Η τρελή piñata | Ιουνίου-Σεπτεμβρίου '15 | 014
«Αγάπη και πόλεμος, μία ιστορία με αντοχή στο χρόνο» Μέρος Γ'
Άλλη μια μέρα άνοιξε τα πέταλά της με το θλιβερό ακάλυπτο στα νώτα μου και το μπαλκόνι του γείτονα στο στενό ορίζοντα από απέναντι να με κοιτά. Στο παράθυρο της κουζίνας του έχει στερεώσει ιδιάζοντα εικαστικά, που τις νύχτες γίνονται γάτες, για να περιφρουρούν παραπονιάρικα τη δική του μοναξιά και, νιαουρίζοντας στο σκοτάδι σιωπηλά, εποπτεύουν τις κινήσεις μου νοερά. Τις φαντάζομαι, όταν όλοι κοιμόμαστε απονήρευτοι στα ζεστά, να ξεκολλούν από τη θέση που περιστέλλει την ορμή τους σταθερά, πυρώνοντας την οργή τους αναπότρεπτα, και να τριγυρνούν στους δρόμους επιτέλους ελεύθερα, να σκαρφαλώνουν στα δέντρα απαλά, να ανεβαίνουν στα πρόσφορα ανοίγματα των σπιτιών παιχνιδιστά, να βρίσκουν κάθε ωραία κοιμώμενο στον ύπνο του κρυφά και να του γαργαλούν τα όνειρα με τα μουστάκια τους τρυφερά, να αναρριχώνται και στο ίδιο ακόμα αυτό το φεγγάρι, που σαν ξαπλωμένο χαμόγελο συχνά μας μειδιά, καθορώντας τα μύχια πάθη της ανήσυχης ψυχής του κόσμου, τα οποία ποτέ δε μαρτυρά, κι ας του καταλογίζουν άδικα ασταθή συμπεριφορά, εκείνο πάντα επιστρέφει μετά τις γύρες του χωρίς να μας περιφρονά. Και απ’ όλους εμάς μόνο εκείνες οι γάτες γνωρίζουν τι εκεί ψηλά το βαστά, ακούνε προσευχές και υποψιασμένες μυρίζονται ό,τι τα έγκατά μας κυβερνά. Και γι’ αυτό έτσι αινιγματικά τα βράδια με κοιτούν από την ανυψωμένη τους μεριά, κάνοντάς με μικρή μικρή να νιώθω, όπως είμ’ αγκιστρωμένη σ’ αυτού του απέραντου και θαυμαστού όλου τη γωνιά, που αέναα μας κλωθογυρνά, μας πιάνει, μας αφήνει, βασανιστικά κι αγόγγυστα μας μελετά, αλλά ανέξοδα δε μας προσπερνά, καθώς τίποτα δε φεύγει ποτέ πραγματικά αν το εμφυσήσει κάποια στιγμή στο χρόνο η ζωή εύστοχα και καρπερά, μια σκέψη, μια ιδέα, μια πεθυμιά, ικανή στο νου την προσδοκία να τριζοβολά.
Αυτά όμως τα παραπλανητικά αερικά με συναντούν κάποιες αλλόκοτες κι εξωλογικές νύχτες μου λυτρωτικά, ενώ διένυα ένα πρωινό Κυριακής απτά και η ιδέα τού να μείνω σπίτι, χάνοντας τη ροή επαναληπτικά, με προσπερνούσε εξόφθαλμα και φωναχτά. Ήθελα να ξεχυθώ στο δρόμο, ένα σύντροφο πιστό, όποτε το μυαλό δε βρίσκει εύκολα απανεμιά, ν’ αράξει τις τρικυμίες του διακριτικά. Του δόθηκα λοιπόν ακόμη μια φορά με περίσσια ακεφιά, να μου μεταδώσει την οικεία του σε μένα ζεστασιά για εξώθηση από ερέβη στοχασμών αδιέξοδα. Και λίγο λίγο το βήμα μου αλάφρυνε, απέκτησε θάρρος απροσδόκητα κ’ η αίσθησή του γεύση από σχεδόν λησμονημένη ανεμελιά. Έλαμψε τότε στο νου το απρόσμενο τούτο χάρισμα κ’ η εσώτερη ματιά μου πήρε γύρω να κοιτά. Ό,τι αντίκριζε αποκτούσε πρωτόφαντη διάσταση, μυστηριακή ευωδιά, διαφαίνονταν ξαφνικά τόσο πηγαία και τόσο ανοιχτά όσες παρουσίες υπάρχουν γύρω μας μυστικά. Κάθε ήχος, κάθε φωνή, κάθε απόκοσμη λαλιά μού ακούγονταν τώρα προσευχητάρια μπιστικά, ψιθυρίζοντας μελωδίες υπέρβασης κάθε πόνου στην καρδιά. Σε κύματα έρχονταν οι αφυπνισμένες νότες, συνεπαίρνοντας όποια επιφύλαξη ακόμα παραφύλαγε την αλήθεια τους διερευνητικά. Και στάθηκα μαγεμένη να ρουφήξω κάθε βαλσαμικό μήνυμα εκστατικά, για να προλάβω μιας τέτοιας εύνοιας την άδολη προσφορά, όσο με υπερχείλιζε πυρετικά.
Κι ύστερα είδα χρωματιστούς ανθρώπους να πλημμυρίζουν, ίδια θάλασσα, δρόμους και στενά, εμβαπτισμένοι στο βλέμμα του ήλιου, που έδινε στα χρώματα φωτιά, ενώ σ’ εκείνους φλογερά φιλιά. Σε κάθε βήμα τους ξεδίπλωναν μια εσώτερη διαδρομή με σιγουριά, την αφηγούνταν μάλιστα τραγουδιστά, κεντώντας όσες ιστορίες ήδη έφεραν, κι έβρισκαν τώρα μονοπάτι ταιριαστά. Κι εκεί με κυρίευσε η αίσθηση πως δεν ήταν άλλο παρά εικόνες, συλλήψεις, ονείρατα, δύναμη, μνήμη, αγάπη, ομορφιά ό,τι απλωνόταν μπροστά μου τόσο γενναιόδωρα και τόσο απρόσμενα αποκαλυπτικά, σημαίνοντας μια δίοδο σ’ ατέρμονη συνέχεια στην άκρη του μυαλού, σαν ιερή σπορά. Η πρότερη ταραχή μου μέρεψ’ έτσι σιγά σιγά κ’ η αγαλλίαση ίδιο μελιαστό κρασί με μέθυσε γλυκά, εφόσον όλα μεταμορφώθηκαν, αναγεννήθηκαν κι ανανεώθηκαν αρχετυπικά, μπολιασμένα μ’ αυτής της πανσπερμίας την εμπνευσμένη δοξαριά. Οι δρομείς μετά πέταξαν κι έγιναν πουλιά, τα δέντρα σε ομάδες χόρευαν πιασμένα χέρι χέρι κυκλικά, τα σπίτια συνομιλούσαν μεταξύ τους χαρωπά και απ’ όπου περνούσα, σαν παλιοί γνώριμοι, μου ένευαν φιλικά. Οι υπάρξεις αποκατέστησαν τους ρόλους τους φυσικά και στις ψυχές βρήκαν χώρο η γαλήνη κι η ανθρωπιά, τέλεψαν οι πόλεμοι και αντί για κραυγές αγωνίας, ιαχές και σφυροκοπήματα θανατερά τώρα γελούσαν δυνατά ανακουφισμένα τα παιδιά. Ξόρκιζαν τον πόνο και την ασχήμια σθεναρά, ενώ ο έρωτας αποτίνασσε κάθε φόβο και καημό, διεκδικώντας την πλήρωσή του στη χαρά. Η εκ των ένδον φτώχεια αέρας γίνηκε τόσο ξάστερα και φανερά, που δεν έμεινε ούτε για δείγμα μια μικρή της πινελιά.
Όταν σουρούπωνε, στη θάλασσα κατέβηκα με τα φτερά μου απλωτά, να με λιγώσ’ η πνοή της ευεργετικά. Περιηγήθηκα πάνω της αργά, αφουγκράστηκα κ’ είδα όσα για χρόνια στην ψίχα της έκρυβε τελετουργικά και πλέον εκλύονταν ανενδοίαστα πια. Τα ψάρια φωσφόριζαν συνθέτοντας φράσεις μαγικά όσο τα δελφίνια τόνιζαν τις λέξεις αναπηδώντας μέσα κι έξω απ’ τα νερά. Μιλούσαν για πλάσματα μυθικά που αιμορροούσαν όποτε οι άνθρωποι την πλήγωναν αλύπητα και μισερά, αποτελώντας όνειδος για την αρχέγονη γλώσσα της μήτρας που ξέμαθαν να σέβονται κ’ ισχύει συμπαντικά, γιατί όλοι είμαστ’ ένα, κι αυτή η αλήθεια δεν είναι τρέλα ενσταλαγμένη σ’ οράματα φανταστικά ούτε ανυπόστατη υπερβολή σε αναγνώσματα κλασικά, αλλά ουσία ανυπέρβλητη, που αναδύεται αγέρωχη μόνο σ’ όποιον ενώνεται μαζί της παντοτινά. Πριν φύγω, για σοφό φυλαχτό μου ’στειλε διάφανη ευχή, κατευόδιο σωστό, ότι όποιος ξέρει ν’ αγαπά μόνο καλό στο καλό έχει να προσμετρά και τυραννισμένος απομένει όταν στερέψει της καρδιάς η μιλιά. Στην επιστροφή, τ’ αστέρια φωτοβολούσαν το διάβα μου από σιμά, ορίζοντας δρόμους μες στην αδιαπέραστη σκοτεινιά. Έτσι ούσα παραδομένη σε καθάριους λογισμούς εξαγνιστικά και συνάμα βυθισμένη στης μυρισμένης νυχτιάς τη σιγαλιά, οι γάτες από απέναντι με ξετρύπωσαν ευέλικτα μες απ’ του σκότους τη γοητευτική αγκαλιά, κι έπλεξαν τις ουρές τους στα πόδια μου χαϊδευτικά. Με δελέασαν ακόμα παρακλητικά, να γνωρίσω το φίλο τους όσο εστίαζε το φέγγος του σε μας ψηλοκρεμαστά, κι όπως εκείνος έριξε την ασημιά του σκάλα ελαφρά, άρχισαν αυτές ν’ ανεβαίνουν κουνώντας την ουρά τους σαγηνευτικά. Ανήμπορη ν’ αντισταθώ στο κάλεσμά τους τελικά, του αφέθηκα υπνωτισμένη βαθιά. Αυτό εισχώρησε στο θυμικό μου, ανεπαίσθητα, ψηλαφιστά, ξεσηκώνοντας θύμησες από παλιά, κι από τότε τις ακολουθώ στις αθώες αλητείες τους κάτι τέτοια βράδια μυσταγωγικά.
Ελάτε ν’ αλητέψουμε αντάμα σ’ αυτού του ταξιδιού την ομορφιά, καθώς η «Τρελή piñata» με μια επιδέξια κονταριά σπάει στο καλοκαιρινό 14ο τεύχος Ιουνίου-Σεπτεμβρίου 2015, κλείνοντας τρία έτη συναπτά! Σας καλώ, λοιπόν, να ξεφύγουμε με ιστορίες ταινιών, αφηγήσεις βιβλίων και συναπαντήματα μουσικά, καθώς δεν είναι παρά μικρά κεφάλαια ζωής, που το καθένα τη δική του φροντίδα αναζητά, όταν άνθρωποι και στιγμές διασταυρώνονται ποιητικά, πλουμίζοντας του κάθε μωσαϊκού τη διάφορη θωριά. Και, μέσα από τέτοιες πράξεις και ιστορήματα αληθινά ή απλώς πιστευτά, ολοκληρώνεται εδώ ο κύκλος του Α’ Πολέμου, που τόσους μήνες την προσοχή μας με ασίγαστο πάθος κρατά, αλλά μην ανησυχείτε, τίποτα δε σταματά, καθώς δίνεται η σκυτάλη σ’ ό,τι ακολούθησε στον καιρό μετά. Όλα γίνονται επομένως γρήγορα ή αργά, μόν’ μην παραμελείτε την αγάπη, γιατί με την ισχύ της όλα είναι μπορετά, κι ας βρίσκει αντιστάσεις απ’ όσους απαρνήθηκαν την ωφέλειά της αψήφιστα, στεγνά, αυτοί ύστερα λαχτάρησαν, γυρεύοντας τη ρούγα επιστροφής σ’ αυτήν ταπεινά. Κι εδώ παίρνει σειρά η μουσική δικαιωματικά, εξυμνώντας όσα με λέξεις σε κόμπους δένονται σφιχτά, πεταρίζοντας τα νοήματα απ’ άκρη σ’ άκρη ρυθμικά και γονιμοποιώντας σπόρους στη σκέψη αρμονικά. Όταν μάλιστα συμμετέχουν και φίλοι σ’ αυτήν τη μοιρασιά, όλα απογειώνονται και μπαίνουν σε υπερβατική τροχιά, δίχως τέλος, αλλά γυρίζοντας διανθισμένα σε μας ξανά και ξανά και ξάνα...
Avishai Cohen Trio, «Remembering» (ορχηστρικό)[1].
Αυτά όμως τα παραπλανητικά αερικά με συναντούν κάποιες αλλόκοτες κι εξωλογικές νύχτες μου λυτρωτικά, ενώ διένυα ένα πρωινό Κυριακής απτά και η ιδέα τού να μείνω σπίτι, χάνοντας τη ροή επαναληπτικά, με προσπερνούσε εξόφθαλμα και φωναχτά. Ήθελα να ξεχυθώ στο δρόμο, ένα σύντροφο πιστό, όποτε το μυαλό δε βρίσκει εύκολα απανεμιά, ν’ αράξει τις τρικυμίες του διακριτικά. Του δόθηκα λοιπόν ακόμη μια φορά με περίσσια ακεφιά, να μου μεταδώσει την οικεία του σε μένα ζεστασιά για εξώθηση από ερέβη στοχασμών αδιέξοδα. Και λίγο λίγο το βήμα μου αλάφρυνε, απέκτησε θάρρος απροσδόκητα κ’ η αίσθησή του γεύση από σχεδόν λησμονημένη ανεμελιά. Έλαμψε τότε στο νου το απρόσμενο τούτο χάρισμα κ’ η εσώτερη ματιά μου πήρε γύρω να κοιτά. Ό,τι αντίκριζε αποκτούσε πρωτόφαντη διάσταση, μυστηριακή ευωδιά, διαφαίνονταν ξαφνικά τόσο πηγαία και τόσο ανοιχτά όσες παρουσίες υπάρχουν γύρω μας μυστικά. Κάθε ήχος, κάθε φωνή, κάθε απόκοσμη λαλιά μού ακούγονταν τώρα προσευχητάρια μπιστικά, ψιθυρίζοντας μελωδίες υπέρβασης κάθε πόνου στην καρδιά. Σε κύματα έρχονταν οι αφυπνισμένες νότες, συνεπαίρνοντας όποια επιφύλαξη ακόμα παραφύλαγε την αλήθεια τους διερευνητικά. Και στάθηκα μαγεμένη να ρουφήξω κάθε βαλσαμικό μήνυμα εκστατικά, για να προλάβω μιας τέτοιας εύνοιας την άδολη προσφορά, όσο με υπερχείλιζε πυρετικά.
Κι ύστερα είδα χρωματιστούς ανθρώπους να πλημμυρίζουν, ίδια θάλασσα, δρόμους και στενά, εμβαπτισμένοι στο βλέμμα του ήλιου, που έδινε στα χρώματα φωτιά, ενώ σ’ εκείνους φλογερά φιλιά. Σε κάθε βήμα τους ξεδίπλωναν μια εσώτερη διαδρομή με σιγουριά, την αφηγούνταν μάλιστα τραγουδιστά, κεντώντας όσες ιστορίες ήδη έφεραν, κι έβρισκαν τώρα μονοπάτι ταιριαστά. Κι εκεί με κυρίευσε η αίσθηση πως δεν ήταν άλλο παρά εικόνες, συλλήψεις, ονείρατα, δύναμη, μνήμη, αγάπη, ομορφιά ό,τι απλωνόταν μπροστά μου τόσο γενναιόδωρα και τόσο απρόσμενα αποκαλυπτικά, σημαίνοντας μια δίοδο σ’ ατέρμονη συνέχεια στην άκρη του μυαλού, σαν ιερή σπορά. Η πρότερη ταραχή μου μέρεψ’ έτσι σιγά σιγά κ’ η αγαλλίαση ίδιο μελιαστό κρασί με μέθυσε γλυκά, εφόσον όλα μεταμορφώθηκαν, αναγεννήθηκαν κι ανανεώθηκαν αρχετυπικά, μπολιασμένα μ’ αυτής της πανσπερμίας την εμπνευσμένη δοξαριά. Οι δρομείς μετά πέταξαν κι έγιναν πουλιά, τα δέντρα σε ομάδες χόρευαν πιασμένα χέρι χέρι κυκλικά, τα σπίτια συνομιλούσαν μεταξύ τους χαρωπά και απ’ όπου περνούσα, σαν παλιοί γνώριμοι, μου ένευαν φιλικά. Οι υπάρξεις αποκατέστησαν τους ρόλους τους φυσικά και στις ψυχές βρήκαν χώρο η γαλήνη κι η ανθρωπιά, τέλεψαν οι πόλεμοι και αντί για κραυγές αγωνίας, ιαχές και σφυροκοπήματα θανατερά τώρα γελούσαν δυνατά ανακουφισμένα τα παιδιά. Ξόρκιζαν τον πόνο και την ασχήμια σθεναρά, ενώ ο έρωτας αποτίνασσε κάθε φόβο και καημό, διεκδικώντας την πλήρωσή του στη χαρά. Η εκ των ένδον φτώχεια αέρας γίνηκε τόσο ξάστερα και φανερά, που δεν έμεινε ούτε για δείγμα μια μικρή της πινελιά.
Όταν σουρούπωνε, στη θάλασσα κατέβηκα με τα φτερά μου απλωτά, να με λιγώσ’ η πνοή της ευεργετικά. Περιηγήθηκα πάνω της αργά, αφουγκράστηκα κ’ είδα όσα για χρόνια στην ψίχα της έκρυβε τελετουργικά και πλέον εκλύονταν ανενδοίαστα πια. Τα ψάρια φωσφόριζαν συνθέτοντας φράσεις μαγικά όσο τα δελφίνια τόνιζαν τις λέξεις αναπηδώντας μέσα κι έξω απ’ τα νερά. Μιλούσαν για πλάσματα μυθικά που αιμορροούσαν όποτε οι άνθρωποι την πλήγωναν αλύπητα και μισερά, αποτελώντας όνειδος για την αρχέγονη γλώσσα της μήτρας που ξέμαθαν να σέβονται κ’ ισχύει συμπαντικά, γιατί όλοι είμαστ’ ένα, κι αυτή η αλήθεια δεν είναι τρέλα ενσταλαγμένη σ’ οράματα φανταστικά ούτε ανυπόστατη υπερβολή σε αναγνώσματα κλασικά, αλλά ουσία ανυπέρβλητη, που αναδύεται αγέρωχη μόνο σ’ όποιον ενώνεται μαζί της παντοτινά. Πριν φύγω, για σοφό φυλαχτό μου ’στειλε διάφανη ευχή, κατευόδιο σωστό, ότι όποιος ξέρει ν’ αγαπά μόνο καλό στο καλό έχει να προσμετρά και τυραννισμένος απομένει όταν στερέψει της καρδιάς η μιλιά. Στην επιστροφή, τ’ αστέρια φωτοβολούσαν το διάβα μου από σιμά, ορίζοντας δρόμους μες στην αδιαπέραστη σκοτεινιά. Έτσι ούσα παραδομένη σε καθάριους λογισμούς εξαγνιστικά και συνάμα βυθισμένη στης μυρισμένης νυχτιάς τη σιγαλιά, οι γάτες από απέναντι με ξετρύπωσαν ευέλικτα μες απ’ του σκότους τη γοητευτική αγκαλιά, κι έπλεξαν τις ουρές τους στα πόδια μου χαϊδευτικά. Με δελέασαν ακόμα παρακλητικά, να γνωρίσω το φίλο τους όσο εστίαζε το φέγγος του σε μας ψηλοκρεμαστά, κι όπως εκείνος έριξε την ασημιά του σκάλα ελαφρά, άρχισαν αυτές ν’ ανεβαίνουν κουνώντας την ουρά τους σαγηνευτικά. Ανήμπορη ν’ αντισταθώ στο κάλεσμά τους τελικά, του αφέθηκα υπνωτισμένη βαθιά. Αυτό εισχώρησε στο θυμικό μου, ανεπαίσθητα, ψηλαφιστά, ξεσηκώνοντας θύμησες από παλιά, κι από τότε τις ακολουθώ στις αθώες αλητείες τους κάτι τέτοια βράδια μυσταγωγικά.
Ελάτε ν’ αλητέψουμε αντάμα σ’ αυτού του ταξιδιού την ομορφιά, καθώς η «Τρελή piñata» με μια επιδέξια κονταριά σπάει στο καλοκαιρινό 14ο τεύχος Ιουνίου-Σεπτεμβρίου 2015, κλείνοντας τρία έτη συναπτά! Σας καλώ, λοιπόν, να ξεφύγουμε με ιστορίες ταινιών, αφηγήσεις βιβλίων και συναπαντήματα μουσικά, καθώς δεν είναι παρά μικρά κεφάλαια ζωής, που το καθένα τη δική του φροντίδα αναζητά, όταν άνθρωποι και στιγμές διασταυρώνονται ποιητικά, πλουμίζοντας του κάθε μωσαϊκού τη διάφορη θωριά. Και, μέσα από τέτοιες πράξεις και ιστορήματα αληθινά ή απλώς πιστευτά, ολοκληρώνεται εδώ ο κύκλος του Α’ Πολέμου, που τόσους μήνες την προσοχή μας με ασίγαστο πάθος κρατά, αλλά μην ανησυχείτε, τίποτα δε σταματά, καθώς δίνεται η σκυτάλη σ’ ό,τι ακολούθησε στον καιρό μετά. Όλα γίνονται επομένως γρήγορα ή αργά, μόν’ μην παραμελείτε την αγάπη, γιατί με την ισχύ της όλα είναι μπορετά, κι ας βρίσκει αντιστάσεις απ’ όσους απαρνήθηκαν την ωφέλειά της αψήφιστα, στεγνά, αυτοί ύστερα λαχτάρησαν, γυρεύοντας τη ρούγα επιστροφής σ’ αυτήν ταπεινά. Κι εδώ παίρνει σειρά η μουσική δικαιωματικά, εξυμνώντας όσα με λέξεις σε κόμπους δένονται σφιχτά, πεταρίζοντας τα νοήματα απ’ άκρη σ’ άκρη ρυθμικά και γονιμοποιώντας σπόρους στη σκέψη αρμονικά. Όταν μάλιστα συμμετέχουν και φίλοι σ’ αυτήν τη μοιρασιά, όλα απογειώνονται και μπαίνουν σε υπερβατική τροχιά, δίχως τέλος, αλλά γυρίζοντας διανθισμένα σε μας ξανά και ξανά και ξάνα...
Avishai Cohen Trio, «Remembering» (ορχηστρικό)[1].
__________
[1] Να ευχαριστήσω το Θανάση Προίσκο και το Δημήτρη Νάκο για το ορχηστρικό κομμάτι με τη συνοδεία του οποίου γράφτηκε το εισαγωγικό κείμενο του 14ου τεύχους της «Τρελής piñata». Προτάθηκε σ’ ένα τζαζ αφιέρωμα, στη ραδιοφωνική εκπομπή του πρώτου, με τίτλο «Εκλεκτικές Συγγένειες», η οποία παρουσιάζεται κάθε Τετάρτη βράδυ στις 20:00, στο διαδικτυακό σταθμό Eclecticradio.gr.
Και, βέβαια, μην ξεχνάτε να ονειρεύεστε και να απολαμβάνετε τη στιγμή, γιατί η ζωή σάς περιμένει με υπομονή να την κατακτάτε κάθε μέρα από την αρχή... Πάντα με μία δόση χρωματιστής τρέλας, για να ξεγελάμε τον καιρό στα δύσκολα...
Καλό τετράμηνο θερμής καλοκαιριάς για την ψυχή και την καρδιά, με υγεία πάνω απ’ όλα, χωρίς βάσανα και βάρη περιττά, κι όποιος σας πει ότι τούτο ή εκείνο δε γίνεται, κανείς δεν το μπορεί, κανείς δεν το βαστά, σουφρώστε τη μύτη με το μεγάλο δάχτυλο προτεταμένο ευθεία μπροστά, να κοροϊδέψει με μια γυροβολιά μαζί με όσα επίσης θα το μιμηθούν πιστά, διαλύοντας τέτοιας αντίληψης την κακομοιριά∙ ξέρουμε καλύτερα, πείτε του, και έστε πάντα έτοιμοι για ό,τι εκπλήσσει θετικά και έρχεται συνήθως ξαφνικά!
[1] Να ευχαριστήσω το Θανάση Προίσκο και το Δημήτρη Νάκο για το ορχηστρικό κομμάτι με τη συνοδεία του οποίου γράφτηκε το εισαγωγικό κείμενο του 14ου τεύχους της «Τρελής piñata». Προτάθηκε σ’ ένα τζαζ αφιέρωμα, στη ραδιοφωνική εκπομπή του πρώτου, με τίτλο «Εκλεκτικές Συγγένειες», η οποία παρουσιάζεται κάθε Τετάρτη βράδυ στις 20:00, στο διαδικτυακό σταθμό Eclecticradio.gr.
Και, βέβαια, μην ξεχνάτε να ονειρεύεστε και να απολαμβάνετε τη στιγμή, γιατί η ζωή σάς περιμένει με υπομονή να την κατακτάτε κάθε μέρα από την αρχή... Πάντα με μία δόση χρωματιστής τρέλας, για να ξεγελάμε τον καιρό στα δύσκολα...
Καλό τετράμηνο θερμής καλοκαιριάς για την ψυχή και την καρδιά, με υγεία πάνω απ’ όλα, χωρίς βάσανα και βάρη περιττά, κι όποιος σας πει ότι τούτο ή εκείνο δε γίνεται, κανείς δεν το μπορεί, κανείς δεν το βαστά, σουφρώστε τη μύτη με το μεγάλο δάχτυλο προτεταμένο ευθεία μπροστά, να κοροϊδέψει με μια γυροβολιά μαζί με όσα επίσης θα το μιμηθούν πιστά, διαλύοντας τέτοιας αντίληψης την κακομοιριά∙ ξέρουμε καλύτερα, πείτε του, και έστε πάντα έτοιμοι για ό,τι εκπλήσσει θετικά και έρχεται συνήθως ξαφνικά!
Χρόνια πολλά, Τρελή piñata, και καλά!!!
Ένα, δύο, τρία χρόνια, και πρόσω ολοταχώς για τ’ ανοιχτά!
Ένα, δύο, τρία χρόνια, και πρόσω ολοταχώς για τ’ ανοιχτά!
Ταινίες
27 Missing Kisses (2000)
(27 Κλεμμένα Φιλιά)
Σκηνοθέτης: Nana Djordjadze
Γλώσσα: Γεωργιανά, ρώσικα, γαλλικά, αγγλικά
Ηθοποιοί: Nutsa Kukhianidze, Shalva Iashvili, Evgeniy Sidikhin κ.ά.
Περιγραφή
Η Σίβυλλα, ένα κορίτσι στην ακμή σχεδόν της εφηβείας της, επισκέπτεται τη θεία της σε ένα μικρό επαρχιακό μέρος της Γεωργίας, για να παραθερίσει. Η επικρατούσα ανία, ακόμα και στις πολυπρόσωπες σκηνές συνδαιτυμόνων σε γεύματα, που δίνουν μία τσεχοφική νότα με όσα οι ήρωες αναμένουν να ’ρθουν και δεν έρχονται ή τα οποία επιθυμούν να φτάσουν, αλλά δε φεύγουν ποτέ για να τα προσεγγίσουν, αλατοπιπερώνεται με τη διάχυτη ερωτική διάθεση κάποιων κατοίκων, με παράδοξα περιστατικά, με τη νεανική δροσιά, επίσης, της πρωταγωνίστριας, της οποίας η σεξουαλικότητα αναδύεται ολοένα και πιο ορμητικά, και τέλος με την προβολή, υπό περιορισμούς, της ταινίας «Εμμανουέλλα» ‒ το γεγονός του καλοκαιριού, που θρέφει τη φαντασία, την περιέργεια, τις κρυφές επιθυμίες και τις προσδοκίες των ηρώων. Η Σίβυλλα μαγνητίζεται από τον Αλεξάντερ, ένα γοητευτικό σαραντάχρονο χήρο καρδιοκατακτητή, ενώ ο γιος του Μίκι γίνεται η σκιά της, καθώς την έχει ερωτευτεί. Η ίδια διεκδικεί με τον τρόπο της τον Αλεξάντερ, που περιτριγυρίζεται διαρκώς από γυναίκες, δημιουργώντας του χαλάστρες, χωρίς αρχικά εκείνος να υποψιάζεται την πηγή πρόκλησής τους.
Ο πολεμικός απόηχος και οι σταλινικές μνήμες είναι διάχυτα στην ιστορία. Παρ’ όλη την ανάλαφρη ατμόσφαιρα στην διάρκειά της, ωστόσο, το τραγικό τέλος ανακόπτει ξαφνικά αυτήν τη φαινομενική ξεγνοιασιά. Ίσως να υπάρχει εκεί μία υποδήλωση για την επώδυνη κάθε είδους μετάβαση, για τη δυσκολία επούλωσης των πληγών και για τη χρονοβόρα διαδικασία επαναπροσδιορισμού. Και, χρησιμοποιώντας εδώ ως μεταφορά το πέρασμα της εφηβείας προς την ωριμότητα, οι ενδοοικογενειακές διαμάχες που πυροδοτούνται κλείνουν το μάτι σε ευρύτερες εσωτερικές αναταραχές, ως εφαλτήριο εκκίνησης ή αυτοαναφοράς. Αν συνδέσουμε το όνομα της ηρωίδας με το μυθικό πρόσωπο, που προμήνυε αμφίσημα καταστροφές, μένει ανοιχτή η ερμηνεία, τόσο για την ταινία όσο και για το μέλλον, ιδίως αν λάβουμε υπόψη τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, ενώ ακόμα και τα φιλιά-υπόσχεση μένουν στη μέση ή κάπου στην πορεία χάνονται.
Την ταινία διακρίνουν ενδιαφέρουσες ερμηνείες και όμορφη φωτογραφία. Εκτός από θεατρικά, υπάρχουν επίσης και σουρεαλιστικά στοιχεία, που παραπέμπουν αναπόφευκτα σε ταινίες του Εμίρ Κουστουρίτσα, χωρίς την ίδια ταχύτητα και τις εντάσεις, αλλά διατηρώντας μία ποιητικότητα, διανθισμένη με κωμικές στιγμές. Η μουσική του Γκόραν Μπρέγκοβιτς, επιπλέον, υποστηρίζει τη διαμόρφωση ενός σκηνικού χαμένων ή κυνηγημένων ονείρων. Η υπόθεση, ακόμα, εκτυλίσσεται στη Γεωργία, ωστόσο η ταινία γυρίστηκε σε διάφορες χώρες, ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα. Μικρή σχετική λεπτομέρεια από την αρχή: Όταν το λεωφορείο, με το οποίο καταφθάνει η Σίβυλλα, κάνει στάση σε μία μικρή περίπου τριγωνική πλατεία, φαίνεται για μερικά καρέ μία ταμπέλα με τη λέξη «Φούρνος». Η ιστορία, τελικά, στο σύνολό της, συμπεριλαμβάνει σκιά, φως, χρώματα, ταξιδιάρικα τοπία για το βλέμμα και τη σκέψη και ένα σύνθετο πυρήνα συναισθημάτων, μέσα από καταστάσεις που υποκρύπτουν ίσως σε πρώτο επίπεδο το πλέγμα της τραγικότητάς τους. Όπως όταν κάποιος επισκέπτεται μία χώρα για πρώτη φορά, η φιλοξενία των κατοίκων είναι εξαιρετική και έτσι η πληθώρα των ευχάριστων στιγμών καλύπτει επιτυχώς ό,τι προσπαθεί να παραμείνει στην αφάνεια, γιατί αδυνατεί ή γιατί δεν επιθυμεί να εκφραστεί, παίρνοντας το χρόνο του για να ωριμάσει και να χαλαρώσει προοδευτικά τις αντιστάσεις του. Αυτά μάλλον υπονοούνται, όμως, επιτυχώς ή μη, καταλήγοντας σε μία ταινία κατάλληλη για καλοκαιρινή θέαση, που δίνει και τροφή για σκέψη.
Η ταινία κέρδισε βραβεία σε διάφορα φεστιβάλ.
Μία ιδέα για τη μουσική της ταινίας από το τρέιλερ στα γερμανικά.
http://videos.cdn.moviepilot.de/20141102/1764/0_1m0gqbu0_0_mfgh7z5k_2.mp4
(27 Κλεμμένα Φιλιά)
Σκηνοθέτης: Nana Djordjadze
Γλώσσα: Γεωργιανά, ρώσικα, γαλλικά, αγγλικά
Ηθοποιοί: Nutsa Kukhianidze, Shalva Iashvili, Evgeniy Sidikhin κ.ά.
Περιγραφή
Η Σίβυλλα, ένα κορίτσι στην ακμή σχεδόν της εφηβείας της, επισκέπτεται τη θεία της σε ένα μικρό επαρχιακό μέρος της Γεωργίας, για να παραθερίσει. Η επικρατούσα ανία, ακόμα και στις πολυπρόσωπες σκηνές συνδαιτυμόνων σε γεύματα, που δίνουν μία τσεχοφική νότα με όσα οι ήρωες αναμένουν να ’ρθουν και δεν έρχονται ή τα οποία επιθυμούν να φτάσουν, αλλά δε φεύγουν ποτέ για να τα προσεγγίσουν, αλατοπιπερώνεται με τη διάχυτη ερωτική διάθεση κάποιων κατοίκων, με παράδοξα περιστατικά, με τη νεανική δροσιά, επίσης, της πρωταγωνίστριας, της οποίας η σεξουαλικότητα αναδύεται ολοένα και πιο ορμητικά, και τέλος με την προβολή, υπό περιορισμούς, της ταινίας «Εμμανουέλλα» ‒ το γεγονός του καλοκαιριού, που θρέφει τη φαντασία, την περιέργεια, τις κρυφές επιθυμίες και τις προσδοκίες των ηρώων. Η Σίβυλλα μαγνητίζεται από τον Αλεξάντερ, ένα γοητευτικό σαραντάχρονο χήρο καρδιοκατακτητή, ενώ ο γιος του Μίκι γίνεται η σκιά της, καθώς την έχει ερωτευτεί. Η ίδια διεκδικεί με τον τρόπο της τον Αλεξάντερ, που περιτριγυρίζεται διαρκώς από γυναίκες, δημιουργώντας του χαλάστρες, χωρίς αρχικά εκείνος να υποψιάζεται την πηγή πρόκλησής τους.
