ τους και ενίοτε συνυπάρχουν. Με απασχόλησε, επίσης, το πώς ο ίδιος άνθρωπος, εφόσον μάλιστα βλέπουμε την ίδια κοπέλα, είναι εγκλωβισμένος μέσα σε αυτά. Πρόκειται για φαύλο κύκλο».
Μυρτώ Χρήστου, 116Χ39Χ39 εκ., video εγκατάσταση, video, διάρκεια 1’.30’’.
Άντα Πετρανάκη: «Κατευθείαν μου ήρθε η ιδέα να κάνω κάτι που να αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις και δη τις ερωτικές. Πιστεύω ότι πολύ εύκολα παραπέμπουν σε μία λεπτή ισορροπία μεταξύ θύτη και θύματος με διαρκώς εναλλασσόμενους ρόλους των δύο πόλων της σχέσης. Στη δική μου περίπτωση υπήρξε μία εμμονή που κατέκλυσε το μυαλό μου για χρόνια μέσα από ένα ερωτικό πάθος. Εδώ, λοιπόν, κατάφερα με την εικαστική μου ιδιότητα, με τις χαρακιές που έγιναν με αυτά τα μεταλλικά καρφιά που έφτιαξα, να γίνω μία φορά και εγώ ο θύτης. Γιατί έως τότε ήμουν το θύμα».
Ι.Λ.: «Τα καρφιά αυτά θυμίζουν τη Σταύρωση».
Α.Π.: «Ακριβώς. Είναι μία σταύρωση αυτής της σχέσης».
Ι.Λ.: «Και με κάποιο τρόπο λυτρώθηκες».
Α.Π.: «Πραγματικά ήταν μία λύτρωση όταν καρφώνονταν τα καρφιά αλλά και όταν χαραζόταν το έργο. Οι χαρακιές πυκνώνουν σε σημεία που έχω επιλέξει και κυρίως στο σημείο της καρδιάς».
Ι.Λ.: «Αυτό τι σημαίνει;».
Α.Π.: «Το ότι σε ένα συγκεκριμένο σημείο πυκνώνουν σημαίνει ότι, όσο κι αν θέλω να αντιστρέψω τους ρόλους, έχω πληγωθεί ανεπανόρθωτα».
Ι.Λ.: «Άρα σε αυτά τα σημεία το καρφί έχοντας επιμείνει έκανε τη μεγαλύτερη ζημιά».
Α.Π.: «Ακριβώς. Και εννοιολογικά και εικαστικά, γιατί εκεί δοκίμασα και την αντοχή του υλικού».
Ι.Λ.: «Δηλαδή η τεχνική και τα υλικά δένονται άρρηκτα με το θέμα».
Α.Π.: «Αυτό ήθελα να κάνω. Το χρώμα που έχω επιλέξει να έχει ο θύτης ενδεχομένως να του δίνει μία διάσταση πιο άγρια ίσως και λίγο χυδαία. Είναι ένα επιλεγμένο κόκκινο προς το ροζ και συμβολίζει μία προσωπική μου εμπειρία. Αυτό θα ήθελα να μείνει ένα αίνιγμα, που ο καθένας θα προσαρμόσει στην περίπτωσή του».
Ι.Λ.: «Οι χαρακιές των καρφιών μοιάζουν και με ιστό αράχνης».
Α.Π.: «Είναι και αυτό. Διότι δεν μπορώ να πω ότι παρόλα αυτά έχω απεμπλακεί από αυτήν τη σκέψη. Έστω κι αν εικαστικά κατάφερα για λίγο να ξεφύγω, είναι μία σκέψη που με κρατά δεμένη».
Ι.Λ.: «Άρα υπάρχει ένας σπόρος του ρόλου του θύματος ακόμα».
Α.Π.: «Ακριβώς και εγκλωβίζει αυτός ο ιστός αράχνης και τους δυο μας».
Ι.Λ.: «Και τελικά λειτουργεί σαν κουκούλι».
Α.Π.: «Ακριβώς. Υπάρχει μία γοτθική ατμόσφαιρα, την οποία ήθελα να αναδείξω μέσα από τα έντονα κοντράστ του κόκκινου και του μαύρου και μέσα από τις χαρακιές αλλά και μέσα από τα καρφιά».
Ι.Λ.: «Πολύ πάθος υποκρύπτουν αυτά τα στοιχεία».
Α.Π.: «Ναι. Και δίνουν επιπλέον μία λίγο πιο βαριά ατμόσφαιρα στο έργο. Τεχνικά δε χρησιμοποίησα photo shop. Φωτογραφήθηκα εγώ μπροστά σε μία ήδη υπάρχουσα φωτογραφία. Η πίσω μορφή είναι μεταφορική, ενώ η δική μου μορφή είναι πραγματική».
Ι.Λ.: «Η οποία όμως συμβολίζει αυτό το πρόσωπο».
Α.Π.: «Το συμβολίζει. Και θα ήθελα να ταυτιστούν ίσως οι θεατές με αυτή την “έννοια”, που είναι εμμονή για μένα, αντιπαραβάλλοντας κάποιο δικό τους βίωμα».
Ι.Λ.: «Πιστεύεις ότι η τέχνη δύναται να λυτρώσει; Το έργο σου προβληματίζει πολύ σε σχέση με τις ψυχώσεις, τις νευρώσεις, τις φοβίες. Είναι σαν να κρατάμε ένα μπαλάκι, να το πετάμε σε έναν τοίχο και να μας έρχεται πίσω, και πάλι από την αρχή».