Ο πολεμικός απόηχος και οι σταλινικές μνήμες είναι διάχυτα στην ιστορία. Παρ’ όλη την ανάλαφρη ατμόσφαιρα στην διάρκειά της, ωστόσο, το τραγικό τέλος ανακόπτει ξαφνικά αυτήν τη φαινομενική ξεγνοιασιά. Ίσως να υπάρχει εκεί μία υποδήλωση για την επώδυνη κάθε είδους μετάβαση, για τη δυσκολία επούλωσης των πληγών και για τη χρονοβόρα διαδικασία επαναπροσδιορισμού. Και, χρησιμοποιώντας εδώ ως μεταφορά το πέρασμα της εφηβείας προς την ωριμότητα, οι ενδοοικογενειακές διαμάχες που πυροδοτούνται κλείνουν το μάτι σε ευρύτερες εσωτερικές αναταραχές, ως εφαλτήριο εκκίνησης ή αυτοαναφοράς. Αν συνδέσουμε το όνομα της ηρωίδας με το μυθικό πρόσωπο, που προμήνυε αμφίσημα καταστροφές, μένει ανοιχτή η ερμηνεία, τόσο για την ταινία όσο και για το μέλλον, ιδίως αν λάβουμε υπόψη τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, ενώ ακόμα και τα φιλιά-υπόσχεση μένουν στη μέση ή κάπου στην πορεία χάνονται.
Την ταινία διακρίνουν ενδιαφέρουσες ερμηνείες και όμορφη φωτογραφία. Εκτός από θεατρικά, υπάρχουν επίσης και σουρεαλιστικά στοιχεία, που παραπέμπουν αναπόφευκτα σε ταινίες του Εμίρ Κουστουρίτσα, χωρίς την ίδια ταχύτητα και τις εντάσεις, αλλά διατηρώντας μία ποιητικότητα, διανθισμένη με κωμικές στιγμές. Η μουσική του Γκόραν Μπρέγκοβιτς, επιπλέον, υποστηρίζει τη διαμόρφωση ενός σκηνικού χαμένων ή κυνηγημένων ονείρων. Η υπόθεση, ακόμα, εκτυλίσσεται στη Γεωργία, ωστόσο η ταινία γυρίστηκε σε διάφορες χώρες, ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα. Μικρή σχετική λεπτομέρεια από την αρχή: Όταν το λεωφορείο, με το οποίο καταφθάνει η Σίβυλλα, κάνει στάση σε μία μικρή περίπου τριγωνική πλατεία, φαίνεται για μερικά καρέ μία ταμπέλα με τη λέξη «Φούρνος». Η ιστορία, τελικά, στο σύνολό της, συμπεριλαμβάνει σκιά, φως, χρώματα, ταξιδιάρικα τοπία για το βλέμμα και τη σκέψη και ένα σύνθετο πυρήνα συναισθημάτων, μέσα από καταστάσεις που υποκρύπτουν ίσως σε πρώτο επίπεδο το πλέγμα της τραγικότητάς τους. Όπως όταν κάποιος επισκέπτεται μία χώρα για πρώτη φορά, η φιλοξενία των κατοίκων είναι εξαιρετική και έτσι η πληθώρα των ευχάριστων στιγμών καλύπτει επιτυχώς ό,τι προσπαθεί να παραμείνει στην αφάνεια, γιατί αδυνατεί ή γιατί δεν επιθυμεί να εκφραστεί, παίρνοντας το χρόνο του για να ωριμάσει και να χαλαρώσει προοδευτικά τις αντιστάσεις του. Αυτά μάλλον υπονοούνται, όμως, επιτυχώς ή μη, καταλήγοντας σε μία ταινία κατάλληλη για καλοκαιρινή θέαση, που δίνει και τροφή για σκέψη.
Η ταινία κέρδισε βραβεία σε διάφορα φεστιβάλ.
Μία ιδέα για τη μουσική της ταινίας από το τρέιλερ στα γερμανικά.
http://videos.cdn.moviepilot.de/20141102/1764/0_1m0gqbu0_0_mfgh7z5k_2.mp4
Crazy (2000)
Σκηνοθέτης: Χανς Κρίστιαν Σμιτ
Γλώσσα: Γερμανικά, γαλλικά
Ηθοποιοί: Ρόμπερτ Σταντλόμπερ, Τομ Σίλινγκ, Οόνα-Ντεβί Λίμπιχ κ.ά.
Περιγραφή
Ο Μπένγιαμιν είναι ένας δεκαεξάχρονος νεαρός, του οποίου η ημι-παραλυσία της αριστερής πλευράς τον αναγκάζει να αλλάζει σχολεία, γιατί αποτυγχάνει να συντονιστεί με τους συνήθεις ρυθμούς των άλλων, ενώ επιπλέον τα μαθηματικά τού έχουν γίνει εφιάλτης. Οι γονείς του τον στέλνουν, γι’ αυτόν το λόγο, εσωτερικό σε ένα κολλέγιο, που θεωρούν πιο κατάλληλο, προκειμένου να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη μέση εκπαίδευση και να καταφέρει να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο. Εκεί βρίσκει και άλλους συνομηλίκους του με ποικίλες ιδιαιτερότητες και προβλήματα κυρίως οικογενειακά. Στην αρχή δυσκολεύεται να προσαρμοστεί, καθώς υποβάλλεται σε «τελετές» μύησης για να γίνει αποδεκτός, αλλά σταδιακά εγκλιματίζεται στο νέο περιβάλλον. Κάποτε του χτυπάει την πόρτα και ο έρωτας, που αντανακλάται στο πρόσωπο της Μάλεν, αυξάνοντας το βαθμό δυσκολίας των καταστάσεων, αλλά προσθέτοντας χρώμα στη ζωή του με πρωτόγνωρα συναισθήματα. Βγαίνοντας νικητής από τις δοκιμασίες μίας ολόκληρης χρονιάς, με πιο μεγάλη τον ίδιο τον έρωτα, κερδίζει εμπειρίες, φιλίες, ενισχύει την αυτοπεποίθησή του και τελικά συνειδητοποιεί ότι, ακόμα κι αν δεν ήρθαν τα πράγματα όπως θα τα επιθυμούσε, μπορεί το μέλλον να επιφυλάσσει όμορφες εκπλήξεις, παρότι δοσμένες διαφορετικά, έτσι ώστε από άχαρα παπιά να ξεπετάγονται αναντίρρητα υπέροχοι κύκνοι.
Οι αντιθέσεις στην ταινία προβάλλουν σχόλια για τα ταμπού και την επικρατούσα κοινωνική υποκρισία, με χαρακτηριστική την περίπτωση στην οποία οι ενήλικες παθαίνουν ντελίριο με την ανάγκη των εφήβων να διερευνήσουν το αντίθετο φύλο, τη σεξουαλικότητά τους και ό,τι αυτά συμπεριλαμβάνουν, διαφεύγοντας της προσοχής των υπευθύνων και του εξαναγκασμένου και αναγκαστικού περιορισμού τους, όταν η εξωσυζυγική σχέση ενός μεσήλικα άντρα με κάποια νεότερη κοπέλα βγαίνει φυσικά στον ίδιο, ίσως και με κάποιο κυνισμό, πυροδοτώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις και προκαλώντας πληγές στην οικογένειά του. Και ο κόσμος των μεγάλων φαντάζει έτσι ένα μυστήριο, ανοιχτό προς ανακάλυψη, επισφαλές ως προς την αξιοπιστία του και με βεβαρημένο παρελθόν ως προς τις παράλογες απαιτήσεις, στο μυαλό της ταλαιπωρημένης αθωότητας των εφήβων, που παλεύουν να ενταχθούν, να καταλάβουν και να αντέξουν, παραμένοντας ελαφρώς αποστειρωμένοι στο προστατευτικό πλαίσιο του κολλεγίου. Την ίδια στιγμή, οι ταχύτητες ανάπτυξης και εξέλιξης μεταξύ τους διαφέρουν, οδηγώντας αναπόφευκτα σε συγκρούσεις και αθέλητη προσγείωση ή λυτρωτική απελευθέρωση, προσφέροντας επομένως μία γεύση ενήλικης ζωής, στην οποία η αίσθηση του μετέωρου και η ψυχολογική σύγχυση δεν εξαλείφονται οπωσδήποτε ή σε κάθε περίπτωση πλήρως.
Ατάκες που κρατάω:
«Κανείς δε με ρώτησε αν ήθελα να μεγαλώσω».
Η ταινία κέρδισε βραβεία και υποψηφιότητες σε διάφορα φεστιβάλ καθώς και βραβεία και υποψηφιότητες στα Bavarian Film Awards και στα Γερμανικά Βραβεία Κινηματογράφου.
Σκηνοθέτης: Χανς Κρίστιαν Σμιτ
Γλώσσα: Γερμανικά, γαλλικά
Ηθοποιοί: Ρόμπερτ Σταντλόμπερ, Τομ Σίλινγκ, Οόνα-Ντεβί Λίμπιχ κ.ά.
Περιγραφή
Ο Μπένγιαμιν είναι ένας δεκαεξάχρονος νεαρός, του οποίου η ημι-παραλυσία της αριστερής πλευράς τον αναγκάζει να αλλάζει σχολεία, γιατί αποτυγχάνει να συντονιστεί με τους συνήθεις ρυθμούς των άλλων, ενώ επιπλέον τα μαθηματικά τού έχουν γίνει εφιάλτης. Οι γονείς του τον στέλνουν, γι’ αυτόν το λόγο, εσωτερικό σε ένα κολλέγιο, που θεωρούν πιο κατάλληλο, προκειμένου να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη μέση εκπαίδευση και να καταφέρει να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο. Εκεί βρίσκει και άλλους συνομηλίκους του με ποικίλες ιδιαιτερότητες και προβλήματα κυρίως οικογενειακά. Στην αρχή δυσκολεύεται να προσαρμοστεί, καθώς υποβάλλεται σε «τελετές» μύησης για να γίνει αποδεκτός, αλλά σταδιακά εγκλιματίζεται στο νέο περιβάλλον. Κάποτε του χτυπάει την πόρτα και ο έρωτας, που αντανακλάται στο πρόσωπο της Μάλεν, αυξάνοντας το βαθμό δυσκολίας των καταστάσεων, αλλά προσθέτοντας χρώμα στη ζωή του με πρωτόγνωρα συναισθήματα. Βγαίνοντας νικητής από τις δοκιμασίες μίας ολόκληρης χρονιάς, με πιο μεγάλη τον ίδιο τον έρωτα, κερδίζει εμπειρίες, φιλίες, ενισχύει την αυτοπεποίθησή του και τελικά συνειδητοποιεί ότι, ακόμα κι αν δεν ήρθαν τα πράγματα όπως θα τα επιθυμούσε, μπορεί το μέλλον να επιφυλάσσει όμορφες εκπλήξεις, παρότι δοσμένες διαφορετικά, έτσι ώστε από άχαρα παπιά να ξεπετάγονται αναντίρρητα υπέροχοι κύκνοι.
Οι αντιθέσεις στην ταινία προβάλλουν σχόλια για τα ταμπού και την επικρατούσα κοινωνική υποκρισία, με χαρακτηριστική την περίπτωση στην οποία οι ενήλικες παθαίνουν ντελίριο με την ανάγκη των εφήβων να διερευνήσουν το αντίθετο φύλο, τη σεξουαλικότητά τους και ό,τι αυτά συμπεριλαμβάνουν, διαφεύγοντας της προσοχής των υπευθύνων και του εξαναγκασμένου και αναγκαστικού περιορισμού τους, όταν η εξωσυζυγική σχέση ενός μεσήλικα άντρα με κάποια νεότερη κοπέλα βγαίνει φυσικά στον ίδιο, ίσως και με κάποιο κυνισμό, πυροδοτώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις και προκαλώντας πληγές στην οικογένειά του. Και ο κόσμος των μεγάλων φαντάζει έτσι ένα μυστήριο, ανοιχτό προς ανακάλυψη, επισφαλές ως προς την αξιοπιστία του και με βεβαρημένο παρελθόν ως προς τις παράλογες απαιτήσεις, στο μυαλό της ταλαιπωρημένης αθωότητας των εφήβων, που παλεύουν να ενταχθούν, να καταλάβουν και να αντέξουν, παραμένοντας ελαφρώς αποστειρωμένοι στο προστατευτικό πλαίσιο του κολλεγίου. Την ίδια στιγμή, οι ταχύτητες ανάπτυξης και εξέλιξης μεταξύ τους διαφέρουν, οδηγώντας αναπόφευκτα σε συγκρούσεις και αθέλητη προσγείωση ή λυτρωτική απελευθέρωση, προσφέροντας επομένως μία γεύση ενήλικης ζωής, στην οποία η αίσθηση του μετέωρου και η ψυχολογική σύγχυση δεν εξαλείφονται οπωσδήποτε ή σε κάθε περίπτωση πλήρως.
Ατάκες που κρατάω:
«Κανείς δε με ρώτησε αν ήθελα να μεγαλώσω».
Η ταινία κέρδισε βραβεία και υποψηφιότητες σε διάφορα φεστιβάλ καθώς και βραβεία και υποψηφιότητες στα Bavarian Film Awards και στα Γερμανικά Βραβεία Κινηματογράφου.
Engel & Joe (2001)
Σκηνοθέτης: Βανέσα Τζοπ
Γλώσσα: Γερμανικά
Ηθοποιοί: Ρόμπερτ Σταντλόμπερ, Τζάνα Παλάσκ κ.ά.
Περιγραφή
Ο Joe και η Εngel είναι δύο έφηβοι, που συναντιούνται τυχαία και μαθαίνουν να συνυπάρχουν υπό αντίξοες συνθήκες. Ο Joe είναι ένας ροκ πανκ εξεγερμένος νέος, που σχεδιάζει να ζήσει σε κοινόβιο αναρχικών στο βουνό και μένει σε εγκαταλελειμμένους χώρους συντροφιά με τον αρουραίο του. Η Εngel, πάλι, το έχει σκάσει από το σπίτι, με το σκύλο της ‒γίνεται η αφορμή για να προσέξει αρχικά ο ένας τον άλλον‒, ενώ επιπλέον αργότερα ο Joe μεσολαβεί, ώστε να την απαλλάξει από τις ενοχλήσεις μίας ομάδας νεοναζιστών, επισφραγίζοντας την έναρξη της γνωριμίας τους. Η Εngel επέλεξε τη φυγή, εξαιτίας της δυσλειτουργικής σχέσης με τη μητέρα της, η οποία ταλανίζεται από ψυχολογικά προβλήματα, θέτοντας σε προτεραιότητα τους εραστές της και την αρρωστημένη από εκείνους εξάρτηση. Όταν αυτοί αποσύρονται από το προσκήνιο, η Engel αναλαμβάνει κάθε φορά τη φροντίδα της, με τρόπο που ξεπερνά και το ρόλο και τις ανάγκες της ηλικίας της. Οι δυο ήρωες συνδέονται, επίσης, με μία ομάδα περιθωριακών και περιθωριοποιημένων νέων, βουτηγμένων στις καταχρήσεις και στις δυστοπίες που αυτές διαμορφώνουν.
Ο πρώτος έρωτας γίνεται εφαλτήριο βελτίωσης και αυτοανακάλυψης, καθώς μέσα από αυτόν δοκιμάζονται οι αντοχές τους, τα όριά τους, η πίστη στον εαυτό τους και στη σχέση τους. Καλούνται να κάνουν δύσκολες και ανατρεπτικές για τους ίδιους επιλογές, επαναστατούν με τον τρόπο τους απέναντι σε ένα ανεπαρκές περιβάλλον, ακόμα και εν μέρει αυτοκαταστρεφόμενοι, ζώντας όμως έτσι την κάθε μέρα στην ακρότητά της, θέλοντας ή μη. Οι απόπειρες ένταξής τους πέφτουν, τελικά, στο κενό, καθώς δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των καθιερωμένων κοινωνικών στεγανών και εφόσον αρνούνται να «ακρωτηριαστούν» συμβιβαζόμενοι, παρότι η αθωότητά τους έχει τραυματιστεί και βάλλεται διαρκώς. Από κάποια στιγμή και μετά, ό,τι θεωρούν πιο πολύ δικό τους ως σημείο αυτοαναφοράς το υπερασπίζονται με κάθε τίμημα. Και, ενώ τα σκοτεινά στοιχεία των ηρώων και του κοινωνικού περίγυρου θα μπορούσαν να συνθέτουν ένα δράμα, η ταινία διατηρεί μία ονειρική, σχεδόν ρομαντική, ατμόσφαιρα, ολοκληρώνοντας ακόμα και ελπιδοφόρα για τους δύο νέους, με το βλέμμα στραμμένο σε ένα άγνωστο μεν αλλά όχι αδύνατο μέλλον.
Ατάκες που κρατάω:
Engel: «Πόσον καιρό με ξέρεις;».
Joe: «Τουλάχιστον εκατό χρόνια».
Και
«Την αγαπάω. Δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό».
Η ταινία κέρδισε βραβεία και υποψηφιότητες σε διάφορα φεστιβάλ.
Η ταινία βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Κάι Χέρμαν (Kai Hermann), που είναι εμπνευσμένο από πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα.
Σκηνοθέτης: Βανέσα Τζοπ
Γλώσσα: Γερμανικά
Ηθοποιοί: Ρόμπερτ Σταντλόμπερ, Τζάνα Παλάσκ κ.ά.
Περιγραφή
Ο Joe και η Εngel είναι δύο έφηβοι, που συναντιούνται τυχαία και μαθαίνουν να συνυπάρχουν υπό αντίξοες συνθήκες. Ο Joe είναι ένας ροκ πανκ εξεγερμένος νέος, που σχεδιάζει να ζήσει σε κοινόβιο αναρχικών στο βουνό και μένει σε εγκαταλελειμμένους χώρους συντροφιά με τον αρουραίο του. Η Εngel, πάλι, το έχει σκάσει από το σπίτι, με το σκύλο της ‒γίνεται η αφορμή για να προσέξει αρχικά ο ένας τον άλλον‒, ενώ επιπλέον αργότερα ο Joe μεσολαβεί, ώστε να την απαλλάξει από τις ενοχλήσεις μίας ομάδας νεοναζιστών, επισφραγίζοντας την έναρξη της γνωριμίας τους. Η Εngel επέλεξε τη φυγή, εξαιτίας της δυσλειτουργικής σχέσης με τη μητέρα της, η οποία ταλανίζεται από ψυχολογικά προβλήματα, θέτοντας σε προτεραιότητα τους εραστές της και την αρρωστημένη από εκείνους εξάρτηση. Όταν αυτοί αποσύρονται από το προσκήνιο, η Engel αναλαμβάνει κάθε φορά τη φροντίδα της, με τρόπο που ξεπερνά και το ρόλο και τις ανάγκες της ηλικίας της. Οι δυο ήρωες συνδέονται, επίσης, με μία ομάδα περιθωριακών και περιθωριοποιημένων νέων, βουτηγμένων στις καταχρήσεις και στις δυστοπίες που αυτές διαμορφώνουν.
Ο πρώτος έρωτας γίνεται εφαλτήριο βελτίωσης και αυτοανακάλυψης, καθώς μέσα από αυτόν δοκιμάζονται οι αντοχές τους, τα όριά τους, η πίστη στον εαυτό τους και στη σχέση τους. Καλούνται να κάνουν δύσκολες και ανατρεπτικές για τους ίδιους επιλογές, επαναστατούν με τον τρόπο τους απέναντι σε ένα ανεπαρκές περιβάλλον, ακόμα και εν μέρει αυτοκαταστρεφόμενοι, ζώντας όμως έτσι την κάθε μέρα στην ακρότητά της, θέλοντας ή μη. Οι απόπειρες ένταξής τους πέφτουν, τελικά, στο κενό, καθώς δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των καθιερωμένων κοινωνικών στεγανών και εφόσον αρνούνται να «ακρωτηριαστούν» συμβιβαζόμενοι, παρότι η αθωότητά τους έχει τραυματιστεί και βάλλεται διαρκώς. Από κάποια στιγμή και μετά, ό,τι θεωρούν πιο πολύ δικό τους ως σημείο αυτοαναφοράς το υπερασπίζονται με κάθε τίμημα. Και, ενώ τα σκοτεινά στοιχεία των ηρώων και του κοινωνικού περίγυρου θα μπορούσαν να συνθέτουν ένα δράμα, η ταινία διατηρεί μία ονειρική, σχεδόν ρομαντική, ατμόσφαιρα, ολοκληρώνοντας ακόμα και ελπιδοφόρα για τους δύο νέους, με το βλέμμα στραμμένο σε ένα άγνωστο μεν αλλά όχι αδύνατο μέλλον.
Ατάκες που κρατάω:
Engel: «Πόσον καιρό με ξέρεις;».
Joe: «Τουλάχιστον εκατό χρόνια».
Και
«Την αγαπάω. Δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό».
Η ταινία κέρδισε βραβεία και υποψηφιότητες σε διάφορα φεστιβάλ.
Η ταινία βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Κάι Χέρμαν (Kai Hermann), που είναι εμπνευσμένο από πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα.
Jeux d’enfants (2003)
(Αγάπα με αν τολμάς)
Σκηνοθέτης: Γιαν Σάμιουελ
Γλώσσα: Γαλλικά
Ηθοποιοί: Γκιγιόμ Κανέ, Μαριόν Κοντιγιάρ κ.ά.
Περιγραφή
Ο Ζουλιάν Ζανβιέ, ο κεντρικός αφηγητής, ένα οχτάχρονο αγόρι στην αρχή του έργου, και η συμμαθήτριά του Σοφί Κοβαλκσί, της οποίας η πολωνική καταγωγή γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας για τους άλλους συμμαθητές τους, βρίσκουν διέξοδο ο ένας στον άλλο, διοχετεύοντας σε ένα αμφίσημο παιχνίδι όσα δεν κατανοούν ή αδυνατούν να απορροφήσουν και να μεταβολίζουν, παραμένοντας αβοήθητοι από τους ενήλικες του περιβάλλοντός τους. Αμφίσημο, γιατί αφενός είναι διασκεδαστικό μόνο για τους ίδιους ως κώδικας εσωστρεφούς εξωστρέφειας, σε μία αντίδραση για όσα δυσκολεύονται να αποκωδικοποιήσουν από τα σήματα των καταστάσεων και των ανθρώπων γύρω τους, αφετέρου γιατί μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή και στην αυτοκαταστροφή. Πριν φτάσουν ωστόσο εκεί, η Σοφί γίνεται ο σύμμαχος-βοηθός του Ζουλιάν στην πιο κρίσιμη περίοδο της ζωής του, μόλις χάνει τη μητέρα του, καθώς ο πατέρας του κλείνεται στον εαυτό του. Και, παρότι εκείνη στέκεται δίπλα στο γιο του κάθε στιγμή, δεν την αποδέχεται ποτέ, ίσως επιπλέον γιατί του υπενθυμίζει με την παρουσία της όσα αποτυγχάνει ο ίδιος να ολοκληρώσει, σε σημείο που αργότερα σχεδόν στρέφει το Ζουλιάν εναντίον της. Η Σοφί γίνεται πλέον μία ενόχληση, ένας περισπασμός, όταν χρειάζεται να συγκεντρωθεί στις σπουδές του και στην καριέρα του, για να στρώσει τους μελλοντικούς του δρόμους, ενώ εκείνη, που ενίοτε μηδενίζεται στα μαθήματα εξαιτίας των προκλήσεων του παιχνιδιού, σπουδάζει τη ζωή και τους άντρες.
Το έργο αγγίζει ευαίσθητα θέματα, όπως είναι η αγάπη, η δυνατότητα επικοινωνίας των συναισθημάτων γενικότερα αλλά και η καθαυτή επικοινωνία από πολλές απόψεις, των οποίων τόσο η θετική όσο και η αρνητική διαχείριση και εξέλιξη γίνονται προάγγελος καλής συνέχειας ή φαύλος κύκλος βασανιστηρίων αντίστοιχα. Πιο συγκεκριμένα, ενώ είναι εμφανείς οι οικονομικοκοινωνικές διαφορές και αντιθέσεις του υποβάθρου των δύο παιδιών, που στη Σοφί τουλάχιστον δημιουργούν εμπόδια στην ομαλή ένταξη αλλά και στην αυτοαποδοχή της, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τα ποικίλα ζητήματα, κωμικά ή δραματικά, που αναπτύσσονται γύρω από την απώλεια, την απουσία και γύρω επίσης από την εσωτερική και λεκτική επικοινωνία όποτε δε φτάνει στο στόχο της. Αυτό φαίνεται πιο κυριολεκτικά στην περίπτωση της Σοφί. Οι γονείς της δε μιλούν γαλλικά και τη φροντίδα της στον κοινωνικό χώρο έχει αναλάβει η νεαρή αδελφή της, που κάθε φορά βρίσκεται υπόλογη για τις σκανταλιές της. Ο Ζουλιάν, πάλι, μόλις χάνει τη μητέρα του, για την οποία εκείνος είναι ο μόνος αληθινός θησαυρός, όπως χαρακτηριστικά του λέει αφού του έχει δώσει το μουσικό κουτί για να το φυλάξει, καλείται να αντιμετωπίσει τα κενά στην ήδη διαρρηγμένη σχέση με τον πατέρα του. Στη συνέχεια μοιράζεται το κουτί με τη Σοφί, όταν πιο πολύ το έχουν και οι δύο ανάγκη, με αποτέλεσμα να γίνει το σήμα κατατεθέν μίας ανάμεσά τους συναισθηματικής και πραγματικής περιπέτειας.
«Κλείσε τ’ αυτιά σου!» του λέει η μητέρα του. «Κλείσε τ’ αυτιά σου δυνατά, δυνατά, δυνατά, ακόμα πιο δυνατά. Ακούς πόσο σ’ αγαπάω; Είναι το πιο σημαντικό».
Ο πατέρας του αδυνατεί να διαχειριστεί τα καταλυτικά γεγονότα της ασθένειας και του θανάτου της γυναίκας του και στοχοθετεί στο μυαλό του το Ζουλιάν, επιρρίπτοντάς του κατά καιρούς την ευθύνη για όσα τους έχουν συμβεί ή τους συμβαίνουν. Η ακεραιότητα του πανίσχυρου διδύμου Ζουλιάν και Σοφί έτσι όμως διακυβεύεται, γιατί με την εκτόξευση εκ μέρους του πατέρα του κατηγοριών και με τη μη διαλεκτική απορρόφησή τους από τον ίδιο, τις οποίες στη συνέχεια επισφραγίζουν η σιωπή και οι κάθετες απαιτήσεις, ο Ζουλιάν δε μυείται στη διαδικασία τού να μιλάει τα τραυματικά ή μη συναισθήματα, για να λύνει τους κόμπους, με συνέπεια όλα να μοιάζουν με αρρωστημένο παιχνίδι. Η δυσλειτουργία αυτής της επαφής προβάλλεται αλυσιδωτά στο πραγματικό πολύχρωμο παιχνίδι, που γίνεται ολοένα πιο σκοτεινό, αγγίζοντας τη διαστροφή και συσσωρεύοντας στο χρόνο κενά και πληγές και για τους δύο κεντρικούς ήρωες.
Το παιχνίδι επιπλέον και οι προκλήσεις στις οποίες μπορούσε ο Ζουλιάν με επιτυχία να αντεπεξέλθει ήταν κάτι ελεγχόμενο, δεν τον ξεπερνούσαν, όσο παράλογες ή ανυπόφορες κι αν ήταν αυτές για τους άλλους. Σε αντιδιαστολή με τη λέξη «μετάσταση», που είναι μία λέξη χαζή, χωρίς περιεχόμενο, και θα έβρισκε πιο ουσιαστικό νόημα αν αντικαθίστατο, για παράδειγμα, με τη λέξη «μαμούθ». Για το δεύτερο υπάρχει μία αφηρημένη έστω εικόνα, για το πρώτο όχι. Έτσι αυτό το παιχνίδι με τη Σοφί αιφνιδιάζει αντίστροφα όλους τους άλλους εκτός από τους ίδιους, ξεγελώντας για λίγο το απρόοπτο, έτσι όπως μόνο η ζωή μπορεί να το φέρει. Όταν, όμως, η υπερβατική παιδική λογική, που προσπαθεί να εκτονώσει τις εντάσεις και να αποκωδικοποιήσει το ακατανόητο με τον τρόπο της, φτάνει αμετάλλακτη και κυριολεκτική στον κόσμο των ενηλίκων, καθώς ο Ζουλιάν και η Σοφί φαίνεται να κοιμήθηκαν σε μία νύχτα για δέκα χρόνια, μπορεί να αντιστρέψει εκ νέου τρομακτικά τα δεδομένα. Τραύμα, σιωπή, κόμπος, άλυτο, και το παιχνίδι γίνεται αρρώστια.
Η ταινία, ολοκληρώνοντας, αφηγείται την παράδοξη ιστορίας αγάπης δύο παιδιών, που κάποια στιγμή μεγάλωσαν, αλλά δυσκολεύονταν ακόμα να την εκδηλώσουν με τρόπο λειτουργικό, καθώς παρέμεινε εγκλωβισμένη στην επινοημένη ιδέα ενός παιχνιδιού. Η διεργασία θυμίζει τη δύναμη και τις ιδιότητες του νερού, που κυλάει, προσαρμόζεται, δροσίζει, ξεδιψάει, ξεπλένει, αλλά και πνίγει, βράζει, παγώνει ή γκρεμίζει όταν περιορίζεται η δυνατότητα διαφυγής του. Η λεπτή γραμμή όπου το όνειρο μπορεί να μετατραπεί σε εφιάλτη και αντίστροφα βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο, εφόσον οι δύο ήρωες μεταπηδούν ασταμάτητα από τη μια πλευρά στην άλλη. Η αφήγηση μετασχηματίζει τον πόνο και τη θλίψη σε ένα γλυκόπικρο χρωματιστό όνειρο, όπως η κωμωδία είναι μία αντίστροφη τραγωδία και ό,τι εκείνη τη στιγμή προκαλεί το γέλιο στην αντίπερα όχθη φέρνει δάκρυα. Το τέλος μένει δισυπόστατο και ανοιχτό, έτσι μπορεί κανείς να ταχθεί με τον απόλυτο ρεαλισμό μίας παθιασμένης παραδοξότητας ή με τον εκκεντρικό υπερρεαλισμό μίας υπεραισιόδοξης ουτοπίας, ή ανακατεύοντας ακόμα τις λέξεις των δύο τελευταίων φράσεων με όποιον τρόπο και προσθαφαιρώντας άλλες δικές του να βρει τη λύτρωση στη δική του φαντασία. Η αγάπη, όπως προκύπτει επομένως, η κάθε μορφής και σε κάθε είδους σχέση, θέλει τόλμη, γιατί χωρίς αυτή μπορεί να καταλήξει σε ατελείωτο μαρτύριο.
Σκηνή που κρατάω:
Τον αντεστραμμένο κόσμο των μεγάλων, όπως σατιρίζεται μεταφρασμένος στη φαντασία των παιδιών, με τους δύο πρωταγωνιστές στο ρόλο του Αδάμ και της Εύας, χωμένους μέσα στο μουσικό κουτί, και με τον αυστηρό δάσκαλο να τους καθιστά ως τιμωρός θεός έκπτωτους του παράδεισου, γιατί απέτυχαν να υπακούσουν στην προσταγή του για πειθαρχία, όσο ακάθεκτα συνεχίζουν να παίζουν στον αγώνα αντισφαίρισης προκλήσεων και ενώ ο δάσκαλος-τυραννικός θεός τούς κατακεραυνώνει με συμφορές-τιμωρίες, κορυφώνοντας την ομοβροντία του με το μεγάλο φόβο του Ζουλιάν: τις χαριτωμένες άρρωστες μαμάδες. Ίσως η σκηνή να λειτουργεί και σαν έμμεση προειδοποίηση για ό,τι θα μπορούσε αργότερα να εξελιχθεί ως αδιέξοδα επαναληπτική εμμονή, προοικονομώντας τη μονόδρομη καταφυγή στο παιχνίδι.
Ατάκες που κρατάω:
Ζουλιάν: «Αυτό το παιχνίδι άρχισε με ένα ωραίο σπίτι. Ένα ωραίο λεωφορείο χωρίς οδηγό. Ένα ωραίο κουτί... και ένα όμορφο κορίτσι. [...]
»Το παιχνίδι κύλησε μόνο του. Αν είχε η Σοφί το κουτί, μου έβαζε ό,τι πρόκληση ήθελε. Εγώ ανταποκρινόμουν και ξανακέρδιζα το κουτί. Τότε ήταν η σειρά μου να της βάλω μία πρόκληση. Πολύ απλό και τρομερά αστείο. Χαζό παιχνίδι; Μπορεί. Αλλά ήταν το δικό μας παιχνίδι!».
Και
Ζουλιάν: «Για να κερδίσει κανείς σε αυτό το παιχνίδι, χρειάζονται ένα ωραίο κουτί και μία όμορφη κοπέλα. Όσο για τα υπόλοιπα... Ποιος νοιάζεται;
»Υπήρχαν, ξέρεις, δύο τρία πράγματα που ποτέ δε μου ζήτησες να κάνω και λυπάμαι γι’ αυτό. Θα ήμουν ικανός».
Σοφί: «Όπως;».
Ζουλιάν: «Να φάω μυρμήγκια, να προσβάλω τους ανέργους που βγαίνουν από τον ΟΑΕΔ (ANPE), να σ’ αγαπήσω σαν τρελός!».
Η ταινία κέρδισε βραβεία και υποψηφιότητες σε διάφορα φεστιβάλ.
(Αγάπα με αν τολμάς)
Σκηνοθέτης: Γιαν Σάμιουελ
Γλώσσα: Γαλλικά
Ηθοποιοί: Γκιγιόμ Κανέ, Μαριόν Κοντιγιάρ κ.ά.
Περιγραφή
Ο Ζουλιάν Ζανβιέ, ο κεντρικός αφηγητής, ένα οχτάχρονο αγόρι στην αρχή του έργου, και η συμμαθήτριά του Σοφί Κοβαλκσί, της οποίας η πολωνική καταγωγή γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας για τους άλλους συμμαθητές τους, βρίσκουν διέξοδο ο ένας στον άλλο, διοχετεύοντας σε ένα αμφίσημο παιχνίδι όσα δεν κατανοούν ή αδυνατούν να απορροφήσουν και να μεταβολίζουν, παραμένοντας αβοήθητοι από τους ενήλικες του περιβάλλοντός τους. Αμφίσημο, γιατί αφενός είναι διασκεδαστικό μόνο για τους ίδιους ως κώδικας εσωστρεφούς εξωστρέφειας, σε μία αντίδραση για όσα δυσκολεύονται να αποκωδικοποιήσουν από τα σήματα των καταστάσεων και των ανθρώπων γύρω τους, αφετέρου γιατί μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή και στην αυτοκαταστροφή. Πριν φτάσουν ωστόσο εκεί, η Σοφί γίνεται ο σύμμαχος-βοηθός του Ζουλιάν στην πιο κρίσιμη περίοδο της ζωής του, μόλις χάνει τη μητέρα του, καθώς ο πατέρας του κλείνεται στον εαυτό του. Και, παρότι εκείνη στέκεται δίπλα στο γιο του κάθε στιγμή, δεν την αποδέχεται ποτέ, ίσως επιπλέον γιατί του υπενθυμίζει με την παρουσία της όσα αποτυγχάνει ο ίδιος να ολοκληρώσει, σε σημείο που αργότερα σχεδόν στρέφει το Ζουλιάν εναντίον της. Η Σοφί γίνεται πλέον μία ενόχληση, ένας περισπασμός, όταν χρειάζεται να συγκεντρωθεί στις σπουδές του και στην καριέρα του, για να στρώσει τους μελλοντικούς του δρόμους, ενώ εκείνη, που ενίοτε μηδενίζεται στα μαθήματα εξαιτίας των προκλήσεων του παιχνιδιού, σπουδάζει τη ζωή και τους άντρες.
Το έργο αγγίζει ευαίσθητα θέματα, όπως είναι η αγάπη, η δυνατότητα επικοινωνίας των συναισθημάτων γενικότερα αλλά και η καθαυτή επικοινωνία από πολλές απόψεις, των οποίων τόσο η θετική όσο και η αρνητική διαχείριση και εξέλιξη γίνονται προάγγελος καλής συνέχειας ή φαύλος κύκλος βασανιστηρίων αντίστοιχα. Πιο συγκεκριμένα, ενώ είναι εμφανείς οι οικονομικοκοινωνικές διαφορές και αντιθέσεις του υποβάθρου των δύο παιδιών, που στη Σοφί τουλάχιστον δημιουργούν εμπόδια στην ομαλή ένταξη αλλά και στην αυτοαποδοχή της, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τα ποικίλα ζητήματα, κωμικά ή δραματικά, που αναπτύσσονται γύρω από την απώλεια, την απουσία και γύρω επίσης από την εσωτερική και λεκτική επικοινωνία όποτε δε φτάνει στο στόχο της. Αυτό φαίνεται πιο κυριολεκτικά στην περίπτωση της Σοφί. Οι γονείς της δε μιλούν γαλλικά και τη φροντίδα της στον κοινωνικό χώρο έχει αναλάβει η νεαρή αδελφή της, που κάθε φορά βρίσκεται υπόλογη για τις σκανταλιές της. Ο Ζουλιάν, πάλι, μόλις χάνει τη μητέρα του, για την οποία εκείνος είναι ο μόνος αληθινός θησαυρός, όπως χαρακτηριστικά του λέει αφού του έχει δώσει το μουσικό κουτί για να το φυλάξει, καλείται να αντιμετωπίσει τα κενά στην ήδη διαρρηγμένη σχέση με τον πατέρα του. Στη συνέχεια μοιράζεται το κουτί με τη Σοφί, όταν πιο πολύ το έχουν και οι δύο ανάγκη, με αποτέλεσμα να γίνει το σήμα κατατεθέν μίας ανάμεσά τους συναισθηματικής και πραγματικής περιπέτειας.
«Κλείσε τ’ αυτιά σου!» του λέει η μητέρα του. «Κλείσε τ’ αυτιά σου δυνατά, δυνατά, δυνατά, ακόμα πιο δυνατά. Ακούς πόσο σ’ αγαπάω; Είναι το πιο σημαντικό».
Ο πατέρας του αδυνατεί να διαχειριστεί τα καταλυτικά γεγονότα της ασθένειας και του θανάτου της γυναίκας του και στοχοθετεί στο μυαλό του το Ζουλιάν, επιρρίπτοντάς του κατά καιρούς την ευθύνη για όσα τους έχουν συμβεί ή τους συμβαίνουν. Η ακεραιότητα του πανίσχυρου διδύμου Ζουλιάν και Σοφί έτσι όμως διακυβεύεται, γιατί με την εκτόξευση εκ μέρους του πατέρα του κατηγοριών και με τη μη διαλεκτική απορρόφησή τους από τον ίδιο, τις οποίες στη συνέχεια επισφραγίζουν η σιωπή και οι κάθετες απαιτήσεις, ο Ζουλιάν δε μυείται στη διαδικασία τού να μιλάει τα τραυματικά ή μη συναισθήματα, για να λύνει τους κόμπους, με συνέπεια όλα να μοιάζουν με αρρωστημένο παιχνίδι. Η δυσλειτουργία αυτής της επαφής προβάλλεται αλυσιδωτά στο πραγματικό πολύχρωμο παιχνίδι, που γίνεται ολοένα πιο σκοτεινό, αγγίζοντας τη διαστροφή και συσσωρεύοντας στο χρόνο κενά και πληγές και για τους δύο κεντρικούς ήρωες.
Το παιχνίδι επιπλέον και οι προκλήσεις στις οποίες μπορούσε ο Ζουλιάν με επιτυχία να αντεπεξέλθει ήταν κάτι ελεγχόμενο, δεν τον ξεπερνούσαν, όσο παράλογες ή ανυπόφορες κι αν ήταν αυτές για τους άλλους. Σε αντιδιαστολή με τη λέξη «μετάσταση», που είναι μία λέξη χαζή, χωρίς περιεχόμενο, και θα έβρισκε πιο ουσιαστικό νόημα αν αντικαθίστατο, για παράδειγμα, με τη λέξη «μαμούθ». Για το δεύτερο υπάρχει μία αφηρημένη έστω εικόνα, για το πρώτο όχι. Έτσι αυτό το παιχνίδι με τη Σοφί αιφνιδιάζει αντίστροφα όλους τους άλλους εκτός από τους ίδιους, ξεγελώντας για λίγο το απρόοπτο, έτσι όπως μόνο η ζωή μπορεί να το φέρει. Όταν, όμως, η υπερβατική παιδική λογική, που προσπαθεί να εκτονώσει τις εντάσεις και να αποκωδικοποιήσει το ακατανόητο με τον τρόπο της, φτάνει αμετάλλακτη και κυριολεκτική στον κόσμο των ενηλίκων, καθώς ο Ζουλιάν και η Σοφί φαίνεται να κοιμήθηκαν σε μία νύχτα για δέκα χρόνια, μπορεί να αντιστρέψει εκ νέου τρομακτικά τα δεδομένα. Τραύμα, σιωπή, κόμπος, άλυτο, και το παιχνίδι γίνεται αρρώστια.
Η ταινία, ολοκληρώνοντας, αφηγείται την παράδοξη ιστορίας αγάπης δύο παιδιών, που κάποια στιγμή μεγάλωσαν, αλλά δυσκολεύονταν ακόμα να την εκδηλώσουν με τρόπο λειτουργικό, καθώς παρέμεινε εγκλωβισμένη στην επινοημένη ιδέα ενός παιχνιδιού. Η διεργασία θυμίζει τη δύναμη και τις ιδιότητες του νερού, που κυλάει, προσαρμόζεται, δροσίζει, ξεδιψάει, ξεπλένει, αλλά και πνίγει, βράζει, παγώνει ή γκρεμίζει όταν περιορίζεται η δυνατότητα διαφυγής του. Η λεπτή γραμμή όπου το όνειρο μπορεί να μετατραπεί σε εφιάλτη και αντίστροφα βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο, εφόσον οι δύο ήρωες μεταπηδούν ασταμάτητα από τη μια πλευρά στην άλλη. Η αφήγηση μετασχηματίζει τον πόνο και τη θλίψη σε ένα γλυκόπικρο χρωματιστό όνειρο, όπως η κωμωδία είναι μία αντίστροφη τραγωδία και ό,τι εκείνη τη στιγμή προκαλεί το γέλιο στην αντίπερα όχθη φέρνει δάκρυα. Το τέλος μένει δισυπόστατο και ανοιχτό, έτσι μπορεί κανείς να ταχθεί με τον απόλυτο ρεαλισμό μίας παθιασμένης παραδοξότητας ή με τον εκκεντρικό υπερρεαλισμό μίας υπεραισιόδοξης ουτοπίας, ή ανακατεύοντας ακόμα τις λέξεις των δύο τελευταίων φράσεων με όποιον τρόπο και προσθαφαιρώντας άλλες δικές του να βρει τη λύτρωση στη δική του φαντασία. Η αγάπη, όπως προκύπτει επομένως, η κάθε μορφής και σε κάθε είδους σχέση, θέλει τόλμη, γιατί χωρίς αυτή μπορεί να καταλήξει σε ατελείωτο μαρτύριο.
Σκηνή που κρατάω:
Τον αντεστραμμένο κόσμο των μεγάλων, όπως σατιρίζεται μεταφρασμένος στη φαντασία των παιδιών, με τους δύο πρωταγωνιστές στο ρόλο του Αδάμ και της Εύας, χωμένους μέσα στο μουσικό κουτί, και με τον αυστηρό δάσκαλο να τους καθιστά ως τιμωρός θεός έκπτωτους του παράδεισου, γιατί απέτυχαν να υπακούσουν στην προσταγή του για πειθαρχία, όσο ακάθεκτα συνεχίζουν να παίζουν στον αγώνα αντισφαίρισης προκλήσεων και ενώ ο δάσκαλος-τυραννικός θεός τούς κατακεραυνώνει με συμφορές-τιμωρίες, κορυφώνοντας την ομοβροντία του με το μεγάλο φόβο του Ζουλιάν: τις χαριτωμένες άρρωστες μαμάδες. Ίσως η σκηνή να λειτουργεί και σαν έμμεση προειδοποίηση για ό,τι θα μπορούσε αργότερα να εξελιχθεί ως αδιέξοδα επαναληπτική εμμονή, προοικονομώντας τη μονόδρομη καταφυγή στο παιχνίδι.
Ατάκες που κρατάω:
Ζουλιάν: «Αυτό το παιχνίδι άρχισε με ένα ωραίο σπίτι. Ένα ωραίο λεωφορείο χωρίς οδηγό. Ένα ωραίο κουτί... και ένα όμορφο κορίτσι. [...]
»Το παιχνίδι κύλησε μόνο του. Αν είχε η Σοφί το κουτί, μου έβαζε ό,τι πρόκληση ήθελε. Εγώ ανταποκρινόμουν και ξανακέρδιζα το κουτί. Τότε ήταν η σειρά μου να της βάλω μία πρόκληση. Πολύ απλό και τρομερά αστείο. Χαζό παιχνίδι; Μπορεί. Αλλά ήταν το δικό μας παιχνίδι!».
Και
Ζουλιάν: «Για να κερδίσει κανείς σε αυτό το παιχνίδι, χρειάζονται ένα ωραίο κουτί και μία όμορφη κοπέλα. Όσο για τα υπόλοιπα... Ποιος νοιάζεται;
»Υπήρχαν, ξέρεις, δύο τρία πράγματα που ποτέ δε μου ζήτησες να κάνω και λυπάμαι γι’ αυτό. Θα ήμουν ικανός».
Σοφί: «Όπως;».
Ζουλιάν: «Να φάω μυρμήγκια, να προσβάλω τους ανέργους που βγαίνουν από τον ΟΑΕΔ (ANPE), να σ’ αγαπήσω σαν τρελός!».
Η ταινία κέρδισε βραβεία και υποψηφιότητες σε διάφορα φεστιβάλ.
The Dreamers (2003)
(Οι Ονειροπόλοι)
Σκηνοθέτης: Μπερντάρντο Μπερτολούτσι
Γλώσσα: Αγγλικά, γαλλικά
Ηθοποιοί: Μάικλ Πιτ, Λουί Γκαρέλ, Εύα Γκριν κ.ά.
Περιγραφή
Ο Μάθιου είναι ένας Αμερικάνος που τον Απρίλιο του 1968, την εποχή των κοινωνικών ζυμώσεων και του πολιτικού αναβρασμού, πηγαίνει στο Παρίσι με στόχο να σπουδάσει τη γλώσσα. Εκεί, όμως, ανακαλύπτει επιπλέον τον κινηματογράφο και επιτέλους «ο κόσμος ξεχείλισε από την οθόνη». Τότε γνωρίζει και δύο σιαμαία δίδυμα αδέλφια, τον Τεό και την Ιζαμπέλ, δοκιμάζοντας διάφορες πτυχές του έρωτα, της πολυπλοκότητας των σχέσεων και των σύνθετων συναισθημάτων. Ο Μάθιου ρουφάει ευχαρίστως κάθε προσφερόμενο ερέθισμα, συμμετέχοντας στις προοδευτικά αυξανόμενες προκλήσεις των διδύμων, εν είδει πειραματισμού, που καταλήγουν σε ένα ιδιόρρυθμο συναισθηματικού τύπου τρίγωνο. Κλείνονται σε ένα παλιό μεγαλοαστικό σπίτι και αφήνονται στην προστασία του, με την οικονομική υποστήριξη των γονιών των διδύμων, που φεύγουν στην εξοχή για διακοπές, αλλά μοιάζει να καταφεύγουν εκεί εν όψει των αναταραχών. Στο νοερό κάστρο τους, λοιπόν, παιχνιδίζουν τροφοδοτούμενοι από τις ταινίες, με μιμήσεις, κινηματογραφικές ατάκες, αμφιέσεις, και καταπιάνονται με την ερωτική διερεύνηση και διεύρυνση, φτιάχνοντας ένα μικρόκοσμο μες στο μεγάκοσμο. Στους κόλπους του ανακινούνται επιπλέον έννοιες, όπως επανάσταση, έρωτας, απογαλακτισμός, ωρίμανση και ωριμότητα, προσωπική, πολιτική και κοινωνική. Πολλά κελύφη διαφορετικών δυναμικών καταστάσεων προκύπτουν έτσι, που η ορμή τους τα αναδιπλώνει ή προσπαθεί να τα σπάσει, της εφηβείας, του συντηρητισμού, της κοινωνικής υποκρισίας των προστατευμένων ταμπού πίσω από την ψευτοαπελευθέρωση, μιας κοινωνίας που εκρήγνυται επιδιώκοντας την αλλαγή.
Ο πολιτικοκοινωνικός ξεσηκωμός, όμως, εισβάλλει στο σπίτι από το παράθυρο, εφόσον βρίσκει την πόρτα κλειστή, όπως ο κόσμος νωρίτερα από την κινηματογραφική οθόνη. Η πραγματικότητα είναι πιο δυνατή από την οποιαδήποτε παρενθετική, ονειρική ουτοπία, προλαβαίνει, παρασύρει, ανατρέπει. Για πόσο μπορούν να της ξεφεύγουν ή να την αποφεύγουν όσοι αρνούνταν να δουν, να εμπλακούν, να συμμετάσχουν, να ωριμάσουν, σπάζοντας τη γυάλα και βγαίνοντας από τον μεταξένιο τους κουκούλι. Ο Μάθιου, που αποστρέφεται τη βία, δηλώνοντας ειρηνιστής, εντοπίζει τα οξύμωρα και η εύθραυστη ισορροπία του τριγώνου διαταράσσεται, επιφέροντας την ανατροπή στην καθεστηκυία των κατασκευασμένων βεβαιοτήτων τους. Η ταινία αφήνει την αίσθηση του «πήραμε τη ζωή μας λάθος» από μία ευρύτερη σκοπιά και στον πάτο βρίσκουμε την αμφιβολία, τη διάθεση αμφισβήτησης, το μικροσκόπιο, την απομυθοποίηση, τη σφαλιάρα και τη στοχοθέτηση του ίδιου του φόβου, που περιορίζει τη διάχυση του ατόμου στον κόσμο, ίσως όχι αλλάζοντάς τον, αλλά συνειδητοποιώντας στη διεργασία το κάθε λίγο μιας αμοιβαίας μεταμόρφωσης. Οι τίτλοι τέλους, ως διακριτικά εκκωφαντική κατακλείδα, πέφτουν ανάποδα, από πάνω προς τα κάτω, σαν κατραπακιά, πτώση, ή σαν ένδειξη του ότι όλα ήδη συμβαίνουν ή θα έπρεπε να συμβαίνουν ανάποδα.
Ατάκες που κρατάω:
Τεό: «Σκέψου το Μάο ως μεγάλο σκηνοθέτη που γυρίζει μία ταινία με εκατομμύρια ηθοποιούς. Αυτά τα εκατομμύρια Ερυθροφρουρών συνοδοιπορούν προς το μέλλον, με ένα μικρό κόκκινο βιβλίο στα χέρια τους. Βιβλία, όχι όπλα. Κουλτούρα, όχι βία. Θα γινόταν μία υπέροχη ταινία».
Μάθιου: «Υποθέτω, είναι όμως εύκολο να λες βιβλία, όχι όπλα. Αλλά δεν είναι αλήθεια. Δεν πρόκειται για βιβλία, αλλά για βιβλίο. Ένα βιβλίο».
Τεό: «Μιλάς σαν τον πατέρα μου».
Μάθιου: «Όχι, πρόσεξε. Οι Ερυθροφρουροί, που θαυμάζεις, κρατούν το ίδιο βιβλίο, τραγουδούν το ίδιο τραγούδι, παπαγαλίζουν τα ίδια συνθήματα. Οπότε σε αυτή την επική ταινία όλοι είναι κομπάρσοι. Αυτό είναι τρομακτικό. Λυπάμαι που το λέω, αλλά για μένα υπάρχει μία εμφανής αντίφαση».
Τεό: «Γιατί;».
Μάθιου: «Γιατί, αν αλήθεια πιστεύεις σε όσα λες, θα ήσουν εκεί έξω».
Τεό: «Πού;».
Μάθιου: «Έξω, στους δρόμους».
Τεό: «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».
Μάθιου: «Καταλαβαίνεις. Κάτι μεγάλο συμβαίνει, κάτι σημαντικό, κάτι που δίνει την αίσθηση ότι μπορεί τα πράγματα να αλλάξουν. Ακόμα κι εγώ το καταλαβαίνω. Αλλά δεν είσαι εκεί έξω. Μένεις εδώ, μαζί μου, πίνεις ακριβό κρασί, μιλάς για ταινίες, για το Μαοϊσμό. Γιατί;».
Τεό: «Αρκετά».
Μάθιου: «Πες μου γιατί. Αναρωτήσου γιατί. Πιστεύω ότι δεν το πιστεύεις πραγματικά».
(Οι Ονειροπόλοι)
Σκηνοθέτης: Μπερντάρντο Μπερτολούτσι
Γλώσσα: Αγγλικά, γαλλικά
Ηθοποιοί: Μάικλ Πιτ, Λουί Γκαρέλ, Εύα Γκριν κ.ά.
Περιγραφή
Ο Μάθιου είναι ένας Αμερικάνος που τον Απρίλιο του 1968, την εποχή των κοινωνικών ζυμώσεων και του πολιτικού αναβρασμού, πηγαίνει στο Παρίσι με στόχο να σπουδάσει τη γλώσσα. Εκεί, όμως, ανακαλύπτει επιπλέον τον κινηματογράφο και επιτέλους «ο κόσμος ξεχείλισε από την οθόνη». Τότε γνωρίζει και δύο σιαμαία δίδυμα αδέλφια, τον Τεό και την Ιζαμπέλ, δοκιμάζοντας διάφορες πτυχές του έρωτα, της πολυπλοκότητας των σχέσεων και των σύνθετων συναισθημάτων. Ο Μάθιου ρουφάει ευχαρίστως κάθε προσφερόμενο ερέθισμα, συμμετέχοντας στις προοδευτικά αυξανόμενες προκλήσεις των διδύμων, εν είδει πειραματισμού, που καταλήγουν σε ένα ιδιόρρυθμο συναισθηματικού τύπου τρίγωνο. Κλείνονται σε ένα παλιό μεγαλοαστικό σπίτι και αφήνονται στην προστασία του, με την οικονομική υποστήριξη των γονιών των διδύμων, που φεύγουν στην εξοχή για διακοπές, αλλά μοιάζει να καταφεύγουν εκεί εν όψει των αναταραχών. Στο νοερό κάστρο τους, λοιπόν, παιχνιδίζουν τροφοδοτούμενοι από τις ταινίες, με μιμήσεις, κινηματογραφικές ατάκες, αμφιέσεις, και καταπιάνονται με την ερωτική διερεύνηση και διεύρυνση, φτιάχνοντας ένα μικρόκοσμο μες στο μεγάκοσμο. Στους κόλπους του ανακινούνται επιπλέον έννοιες, όπως επανάσταση, έρωτας, απογαλακτισμός, ωρίμανση και ωριμότητα, προσωπική, πολιτική και κοινωνική. Πολλά κελύφη διαφορετικών δυναμικών καταστάσεων προκύπτουν έτσι, που η ορμή τους τα αναδιπλώνει ή προσπαθεί να τα σπάσει, της εφηβείας, του συντηρητισμού, της κοινωνικής υποκρισίας των προστατευμένων ταμπού πίσω από την ψευτοαπελευθέρωση, μιας κοινωνίας που εκρήγνυται επιδιώκοντας την αλλαγή.
Ο πολιτικοκοινωνικός ξεσηκωμός, όμως, εισβάλλει στο σπίτι από το παράθυρο, εφόσον βρίσκει την πόρτα κλειστή, όπως ο κόσμος νωρίτερα από την κινηματογραφική οθόνη. Η πραγματικότητα είναι πιο δυνατή από την οποιαδήποτε παρενθετική, ονειρική ουτοπία, προλαβαίνει, παρασύρει, ανατρέπει. Για πόσο μπορούν να της ξεφεύγουν ή να την αποφεύγουν όσοι αρνούνταν να δουν, να εμπλακούν, να συμμετάσχουν, να ωριμάσουν, σπάζοντας τη γυάλα και βγαίνοντας από τον μεταξένιο τους κουκούλι. Ο Μάθιου, που αποστρέφεται τη βία, δηλώνοντας ειρηνιστής, εντοπίζει τα οξύμωρα και η εύθραυστη ισορροπία του τριγώνου διαταράσσεται, επιφέροντας την ανατροπή στην καθεστηκυία των κατασκευασμένων βεβαιοτήτων τους. Η ταινία αφήνει την αίσθηση του «πήραμε τη ζωή μας λάθος» από μία ευρύτερη σκοπιά και στον πάτο βρίσκουμε την αμφιβολία, τη διάθεση αμφισβήτησης, το μικροσκόπιο, την απομυθοποίηση, τη σφαλιάρα και τη στοχοθέτηση του ίδιου του φόβου, που περιορίζει τη διάχυση του ατόμου στον κόσμο, ίσως όχι αλλάζοντάς τον, αλλά συνειδητοποιώντας στη διεργασία το κάθε λίγο μιας αμοιβαίας μεταμόρφωσης. Οι τίτλοι τέλους, ως διακριτικά εκκωφαντική κατακλείδα, πέφτουν ανάποδα, από πάνω προς τα κάτω, σαν κατραπακιά, πτώση, ή σαν ένδειξη του ότι όλα ήδη συμβαίνουν ή θα έπρεπε να συμβαίνουν ανάποδα.
Ατάκες που κρατάω:
Τεό: «Σκέψου το Μάο ως μεγάλο σκηνοθέτη που γυρίζει μία ταινία με εκατομμύρια ηθοποιούς. Αυτά τα εκατομμύρια Ερυθροφρουρών συνοδοιπορούν προς το μέλλον, με ένα μικρό κόκκινο βιβλίο στα χέρια τους. Βιβλία, όχι όπλα. Κουλτούρα, όχι βία. Θα γινόταν μία υπέροχη ταινία».
Μάθιου: «Υποθέτω, είναι όμως εύκολο να λες βιβλία, όχι όπλα. Αλλά δεν είναι αλήθεια. Δεν πρόκειται για βιβλία, αλλά για βιβλίο. Ένα βιβλίο».
Τεό: «Μιλάς σαν τον πατέρα μου».
Μάθιου: «Όχι, πρόσεξε. Οι Ερυθροφρουροί, που θαυμάζεις, κρατούν το ίδιο βιβλίο, τραγουδούν το ίδιο τραγούδι, παπαγαλίζουν τα ίδια συνθήματα. Οπότε σε αυτή την επική ταινία όλοι είναι κομπάρσοι. Αυτό είναι τρομακτικό. Λυπάμαι που το λέω, αλλά για μένα υπάρχει μία εμφανής αντίφαση».
Τεό: «Γιατί;».
Μάθιου: «Γιατί, αν αλήθεια πιστεύεις σε όσα λες, θα ήσουν εκεί έξω».
Τεό: «Πού;».
Μάθιου: «Έξω, στους δρόμους».
Τεό: «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».
Μάθιου: «Καταλαβαίνεις. Κάτι μεγάλο συμβαίνει, κάτι σημαντικό, κάτι που δίνει την αίσθηση ότι μπορεί τα πράγματα να αλλάξουν. Ακόμα κι εγώ το καταλαβαίνω. Αλλά δεν είσαι εκεί έξω. Μένεις εδώ, μαζί μου, πίνεις ακριβό κρασί, μιλάς για ταινίες, για το Μαοϊσμό. Γιατί;».
Τεό: «Αρκετά».
Μάθιου: «Πες μου γιατί. Αναρωτήσου γιατί. Πιστεύω ότι δεν το πιστεύεις πραγματικά».
Βιβλία
Περίπολος Ζ’ (1933, 1958, 1965, 1972)
Συγγραφέας: Γιάννης Σκαρίμπας
Εκδόσεις: Νεφέλη
Έτος: 2008
Περιγραφή
Στο βιβλίο παρατίθεται το αφηγηματικό διήγημα ‒ χρονικό «Περίπολος Ζ’» στις διάφορες εκδοτικές εκδοχές του, με τις επεμβάσεις του συγγραφέα στα χρόνια. Αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα ‒μία ξεχωριστή περίπτωση ανάμεσα στους συγγραφείς της γενιάς του ’30‒, καθώς οι διαρκείς του τροποποιήσεις, βελτιώσεις, προσθαφαιρέσεις κ.λπ. αποτυπώνουν το διαμορφωνόμενο σταδιακά προσωπικό του ύφος. Το 1933 δημοσιεύτηκαν τα δύο πρώτα κεφάλαια στη συλλογή διηγημάτων Το θείο τραγί. Αργότερα, το 1958, κυκλοφόρησε και πάλι επεξεργασμένο. Το 1965 δημοσιεύτηκε το τρίτο κεφάλαιο. Το 1972 εκδόθηκαν όλα τα κεφάλαια για πρώτη φορά με επιπλέον αλλαγές. Ενώ στη δεύτερη έκδοση του 1977 δεν παρατηρείται σημαντική διαφορά σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη. Στοιχεία του διηγήματος, τέλος, εντάχθηκαν διάσπαρτα στο μυθιστόρημα Φυγή προς τα εμπρός, που εκδόθηκε το 1975 και πήρε το Α’ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1976.
Ενδεικτικά ένα σημείο του κειμένου γραμμένο σε τρεις εκδοχές, ως προς την επιλογή των λέξεων, της στίξης, της ορθογραφίας κ.λπ., που διαμορφώνουν το ιδιαίτερο σκαριμπικό ύφος, στην έκδοση του διηγήματος, το 1933, το 1958 και το 1972 αντίστοιχα:
«Διαβήκαμε γοργά αυτή την τάφρο, που μας κάλυπτε σούμπιτους και σε λίγο σταθήκαμε μπρος στο φυλάκιο της Ράχης» (σσ. 82).
«Διαβήκαμε κι’ αυτό το λαγούμι και στάθκαμε μπρος στο Φυλάκιο της Ράχης» (σσ. 82).
«Διαβήκαμε κι’ αυτό το τούνελ και στάθκαμε μπρος στο φυλάκιο της Ράχης» (σσ. 83).
Ο συγγραφέας υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Ευζώνων, με το βαθμό του λοχία, και συμμετείχε στον Α’ Πόλεμο από το 1914, παραμένοντας στο στρατό έως την απαλλαγή από τα καθήκοντά του το 1919. Στο αντιπολεμικό αυτό κείμενο, λοιπόν, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, αναμειγνύονται τόσο προσωπικά βιώματα όσο και αρχειακό υλικό από το οποίο άντλησε έμπνευση, πληροφορίες και ιδέες, όπως άρθρα, φωτογραφίες κ.ά. Επιρροή στο έργο του άσκησε, επίσης, το αντιπολεμικό μυθιστόρημα του Ούγγρου συγγραφέα Andréas Latzko με τίτλο Οι άνθρωποι στον πόλεμο (1917), το οποίο ο Γιάννης Σκαρίμπας θαύμαζε. Έτσι, σε τρία κεφάλαια, βλέπουμε περιστατικά και εσωτερικές διαδρομές του κεντρικού αφηγητή, με τις σκέψεις και τα συναισθήματα που του γεννά η επίδραση του πολέμου στους ανθρώπους. Είναι ενδιαφέρουσα η συγκριτική μελέτη του ίδιου κειμένου στα εξελικτικά του στάδια καθώς και η «Εισαγωγή» με το φιλολογικό σχολιασμό της Κατερίνας Κωστίου, με στοιχεία για την εκδοτική πορεία και τη μέθοδο συγγραφής του έργου. Στο «Επίμετρο», τέλος, συμπεριλαμβάνονται κείμενα του συγγραφέα, σημειώματα, αλληλογραφία, αποκόμματα εφημερίδων, φωτογραφίες, «Γλωσσάριο» και το χρήσιμο πάντα «Ευρετήριο προσώπων και τόπων».
Ο γλωσσικός και υφολογικός πειραματισμός και ο εμπλουτισμός του κειμένου με διευκρινιστικές λεπτομέρειες, με επιπλέον σκηνές και σύντομα επεισόδια ολοένα αλλάζουν, συμπληρώνουν και διευρύνουν την ιστορία. Διάβασα το κείμενο βάσει της χρονικής διαδοχής των εκδόσεων και μετά μπήκα στη διαδικασία να συγκρίνω τα αποσπάσματα, για να εντοπίσω τις διαφορές τους. Γι’ αυτό σε μένα φάνηκε ότι, ενώ οι εκδοχές του κινούνται γύρω από έναν κοινό πυρήνα, χάρη σε αυτές ακριβώς τις διαφορές η καθεμία αφήνει άλλη αίσθηση στο τέλος. Ίσως σε κάποια σημεία στις μεταγενέστερες εκδόσεις να γίνεται αρτιότερο λογοτεχνικά, να ολοκληρώνεται, να αποκτά οικονομία λόγου ή και να «ανοίγει» πιο πολύ. Παρ’ όλα αυτά, η πρώτη, του 1933, αποπνέει μία συμπύκνωση συναισθημάτων, καθώς οι εντάσεις μαζί με κάποια νοηματικά κενά, που αργότερα συμπληρώνονται, παραμένουν, ενδεχομένως γιατί το κείμενο είναι τότε ακόμα γραμμένο πιο κοντά στα γεγονότα, παρότι διατηρεί χρονική απόσταση από αυτά. Η γλώσσα με τα εργαλεία επεξεργασίας της είναι πολύ ιδιάζουσα, μεταλλάσσεται και συνομιλεί λειτουργικά με το περιεχόμενο, δίνοντας, ωστόσο, την εντύπωση μίας αδιόρατης απόπειρας αυθυπαρξίας, μίας περίπου αποσπασματικής στιγματικής αυτονόμησης, καθώς οι δυσκολίες στη στίξη ενίοτε αποσπούν από το βύθισμα στην ανάγνωση, άλλοτε υποδηλώνουν διακριτικά και άλλοτε εφιστούν με σαφήνεια την προσοχή σε ό,τι ο συγγραφέας θέλει να τονίσει, με τρόπο ιδιοσύστατα ευρηματικό. Στο συγγραφικό του βλέμμα διακρίνεται η γλυκόπικρη μελαγχολία της ευαίσθητης παρατήρησης, που απολήγει στις αποχρώσεις της ωμής πραγματικότητας του Μετώπου, η οποία ντύνεται με ένα αντι-ονειρικό επίχρισμα, συντεθειμένο με ειρωνεία, (αυτο)σαρκασμό και πολυδιάστατο χιούμορ, μεταβολισμένο συχνά σε σάτιρα, απογυμνώνοντας έτσι το παράλογο και την υποκρισία του στρατού, του πολέμου και των ανθρώπινων πραγμάτων. Αν και αυτή η έκδοση απευθύνεται μάλλον σε μελετητές, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα στο πλαίσιο των αναγκών του απαιτητικού αναγνώστη με ασίγαστη την επιθυμία όχι μόνο διερεύνησης του παρασκηνίου ενός κειμένου, που αναδεικνύει τις πτυχές τροφοδοσίας της φαντασίας και της δημιουργικότητας του συγγραφέα, αλλά και εμβάθυνσης στο ίδιο το έργο πολλαπλά, αποκτώντας πιο πλήρη, αν και μεταβαλλόμενη, εικόνα για μία ιστορία.
Ματιές από το βιβλίο:
(1933)
«Κάθομαι μπρος στ’ αμπρί μου και βλέπω.
»Ομπρός τα βουναλάκια του Κούρναβου, όγκοι σκοτεινοί δίχως χάρη. Σκέφτουμαι πως κάπου κει πάνω είναι το Ελληνικό Στρατηγείο. Το φαντάζομαι σαν ένα μηχανισμό καταχθόνιο, σαν μια ιεραρχία του τρόμου! Βλέπω αυτά τα βουνά και πικραίνουμαι. Λυπάμαι, λυπάμαι. Μου φαίνεται πως βυσοδομούνε ενάντια μου, πως καταστρώνουνε κάποιο μοβώρικο σχέδιο. Το αίσθημα της μόνωσής μου με θλίβει. Πίσω απ’ αυτά τα βουνά και τις θάλασσες, σκέφτουμαι, σε μια γωνιά σ’ ένα σπίτι... Αχ ναι, η καλή μου. Συλλογίζομαν τα κατάγλαρα μάτια της, τη μύχια της μιλιάς της αβρότη. Τα κόκκινα κουμπάκια του μπούστου της, που θ’ ανεβοκατεβάζει η πνοή της. Αχ ναι, τη μαρμάρινη λευκότη των ώμων της, σκέφτομαν, κι’ ένοιωθα να μου λύνουντ’ οι κόμποι. Νταγκ! κάπου κάπου πεταγόνταν οι λέξεις της, σαν οι εντονότερες νότες ενός κοπανιαμέντου ωραίου Μάρω! Αχ Μάρω!
»Δεν ήθελα πια να πολεμήσω, δεν ήθελα. Μ’ άρεσε να μ’ αφήνανε νάφευγα, που ήμουνε πολύ λυπημένος∙ αντίστατο η ψυχή μου στο θάνατο. Αιστάνομαν ότι επιθυμούσα να ζήσω.
»Οι άλλοι.. τι μένοιαζε... Αυτοί πεθαίνουνε εύκολα, πονάν δίχως κόπο. Αφού ξεψυχούν κι’ ο κόσμος δε χάνεται, παρά τραβάει τη δουλειά του∙ αφού παύουν να μιλούν, ν’ ανασαίνουνε χωρίς ο ήλιος να σβύσει... ενώ εγώ... ω εγώ.. το δαχτυλάκι να με πονέσει τρελλαίνομαι∙ μου φέρνει φρίκη ο τάφος.