Α.Π.: «Πιστεύω ότι η τέχνη λυτρώνει. Και μέσα από αυτό το έργο θα ήθελα να συμπαρασύρω κι άλλους μαζί μου, να συγκινηθούν και ίσως να βγει και ένα δικό τους φορτίο. Θέλω το θέμα μου γενικά να συγκινεί και άλλους. Να βρίσκει ανταπόκριση και να τους κινεί συναισθηματικά».
Ι.Λ.: «Τα καρφιά αυτά θυμίζουν τη Σταύρωση».
Α.Π.: «Ακριβώς. Είναι μία σταύρωση αυτής της σχέσης».
Ι.Λ.: «Και με κάποιο τρόπο λυτρώθηκες».
Α.Π.: «Πραγματικά ήταν μία λύτρωση όταν καρφώνονταν τα καρφιά αλλά και όταν χαραζόταν το έργο. Οι χαρακιές πυκνώνουν σε σημεία που έχω επιλέξει και κυρίως στο σημείο της καρδιάς».
Ι.Λ.: «Αυτό τι σημαίνει;».
Α.Π.: «Το ότι σε ένα συγκεκριμένο σημείο πυκνώνουν σημαίνει ότι, όσο κι αν θέλω να αντιστρέψω τους ρόλους, έχω πληγωθεί ανεπανόρθωτα».
Ι.Λ.: «Άρα σε αυτά τα σημεία το καρφί έχοντας επιμείνει έκανε τη μεγαλύτερη ζημιά».
Α.Π.: «Ακριβώς. Και εννοιολογικά και εικαστικά, γιατί εκεί δοκίμασα και την αντοχή του υλικού».
Ι.Λ.: «Δηλαδή η τεχνική και τα υλικά δένονται άρρηκτα με το θέμα».
Α.Π.: «Αυτό ήθελα να κάνω. Το χρώμα που έχω επιλέξει να έχει ο θύτης ενδεχομένως να του δίνει μία διάσταση πιο άγρια ίσως και λίγο χυδαία. Είναι ένα επιλεγμένο κόκκινο προς το ροζ και συμβολίζει μία προσωπική μου εμπειρία. Αυτό θα ήθελα να μείνει ένα αίνιγμα, που ο καθένας θα προσαρμόσει στην περίπτωσή του».
Ι.Λ.: «Οι χαρακιές των καρφιών μοιάζουν και με ιστό αράχνης».
Α.Π.: «Είναι και αυτό. Διότι δεν μπορώ να πω ότι παρόλα αυτά έχω απεμπλακεί από αυτήν τη σκέψη. Έστω κι αν εικαστικά κατάφερα για λίγο να ξεφύγω, είναι μία σκέψη που με κρατά δεμένη».
Ι.Λ.: «Άρα υπάρχει ένας σπόρος του ρόλου του θύματος ακόμα».
Α.Π.: «Ακριβώς και εγκλωβίζει αυτός ο ιστός αράχνης και τους δυο μας».
Ι.Λ.: «Και τελικά λειτουργεί σαν κουκούλι».
Α.Π.: «Ακριβώς. Υπάρχει μία γοτθική ατμόσφαιρα, την οποία ήθελα να αναδείξω μέσα από τα έντονα κοντράστ του κόκκινου και του μαύρου και μέσα από τις χαρακιές αλλά και μέσα από τα καρφιά».
Ι.Λ.: «Πολύ πάθος υποκρύπτουν αυτά τα στοιχεία».
Α.Π.: «Ναι. Και δίνουν επιπλέον μία λίγο πιο βαριά ατμόσφαιρα στο έργο. Τεχνικά δε χρησιμοποίησα photo shop. Φωτογραφήθηκα εγώ μπροστά σε μία ήδη υπάρχουσα φωτογραφία. Η πίσω μορφή είναι μεταφορική, ενώ η δική μου μορφή είναι πραγματική».
Ι.Λ.: «Η οποία όμως συμβολίζει αυτό το πρόσωπο».
Α.Π.: «Το συμβολίζει. Και θα ήθελα να ταυτιστούν ίσως οι θεατές με αυτή την “έννοια”, που είναι εμμονή για μένα, αντιπαραβάλλοντας κάποιο δικό τους βίωμα».
Ι.Λ.: «Πιστεύεις ότι η τέχνη δύναται να λυτρώσει; Το έργο σου προβληματίζει πολύ σε σχέση με τις ψυχώσεις, τις νευρώσεις, τις φοβίες. Είναι σαν να κρατάμε ένα μπαλάκι, να το πετάμε σε έναν τοίχο και να μας έρχεται πίσω, και πάλι από την αρχή».
Α.Π.: «Πιστεύω ότι η τέχνη λυτρώνει. Και μέσα από αυτό το έργο θα ήθελα να συμπαρασύρω κι άλλους μαζί μου, να συγκινηθούν και ίσως να βγει και ένα δικό τους φορτίο. Θέλω το θέμα μου γενικά να συγκινεί και άλλους. Να βρίσκει ανταπόκριση και να τους κινεί συναισθηματικά».
Άντα Πετρανάκη, 160Χ90 εκ., ψηφιακή εκτύπωση σε μουσαμά, χαράξεις, μεταλλικά καρφιά.
Ι.Λ.: «Μίλησέ μας για τα δύο έργα με τα οποία συμμετέχεις στην έκθεση».
Γεωργία Ιερομονάχου: «Στο έργο μου αποτυπώνεται η μορφή μίας νεαρής γυναίκας στη διάρκεια μίας ανατρεπτικής εμπειρίας, όπως είναι μία εγκυμοσύνη, αλλά που στην περίπτωσή της γίνεται επιπλέον ένα επώδυνο βίωμα, γιατί η εγκυμοσύνη είναι ανεπιθύμητη. Προσπάθησα να αποδώσω την ψυχολογική καταπίεση που νιώθει, την αναποφασιστικότητα, τη σκέψη της για μία απόφαση που πρέπει να πάρει».