»Προχτές ακόμα το πρόσεξα. Δεχτήκαμε μια αναγνωριστική επίθεση απώνα τάγμα Βουλγάρους. Βάραε το πυροβολικό στο χαράκωμα, άστραφταν μέσ’ στην νύχτα οι λάμψεις.
»Σιωπηλοί και τραχείς ‒όλοι μας παιδιά μουχτερά και αμούστακα‒ παραταχτήκαμε γοργά γοργά στα ζικ ζακ μας. Οι μετάλλινες κάσκες μας γκλάγγιζαν. Σε μια λάμψη είδα τους πλαϊνούς μου αράδα, όλους ωχρούς σαν το θειάφι. Τουφέκαγαν μηχανικά σαν αυτόματα, με τα πρόσωπα συσπασμένα, μοιραία. Κάθε τους κίνηση νόμιζες πως είχε κάτι το άφευκτο. Δεν φαίνονταν καθόλου να νοιάζονταν, επειδής μένα με περίμεν’ η Μάρω. [...]
»Νόμιζες πως ήσαν βέβαιοι κι’ ήσυχοι, επειδής το πρωί θα βολεύονταν μια χαρά σε μια λέξη: “απώλειαι”... Δηλαδή τα σπασμένα! [...]
»Απώλειαι! Μήτε φωνή, μήτε πόνος∙ όπως λέμε εγχείρηση και δεν εξηγούμε τα άλλα. Η έννοια των αντικειμένων ολόσωμη. Αν δεν σαλτάριζα, αν δεν πήδαγα απ’ το χαράκωμα όξω, θα ήμουν τώρα κι’ εγώ ένας “ήρως”. (Μα όταν όλοι σιγά σιγά θα γινώμασταν ήρωες, κοινοί άνθρωποι ποιοι θάσαν; Θα ψάχναμε τότε να βρούμε έναν άνθρωπο, που νάναι μόνο “κοινός”, με τους λύχνους)» (σσ. 106, 108, 110).
(1965)
«Φαντάροι!.. Η ώρα δώδεκα!»... ακούονταν μεσονυχτίς μια φωνή ‒ λες εξαγριωμένου Προφήτη. Ήταν ενού φαντάρου που νόμισε πως είχε γίνει... ρολόι! Τον άρπαξαν διά νυκτός κι’ έγινε άφαντος ‒ ίσια για το τρελοκομείο Αλατίνι...
»Έτσι και ο κύριος υπασπιστής τούχε πει, απ’ το τηλέφωνο ετούτα: Ντριγκ ντριγκ!.. ντριγκ! ― εμπρός... Επίατρος;
»―Μάλιστα.
»―Εδώ Στρατηγείον, υπασπιστής Μεραρχίας. Ακούστε κ. Επίατρε: Μην νομίσατε πως ήρθαμ’ εδώ να μας μάθετε τα “περί ανατομίας των φαντάρων”; Τι “ακρωτηριασμόν των κάτω άκρων” μας γράφετε, τι προς ημάς τα “διαμπερή των μηρών” τους; Εκείνα σας τα περί “τραχηλικών σπονδύλων” που εθραύσθηκαν, ή τ’ άλλα σας τα περί του “αμβλιστροειδούς οφθαλμών” τους; Αν τους χύνονται οι “νοτιαίοι” μυελοί, ξαναβάλτε τους, αν στερείσθε “φιαλών οξυγόνου” ‒ τι πράξαι;.. Ωραίος είστε να μας ζητάτε φασκές, να μας ζητάτε και γύψους... Κοντά είστε και για... μπιμπερά να μας γράφετε.
»―!..
»―Παρακαλώ εις το εξής, ν’ αναφέρεσθε “περιληπτικώς” και “εν συνόψει”. Λόγου χάρι: “Βαρέως τραυματίαι εκατό. Ελαφρότερα εξήντα...” Όσο για τα ντελίριουμ-τρέμενς των, που μετά τας μάχας παθαίνουν, δεν είναι ζήτημα ‒ ιατρικής αντιλήψεως. Να τους απομονώστε στο “όμικρον-έψιλον”! Και να ετοιμαστεί για το “Αλατίνι” άλλο γκρουπ.
»―Μα είναι πολλοί και επιμάλλον και μάλλον...
»―Παρακαλώ!.. Αυτά κατ’ εντολήν του Στρατηγού!..» (σσ. 154, 156).
(1972)
«Ποια μάγια ανήκουστα μας είχαν κάμει υλικόν; “Έμψυχον υλικόν” μας κατάγραφεν ο κύριος λοχαγός στις καρτέλες του. Και “απώλειες” μας έγραφε όσους μας είχε χυθεί λίγο μυαλό απ’ το μελίγγι... Λοιπόν; Εννοούσαμε ότι κάτι πολύ το ανέντιμο και τρομερό μας συνέβηκε, κάποια ατιμωτική, μας είχε γίνει, αδικία. Αυτή η λέξη πατρίς είχ’ έμπει εντός μας σαν μόλυνση από μικρόβια πανούκλας... (σσ. 81).
Η τυπογραφική διόρθωση έγινε από τη Χριστίνα Τούτουνα.
Συγγραφέας: Γιάννης Σκαρίμπας
Εκδόσεις: Νεφέλη
Έτος: 2008
Περιγραφή
Στο βιβλίο παρατίθεται το αφηγηματικό διήγημα ‒ χρονικό «Περίπολος Ζ’» στις διάφορες εκδοτικές εκδοχές του, με τις επεμβάσεις του συγγραφέα στα χρόνια. Αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα ‒μία ξεχωριστή περίπτωση ανάμεσα στους συγγραφείς της γενιάς του ’30‒, καθώς οι διαρκείς του τροποποιήσεις, βελτιώσεις, προσθαφαιρέσεις κ.λπ. αποτυπώνουν το διαμορφωνόμενο σταδιακά προσωπικό του ύφος. Το 1933 δημοσιεύτηκαν τα δύο πρώτα κεφάλαια στη συλλογή διηγημάτων Το θείο τραγί. Αργότερα, το 1958, κυκλοφόρησε και πάλι επεξεργασμένο. Το 1965 δημοσιεύτηκε το τρίτο κεφάλαιο. Το 1972 εκδόθηκαν όλα τα κεφάλαια για πρώτη φορά με επιπλέον αλλαγές. Ενώ στη δεύτερη έκδοση του 1977 δεν παρατηρείται σημαντική διαφορά σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη. Στοιχεία του διηγήματος, τέλος, εντάχθηκαν διάσπαρτα στο μυθιστόρημα Φυγή προς τα εμπρός, που εκδόθηκε το 1975 και πήρε το Α’ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1976.
Ενδεικτικά ένα σημείο του κειμένου γραμμένο σε τρεις εκδοχές, ως προς την επιλογή των λέξεων, της στίξης, της ορθογραφίας κ.λπ., που διαμορφώνουν το ιδιαίτερο σκαριμπικό ύφος, στην έκδοση του διηγήματος, το 1933, το 1958 και το 1972 αντίστοιχα:
«Διαβήκαμε γοργά αυτή την τάφρο, που μας κάλυπτε σούμπιτους και σε λίγο σταθήκαμε μπρος στο φυλάκιο της Ράχης» (σσ. 82).
«Διαβήκαμε κι’ αυτό το λαγούμι και στάθκαμε μπρος στο Φυλάκιο της Ράχης» (σσ. 82).
«Διαβήκαμε κι’ αυτό το τούνελ και στάθκαμε μπρος στο φυλάκιο της Ράχης» (σσ. 83).
Ο συγγραφέας υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Ευζώνων, με το βαθμό του λοχία, και συμμετείχε στον Α’ Πόλεμο από το 1914, παραμένοντας στο στρατό έως την απαλλαγή από τα καθήκοντά του το 1919. Στο αντιπολεμικό αυτό κείμενο, λοιπόν, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, αναμειγνύονται τόσο προσωπικά βιώματα όσο και αρχειακό υλικό από το οποίο άντλησε έμπνευση, πληροφορίες και ιδέες, όπως άρθρα, φωτογραφίες κ.ά. Επιρροή στο έργο του άσκησε, επίσης, το αντιπολεμικό μυθιστόρημα του Ούγγρου συγγραφέα Andréas Latzko με τίτλο Οι άνθρωποι στον πόλεμο (1917), το οποίο ο Γιάννης Σκαρίμπας θαύμαζε. Έτσι, σε τρία κεφάλαια, βλέπουμε περιστατικά και εσωτερικές διαδρομές του κεντρικού αφηγητή, με τις σκέψεις και τα συναισθήματα που του γεννά η επίδραση του πολέμου στους ανθρώπους. Είναι ενδιαφέρουσα η συγκριτική μελέτη του ίδιου κειμένου στα εξελικτικά του στάδια καθώς και η «Εισαγωγή» με το φιλολογικό σχολιασμό της Κατερίνας Κωστίου, με στοιχεία για την εκδοτική πορεία και τη μέθοδο συγγραφής του έργου. Στο «Επίμετρο», τέλος, συμπεριλαμβάνονται κείμενα του συγγραφέα, σημειώματα, αλληλογραφία, αποκόμματα εφημερίδων, φωτογραφίες, «Γλωσσάριο» και το χρήσιμο πάντα «Ευρετήριο προσώπων και τόπων».
Ο γλωσσικός και υφολογικός πειραματισμός και ο εμπλουτισμός του κειμένου με διευκρινιστικές λεπτομέρειες, με επιπλέον σκηνές και σύντομα επεισόδια ολοένα αλλάζουν, συμπληρώνουν και διευρύνουν την ιστορία. Διάβασα το κείμενο βάσει της χρονικής διαδοχής των εκδόσεων και μετά μπήκα στη διαδικασία να συγκρίνω τα αποσπάσματα, για να εντοπίσω τις διαφορές τους. Γι’ αυτό σε μένα φάνηκε ότι, ενώ οι εκδοχές του κινούνται γύρω από έναν κοινό πυρήνα, χάρη σε αυτές ακριβώς τις διαφορές η καθεμία αφήνει άλλη αίσθηση στο τέλος. Ίσως σε κάποια σημεία στις μεταγενέστερες εκδόσεις να γίνεται αρτιότερο λογοτεχνικά, να ολοκληρώνεται, να αποκτά οικονομία λόγου ή και να «ανοίγει» πιο πολύ. Παρ’ όλα αυτά, η πρώτη, του 1933, αποπνέει μία συμπύκνωση συναισθημάτων, καθώς οι εντάσεις μαζί με κάποια νοηματικά κενά, που αργότερα συμπληρώνονται, παραμένουν, ενδεχομένως γιατί το κείμενο είναι τότε ακόμα γραμμένο πιο κοντά στα γεγονότα, παρότι διατηρεί χρονική απόσταση από αυτά. Η γλώσσα με τα εργαλεία επεξεργασίας της είναι πολύ ιδιάζουσα, μεταλλάσσεται και συνομιλεί λειτουργικά με το περιεχόμενο, δίνοντας, ωστόσο, την εντύπωση μίας αδιόρατης απόπειρας αυθυπαρξίας, μίας περίπου αποσπασματικής στιγματικής αυτονόμησης, καθώς οι δυσκολίες στη στίξη ενίοτε αποσπούν από το βύθισμα στην ανάγνωση, άλλοτε υποδηλώνουν διακριτικά και άλλοτε εφιστούν με σαφήνεια την προσοχή σε ό,τι ο συγγραφέας θέλει να τονίσει, με τρόπο ιδιοσύστατα ευρηματικό. Στο συγγραφικό του βλέμμα διακρίνεται η γλυκόπικρη μελαγχολία της ευαίσθητης παρατήρησης, που απολήγει στις αποχρώσεις της ωμής πραγματικότητας του Μετώπου, η οποία ντύνεται με ένα αντι-ονειρικό επίχρισμα, συντεθειμένο με ειρωνεία, (αυτο)σαρκασμό και πολυδιάστατο χιούμορ, μεταβολισμένο συχνά σε σάτιρα, απογυμνώνοντας έτσι το παράλογο και την υποκρισία του στρατού, του πολέμου και των ανθρώπινων πραγμάτων. Αν και αυτή η έκδοση απευθύνεται μάλλον σε μελετητές, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα στο πλαίσιο των αναγκών του απαιτητικού αναγνώστη με ασίγαστη την επιθυμία όχι μόνο διερεύνησης του παρασκηνίου ενός κειμένου, που αναδεικνύει τις πτυχές τροφοδοσίας της φαντασίας και της δημιουργικότητας του συγγραφέα, αλλά και εμβάθυνσης στο ίδιο το έργο πολλαπλά, αποκτώντας πιο πλήρη, αν και μεταβαλλόμενη, εικόνα για μία ιστορία.
Ματιές από το βιβλίο:
(1933)
«Κάθομαι μπρος στ’ αμπρί μου και βλέπω.
»Ομπρός τα βουναλάκια του Κούρναβου, όγκοι σκοτεινοί δίχως χάρη. Σκέφτουμαι πως κάπου κει πάνω είναι το Ελληνικό Στρατηγείο. Το φαντάζομαι σαν ένα μηχανισμό καταχθόνιο, σαν μια ιεραρχία του τρόμου! Βλέπω αυτά τα βουνά και πικραίνουμαι. Λυπάμαι, λυπάμαι. Μου φαίνεται πως βυσοδομούνε ενάντια μου, πως καταστρώνουνε κάποιο μοβώρικο σχέδιο. Το αίσθημα της μόνωσής μου με θλίβει. Πίσω απ’ αυτά τα βουνά και τις θάλασσες, σκέφτουμαι, σε μια γωνιά σ’ ένα σπίτι... Αχ ναι, η καλή μου. Συλλογίζομαν τα κατάγλαρα μάτια της, τη μύχια της μιλιάς της αβρότη. Τα κόκκινα κουμπάκια του μπούστου της, που θ’ ανεβοκατεβάζει η πνοή της. Αχ ναι, τη μαρμάρινη λευκότη των ώμων της, σκέφτομαν, κι’ ένοιωθα να μου λύνουντ’ οι κόμποι. Νταγκ! κάπου κάπου πεταγόνταν οι λέξεις της, σαν οι εντονότερες νότες ενός κοπανιαμέντου ωραίου Μάρω! Αχ Μάρω!
»Δεν ήθελα πια να πολεμήσω, δεν ήθελα. Μ’ άρεσε να μ’ αφήνανε νάφευγα, που ήμουνε πολύ λυπημένος∙ αντίστατο η ψυχή μου στο θάνατο. Αιστάνομαν ότι επιθυμούσα να ζήσω.
»Οι άλλοι.. τι μένοιαζε... Αυτοί πεθαίνουνε εύκολα, πονάν δίχως κόπο. Αφού ξεψυχούν κι’ ο κόσμος δε χάνεται, παρά τραβάει τη δουλειά του∙ αφού παύουν να μιλούν, ν’ ανασαίνουνε χωρίς ο ήλιος να σβύσει... ενώ εγώ... ω εγώ.. το δαχτυλάκι να με πονέσει τρελλαίνομαι∙ μου φέρνει φρίκη ο τάφος.
»Προχτές ακόμα το πρόσεξα. Δεχτήκαμε μια αναγνωριστική επίθεση απώνα τάγμα Βουλγάρους. Βάραε το πυροβολικό στο χαράκωμα, άστραφταν μέσ’ στην νύχτα οι λάμψεις.
»Σιωπηλοί και τραχείς ‒όλοι μας παιδιά μουχτερά και αμούστακα‒ παραταχτήκαμε γοργά γοργά στα ζικ ζακ μας. Οι μετάλλινες κάσκες μας γκλάγγιζαν. Σε μια λάμψη είδα τους πλαϊνούς μου αράδα, όλους ωχρούς σαν το θειάφι. Τουφέκαγαν μηχανικά σαν αυτόματα, με τα πρόσωπα συσπασμένα, μοιραία. Κάθε τους κίνηση νόμιζες πως είχε κάτι το άφευκτο. Δεν φαίνονταν καθόλου να νοιάζονταν, επειδής μένα με περίμεν’ η Μάρω. [...]
»Νόμιζες πως ήσαν βέβαιοι κι’ ήσυχοι, επειδής το πρωί θα βολεύονταν μια χαρά σε μια λέξη: “απώλειαι”... Δηλαδή τα σπασμένα! [...]
»Απώλειαι! Μήτε φωνή, μήτε πόνος∙ όπως λέμε εγχείρηση και δεν εξηγούμε τα άλλα. Η έννοια των αντικειμένων ολόσωμη. Αν δεν σαλτάριζα, αν δεν πήδαγα απ’ το χαράκωμα όξω, θα ήμουν τώρα κι’ εγώ ένας “ήρως”. (Μα όταν όλοι σιγά σιγά θα γινώμασταν ήρωες, κοινοί άνθρωποι ποιοι θάσαν; Θα ψάχναμε τότε να βρούμε έναν άνθρωπο, που νάναι μόνο “κοινός”, με τους λύχνους)» (σσ. 106, 108, 110).
(1965)
«Φαντάροι!.. Η ώρα δώδεκα!»... ακούονταν μεσονυχτίς μια φωνή ‒ λες εξαγριωμένου Προφήτη. Ήταν ενού φαντάρου που νόμισε πως είχε γίνει... ρολόι! Τον άρπαξαν διά νυκτός κι’ έγινε άφαντος ‒ ίσια για το τρελοκομείο Αλατίνι...
»Έτσι και ο κύριος υπασπιστής τούχε πει, απ’ το τηλέφωνο ετούτα: Ντριγκ ντριγκ!.. ντριγκ! ― εμπρός... Επίατρος;
»―Μάλιστα.
»―Εδώ Στρατηγείον, υπασπιστής Μεραρχίας. Ακούστε κ. Επίατρε: Μην νομίσατε πως ήρθαμ’ εδώ να μας μάθετε τα “περί ανατομίας των φαντάρων”; Τι “ακρωτηριασμόν των κάτω άκρων” μας γράφετε, τι προς ημάς τα “διαμπερή των μηρών” τους; Εκείνα σας τα περί “τραχηλικών σπονδύλων” που εθραύσθηκαν, ή τ’ άλλα σας τα περί του “αμβλιστροειδούς οφθαλμών” τους; Αν τους χύνονται οι “νοτιαίοι” μυελοί, ξαναβάλτε τους, αν στερείσθε “φιαλών οξυγόνου” ‒ τι πράξαι;.. Ωραίος είστε να μας ζητάτε φασκές, να μας ζητάτε και γύψους... Κοντά είστε και για... μπιμπερά να μας γράφετε.
»―!..
»―Παρακαλώ εις το εξής, ν’ αναφέρεσθε “περιληπτικώς” και “εν συνόψει”. Λόγου χάρι: “Βαρέως τραυματίαι εκατό. Ελαφρότερα εξήντα...” Όσο για τα ντελίριουμ-τρέμενς των, που μετά τας μάχας παθαίνουν, δεν είναι ζήτημα ‒ ιατρικής αντιλήψεως. Να τους απομονώστε στο “όμικρον-έψιλον”! Και να ετοιμαστεί για το “Αλατίνι” άλλο γκρουπ.
»―Μα είναι πολλοί και επιμάλλον και μάλλον...
»―Παρακαλώ!.. Αυτά κατ’ εντολήν του Στρατηγού!..» (σσ. 154, 156).
(1972)
«Ποια μάγια ανήκουστα μας είχαν κάμει υλικόν; “Έμψυχον υλικόν” μας κατάγραφεν ο κύριος λοχαγός στις καρτέλες του. Και “απώλειες” μας έγραφε όσους μας είχε χυθεί λίγο μυαλό απ’ το μελίγγι... Λοιπόν; Εννοούσαμε ότι κάτι πολύ το ανέντιμο και τρομερό μας συνέβηκε, κάποια ατιμωτική, μας είχε γίνει, αδικία. Αυτή η λέξη πατρίς είχ’ έμπει εντός μας σαν μόλυνση από μικρόβια πανούκλας... (σσ. 81).
Η τυπογραφική διόρθωση έγινε από τη Χριστίνα Τούτουνα.
Διακοπές στον Καύκασο (1965)
Συγγραφέας: Μαρία Ιορδανίδου
Εκδόσεις: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»
Έτος: 1980
Περιγραφή
Η Άννα, η κεντρική ηρωίδα, που βασίζεται στην ίδια τη συγγραφέα και το πλάσιμό της λειτουργεί αυτοβιογραφικά, έφυγε από την Πόλη τον Ιούλιο του 1914 για ταξίδι αναψυχής ενός μήνα, που κράτησε τελικά πέντε χρόνια, καθώς μεσολάβησαν στο μεταξύ ο Α’ Πόλεμος, η ρώσικη επανάσταση και το ξέσπασμα εμφύλιων αναταραχών. Η ιστορία της Άννας αποτελεί χρονική συνέχεια του βίου της γιαγιάς της, όπως αποτυπώθηκε από τη συγγραφέα στο βιβλίο Λωξάντρα (1963), και πρόλογο για όσα ακολούθησαν μετά την επιστροφή της στην Πόλη. Η ζωή της αργότερα σε Αλεξάνδρεια, Αθήνα και αλλού, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου και ύστερα στο πλαίσιο της σύγχρονης τσιμεντούπολης, καταγράφηκε, επίσης, στα Σαν τα τρελά πουλιά (1978), Στου κύκλου τα γυρίσματα (1979) και Η αυλή μας (1981). Εδώ, λοιπόν, όταν επέστρεψε τον Αύγουστο του 1920, «μ’ ένα πήδημα πέρασε απ’ το Μεσαίωνα στον 20ό αιώνα» (σσ. 13). Αφορμή για να βρεθεί στη Ρωσία υπήρξε η πρόσκληση συγγενών, και πιο συγκεκριμένα του αδελφού της μητέρας της, ο οποίος πλήρωνε τα δίδακτρα για τις σπουδές της. Έτσι παρασύρθηκε, λίγο πριν ανοίξουν πάλι τα σχολεία, σε μία περιπετειώδη περιπλάνηση, στην ενδοχώρα της αχανούς Ρωσίας, μέχρι να καταλήξει στη Στάβροπολ, στο βόρειο Καύκασο, τον τελικό προορισμό της, μία πόλη σταματημένη στο χρόνο. Εκεί την έστελνε η θεία της Κλωντ, στη δική της θεία, τη Μαντάμ Φουρώ, για να την «ξεφορτωθεί». Αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί στο όριο της επιβίωσης και γι’ αυτόν το λόγο αξιοποίησε τις γνώσεις της στην αγγλική γλώσσα, παραδίδοντας μαθήματα, ενώ έμαθε και ρώσικα, συνεχίζοντας τις γυμνασιακές της σπουδές. Ο αναγνώστης παρακολουθεί ταυτόχρονα με την προσωπική πορεία της Άννας την επικρατούσα κατάσταση, την αλλαγή συνθηκών, την ανατροπή επομένως των καθιερωμένων ισορροπιών και τις πολιτικοκοινωνικές ζυμώσεις μετά την έναρξη του Α’ Πόλεμου.
Ο πόλεμος δίνει ρούχα και ψωμί στους στρατιώτες μέχρι να πεθάνουν ή να αιχμαλωτιστούν, κάτι που φαίνεται στους φτωχούς χωρικούς προτιμότερο από την καταδίκη στην πείνα. Παρουσιάζεται ένας κόσμος σκληρός και την ίδια στιγμή ονειρικός, συντεθειμένος από οξύμωρα και αντιθετικά στοιχεία, ο οποίος παλεύει να αναγεννηθεί, διατηρώντας την ταυτότητά του. Αυτή, πάλι, διαθέτει μία δική της εσωτερική σταθερότητα, βραδυπορούσα στην όποια εξέλιξή της, όντας επηρεασμένη και από τους χαλαρούς ρυθμούς της ιδιάζουσας ανατολίτικης νοοτροπίας, με την αναπόφευκτη διαστολή του χρόνου, ως προϊόν επιπλέον των τεράστιων αποστάσεων. Η Άννα μαθαίνει και χάνεται, αυτοπροσδιορίζεται και μπολιάζεται από την ανάμειξή της με αυτή την πολυμορφία, χειραφετούμενη με έναν τρόπο ασύλληπτο νωρίτερα για την ίδια. Το αρχικά σύντομο ταξίδι της έγινε κατ’ αποτέλεσμα συνάντηση με την ιστορία και με τα σημεία των καιρών, που τελικά αναλώνουν ή ενδυναμώνουν τους ανθρώπους. Παρόμοια και οι Ρώσοι στρατιώτες αφανίζονται μες στην αταξία της χώρας τους ή στριμώχνονται στο μεταίχμιο της ριζικής αλλαγής, της οποίας οι ενδείξεις σιγοβράζουν, εγκολπώνοντας όποιον τυγχάνει κοινωνός αυτής της εξαιρετικής συγκυρίας, καθώς προμηνύει την αφύπνιση του γιγάντιου σώματος της τσαρικής Ρωσίας.
Στο χρόνο, οι διαθέσεις απέναντι στον πόλεμο διαφοροποιούνται, κατασιγάζεται ο πρώτος ενθουσιασμός και αρχίζουν οι λιποταξίες. Η κατάσταση σταδιακά γίνεται έκρυθμη, η πολιτική αποκτά πρόσωπο μέσα από την επανάσταση, τις αντεπαναστατικές αντιδράσεις, τη σοβιετική εξουσία και τον εμφύλιο σπαραγμό Κόκκινων και Λευκών, που αναποδογυρίζουν κάθετα τον κόσμο. Οι άνθρωποι γίνονται ευρηματικοί και πολυμήχανοι, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και να ενσωματώσουν τις πολυδιάστατες και πολυσήμαντες μεταβολές, ενώ οι ζωές περισφίγγονται στην προσπάθεια να βαστάξουν τις συμφορές. Σε αυτό το ταξίδι στον ιστορικό χωροχρόνο, ο αναγνώστης, ανάμεσα σε άλλα, εντοπίζει πληθώρα διακειμενικών και μουσικών αναφορών, με υπενθύμιση επιπρόσθετα των χαρακτήρων του βιβλίου Λωξάντρα και των συνηθειών της ζωής στην Πόλη, αντιπαραβαλλόμενες ενίοτε με εκείνες των Ρώσων, ιστορικές ακόμα και άλλες πληροφορίες, φιλτραρισμένες βιωματικά, με χιουμοριστικές αποκλιμακώσεις αποφορτίσεων, που περνούν εύστοχα, όντας ενσταλαγμένες σε σκέψεις πάνω στην πολιτική και στη γενικότερη παρατήρηση της επικαιρότητας. Τέλος, χρώματα, αρώματα και γεύσεις συμπληρώνουν την εικόνα, που συγκροτεί ένα πολυποίκιλτο πολιτισμικό υφαντό με γλώσσα τραγουδιστή και παραπέμπει, ουσιαστικά, στην απεραντοσύνη των ερεθισμάτων της Ρωσίας.
Ματιές από το βιβλίο:
«Στη Ρωσία οι άνθρωποι μπαίναν στα τρένα βαστώντας κάτω απ’ τη μασχάλη τους ένα τεράστιο τετράγωνο πουπουλένιο μαξιλάρι και από το άλλο χέρι ένα τσαγερό. Σε κάθε σταθμό όλα αυτά τα τσαγερά παίρνανε δρόμο από χέρι σε χέρι και βγαίναν από τα παράθυρα. Σε λίγο γύριζαν πίσω γεμάτα ζεματιστό νερό και όποιος βρίσκουνταν κοντά σε παράθυρο κινδύνευε να ζεματιστεί. Όταν γύριζαν πίσω γεμάτα τα τσαγερά, οι επιβάτες ζεματούσαν το τσάι τους, άνοιγαν τα καλάθια τους και άρχιζαν να τρώνε» (σσ. 35-36).
«Τα τηλέφωνα της Στάβροπολ είναι κάτι μεγάλες κασόνες βιδωμένες στον τοίχο, που δουλεύουνε με μανιβέλα. “Γουρ, γουρ, γουρ” γυρίζεις τη μανιβέλα για να ξυπνήσεις την τηλεφωνήτρια. “Γουρ, γουρ, γουρ” ξαναγυρίζεις. Αν έχεις τύχη και ξυπνήσει γρήγορα, σου απαντά “Ακούω”. Τότε την καλημερίζεις, τη ρωτάς πώς είναι ο πατέρας της, η γιαγιά της, τους στέλνεις χαιρετίσματα. Ύστερα λες πως θέλεις να τηλεφωνήσεις ‒ας πούμε‒ στην κυρία Μπουμπνώφ. “Ααα, μάλιστα, μάλιστα, στην κυρία Μπουμπνώφ, την Ελισαβέτα Αντρέγιεβνα. Πώς είπατε; Δεν ακούω. Πολύς αέρας σήμερα. Δεν είναι στο σπίτι η κυρία Μπουμπνώφ; Ααα, έχετε δίκιο, ξέχασα πως είναι τα γενέθλια της Σούροτσκας και θα πήγαν όλοι στου πεθερού της το σπίτι. Πάντως σας ευχαριστώ. Νου, ντισεβό. Χαίρετε, χαίρετε”. Και ύστερα “Ντριν, ντριν, ντριν” με τη μανιβέλα τρεις φορές για να δοθεί η λήξη. [...]
»Ρυθμός αργός μέσα στη Στάβροπολ. Ποιος γνωστικός άνθρωπος βιάζεται; Νου, ντισεβό... ας περιμένει... αύριο. Τα βιαστικά χρειάζουνται μονάχα όταν κυνηγάς να πιάσεις ψύλλο.
»Αυτή η πολιτεία ήταν παράδεισος για όλους τους γέρους πάνω απ’ τα εβδομήντα. Και τους καρδιακούς. Μοναδικός επίσης τόπος για εξορία, και δεν αποκλείεται τον Προμηθέα Δεσμώτη γύρω από κείνα τα μέρη να τον είχανε καρφώσει οι θεοί. Τόπος χλοερός, τόπος αναπαύσεως. Εκεί όποιος πατούσε το πόδι του ξεχνούσε και τον ξεχνούσαν» (σσ. 41-42).
«Αυτές οι ξένες δασκάλες έρχουνταν τότε μπουλούκι απ’ το εξωτερικό να φάνε, να πιούνε μέσα στη ρούσικη επαρχία, να κάνουνε κομπόδεμα για νάχουνε στα γερατειά τους. Όταν μια τραγουδίστρια στη Γαλλία έχανε τη φωνή της ή μια χορεύτρια κουτσαίνουνταν, αμέσως έπαιρνε το τραίνο και πήγαινε στην επαρχία τη ρούσικη να γίνει δασκάλα των γαλλικών. [...]
»Εκτός από τις Γαλλίδες, η ρούσικη επαρχία είχε και πολλές Γερμανίδες που έρχουνταν απ’ τις γερμανικές μειονότητες του Βόλγα ή απ’ τις Βαλτικές Χώρες. Αυτές όμως τις είχαν από κλώτσο και από μπάτσο γιατί τις θεωρούσαν ντόπιο πράμα και δεν τις στιμέρνανε» (σσ. 42-43).
«Τον πόλεμο οι γυναίκες και οι γέροι το πλερώνουνε. Οι νέοι άντρες τι ανάγκη έχουν; Ο γιος του Παντελέη έφυγε, λέει, τραγουδώντας στο μέτωπο γιατί ο πατερούλης ο Τσάρος τού έδωσε ποδήματα, ρούχα, τσιγάρα, καπνό και ζάχαρη. Και θα τρώει δυο φορές τη βδομάδα κρέας. Όσο για το θάνατο, δε βαριέσαι. “Εχ, γιεχ! Γκόριε νιέ μπεντά!” δηλαδή ο πόνος δεν είναι συμφορά. Στο χωριό πεθαίνεις απ’ την πείνα, στον πόλεμο απ’ το βόλι. Αφού γεννηθήκαμε αμαρτωλοί πρέπει να τυραννιστούμε για τις αμαρτίες μας και όποιος μας τυραννάει πιο πολύ εκείνος θέλει το καλό μας.
»Κύριε, σώσε τον Τσάρο δυνατό και κραταιό,
»βασίλευε για τη δόξα, για τη δόξα μας...» (σσ. 51-52).
«Η Κλωντ ήταν από κείνους τους ευτυχισμένους ανθρώπους που δεν έχουνε αμφιβολίες γιατί πιστεύουνε σε κείνο που τους συμφέρει να πιστεύουνε. Στην περίπτωση της Άννας πίστευε πως πραγματικά εξασφάλιζε το μέλλον της φέρνοντάς την στη Στάβροπολ, και αποφάσισε πως η Άννα στο δρόμο θα ξελογιάστηκε με κανέναν αξιωματικό και τόσκασε. Στην αρχή το είπε αυτό σαν πιθανότητα, ύστερα έγινε πεποίθηση, και στο τέλος ήξερε πως ο αξιωματικός της Άννας ήταν ένας πανύψηλος ξανθός γόης από τα συντάγματα της Αυτοκρατορικής Φρουράς. Τι να γίνει; Το κορίτσι θέλησε να κάνει τη ζωή του. “La vie est un sommeil, l’amour en est le rêeeve”» ( σσ. 55).
«Οι Αυστριακοί (αιχμάλωτοι πολέμου) είχανε μάθει κιόλας το “νου” και το “ντισεβό” και μέσα σε μια βδομάδα είχαν αρχίσει να μην αισθάνουνται τον εαυτό τους τόσο πολύ ξένο.
»Μα τέτοια είναι η Ρωσία. Ανατολίτικια χώρα, φιλόξενη. Η Ρωσία έχει έναν τρόπο να σε τραβά στον κόρφο της και να σε καταπίνει. Σε ποτίζει χούμελη, σε μεθά και ξεχνάς τον τόπο το δικό σου. Αρχίζεις να θέλεις κάθε μέρα μπορστς και να μην μπορείς να ζήσεις δίχως τσάι. Άθελά σου το όμικρον αρχίζεις να το προφέρεις “ουό” και το έψιλον “γιε”. Τη γάτα παύεις να τη φωνάζεις “ψι, ψι, ψι” και τη φωνάζεις “ξι, ξι, ξι”, γιατί η ρούσικη γάτα όταν ακούει “ψι, ψι, ψι” φεύγει τρομαγμένη. Ποτέ δε σου έρχεται στο νου να βγάλεις το γάτο Τομ ή το αρκουδάκι Τέντυ, γιατί οι γάτοι στη Ρωσία είναι Βασιλάκηδες και τ’ αρκουδάκια τα λένε Μιχαλάκηδες, Μίσκα. Και συ ο ίδιος από Γιαννάκης γίνεσαι Ιβάν και από Συμεωνίδης Συμεώνωφ. Αυτά τα πράγματα δεν έχουνε γιατί. Εκείνο έτσι είναι. Και αν οι ξένες δασκάλες ‒για λόγους επαγγελματικούς‒ καταφέρνουν να μη μαθαίνουν ρούσικα και να διατηρούν την ξενικότητά τους, όταν γυρίζουνε πίσω στους τόπους τους το μετανιώνουν και νοσταλγούνε τη Ρωσία» (σσ. 69).