Ι.Λ.: «Στο επίκεντρο του έργου με τον έναν ή τον άλλον τρόπο βρίσκεται ο θάνατος».
Γ.Ι.: «Αυτό υπήρχε στο μυαλό μου. Υπάρχει η κοπέλα που κάθεται σε εφηβική στάση, η οποία χάνεται μέσα στο σχέδιο. Προσπάθησα να υπερισχύσει το σχέδιο και οι γραφές, οι οποίες ακούσια λειτουργούν ενδοσκοπικά. Υπάρχει ένα χέρι που σπρώχνει, που απωθεί τις δυσάρεστες σκέψεις ή το δυσάρεστο που ίσως γίνει, και από πάνω…».
Ι.Λ.: «… τα σημεία που φαίνονται σαν πέπλα».
Γ.Ι.: «Εκεί αποδίδονται οι σκέψεις που την ταλανίζουν».
Ι.Λ.: «Μίλησέ μας και για το δεύτερο έργο».
Γ.Ι.: «Το δεύτερο ήταν στην ουσία ένα προσχέδιο, το οποίο πραγματεύεται το ίδιο θέμα. Απλώς λίγο διαφορετικά. Είναι δύο έργα από μία σειρά 15-20 σχεδίων».
Ι.Λ.: «Η κοπέλα δηλαδή υπάρχει και εδώ;».
Γ.Ι.: «Ναι, υπάρχει. Το χέρι της, η κοιλιά, το στήθος, οι πληγές και το τοπίο που προέκυψε γύρω της. Ήθελα να είναι πολύ σκληρό χωρίς να γίνεται περιγραφικό».
Ι.Λ.: «Πες μας δυο λόγια για την τεχνική σου».
Γ.Ι.: «Ο τρόπος που το δούλεψα είναι εξολοκλήρου με πενάκι και μελάνια. Αυτό με βοήθησε στο ότι την ώρα που το έφτιαχνα μπόρεσα ακούσια να κάνω κάποια σχέδια και κινήσεις χωρίς να το επιδιώκω εξαρχής συνειδητά. Δηλαδή αυτή η γραφή με βοήθησε να εκφραστώ».
Γεωργία Ιερομονάχου: «Στο έργο μου αποτυπώνεται η μορφή μίας νεαρής γυναίκας στη διάρκεια μίας ανατρεπτικής εμπειρίας, όπως είναι μία εγκυμοσύνη, αλλά που στην περίπτωσή της γίνεται επιπλέον ένα επώδυνο βίωμα, γιατί η εγκυμοσύνη είναι ανεπιθύμητη. Προσπάθησα να αποδώσω την ψυχολογική καταπίεση που νιώθει, την αναποφασιστικότητα, τη σκέψη της για μία απόφαση που πρέπει να πάρει».
Ι.Λ.: «Στο επίκεντρο του έργου με τον έναν ή τον άλλον τρόπο βρίσκεται ο θάνατος».
Γ.Ι.: «Αυτό υπήρχε στο μυαλό μου. Υπάρχει η κοπέλα που κάθεται σε εφηβική στάση, η οποία χάνεται μέσα στο σχέδιο. Προσπάθησα να υπερισχύσει το σχέδιο και οι γραφές, οι οποίες ακούσια λειτουργούν ενδοσκοπικά. Υπάρχει ένα χέρι που σπρώχνει, που απωθεί τις δυσάρεστες σκέψεις ή το δυσάρεστο που ίσως γίνει, και από πάνω…».
Ι.Λ.: «… τα σημεία που φαίνονται σαν πέπλα».
Γ.Ι.: «Εκεί αποδίδονται οι σκέψεις που την ταλανίζουν».
Ι.Λ.: «Μίλησέ μας και για το δεύτερο έργο».
Γ.Ι.: «Το δεύτερο ήταν στην ουσία ένα προσχέδιο, το οποίο πραγματεύεται το ίδιο θέμα. Απλώς λίγο διαφορετικά. Είναι δύο έργα από μία σειρά 15-20 σχεδίων».
Ι.Λ.: «Η κοπέλα δηλαδή υπάρχει και εδώ;».
Γ.Ι.: «Ναι, υπάρχει. Το χέρι της, η κοιλιά, το στήθος, οι πληγές και το τοπίο που προέκυψε γύρω της. Ήθελα να είναι πολύ σκληρό χωρίς να γίνεται περιγραφικό».
Ι.Λ.: «Πες μας δυο λόγια για την τεχνική σου».
Γ.Ι.: «Ο τρόπος που το δούλεψα είναι εξολοκλήρου με πενάκι και μελάνια. Αυτό με βοήθησε στο ότι την ώρα που το έφτιαχνα μπόρεσα ακούσια να κάνω κάποια σχέδια και κινήσεις χωρίς να το επιδιώκω εξαρχής συνειδητά. Δηλαδή αυτή η γραφή με βοήθησε να εκφραστώ».
Γεωργία Ιερομονάχου, 70Χ100 εκ.
μελάνι και ακρυλικά σε χαρτί.
Γεωργία Ιερομονάχου, 70Χ100 εκ.
μελάνι και ακρυλικά σε χαρτί. (προσχέδιο)
Μάνος Πανέρας: «Η ιδέα για το τι θα φτιάξω μου ήρθε κάποια στιγμή όταν έσκιζα έναν ασκό κρασιού και τυχαία είδα ότι σχηματιζόταν αυτή η φόρμα. Οπότε ταξινόμησα τα αποκόμματα βάσει αυτής της μονοκόμματης και μονοδιάστατης κίνησης. Αλλά αυτή η κίνηση, παρότι μονοδιάστατη, έδινε κάθε φορά διαφορετικά στοιχεία. Το κάθε ένα δηλαδή είναι διαφορετικά φθαρμένο. Αποτελούν όλα μέρος της ίδιας ενότητας, σχεδόν μοιάζουν, υπάρχει μία ιδέα βιομηχανοποίησης, αλλά την ίδια στιγμή διαφέρουν κιόλας».
Ι.Λ.: «Όλα αυτά τα σκισμένα κομμάτια χαρτιού προέρχονται από συσκευασία Tetra Pak κρασιού;».
Μ.Π.: «Ναι».
Ι.Λ.: «Γιατί επέλεξες το κρασί;».
Μ.Π.: «Δε θα ήθελα κάποιος να αναγνωρίζει οπωσδήποτε ότι προέρχονται από κρασί. Με ενδιέφερε η φθορά που δημιουργούσε στο χαρτί η ίδια κίνηση. Είναι κομμένα προς τα αριστερά, αλλά έχουν φορά προς τα δεξιά».
Ι.Λ.: «Πώς εκφράζονται το θύμα και ο θύτης σε αυτό;».
Μ.Π.: «Ο τρόπος της φθοράς υποδηλώνει το θύμα που θα μπορούσε να είναι και ο θύτης».
Ι.Λ.: «Το κατά πόσο φθείρει επομένως ο ρόλος του θύτη ή του θύματος κάποιον τελικά».
Μ.Π.: «Ακριβώς».
Ι.Λ.: «Οι φθορές είναι πολλές διαφορετικές πληγές;».
Μ.Π.: «Ναι, και η καθεμία θα μπορούσε να προκύπτει και από κάτι όμορφο, που το ίδιο το άτομο βλέπει άσχημο. Ή μπορεί να το βλέπουν οι άλλοι ως κάτι άσχημο και να έχουν δημιουργήσει αυτή την εντύπωση στο άτομο που το αφορά άμεσα. Ποιος μπορεί στις μέρες μας να εντοπίσει την ομορφιά; Αν την εντόπιζε, ίσως να μην προκαλούσε την πληγή».
Ι.Λ.: «Τι εκφράζει η εμμονική κίνηση αριστερά δεξιά;».
Μ.Π.: «Ήθελα να θίξω ότι αυτοί που κρατούν την εξουσία, εξουσία με τη γενικότερη έννοια και όχι με την αυστηρά πολιτική, το κάνουν με συγκεκριμένο τρόπο, είναι μονότονοι».
Ι.Λ.: «Γιατί από δεξιά προς αριστερά και όχι αντίθετα; Αδιάφορο;».
Μ.Π.: «Τυχαίο».
Ι.Λ.: «Η φορά προς τα αριστερά είναι σαν να στοχεύει στην καρδιά. Αυτή πληγώνεται. Γι’ αυτό σε ρωτάω. Μπορεί να έγινε ασυνείδητα αυτό».
Μ.Π.: «Ναι, μα αυτή είναι η μαγεία ενός έργου, ότι μπορεί ο καθένας να το ερμηνεύσει διαφορετικά. Και αυτό γενικά θέλω να πετυχαίνω. Δεν είμαι εγώ εκείνος που το ερμηνεύει, αλλά ο θεατής. Πάντα ένα έργο εξελίσσεται. Ξεκινάς με μία ιδέα και μπορεί να βγει κάτι άλλο».
Ι.Λ.: «Ο καθρέφτης τι ρόλο παίζει;».
Μ.Π.: «Πήρα έναν καθρέφτη, τον τύλιξα με ζελατίνα και έτσι ακύρωσα τη λειτουργία του. Αλλά άφησα κάποια ακάλυπτα σημεία όπου μπορεί κανείς να δει τον εαυτό του. Στην ουσία ποιος μπορεί να προσδιορίσει το ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης;».
Ι.Λ.: «Τα κομμάτια που δε λειτουργούν ως καθρέφτης αφορούν τη δυσκολία, το αδιέξοδο ίσως του να συνειδητοποιήσει κανείς το αν είναι ο θύτης, το θύμα ή και τα δύο;».
Μ.Π.: «Θα μπορούσε να είναι και αυτό. Μία άλλη οπτική είναι ότι το τύλιγμα τον προστατεύει. Όταν προστατεύουμε κάτι μπορεί να το καταδυναστεύουμε, στην ουσία».
Ι.Λ.: «Μπορεί κάποιος να έχει και τους δύο ρόλους και να του αρέσει; Η προστασία να αφορά μία σαδομαζοχιστική τάση;».
Μ.Π.: «Εννοείται. Μπορεί να είναι το ίδιο άτομο και να υποβάλλει τον εαυτό του σε αυτή την κατάσταση. Θα μπορούσε να μην το καταλαβαίνει καν ότι του αρέσει ή να νομίζει ότι αυτή είναι η μοίρα του».
Ι.Λ.: «Αφορμή της προστασίας μού ήρθε αυτή η σκέψη. Προστατεύω κάτι που ξέρω ότι μπορεί να με βλάπτει, δεν κάνω κάτι για να το ξεπεράσω όσο αυτό είναι δυνατό και έτσι συντηρώ προστατευτικά τη νεύρωσή μου».
Μ.Π.: «Ακριβώς».
Ι.Λ.: «Όλα αυτά τα σκισμένα κομμάτια χαρτιού προέρχονται από συσκευασία Tetra Pak κρασιού;».