«― Μα είσαι με τα καλά σου; Εδώ η Γη αλλάζει όψη και συ μιλείς για μαθήματα; Φυσικά και οι δάσκαλοι τώρα άρχισαν ν’ απεργούν. Όλοι οι διανοούμενοι θεωρούνται ύποπτοι, κούρνιασε μέσα και μη σαλεύεις» (σσ. 166).
Τα βιβλία Λωξάντρα και Σαν τα τρελά πουλιά μεταφέρθηκαν στη μικρή οθόνη σε ομώνυμα σίριαλ, τα έτη 1980-1981 και 1987-1988 αντίστοιχα. Το πρώτο σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου και Βασίλη Βλαχοδημητρόπουλου και με πρωταγωνιστές τους Μπέτυ Βαλάση, Γιάννη Αργύρη, Ανθή Ανδρεοπούλου κ.ά. Το δεύτερο σκηνοθέτησε ο Φώτης Μεσθεναίος και έπαιξαν σε αυτό οι ηθοποιοί Νέλλη Αγγελίδου, Γιάννης Ζαβραδινός, Θέμις Μπαζάκα κ.ά.
Συγγραφέας: Μαρία Ιορδανίδου
Εκδόσεις: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»
Έτος: 1980
Περιγραφή
Η Άννα, η κεντρική ηρωίδα, που βασίζεται στην ίδια τη συγγραφέα και το πλάσιμό της λειτουργεί αυτοβιογραφικά, έφυγε από την Πόλη τον Ιούλιο του 1914 για ταξίδι αναψυχής ενός μήνα, που κράτησε τελικά πέντε χρόνια, καθώς μεσολάβησαν στο μεταξύ ο Α’ Πόλεμος, η ρώσικη επανάσταση και το ξέσπασμα εμφύλιων αναταραχών. Η ιστορία της Άννας αποτελεί χρονική συνέχεια του βίου της γιαγιάς της, όπως αποτυπώθηκε από τη συγγραφέα στο βιβλίο Λωξάντρα (1963), και πρόλογο για όσα ακολούθησαν μετά την επιστροφή της στην Πόλη. Η ζωή της αργότερα σε Αλεξάνδρεια, Αθήνα και αλλού, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου και ύστερα στο πλαίσιο της σύγχρονης τσιμεντούπολης, καταγράφηκε, επίσης, στα Σαν τα τρελά πουλιά (1978), Στου κύκλου τα γυρίσματα (1979) και Η αυλή μας (1981). Εδώ, λοιπόν, όταν επέστρεψε τον Αύγουστο του 1920, «μ’ ένα πήδημα πέρασε απ’ το Μεσαίωνα στον 20ό αιώνα» (σσ. 13). Αφορμή για να βρεθεί στη Ρωσία υπήρξε η πρόσκληση συγγενών, και πιο συγκεκριμένα του αδελφού της μητέρας της, ο οποίος πλήρωνε τα δίδακτρα για τις σπουδές της. Έτσι παρασύρθηκε, λίγο πριν ανοίξουν πάλι τα σχολεία, σε μία περιπετειώδη περιπλάνηση, στην ενδοχώρα της αχανούς Ρωσίας, μέχρι να καταλήξει στη Στάβροπολ, στο βόρειο Καύκασο, τον τελικό προορισμό της, μία πόλη σταματημένη στο χρόνο. Εκεί την έστελνε η θεία της Κλωντ, στη δική της θεία, τη Μαντάμ Φουρώ, για να την «ξεφορτωθεί». Αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί στο όριο της επιβίωσης και γι’ αυτόν το λόγο αξιοποίησε τις γνώσεις της στην αγγλική γλώσσα, παραδίδοντας μαθήματα, ενώ έμαθε και ρώσικα, συνεχίζοντας τις γυμνασιακές της σπουδές. Ο αναγνώστης παρακολουθεί ταυτόχρονα με την προσωπική πορεία της Άννας την επικρατούσα κατάσταση, την αλλαγή συνθηκών, την ανατροπή επομένως των καθιερωμένων ισορροπιών και τις πολιτικοκοινωνικές ζυμώσεις μετά την έναρξη του Α’ Πόλεμου.
Ο πόλεμος δίνει ρούχα και ψωμί στους στρατιώτες μέχρι να πεθάνουν ή να αιχμαλωτιστούν, κάτι που φαίνεται στους φτωχούς χωρικούς προτιμότερο από την καταδίκη στην πείνα. Παρουσιάζεται ένας κόσμος σκληρός και την ίδια στιγμή ονειρικός, συντεθειμένος από οξύμωρα και αντιθετικά στοιχεία, ο οποίος παλεύει να αναγεννηθεί, διατηρώντας την ταυτότητά του. Αυτή, πάλι, διαθέτει μία δική της εσωτερική σταθερότητα, βραδυπορούσα στην όποια εξέλιξή της, όντας επηρεασμένη και από τους χαλαρούς ρυθμούς της ιδιάζουσας ανατολίτικης νοοτροπίας, με την αναπόφευκτη διαστολή του χρόνου, ως προϊόν επιπλέον των τεράστιων αποστάσεων. Η Άννα μαθαίνει και χάνεται, αυτοπροσδιορίζεται και μπολιάζεται από την ανάμειξή της με αυτή την πολυμορφία, χειραφετούμενη με έναν τρόπο ασύλληπτο νωρίτερα για την ίδια. Το αρχικά σύντομο ταξίδι της έγινε κατ’ αποτέλεσμα συνάντηση με την ιστορία και με τα σημεία των καιρών, που τελικά αναλώνουν ή ενδυναμώνουν τους ανθρώπους. Παρόμοια και οι Ρώσοι στρατιώτες αφανίζονται μες στην αταξία της χώρας τους ή στριμώχνονται στο μεταίχμιο της ριζικής αλλαγής, της οποίας οι ενδείξεις σιγοβράζουν, εγκολπώνοντας όποιον τυγχάνει κοινωνός αυτής της εξαιρετικής συγκυρίας, καθώς προμηνύει την αφύπνιση του γιγάντιου σώματος της τσαρικής Ρωσίας.
Στο χρόνο, οι διαθέσεις απέναντι στον πόλεμο διαφοροποιούνται, κατασιγάζεται ο πρώτος ενθουσιασμός και αρχίζουν οι λιποταξίες. Η κατάσταση σταδιακά γίνεται έκρυθμη, η πολιτική αποκτά πρόσωπο μέσα από την επανάσταση, τις αντεπαναστατικές αντιδράσεις, τη σοβιετική εξουσία και τον εμφύλιο σπαραγμό Κόκκινων και Λευκών, που αναποδογυρίζουν κάθετα τον κόσμο. Οι άνθρωποι γίνονται ευρηματικοί και πολυμήχανοι, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και να ενσωματώσουν τις πολυδιάστατες και πολυσήμαντες μεταβολές, ενώ οι ζωές περισφίγγονται στην προσπάθεια να βαστάξουν τις συμφορές. Σε αυτό το ταξίδι στον ιστορικό χωροχρόνο, ο αναγνώστης, ανάμεσα σε άλλα, εντοπίζει πληθώρα διακειμενικών και μουσικών αναφορών, με υπενθύμιση επιπρόσθετα των χαρακτήρων του βιβλίου Λωξάντρα και των συνηθειών της ζωής στην Πόλη, αντιπαραβαλλόμενες ενίοτε με εκείνες των Ρώσων, ιστορικές ακόμα και άλλες πληροφορίες, φιλτραρισμένες βιωματικά, με χιουμοριστικές αποκλιμακώσεις αποφορτίσεων, που περνούν εύστοχα, όντας ενσταλαγμένες σε σκέψεις πάνω στην πολιτική και στη γενικότερη παρατήρηση της επικαιρότητας. Τέλος, χρώματα, αρώματα και γεύσεις συμπληρώνουν την εικόνα, που συγκροτεί ένα πολυποίκιλτο πολιτισμικό υφαντό με γλώσσα τραγουδιστή και παραπέμπει, ουσιαστικά, στην απεραντοσύνη των ερεθισμάτων της Ρωσίας.
Ματιές από το βιβλίο:
«Στη Ρωσία οι άνθρωποι μπαίναν στα τρένα βαστώντας κάτω απ’ τη μασχάλη τους ένα τεράστιο τετράγωνο πουπουλένιο μαξιλάρι και από το άλλο χέρι ένα τσαγερό. Σε κάθε σταθμό όλα αυτά τα τσαγερά παίρνανε δρόμο από χέρι σε χέρι και βγαίναν από τα παράθυρα. Σε λίγο γύριζαν πίσω γεμάτα ζεματιστό νερό και όποιος βρίσκουνταν κοντά σε παράθυρο κινδύνευε να ζεματιστεί. Όταν γύριζαν πίσω γεμάτα τα τσαγερά, οι επιβάτες ζεματούσαν το τσάι τους, άνοιγαν τα καλάθια τους και άρχιζαν να τρώνε» (σσ. 35-36).
«Τα τηλέφωνα της Στάβροπολ είναι κάτι μεγάλες κασόνες βιδωμένες στον τοίχο, που δουλεύουνε με μανιβέλα. “Γουρ, γουρ, γουρ” γυρίζεις τη μανιβέλα για να ξυπνήσεις την τηλεφωνήτρια. “Γουρ, γουρ, γουρ” ξαναγυρίζεις. Αν έχεις τύχη και ξυπνήσει γρήγορα, σου απαντά “Ακούω”. Τότε την καλημερίζεις, τη ρωτάς πώς είναι ο πατέρας της, η γιαγιά της, τους στέλνεις χαιρετίσματα. Ύστερα λες πως θέλεις να τηλεφωνήσεις ‒ας πούμε‒ στην κυρία Μπουμπνώφ. “Ααα, μάλιστα, μάλιστα, στην κυρία Μπουμπνώφ, την Ελισαβέτα Αντρέγιεβνα. Πώς είπατε; Δεν ακούω. Πολύς αέρας σήμερα. Δεν είναι στο σπίτι η κυρία Μπουμπνώφ; Ααα, έχετε δίκιο, ξέχασα πως είναι τα γενέθλια της Σούροτσκας και θα πήγαν όλοι στου πεθερού της το σπίτι. Πάντως σας ευχαριστώ. Νου, ντισεβό. Χαίρετε, χαίρετε”. Και ύστερα “Ντριν, ντριν, ντριν” με τη μανιβέλα τρεις φορές για να δοθεί η λήξη. [...]
»Ρυθμός αργός μέσα στη Στάβροπολ. Ποιος γνωστικός άνθρωπος βιάζεται; Νου, ντισεβό... ας περιμένει... αύριο. Τα βιαστικά χρειάζουνται μονάχα όταν κυνηγάς να πιάσεις ψύλλο.
»Αυτή η πολιτεία ήταν παράδεισος για όλους τους γέρους πάνω απ’ τα εβδομήντα. Και τους καρδιακούς. Μοναδικός επίσης τόπος για εξορία, και δεν αποκλείεται τον Προμηθέα Δεσμώτη γύρω από κείνα τα μέρη να τον είχανε καρφώσει οι θεοί. Τόπος χλοερός, τόπος αναπαύσεως. Εκεί όποιος πατούσε το πόδι του ξεχνούσε και τον ξεχνούσαν» (σσ. 41-42).
«Αυτές οι ξένες δασκάλες έρχουνταν τότε μπουλούκι απ’ το εξωτερικό να φάνε, να πιούνε μέσα στη ρούσικη επαρχία, να κάνουνε κομπόδεμα για νάχουνε στα γερατειά τους. Όταν μια τραγουδίστρια στη Γαλλία έχανε τη φωνή της ή μια χορεύτρια κουτσαίνουνταν, αμέσως έπαιρνε το τραίνο και πήγαινε στην επαρχία τη ρούσικη να γίνει δασκάλα των γαλλικών. [...]
»Εκτός από τις Γαλλίδες, η ρούσικη επαρχία είχε και πολλές Γερμανίδες που έρχουνταν απ’ τις γερμανικές μειονότητες του Βόλγα ή απ’ τις Βαλτικές Χώρες. Αυτές όμως τις είχαν από κλώτσο και από μπάτσο γιατί τις θεωρούσαν ντόπιο πράμα και δεν τις στιμέρνανε» (σσ. 42-43).
«Τον πόλεμο οι γυναίκες και οι γέροι το πλερώνουνε. Οι νέοι άντρες τι ανάγκη έχουν; Ο γιος του Παντελέη έφυγε, λέει, τραγουδώντας στο μέτωπο γιατί ο πατερούλης ο Τσάρος τού έδωσε ποδήματα, ρούχα, τσιγάρα, καπνό και ζάχαρη. Και θα τρώει δυο φορές τη βδομάδα κρέας. Όσο για το θάνατο, δε βαριέσαι. “Εχ, γιεχ! Γκόριε νιέ μπεντά!” δηλαδή ο πόνος δεν είναι συμφορά. Στο χωριό πεθαίνεις απ’ την πείνα, στον πόλεμο απ’ το βόλι. Αφού γεννηθήκαμε αμαρτωλοί πρέπει να τυραννιστούμε για τις αμαρτίες μας και όποιος μας τυραννάει πιο πολύ εκείνος θέλει το καλό μας.
»Κύριε, σώσε τον Τσάρο δυνατό και κραταιό,
»βασίλευε για τη δόξα, για τη δόξα μας...» (σσ. 51-52).
«Η Κλωντ ήταν από κείνους τους ευτυχισμένους ανθρώπους που δεν έχουνε αμφιβολίες γιατί πιστεύουνε σε κείνο που τους συμφέρει να πιστεύουνε. Στην περίπτωση της Άννας πίστευε πως πραγματικά εξασφάλιζε το μέλλον της φέρνοντάς την στη Στάβροπολ, και αποφάσισε πως η Άννα στο δρόμο θα ξελογιάστηκε με κανέναν αξιωματικό και τόσκασε. Στην αρχή το είπε αυτό σαν πιθανότητα, ύστερα έγινε πεποίθηση, και στο τέλος ήξερε πως ο αξιωματικός της Άννας ήταν ένας πανύψηλος ξανθός γόης από τα συντάγματα της Αυτοκρατορικής Φρουράς. Τι να γίνει; Το κορίτσι θέλησε να κάνει τη ζωή του. “La vie est un sommeil, l’amour en est le rêeeve”» ( σσ. 55).
«Οι Αυστριακοί (αιχμάλωτοι πολέμου) είχανε μάθει κιόλας το “νου” και το “ντισεβό” και μέσα σε μια βδομάδα είχαν αρχίσει να μην αισθάνουνται τον εαυτό τους τόσο πολύ ξένο.
»Μα τέτοια είναι η Ρωσία. Ανατολίτικια χώρα, φιλόξενη. Η Ρωσία έχει έναν τρόπο να σε τραβά στον κόρφο της και να σε καταπίνει. Σε ποτίζει χούμελη, σε μεθά και ξεχνάς τον τόπο το δικό σου. Αρχίζεις να θέλεις κάθε μέρα μπορστς και να μην μπορείς να ζήσεις δίχως τσάι. Άθελά σου το όμικρον αρχίζεις να το προφέρεις “ουό” και το έψιλον “γιε”. Τη γάτα παύεις να τη φωνάζεις “ψι, ψι, ψι” και τη φωνάζεις “ξι, ξι, ξι”, γιατί η ρούσικη γάτα όταν ακούει “ψι, ψι, ψι” φεύγει τρομαγμένη. Ποτέ δε σου έρχεται στο νου να βγάλεις το γάτο Τομ ή το αρκουδάκι Τέντυ, γιατί οι γάτοι στη Ρωσία είναι Βασιλάκηδες και τ’ αρκουδάκια τα λένε Μιχαλάκηδες, Μίσκα. Και συ ο ίδιος από Γιαννάκης γίνεσαι Ιβάν και από Συμεωνίδης Συμεώνωφ. Αυτά τα πράγματα δεν έχουνε γιατί. Εκείνο έτσι είναι. Και αν οι ξένες δασκάλες ‒για λόγους επαγγελματικούς‒ καταφέρνουν να μη μαθαίνουν ρούσικα και να διατηρούν την ξενικότητά τους, όταν γυρίζουνε πίσω στους τόπους τους το μετανιώνουν και νοσταλγούνε τη Ρωσία» (σσ. 69).
«― Μα είσαι με τα καλά σου; Εδώ η Γη αλλάζει όψη και συ μιλείς για μαθήματα; Φυσικά και οι δάσκαλοι τώρα άρχισαν ν’ απεργούν. Όλοι οι διανοούμενοι θεωρούνται ύποπτοι, κούρνιασε μέσα και μη σαλεύεις» (σσ. 166).
Τα βιβλία Λωξάντρα και Σαν τα τρελά πουλιά μεταφέρθηκαν στη μικρή οθόνη σε ομώνυμα σίριαλ, τα έτη 1980-1981 και 1987-1988 αντίστοιχα. Το πρώτο σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου και Βασίλη Βλαχοδημητρόπουλου και με πρωταγωνιστές τους Μπέτυ Βαλάση, Γιάννη Αργύρη, Ανθή Ανδρεοπούλου κ.ά. Το δεύτερο σκηνοθέτησε ο Φώτης Μεσθεναίος και έπαιξαν σε αυτό οι ηθοποιοί Νέλλη Αγγελίδου, Γιάννης Ζαβραδινός, Θέμις Μπαζάκα κ.ά.
Κοντά στις ράγες (1977)
Συγγραφέας: Άλκη Ζέη
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Έτος: 2011
Περιγραφή
Το βιβλίο βασίζεται στο έργο της Α. Μπρουστέιν Ο δρόμος που ξανοίγεται μπροστά και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1977. Η συγγραφέας εμπνεύστηκε από αυτή την ιστορία, βρίσκοντας αναλογίες με την ελληνική πραγματικότητα, όπως γράφει στο «Σαν πρόλογος».
«Η συγγραφέας του, Αλεξάνδρα Μπρουστέιν, ήταν δέκα χρονών γύρω στα 1900, όταν στη Ρωσία κυβερνούσαν οι τσάροι. Διαβάζοντας το βιβλίο της που λέγεται Ο δρόμος που ξανοίγεται μπροστά, βρήκα πολλά πράγματα ακαταλαβίστικα για τη δική μας εποχή, μα και πολλά που θαρρείς και είχανε συμβεί στην Ελλάδα, άλλα στη δικτατορία του Μεταξά κι άλλα στη δικτατορία του 1967. [...]
»Τα γεγονότα όμως της εποχής εκείνης δεν τα προσάρμοσα στις δικές μας μέρες. Τ’ άφησα ακριβώς όπως ήτανε, παρμένα από ντοκουμέντα του καιρού εκείνου. Μα πόσο μοιάζουνε και θυμίζουνε τα δικά μας!
»Τον τίτλο Κοντά στις ράγες, κι όλη την αρχή του βιβλίου, τον πήρα από το πρώτο διήγημα που έγραψα όταν ήμουνα δεκάξι χρονώ και δημοσιεύτηκε σ’ ένα περιοδικό που έβγαινε τότε, τη Νεανική Φωνή. Μιλούσε για ένα κορίτσι που κοιτούσε από το παράθυρό του τις ράγες του τρένου που τράβαγαν πέρα μακριά ατελείωτα».
Η Σάσενκα – Κουκούτσι, όπως τη φωνάζει μόνο ο μπαμπάς της, που περιμένει μέχρι τότε που θα «μεγάλωνε η κοτσίδα της ως τα γόνατα», για να τις λύσουν οι μεγάλοι τις απορίες, οι οποίες φυτρώνουν στο κεφάλι της σωρηδόν σαν μικρά μανιταράκια, μαθαίνει στο μεταξύ πολλά, σε μία εποχή αναβρασμού, μεταβάσεων και ριζικών αλλαγών, στη Ρωσία των αρχών του 20ού αιώνα. Στο βιβλίο ξετυλίγεται η αφήγηση γεγονότων, αφήνοντας να διαφανεί το πλαίσιο της εποχής, ενώ ενσωματώνονται οι προσωπικές ιστορίες των ηρώων ως αναπόσπαστο μέρος της. Έτσι, βλέπουμε το Σουσάμη, τον πατέρα της, τον ταγμένο γιατρό, που θεραπεύει πλούσιους και φτωχούς χωρίς διάκριση, ενώ από τους τελευταίους δεν παίρνει ποτέ αμοιβή. Ευτυχώς αυτό δεν το απαγορεύουν οι Αρχές, όπως αντίθετα στο δάσκαλο Φεγγάρη Φεγγάροβιτς, γιατί θεωρείται ανατρεπτική πράξη η αφιλοκερδής διδασκαλία: «γράμματα στους ξυπόλυτους, ήτοι προπαγάνδα» (σσ. 116). Ο Φεγγάρης Φεγγάροβιτς είναι φοιτητής ιατρικής και ο επαναστάτης δάσκαλος, για ένα διάστημα, της κεντρικής ηρωίδας, που εστάλη στη Σιβηρία λόγω των αντικαθεστωτικών ιδεών του και μετά «περιόδευσε» σε φυλακές, μέχρι να καταλήξει στην πόλη τους υπό επιτήρηση. Αργότερα, όμως, βρίσκεται και πάλι κυνηγημένος. Από εκείνον η Σάσενκα μαθαίνει πολλά καινούρια πράγματα, διαφωτισμένα από το φεγγαρένιο του χαμόγελο.
Άλλα πρόσωπα είναι, επίσης, η Ντούνια, με καρδιά μάλαμα, που προσεύχεται στις εικόνες της στην κουζίνα, τις καπνισμένες από τους ατμούς των κατσαρολικών και «πολεμάει» τους κοζάκους χωρίς να το ξέρει. Η Πολίν, η δασκάλα των γαλλικών, μία ρομαντική ψυχή και αναπάντεχα τολμηρή συνάμα, με οικογένειά της το φίκο στη γλάστρα και τον παπαγάλο της ονόματι Κική. Ο Ιβάν Κωνσταντίνοβιτς Ρογκόφ, ακόμα, ο στρατιωτικός γιατρός, που ζει σε ένα σπίτι γεμάτο με ζωάκια, περιθάλπει αρρώστους παρότι συνταξιοδοτημένος και παρέμεινε ανύπαντρος, γιατί δεν κατάφερε να παντρευτεί τον έρωτά του. Η Γιούλια, επιπλέον, ένα πολύ ευαίσθητο κοριτσάκι που τραγουδάει με υπέροχη φωνή και υποφέρει από ραχίτιδα, γιατί υποσιτιζόταν και διέμενε σε ένα ανήλιαγο υπόγειο. Και άλλοι πολλοί χαρακτήρες θετικοί ή δύστροποι και προβληματικοί για τον εαυτό τους και για τους άλλους περιδιαβαίνουν στις σελίδες του βιβλίου, όπως η Κουρούνα, η Σανίδα και ο Μπουνιάς. Υπάρχουν, τέλος, και ήρωες που φέρουν μέσα τους το σπόρο της αντίστασης, εκδηλώνοντας την ύπαρξή του όταν προκύπτει η ανάγκη.
Η συγγραφέας αναπτύσσει με τρυφερότητα τους χαρακτήρες μέσα από συγκρουσιακές καταστάσεις με απεργίες, πορείες, διεκδικήσεις και αιτήματα εργατών για καλύτερους εργασιακούς όρους, με διακρίσεις στην εκπαίδευση βάσει οικονομικοκοινωνικής θέσης, φύλου, θρησκεύματος και καταγωγής, με προκαταλήψεις, ακόμα, αντιθέσεις, όπως ιατρική – Θεός, πολιτική – θρησκεία και παράδοση, και καταστάσεις αλληλένδετες, όπως εξουσία – αντίσταση – επανάσταση. Αναδεικνύονται οι προσπάθειες προόδου σε μία κοινωνία με μεγάλες οικονομικές διαφορές στην πολύ σαφή κοινωνική διαστρωμάτωση, που συνακόλουθα αυξάνουν και τη διαφορά ταχυτήτων στο μορφωτικό επίπεδο, στις αντιλήψεις και τις νοοτροπίες, σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον μίας πόλης στην προεπαναστατική Ρωσία. Αφηγήτρια σε πρώτο πρόσωπο είναι η μικρή Σάσενκα και ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία της από τα δέκα έως τα δώδεκά της χρόνια, καθώς μέσα σε όλα αυτά μεγαλώνει, μαθαίνει να αναζητά, αφουγκράζεται τους ανθρώπους, τη ζωή και τη φύση, το χρόνο που περνάει, και ανακαλύπτει στην ίδια, στους άλλους και στον κόσμο αναπόφευκτα και σταδιακά ή ξαφνικά τις αλλαγές. Οι ράγες του τρένου που οδηγούν στην Πετρούπολη εκτός από μία πραγματικότητα αποτελούν και ένα σύμβολο, όχι για ό,τι περιμένουμε να ’ρθει, αλλά για ό,τι προσδοκούμε να προσεγγίσουμε, σε έναν ελπιδοφόρο ορίζοντα με θετικά υποσχόμενο μέλλον.
Ματιές από το βιβλίο:
«Βέβαια και είμαστε μεσαία τάξη –και δόξα στον Θεό γι’ αυτό− γιατροί, διανοούμενοι, δικηγόροι... κι η αριστοκρατία είναι ο στρατιωτικός διοικητής, ο κυβερνήτης ο διορισμένος από τον τσάρο, οι μεγαλοβιομήχανοι και οι μεγαλέμποροι. Μια χαρά είσαι στο τμήμα που σε βάλανε. Όσο για τ’ άλλα, πρέπει να μάθει η Σάσενκα πως στη ζωή δε συναντάει κανείς μόνο συμπαθητικούς ανθρώπους. Όλοι οι δάσκαλοι δεν μπορεί να ’ναι Φεγγάρης Φεγγάροβιτς. Και θα σε αδικήσουν στους βαθμούς και θα σε τιμωρήσουν άδικα, γιατί το σχολείο είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας που ζούμε. Καλύτερα ν’ αρχίσει σιγά σιγά να γνωρίζει η κόρη μας τα καλά της και τα κακά της [...]
»Η φιλία, Κουκούτσι, είναι το πιο όμορφο πράγμα που μπορείς να ’χεις στη ζωή σου. Είδες, λοιπόν, πως δεν είναι και τόσο φριχτό το σχολείο» (σσ. 181-182).
«―Κορίτσια, μας λέει, μη σας ξεφύγει λέξη για τη σάκα της Κάτιας, γιατί κινδυνεύουμε να βρεθούμε στο εδώλιον.
»Η Λίντα ακούει από τον μπαμπά της και μας πετάει κάθε τόσο καμιά λέξη που έχει σχέση με νομικά και εμείς την ακούμε σαν χαζές.
»―Οχ, βρε Λίντοτσκα, της λέει η Μάσα, κάν’ το πιο λιανά να το καταλάβουμε.
»―Αν το πάρει είδηση η Σανίδα, μπορεί να μας κατηγορήσει για παράνομο έρανο. Ο πατέρας μου είχε αυτές τις μέρες μια δίκη. Δίκαζαν κάποιους γιατί μάζευαν λεφτά να τα δώσουν σε μια οικογένεια που πέθαινε της πείνας.
»―Και γιατί δεν κάνει να βοηθάς τους φτωχούς; απορώ εγώ.
»―Μα δε διαβάζεις εφημερίδες; αγανακτεί η Λίντα. Η κυβέρνηση απαγορεύει τους ιδιωτικούς εράνους» (σσ. 186-187).
«Καθημερινά συμβαίνουν στη χώρα μας γεγονότα συγκλονιστικά και μεις σε τούτη δω την άκρη που ζούμε δε μαθαίνουμε τίποτα. Οι άνθρωποι πεθαίνουν από πείνα και χολέρα και οι εφημερίδες γράφουν στα ψιλά πως η κυβέρνηση απαγορεύει τους ιδιωτικούς εράνους για βοήθεια στους... “υποσιτιζομένους” [...]
»Καθένας από μας που βλέπει και δε μιλάει είναι συνυπεύθυνος του εγκλήματος... συ-νυ-πεύ-θυ-νος...» (σσ. 261-263).
«Ο μπαμπάς το ’λεγε πάντα πως ξέρει μόνο να γιατρεύει, πως δεν έχει το κουράγιο να ’ναι επαναστάτης. Μα είμαι σίγουρη πως ο Φεγγάρης Φεγγάροβιτς θα ’λεγε πως κι αυτό είναι “επανάσταση”, έτσι όπως απάντησε ο μπαμπάς στον υπασπιστή του κυβερνήτη φον Βαλ. [...]
»Ο φον Βαλ μού παράγγειλε ν’ αλλάξω το πιστοποιητικό του θανάτου του Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς και να πω ότι πέθανε από πνευμονία. Για να μην υπάρξουν “ψίθυροι!”. Χτύπησαν άνανδρα έναν άοπλο άνθρωπο, έναν δάσκαλο, έναν εξαίρετο διανοούμενο, έναν αληθινό άντρα και τώρα τρέμουν τους “ψιθύρους”. [...]
»Την αλήθεια τη μάθαμε από τον Στιόπα, το πρώτο πρωί που ήρθε πάλι για μάθημα. Αφήσανε, λέει, ελεύθερο τον Αζρίελ γιατί είναι ανήλικος. Η πλάτη του όμως είναι ολόμαυρη από τις βουρδουλιές.
»―Ο Αζρίελ, είπε, λέει ο Στιόπα, πως ο ίδιος ο φον Βαλ ήτανε μπροστά όταν τους χτυπούσαν. “Τσακίστε τους” διέταξε. Ήτανε κι ένας γιατρός...
»―Ο Μιχαήλοφ; ρωτάει ο μπαμπάς.
»―Ναι, κουνάει το κεφάλι του ο Στιόπα. Έπιανε τον σφυγμό των δαρμένων κι έλεγε σ’ αυτούς που τους χτυπούσαν: “Αντέχει ακόμη, συνεχίστε”. Κι εκείνοι δώστου βουρδουλιές.
»―Να σκεφτείτε πως με το Μιχαήλοφ ήμαστε από παιδιά μαζί, μαζί στο Πανεπιστήμιο, και έδωσε κι αυτός τον όρκο του Ιπποκράτη, μονολογεί σχεδόν ο μπαμπάς.
»―Αχ, μέρες που ζούμε, σταυροκοπιέται η Ντούνια» (σσ. 290-292).
«―Γίνεται, Σουσάμη, να ’ναι η Ζένια τόσο καλό κορίτσι και ν’ αγαπάει τον τσάρο;
»―Γίνεται, Κουκούτσι, όλα στη ζωή δεν είναι μαύρο άσπρο.
»Έχει δίκιο ο μπαμπάς. Όλα στη ζωή δεν είναι μαύρο άσπρο. Έχει και τις λύπες και τις χαρές της. Και σήμερα έχει μεγάλες χαρές, γιατί τελειώνουμε τα μαθήματα» (σσ. 302-303).
Συγγραφέας: Άλκη Ζέη
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Έτος: 2011
Περιγραφή
Το βιβλίο βασίζεται στο έργο της Α. Μπρουστέιν Ο δρόμος που ξανοίγεται μπροστά και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1977. Η συγγραφέας εμπνεύστηκε από αυτή την ιστορία, βρίσκοντας αναλογίες με την ελληνική πραγματικότητα, όπως γράφει στο «Σαν πρόλογος».
«Η συγγραφέας του, Αλεξάνδρα Μπρουστέιν, ήταν δέκα χρονών γύρω στα 1900, όταν στη Ρωσία κυβερνούσαν οι τσάροι. Διαβάζοντας το βιβλίο της που λέγεται Ο δρόμος που ξανοίγεται μπροστά, βρήκα πολλά πράγματα ακαταλαβίστικα για τη δική μας εποχή, μα και πολλά που θαρρείς και είχανε συμβεί στην Ελλάδα, άλλα στη δικτατορία του Μεταξά κι άλλα στη δικτατορία του 1967. [...]
»Τα γεγονότα όμως της εποχής εκείνης δεν τα προσάρμοσα στις δικές μας μέρες. Τ’ άφησα ακριβώς όπως ήτανε, παρμένα από ντοκουμέντα του καιρού εκείνου. Μα πόσο μοιάζουνε και θυμίζουνε τα δικά μας!
»Τον τίτλο Κοντά στις ράγες, κι όλη την αρχή του βιβλίου, τον πήρα από το πρώτο διήγημα που έγραψα όταν ήμουνα δεκάξι χρονώ και δημοσιεύτηκε σ’ ένα περιοδικό που έβγαινε τότε, τη Νεανική Φωνή. Μιλούσε για ένα κορίτσι που κοιτούσε από το παράθυρό του τις ράγες του τρένου που τράβαγαν πέρα μακριά ατελείωτα».
Η Σάσενκα – Κουκούτσι, όπως τη φωνάζει μόνο ο μπαμπάς της, που περιμένει μέχρι τότε που θα «μεγάλωνε η κοτσίδα της ως τα γόνατα», για να τις λύσουν οι μεγάλοι τις απορίες, οι οποίες φυτρώνουν στο κεφάλι της σωρηδόν σαν μικρά μανιταράκια, μαθαίνει στο μεταξύ πολλά, σε μία εποχή αναβρασμού, μεταβάσεων και ριζικών αλλαγών, στη Ρωσία των αρχών του 20ού αιώνα. Στο βιβλίο ξετυλίγεται η αφήγηση γεγονότων, αφήνοντας να διαφανεί το πλαίσιο της εποχής, ενώ ενσωματώνονται οι προσωπικές ιστορίες των ηρώων ως αναπόσπαστο μέρος της. Έτσι, βλέπουμε το Σουσάμη, τον πατέρα της, τον ταγμένο γιατρό, που θεραπεύει πλούσιους και φτωχούς χωρίς διάκριση, ενώ από τους τελευταίους δεν παίρνει ποτέ αμοιβή. Ευτυχώς αυτό δεν το απαγορεύουν οι Αρχές, όπως αντίθετα στο δάσκαλο Φεγγάρη Φεγγάροβιτς, γιατί θεωρείται ανατρεπτική πράξη η αφιλοκερδής διδασκαλία: «γράμματα στους ξυπόλυτους, ήτοι προπαγάνδα» (σσ. 116). Ο Φεγγάρης Φεγγάροβιτς είναι φοιτητής ιατρικής και ο επαναστάτης δάσκαλος, για ένα διάστημα, της κεντρικής ηρωίδας, που εστάλη στη Σιβηρία λόγω των αντικαθεστωτικών ιδεών του και μετά «περιόδευσε» σε φυλακές, μέχρι να καταλήξει στην πόλη τους υπό επιτήρηση. Αργότερα, όμως, βρίσκεται και πάλι κυνηγημένος. Από εκείνον η Σάσενκα μαθαίνει πολλά καινούρια πράγματα, διαφωτισμένα από το φεγγαρένιο του χαμόγελο.
Άλλα πρόσωπα είναι, επίσης, η Ντούνια, με καρδιά μάλαμα, που προσεύχεται στις εικόνες της στην κουζίνα, τις καπνισμένες από τους ατμούς των κατσαρολικών και «πολεμάει» τους κοζάκους χωρίς να το ξέρει. Η Πολίν, η δασκάλα των γαλλικών, μία ρομαντική ψυχή και αναπάντεχα τολμηρή συνάμα, με οικογένειά της το φίκο στη γλάστρα και τον παπαγάλο της ονόματι Κική. Ο Ιβάν Κωνσταντίνοβιτς Ρογκόφ, ακόμα, ο στρατιωτικός γιατρός, που ζει σε ένα σπίτι γεμάτο με ζωάκια, περιθάλπει αρρώστους παρότι συνταξιοδοτημένος και παρέμεινε ανύπαντρος, γιατί δεν κατάφερε να παντρευτεί τον έρωτά του. Η Γιούλια, επιπλέον, ένα πολύ ευαίσθητο κοριτσάκι που τραγουδάει με υπέροχη φωνή και υποφέρει από ραχίτιδα, γιατί υποσιτιζόταν και διέμενε σε ένα ανήλιαγο υπόγειο. Και άλλοι πολλοί χαρακτήρες θετικοί ή δύστροποι και προβληματικοί για τον εαυτό τους και για τους άλλους περιδιαβαίνουν στις σελίδες του βιβλίου, όπως η Κουρούνα, η Σανίδα και ο Μπουνιάς. Υπάρχουν, τέλος, και ήρωες που φέρουν μέσα τους το σπόρο της αντίστασης, εκδηλώνοντας την ύπαρξή του όταν προκύπτει η ανάγκη.
Η συγγραφέας αναπτύσσει με τρυφερότητα τους χαρακτήρες μέσα από συγκρουσιακές καταστάσεις με απεργίες, πορείες, διεκδικήσεις και αιτήματα εργατών για καλύτερους εργασιακούς όρους, με διακρίσεις στην εκπαίδευση βάσει οικονομικοκοινωνικής θέσης, φύλου, θρησκεύματος και καταγωγής, με προκαταλήψεις, ακόμα, αντιθέσεις, όπως ιατρική – Θεός, πολιτική – θρησκεία και παράδοση, και καταστάσεις αλληλένδετες, όπως εξουσία – αντίσταση – επανάσταση. Αναδεικνύονται οι προσπάθειες προόδου σε μία κοινωνία με μεγάλες οικονομικές διαφορές στην πολύ σαφή κοινωνική διαστρωμάτωση, που συνακόλουθα αυξάνουν και τη διαφορά ταχυτήτων στο μορφωτικό επίπεδο, στις αντιλήψεις και τις νοοτροπίες, σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον μίας πόλης στην προεπαναστατική Ρωσία. Αφηγήτρια σε πρώτο πρόσωπο είναι η μικρή Σάσενκα και ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία της από τα δέκα έως τα δώδεκά της χρόνια, καθώς μέσα σε όλα αυτά μεγαλώνει, μαθαίνει να αναζητά, αφουγκράζεται τους ανθρώπους, τη ζωή και τη φύση, το χρόνο που περνάει, και ανακαλύπτει στην ίδια, στους άλλους και στον κόσμο αναπόφευκτα και σταδιακά ή ξαφνικά τις αλλαγές. Οι ράγες του τρένου που οδηγούν στην Πετρούπολη εκτός από μία πραγματικότητα αποτελούν και ένα σύμβολο, όχι για ό,τι περιμένουμε να ’ρθει, αλλά για ό,τι προσδοκούμε να προσεγγίσουμε, σε έναν ελπιδοφόρο ορίζοντα με θετικά υποσχόμενο μέλλον.
Ματιές από το βιβλίο:
«Βέβαια και είμαστε μεσαία τάξη –και δόξα στον Θεό γι’ αυτό− γιατροί, διανοούμενοι, δικηγόροι... κι η αριστοκρατία είναι ο στρατιωτικός διοικητής, ο κυβερνήτης ο διορισμένος από τον τσάρο, οι μεγαλοβιομήχανοι και οι μεγαλέμποροι. Μια χαρά είσαι στο τμήμα που σε βάλανε. Όσο για τ’ άλλα, πρέπει να μάθει η Σάσενκα πως στη ζωή δε συναντάει κανείς μόνο συμπαθητικούς ανθρώπους. Όλοι οι δάσκαλοι δεν μπορεί να ’ναι Φεγγάρης Φεγγάροβιτς. Και θα σε αδικήσουν στους βαθμούς και θα σε τιμωρήσουν άδικα, γιατί το σχολείο είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας που ζούμε. Καλύτερα ν’ αρχίσει σιγά σιγά να γνωρίζει η κόρη μας τα καλά της και τα κακά της [...]
»Η φιλία, Κουκούτσι, είναι το πιο όμορφο πράγμα που μπορείς να ’χεις στη ζωή σου. Είδες, λοιπόν, πως δεν είναι και τόσο φριχτό το σχολείο» (σσ. 181-182).
«―Κορίτσια, μας λέει, μη σας ξεφύγει λέξη για τη σάκα της Κάτιας, γιατί κινδυνεύουμε να βρεθούμε στο εδώλιον.
»Η Λίντα ακούει από τον μπαμπά της και μας πετάει κάθε τόσο καμιά λέξη που έχει σχέση με νομικά και εμείς την ακούμε σαν χαζές.
»―Οχ, βρε Λίντοτσκα, της λέει η Μάσα, κάν’ το πιο λιανά να το καταλάβουμε.
»―Αν το πάρει είδηση η Σανίδα, μπορεί να μας κατηγορήσει για παράνομο έρανο. Ο πατέρας μου είχε αυτές τις μέρες μια δίκη. Δίκαζαν κάποιους γιατί μάζευαν λεφτά να τα δώσουν σε μια οικογένεια που πέθαινε της πείνας.
»―Και γιατί δεν κάνει να βοηθάς τους φτωχούς; απορώ εγώ.
»―Μα δε διαβάζεις εφημερίδες; αγανακτεί η Λίντα. Η κυβέρνηση απαγορεύει τους ιδιωτικούς εράνους» (σσ. 186-187).
«Καθημερινά συμβαίνουν στη χώρα μας γεγονότα συγκλονιστικά και μεις σε τούτη δω την άκρη που ζούμε δε μαθαίνουμε τίποτα. Οι άνθρωποι πεθαίνουν από πείνα και χολέρα και οι εφημερίδες γράφουν στα ψιλά πως η κυβέρνηση απαγορεύει τους ιδιωτικούς εράνους για βοήθεια στους... “υποσιτιζομένους” [...]
»Καθένας από μας που βλέπει και δε μιλάει είναι συνυπεύθυνος του εγκλήματος... συ-νυ-πεύ-θυ-νος...» (σσ. 261-263).
«Ο μπαμπάς το ’λεγε πάντα πως ξέρει μόνο να γιατρεύει, πως δεν έχει το κουράγιο να ’ναι επαναστάτης. Μα είμαι σίγουρη πως ο Φεγγάρης Φεγγάροβιτς θα ’λεγε πως κι αυτό είναι “επανάσταση”, έτσι όπως απάντησε ο μπαμπάς στον υπασπιστή του κυβερνήτη φον Βαλ. [...]
»Ο φον Βαλ μού παράγγειλε ν’ αλλάξω το πιστοποιητικό του θανάτου του Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς και να πω ότι πέθανε από πνευμονία. Για να μην υπάρξουν “ψίθυροι!”. Χτύπησαν άνανδρα έναν άοπλο άνθρωπο, έναν δάσκαλο, έναν εξαίρετο διανοούμενο, έναν αληθινό άντρα και τώρα τρέμουν τους “ψιθύρους”. [...]
»Την αλήθεια τη μάθαμε από τον Στιόπα, το πρώτο πρωί που ήρθε πάλι για μάθημα. Αφήσανε, λέει, ελεύθερο τον Αζρίελ γιατί είναι ανήλικος. Η πλάτη του όμως είναι ολόμαυρη από τις βουρδουλιές.
»―Ο Αζρίελ, είπε, λέει ο Στιόπα, πως ο ίδιος ο φον Βαλ ήτανε μπροστά όταν τους χτυπούσαν. “Τσακίστε τους” διέταξε. Ήτανε κι ένας γιατρός...
»―Ο Μιχαήλοφ; ρωτάει ο μπαμπάς.
»―Ναι, κουνάει το κεφάλι του ο Στιόπα. Έπιανε τον σφυγμό των δαρμένων κι έλεγε σ’ αυτούς που τους χτυπούσαν: “Αντέχει ακόμη, συνεχίστε”. Κι εκείνοι δώστου βουρδουλιές.
»―Να σκεφτείτε πως με το Μιχαήλοφ ήμαστε από παιδιά μαζί, μαζί στο Πανεπιστήμιο, και έδωσε κι αυτός τον όρκο του Ιπποκράτη, μονολογεί σχεδόν ο μπαμπάς.
»―Αχ, μέρες που ζούμε, σταυροκοπιέται η Ντούνια» (σσ. 290-292).
«―Γίνεται, Σουσάμη, να ’ναι η Ζένια τόσο καλό κορίτσι και ν’ αγαπάει τον τσάρο;
»―Γίνεται, Κουκούτσι, όλα στη ζωή δεν είναι μαύρο άσπρο.
»Έχει δίκιο ο μπαμπάς. Όλα στη ζωή δεν είναι μαύρο άσπρο. Έχει και τις λύπες και τις χαρές της. Και σήμερα έχει μεγάλες χαρές, γιατί τελειώνουμε τα μαθήματα» (σσ. 302-303).
Μείνε εκεί που είσαι και μετά φύγε (2013)
(Stay Where You Are And Then Leave)
Συγγραφέας: Τζον Μπόιν
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Έτος: 2014
Περιγραφή
Ο Ιρλανδός συγγραφέας Τζον Μπόιν, γνωστός από το βιβλίο του Το Αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα, καταπιάνεται αυτήν τη φορά με μία ιστορία που μας μεταφέρει στο Λονδίνο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, 1914-1918, και φτάνει έως το 1922. Το βιβλίο μπορεί να εξοικειώσει τους μικρούς αναγνώστες με ένα θραύσμα του Α’ Πολέμου και με τις επιπτώσεις του στους ανθρώπους και στον κοινωνικό ιστό. Για τους μεγάλους, πάλι, μπορεί να αποτελέσει μία ενδιαφέρουσα συντροφιά, καθόλου απαλλαγμένη προβληματισμών ή συναισθημάτων, καθώς τα προτεινόμενα ηλικιακά όρια σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι παρά συμβατικά.
Η ιστορία ξεκινάει με μία ημι-ακύρωση, η οποία αποκτά και διάσταση συμβολική. Η πρώτη μέρα του πολέμου ‒28η Ιουλίου 1914‒ συμπίπτει με τα γενέθλια του κεντρικού ήρωα Άλφι Σάμερφιλντ, που τότε έκλεινε τα πέντε του χρόνια. Η έναρξη του Πολέμου, λοιπόν, συνδυάστηκε γλυκόπικρα στο μυαλό του μικρού Άλφι, αφήνοντάς του μία απροσδιόριστη γεύση. Αναπόφευκτα οι πιο πολλοί καλεσμένοι στο πάρτι του, από την ίδια οδό στην οποία διέμενε με τους γονείς του, απέρριψαν ένας ένας την πρόσκληση, συμβολίζοντας ίσως τη επερχόμενη ακύρωση της χαράς της ζωής όπως έως τότε τη γνώριζαν και βέβαια πολλών ζωών στην πραγματικότητα, σε πεδία μαχών και μη. Εκτός όμως από τα γενέθλιά του, τα οποία συνδέθηκαν με μία θλιβερή σε παγκόσμιο επίπεδο ημέρα, παρότι για πολλούς ενθουσιώδη, η δίνη του πολέμου ρούφηξε μέσα της και τον μπαμπά του. Αυτή η ταραχή αποκρυστάλλωσε τις έντονες εντυπώσεις εκείνης της εποχής και βρίσκουμε έτσι τον Άλφι στα εννέα του χρόνια, προς το τέλος του Α’ Παγκοσμίου, να καταβάλλει προσπάθεια, για να θυμηθεί τη ζωή πριν τον πόλεμο, που προοδευτικά φαινόταν όλο και πιο μακρινή, όλο και πιο ξέθωρη.
Ο Άλφι, προκειμένου να επιβιώσουν με τη μητέρα μου, έγινε λούστρος, στο σιδηροδρομικό σταθμό του Κινγκ Κρος, πηγαίνοντας μόνο δύο φορές την εβδομάδα σχολείο, όταν είχαν ιστορία και ανάγνωση. Η μητέρα του, πάλι, άρχισε να εργάζεται στο νοσοκομείο ως αδελφή νοσοκόμα, αναλαμβάνοντας νυχτερινές βάρδιες και επιδιδόμενη ακόμα στο πλύσιμο και στη διόρθωση ρούχων για όσους μπορούσαν να την αμείψουν. Οι έως τότε ισχύουσες προσωπικές και κοινωνικές σταθερές από κάθε άποψη κλονίστηκαν. Οι αλλαγές επηρέασαν το άτομο, τον περίγυρο, τη χώρα, τον κόσμο. Οτιδήποτε επίσης φαινόταν πριν φυσιολογικό ή απλώς ενοχλητικό μεγεθύνθηκε, παραμορφώθηκε. Ξεμύτισε η καχυποψία και οι ακραίες τάσεις βρήκαν διέξοδο έκφρασης, όταν νωρίτερα αποτελούσαν εξαίρεση ή έμοιαζαν γραφικές. Ο κύριος Γιάνατσεκ, για παράδειγμα, Εβραίος από την Πράγα, ο οποίος είχε παντρευτεί στο Λονδίνο, αλλά έχασε τη γυναίκα του νωρίς από φυματίωση, μένοντας με την Καλένα, την καλύτερη φίλη του Άλφι, έβρισκε τώρα πιο συχνά τα τζάμια του μαγαζιού του σπασμένα, με την κατηγορία του προδότη να τον κυνηγάει. Μία μέρα, πατέρας και κόρη, συνελήφθησαν τελικά και εξορίστηκαν στο νησί Μαν ως «άτομα ειδικού ενδιαφέροντος» (σσ. 41), εξαιτίας της προέλευσής τους από την Αυστροουγγαρία, που θεωρούνταν πλέον χώρα εχθρική, ενώ ήταν αδιάφορο το γεγονός ότι η Καλένα ήταν γεννημένη στο Λονδίνο. Ο Τζον Πέισιενς, επιπρόσθετα, από το νούμερο 16, ο οποίος παρ’ όλη την υποδήλωση του ονόματός του ήταν ανυπόμονος και είχε τα «δικά του μυαλά», μια έβαφε κόκκινη την εξώπορτα του σπιτιού του, υπερασπιζόμενος το δίκαιο των εργατών και το δικαίωμα στην ψήφο των γυναικών ‒το οποίο μάλιστα πολλές απέρριπταν, εμποτισμένες με τη νοοτροπία μίας ανδροκρατούμενης κοινωνίας, πριν κατανοήσουν τη σημασία της ψήφου‒, και μια την έβαφε πράσινη, υποστηρίζοντας την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας από τα βρετανικά δεσμά. Τότε ακόμα οι υπόλοιπες κίτρινες πόρτες του ίδιου δρόμου θύμωναν μόνο, γιατί χαλούσε την παράδοση. Αργότερα, όμως, όταν αρνήθηκε να πολεμήσει ως «αντιρρησίας συνείδησης», οι αντιδράσεις εναντίον του κατέληξαν στην εκδήλωση βίας.
«“Όταν έγινε η επιστράτευση το χίλια εννιακόσια δεκάξι, είπαν ότι όλοι οι υγιείς άντρες από δεκαοχτώ έως σαράντα ενός χρονών πρέπει να καταταγούν, εκτός αν είναι χήροι και έχουν ένα ή δύο παιδιά να αναθρέψουν. Δε μας έπεφτε λόγος γι’ αυτό καθόλου! Ούτε μας ρώτησε κανείς! Κι εκεί ήρθαν οι αντιρρησίες συνείδησης ‒ ή σκέτο αντιρρησίες, όπως μας λένε. Ήμασταν πολλοί, ξέρεις, που ορθώσαμε το ανάστημά μας και αρνηθήκαμε να πολεμήσουμε”.
»“Φοβόσουνα;” ρώτησε ο Άλφι.
»“Ναι!” είπε ο Τζο, που έσκυψε και κοίταξε το αγόρι στα μάτια. “Φυσικά και φοβόμουνα. Ποιος χαζός δε θα φοβόταν να πάει σε μια ξένη χώρα, να σκάβει χαρακώματα και να σκοτώνει όσο πιο πολλούς ξένους μπορεί, πριν κάποιος ξένος τον σκοτώσει πρώτος; Μόνο ένας παλαβός δε θα φοβόταν. Αλλά δεν ήταν ο φόβος που με απέτρεψε από το να πάω, Άλφι. Δεν ήταν επειδή ήξερα ότι θα τραυματιστώ ή θα σκοτωθώ. Ήταν το αντίθετο από αυτό. Ήταν το γεγονός ότι δεν ήθελα να σκοτώσω κανέναν. Δεν ήρθα σε αυτή τη Γη για να δολοφονώ τους συνανθρώπους μου. Μεγάλωσα μέσα στη βία ‒ δεν το βλέπεις; Δεν την αντέχω. Αυτό που μου έκανε ο πατέρα μου... κάτι έσπασε μέσα μου, αυτό είναι όλο. Αν βγω τώρα στο δρόμο και χτυπήσω κάποιον με σφυρί στο κεφάλι και τον στείλω στο Δημιουργό του, θα με βάλουν φυλακή. Μπορεί και να με κρεμάσουν. Αλλά, επειδή δεν πήγα στη Γαλλία να κάνω ακριβώς αυτό το πράγμα, με βάζουν πάλι στη φυλακή. Πού είναι η δικαιοσύνη, μου λες; Πού είναι η λογική;” [...]
»“Με δικάσανε. Είπανε ότι ήμουν δειλός. Με στείλανε φυλακή. Ήταν διαφορετικό από το να μου δίνουν λευκά φτερά όπου και να πήγαινα”.
»Ο Άλφι συνοφρυώθηκε.
»“Λευκά φτερά;” ρώτησε.
»“Αυτό κάνουν. Οι γυναίκες κυρίως. Οι άντρες απλώς επιτίθενται. Οι γυναίκες δίνουν λευκά φτερά. Σε όποιον νέο άντρα βλέπουν που δε φοράει στολή. Σημαίνει ότι είσαι δειλός. Είναι άσχημο πράγμα, Άλφι, πολύ άσχημο. Έρχονται κοντά σου στον δρόμο και σου χαμογελάνε. Σε πλησιάζουν σαν να είσαι ένας φίλος που έχουν να δουν καιρό ή κάποιος ξάδελφος μακρινός ή σαν να πήγατε σχολείο μαζί ή ίσως σαν να τους αρέσεις και μετά, όταν σταματήσεις κι εσύ, χωρίς να πούνε λέξη, ανοίγουν την τσάντα τους, βγάζουν ένα φτερό και το βάζουν στα χέρια σου. Και μετά απλώς φεύγουν, με ύφος. Δεν ανοίγουν ποτέ μα ποτέ το στόμα τους. Και όλοι γύρω κοιτάζουν. Όλος ο κόσμος. Το ίδιο θα ήταν αν έπαιρναν ένα καυτό σίδερο και έγραφαν πάνω σου ότι είσαι δειλός”» (σσ. 169-171).
Η γραφή του Τζον Μπόιν εμπνέει τρυφερά συναισθήματα, δημιουργεί εικόνες και συγκινεί, μέσα από απλά και καθημερινά υλικά, διακτινισμένα στο χρόνο, καθώς στήνει πειστικά το σκηνικό της εποχής. Εμβαθύνει στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και στα διάφορα επίπεδα της πραγματικότητας, παρουσιάζοντας πολύπλευρα πτυχές του πολέμου, των ανθρώπων, της νοοτροπίας τους και των διαφοροποιήσεων που επήλθαν στο χρόνο. Ο αναγνώστης βρίσκει παιδιά του πολέμου και ανθρώπους νεαρής ηλικίας, που μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν αντίστοιχα σε μία ταραγμένη ιστορική περίοδο, με δύστοκες μεθόδους διαπαιδαγώγησης ‒ επιδράσεις που διαμόρφωσαν αναπόφευκτα την ψυχοσύνθεσή τους, εγκαθιστώντας συνδυαστικά μία κεκτημένη ταχύτητα επιβίωσης και ψυχοσωματικά τραύματα. Βλέπει ακόμα την προπολεμική συνύπαρξη στο δρόμο μίας εργατικής συνοικίας, που λειτουργούσε ως γειτονιά ‒ μικρή κοινότητα, σαν μικρογραφία χωριού, όπως η οδός Ντάμλεϊ στο βιβλίο, όπου όλα γίνονταν γνωστά και οι άνθρωποι γεννιόνταν, μεγάλωναν και πέθαιναν σε συγκεκριμένα τετραγωνικά, είχαν συγκεκριμένους κοινωνικούς και οικογενειακούς ρόλους, ενώ παρ’ όλες τις διαφορές τους η μη ανωνυμία εξασφάλιζε την αλληλεγγύη για όσους είχαν αναπτυγμένους πραγματικούς δεσμούς. Στη διάρκεια του Α’ Πολέμου ανατράπηκαν πολλές βεβαιότητες, όλα έμοιαζαν εφήμερα, οι άνθρωποι, τα νέα, τα γεγονότα, χάνοντας την αξία και την αντοχή τους στο χρόνο από τη μια στιγμή στην άλλη. Η ταχύτητα της πυρετώδους διαδοχής των εξελίξεων, που παρασύρει στο ρυθμό της τον αγώνα της επιβίωσης, κατάπινε το άτομο, εφόσον όλα «αντικαθίσταντο» αμέσως, όπως οι σφαίρες στα πολυβόλα και οι στρατιώτες στην πρώτη γραμμή των χαρακωμάτων.
Σε μία ιστορική περίοδο, λοιπόν, κατά την οποία οι απλές λέξεις και φράσεις μεταφράζονται διαφορετικά, μεταμορφωνόμενες ενίοτε και σε θέατρο του παραλόγου, ένας νευρικός κλονισμός, μία μυστική αποστολή και μία πολύχρωμη καραμέλα μήλου οδήγησαν, ανάμεσα σε άλλα, σταδιακά το μικρό μας ήρωα στην κατανόηση του νοήματος μίας επαναλαμβανόμενης φράσης του πατέρα του, σταχυολογημένη από τα τελευταία του γράμματα: «Μείνε εκεί που είσαι και μετά φύγε». Ο Άλφι, επομένως, υποχρεώθηκε δεδομένων των συνθηκών να μεγαλώσει, εκβιάστηκαν οι φυσικοί ρυθμοί, όπως και για όλα τα παιδιά του πολέμου. Έμαθε, επιπλέον, ότι η γενναιότητα και το θάρρος είναι σχετικά, ενώ πολύ συχνά διαφέρει το περιεχόμενό τους από εκείνο που συνήθως τους προσδίδουν, ιδίως όταν προέρχονται από ένα μικρό αγόρι όπως εκείνος, για τον καλύτερο λόγο του κόσμου: Για την αγάπη. Ο συγγραφέας μέσα από το παιδικό βλέμμα μιας επισκιασμένης αθωότητας, που ψάχνει ωστόσο πάντα ηλιοφάνεια, ζεστασιά και χαρά, απορρίπτει τον πόλεμο, απαξιώνει συνολικά τα υλικά σύνθεσής του και, στην ουσία, τον καταγγέλλει.
Δεύτερη ματιά από το βιβλίο:
«Ζούμε στην παράξενη εποχή ένας άντρας να γυαλίζει το παπούτσι του ψεύτικου ποδιού του» (σσ. 87).
Τη μετάφραση έκανε η Πετρούλα Γαβριηλίδου.
(Stay Where You Are And Then Leave)
Συγγραφέας: Τζον Μπόιν
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Έτος: 2014
Περιγραφή
Ο Ιρλανδός συγγραφέας Τζον Μπόιν, γνωστός από το βιβλίο του Το Αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα, καταπιάνεται αυτήν τη φορά με μία ιστορία που μας μεταφέρει στο Λονδίνο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, 1914-1918, και φτάνει έως το 1922. Το βιβλίο μπορεί να εξοικειώσει τους μικρούς αναγνώστες με ένα θραύσμα του Α’ Πολέμου και με τις επιπτώσεις του στους ανθρώπους και στον κοινωνικό ιστό. Για τους μεγάλους, πάλι, μπορεί να αποτελέσει μία ενδιαφέρουσα συντροφιά, καθόλου απαλλαγμένη προβληματισμών ή συναισθημάτων, καθώς τα προτεινόμενα ηλικιακά όρια σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι παρά συμβατικά.
Η ιστορία ξεκινάει με μία ημι-ακύρωση, η οποία αποκτά και διάσταση συμβολική. Η πρώτη μέρα του πολέμου ‒28η Ιουλίου 1914‒ συμπίπτει με τα γενέθλια του κεντρικού ήρωα Άλφι Σάμερφιλντ, που τότε έκλεινε τα πέντε του χρόνια. Η έναρξη του Πολέμου, λοιπόν, συνδυάστηκε γλυκόπικρα στο μυαλό του μικρού Άλφι, αφήνοντάς του μία απροσδιόριστη γεύση. Αναπόφευκτα οι πιο πολλοί καλεσμένοι στο πάρτι του, από την ίδια οδό στην οποία διέμενε με τους γονείς του, απέρριψαν ένας ένας την πρόσκληση, συμβολίζοντας ίσως τη επερχόμενη ακύρωση της χαράς της ζωής όπως έως τότε τη γνώριζαν και βέβαια πολλών ζωών στην πραγματικότητα, σε πεδία μαχών και μη. Εκτός όμως από τα γενέθλιά του, τα οποία συνδέθηκαν με μία θλιβερή σε παγκόσμιο επίπεδο ημέρα, παρότι για πολλούς ενθουσιώδη, η δίνη του πολέμου ρούφηξε μέσα της και τον μπαμπά του. Αυτή η ταραχή αποκρυστάλλωσε τις έντονες εντυπώσεις εκείνης της εποχής και βρίσκουμε έτσι τον Άλφι στα εννέα του χρόνια, προς το τέλος του Α’ Παγκοσμίου, να καταβάλλει προσπάθεια, για να θυμηθεί τη ζωή πριν τον πόλεμο, που προοδευτικά φαινόταν όλο και πιο μακρινή, όλο και πιο ξέθωρη.
Ο Άλφι, προκειμένου να επιβιώσουν με τη μητέρα μου, έγινε λούστρος, στο σιδηροδρομικό σταθμό του Κινγκ Κρος, πηγαίνοντας μόνο δύο φορές την εβδομάδα σχολείο, όταν είχαν ιστορία και ανάγνωση. Η μητέρα του, πάλι, άρχισε να εργάζεται στο νοσοκομείο ως αδελφή νοσοκόμα, αναλαμβάνοντας νυχτερινές βάρδιες και επιδιδόμενη ακόμα στο πλύσιμο και στη διόρθωση ρούχων για όσους μπορούσαν να την αμείψουν. Οι έως τότε ισχύουσες προσωπικές και κοινωνικές σταθερές από κάθε άποψη κλονίστηκαν. Οι αλλαγές επηρέασαν το άτομο, τον περίγυρο, τη χώρα, τον κόσμο. Οτιδήποτε επίσης φαινόταν πριν φυσιολογικό ή απλώς ενοχλητικό μεγεθύνθηκε, παραμορφώθηκε. Ξεμύτισε η καχυποψία και οι ακραίες τάσεις βρήκαν διέξοδο έκφρασης, όταν νωρίτερα αποτελούσαν εξαίρεση ή έμοιαζαν γραφικές. Ο κύριος Γιάνατσεκ, για παράδειγμα, Εβραίος από την Πράγα, ο οποίος είχε παντρευτεί στο Λονδίνο, αλλά έχασε τη γυναίκα του νωρίς από φυματίωση, μένοντας με την Καλένα, την καλύτερη φίλη του Άλφι, έβρισκε τώρα πιο συχνά τα τζάμια του μαγαζιού του σπασμένα, με την κατηγορία του προδότη να τον κυνηγάει. Μία μέρα, πατέρας και κόρη, συνελήφθησαν τελικά και εξορίστηκαν στο νησί Μαν ως «άτομα ειδικού ενδιαφέροντος» (σσ. 41), εξαιτίας της προέλευσής τους από την Αυστροουγγαρία, που θεωρούνταν πλέον χώρα εχθρική, ενώ ήταν αδιάφορο το γεγονός ότι η Καλένα ήταν γεννημένη στο Λονδίνο. Ο Τζον Πέισιενς, επιπρόσθετα, από το νούμερο 16, ο οποίος παρ’ όλη την υποδήλωση του ονόματός του ήταν ανυπόμονος και είχε τα «δικά του μυαλά», μια έβαφε κόκκινη την εξώπορτα του σπιτιού του, υπερασπιζόμενος το δίκαιο των εργατών και το δικαίωμα στην ψήφο των γυναικών ‒το οποίο μάλιστα πολλές απέρριπταν, εμποτισμένες με τη νοοτροπία μίας ανδροκρατούμενης κοινωνίας, πριν κατανοήσουν τη σημασία της ψήφου‒, και μια την έβαφε πράσινη, υποστηρίζοντας την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας από τα βρετανικά δεσμά. Τότε ακόμα οι υπόλοιπες κίτρινες πόρτες του ίδιου δρόμου θύμωναν μόνο, γιατί χαλούσε την παράδοση. Αργότερα, όμως, όταν αρνήθηκε να πολεμήσει ως «αντιρρησίας συνείδησης», οι αντιδράσεις εναντίον του κατέληξαν στην εκδήλωση βίας.
«“Όταν έγινε η επιστράτευση το χίλια εννιακόσια δεκάξι, είπαν ότι όλοι οι υγιείς άντρες από δεκαοχτώ έως σαράντα ενός χρονών πρέπει να καταταγούν, εκτός αν είναι χήροι και έχουν ένα ή δύο παιδιά να αναθρέψουν. Δε μας έπεφτε λόγος γι’ αυτό καθόλου! Ούτε μας ρώτησε κανείς! Κι εκεί ήρθαν οι αντιρρησίες συνείδησης ‒ ή σκέτο αντιρρησίες, όπως μας λένε. Ήμασταν πολλοί, ξέρεις, που ορθώσαμε το ανάστημά μας και αρνηθήκαμε να πολεμήσουμε”.
»“Φοβόσουνα;” ρώτησε ο Άλφι.
»“Ναι!” είπε ο Τζο, που έσκυψε και κοίταξε το αγόρι στα μάτια. “Φυσικά και φοβόμουνα. Ποιος χαζός δε θα φοβόταν να πάει σε μια ξένη χώρα, να σκάβει χαρακώματα και να σκοτώνει όσο πιο πολλούς ξένους μπορεί, πριν κάποιος ξένος τον σκοτώσει πρώτος; Μόνο ένας παλαβός δε θα φοβόταν. Αλλά δεν ήταν ο φόβος που με απέτρεψε από το να πάω, Άλφι. Δεν ήταν επειδή ήξερα ότι θα τραυματιστώ ή θα σκοτωθώ. Ήταν το αντίθετο από αυτό. Ήταν το γεγονός ότι δεν ήθελα να σκοτώσω κανέναν. Δεν ήρθα σε αυτή τη Γη για να δολοφονώ τους συνανθρώπους μου. Μεγάλωσα μέσα στη βία ‒ δεν το βλέπεις; Δεν την αντέχω. Αυτό που μου έκανε ο πατέρα μου... κάτι έσπασε μέσα μου, αυτό είναι όλο. Αν βγω τώρα στο δρόμο και χτυπήσω κάποιον με σφυρί στο κεφάλι και τον στείλω στο Δημιουργό του, θα με βάλουν φυλακή. Μπορεί και να με κρεμάσουν. Αλλά, επειδή δεν πήγα στη Γαλλία να κάνω ακριβώς αυτό το πράγμα, με βάζουν πάλι στη φυλακή. Πού είναι η δικαιοσύνη, μου λες; Πού είναι η λογική;” [...]
»“Με δικάσανε. Είπανε ότι ήμουν δειλός. Με στείλανε φυλακή. Ήταν διαφορετικό από το να μου δίνουν λευκά φτερά όπου και να πήγαινα”.
»Ο Άλφι συνοφρυώθηκε.
»“Λευκά φτερά;” ρώτησε.
»“Αυτό κάνουν. Οι γυναίκες κυρίως. Οι άντρες απλώς επιτίθενται. Οι γυναίκες δίνουν λευκά φτερά. Σε όποιον νέο άντρα βλέπουν που δε φοράει στολή. Σημαίνει ότι είσαι δειλός. Είναι άσχημο πράγμα, Άλφι, πολύ άσχημο. Έρχονται κοντά σου στον δρόμο και σου χαμογελάνε. Σε πλησιάζουν σαν να είσαι ένας φίλος που έχουν να δουν καιρό ή κάποιος ξάδελφος μακρινός ή σαν να πήγατε σχολείο μαζί ή ίσως σαν να τους αρέσεις και μετά, όταν σταματήσεις κι εσύ, χωρίς να πούνε λέξη, ανοίγουν την τσάντα τους, βγάζουν ένα φτερό και το βάζουν στα χέρια σου. Και μετά απλώς φεύγουν, με ύφος. Δεν ανοίγουν ποτέ μα ποτέ το στόμα τους. Και όλοι γύρω κοιτάζουν. Όλος ο κόσμος. Το ίδιο θα ήταν αν έπαιρναν ένα καυτό σίδερο και έγραφαν πάνω σου ότι είσαι δειλός”» (σσ. 169-171).
Η γραφή του Τζον Μπόιν εμπνέει τρυφερά συναισθήματα, δημιουργεί εικόνες και συγκινεί, μέσα από απλά και καθημερινά υλικά, διακτινισμένα στο χρόνο, καθώς στήνει πειστικά το σκηνικό της εποχής. Εμβαθύνει στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και στα διάφορα επίπεδα της πραγματικότητας, παρουσιάζοντας πολύπλευρα πτυχές του πολέμου, των ανθρώπων, της νοοτροπίας τους και των διαφοροποιήσεων που επήλθαν στο χρόνο. Ο αναγνώστης βρίσκει παιδιά του πολέμου και ανθρώπους νεαρής ηλικίας, που μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν αντίστοιχα σε μία ταραγμένη ιστορική περίοδο, με δύστοκες μεθόδους διαπαιδαγώγησης ‒ επιδράσεις που διαμόρφωσαν αναπόφευκτα την ψυχοσύνθεσή τους, εγκαθιστώντας συνδυαστικά μία κεκτημένη ταχύτητα επιβίωσης και ψυχοσωματικά τραύματα. Βλέπει ακόμα την προπολεμική συνύπαρξη στο δρόμο μίας εργατικής συνοικίας, που λειτουργούσε ως γειτονιά ‒ μικρή κοινότητα, σαν μικρογραφία χωριού, όπως η οδός Ντάμλεϊ στο βιβλίο, όπου όλα γίνονταν γνωστά και οι άνθρωποι γεννιόνταν, μεγάλωναν και πέθαιναν σε συγκεκριμένα τετραγωνικά, είχαν συγκεκριμένους κοινωνικούς και οικογενειακούς ρόλους, ενώ παρ’ όλες τις διαφορές τους η μη ανωνυμία εξασφάλιζε την αλληλεγγύη για όσους είχαν αναπτυγμένους πραγματικούς δεσμούς. Στη διάρκεια του Α’ Πολέμου ανατράπηκαν πολλές βεβαιότητες, όλα έμοιαζαν εφήμερα, οι άνθρωποι, τα νέα, τα γεγονότα, χάνοντας την αξία και την αντοχή τους στο χρόνο από τη μια στιγμή στην άλλη. Η ταχύτητα της πυρετώδους διαδοχής των εξελίξεων, που παρασύρει στο ρυθμό της τον αγώνα της επιβίωσης, κατάπινε το άτομο, εφόσον όλα «αντικαθίσταντο» αμέσως, όπως οι σφαίρες στα πολυβόλα και οι στρατιώτες στην πρώτη γραμμή των χαρακωμάτων.