Μ.Π.: «Ναι».
Ι.Λ.: «Γιατί επέλεξες το κρασί;».
Μ.Π.: «Δε θα ήθελα κάποιος να αναγνωρίζει οπωσδήποτε ότι προέρχονται από κρασί. Με ενδιέφερε η φθορά που δημιουργούσε στο χαρτί η ίδια κίνηση. Είναι κομμένα προς τα αριστερά, αλλά έχουν φορά προς τα δεξιά».
Ι.Λ.: «Πώς εκφράζονται το θύμα και ο θύτης σε αυτό;».
Μ.Π.: «Ο τρόπος της φθοράς υποδηλώνει το θύμα που θα μπορούσε να είναι και ο θύτης».
Ι.Λ.: «Το κατά πόσο φθείρει επομένως ο ρόλος του θύτη ή του θύματος κάποιον τελικά».
Μ.Π.: «Ακριβώς».
Ι.Λ.: «Οι φθορές είναι πολλές διαφορετικές πληγές;».
Μ.Π.: «Ναι, και η καθεμία θα μπορούσε να προκύπτει και από κάτι όμορφο, που το ίδιο το άτομο βλέπει άσχημο. Ή μπορεί να το βλέπουν οι άλλοι ως κάτι άσχημο και να έχουν δημιουργήσει αυτή την εντύπωση στο άτομο που το αφορά άμεσα. Ποιος μπορεί στις μέρες μας να εντοπίσει την ομορφιά; Αν την εντόπιζε, ίσως να μην προκαλούσε την πληγή».
Ι.Λ.: «Τι εκφράζει η εμμονική κίνηση αριστερά δεξιά;».
Μ.Π.: «Ήθελα να θίξω ότι αυτοί που κρατούν την εξουσία, εξουσία με τη γενικότερη έννοια και όχι με την αυστηρά πολιτική, το κάνουν με συγκεκριμένο τρόπο, είναι μονότονοι».
Ι.Λ.: «Γιατί από δεξιά προς αριστερά και όχι αντίθετα; Αδιάφορο;».
Μ.Π.: «Τυχαίο».
Ι.Λ.: «Η φορά προς τα αριστερά είναι σαν να στοχεύει στην καρδιά. Αυτή πληγώνεται. Γι’ αυτό σε ρωτάω. Μπορεί να έγινε ασυνείδητα αυτό».
Μ.Π.: «Ναι, μα αυτή είναι η μαγεία ενός έργου, ότι μπορεί ο καθένας να το ερμηνεύσει διαφορετικά. Και αυτό γενικά θέλω να πετυχαίνω. Δεν είμαι εγώ εκείνος που το ερμηνεύει, αλλά ο θεατής. Πάντα ένα έργο εξελίσσεται. Ξεκινάς με μία ιδέα και μπορεί να βγει κάτι άλλο».
Ι.Λ.: «Ο καθρέφτης τι ρόλο παίζει;».
Μ.Π.: «Πήρα έναν καθρέφτη, τον τύλιξα με ζελατίνα και έτσι ακύρωσα τη λειτουργία του. Αλλά άφησα κάποια ακάλυπτα σημεία όπου μπορεί κανείς να δει τον εαυτό του. Στην ουσία ποιος μπορεί να προσδιορίσει το ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης;».
Ι.Λ.: «Τα κομμάτια που δε λειτουργούν ως καθρέφτης αφορούν τη δυσκολία, το αδιέξοδο ίσως του να συνειδητοποιήσει κανείς το αν είναι ο θύτης, το θύμα ή και τα δύο;».
Μ.Π.: «Θα μπορούσε να είναι και αυτό. Μία άλλη οπτική είναι ότι το τύλιγμα τον προστατεύει. Όταν προστατεύουμε κάτι μπορεί να το καταδυναστεύουμε, στην ουσία».
Ι.Λ.: «Μπορεί κάποιος να έχει και τους δύο ρόλους και να του αρέσει; Η προστασία να αφορά μία σαδομαζοχιστική τάση;».
Μ.Π.: «Εννοείται. Μπορεί να είναι το ίδιο άτομο και να υποβάλλει τον εαυτό του σε αυτή την κατάσταση. Θα μπορούσε να μην το καταλαβαίνει καν ότι του αρέσει ή να νομίζει ότι αυτή είναι η μοίρα του».
Ι.Λ.: «Αφορμή της προστασίας μού ήρθε αυτή η σκέψη. Προστατεύω κάτι που ξέρω ότι μπορεί να με βλάπτει, δεν κάνω κάτι για να το ξεπεράσω όσο αυτό είναι δυνατό και έτσι συντηρώ προστατευτικά τη νεύρωσή μου».
Μ.Π.: «Ακριβώς».
Μάνος Πανέρας, 140Χ100 εκ.
μεικτή τεχνική.
Μάνος Πανέρας, 140Χ100 εκ.
μεικτή τεχνική. (λεπτομέρεια)
Χριστίνα Λουκίδη: «Το ένα μου έργο έχει τίτλο “Bασανίζω Bασανίζομαι” και η κεντρική του ιδέα αφορά τη διάδραση αυτών των δύο καταστάσεων. Έχω επηρεαστεί και από τους τοίχους σε διάφορους δρόμους, όπου βλέπω γραμμένη τη λέξη Βασανίζομαι. Έκανα λογοπαίγνιο με τις λέξεις βασανίζω και βασανίζομαι, που συνοψίζουν και το θύτη και το θύμα. Μπορεί να είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα ή και ο ίδιος άνθρωπος σε δύο ρόλους. Πιστεύω πως όλοι μας έχουμε βρεθεί και στις δύο θέσεις κατά καιρούς. Ήθελα να θίξω και τη διάσταση του χρόνου με την έννοια ότι πρόκειται για μία επαναλαμβανόμενη ιστορία, που ξεκινάει πίσω στο χρόνο και συνεχίζεται στο παρόν».
Ι.Λ.: «Βλέπω, σε σχέση με το λογοπαίγνιο που λες, ότι από το ίδιο κεφαλαίο Β ξεκινούν και η λέξη βασανίζω και η λέξη βασανίζομαι».
Χ.Λ.: «Ναι. Και ο τρόπος που έχω φτιάξει τα γράμματα, άλλωστε, δεν είναι τυχαίος. Το Β έτσι όπως είναι βγάζει κάτι βίαιο. Και τα τρίγωνα αποπνέουν μία επιθετικότητα, που αφορά και τους δύο. Γιατί και το θύμα στην αντεπίθεση ή στην άμυνα επιτίθεται».
Ι.Λ.: «Τα δύο κλειστά τρίγωνα του Β βγάζουν και την αίσθηση του εγκλεισμού. Σαν να αλληλοεγκλωβίζονται ή να αυτοεγκλωβίζονται, ή και τα δύο, τα άτομα σε μία κατάσταση. Ενώνονται και στη βάση τους. Οπότε τελικά είναι σαν να θέλουν να ξεφύγουν ο ένας από τον άλλο, αλλά να μην μπορούν. Είναι καταδικασμένοι να παραμένουν μαζί και να βασανίζονται».
Χ.Λ.: «Έτσι, ναι, γιατί στο μυαλό μου έχω κυρίως μία ερωτική σχέση. Αλλά μπορεί να αφορά μία οποιαδήποτε σχέση, όπως μία φιλική σχέση. Κάποιοι άνθρωποι, πάλι, βασανίζονται από τους συγγενείς τους. Άλλοι από το αφεντικό τους. Μπορεί, επίσης, να αφορά μία ολόκληρη κοινωνία. Αυτό που ζούμε σήμερα, για παράδειγμα, όπου βασανιζόμαστε ή μας βασανίζουν και δεν μπορούμε να απεγκλωβιστούμε από αυτή την κατάσταση. Όλα αυτά περνούσαν από το μυαλό μου. Δεν ξέρω βέβαια τι πέτυχα και τι μπορεί να δει ο θεατής μέσα από το έργο».
Ι.Λ.: «Φαίνεται πάντως αυτό. Και το ότι το Β επισημαίνει την κοινή πηγή των δύο λέξεων και καταστάσεων».
Χ.Λ.: «Έπαιξα με τις λέξεις. Προσπάθησα αυτό να το βγάλω και ως συναίσθημα. Τα γράμματα μπορεί να θυμίζουν επίσης βραχογραφία, κάτι παλιό».
Ι.Λ.: «Σαν να βγαίνουν αταβιστικά κατάλοιπα μίας κατάστασης που τελικά υπάρχει από πάντα».
Χ.Λ.: «Ναι, αυτό προσπάθησα να δείξω».
Ι.Λ.: «Είναι ενδιαφέρον ότι χρησιμοποιείς τις λέξεις και άρα το λόγο για να το εκφράσεις όλο αυτό, γιατί, όταν μπαίνει η βία σε μία σχέση, έχει τελειώσει η επικοινωνία, αν ποτέ υπήρξε. Που σημαίνει ότι ο λόγος είναι το πρώτο υλικό για να αποφευχθεί αυτή η βία. Και εκεί παραπέμπεις. Στο βασικό εργαλείο του έλλογου ανθρώπινου όντος, στη λογική και στην ικανότητα επικοινωνίας του μέσω του λόγου. Είναι σαν να φωνάζει το έργο “Μιλήστε”, χωρίς να το λέει. Και επικοινωνήστε, βέβαια, πρώτα με τον εαυτό σας και μετά με τον άλλον, ώστε να τελειώσει και, αν είναι δυνατόν, να μην ανοίξει ποτέ ο κύκλος της βίας. Αυτό καταλαβαίνω».
Χ.Λ.: «Πολύ ωραία το καταλαβαίνεις και σ’ ευχαριστώ πολύ. Υπάρχουν, επίσης, και άλλες λέξεις που αφορούν τη βία, όπως καταπίεση, θυμός, επιβολή, αγώνας, οργή, αλλά είναι πιο μικρές. Κάποιες είναι λίγο σβησμένες. Αυτό δείχνει μία παλαιότητα. Υπάρχει και κάποια άλλη διάσταση. Η λέξη βία, για παράδειγμα, είναι γραμμένη με μικρά γράμματα, ενώ θα μπορούσε να είναι τεράστια. Εγώ ήθελα να την κρύψω μέσα στο συνονθύλευμα, για να δείξω ότι μπορεί να λειτουργεί και υπόγεια χωρίς να γίνεται πάντα αντιληπτή. Επίσης οι λέξεις αυτές μπορεί να οδηγούν στο βασανίζω βασανίζομαι ή να ξεκινάς ψιθυρίζοντάς τες και να καταλήξεις φωνάζοντάς τες δυνατά!».
Ι.Λ.: «Βλέπω, σε σχέση με το λογοπαίγνιο που λες, ότι από το ίδιο κεφαλαίο Β ξεκινούν και η λέξη βασανίζω και η λέξη βασανίζομαι».