Σε μία ιστορική περίοδο, λοιπόν, κατά την οποία οι απλές λέξεις και φράσεις μεταφράζονται διαφορετικά, μεταμορφωνόμενες ενίοτε και σε θέατρο του παραλόγου, ένας νευρικός κλονισμός, μία μυστική αποστολή και μία πολύχρωμη καραμέλα μήλου οδήγησαν, ανάμεσα σε άλλα, σταδιακά το μικρό μας ήρωα στην κατανόηση του νοήματος μίας επαναλαμβανόμενης φράσης του πατέρα του, σταχυολογημένη από τα τελευταία του γράμματα: «Μείνε εκεί που είσαι και μετά φύγε». Ο Άλφι, επομένως, υποχρεώθηκε δεδομένων των συνθηκών να μεγαλώσει, εκβιάστηκαν οι φυσικοί ρυθμοί, όπως και για όλα τα παιδιά του πολέμου. Έμαθε, επιπλέον, ότι η γενναιότητα και το θάρρος είναι σχετικά, ενώ πολύ συχνά διαφέρει το περιεχόμενό τους από εκείνο που συνήθως τους προσδίδουν, ιδίως όταν προέρχονται από ένα μικρό αγόρι όπως εκείνος, για τον καλύτερο λόγο του κόσμου: Για την αγάπη. Ο συγγραφέας μέσα από το παιδικό βλέμμα μιας επισκιασμένης αθωότητας, που ψάχνει ωστόσο πάντα ηλιοφάνεια, ζεστασιά και χαρά, απορρίπτει τον πόλεμο, απαξιώνει συνολικά τα υλικά σύνθεσής του και, στην ουσία, τον καταγγέλλει.
Δεύτερη ματιά από το βιβλίο:
«Ζούμε στην παράξενη εποχή ένας άντρας να γυαλίζει το παπούτσι του ψεύτικου ποδιού του» (σσ. 87).
Τη μετάφραση έκανε η Πετρούλα Γαβριηλίδου.
Χαρακώματα, Ιστορίες από την Οδό Γάγγραινας (2014)
Συγγραφέας: Τάσος Ζαφειριάδης
Εκδόσεις: Jemma Press
Έτος: 2014
Περιγραφή
Αυτό το σατιρικό κόμικ είναι προϊόν της ενδιαφέρουσας φαντασίας του Τάσου Ζαφειριάδη και του Πέτρου Χριστούλια. Ο αναγνώστης στις σελίδες του βρίσκει σύντομα επεισόδια εκτυλισσόμενα μεταξύ Γάλλων στρατιωτών στα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου και εμπνευσμένα από τις επικρατούσες εκεί συνθήκες. Έτσι βρίσκουμε ψύλλους και αρουραίους ως κατοικίδια, όταν ο εχθρός θεωρείται προτιμότερος μπροστά στον παραλογισμό του στρατού, επίσης μία μαζική μανία ποιητικής γραφής, τον Γκιγιόμ Απολινέρ και τις κομπόστες από γυναικείο χέρι, αέρια, ακόμα, διάχυτη τρέλα σε όσους καταφέρνουν να επιβιώνουν, λάσπη, λάσπη, κι άλλη λάσπη, και άλλα πολλά. Στο τέλος συγκεντρώνονται πληροφορίες για τη διαδικασία γραφής και σχεδιασμού του κόμικ, για τα πρόσωπα, για το λεξιλόγιο-κώδικα των χαρακωμάτων, γίνονται επίσης αναφορές σε πραγματικά περιστατικά και επισημαίνονται οι διαφορές και οι αναλογίες στη διασταύρωσή τους με τη μυθοπλασία, υπογραμμίζονται επιπλέον η σημασία του χιούμορ ως βοηθητικό «εργαλείο» επιβίωσης στα χαρακώματα, η λειτουργία της αργκό, η συνήθεια να χρησιμοποιούνται παρατσούκλια κ.ά. Το βιβλιαράκι ολοκληρώνεται με την παράθεση πηγών, όπως βιβλία, ταινίες, τηλεταινίες, τηλεοπτικές σειρές και ιστοσελίδες, και με τα βιογραφικά των δύο δημιουργών.
Το κόμικ διασκεδάζει όσα στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου αστεία, αλλά μέσα από το γέλιο γίνεται μία προσπάθεια εξευμενισμού της φρίκης, για να διευρυνθούν τα όρια των αντοχών στο παράλογο. Συνιστά μία συμπυκνωμένη δόση χαρακωμάτων με έναν τρόπο διαφορετικό ή, καλύτερα, διαχειριζόμενο ήδη υπαρκτά στα χαρακώματα στοιχεία, όπως ήταν το μαύρο χιούμορ, οι κώδικες κ.λπ., και, φιλτράροντάς τα ευρηματικά, διαμορφώνει έναν αντιπροσωπευτικό μικρόκοσμό τους. Το ανάγνωσμα ενδείκνυται για όποιον θέλει να πάρει μία ιδέα χωρίς να καταθλιβεί αλλά και για όποιον ήδη γνωρίζει τα γεγονότα και θα επιθυμούσε να παρατηρήσει το ιστορικό αυτό πλαίσιο μέσα από ένα ιδιότυπο καλειδοσκόπιο. Όπως κι αν έχει, αν το συναντήσετε κάπου, «βουτήξτε» το. Δίνει μία ευκαιρία περιήγησης σε μικρούς και μεγάλους στο Δυτικό Μέτωπο, όντας απαλλαγμένο από τη στιβαρότητα του απροκάλυπτα τραγικού.
Ματιές από την Οδό Γάγγραινας:
(σημειώσεις του Πέτρου Χρηστούλια)
«11/11/1918 11:00 π.μ.
»Τέσσερα χρόνια πολέμου μόλις τελείωσαν. Κάπου τόσο κράτησε και η δική μου θητεία ως σχεδιαστή της σειράς Χαρακώματα, με διαλείμματα στα μετόπισθεν. Επιβίωσα και από αυτό το πρότζεκτ. “Πάλιωσα” μέσα στην Οδό Γάγγραινας, παλεύοντας να μη συνηθίσω τον πόλεμο. Τώρα που τέλειωσε, συνειδητοποιώ ότι αυτό το πράγμα δε συνηθίζεται με τίποτα.
»Παρ’ όλα αυτά αγάπησα τους συναγωνιστές, τον Ζαν Πιερ, τον Γκιγιώμ, τον Ζοφρουά, τον Πουαλύ, τον Τιζιμπού... αλλά και τον Φριτς, τον “καλύτερο εχθρό”. Άλλοι αισιόδοξοι, άλλοι απαισιόδοξοι, άλλοι βρωμιάρηδες ή με καλλιτεχνικές ανησυχίες, κάποιοι θαρραλέοι και μερικοί νοσταλγικοί. Όλοι ανορθόγραφοι! Αν χωρίσεις έναν κανονικό άνθρωπο σε κλώνους που χαρακτηρίζονται ξεχωριστά από διαφορετικές ιδιότητες και τους ντύσεις με −απλοποιημένη− στρατιωτική στολή του γαλλικού στρατού του Α’ Παγκοσμίου, έχεις το λιγότερο ένα λόχο φαντάρους των χαρακωμάτων.
»“Ο πραγματικός εχθρός είναι η οξείδωση των όπλων” λέει η ενημέρωση από τη μεραρχία πριν από την επίθεση και, αν απομονώσεις αυτήν τη φράση από το πλαίσιό της, που την κάνει εντελώς βλακώδη και άκαιρη, μπορεί μέσα της να κρύβει μία μεγάλη αλήθεια. Γιατί η “οξείδωσις” είναι αποτέλεσμα του χρόνου και ο χρόνος είναι παντοδύναμος. Αν τον αντιμετωπίσεις σαν εχθρό, τότε γίνεσαι αυτόματα μια δονκιχωτική φιγούρα που παλεύει μάταια.
»Αυτήν τη ματαιότητα μεταφέρει η πρωινή ενημέρωση που ξεγυμνώνει το παγκόσμιο γεγονός από τα αίτια και τις αφορμές που αναφέρουν τα βιβλία ιστορίας και αποκαλύπτει την ανυπαρξία σκοπού, πέρα από την αποστομωτική “προώθηση της ιστορίας”» (σσ. 73).
(σημειώσεις του Τάσου Ζαφειριάδη)
«Όταν ξεκινήσαμε με τον Πέτρο να προετοιμαζόμαστε για τα Χαρακώματα, νόμιζα ότι θα επινοούσα κωμικές καταστάσεις, πρώτα ψάχνοντας τα σχετικά βιβλία για την κατανόηση και τη σωστή απόδοση των συνθηκών στο μέτωπο. Όσο προόδευε το διάβασμα, συνειδητοποίησα πως τελικά δεν θα χρειαζόταν να επινοήσω και πολλά, αλλά μάλλον να «τακτοποιήσω» ό,τι έβρισκα προχωρώντας. Κοιτώντας πίσω, δεν μπορώ πια να φανταστώ τη φρίκη των ορυγμάτων ξέχωρα από τη σκωπτική διάθεση αυτών που αναγκάστηκαν να ζήσουν μέσα σε αυτά.
»Θυμάμαι, π.χ., κάτι που διάβασα για μία καταστροφική επίθεση του 1917 (Σεμέν ντε Νταμ). Οι Γάλλοι στρατιώτες, καθώς διέσχιζαν την ουδέτερη ζώνη, βέλαζαν – ακριβώς σαν πρόβατα που οδεύουν στη σφαγή. Μια συλλογική διαμαρτυρία για την άσκοπη θυσία τους από έναν ανίκανο στρατηγό κάπου στο Παρίσι. Το χιούμορ ριζώνει βαθιά στην τραγωδία. Θα ήθελα να σφίξω το χέρι του στρατιώτη που το σκέφτηκε πρώτος. Η, μάλλον, να επισκεφτώ τον τάφο του. Θα έσφιγγα με χαρά και το χέρι των συντακτών των The Wipers Times, μιας σατιρικής εφημερίδας που άρχισαν να τυπώνουν κάποιοι στρατιώτες στα χαρακώματα της Υπρ, όταν βρήκαν σε χαλάσματα μία μηχανή εκτύπωσης απείραχτη από τους βομβαρδισμούς. Το χιούμορ είναι όπλο αντοχής, όπλο επιβίωσης. Σίγουρα δεν έσωσε κανέναν από τις σφαίρες, αλλά έδιωξε προσωρινά το φόβο.
»Μένει να πούμε ότι δεν επιδιώχθηκε η απόλυτη ιστορική ακρίβεια, καθώς δεν ήταν αυτός ο στόχος. Ο απαιτητικός αναγνώστης εύκολα θα εντοπίσει αναχρονισμούς και ιστορικά “λάθη”. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν αναφορές σε πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις. Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία όχι μόνο από το γαλλικό, αλλά και από τα άλλα στρατεύματα που πήραν μέρος, ελπίζοντας ότι θα αποτυπωθεί μια πιο “σφαιρική” αίσθηση του τι σημαίνει να ζει κανείς στα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου» (σσ. 74).
Τα σχέδια έκανε ο Πέτρος Χριστούλιας.
Συγγραφέας: Τάσος Ζαφειριάδης
Εκδόσεις: Jemma Press
Έτος: 2014
Περιγραφή
Αυτό το σατιρικό κόμικ είναι προϊόν της ενδιαφέρουσας φαντασίας του Τάσου Ζαφειριάδη και του Πέτρου Χριστούλια. Ο αναγνώστης στις σελίδες του βρίσκει σύντομα επεισόδια εκτυλισσόμενα μεταξύ Γάλλων στρατιωτών στα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου και εμπνευσμένα από τις επικρατούσες εκεί συνθήκες. Έτσι βρίσκουμε ψύλλους και αρουραίους ως κατοικίδια, όταν ο εχθρός θεωρείται προτιμότερος μπροστά στον παραλογισμό του στρατού, επίσης μία μαζική μανία ποιητικής γραφής, τον Γκιγιόμ Απολινέρ και τις κομπόστες από γυναικείο χέρι, αέρια, ακόμα, διάχυτη τρέλα σε όσους καταφέρνουν να επιβιώνουν, λάσπη, λάσπη, κι άλλη λάσπη, και άλλα πολλά. Στο τέλος συγκεντρώνονται πληροφορίες για τη διαδικασία γραφής και σχεδιασμού του κόμικ, για τα πρόσωπα, για το λεξιλόγιο-κώδικα των χαρακωμάτων, γίνονται επίσης αναφορές σε πραγματικά περιστατικά και επισημαίνονται οι διαφορές και οι αναλογίες στη διασταύρωσή τους με τη μυθοπλασία, υπογραμμίζονται επιπλέον η σημασία του χιούμορ ως βοηθητικό «εργαλείο» επιβίωσης στα χαρακώματα, η λειτουργία της αργκό, η συνήθεια να χρησιμοποιούνται παρατσούκλια κ.ά. Το βιβλιαράκι ολοκληρώνεται με την παράθεση πηγών, όπως βιβλία, ταινίες, τηλεταινίες, τηλεοπτικές σειρές και ιστοσελίδες, και με τα βιογραφικά των δύο δημιουργών.
Το κόμικ διασκεδάζει όσα στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου αστεία, αλλά μέσα από το γέλιο γίνεται μία προσπάθεια εξευμενισμού της φρίκης, για να διευρυνθούν τα όρια των αντοχών στο παράλογο. Συνιστά μία συμπυκνωμένη δόση χαρακωμάτων με έναν τρόπο διαφορετικό ή, καλύτερα, διαχειριζόμενο ήδη υπαρκτά στα χαρακώματα στοιχεία, όπως ήταν το μαύρο χιούμορ, οι κώδικες κ.λπ., και, φιλτράροντάς τα ευρηματικά, διαμορφώνει έναν αντιπροσωπευτικό μικρόκοσμό τους. Το ανάγνωσμα ενδείκνυται για όποιον θέλει να πάρει μία ιδέα χωρίς να καταθλιβεί αλλά και για όποιον ήδη γνωρίζει τα γεγονότα και θα επιθυμούσε να παρατηρήσει το ιστορικό αυτό πλαίσιο μέσα από ένα ιδιότυπο καλειδοσκόπιο. Όπως κι αν έχει, αν το συναντήσετε κάπου, «βουτήξτε» το. Δίνει μία ευκαιρία περιήγησης σε μικρούς και μεγάλους στο Δυτικό Μέτωπο, όντας απαλλαγμένο από τη στιβαρότητα του απροκάλυπτα τραγικού.
Ματιές από την Οδό Γάγγραινας:
(σημειώσεις του Πέτρου Χρηστούλια)
«11/11/1918 11:00 π.μ.
»Τέσσερα χρόνια πολέμου μόλις τελείωσαν. Κάπου τόσο κράτησε και η δική μου θητεία ως σχεδιαστή της σειράς Χαρακώματα, με διαλείμματα στα μετόπισθεν. Επιβίωσα και από αυτό το πρότζεκτ. “Πάλιωσα” μέσα στην Οδό Γάγγραινας, παλεύοντας να μη συνηθίσω τον πόλεμο. Τώρα που τέλειωσε, συνειδητοποιώ ότι αυτό το πράγμα δε συνηθίζεται με τίποτα.
»Παρ’ όλα αυτά αγάπησα τους συναγωνιστές, τον Ζαν Πιερ, τον Γκιγιώμ, τον Ζοφρουά, τον Πουαλύ, τον Τιζιμπού... αλλά και τον Φριτς, τον “καλύτερο εχθρό”. Άλλοι αισιόδοξοι, άλλοι απαισιόδοξοι, άλλοι βρωμιάρηδες ή με καλλιτεχνικές ανησυχίες, κάποιοι θαρραλέοι και μερικοί νοσταλγικοί. Όλοι ανορθόγραφοι! Αν χωρίσεις έναν κανονικό άνθρωπο σε κλώνους που χαρακτηρίζονται ξεχωριστά από διαφορετικές ιδιότητες και τους ντύσεις με −απλοποιημένη− στρατιωτική στολή του γαλλικού στρατού του Α’ Παγκοσμίου, έχεις το λιγότερο ένα λόχο φαντάρους των χαρακωμάτων.
»“Ο πραγματικός εχθρός είναι η οξείδωση των όπλων” λέει η ενημέρωση από τη μεραρχία πριν από την επίθεση και, αν απομονώσεις αυτήν τη φράση από το πλαίσιό της, που την κάνει εντελώς βλακώδη και άκαιρη, μπορεί μέσα της να κρύβει μία μεγάλη αλήθεια. Γιατί η “οξείδωσις” είναι αποτέλεσμα του χρόνου και ο χρόνος είναι παντοδύναμος. Αν τον αντιμετωπίσεις σαν εχθρό, τότε γίνεσαι αυτόματα μια δονκιχωτική φιγούρα που παλεύει μάταια.
»Αυτήν τη ματαιότητα μεταφέρει η πρωινή ενημέρωση που ξεγυμνώνει το παγκόσμιο γεγονός από τα αίτια και τις αφορμές που αναφέρουν τα βιβλία ιστορίας και αποκαλύπτει την ανυπαρξία σκοπού, πέρα από την αποστομωτική “προώθηση της ιστορίας”» (σσ. 73).
(σημειώσεις του Τάσου Ζαφειριάδη)
«Όταν ξεκινήσαμε με τον Πέτρο να προετοιμαζόμαστε για τα Χαρακώματα, νόμιζα ότι θα επινοούσα κωμικές καταστάσεις, πρώτα ψάχνοντας τα σχετικά βιβλία για την κατανόηση και τη σωστή απόδοση των συνθηκών στο μέτωπο. Όσο προόδευε το διάβασμα, συνειδητοποίησα πως τελικά δεν θα χρειαζόταν να επινοήσω και πολλά, αλλά μάλλον να «τακτοποιήσω» ό,τι έβρισκα προχωρώντας. Κοιτώντας πίσω, δεν μπορώ πια να φανταστώ τη φρίκη των ορυγμάτων ξέχωρα από τη σκωπτική διάθεση αυτών που αναγκάστηκαν να ζήσουν μέσα σε αυτά.
»Θυμάμαι, π.χ., κάτι που διάβασα για μία καταστροφική επίθεση του 1917 (Σεμέν ντε Νταμ). Οι Γάλλοι στρατιώτες, καθώς διέσχιζαν την ουδέτερη ζώνη, βέλαζαν – ακριβώς σαν πρόβατα που οδεύουν στη σφαγή. Μια συλλογική διαμαρτυρία για την άσκοπη θυσία τους από έναν ανίκανο στρατηγό κάπου στο Παρίσι. Το χιούμορ ριζώνει βαθιά στην τραγωδία. Θα ήθελα να σφίξω το χέρι του στρατιώτη που το σκέφτηκε πρώτος. Η, μάλλον, να επισκεφτώ τον τάφο του. Θα έσφιγγα με χαρά και το χέρι των συντακτών των The Wipers Times, μιας σατιρικής εφημερίδας που άρχισαν να τυπώνουν κάποιοι στρατιώτες στα χαρακώματα της Υπρ, όταν βρήκαν σε χαλάσματα μία μηχανή εκτύπωσης απείραχτη από τους βομβαρδισμούς. Το χιούμορ είναι όπλο αντοχής, όπλο επιβίωσης. Σίγουρα δεν έσωσε κανέναν από τις σφαίρες, αλλά έδιωξε προσωρινά το φόβο.
»Μένει να πούμε ότι δεν επιδιώχθηκε η απόλυτη ιστορική ακρίβεια, καθώς δεν ήταν αυτός ο στόχος. Ο απαιτητικός αναγνώστης εύκολα θα εντοπίσει αναχρονισμούς και ιστορικά “λάθη”. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν αναφορές σε πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις. Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία όχι μόνο από το γαλλικό, αλλά και από τα άλλα στρατεύματα που πήραν μέρος, ελπίζοντας ότι θα αποτυπωθεί μια πιο “σφαιρική” αίσθηση του τι σημαίνει να ζει κανείς στα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου» (σσ. 74).
Τα σχέδια έκανε ο Πέτρος Χριστούλιας.
Το δέντρο (2014) − περιοδικό
Έκδοση Λόγου και Τέχνης
Συγγραφέας: Συλλογικό
Εκδότης: Κώστας Μαυρουδής
Τεύχος: Νο 199-200
Έτος: Ιούλιος 2014
Περιγραφή
Το τεύχος είναι αφιερωμένο στον Α’ Πόλεμο, και πιο συγκεκριμένα στο πώς έγραψαν για την έναρξή του και τη συνέχειά του διάφοροι Ευρωπαίοι κυρίως συγγραφείς και εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής, που βρέθηκαν σε αυτόν ως στρατιώτες ή πολίτες, σε κατάσταση Κατοχής ή μη. Υπάρχουν έτσι, μετά το εισαγωγικό χρονολόγιό του, αποσπάσματα από λογοτεχνικά έργα, ποιήματα, ημερολόγια και επιστολές, επίσης κείμενα συντακτών που αναλύουν την επίδραση του πολέμου στους συγγραφείς όπως προκύπτει από τα έργα τους. Προς το τέλος του τεύχους βρίσκει ο αναγνώστης άρθρα επικεντρωμένα σε ειδικά θέματα σε σχέση με τον Α’ Πόλεμο, όπως μία συνέντευξη με τον ιστορικό Θάνο Βερέμη, επιστολές στρατιωτών από το Μέτωπο, ένα κείμενο για το πώς εντοπίζεται ο Α’ Πόλεμος σήμερα στο διαδίκτυο κ.λπ. Κάποιοι από τους συγγραφείς, τους συμμετέχοντες συντάκτες και τους μεταφραστές αποσπασμάτων είναι οι Τόμας Μαν, Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ζίγκμουντ Φρόιντ, Ρομέν Ρολάν, Γιόσεφ Ροτ, Ερνστ Γιούνγκερ, Σέρτζιο Ρομάνο, Στέφαν Τσβάιχ, Ρόμπερτ Μούζιλ, Βιργινία Λόβελινγκ, Ελίας Κανέτι, Ερνστ Τόλερ, Άντζεϊ Στάσιουκ, Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, Μπλέζ Σαντράρ, Γουίλφρεντ Όουεν, Ζίγκφριντ Σασούν, Μίροσλαβ Κρλέζια, Κάθριν Μάνσφιλντ, Νικολάι Στεπάνοβιτς Γκουμιλιόφ, Έλλη Λεμονίδου, Μιχάλης Μοδινός, Γιάννης Ευσταθιάδης, Μάνος Στεφανίδης, Μάρκος Καρασαρίνης, Ανδρέας Αποστολίδης, Κώστας Ανδρίτσος, Γιώργος Κόκκινος, Πόλυ Χατζημανωλάκη, Βασίλης Πρωτόπαππας, Άννα Κουστινούδη, Γιάννης Δούκας, Veronique Maire, Αργυρώ Μαντόγλου, Γεωργία Δεληγιάννη-Αναστασιάδη, Θωμάς Λιναράς, Νάντια Πούλου, Κωνσταντίνος Γαρίτσης, Τάκης Μενδράκος, Μπεάτα Ζουλκίεβιτς, Φίλιππος Δρακονταείδης, Μαρία Αγγελίδου, Φανή Μουρίκη, Νίκος Δεληβοριάς, Άννα Κουστινούδη, Σταυρούλα Αργυροπούλου, Άρης Δικταίος, Ολβία Παπαηλιού, Μίλτος Φραγκόπουλος κ.ά.
Ματιές από το τεύχος:
(Από το κείμενο της Πόλυς Χατζημανωλάκη πάνω στην Κυρία Νταλογουέι της Βιρτζίνια Γουλφ με κεντρικό τίτλο «Επιζήσαντες».)
«“Το Τραύμα του Πολέμου”
»Με το τέλος του πολέμου, διαβάζουμε στα ιστορικά χρονικά, ο βρετανικός στρατός είχε να αντιμετωπίσει 80.000 περιπτώσεις διαταραχής μετατραυματικού στρες –shell shock− σύμφωνα με την ευρέως διαδεδομένη ονομασία αυτού του «τραύματος». Ανάμεσά τους εθνικοί ήρωες-ποιητές, όπως ο Ζίγκφριντ Σασούν, ο Όουεν. Πώς να περιγράψουν οι φαντάροι στους δικούς τους την ταπείνωση που ένιωθαν όταν βρίσκονταν στο νοσοκομείο – η εξήγηση που έσωζε τα προσχήματα ήταν οι κρυφές εγκεφαλικές αιμορραγίες, εσωτερικές ουλές και τραύματα λόγω του σοκ από τις εκρήξεις των οβίδων. Πώς να περιγραφούν οι ακατανόμαστες σκηνές που είδαν και σιγά σιγά βγαίνουν στην επιφάνεια – σε επιστολές, σε μαρτυρίες, ποιήματα...
»Το τραύμα του πολέμου, η διαταραχή που έστειλε δεκάδες χιλιάδες φαντάρους μακριά από την πρώτη γραμμή, με συγκεκριμένα συμπτώματα – διάρροια, άγχος, υστερικά τικ... Οι φαντάροι, έχοντας κατακρεουργήσει τον εχθρό στο πρόσωπο με την ξιφολόγχη, ανέπτυσσαν οι ίδιοι υστερικές γκριμάτσες στο πρόσωπο που το έκαναν να μοιάζει με μάσκα. Αυτοί που είχαν μαχαιρώσει τον εχθρό στην κοιλιά πάθαιναν φριχτές στομαχικές κράμπες. Οι ιχνηλάτες έχαναν την όρασή τους. Εφιαλτικές εικόνες, παραισθήσεις. Διαταραχή στην αίσθηση του χρόνου. Το πεδίο της μάχης ωσεί παρόν. Μια διαταραχή που πέρασαν πενήντα χρόνια για να χαρακτηριστεί ψυχική και που τα συμπτώματά της έσπευσε αυθορμήτως να οικειωθεί η μοντερνιστική λογοτεχνία, η λογοτεχνία του τραύματος. Τους «εδόθη μορφή και έγινε δυνατόν να αναπαρασταθεί η παράλληλη αίσθηση του χώρου στη μοντερνιστική λογοτεχνία ως επακόλουθο του τραύματος», διαβάζουμε στο δοκίμιο της Κάρεν ΝτεΜέστερ. Μια ψυχολογική συνθήκη που οι ψυχίατροι θα κατανοούσαν μετά από 50 χρόνια.
»Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο Κλεγκλόχαρτ, ο Ζίγκφριντ Σασούν περιγράφει τα συμπτώματα στο ποίημα “Επιζήσαντες”:
»Σίγουρα θα γίνουν γρήγορα καλά. Η ένταση, το σοκ
»Προκάλεσαν το τραύλισμά τους, τη φευγάτη τους μιλιά
»Σίγουρα “δεν βλέπουν την ώρα να πάνε έξω πάλι”
»Αυτά τα αγόρια, με τα γέρικα φοβισμένα πρόσωπα, μαθαίνουν να περπατούν
»Σύντομα θα ξεχάσουν τις στοιχειωμένες τους νύχτες, την τρομοκρατημένη
»υποταγή στις επισκέψεις των φαντασμάτων των φίλων που έχουν πεθάνει
»Τα όνειρά τους που στάζουν φόνο. Και θα είναι περήφανοι
»Για το δοξασμένο πόλεμο που κομμάτιασε την περηφάνια τους
»Άνδρες που πήγαν να πολεμήσουν φοβεροί και χαρούμενοι
»Παιδιά με μάτια που σε μισούν, διαλυμένοι και τρελοί» (σσ. 102-103).
(Απόσπασμα από τη «Μύγα» της Κάθριν Μάνσφιλντ, σε απόδοση Άννας Κουστινούδη.)
«Εκείνη ακριβώς τη στιγμή το αφεντικό παρατήρησε ότι μια μύγα ήταν πεσμένη μέσα στο πλατύ μελανοδοχείο του που πάλευε αδύναμα αλλά απελπισμένα να σκαρφαλώσει πάλι έξω. Βοήθεια! Βοήθεια! Έλεγαν εκείνα τα αγωνιζόμενα ποδαράκια. Όπως τα τοιχώματα του μελανοδοχείου ήταν υγρά και γλιστρούσαν. Ξανάπεφτε πίσω και άρχιζε το κολύμπι. Το αφεντικό πήρε μια πένα, έβγαλε τη μύγα απ’ το μελάνι και την τίναξε πάνω σε ένα κομμάτι στυπόχαρτο. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου παρέμεινε ακίνητη στο σκούρο χαρτί που έσταζε γύρω της. Μετά, στηρίχτηκε στα μπροστινά ποδαράκια της και, σέρνοντας το μικρό μουσκεμένο σώμα προς τα πάνω, ξεκίνησε τον τεράστιο άθλο του καθαρισμού των φτερών από το μελάνι. Πάνω και κάτω, πάνω και κάτω πηγαινοερχόταν το ποδαράκι γύρω από το κάθε φτερό, όπως το ακόνι πάνω και κάτω απ’ το δρεπάνι. Μετά ακολούθησε μια παύση, ενώ η μύγα, που έδειχνε να στέκεται στις άκρες των φτερών της, προσπάθησε να ανοίξει πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Επιτέλους τα κατάφερε, κι αφού στάθηκε, άρχισε σα λεπτολόγα, επιμελής γάτα, να καθαρίζει το πρόσωπό της. Τώρα θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος ότι τα μικρά μπροστινά πόδια αλληλοτρίβονταν ελαφρά, χαρούμενα. Ο φριχτός κίνδυνος είχε περάσει. Την είχε γλιτώσει, ήταν πάλι έτοιμη για τη ζωή.
»Αλλά τότε του ήρθε μια ιδέα του αφεντικού. Βούτηξε ξανά την πένα του στο μελάνι, έφερε τον παχύ καρπό του χεριού του πάνω απ’ το στυπόχαρτο και, καθώς η μύγα δοκίμαζε τα φτερά της, έπεσε πάνω μια μεγάλη, βαριά κηλίδα από μελάνι. Τι θα έκανε τώρα, αλήθεια;» (σσ. 86-87).
Έκδοση Λόγου και Τέχνης
Συγγραφέας: Συλλογικό
Εκδότης: Κώστας Μαυρουδής
Τεύχος: Νο 199-200
Έτος: Ιούλιος 2014
Περιγραφή
Το τεύχος είναι αφιερωμένο στον Α’ Πόλεμο, και πιο συγκεκριμένα στο πώς έγραψαν για την έναρξή του και τη συνέχειά του διάφοροι Ευρωπαίοι κυρίως συγγραφείς και εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής, που βρέθηκαν σε αυτόν ως στρατιώτες ή πολίτες, σε κατάσταση Κατοχής ή μη. Υπάρχουν έτσι, μετά το εισαγωγικό χρονολόγιό του, αποσπάσματα από λογοτεχνικά έργα, ποιήματα, ημερολόγια και επιστολές, επίσης κείμενα συντακτών που αναλύουν την επίδραση του πολέμου στους συγγραφείς όπως προκύπτει από τα έργα τους. Προς το τέλος του τεύχους βρίσκει ο αναγνώστης άρθρα επικεντρωμένα σε ειδικά θέματα σε σχέση με τον Α’ Πόλεμο, όπως μία συνέντευξη με τον ιστορικό Θάνο Βερέμη, επιστολές στρατιωτών από το Μέτωπο, ένα κείμενο για το πώς εντοπίζεται ο Α’ Πόλεμος σήμερα στο διαδίκτυο κ.λπ. Κάποιοι από τους συγγραφείς, τους συμμετέχοντες συντάκτες και τους μεταφραστές αποσπασμάτων είναι οι Τόμας Μαν, Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ζίγκμουντ Φρόιντ, Ρομέν Ρολάν, Γιόσεφ Ροτ, Ερνστ Γιούνγκερ, Σέρτζιο Ρομάνο, Στέφαν Τσβάιχ, Ρόμπερτ Μούζιλ, Βιργινία Λόβελινγκ, Ελίας Κανέτι, Ερνστ Τόλερ, Άντζεϊ Στάσιουκ, Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, Μπλέζ Σαντράρ, Γουίλφρεντ Όουεν, Ζίγκφριντ Σασούν, Μίροσλαβ Κρλέζια, Κάθριν Μάνσφιλντ, Νικολάι Στεπάνοβιτς Γκουμιλιόφ, Έλλη Λεμονίδου, Μιχάλης Μοδινός, Γιάννης Ευσταθιάδης, Μάνος Στεφανίδης, Μάρκος Καρασαρίνης, Ανδρέας Αποστολίδης, Κώστας Ανδρίτσος, Γιώργος Κόκκινος, Πόλυ Χατζημανωλάκη, Βασίλης Πρωτόπαππας, Άννα Κουστινούδη, Γιάννης Δούκας, Veronique Maire, Αργυρώ Μαντόγλου, Γεωργία Δεληγιάννη-Αναστασιάδη, Θωμάς Λιναράς, Νάντια Πούλου, Κωνσταντίνος Γαρίτσης, Τάκης Μενδράκος, Μπεάτα Ζουλκίεβιτς, Φίλιππος Δρακονταείδης, Μαρία Αγγελίδου, Φανή Μουρίκη, Νίκος Δεληβοριάς, Άννα Κουστινούδη, Σταυρούλα Αργυροπούλου, Άρης Δικταίος, Ολβία Παπαηλιού, Μίλτος Φραγκόπουλος κ.ά.
Ματιές από το τεύχος:
(Από το κείμενο της Πόλυς Χατζημανωλάκη πάνω στην Κυρία Νταλογουέι της Βιρτζίνια Γουλφ με κεντρικό τίτλο «Επιζήσαντες».)
«“Το Τραύμα του Πολέμου”
»Με το τέλος του πολέμου, διαβάζουμε στα ιστορικά χρονικά, ο βρετανικός στρατός είχε να αντιμετωπίσει 80.000 περιπτώσεις διαταραχής μετατραυματικού στρες –shell shock− σύμφωνα με την ευρέως διαδεδομένη ονομασία αυτού του «τραύματος». Ανάμεσά τους εθνικοί ήρωες-ποιητές, όπως ο Ζίγκφριντ Σασούν, ο Όουεν. Πώς να περιγράψουν οι φαντάροι στους δικούς τους την ταπείνωση που ένιωθαν όταν βρίσκονταν στο νοσοκομείο – η εξήγηση που έσωζε τα προσχήματα ήταν οι κρυφές εγκεφαλικές αιμορραγίες, εσωτερικές ουλές και τραύματα λόγω του σοκ από τις εκρήξεις των οβίδων. Πώς να περιγραφούν οι ακατανόμαστες σκηνές που είδαν και σιγά σιγά βγαίνουν στην επιφάνεια – σε επιστολές, σε μαρτυρίες, ποιήματα...