Χ.Λ.: «Ναι. Και ο τρόπος που έχω φτιάξει τα γράμματα, άλλωστε, δεν είναι τυχαίος. Το Β έτσι όπως είναι βγάζει κάτι βίαιο. Και τα τρίγωνα αποπνέουν μία επιθετικότητα, που αφορά και τους δύο. Γιατί και το θύμα στην αντεπίθεση ή στην άμυνα επιτίθεται».
Ι.Λ.: «Τα δύο κλειστά τρίγωνα του Β βγάζουν και την αίσθηση του εγκλεισμού. Σαν να αλληλοεγκλωβίζονται ή να αυτοεγκλωβίζονται, ή και τα δύο, τα άτομα σε μία κατάσταση. Ενώνονται και στη βάση τους. Οπότε τελικά είναι σαν να θέλουν να ξεφύγουν ο ένας από τον άλλο, αλλά να μην μπορούν. Είναι καταδικασμένοι να παραμένουν μαζί και να βασανίζονται».
Χ.Λ.: «Έτσι, ναι, γιατί στο μυαλό μου έχω κυρίως μία ερωτική σχέση. Αλλά μπορεί να αφορά μία οποιαδήποτε σχέση, όπως μία φιλική σχέση. Κάποιοι άνθρωποι, πάλι, βασανίζονται από τους συγγενείς τους. Άλλοι από το αφεντικό τους. Μπορεί, επίσης, να αφορά μία ολόκληρη κοινωνία. Αυτό που ζούμε σήμερα, για παράδειγμα, όπου βασανιζόμαστε ή μας βασανίζουν και δεν μπορούμε να απεγκλωβιστούμε από αυτή την κατάσταση. Όλα αυτά περνούσαν από το μυαλό μου. Δεν ξέρω βέβαια τι πέτυχα και τι μπορεί να δει ο θεατής μέσα από το έργο».
Ι.Λ.: «Φαίνεται πάντως αυτό. Και το ότι το Β επισημαίνει την κοινή πηγή των δύο λέξεων και καταστάσεων».
Χ.Λ.: «Έπαιξα με τις λέξεις. Προσπάθησα αυτό να το βγάλω και ως συναίσθημα. Τα γράμματα μπορεί να θυμίζουν επίσης βραχογραφία, κάτι παλιό».
Ι.Λ.: «Σαν να βγαίνουν αταβιστικά κατάλοιπα μίας κατάστασης που τελικά υπάρχει από πάντα».
Χ.Λ.: «Ναι, αυτό προσπάθησα να δείξω».
Ι.Λ.: «Είναι ενδιαφέρον ότι χρησιμοποιείς τις λέξεις και άρα το λόγο για να το εκφράσεις όλο αυτό, γιατί, όταν μπαίνει η βία σε μία σχέση, έχει τελειώσει η επικοινωνία, αν ποτέ υπήρξε. Που σημαίνει ότι ο λόγος είναι το πρώτο υλικό για να αποφευχθεί αυτή η βία. Και εκεί παραπέμπεις. Στο βασικό εργαλείο του έλλογου ανθρώπινου όντος, στη λογική και στην ικανότητα επικοινωνίας του μέσω του λόγου. Είναι σαν να φωνάζει το έργο “Μιλήστε”, χωρίς να το λέει. Και επικοινωνήστε, βέβαια, πρώτα με τον εαυτό σας και μετά με τον άλλον, ώστε να τελειώσει και, αν είναι δυνατόν, να μην ανοίξει ποτέ ο κύκλος της βίας. Αυτό καταλαβαίνω».
Χ.Λ.: «Πολύ ωραία το καταλαβαίνεις και σ’ ευχαριστώ πολύ. Υπάρχουν, επίσης, και άλλες λέξεις που αφορούν τη βία, όπως καταπίεση, θυμός, επιβολή, αγώνας, οργή, αλλά είναι πιο μικρές. Κάποιες είναι λίγο σβησμένες. Αυτό δείχνει μία παλαιότητα. Υπάρχει και κάποια άλλη διάσταση. Η λέξη βία, για παράδειγμα, είναι γραμμένη με μικρά γράμματα, ενώ θα μπορούσε να είναι τεράστια. Εγώ ήθελα να την κρύψω μέσα στο συνονθύλευμα, για να δείξω ότι μπορεί να λειτουργεί και υπόγεια χωρίς να γίνεται πάντα αντιληπτή. Επίσης οι λέξεις αυτές μπορεί να οδηγούν στο βασανίζω βασανίζομαι ή να ξεκινάς ψιθυρίζοντάς τες και να καταλήξεις φωνάζοντάς τες δυνατά!».
Χριστίνα Λουκίδη, Βασανίζω Βασανίζομαι, 57Χ100 εκ., μεικτή τεχνική σε ύφασμα.
Ι.Λ.: «Μίλησέ μας και για το δεύτερο έργο σου, που έχει μία παρεμφερή κεντρική ιδέα με τίτλο “Θυμός Πόνος”».
Χ.Λ.: «Ανήκουν στην ίδια θεματική και με τον ίδιο τρόπο το έφτιαξα, γράφοντας λέξεις. Εδώ σκέφτηκα πιο πολύ πάνω στη φόρμα και τη σύνθεση και τα υλικά, όπως το κάρβουνο, που με την ανάλογη πίεση δημιουργεί σκιές και επίπεδα. Είναι σαν μία έκρηξη πάλι. Αν παρατήρησες, ο τρόπος που έβαλα τις λέξεις και τα γράμματα στο έργο δεν έχει καλλιγραφία ούτε τάξη. Υπάρχει μία γενικότερη αταξία».
Ι.Λ.: «Ίσως αυτή αντιπροσωπεύει και την αταξία των σκέψεων, τις οποίες όταν δεν ξέρουμε πώς να τις εκφράσουμε, τότε να προκύπτει το ξέσπασμα».
Χ.Λ.: «Γίνεται ένα ξέσπασμα και συνήθως αυτά τα πράγματα δεν τα έχεις σε τάξη, βγαίνουν αυθόρμητα και σαν κραυγή και σαν μια έκρηξη συναισθημάτων».
Ι.Λ.: «Όλο το έργο μοιάζει με κραυγή. Μοιάζει να βγαίνουν με ορμή νερού οι λέξεις από ένα νοητό στόμα που δε φαίνεται».
Χ.Λ.: «Και αυτό θα μπορούσε, ναι. Μπορεί να είναι φωτιά και να καίγονται κάποια σημεία».
Ι.Λ.: «Σαν ένα αρνητικό φωτογραφίας που “καίγεται” στο φως και όσα σημεία επιβιώνουν και φαίνονται να είναι τα σημεία του πόνου, οι πληγές».
Χ.Λ.: «Βγαίνει και μία τραγικότητα. Ίσως να οφείλεται στην ένταση του ασπρόμαυρου. Μπορεί εδώ να προβάλλεται πιο πολύ το θύμα από ό,τι ο θύτης. Δεν είμαι σίγουρη».
Χ.Λ.: «Ανήκουν στην ίδια θεματική και με τον ίδιο τρόπο το έφτιαξα, γράφοντας λέξεις. Εδώ σκέφτηκα πιο πολύ πάνω στη φόρμα και τη σύνθεση και τα υλικά, όπως το κάρβουνο, που με την ανάλογη πίεση δημιουργεί σκιές και επίπεδα. Είναι σαν μία έκρηξη πάλι. Αν παρατήρησες, ο τρόπος που έβαλα τις λέξεις και τα γράμματα στο έργο δεν έχει καλλιγραφία ούτε τάξη. Υπάρχει μία γενικότερη αταξία».
Ι.Λ.: «Ίσως αυτή αντιπροσωπεύει και την αταξία των σκέψεων, τις οποίες όταν δεν ξέρουμε πώς να τις εκφράσουμε, τότε να προκύπτει το ξέσπασμα».
Χ.Λ.: «Γίνεται ένα ξέσπασμα και συνήθως αυτά τα πράγματα δεν τα έχεις σε τάξη, βγαίνουν αυθόρμητα και σαν κραυγή και σαν μια έκρηξη συναισθημάτων».
Ι.Λ.: «Όλο το έργο μοιάζει με κραυγή. Μοιάζει να βγαίνουν με ορμή νερού οι λέξεις από ένα νοητό στόμα που δε φαίνεται».
Χ.Λ.: «Και αυτό θα μπορούσε, ναι. Μπορεί να είναι φωτιά και να καίγονται κάποια σημεία».
Ι.Λ.: «Σαν ένα αρνητικό φωτογραφίας που “καίγεται” στο φως και όσα σημεία επιβιώνουν και φαίνονται να είναι τα σημεία του πόνου, οι πληγές».
Χ.Λ.: «Βγαίνει και μία τραγικότητα. Ίσως να οφείλεται στην ένταση του ασπρόμαυρου. Μπορεί εδώ να προβάλλεται πιο πολύ το θύμα από ό,τι ο θύτης. Δεν είμαι σίγουρη».
Χριστίνα Λουκίδη, Θυμός Πόνος, κάρβουνο και κιμωλία σε ύφασμα.
Στην έκθεση συνολικά συμμετείχαν οι φοιτητές:Αντώνης Αντζουλίδης, Μαίρη Αντωνοπούλου, Δικαία Δεσποτάκη, Γεωργία Ιερομονάχου, Ραφαέλα Κωνσταντίνου, Κώστας Λαλές, Πέτρος Λαλές, Χριστίνα Λουκίδη, Ιωάννα Μαθοπούλου, Φωτεινή Ματζόγλου, Φάτμα Μεμέτογλου, Νίκος Μπονάτσος, Μάνος Πανέρας, Σοφία Παπαδοπούλου, Βάγια Παπαζήκου, Πηνελόπη Παπαϊωάννου, Άντα Πετρανάκη, Αναστασία Ρήγα, Δήμητρα Σιλιαλή, Όλγα Σουλαχάκη, Μάγια Ταπεινού, Θεόδωρος Τράμπας και Μυρτώ Χρήστου.
Φωτογραφίες: Ιουλία Λυμπεροπούλου.
Οι λεζάντες των έργων και τα στοιχεία για την έκθεση είναι παρμένα από το πρόγραμμα της έκθεσης που επιμελήθηκαν οι: Βίκυ Βλάμη, Αγγελική Κερπιτσοπούλου, Βάσια Παπαδοπούλου, Μαριάννα Τρίτου και Ειρήνη Ψυχάρη (σε συνεργασία με το Θεωρητικό Τμήμα σπουδών της ΑΣΚΤ).
Θα βρείτε τα έργα όλης της έκθεσης στο Photo Album [εδώ]
Φωτογραφίες: Ιουλία Λυμπεροπούλου.
Οι λεζάντες των έργων και τα στοιχεία για την έκθεση είναι παρμένα από το πρόγραμμα της έκθεσης που επιμελήθηκαν οι: Βίκυ Βλάμη, Αγγελική Κερπιτσοπούλου, Βάσια Παπαδοπούλου, Μαριάννα Τρίτου και Ειρήνη Ψυχάρη (σε συνεργασία με το Θεωρητικό Τμήμα σπουδών της ΑΣΚΤ).
Θα βρείτε τα έργα όλης της έκθεσης στο Photo Album [εδώ]