»Το τραύμα του πολέμου, η διαταραχή που έστειλε δεκάδες χιλιάδες φαντάρους μακριά από την πρώτη γραμμή, με συγκεκριμένα συμπτώματα – διάρροια, άγχος, υστερικά τικ... Οι φαντάροι, έχοντας κατακρεουργήσει τον εχθρό στο πρόσωπο με την ξιφολόγχη, ανέπτυσσαν οι ίδιοι υστερικές γκριμάτσες στο πρόσωπο που το έκαναν να μοιάζει με μάσκα. Αυτοί που είχαν μαχαιρώσει τον εχθρό στην κοιλιά πάθαιναν φριχτές στομαχικές κράμπες. Οι ιχνηλάτες έχαναν την όρασή τους. Εφιαλτικές εικόνες, παραισθήσεις. Διαταραχή στην αίσθηση του χρόνου. Το πεδίο της μάχης ωσεί παρόν. Μια διαταραχή που πέρασαν πενήντα χρόνια για να χαρακτηριστεί ψυχική και που τα συμπτώματά της έσπευσε αυθορμήτως να οικειωθεί η μοντερνιστική λογοτεχνία, η λογοτεχνία του τραύματος. Τους «εδόθη μορφή και έγινε δυνατόν να αναπαρασταθεί η παράλληλη αίσθηση του χώρου στη μοντερνιστική λογοτεχνία ως επακόλουθο του τραύματος», διαβάζουμε στο δοκίμιο της Κάρεν ΝτεΜέστερ. Μια ψυχολογική συνθήκη που οι ψυχίατροι θα κατανοούσαν μετά από 50 χρόνια.
»Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο Κλεγκλόχαρτ, ο Ζίγκφριντ Σασούν περιγράφει τα συμπτώματα στο ποίημα “Επιζήσαντες”:
»Σίγουρα θα γίνουν γρήγορα καλά. Η ένταση, το σοκ
»Προκάλεσαν το τραύλισμά τους, τη φευγάτη τους μιλιά
»Σίγουρα “δεν βλέπουν την ώρα να πάνε έξω πάλι”
»Αυτά τα αγόρια, με τα γέρικα φοβισμένα πρόσωπα, μαθαίνουν να περπατούν
»Σύντομα θα ξεχάσουν τις στοιχειωμένες τους νύχτες, την τρομοκρατημένη
»υποταγή στις επισκέψεις των φαντασμάτων των φίλων που έχουν πεθάνει
»Τα όνειρά τους που στάζουν φόνο. Και θα είναι περήφανοι
»Για το δοξασμένο πόλεμο που κομμάτιασε την περηφάνια τους
»Άνδρες που πήγαν να πολεμήσουν φοβεροί και χαρούμενοι
»Παιδιά με μάτια που σε μισούν, διαλυμένοι και τρελοί» (σσ. 102-103).
(Απόσπασμα από τη «Μύγα» της Κάθριν Μάνσφιλντ, σε απόδοση Άννας Κουστινούδη.)
«Εκείνη ακριβώς τη στιγμή το αφεντικό παρατήρησε ότι μια μύγα ήταν πεσμένη μέσα στο πλατύ μελανοδοχείο του που πάλευε αδύναμα αλλά απελπισμένα να σκαρφαλώσει πάλι έξω. Βοήθεια! Βοήθεια! Έλεγαν εκείνα τα αγωνιζόμενα ποδαράκια. Όπως τα τοιχώματα του μελανοδοχείου ήταν υγρά και γλιστρούσαν. Ξανάπεφτε πίσω και άρχιζε το κολύμπι. Το αφεντικό πήρε μια πένα, έβγαλε τη μύγα απ’ το μελάνι και την τίναξε πάνω σε ένα κομμάτι στυπόχαρτο. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου παρέμεινε ακίνητη στο σκούρο χαρτί που έσταζε γύρω της. Μετά, στηρίχτηκε στα μπροστινά ποδαράκια της και, σέρνοντας το μικρό μουσκεμένο σώμα προς τα πάνω, ξεκίνησε τον τεράστιο άθλο του καθαρισμού των φτερών από το μελάνι. Πάνω και κάτω, πάνω και κάτω πηγαινοερχόταν το ποδαράκι γύρω από το κάθε φτερό, όπως το ακόνι πάνω και κάτω απ’ το δρεπάνι. Μετά ακολούθησε μια παύση, ενώ η μύγα, που έδειχνε να στέκεται στις άκρες των φτερών της, προσπάθησε να ανοίξει πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Επιτέλους τα κατάφερε, κι αφού στάθηκε, άρχισε σα λεπτολόγα, επιμελής γάτα, να καθαρίζει το πρόσωπό της. Τώρα θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος ότι τα μικρά μπροστινά πόδια αλληλοτρίβονταν ελαφρά, χαρούμενα. Ο φριχτός κίνδυνος είχε περάσει. Την είχε γλιτώσει, ήταν πάλι έτοιμη για τη ζωή.
»Αλλά τότε του ήρθε μια ιδέα του αφεντικού. Βούτηξε ξανά την πένα του στο μελάνι, έφερε τον παχύ καρπό του χεριού του πάνω απ’ το στυπόχαρτο και, καθώς η μύγα δοκίμαζε τα φτερά της, έπεσε πάνω μια μεγάλη, βαριά κηλίδα από μελάνι. Τι θα έκανε τώρα, αλήθεια;» (σσ. 86-87).
Το δέντρο (2014) − περιοδικό
Έκδοση Λόγου και Τέχνης
Συγγραφέας: Συλλογικό
Εκδότης: Κώστας Μαυρουδής
Τεύχος: Νο 201-202
Έτος: Δεκέμβριος 2014
Περιγραφή
Σε αυτό το τεύχος συνυπάρχουν τρία ενδιαφέροντα αφιερώματα. Το πρώτο αφορά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εκεί παρουσιάζονται σχετικά κείμενα συντακτών και συγγραφέων με αποσπάσματα έργων, επιστολών, ημερολογίων, ποιήματα, ακόμα, κ.λπ. Το δεύτερο αφιέρωμα επικεντρώνεται στο Φραντς Κάφκα, μέσα από συνεντεύξεις, κείμενα συγγραφέων, μελετητών κ.ά., που μιλούν για το έργο του, τη ζωή του και ενασχολούνται επίσης με τον ιστορικό χρόνο, την ανακάλυψη ή αποσιώπηση του συγγραφέα κ.λπ. Το τρίτο αφιέρωμα συμπεριλαμβάνει διάφορες οπτικές πάνω στο θέμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας την εποχή της κρίσης, για το πώς αποτυπώνεται σε αυτήν η κρίση, το πώς την επηρεάζει ή το πώς θα τη διαμορφώσει μελλοντικά κ.λπ. Στο τέλος, βρίσκουμε επιπλέον κείμενα, ποιήματα, σχολιογραφία κ.ά. Κάποιοι από τους συντάκτες, μεταφραστές και συμμετέχοντες γενικότερα στο τεύχος: Γιώργος Κόκκινος, Κώστας Καραβίδας, Μπλεζ Σαντράρ, Γκιγιόμ Απολινέρ, Γιόσεφ Βίτλιν, Αντρέ Ζιντ, Ετιέν Φορ, Κολέτ (Σιντονί-Γκαμπριέλ), Έλλη Λεμονίδου, Ζακ Βασέ, Αντρέ Μπρετόν, Πιέρ Ρεβερντί, Μαρτσέλο Φλόρες, Ανρί ντε Μοντερλάν, Αλέξανδρος Κυπριώτης, Γουίλιαμ Χούμπεν, Νίκος Βασιλόπουλος, Τζον Μάξγουελ Κούτσι, Πρίμο Λέβι, Ντίνο Μπουτζάτι, Φράνκο Μπρεβίνι, Φραντς Κάφκα, Ούλριχ Γκρέινερ, Πέτρος Μαρτινίδης, Γιώργος Σιακαντάρης, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ρέα Γαλανάκη, Δημήτρης Φύσσας, Θανάσης Βαλτινός, Δημήτρης Ραυτόπουλος, Τζιάνι Τσελάτι, Μάριο Μελέντεθ Μούνιοθ, Βίκτορ Ροντρίγκεθ Νούνιεθ, Γιώργος Ξενάριος, Αναστασία Βατάλη, Φανή Μουρίκη, Χλόη Κ. Μουρίκη, Μαρία Κουλούρη, Λένια Ζαφειροπούλου, Κυριάκος Μακαρονάς, Νίκος Κοκκομέλης, Νάσος Κυριαζόπουλος, Χ. Ε. Μαραβέλιας, Ευαγγελία Γιάννου, Αντωνία Πασχαλίδου, Μίλτος Φραγκόπουλος, Τ. Δασκαρόλη, Δημήτρης Αγγελής κ.ά.
Ματιές από το τεύχος:
(«Το αυτοκίνητο», του Γκιγιόμ Απολινέρ, σε απόδοση της Αναστασίας Βατάλη.)
«Στις 31 Αυγούστου 1914
»Έφυγα από την Ντοβίλ λίγο πριν απ’ τα μεσάνυχτα
»Με το μικρό αυτοκίνητο του Ρουβεΐρ
»Με τον οδηγό του ήμασταν τρεις
»Είπαμε αντίο σε μια ολόκληρη εποχή
»Μανιασμένοι γίγαντες υψώνονταν πάνω απ’ την Ευρώπη
»Οι αετοί εγκατέλειπαν τις φωλιές τους περιμένοντας τον ήλιο
»Τα αδηφάγα ψάρια ανέβαιναν από τις αβύσσους
»Οι λαοί έσπευδαν να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλο
»Οι νεκροί έτρεμαν από φόβο στις σκοτεινές κατοικίες τους.
»Τα σκυλιά γάβγιζαν προς τη μεριά των συνόρων
»Έφευγα έχοντας στην καρδιά μου όλες αυτές τις στρατιές που πολεμούσαν
»Τις ένιωθα να ανατέλλουν μέσα μου και τα μέρη όπου ελίσσονταν
»να αποκαλύπτονται
»Τα ευτυχισμένα χωριά του Βελγίου με τα δάση
»Το Φρανκορσάμ με το Κόκκινο Νερό και τα Pouhon[1]
»απ’ όπου γίνονται πάντα οι εισβολές
»Σιδηροδρομικές αρτηρίες όπου αυτοί που πήγαιναν στον θάνατο
»Χαιρετούσαν για ακόμα μια φορά την πολύχρωμη ζωή
»Απύθμενοι ωκεανοί όπου σάλευαν τα τέρατα
»Στα γερασμένα ναυαγισμένα κόκαλα
»Ύψη αφάνταστα όπου ο άνθρωπος πολεμά
»Πιο ψηλά από κει που ο αετός πετά
»Ο άνθρωπος πολεμά με τον άνθρωπο
»Και ξαφνικά κατεβαίνει σαν αστέρι που πέφτει
»Ένιωθα πάνω μου καινούργιες υπάρξεις γεμάτες επιδεξιότητα
»Να χτίζουν και να οργανώνουν ένα καινούργιο σύμπαν
»Ένας πανύψηλος έμπορος με ανήκουστο πλούτο
»τακτοποιούσε το εκπληκτικό εμπόρευμά του
»Και γιγάντιοι ποιμένες οδηγούσαν
»μεγάλα σιωπηλά κοπάδια που έβοσκαν λόγια
»και τους γάβγιζαν όλοι οι σκύλοι του δρόμου. [...]
»Και αφού περάσαμε το απόγευμα
»Απ’ το το Φοντενεμπλό
»Φτάσαμε στο Παρίσι
»Τη στιγμή που τοιχοκολλούσαν την επιστράτευση
»Καταλάβαμε ο φίλος μου και εγώ
»Ότι το μικρό αυτοκίνητο μας είχε οδηγήσει
»σε μια Νέα εποχή
»Και μολονότι ήμασταν και οι δυο ώριμοι άντρες
»μόλις είχαμε γεννηθεί» (σσ. 21-22).
__________
[1] Pouhons: Πηγές μεταλλικού νερού.
Έκδοση Λόγου και Τέχνης
Συγγραφέας: Συλλογικό
Εκδότης: Κώστας Μαυρουδής
Τεύχος: Νο 201-202
Έτος: Δεκέμβριος 2014
Περιγραφή
Σε αυτό το τεύχος συνυπάρχουν τρία ενδιαφέροντα αφιερώματα. Το πρώτο αφορά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εκεί παρουσιάζονται σχετικά κείμενα συντακτών και συγγραφέων με αποσπάσματα έργων, επιστολών, ημερολογίων, ποιήματα, ακόμα, κ.λπ. Το δεύτερο αφιέρωμα επικεντρώνεται στο Φραντς Κάφκα, μέσα από συνεντεύξεις, κείμενα συγγραφέων, μελετητών κ.ά., που μιλούν για το έργο του, τη ζωή του και ενασχολούνται επίσης με τον ιστορικό χρόνο, την ανακάλυψη ή αποσιώπηση του συγγραφέα κ.λπ. Το τρίτο αφιέρωμα συμπεριλαμβάνει διάφορες οπτικές πάνω στο θέμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας την εποχή της κρίσης, για το πώς αποτυπώνεται σε αυτήν η κρίση, το πώς την επηρεάζει ή το πώς θα τη διαμορφώσει μελλοντικά κ.λπ. Στο τέλος, βρίσκουμε επιπλέον κείμενα, ποιήματα, σχολιογραφία κ.ά. Κάποιοι από τους συντάκτες, μεταφραστές και συμμετέχοντες γενικότερα στο τεύχος: Γιώργος Κόκκινος, Κώστας Καραβίδας, Μπλεζ Σαντράρ, Γκιγιόμ Απολινέρ, Γιόσεφ Βίτλιν, Αντρέ Ζιντ, Ετιέν Φορ, Κολέτ (Σιντονί-Γκαμπριέλ), Έλλη Λεμονίδου, Ζακ Βασέ, Αντρέ Μπρετόν, Πιέρ Ρεβερντί, Μαρτσέλο Φλόρες, Ανρί ντε Μοντερλάν, Αλέξανδρος Κυπριώτης, Γουίλιαμ Χούμπεν, Νίκος Βασιλόπουλος, Τζον Μάξγουελ Κούτσι, Πρίμο Λέβι, Ντίνο Μπουτζάτι, Φράνκο Μπρεβίνι, Φραντς Κάφκα, Ούλριχ Γκρέινερ, Πέτρος Μαρτινίδης, Γιώργος Σιακαντάρης, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ρέα Γαλανάκη, Δημήτρης Φύσσας, Θανάσης Βαλτινός, Δημήτρης Ραυτόπουλος, Τζιάνι Τσελάτι, Μάριο Μελέντεθ Μούνιοθ, Βίκτορ Ροντρίγκεθ Νούνιεθ, Γιώργος Ξενάριος, Αναστασία Βατάλη, Φανή Μουρίκη, Χλόη Κ. Μουρίκη, Μαρία Κουλούρη, Λένια Ζαφειροπούλου, Κυριάκος Μακαρονάς, Νίκος Κοκκομέλης, Νάσος Κυριαζόπουλος, Χ. Ε. Μαραβέλιας, Ευαγγελία Γιάννου, Αντωνία Πασχαλίδου, Μίλτος Φραγκόπουλος, Τ. Δασκαρόλη, Δημήτρης Αγγελής κ.ά.
Ματιές από το τεύχος:
(«Το αυτοκίνητο», του Γκιγιόμ Απολινέρ, σε απόδοση της Αναστασίας Βατάλη.)
«Στις 31 Αυγούστου 1914
»Έφυγα από την Ντοβίλ λίγο πριν απ’ τα μεσάνυχτα
»Με το μικρό αυτοκίνητο του Ρουβεΐρ
»Με τον οδηγό του ήμασταν τρεις
»Είπαμε αντίο σε μια ολόκληρη εποχή
»Μανιασμένοι γίγαντες υψώνονταν πάνω απ’ την Ευρώπη
»Οι αετοί εγκατέλειπαν τις φωλιές τους περιμένοντας τον ήλιο
»Τα αδηφάγα ψάρια ανέβαιναν από τις αβύσσους
»Οι λαοί έσπευδαν να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλο
»Οι νεκροί έτρεμαν από φόβο στις σκοτεινές κατοικίες τους.
»Τα σκυλιά γάβγιζαν προς τη μεριά των συνόρων
»Έφευγα έχοντας στην καρδιά μου όλες αυτές τις στρατιές που πολεμούσαν
»Τις ένιωθα να ανατέλλουν μέσα μου και τα μέρη όπου ελίσσονταν
»να αποκαλύπτονται
»Τα ευτυχισμένα χωριά του Βελγίου με τα δάση
»Το Φρανκορσάμ με το Κόκκινο Νερό και τα Pouhon[1]
»απ’ όπου γίνονται πάντα οι εισβολές
»Σιδηροδρομικές αρτηρίες όπου αυτοί που πήγαιναν στον θάνατο
»Χαιρετούσαν για ακόμα μια φορά την πολύχρωμη ζωή
»Απύθμενοι ωκεανοί όπου σάλευαν τα τέρατα
»Στα γερασμένα ναυαγισμένα κόκαλα
»Ύψη αφάνταστα όπου ο άνθρωπος πολεμά
»Πιο ψηλά από κει που ο αετός πετά
»Ο άνθρωπος πολεμά με τον άνθρωπο
»Και ξαφνικά κατεβαίνει σαν αστέρι που πέφτει
»Ένιωθα πάνω μου καινούργιες υπάρξεις γεμάτες επιδεξιότητα
»Να χτίζουν και να οργανώνουν ένα καινούργιο σύμπαν
»Ένας πανύψηλος έμπορος με ανήκουστο πλούτο
»τακτοποιούσε το εκπληκτικό εμπόρευμά του
»Και γιγάντιοι ποιμένες οδηγούσαν
»μεγάλα σιωπηλά κοπάδια που έβοσκαν λόγια
»και τους γάβγιζαν όλοι οι σκύλοι του δρόμου. [...]
»Και αφού περάσαμε το απόγευμα
»Απ’ το το Φοντενεμπλό
»Φτάσαμε στο Παρίσι
»Τη στιγμή που τοιχοκολλούσαν την επιστράτευση
»Καταλάβαμε ο φίλος μου και εγώ
»Ότι το μικρό αυτοκίνητο μας είχε οδηγήσει
»σε μια Νέα εποχή
»Και μολονότι ήμασταν και οι δυο ώριμοι άντρες
»μόλις είχαμε γεννηθεί» (σσ. 21-22).
__________
[1] Pouhons: Πηγές μεταλλικού νερού.
Μουσική
Engel & Joe (2001)
Περιγραφή
Στο άλμπουμ της ταινίας συμμετέχουν διάφοροι μουσικοί και συγκροτήματα, όπως οι Donots, Slut, Too Strong, DJ Tomekk, Ferris MC, The Hives, Silence κ.λπ., συνδυάζοντας ποικιλία μουσικών ειδών, όπως χιπ χοπ, garage ροκ, ηλεκτρονικούς και ροκ πανκ ήχους, ορχηστρική μουσική κ.ά. Η ποικιλία συνάδει με όσα στοιχεία συνθέτουν την ατμόσφαιρα της ταινίας: ονειρικό ταξίδι, αντιθετικές δυναμικές που συγκρούονται έντονα, αδιέξοδο, δυσκολία, τάση φυγής, αλλαγής, και ελπίδα.
vid1: «Black Eyed», Placebo.
vid2: «Geburt» (ορχηστρικό), σε σύνθεση Michael Beckmann.
Περιγραφή
Στο άλμπουμ της ταινίας συμμετέχουν διάφοροι μουσικοί και συγκροτήματα, όπως οι Donots, Slut, Too Strong, DJ Tomekk, Ferris MC, The Hives, Silence κ.λπ., συνδυάζοντας ποικιλία μουσικών ειδών, όπως χιπ χοπ, garage ροκ, ηλεκτρονικούς και ροκ πανκ ήχους, ορχηστρική μουσική κ.ά. Η ποικιλία συνάδει με όσα στοιχεία συνθέτουν την ατμόσφαιρα της ταινίας: ονειρικό ταξίδι, αντιθετικές δυναμικές που συγκρούονται έντονα, αδιέξοδο, δυσκολία, τάση φυγής, αλλαγής, και ελπίδα.
vid1: «Black Eyed», Placebo.
vid2: «Geburt» (ορχηστρικό), σε σύνθεση Michael Beckmann.
| |
Jeux d’enfants (2003)
Περιγραφή
Την ορχηστρική μουσική της ταινίας έγραψε ο Γάλλος συνθέτης Φιλίπ Ρομπί (Philippe Rombi). Σε διάφορες εκτελέσεις, επίσης, συμπεριλαμβάνεται και το γνωστό τραγούδι της Εντίθ Πιάφ (Édith Piaf) «La vie en rose», με τους Trio Esperança, Ντόνα Σάμερ (Donna Summer), Λούις Άρμστρονγκ (Louis Armstrong) και Zazie. Ο Φιλίπ Ρομπί ντύνει μουσικά την ονειρική και παιχνιδιάρικη ατμόσφαιρα του έργου, όπως φαίνεται, για παράδειγμα, στο κομμάτι «Beethov’ Fantaisie, Cap Ou Pas Cap?» ή στο «Les Lunettes Magiques», ενίοτε το αδιέξοδο, επίσης, τη μελαγχολία ή την αγωνία, που αποτυπώνονται στο «10 Ans Plus Tard» και αλλού, αφήνοντας όμως χώρο και στη χαρά αυτής της εσωτερικής περιπέτειας, μέσα από τις εμπνευσμένες συνθέσεις του, που εν μέρει συμπυκνώνονται στην εισαγωγή των τίτλων.
vid1: «Ouverture» (ορχηστρικό), σε σύνθεση, ενορχήστρωση και διεύθυνση Φιλίπ Ρομπί.
vid2: «La vie en rose», ερμηνεύει η Ντόνα Σάμερ, η μετάφραση του στίχου στα αγγλικά είναι του Μακ Ντέιβιντ (Mack David).
Περιγραφή
Την ορχηστρική μουσική της ταινίας έγραψε ο Γάλλος συνθέτης Φιλίπ Ρομπί (Philippe Rombi). Σε διάφορες εκτελέσεις, επίσης, συμπεριλαμβάνεται και το γνωστό τραγούδι της Εντίθ Πιάφ (Édith Piaf) «La vie en rose», με τους Trio Esperança, Ντόνα Σάμερ (Donna Summer), Λούις Άρμστρονγκ (Louis Armstrong) και Zazie. Ο Φιλίπ Ρομπί ντύνει μουσικά την ονειρική και παιχνιδιάρικη ατμόσφαιρα του έργου, όπως φαίνεται, για παράδειγμα, στο κομμάτι «Beethov’ Fantaisie, Cap Ou Pas Cap?» ή στο «Les Lunettes Magiques», ενίοτε το αδιέξοδο, επίσης, τη μελαγχολία ή την αγωνία, που αποτυπώνονται στο «10 Ans Plus Tard» και αλλού, αφήνοντας όμως χώρο και στη χαρά αυτής της εσωτερικής περιπέτειας, μέσα από τις εμπνευσμένες συνθέσεις του, που εν μέρει συμπυκνώνονται στην εισαγωγή των τίτλων.
vid1: «Ouverture» (ορχηστρικό), σε σύνθεση, ενορχήστρωση και διεύθυνση Φιλίπ Ρομπί.
vid2: «La vie en rose», ερμηνεύει η Ντόνα Σάμερ, η μετάφραση του στίχου στα αγγλικά είναι του Μακ Ντέιβιντ (Mack David).
| |
The Dreamers (2003)
Περιγραφή
Η μουσική του δίσκου είναι ένα αμάλγαμα ειδών, όμως κλασικής αμερικάνικης ροκ, κλασικής γαλλικής ποπ, ρετρό τραγουδιών και κινηματογραφικής μουσικής γνωστών έργων της περιόδου που καλύπτει η ταινία, και άλλων πολύ νωρίτερα αυτής, εκφράζοντας τα ενδιαφέροντα των πρωταγωνιστών και στήνοντας με τα συστατικά της τόσο την ουτοπία της δικής τους προτίμησης όσο και της εποχής. Στο άλμπουμ ακούγονται μουσική και τραγούδια των Τζίμι Χέντριξ (Jimi Hendrix), Αντουάν Ντιουαμέλ (Antone Duhamel), Στιβ Μίλερ (Steve Miller), Φρανσουάζ Αρντί (Françoise Hardy) και άλλων. Υπάρχει, τέλος, μία διασκευή του τραγουδιού «Hey Joe», του οποίου η πιο γνωστή εκδοχή είναι του Τζίμι Χέντριξ, από τον Μπίλι Ρόμπερτς (Billy Roberts), την οποία ερμηνεύουν οι The Twins of Evil και ο Μάικλ Πιτ (Michael Pitt), ο ένας εκ των τριών πρωταγωνιστών της ταινίας.
vid1: «La mer» (1945 1η εκτέλεση) των Σαρλ Τρενέ (Charles Trénet) και Άλμπερτ Λάσρι (Albert Lasry), ερμηνεύει ο Σαρλ Τρενέ.
vid2: «Non, Je Ne Regrette Rien» (1956), των Σαρλ Ντιουμόν (Charles Dumont) και Μισέλ Βοκέρ (Michel Vaucaire), ερμηνεύει η Εντίθ Πιάφ.
Περιγραφή
Η μουσική του δίσκου είναι ένα αμάλγαμα ειδών, όμως κλασικής αμερικάνικης ροκ, κλασικής γαλλικής ποπ, ρετρό τραγουδιών και κινηματογραφικής μουσικής γνωστών έργων της περιόδου που καλύπτει η ταινία, και άλλων πολύ νωρίτερα αυτής, εκφράζοντας τα ενδιαφέροντα των πρωταγωνιστών και στήνοντας με τα συστατικά της τόσο την ουτοπία της δικής τους προτίμησης όσο και της εποχής. Στο άλμπουμ ακούγονται μουσική και τραγούδια των Τζίμι Χέντριξ (Jimi Hendrix), Αντουάν Ντιουαμέλ (Antone Duhamel), Στιβ Μίλερ (Steve Miller), Φρανσουάζ Αρντί (Françoise Hardy) και άλλων. Υπάρχει, τέλος, μία διασκευή του τραγουδιού «Hey Joe», του οποίου η πιο γνωστή εκδοχή είναι του Τζίμι Χέντριξ, από τον Μπίλι Ρόμπερτς (Billy Roberts), την οποία ερμηνεύουν οι The Twins of Evil και ο Μάικλ Πιτ (Michael Pitt), ο ένας εκ των τριών πρωταγωνιστών της ταινίας.
vid1: «La mer» (1945 1η εκτέλεση) των Σαρλ Τρενέ (Charles Trénet) και Άλμπερτ Λάσρι (Albert Lasry), ερμηνεύει ο Σαρλ Τρενέ.
vid2: «Non, Je Ne Regrette Rien» (1956), των Σαρλ Ντιουμόν (Charles Dumont) και Μισέλ Βοκέρ (Michel Vaucaire), ερμηνεύει η Εντίθ Πιάφ.
| |
vid3: ορχηστρική μουσική του Ζαν Κονσταντάν (Jean Constantin) από την ταινία του Φρανσουά Τριφό (François Truffaut ) «Τα 400 χτυπήματα» (Quatre Cents Coups ‒ 1959). >>> https://www.youtube.com/watch?v=zoWnS22_bSQ
vid4: «The Spy» (1970), The Doors. >>> https://www.youtube.com/watch?v=F7SQpjhbcws
vid4: «The Spy» (1970), The Doors. >>> https://www.youtube.com/watch?v=F7SQpjhbcws
Μείνε εκεί που είσαι και μετά φύγε (2013)
Περιγραφή
Οι τίτλοι των κεφαλαίων του βιβλίου αντλούνται από ομώνυμους τίτλους γνωστών τραγουδιών της εποχής του Α’ Πολέμου, στην Αγγλία: «Αποχαιρέτησέ με με ένα χαμόγελο», «Αν ήσουν ο μόνος Γερμαναράς στο χαράκωμα», «Αφήστε τις φωτιές των σπιτιών να καίνε», «Ο βασιλιάς σου και η πατρίδα σου σε χρειάζονται», «Όταν τελειώσει αυτός ο απαίσιος πόλεμος», «Για μένα και το κορίτσι μου», «Γεια σου, ποια είναι η φίλη σου;», «Είμαστε καταπτοημένοι;», «Α! Είναι ένας υπέροχος πόλεμος», «Σώπασε, έρχεται η σφαίρα», «Μάζεψε τις έννοιές σου στο σακίδιό σου», «Θέλω να πάω σπίτι», «Είναι ο δρόμος μακρύς και δύσκολος», «Πήγαινέ με πίσω στην κατακαημένη χώρα μου».
«Keep the Home Fires Burning» (1914) ‒ «Αφήστε τις φωτιές των σπιτιών να καίνε», των Άιβορ Νοβέλο (Ivor Novello) και Λένα Γκίλμπερτ Φορντ (Lena Gilbert Ford), ερμηνεύει η Λόρα Ράιτ (Laura Wright).
>>>https://www.youtube.com/watch?v=vEzwTPPHx50
«Pack Up Your Troubles In Your Old Kit Bag» (1915) ‒ «Μάζεψε τις έννοιές σου στο σακίδιό σου», των Τζορτζ Χένρι Πάουελ (George Henry Powell) και Φέλιξ Πάουελ (Felix Powell), σε εκτέλεση των The Robert Mandell Singers. >>> https://www.youtube.com/watch?v=FsynSgeo_Uo
«For Me and My Gal» (1917) ‒ «Για μένα και το κορίτσι μου», των Τζορτζ Μέγιερ (George W. Meyer), Έντγκαρ Λέσλι (Edgar Leslie) και Ε. Ρέι Γκετς (E. Ray Goetz), σε εκτέλεση των The Stardust Voice. >>> https://www.youtube.com/watch?v=dPu5Sh7CKuo
«Send Me Away With a Smile» (1917) ‒ «Αποχαιρέτησέ με με ένα χαμόγελο», τραγούδι των Λούις Γουέσλιν (Louis Weslyn) και Αλ Πιανταντόσι (Al Piantadosi), ερμηνεύει ο Τζον Μακ Κόρμακ (John McCormack). >>>https://www.youtube.com/watch?v=Jy2xJ9ZUBnI
Περιγραφή
Οι τίτλοι των κεφαλαίων του βιβλίου αντλούνται από ομώνυμους τίτλους γνωστών τραγουδιών της εποχής του Α’ Πολέμου, στην Αγγλία: «Αποχαιρέτησέ με με ένα χαμόγελο», «Αν ήσουν ο μόνος Γερμαναράς στο χαράκωμα», «Αφήστε τις φωτιές των σπιτιών να καίνε», «Ο βασιλιάς σου και η πατρίδα σου σε χρειάζονται», «Όταν τελειώσει αυτός ο απαίσιος πόλεμος», «Για μένα και το κορίτσι μου», «Γεια σου, ποια είναι η φίλη σου;», «Είμαστε καταπτοημένοι;», «Α! Είναι ένας υπέροχος πόλεμος», «Σώπασε, έρχεται η σφαίρα», «Μάζεψε τις έννοιές σου στο σακίδιό σου», «Θέλω να πάω σπίτι», «Είναι ο δρόμος μακρύς και δύσκολος», «Πήγαινέ με πίσω στην κατακαημένη χώρα μου».
«Keep the Home Fires Burning» (1914) ‒ «Αφήστε τις φωτιές των σπιτιών να καίνε», των Άιβορ Νοβέλο (Ivor Novello) και Λένα Γκίλμπερτ Φορντ (Lena Gilbert Ford), ερμηνεύει η Λόρα Ράιτ (Laura Wright).
>>>https://www.youtube.com/watch?v=vEzwTPPHx50
«Pack Up Your Troubles In Your Old Kit Bag» (1915) ‒ «Μάζεψε τις έννοιές σου στο σακίδιό σου», των Τζορτζ Χένρι Πάουελ (George Henry Powell) και Φέλιξ Πάουελ (Felix Powell), σε εκτέλεση των The Robert Mandell Singers. >>> https://www.youtube.com/watch?v=FsynSgeo_Uo
«For Me and My Gal» (1917) ‒ «Για μένα και το κορίτσι μου», των Τζορτζ Μέγιερ (George W. Meyer), Έντγκαρ Λέσλι (Edgar Leslie) και Ε. Ρέι Γκετς (E. Ray Goetz), σε εκτέλεση των The Stardust Voice. >>> https://www.youtube.com/watch?v=dPu5Sh7CKuo
«Send Me Away With a Smile» (1917) ‒ «Αποχαιρέτησέ με με ένα χαμόγελο», τραγούδι των Λούις Γουέσλιν (Louis Weslyn) και Αλ Πιανταντόσι (Al Piantadosi), ερμηνεύει ο Τζον Μακ Κόρμακ (John McCormack). >>>https://www.youtube.com/watch?v=Jy2xJ9ZUBnI
* Οι πληροφορίες για τα βραβεία Όσκαρ και τους συντελεστές των ταινιών επί το πλείστον προέρχονται από το IMDb site:
http://www.imdb.com/
* Κάποια από τα βιβλία αυτού του τεύχους τα προμηθεύτηκα από το βιβλιοπωλείο «Βιβλιοανιχνευτής» του Γιώργου Ζούκα:
http://vivlioanihneftis.wordpress.com/
* Το έργο του εξώφυλλου, με τίτλο «Children R 4 Love Not War...», είναι του Mandip Pandey.
*Τα έργα στην «Εισαγωγή» του τεύχους είναι της Marie Cardouat.
* Το έργο του οπισθόφυλλου είναι του Craig Davidson.
Στο επόμενο 15ο ένθετο τεύχος Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2015:
«Αγάπη και πόλεμος, μία ιστορία με αντοχή στο χρόνο» Μέρος Δ’ .
Γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου
http://www.imdb.com/
* Κάποια από τα βιβλία αυτού του τεύχους τα προμηθεύτηκα από το βιβλιοπωλείο «Βιβλιοανιχνευτής» του Γιώργου Ζούκα:
http://vivlioanihneftis.wordpress.com/
* Το έργο του εξώφυλλου, με τίτλο «Children R 4 Love Not War...», είναι του Mandip Pandey.
*Τα έργα στην «Εισαγωγή» του τεύχους είναι της Marie Cardouat.
* Το έργο του οπισθόφυλλου είναι του Craig Davidson.
Στο επόμενο 15ο ένθετο τεύχος Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2015:
«Αγάπη και πόλεμος, μία ιστορία με αντοχή στο χρόνο» Μέρος Δ’ .
Γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου