Η τρελή piñata | Φεβρουαρίου-Μαρτίου '15 | 012
«Αγάπη και πόλεμος, μία ιστορία με αντοχή στο χρόνο» Μέρος A'

Κάθε μήνας του χρόνου, μαζί με τις καταστάσεις που συμβαίνουν και τον κύκλο των εποχών, επηρεάζει τον ψυχισμό, τη διάθεση και τις επιλογές που κάνουμε καταλυτικά ή πρόσκαιρα, κάτι που θέλοντας ή μη αποτελεί μία πραγματικότητα. Υπάρχουν όμως και γεγονότα ή περίοδοι που ξεπερνούν το χρόνο και μπορεί να ταλανίζουν τη σκέψη ή να επιδρούν πάνω μας ανεξάρτητα ή παράλληλα με τις φυσικές και εποχικές αλλαγές, οι οποίες μοιάζουν προς στιγμήν ως κάτι πιο ελεγχόμενο και χειροπιαστό, ενίοτε και φαινομενικά. Από αυτό το τεύχος, λοιπόν, θα ανοίξουμε μία θεματική που θα μας συντροφέψει και πάλι για καιρό, καθώς θα μας απασχολήσουν ζητήματα που ποικιλότροπα έχουν καταγραφεί στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία και στη μουσική ως ανθρώπινες εκδηλώσεις, εκφράσεις και συμπεριφορές, όπως είναι η αγάπη και ο πόλεμος, ως γεγονότα αλλά και ως μία ανθρώπινη ροπή προς τη συνύπαρξη και τη σύγκρουση. Ακόμα κι αν μοιάζουν ασύνδετα μεταξύ τους, διαθέτουν ωστόσο εσωτερικούς συσχετισμούς. Από παιγνιώδεις λογισμούς όπως ότι «Τα αγοράκια και τα κοριτσάκια, όταν είναι μικρά, παίζουν ξύλο και, όταν μεγαλώνουν, παντρεύονται» ή ότι «Η αγάπη είναι ένα πεδίο μάχης», που προκύπτει τόσο από εσωτερικές αντιθέσεις όσο και από εξωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι μένει να υποσκελιστούν, μέχρι και τις θεωρίες ότι η εξέλιξη επιτυγχάνεται μέσα από τη σύγκρουση, την απομυθοποίηση και την αναδόμηση από την αρχή, τελικά αποτελούν δύο πολύπλευρες εκφράσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς που μοιάζουν σε πρώτη ανάγνωση ετερόκλητες, αλλά μπορεί να βρίσκουν σημεία συνάντησης και επαφής. Και αυτό ισχύει γιατί, όσο κι αν φαίνεται τραβηγμένο, οι προσωπικές μας ιστορίες συνθέτουν την ιστορία της ανθρωπότητας, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, ακόμα κι αν όλα συνθλίβονται στη μυλόπετρα του χρόνου, γιατί πολύ λίγα από τη δράση και τις πράξεις μας σταχυολογούνται και διασώζονται στο τέλος, παραμένοντας και συνεχίζοντας το ταξίδι τους μετά από εμάς.
Και εδώ μπορεί να παρεμβληθούν επιπλέον ζητήματα, όπως η μνήμη, που συνομιλεί νοερά με την εξέλιξη, προσωπική και κοινωνική, κρίσιμα ζητήματα με κοινό πυρήνα, εφόσον όλοι αποτελούμε κύτταρα της κοινωνίας, όπου δρούμε και διαδρούμε, και κύτταρα του κόσμου, όπου ζούμε και αναπνέουμε. Έτσι, συχνά, ό,τι βαπτίζεται λάθος, άκυρο, φάουλ, και θα μπορούσε να αφορά μόνο εμάς, είναι πολύ πιθανό να αφορά και άλλους, καθώς η αλυσίδα έχει πολλούς αλληλεπιδρώντες κρίκους και διαιωνίζεται ολοένα διευρυνόμενη στο χρόνο. Μένει ίσως η απορία: Μαθαίνουμε; Θυμόμαστε, για να μαθαίνουμε; Και τελικά εξελισσόμαστε; Μπορεί όχι, μπορεί ναι, αλλά αργά. Μπορεί ακόμα να μένουν πολλά να ανακαλύψουμε για εμάς και για τον κόσμο, που πολλές φορές δείχνει να απογειώνεται από τις εξελίξεις της τεχνολογίας, για παράδειγμα, και άλλες φορές χρησιμοποιεί ακριβώς αυτή την εξέλιξη ανταγωνιστικά και αυτοκαταστροφικά, όπως συνέβη σε τόσα πεδία μαχών, τα οποία διάσπαρτα ή μαζικά συνεχίζουν να ξεπετάγονται, ύστερα από τόσους πολέμους, μικρούς και μεγάλους, στο ενεργητικό μας. Και πάντα σε τέτοιες σκέψεις διεκδικεί τη θέση του ο Θουκυδίδης στο μυαλό μου, καθώς έγραψε την ιστορία του για να μαθαίνουν οι μεταγενέστεροι από τα λάθη των προγενέστερων. Επαναφέρω, επιπρόσθετα, και νεότερα αναγνώσματα στην ιστορία της λογοτεχνίας, τα αντιπολεμικά κείμενα συγγραφέων, εκ των οποίων πολλοί συμμετείχαν στα χαρακώματα του A' Πολέμου και θέλησαν να μοιραστούν αυτή την εμπειρία της φρίκης και του ανθρώπινου ξεπεσμού.
Παρ’ όλα αυτά, πόλεμοι συνέχισαν και συνεχίζουν να συμβαίνουν και μάλλον θα συμβαίνουν, ίσως γιατί οι άνθρωποι δε βρήκαν ακόμα νέες μεθόδους για να λύνουν τις διαφορές τους και εκδηλώνονται βίαια, διακόπτοντας έτσι τους διαύλους επικοινωνίας και ανοίγοντας διαρκώς νέους κύκλους βίας, με διάφορους τρόπους, σαν να ανακαλούν ως εύκολη λύση τα αταβιστικά τους κατάλοιπα και σαν τίποτα διαφορετικό στο μεταξύ ποτέ να μη συνέβη. Αποφεύγω τους μηδενισμούς, μία σχηματική διαπίστωση κάνω μόνο, αναγκαστικά στο χώρο που μου προσφέρεται εδώ, αναζητώντας ένα λιμάνι, έστω προσωρινό, στην τρικυμία του μυαλού. Σε μία εποχή ακήρυχτου πολέμου, στην οποία επικρατεί η απογοήτευση και όλοι ψάχνουν την ελπίδα, φέροντας, όμως, στη γνωσιολογική μας παρακαταθήκη δεκαετίες και αιώνες μίας δράσης που κονιορτοποίησε αυτή την ελπίδα θυσιάζοντας επαναληπτικά τον ανθό της νέας γενιάς σε πεδία μαχών κάθε είδους, κάνω ένα άνοιγμα στη μνήμη, πιάνοντας το νήμα, σε αυτό το τεύχος, λίγο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα πιο πολλά κείμενα αφορούν τον Α’ Πόλεμο (1914-1918), που τερματίστηκε επίσημα με την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών το 1919, η οποία εξασφάλισε μία επισφαλή ειρήνη. Το 2014 συμπληρώθηκαν τα 100 χρόνια από την έναρξη αυτού του πολέμου και στο Μέρος Α’ αυτής της δυναμικής θεματικής ξεκινάμε με αναφορά στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, στην ενότητα των βιβλίων.
Και, φυσικά, δεν μπορεί να λείπει το αντίβαρο της αγάπης, της επιθυμίας να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, που λειτουργεί και ως κατάθεση στη ζωή, ως ανάγκη επιβίωσης. Αυτή κατακτάται επίσης μέσα από μικρές ή μεγάλες μάχες, τις οποίες δίνουμε καθημερινά, από τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα μέχρι το σημείο όπου κάποιος αντέχει να διατηρεί ακόμα ζωντανό το παιδί μέσα του. Γιατί αυτή αποτελεί το φίλτρο για να βλέπουμε τον κόσμο με άλλα μάτια, λιγότερο ζοφερό, και μέσα από το οποίο όλα μοιάζουν πιθανά και δυνατά. Και είναι πολύ ωραίο κάποιος να βουτάει, να απολαμβάνει και να αξιοποιεί θετικά τα δώρα των συναισθημάτων, όταν αυτά συμβαίνουν. Όλα αυτά, βέβαια, αποτελούν γόνιμα συναπαντήματα στη ζωή, που μας ωριμάζουν και μας μαθαίνουν. Καθώς ακόμα και η αγάπη προϋποθέτει δύναμη, την ικανότητα του να μπορείς και να επιθυμείς να δώσεις, να δοθείς και να μοιραστείς, κάτι που λειτουργεί μόνο αμφίδρομα ορθά, διαφορετικά, επικρατεί και εκεί μία κατάσταση ανισορροπίας.
Στο 12ο τεύχος Φεβρουαρίου-Μαρτίου 2015, επομένως, η «Τρελή piñata» συγκεντρώνει ταινίες που μιλούν για την πρώτη αγάπη σε τρυφερές ηλικίες και για μάχες που καλούμαστε να δώσουμε επίσης σε όποια ηλικία, καθώς τα γεγονότα πολλές φορές μάς προλαβαίνουν και δεν προγραμματίζονται ούτε παραγγέλνονται βολικά βάσει της καταλληλότητας ή μη της ηλικίας, όπως είναι η απώλεια, για παράδειγμα. Προτείνει ακόμα βιβλία, για μικρούς και για μεγάλους, τα οποία μας μεταφέρουν σε διάφορα πεδία μαχών, πολεμικά και κοινωνικά, συμβολίζοντας ίσως και ευρύτερα τον ευσεβή πόθο για το πέρασμα προς την ενηλικίωση της ίδιας της ανθρωπότητας, που αναμένεται κάποια στιγμή να λάβει χώρα. Φυσικά, όπως πάντα, η θέαση και η ανάγνωση γίνονται συνοδεία ταξιδιάρικης μουσικής, μέσα από ιστορίες που μοιάζουν λίγο με πραγματικότητα και λίγο με κανονικό ή με αντίστροφο παραμύθι, που δε θα θέλαμε να μας συμβεί. Και, προκειμένου κάτι να μη μας συμβεί, όσο περνά από το χέρι μας, καλό θα ήταν να είμαστε σε θέση να το αναγνωρίζουμε, για να αποκωδικοποιούμε τουλάχιστον τι είναι εκείνο το οποίο αποφεύγουμε.
Ελάτε να σπάσουμε την «Τρελή piñata», λοιπόν, για να δούμε τι μπορούμε να ανακαλύψουμε μέσα από αφηγήσεις ιστορικές και μέσα από αφηγήσεις για την αγάπη, σαν παραμύθια, καθώς οι πραγματικές δοκιμασίες περνούν από καταστάσεις πολεμικές και από διάφορες εκφάνσεις της αγάπης, με μάχες κυριολεκτικές ή μεταφορικές! Και, βέβαια, μην ξεχνάτε να ονειρεύεστε και να απολαμβάνετε τη στιγμή, γιατί η ζωή σάς περιμένει με υπομονή να την κατακτάτε κάθε μέρα από την αρχή... Πάντα με μία δόση χρωματιστής τρέλας, για να ξεγελάμε τον καιρό στα δύσκολα...
Και εδώ μπορεί να παρεμβληθούν επιπλέον ζητήματα, όπως η μνήμη, που συνομιλεί νοερά με την εξέλιξη, προσωπική και κοινωνική, κρίσιμα ζητήματα με κοινό πυρήνα, εφόσον όλοι αποτελούμε κύτταρα της κοινωνίας, όπου δρούμε και διαδρούμε, και κύτταρα του κόσμου, όπου ζούμε και αναπνέουμε. Έτσι, συχνά, ό,τι βαπτίζεται λάθος, άκυρο, φάουλ, και θα μπορούσε να αφορά μόνο εμάς, είναι πολύ πιθανό να αφορά και άλλους, καθώς η αλυσίδα έχει πολλούς αλληλεπιδρώντες κρίκους και διαιωνίζεται ολοένα διευρυνόμενη στο χρόνο. Μένει ίσως η απορία: Μαθαίνουμε; Θυμόμαστε, για να μαθαίνουμε; Και τελικά εξελισσόμαστε; Μπορεί όχι, μπορεί ναι, αλλά αργά. Μπορεί ακόμα να μένουν πολλά να ανακαλύψουμε για εμάς και για τον κόσμο, που πολλές φορές δείχνει να απογειώνεται από τις εξελίξεις της τεχνολογίας, για παράδειγμα, και άλλες φορές χρησιμοποιεί ακριβώς αυτή την εξέλιξη ανταγωνιστικά και αυτοκαταστροφικά, όπως συνέβη σε τόσα πεδία μαχών, τα οποία διάσπαρτα ή μαζικά συνεχίζουν να ξεπετάγονται, ύστερα από τόσους πολέμους, μικρούς και μεγάλους, στο ενεργητικό μας. Και πάντα σε τέτοιες σκέψεις διεκδικεί τη θέση του ο Θουκυδίδης στο μυαλό μου, καθώς έγραψε την ιστορία του για να μαθαίνουν οι μεταγενέστεροι από τα λάθη των προγενέστερων. Επαναφέρω, επιπρόσθετα, και νεότερα αναγνώσματα στην ιστορία της λογοτεχνίας, τα αντιπολεμικά κείμενα συγγραφέων, εκ των οποίων πολλοί συμμετείχαν στα χαρακώματα του A' Πολέμου και θέλησαν να μοιραστούν αυτή την εμπειρία της φρίκης και του ανθρώπινου ξεπεσμού.
Παρ’ όλα αυτά, πόλεμοι συνέχισαν και συνεχίζουν να συμβαίνουν και μάλλον θα συμβαίνουν, ίσως γιατί οι άνθρωποι δε βρήκαν ακόμα νέες μεθόδους για να λύνουν τις διαφορές τους και εκδηλώνονται βίαια, διακόπτοντας έτσι τους διαύλους επικοινωνίας και ανοίγοντας διαρκώς νέους κύκλους βίας, με διάφορους τρόπους, σαν να ανακαλούν ως εύκολη λύση τα αταβιστικά τους κατάλοιπα και σαν τίποτα διαφορετικό στο μεταξύ ποτέ να μη συνέβη. Αποφεύγω τους μηδενισμούς, μία σχηματική διαπίστωση κάνω μόνο, αναγκαστικά στο χώρο που μου προσφέρεται εδώ, αναζητώντας ένα λιμάνι, έστω προσωρινό, στην τρικυμία του μυαλού. Σε μία εποχή ακήρυχτου πολέμου, στην οποία επικρατεί η απογοήτευση και όλοι ψάχνουν την ελπίδα, φέροντας, όμως, στη γνωσιολογική μας παρακαταθήκη δεκαετίες και αιώνες μίας δράσης που κονιορτοποίησε αυτή την ελπίδα θυσιάζοντας επαναληπτικά τον ανθό της νέας γενιάς σε πεδία μαχών κάθε είδους, κάνω ένα άνοιγμα στη μνήμη, πιάνοντας το νήμα, σε αυτό το τεύχος, λίγο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα πιο πολλά κείμενα αφορούν τον Α’ Πόλεμο (1914-1918), που τερματίστηκε επίσημα με την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών το 1919, η οποία εξασφάλισε μία επισφαλή ειρήνη. Το 2014 συμπληρώθηκαν τα 100 χρόνια από την έναρξη αυτού του πολέμου και στο Μέρος Α’ αυτής της δυναμικής θεματικής ξεκινάμε με αναφορά στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, στην ενότητα των βιβλίων.
Και, φυσικά, δεν μπορεί να λείπει το αντίβαρο της αγάπης, της επιθυμίας να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, που λειτουργεί και ως κατάθεση στη ζωή, ως ανάγκη επιβίωσης. Αυτή κατακτάται επίσης μέσα από μικρές ή μεγάλες μάχες, τις οποίες δίνουμε καθημερινά, από τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα μέχρι το σημείο όπου κάποιος αντέχει να διατηρεί ακόμα ζωντανό το παιδί μέσα του. Γιατί αυτή αποτελεί το φίλτρο για να βλέπουμε τον κόσμο με άλλα μάτια, λιγότερο ζοφερό, και μέσα από το οποίο όλα μοιάζουν πιθανά και δυνατά. Και είναι πολύ ωραίο κάποιος να βουτάει, να απολαμβάνει και να αξιοποιεί θετικά τα δώρα των συναισθημάτων, όταν αυτά συμβαίνουν. Όλα αυτά, βέβαια, αποτελούν γόνιμα συναπαντήματα στη ζωή, που μας ωριμάζουν και μας μαθαίνουν. Καθώς ακόμα και η αγάπη προϋποθέτει δύναμη, την ικανότητα του να μπορείς και να επιθυμείς να δώσεις, να δοθείς και να μοιραστείς, κάτι που λειτουργεί μόνο αμφίδρομα ορθά, διαφορετικά, επικρατεί και εκεί μία κατάσταση ανισορροπίας.
Στο 12ο τεύχος Φεβρουαρίου-Μαρτίου 2015, επομένως, η «Τρελή piñata» συγκεντρώνει ταινίες που μιλούν για την πρώτη αγάπη σε τρυφερές ηλικίες και για μάχες που καλούμαστε να δώσουμε επίσης σε όποια ηλικία, καθώς τα γεγονότα πολλές φορές μάς προλαβαίνουν και δεν προγραμματίζονται ούτε παραγγέλνονται βολικά βάσει της καταλληλότητας ή μη της ηλικίας, όπως είναι η απώλεια, για παράδειγμα. Προτείνει ακόμα βιβλία, για μικρούς και για μεγάλους, τα οποία μας μεταφέρουν σε διάφορα πεδία μαχών, πολεμικά και κοινωνικά, συμβολίζοντας ίσως και ευρύτερα τον ευσεβή πόθο για το πέρασμα προς την ενηλικίωση της ίδιας της ανθρωπότητας, που αναμένεται κάποια στιγμή να λάβει χώρα. Φυσικά, όπως πάντα, η θέαση και η ανάγνωση γίνονται συνοδεία ταξιδιάρικης μουσικής, μέσα από ιστορίες που μοιάζουν λίγο με πραγματικότητα και λίγο με κανονικό ή με αντίστροφο παραμύθι, που δε θα θέλαμε να μας συμβεί. Και, προκειμένου κάτι να μη μας συμβεί, όσο περνά από το χέρι μας, καλό θα ήταν να είμαστε σε θέση να το αναγνωρίζουμε, για να αποκωδικοποιούμε τουλάχιστον τι είναι εκείνο το οποίο αποφεύγουμε.
Ελάτε να σπάσουμε την «Τρελή piñata», λοιπόν, για να δούμε τι μπορούμε να ανακαλύψουμε μέσα από αφηγήσεις ιστορικές και μέσα από αφηγήσεις για την αγάπη, σαν παραμύθια, καθώς οι πραγματικές δοκιμασίες περνούν από καταστάσεις πολεμικές και από διάφορες εκφάνσεις της αγάπης, με μάχες κυριολεκτικές ή μεταφορικές! Και, βέβαια, μην ξεχνάτε να ονειρεύεστε και να απολαμβάνετε τη στιγμή, γιατί η ζωή σάς περιμένει με υπομονή να την κατακτάτε κάθε μέρα από την αρχή... Πάντα με μία δόση χρωματιστής τρέλας, για να ξεγελάμε τον καιρό στα δύσκολα...
Ταινίες

Romeo & Juliet (1968)
(Ρωμαίος και Ιουλιέτα)
Σκηνοθέτης: Φράνκο Τζεφιρέλι
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Ολίβια Χάσεϊ, Λέοναρντ Γουάιτινγκ, Τζον Μακένερι, Μάικλ Γιορκ κ.ά.
Περιγραφή
Δε θα μπορούσε από μία θεματική που συμπεριλαμβάνει στις ταινίες και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα να λείπει αυτή η κλασική ιστορία εφηβικής αγάπης, η οποία μας κληροδοτήθηκε από τη θαυματουργή πένα του Ουίλιαμ Σέξπιρ. Κι ας ακούγεται πολλές φορές με μία ιδέα απαξίας ότι πρόκειται εν τέλει για μία πολύ σύντομη γνωριμία, στην ουσία, με άδοξο τέλος δύο παιδιών σε νεαρή ηλικία. Κάποιες από όσες ιστορίες αγάπης, όμως, εξιδανικεύονται έχουν αυτά τα άγουρα στοιχεία του έντονου ενθουσιασμού, όταν όλα φαίνονται δυνατά και όταν το ροδαλό μάγουλο της αθωότητας παραμένει ακόμα απείραχτο από τη φθορά του χρόνου. Και μία από τις καλύτερες μεταφορές της στη μεγάλη οθόνη είναι εκείνη του Φράνκο Τζεφιρέλι, ο οποίος σε μία εποχή πολιτικού αναβρασμού και αγώνων για τον προσανατολισμό των συντηρητικών κοινωνιών σε πιο φιλελεύθερα μονοπάτια, ανάμεσα στα οποία και η σεξουαλική απελευθέρωση, έφτιαξε μία ταινία για μία κλασική ιστορία αγάπης. Η αγάπη, άλλωστε, είναι πάντα η πιο μεγάλη επανάσταση...
Το έργο αφορά τον αυθόρμητο έρωτα δύο εφήβων, του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, τα μοναχοπαίδια δύο αντίπαλων ισχυρών οικογενειών, των Μοντέγων και των Καπουλέτων, στη Βερόνα, στα τέλη του 16ου αιώνα μ.Χ. Όταν γνωρίζονται και ερωτεύονται, παρότι ξέρουν ότι η οικογένειά τους δε θα ενέκρινε αυτή την ένωση, κάνουν τα πάντα για να είναι μαζί, με τίμημα ακόμα και την ίδια τους τη ζωή. Οι συνέπειες τότε πέφτουν σαν κεραυνός εν αιθρία στο φαινομενικά ήρεμο ουρανό των δύο οικογενειών, που αναγκαστικά μαθαίνουν ότι την καρδιά ορίζουν άλλοι κανόνες και όχι οι ποταπές διαφορές ή τα συμφέροντα εξουσίας.
Αυτή η εκδοχή του θεατρικού έργου είναι γυρισμένη στη θεατρική «σκηνή» της Ιταλίας, με υπέροχα κουστούμια, ένα ενδιαφέρον καστ ηθοποιών και με το σεξπιρικό λόγο να ξεσηκώνει τη φαντασία και τις καρδιές. Πέραν των πρωταγωνιστών, μένουν στο μυαλό η τροφός της Ιουλιέτας και ο Μερκούτιος. Μπορεί τα δεδομένα να αλλάζουν στις εποχές, οι προτιμήσεις, οι τάσεις, αλλά για τους λάτρεις του είδους ή για όσους αγαπούν ό,τι θα ονομαζόταν ίσως ρετρό, που καταφέρνει όμως να διατηρεί τη φρεσκάδα του στο χρόνο, νομίζω ότι αγγίζει ευαίσθητες χορδές και κερδίζει τις εντυπώσεις. Με έχει συντροφέψει πολύ όμορφα από την εφηβεία και ακόμα συνεχίζει... Πριν αρκετά χρόνια, μάλιστα, είχε γίνει μία έκθεση με τα σκηνικά, τα κοστούμια και τα κοσμήματα, τις μακέτες, τα σκίτσα κ.λπ. του Φράνκο Τζεφιρέλι από διάφορα έργα του, στην Εθνική Πινακοθήκη. Είχα την τύχη να παραβρεθώ, κάπου το Φεβρουάριο του 1998 ήταν, μία πολύ κρύα μέρα, που χιόνιζε σχεδόν. Έμοιαζε τότε να ζωντανεύουν με άλλον τρόπο και πάλι τα έργα και τα σκηνικά μπροστά στα μάτια του θεατή...
Αγαπημένη σκηνή:
Στην πρώτη γνωριμία των ηρώων, όταν τα χέρια «φιλιούνται» όπως και τα χείλη.
Η ταινία το 1969 κέρδισε Όσκαρ στις κατηγορίες Καλύτερης Φωτογραφίας και Καλύτερων Κουστουμιών και δύο υποψηφιότητες στις κατηγορίες Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας.
(Ρωμαίος και Ιουλιέτα)
Σκηνοθέτης: Φράνκο Τζεφιρέλι
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Ολίβια Χάσεϊ, Λέοναρντ Γουάιτινγκ, Τζον Μακένερι, Μάικλ Γιορκ κ.ά.
Περιγραφή
Δε θα μπορούσε από μία θεματική που συμπεριλαμβάνει στις ταινίες και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα να λείπει αυτή η κλασική ιστορία εφηβικής αγάπης, η οποία μας κληροδοτήθηκε από τη θαυματουργή πένα του Ουίλιαμ Σέξπιρ. Κι ας ακούγεται πολλές φορές με μία ιδέα απαξίας ότι πρόκειται εν τέλει για μία πολύ σύντομη γνωριμία, στην ουσία, με άδοξο τέλος δύο παιδιών σε νεαρή ηλικία. Κάποιες από όσες ιστορίες αγάπης, όμως, εξιδανικεύονται έχουν αυτά τα άγουρα στοιχεία του έντονου ενθουσιασμού, όταν όλα φαίνονται δυνατά και όταν το ροδαλό μάγουλο της αθωότητας παραμένει ακόμα απείραχτο από τη φθορά του χρόνου. Και μία από τις καλύτερες μεταφορές της στη μεγάλη οθόνη είναι εκείνη του Φράνκο Τζεφιρέλι, ο οποίος σε μία εποχή πολιτικού αναβρασμού και αγώνων για τον προσανατολισμό των συντηρητικών κοινωνιών σε πιο φιλελεύθερα μονοπάτια, ανάμεσα στα οποία και η σεξουαλική απελευθέρωση, έφτιαξε μία ταινία για μία κλασική ιστορία αγάπης. Η αγάπη, άλλωστε, είναι πάντα η πιο μεγάλη επανάσταση...
Το έργο αφορά τον αυθόρμητο έρωτα δύο εφήβων, του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, τα μοναχοπαίδια δύο αντίπαλων ισχυρών οικογενειών, των Μοντέγων και των Καπουλέτων, στη Βερόνα, στα τέλη του 16ου αιώνα μ.Χ. Όταν γνωρίζονται και ερωτεύονται, παρότι ξέρουν ότι η οικογένειά τους δε θα ενέκρινε αυτή την ένωση, κάνουν τα πάντα για να είναι μαζί, με τίμημα ακόμα και την ίδια τους τη ζωή. Οι συνέπειες τότε πέφτουν σαν κεραυνός εν αιθρία στο φαινομενικά ήρεμο ουρανό των δύο οικογενειών, που αναγκαστικά μαθαίνουν ότι την καρδιά ορίζουν άλλοι κανόνες και όχι οι ποταπές διαφορές ή τα συμφέροντα εξουσίας.
Αυτή η εκδοχή του θεατρικού έργου είναι γυρισμένη στη θεατρική «σκηνή» της Ιταλίας, με υπέροχα κουστούμια, ένα ενδιαφέρον καστ ηθοποιών και με το σεξπιρικό λόγο να ξεσηκώνει τη φαντασία και τις καρδιές. Πέραν των πρωταγωνιστών, μένουν στο μυαλό η τροφός της Ιουλιέτας και ο Μερκούτιος. Μπορεί τα δεδομένα να αλλάζουν στις εποχές, οι προτιμήσεις, οι τάσεις, αλλά για τους λάτρεις του είδους ή για όσους αγαπούν ό,τι θα ονομαζόταν ίσως ρετρό, που καταφέρνει όμως να διατηρεί τη φρεσκάδα του στο χρόνο, νομίζω ότι αγγίζει ευαίσθητες χορδές και κερδίζει τις εντυπώσεις. Με έχει συντροφέψει πολύ όμορφα από την εφηβεία και ακόμα συνεχίζει... Πριν αρκετά χρόνια, μάλιστα, είχε γίνει μία έκθεση με τα σκηνικά, τα κοστούμια και τα κοσμήματα, τις μακέτες, τα σκίτσα κ.λπ. του Φράνκο Τζεφιρέλι από διάφορα έργα του, στην Εθνική Πινακοθήκη. Είχα την τύχη να παραβρεθώ, κάπου το Φεβρουάριο του 1998 ήταν, μία πολύ κρύα μέρα, που χιόνιζε σχεδόν. Έμοιαζε τότε να ζωντανεύουν με άλλον τρόπο και πάλι τα έργα και τα σκηνικά μπροστά στα μάτια του θεατή...
Αγαπημένη σκηνή:
Στην πρώτη γνωριμία των ηρώων, όταν τα χέρια «φιλιούνται» όπως και τα χείλη.
Η ταινία το 1969 κέρδισε Όσκαρ στις κατηγορίες Καλύτερης Φωτογραφίας και Καλύτερων Κουστουμιών και δύο υποψηφιότητες στις κατηγορίες Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας.

The Blue Lagoon (1980)
(Η Γαλάζια Λίμνη)
Σκηνοθέτης: Ράνταλ Κλάιζερ
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Μπρουκ Σιλντς, Κρίστοφερ Άτκινς, Λίο Μακέρν κ.ά.
Περιγραφή
Ένα πλοίο κατευθυνόμενο προς το Σαν Φρανσίσκο, στο 2ο μισό του 19ου αιώνα, ναυαγεί κάπου στον Ειρηνικό, και δύο παιδιά, ο Ρίτσαρντ και η Έμελιν, διασώζονται, οδηγούμενα με μια βάρκα από έναν ναυτικό του πλοίου σε ένα τροπικό νησί. Αφού περνούν κάποιον καιρό μαζί του, μαθαίνοντας να ψαρεύουν, να φτιάχνουν ναυτικούς κόμπους, καλύβες κ.λπ., εκείνος πεθαίνει. Έτσι, μένουν μόνα τους, επινοώντας στο εξής δικούς τους τρόπους επιβίωσης ή εξελίσσοντας όσους ήδη γνωρίζουν. Σταδιακά, στο πέρασμα του χρόνου, γίνεται και το πέρασμα στην ενηλικίωση, με όλα τα παρελκόμενα της συναισθηματικής και σεξουαλικής ωρίμανσης και ανακάλυψης, στο περιβάλλον μίας αθωότητας χωρίς ταμπού και καθωσπρεπισμούς, καθώς οι επιδράσεις της συντηρητικής κοινωνίας αποτελούν μακρινό απόηχο. Επιπλέον, και σε συνδυασμό με τις αναπόφευκτες συγκρούσεις, όταν οι δύο έφηβοι έρχονται σε επαφή με το άγνωστο.
Ρίτσαρντ: «Αναρωτιέμαι γιατί τσακωνόμαστε τόσο».
Εμ: «Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να κάνω κάτι για τις περίεργες σκέψεις που κάνω για σένα και για μένα».
Το πέρασμα επιτυγχάνεται, τελικά, με την αντιμετώπιση των προκλήσεων και των δυσκολιών, καθώς πρέπει να ακολουθήσουν χωρίς κανέναν οδηγό τα εσωτερικά τους καλέσματα, για να βρουν τα κατάλληλα μονοπάτια προς την ολοκλήρωση. Η ταινία αποτελεί ένα ωραίο εξωτικό ταξίδι, όσο «εξωτική» μπορεί να φαίνεται ή να είναι μία νέα ανακάλυψη. Υπάρχει κάτι ναΐφ στην ατμόσφαιρά της, αλλά μπορεί πλέον να λειτουργήσει και ως σύμβολο μέσα σε μία ηλεκτρονική εποχή ταχύτητας, στην οποία οι φυσικοί ρυθμοί βιάζονται και εκβιάζονται και όπου ο ελεύθερος ποιοτικός χρόνος συρρικνώνεται στο όριο του ελάχιστου, ενώ η θέρμη και η απλότητα του ανθρώπινου αγγίγματος γίνονται περιπέτεια ή εξορίζονται στη λήθη. Η ιστορία μοιάζει με έναν ευσεβή πόθο για την περιφρούρηση του χαμένου παραδείσου.
Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Henry De Vere Stacpoole.
Το 1981 κέρδισε μία υποψηφιότητα για Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερης Φωτογραφίας.
(Η Γαλάζια Λίμνη)
Σκηνοθέτης: Ράνταλ Κλάιζερ
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Μπρουκ Σιλντς, Κρίστοφερ Άτκινς, Λίο Μακέρν κ.ά.
Περιγραφή
Ένα πλοίο κατευθυνόμενο προς το Σαν Φρανσίσκο, στο 2ο μισό του 19ου αιώνα, ναυαγεί κάπου στον Ειρηνικό, και δύο παιδιά, ο Ρίτσαρντ και η Έμελιν, διασώζονται, οδηγούμενα με μια βάρκα από έναν ναυτικό του πλοίου σε ένα τροπικό νησί. Αφού περνούν κάποιον καιρό μαζί του, μαθαίνοντας να ψαρεύουν, να φτιάχνουν ναυτικούς κόμπους, καλύβες κ.λπ., εκείνος πεθαίνει. Έτσι, μένουν μόνα τους, επινοώντας στο εξής δικούς τους τρόπους επιβίωσης ή εξελίσσοντας όσους ήδη γνωρίζουν. Σταδιακά, στο πέρασμα του χρόνου, γίνεται και το πέρασμα στην ενηλικίωση, με όλα τα παρελκόμενα της συναισθηματικής και σεξουαλικής ωρίμανσης και ανακάλυψης, στο περιβάλλον μίας αθωότητας χωρίς ταμπού και καθωσπρεπισμούς, καθώς οι επιδράσεις της συντηρητικής κοινωνίας αποτελούν μακρινό απόηχο. Επιπλέον, και σε συνδυασμό με τις αναπόφευκτες συγκρούσεις, όταν οι δύο έφηβοι έρχονται σε επαφή με το άγνωστο.
Ρίτσαρντ: «Αναρωτιέμαι γιατί τσακωνόμαστε τόσο».
Εμ: «Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να κάνω κάτι για τις περίεργες σκέψεις που κάνω για σένα και για μένα».
Το πέρασμα επιτυγχάνεται, τελικά, με την αντιμετώπιση των προκλήσεων και των δυσκολιών, καθώς πρέπει να ακολουθήσουν χωρίς κανέναν οδηγό τα εσωτερικά τους καλέσματα, για να βρουν τα κατάλληλα μονοπάτια προς την ολοκλήρωση. Η ταινία αποτελεί ένα ωραίο εξωτικό ταξίδι, όσο «εξωτική» μπορεί να φαίνεται ή να είναι μία νέα ανακάλυψη. Υπάρχει κάτι ναΐφ στην ατμόσφαιρά της, αλλά μπορεί πλέον να λειτουργήσει και ως σύμβολο μέσα σε μία ηλεκτρονική εποχή ταχύτητας, στην οποία οι φυσικοί ρυθμοί βιάζονται και εκβιάζονται και όπου ο ελεύθερος ποιοτικός χρόνος συρρικνώνεται στο όριο του ελάχιστου, ενώ η θέρμη και η απλότητα του ανθρώπινου αγγίγματος γίνονται περιπέτεια ή εξορίζονται στη λήθη. Η ιστορία μοιάζει με έναν ευσεβή πόθο για την περιφρούρηση του χαμένου παραδείσου.
Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Henry De Vere Stacpoole.
Το 1981 κέρδισε μία υποψηφιότητα για Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερης Φωτογραφίας.

La Boum (1980)
(La Boom, το πρώτο μου πάρτι)
Σκηνοθέτης: Κλοντ Πινοτό
Γλώσσα: Γαλλικά, γερμανικά
Ηθοποιοί: Σοφί Μαρσό, Κλοντ Μπρασέρ, Μπριζίτ Φοσέ κ.ά.
Περιγραφή
Η Βικ είναι ένα κορίτσι στην εφηβεία, που πρωτοανακαλύπτει τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα. Οι πρώτες αυτές περιπέτειες συμβαίνουν παράλληλα με την υπάρχουσα κρίση στις σχέσεις των πολυάσχολων γονιών της, ενός οδοντιάτρου και μίας σκιτσογράφου, οι οποίοι δεν της αφιερώνουν αρκετό χρόνο. Στην αφήγηση, όμως, περιπλέκονται οι ιστορίες τριών γενεών και προκύπτει συνακόλουθα το πώς η καθεμία αντιλαμβάνεται τον έρωτα. Έτσι, βλέπουμε εν δράσει και την μπριόζα γιαγιά της κεντρικής ηρωίδας να παίζει το ρόλο συμβούλου και συμμάχου στις εξορμήσεις της, φέρνοντας τον αέρα μίας άλλης πιο ρομαντικής εποχής. Η ανάλαφρη αρχικά διάθεση, η οποία σταδιακά εισάγει την έφηβη κοπέλα σε συναισθηματικές διαδρομές, με συνοδοιπόρο και τις διάφορες εκφάνσεις εφηβικών συμπεριφορών και διακυμάνσεων, αλληλεπιδρά με τον κόσμο των ενηλίκων και κατά κάποιον τρόπο συντονίζεται, αφού πρώτα συγκρούεται, με αυτόν. Στο τέλος, μένει ανοιχτό το ερώτημα του κατά πόσο γίνεται κάποιος παιδί στον έρωτα, σε όποια ηλικία κι αν βρίσκεται, γιατί οι αντιδράσεις που προκαλεί και οι εκδηλώσεις των ανθρώπων στοχεύουν συνειδητά ή ασυνείδητα στην επικοινωνία με αυτό το παιδί που όλοι κρύβουμε μέσα μας... Το αποτέλεσμα δίνει μία ευχάριστη ιστορία, επαναφέροντας οικείες εικόνες με την ατμόσφαιρα των ’80s.
(La Boom, το πρώτο μου πάρτι)
Σκηνοθέτης: Κλοντ Πινοτό
Γλώσσα: Γαλλικά, γερμανικά
Ηθοποιοί: Σοφί Μαρσό, Κλοντ Μπρασέρ, Μπριζίτ Φοσέ κ.ά.
Περιγραφή
Η Βικ είναι ένα κορίτσι στην εφηβεία, που πρωτοανακαλύπτει τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα. Οι πρώτες αυτές περιπέτειες συμβαίνουν παράλληλα με την υπάρχουσα κρίση στις σχέσεις των πολυάσχολων γονιών της, ενός οδοντιάτρου και μίας σκιτσογράφου, οι οποίοι δεν της αφιερώνουν αρκετό χρόνο. Στην αφήγηση, όμως, περιπλέκονται οι ιστορίες τριών γενεών και προκύπτει συνακόλουθα το πώς η καθεμία αντιλαμβάνεται τον έρωτα. Έτσι, βλέπουμε εν δράσει και την μπριόζα γιαγιά της κεντρικής ηρωίδας να παίζει το ρόλο συμβούλου και συμμάχου στις εξορμήσεις της, φέρνοντας τον αέρα μίας άλλης πιο ρομαντικής εποχής. Η ανάλαφρη αρχικά διάθεση, η οποία σταδιακά εισάγει την έφηβη κοπέλα σε συναισθηματικές διαδρομές, με συνοδοιπόρο και τις διάφορες εκφάνσεις εφηβικών συμπεριφορών και διακυμάνσεων, αλληλεπιδρά με τον κόσμο των ενηλίκων και κατά κάποιον τρόπο συντονίζεται, αφού πρώτα συγκρούεται, με αυτόν. Στο τέλος, μένει ανοιχτό το ερώτημα του κατά πόσο γίνεται κάποιος παιδί στον έρωτα, σε όποια ηλικία κι αν βρίσκεται, γιατί οι αντιδράσεις που προκαλεί και οι εκδηλώσεις των ανθρώπων στοχεύουν συνειδητά ή ασυνείδητα στην επικοινωνία με αυτό το παιδί που όλοι κρύβουμε μέσα μας... Το αποτέλεσμα δίνει μία ευχάριστη ιστορία, επαναφέροντας οικείες εικόνες με την ατμόσφαιρα των ’80s.

L’effrontée (1985)
(An impudent girl)
Σκηνοθέτης: Κλοντ Μιλέρ
Γλώσσα: Γαλλικά
Ηθοποιοί: Σαρλότ Γκενσμπούρ, Κλοτίλντ Μποντόν, Ζιλί Γκλεν κ.ά.
Περιγραφή
Η Σαρλότ Γκαστόν είναι μία έφηβη κοπέλα που στο εν όψει καλοκαίρι, μέσα από δραστηριότητες και νέες γνωριμίες, έρχεται αντιμέτωπη με πρωτόγνωρα συναισθήματα και καταστάσεις. Ζει απλά και φυσιολογικά με την οικογένειά της, που συνιστούν ο πατέρας της −η μητέρα της πέθανε στη γέννα, «Δεν είναι σοβαρό» λέει η ίδια−, ο μεγαλύτερος αδελφός της επίσης, που φεύγει για διακοπές, η νέα γυναίκα του πατέρα της και η μικρή της αδελφή. Μοιράζεται ανάμεσα σε διάφορες ασχολίες, χωρίς να ξεχωρίζει σε κάτι και χωρίς να τη χαρακτηρίζει ιδιαίτερα κάτι, πέραν μίας κάποιας ατολμίας, που τη μαγκώνει και γίνεται ίσως ένας από τους λόγους για τους οποίους τη μαγνητίζει η Κλάρα Μπομάν. Η Κλάρα είναι μία συνομήλική της σολίστρια πιάνου, που θεωρείται παιδί-θαύμα, και η Σαρλότ τυχαίνει να τη γνωρίσει. Τότε, μετά από μία μάλλον επιπόλαιη πρόταση της Κλάρα, η Σαρλότ πιστεύει πως θα την ακολουθήσει στη περιοδεία της ως μάνατζέρ της. Έτσι, ό,τι νωρίτερα είχε για εκείνη σημασία, οι μικρές διαφωνίες, οι καβγάδες, η καθημερινότητα στην οικογένεια, περνά σε δεύτερη μοίρα, καθώς ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι που θα της αλλάξει τη ζωή, όπως εκείνη πιστεύει. Στο μεταξύ, έχει γνωρίσει ένα νεαρό, που τη φέρνει συμπτωματικά σε επαφή με την Κλάρα, αλλά κυρίως τη φλερτάρει με τρόπο πιο ενήλικο από όσο είναι σε θέση να διαχειριστεί.
Τελικά, η απομυθοποίηση των καταστάσεων δεν είναι πάντα το τέλος του κόσμου, καθώς η καθημερινότητα, όσο βαρετή φαίνεται εκ πρώτης όψεως, μπορεί να κρύβει μικρούς θησαυρούς μπροστά στα μάτια μας. Η Σαρλότ είναι αρκετά ατίθαση εκεί που μπορεί να είναι, αλλά για τον έξω κόσμο παραμένει ένα ευαίσθητο βλαστάρι, το οποίο αναπτύσσεται μέσα σε μία πραγματικότητα με εν δυνάμει αρκετούς κινδύνους και πολλαπλές απογοητεύσεις. Προκύπτει, ανάμεσα σε άλλα, η σημασία της οικογένειας στην ταινία, χωρίς μελιστάλαχτα και ηθικοπλαστικά σχήματα, με τις θετικές και δύσκολες στιγμές της καθημερινότητας και με τις σκοπέλους των αυτοαμφισβητήσεων και των εφηβικών ανησυχιών και ανασφαλειών μέσα από τα μάτια της έφηβης Σαρλότ. Θίγονται αρκετά από τα συνήθη θέματα εκείνης της ηλικίας, όπως η περιέργεια, η διάθεση πειραματισμού και διερεύνησης, η ευαισθησία, που πυροδοτεί δικαιολογημένα ή μη ξεσπάσματα, και οι συνεχείς ονειροπολήσεις. Τρυφερή η Σαρλότ, τρυφερή και η ταινία, η οποία αναφέρεται σε ένα πρώτο ταξίδι προς την ωριμότητα, με τις αναγκαστικές προσγειώσεις και συνειδητοποιήσεις, δυσάρεστες ή ευχάριστες.
Η Σαρλότ Γκενσμπούρ μαγεύει και με την κίνησή της ακόμα σε μία από τις πρώτες εμφανίσεις της καριέρας της.
Ατάκα που κρατάω:
«Όσο και να προσπαθώ, δε λέω ποτέ ό,τι θέλω να εννοήσω».
Η ταινία κέρδισε πολλές υποψηφιότητες και δύο βραβεία στην απονομή των Βραβείων Σεζάρ του 1986.
«Sarà Perchè Ti Amo», Ricchi & Poveri.
(An impudent girl)
Σκηνοθέτης: Κλοντ Μιλέρ
Γλώσσα: Γαλλικά
Ηθοποιοί: Σαρλότ Γκενσμπούρ, Κλοτίλντ Μποντόν, Ζιλί Γκλεν κ.ά.
Περιγραφή
Η Σαρλότ Γκαστόν είναι μία έφηβη κοπέλα που στο εν όψει καλοκαίρι, μέσα από δραστηριότητες και νέες γνωριμίες, έρχεται αντιμέτωπη με πρωτόγνωρα συναισθήματα και καταστάσεις. Ζει απλά και φυσιολογικά με την οικογένειά της, που συνιστούν ο πατέρας της −η μητέρα της πέθανε στη γέννα, «Δεν είναι σοβαρό» λέει η ίδια−, ο μεγαλύτερος αδελφός της επίσης, που φεύγει για διακοπές, η νέα γυναίκα του πατέρα της και η μικρή της αδελφή. Μοιράζεται ανάμεσα σε διάφορες ασχολίες, χωρίς να ξεχωρίζει σε κάτι και χωρίς να τη χαρακτηρίζει ιδιαίτερα κάτι, πέραν μίας κάποιας ατολμίας, που τη μαγκώνει και γίνεται ίσως ένας από τους λόγους για τους οποίους τη μαγνητίζει η Κλάρα Μπομάν. Η Κλάρα είναι μία συνομήλική της σολίστρια πιάνου, που θεωρείται παιδί-θαύμα, και η Σαρλότ τυχαίνει να τη γνωρίσει. Τότε, μετά από μία μάλλον επιπόλαιη πρόταση της Κλάρα, η Σαρλότ πιστεύει πως θα την ακολουθήσει στη περιοδεία της ως μάνατζέρ της. Έτσι, ό,τι νωρίτερα είχε για εκείνη σημασία, οι μικρές διαφωνίες, οι καβγάδες, η καθημερινότητα στην οικογένεια, περνά σε δεύτερη μοίρα, καθώς ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι που θα της αλλάξει τη ζωή, όπως εκείνη πιστεύει. Στο μεταξύ, έχει γνωρίσει ένα νεαρό, που τη φέρνει συμπτωματικά σε επαφή με την Κλάρα, αλλά κυρίως τη φλερτάρει με τρόπο πιο ενήλικο από όσο είναι σε θέση να διαχειριστεί.
Τελικά, η απομυθοποίηση των καταστάσεων δεν είναι πάντα το τέλος του κόσμου, καθώς η καθημερινότητα, όσο βαρετή φαίνεται εκ πρώτης όψεως, μπορεί να κρύβει μικρούς θησαυρούς μπροστά στα μάτια μας. Η Σαρλότ είναι αρκετά ατίθαση εκεί που μπορεί να είναι, αλλά για τον έξω κόσμο παραμένει ένα ευαίσθητο βλαστάρι, το οποίο αναπτύσσεται μέσα σε μία πραγματικότητα με εν δυνάμει αρκετούς κινδύνους και πολλαπλές απογοητεύσεις. Προκύπτει, ανάμεσα σε άλλα, η σημασία της οικογένειας στην ταινία, χωρίς μελιστάλαχτα και ηθικοπλαστικά σχήματα, με τις θετικές και δύσκολες στιγμές της καθημερινότητας και με τις σκοπέλους των αυτοαμφισβητήσεων και των εφηβικών ανησυχιών και ανασφαλειών μέσα από τα μάτια της έφηβης Σαρλότ. Θίγονται αρκετά από τα συνήθη θέματα εκείνης της ηλικίας, όπως η περιέργεια, η διάθεση πειραματισμού και διερεύνησης, η ευαισθησία, που πυροδοτεί δικαιολογημένα ή μη ξεσπάσματα, και οι συνεχείς ονειροπολήσεις. Τρυφερή η Σαρλότ, τρυφερή και η ταινία, η οποία αναφέρεται σε ένα πρώτο ταξίδι προς την ωριμότητα, με τις αναγκαστικές προσγειώσεις και συνειδητοποιήσεις, δυσάρεστες ή ευχάριστες.
Η Σαρλότ Γκενσμπούρ μαγεύει και με την κίνησή της ακόμα σε μία από τις πρώτες εμφανίσεις της καριέρας της.
Ατάκα που κρατάω:
«Όσο και να προσπαθώ, δε λέω ποτέ ό,τι θέλω να εννοήσω».
Η ταινία κέρδισε πολλές υποψηφιότητες και δύο βραβεία στην απονομή των Βραβείων Σεζάρ του 1986.
«Sarà Perchè Ti Amo», Ricchi & Poveri.

My Girl (1991)
(Το Κορίτσι μου)
Σκηνοθέτης: Χάουαρντ Ζιφ
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Άννα Κλάμσκι, Μακόλι Κάλκιν, Νταν Ακρόιντ, Τζέιμι Λι Κέρτις κ.ά.
Περιγραφή
Η μικρή Βέιντα είναι ένα χαριτωμένο αγοροκόριτσο, που ζει στο Μάντισον της Πενσιλβάνια το 1972 με τον πατέρα της, ο οποίος διατηρεί γραφείο τελετών, φροντίζοντας να κηδεύονται ευπαρουσίαστα οι άνθρωποι μετά το «πέρασμά» τους. Μαζί τους μένει επίσης και η γιαγιά της, η οποία βρέθηκε εξαρχής εκεί μετά το θάνατο της μητέρας της Βέιντα, αλλά στο μεταξύ έπαθε γεροντική άνοια. Ο θάνατος γίνεται μία καθημερινότητα ιδωμένη με χιούμορ, τρυφερότητα και κυνισμό για τη μικρή Βέιντα. Κάτι που δεν περνάει όμως ανώδυνα, καθώς την ταλανίζει στο μυαλό της ο θάνατος της μητέρας της, που καταλήγει σε εμμονές και φοβίες. Αναζητά διαρκώς αντιπερισπασμούς μέσα από δραστηριότητες που γρήγορα εναλλάσσονται καθώς και μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις. Σε αυτές σταθερό σημείο αναφοράς είναι ο παιδικός της φίλος Τόμας Τζέι, που έχει αλλεργία στα πάντα. Διεκδικεί, επίσης, και την προσοχή του πατέρα της, ο οποίος μοιάζει χαμένος στον κόσμο του και δεν αντιλαμβάνεται ότι οι απανωτές αλλαγές και μεταβάσεις, ίσως και η δική του εργασία, έχουν επιβαρύνει τη μικρή Βέιντα, καθώς δυσκολεύεται να τις διαχειριστεί. Όταν όμως στη ζωή τους μπαίνει η Σέλι Ντεβότο, μία αισθητικός που προσλαμβάνεται για τον καλλωπισμό των νεκρών, και φέρνει μία νότα χαράς και μία γεύση καυτερής πιπεριάς στη ζωή του, ο ανταγωνισμός αυξάνεται και τα πνεύματα ερεθίζονται.
«Ήμουν πολύ καλή στο να παραμένω αθέατη». Αλλά, πάλι, «όταν μπορείς να τραβάς την προσοχή, σημαίνει τουλάχιστον ότι είσαι ακόμα εδώ».
Ανάμεσα σε άλλα, ο παιδικός ενθουσιασμός για το δάσκαλό της την οδηγεί σε καλοκαιρινά μαθήματα δημιουργικής γραφής, όπου, με «καθαρή και ανοιχτή καρδιά, ακούγοντας τους συμμαθητές της», καταφέρνει στο τέλος να αποτυπώσει στο χαρτί όσα αισθάνεται για όλα εκείνα που θέλοντας ή μη συμβαίνουν. Κρύβει μία μικρή υποσχόμενη συγγραφέα, λοιπόν, η οποία ό,τι γράφει είναι από καρδιάς, εμβαπτισμένο στον πόνο, που γίνεται δύναμη για ζωή. Και ίσως πιο πολύ από την ίδια την απώλεια να επηρεάζει ό,τι κάποιος δεν μπορεί να κατανοήσει και γι’ αυτό να αποδεχτεί. Και, τελικά, μέσα από την αγάπη σε κάθε της μορφή, την απουσία, την επαναφορά στο γίγνεσθαι μετά την κρίση και μέσα από τη διάθεση για συνέχεια, δεν έχει σημασία μόνο το να αντιμετωπίζει κάποιος το φόβο του θανάτου με το να τον αποδεχτεί ως κομμάτι της ζωής αλλά και να δίνει τη δέουσα προσοχή σε όσους μένουν πίσω, που σημαίνει στην ίδια τη ζωή.
Ατάκες που κρατάω:
«Δεν παίζω ποτέ με αυτά τα κορίτσια. Συναναστρέφομαι μόνο με ανθρώπους που με διεγείρουν εγκεφαλικά».
Τόμας: «Πώς λες να είναι ο Παράδεισος;».
Βέιντα: «Νομίζω ότι όλοι ιππεύουν από ένα άλογο τρώγοντας μαρσμέλοους. Όλοι είναι φίλοι μεταξύ τους και, όταν αθλούνται, δεν υπάρχουν ομάδες, έτσι δε μένει κανείς εκτός».
Τόμας: «Και αν κάποιος φοβάται τα άλογα;».
Βέιντα: «Δεν πειράζει, γιατί δεν είναι συνηθισμένα άλογα, αλλά φτερωτά!».
«Νιώθω πολύ νευρικός. Την τελευταία φορά που βγήκα ραντεβού ήταν πριν είκοσι χρόνια».
«Χάρι, πρέπει να σε ενημερώσω ότι από τότε μεσολάβησε η σεξουαλική απελευθέρωση».
(Το Κορίτσι μου)
Σκηνοθέτης: Χάουαρντ Ζιφ
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Άννα Κλάμσκι, Μακόλι Κάλκιν, Νταν Ακρόιντ, Τζέιμι Λι Κέρτις κ.ά.
Περιγραφή
Η μικρή Βέιντα είναι ένα χαριτωμένο αγοροκόριτσο, που ζει στο Μάντισον της Πενσιλβάνια το 1972 με τον πατέρα της, ο οποίος διατηρεί γραφείο τελετών, φροντίζοντας να κηδεύονται ευπαρουσίαστα οι άνθρωποι μετά το «πέρασμά» τους. Μαζί τους μένει επίσης και η γιαγιά της, η οποία βρέθηκε εξαρχής εκεί μετά το θάνατο της μητέρας της Βέιντα, αλλά στο μεταξύ έπαθε γεροντική άνοια. Ο θάνατος γίνεται μία καθημερινότητα ιδωμένη με χιούμορ, τρυφερότητα και κυνισμό για τη μικρή Βέιντα. Κάτι που δεν περνάει όμως ανώδυνα, καθώς την ταλανίζει στο μυαλό της ο θάνατος της μητέρας της, που καταλήγει σε εμμονές και φοβίες. Αναζητά διαρκώς αντιπερισπασμούς μέσα από δραστηριότητες που γρήγορα εναλλάσσονται καθώς και μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις. Σε αυτές σταθερό σημείο αναφοράς είναι ο παιδικός της φίλος Τόμας Τζέι, που έχει αλλεργία στα πάντα. Διεκδικεί, επίσης, και την προσοχή του πατέρα της, ο οποίος μοιάζει χαμένος στον κόσμο του και δεν αντιλαμβάνεται ότι οι απανωτές αλλαγές και μεταβάσεις, ίσως και η δική του εργασία, έχουν επιβαρύνει τη μικρή Βέιντα, καθώς δυσκολεύεται να τις διαχειριστεί. Όταν όμως στη ζωή τους μπαίνει η Σέλι Ντεβότο, μία αισθητικός που προσλαμβάνεται για τον καλλωπισμό των νεκρών, και φέρνει μία νότα χαράς και μία γεύση καυτερής πιπεριάς στη ζωή του, ο ανταγωνισμός αυξάνεται και τα πνεύματα ερεθίζονται.
«Ήμουν πολύ καλή στο να παραμένω αθέατη». Αλλά, πάλι, «όταν μπορείς να τραβάς την προσοχή, σημαίνει τουλάχιστον ότι είσαι ακόμα εδώ».
Ανάμεσα σε άλλα, ο παιδικός ενθουσιασμός για το δάσκαλό της την οδηγεί σε καλοκαιρινά μαθήματα δημιουργικής γραφής, όπου, με «καθαρή και ανοιχτή καρδιά, ακούγοντας τους συμμαθητές της», καταφέρνει στο τέλος να αποτυπώσει στο χαρτί όσα αισθάνεται για όλα εκείνα που θέλοντας ή μη συμβαίνουν. Κρύβει μία μικρή υποσχόμενη συγγραφέα, λοιπόν, η οποία ό,τι γράφει είναι από καρδιάς, εμβαπτισμένο στον πόνο, που γίνεται δύναμη για ζωή. Και ίσως πιο πολύ από την ίδια την απώλεια να επηρεάζει ό,τι κάποιος δεν μπορεί να κατανοήσει και γι’ αυτό να αποδεχτεί. Και, τελικά, μέσα από την αγάπη σε κάθε της μορφή, την απουσία, την επαναφορά στο γίγνεσθαι μετά την κρίση και μέσα από τη διάθεση για συνέχεια, δεν έχει σημασία μόνο το να αντιμετωπίζει κάποιος το φόβο του θανάτου με το να τον αποδεχτεί ως κομμάτι της ζωής αλλά και να δίνει τη δέουσα προσοχή σε όσους μένουν πίσω, που σημαίνει στην ίδια τη ζωή.
Ατάκες που κρατάω:
«Δεν παίζω ποτέ με αυτά τα κορίτσια. Συναναστρέφομαι μόνο με ανθρώπους που με διεγείρουν εγκεφαλικά».
Τόμας: «Πώς λες να είναι ο Παράδεισος;».
Βέιντα: «Νομίζω ότι όλοι ιππεύουν από ένα άλογο τρώγοντας μαρσμέλοους. Όλοι είναι φίλοι μεταξύ τους και, όταν αθλούνται, δεν υπάρχουν ομάδες, έτσι δε μένει κανείς εκτός».
Τόμας: «Και αν κάποιος φοβάται τα άλογα;».
Βέιντα: «Δεν πειράζει, γιατί δεν είναι συνηθισμένα άλογα, αλλά φτερωτά!».
«Νιώθω πολύ νευρικός. Την τελευταία φορά που βγήκα ραντεβού ήταν πριν είκοσι χρόνια».
«Χάρι, πρέπει να σε ενημερώσω ότι από τότε μεσολάβησε η σεξουαλική απελευθέρωση».
Βιβλία

Καρδιά (1886)
(Cuore)
Συγγραφέας: Εντμόντο ντε Αμίτσις
Εκδόσεις: Άλμα
Έτος: χ.χ.
Περιγραφή
Η Καρδιά είναι ένα κλασικό ιταλικό παιδικό βιβλίο και πολύ αγαπητό, όσο και ο Πινόκιο του Κάρλο Κολόντι. Έκανα ανασκαφή σε ένα παλιό μπαούλο για να το εντοπίσω, και βρέθηκα μπροστά στις παιδικές μου αναμνήσεις. Το αναφέρω εδώ γιατί ταιριάζει στην ενότητα και, όπως έχουμε πει πολλές φορές, τα βιβλία δεν είναι προϊόντα αναλώσιμα, μένουν η ιδέα, η ιστορία και η ανάμνησή τους, ακόμα και αν ή όταν γίνονται δυσεύρετα. Έπειτα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, τα βιβλία αναδύονται και πάλι από την αφάνεια, στην οποία οι εποχές τα ρίχνουν, και ενίοτε επανακυκλοφορούν, επανεκδίδονται ή ανατυπώνονται. Πέραν προτιμήσεων, επομένως, το έργο αυτό αποτυπώνει τα σχολικά χρόνια στην ιταλική κοινωνία στη δύση του 19ου αιώνα, περασμένα από το ιδιαίτερο φίλτρο του συγγραφέα, και έχει το ενδιαφέρον του αν διαβαστεί με καλή διάθεση και την ίδια στιγμή κριτικά.
Η Καρδιά, λοιπόν, είναι ένα βιβλίο αφιερωμένο από τον ίδιο το συγγραφέα ιδίως στα παιδιά που παρακολουθούν τις τάξεις του δημοτικού σχολείου. Είναι γραμμένο σε ημερολογιακή μορφή, από τον Οκτώβριο, όταν άνοιγαν τα σχολεία παλιότερα, έως και τον Ιούλιο, όπου διενεργούνταν οι προαγωγικές εξετάσεις για την εκάστοτε επόμενη τάξη. Μέσα από τα μάτια του Ενρίκο, ένα παιδί της τρίτης τάξης, βλέπουμε αποσπάσματα της εποχής λίγο μετά την ενοποίηση των κρατιδίων της ιταλικής χερσονήσου. Ο πόλεμος είναι μία πολύ κοντινή ανάμνηση, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο επανέρχεται στις αφηγήσεις, καθώς φαίνονται άμεσα ή έμμεσα οι συνέπειες και τα κατάλοιπα που άφησε στις ζωές των ανθρώπων, αλλά και η αγάπη για την πατρίδα, τη γλώσσα, η περηφάνια για ένα εγχείρημα που ολοκληρώθηκε επιτυχώς. Αναδεικνύεται γενικότερα, όμως, το πλαίσιο της εποχής, με όλες τις ιδιαιτερότητές της, ενώ οι μικρές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά ανοίγουν την αυλαία στο σκηνικό εκείνης της περιόδου, με τις συμπεριφορές, τη νοοτροπία, τις αντιλήψεις της, τις συνθήκες διαβίωσης, την κοινωνική διαστρωμάτωση κ.λπ.
Ο Ενρίκο βρίσκεται σε μία τάξη 54 ατόμων και παρατηρεί και καταγράφει σχεδόν καθημερινά τα τεκταινόμενα, τις συνήθειες των συμμαθητών του, τα στοιχεία που τους ξεχωρίζουν, όσα διαμόρφωσαν τον ψυχισμό τους, προβληματίζεται για τους λόγους αποδοχής τους ή όχι από τους άλλους, για τις αντιδράσεις τους βάσει οικονομικού, κοινωνικού και οικογενειακού υποβάθρου, και αφηγείται τις περιπέτειες, επίσης, στις οποίες κατά καιρούς εμπλέκονται ηθελημένα ή μη. Επιπλέον, βρίσκουμε και ιστορίες που αφορούν τη ζωή των συμμαθητών, των δασκάλων ή άλλων ανθρώπων εκτός του στενού σχολικού χώρου, που ενίοτε τον επηρεάζουν και αλληλεπιδρούν με αυτόν. Τέλος, στις σελίδες του ημερολογίου παρεμβάλλονται γράμματα και συμβουλευτικά σημειώματα των γονιών του, με ιδεαλιστικό συνήθως περιεχόμενο, για το σεβασμό και την αγάπη απέναντι στους γονείς, για τη σημασία της οικογένειας, της εκπαίδευσης, για την αλληλεγγύη απέναντι σε όσους βρίσκονται σε κατάσταση ανέχειας κ.λπ. Πολλές αφηγήσεις μετεωρίζονται στο όριο του ηθικοπλαστικού, αλλά θα μπορούσαν την ίδια στιγμή να αποτελούν ως πραγματικά γεγονότα μικρές αντανακλάσεις ενός «τότε», το οποίο με παραλλαγές θα ήταν δυνατόν να ισχύει και σήμερα. Σε αυτά παίρνει ο καθένας το «μάθημά» του για τη φιλαργυρία του, την έλλειψη συμπόνιας κ.λπ., καθώς σε μικρογραφία προβάλλονται στα παιδιά οι εν δυνάμει ενήλικες του μέλλοντος, αντανακλώντας τους ενήλικες του παρόντος.
Ο δάσκαλός τους, ο κύριος Περμπόνι, τους ζητά στην αρχή να είναι «παιδιά με καρδιά», καθώς πλέον αυτά είναι η οικογένειά του από τότε που ο ίδιος έχασε τη μητέρα του. Θα περνούσαν εννιά μήνες μαζί και σκοπός ήταν να περάσει αυτός ο χρόνος παραγωγικά και αποτελεσματικά. Και, παρότι εκείνος δε χαμογελούσε ποτέ, δεν κατέφευγε στις τιμωρίες με περίσσια αυστηρότητα, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εποχής. Οι δάσκαλοι γενικά παρουσιάζονται στοργικοί, εκδηλώνοντας ενδιαφέρον και τρυφερότητα για τα παιδιά, πέραν των τυπικών υποχρεώσεών τους. Σε κάποια σημεία το βιβλίο μού θύμισε αναπόφευκτα την Κυρία Ντορεμί της Λιλίκας Νάκου.
Ο ρομαντισμός, ο ιδεαλισμός και η τρυφερότητα είναι διάχυτα, μαζί με τις σκληρές εικόνες βέβαια της ανέχειας και όλων των συνεπειών της. Αποτελεί, ωστόσο, μία ενδιαφέρουσα αφορμή συγκριτικής ιστορικής και κοινωνικής παρατήρησης η αλλαγή του κλίματος, που μόλις σε λίγες δεκαετίες επήλθε με το ξέσπασμα του Α’ Πολέμου και είναι εμφανές σε όσα βιβλία γράφτηκαν στη διάρκειά του και αργότερα στο Μεσοπόλεμο, αναφερόμενα στα χαρακώματα. Οι διαψεύσεις, η απογοήτευση, οι χαμένες γενιές, η κρίση ταυτότητας, το ρήγμα που δημιουργήθηκε με τις προηγούμενες γενιές πολύ απέχουν από την ατμόσφαιρα των ακλόνητων βεβαιοτήτων, έστω και μετά δυσκολιών, που ακόμα επικρατεί στην Καρδιά, με την αθωότητα ακόμα επαρκώς ακέραια.
Ματιές από το βιβλίο:
«Μεγάλη υπομονή πρέπει να ’χουν οι δασκάλες με τα παιδιά της πρώτης, όλα χωρίς δόντια, που δεν μπορούν να προφέρουν το σίγμα και το ρο, κι ο ένας βήχει, ο άλλος χάνει τα βιβλία του, άλλος πέφτει και χτυπά, άλλος βελάζει γιατί τσιμπήθηκε από την πέννα του κι άλλος κλαίει γιατί αγόρασε ένα τετράδιο λάθος. Πενήντα παιδιά σε μια τάξη, και να μην ξέρουν τίποτα, και πρέπει να μάθουν να διαβάζουν και να γράφουν. Έχουν τις τσέπες τους γεμάτες κουμπιά, κιμωλίες, πενάκια κι άλλα μικροπράγματα, που οι δασκάλες τους ερευνούν για να τα πάρουν. Αυτοί όμως τα κρύβουν καλά και δεν προσέχουν στην παράδοση. Αν μπει μια μέλισσα μες στην τάξη, γίνονται όλοι άνω κάτω και το καλοκαίρι φέρνουν στην τάξη χορτάρια και χρυσόμυγες που πετούν γύρω γύρω. Η δασκάλα πρέπει να τους φέρεται σα μητέρα, να τους ντύνει, να τους δένει τα δάχτυλα όταν τσιμπιούνται, να παίρνει τα καπέλα τους όταν πέφτουν, να προσέχει μην αλλάξουν τα επανωφόρια τους, γιατί τότε κλαίνε και ξεφωνίζουν. Φτωχές, δασκάλες! Κι όμως οι μητέρες παραπονιούνται: “Πώς γίνεται, δεσποινίς, το παιδί μου να χάσει την πέννα; Γιατί το παιδί μου δε μαθαίνει τίποτα; Γιατί δε δώσατε βραβείο στο δικό μου που ξέρει τόσα πράγματα; Κάποτε η δασκάλα του αδελφού μου θυμώνει με τα παιδιά και δαγκώνει το δάχτυλό της για να μη δείρει κανένα. Χάνει την υπομονή της, αλλά γρήγορα μετανιώνει και χαϊδεύει το παιδί που τη θύμωσε, διώχνει κάμποσους από την τάξη που γίνονται ανυπόφοροι, αλλά στο βάθος λυπάται»[1].
«Θέλεις να μάθεις, παιδί μου, γιατί δε σ’ άφησα να καθαρίσεις τον καναπέ; Γιατί, όταν τον καθάριζες, θα σ’ έβλεπε ο συμμαθητής σου, κι αυτό θα ’ταν σαν να του ’κανες παρατήρηση που τον λέρωσε.
»Κι αυτό δε θα ’ταν λογικό, γιατί τον λέρωσε με τα ρούχα του πατέρα του, που τ’ ασβέστωσε δουλεύοντας. Κι ό,τι γίνεται από δουλειά δε λέγεται ακαθαρσία. Η δουλειά δε λερώνει. [...]
»Και ν’ αγαπάς το γιο του χτίστη, γιατί είναι συμμαθητής σου και γιατί είναι το παιδί ενός εργάτη»[2].
«Η καλή ανατροφή ενός λαού κρίνεται απ’ τους τρόπους που δείχνουν οι άνθρωποι στο δρόμο. Η κακή διαγωγή στους δρόμους δείχνει πως υπάρχει και κακή διαγωγή στα σπίτια»[3].
«Φαίνεται πως το σχολείο εξομοιώνει όλες τις κοινωνικές τάξεις και κάνει όλο τον κόσμο φίλους»[4].
Τη μετάφραση έκανε ο Γιάννης Βλαντής και την εικονογράφηση ο Βύρων Απτόσογλου.
__________
[1] Εντμόντο ντε Αμίτσις, Καρδιά, Εκδόσεις Άλμα, Αθήνα, χ.χ., σσ. 25.
[2] Εντμόντο ντε Αμίτσις, Καρδιά, ό.π., σσ. 43.
[3] Εντμόντο ντε Αμίτσις, Καρδιά, ό.π., σσ. 103.
[4] Εντμόντο ντε Αμίτσις, Καρδιά, ό.π., σσ. 109.
(Cuore)
Συγγραφέας: Εντμόντο ντε Αμίτσις
Εκδόσεις: Άλμα
Έτος: χ.χ.
Περιγραφή
Η Καρδιά είναι ένα κλασικό ιταλικό παιδικό βιβλίο και πολύ αγαπητό, όσο και ο Πινόκιο του Κάρλο Κολόντι. Έκανα ανασκαφή σε ένα παλιό μπαούλο για να το εντοπίσω, και βρέθηκα μπροστά στις παιδικές μου αναμνήσεις. Το αναφέρω εδώ γιατί ταιριάζει στην ενότητα και, όπως έχουμε πει πολλές φορές, τα βιβλία δεν είναι προϊόντα αναλώσιμα, μένουν η ιδέα, η ιστορία και η ανάμνησή τους, ακόμα και αν ή όταν γίνονται δυσεύρετα. Έπειτα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, τα βιβλία αναδύονται και πάλι από την αφάνεια, στην οποία οι εποχές τα ρίχνουν, και ενίοτε επανακυκλοφορούν, επανεκδίδονται ή ανατυπώνονται. Πέραν προτιμήσεων, επομένως, το έργο αυτό αποτυπώνει τα σχολικά χρόνια στην ιταλική κοινωνία στη δύση του 19ου αιώνα, περασμένα από το ιδιαίτερο φίλτρο του συγγραφέα, και έχει το ενδιαφέρον του αν διαβαστεί με καλή διάθεση και την ίδια στιγμή κριτικά.
Η Καρδιά, λοιπόν, είναι ένα βιβλίο αφιερωμένο από τον ίδιο το συγγραφέα ιδίως στα παιδιά που παρακολουθούν τις τάξεις του δημοτικού σχολείου. Είναι γραμμένο σε ημερολογιακή μορφή, από τον Οκτώβριο, όταν άνοιγαν τα σχολεία παλιότερα, έως και τον Ιούλιο, όπου διενεργούνταν οι προαγωγικές εξετάσεις για την εκάστοτε επόμενη τάξη. Μέσα από τα μάτια του Ενρίκο, ένα παιδί της τρίτης τάξης, βλέπουμε αποσπάσματα της εποχής λίγο μετά την ενοποίηση των κρατιδίων της ιταλικής χερσονήσου. Ο πόλεμος είναι μία πολύ κοντινή ανάμνηση, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο επανέρχεται στις αφηγήσεις, καθώς φαίνονται άμεσα ή έμμεσα οι συνέπειες και τα κατάλοιπα που άφησε στις ζωές των ανθρώπων, αλλά και η αγάπη για την πατρίδα, τη γλώσσα, η περηφάνια για ένα εγχείρημα που ολοκληρώθηκε επιτυχώς. Αναδεικνύεται γενικότερα, όμως, το πλαίσιο της εποχής, με όλες τις ιδιαιτερότητές της, ενώ οι μικρές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά ανοίγουν την αυλαία στο σκηνικό εκείνης της περιόδου, με τις συμπεριφορές, τη νοοτροπία, τις αντιλήψεις της, τις συνθήκες διαβίωσης, την κοινωνική διαστρωμάτωση κ.λπ.
Ο Ενρίκο βρίσκεται σε μία τάξη 54 ατόμων και παρατηρεί και καταγράφει σχεδόν καθημερινά τα τεκταινόμενα, τις συνήθειες των συμμαθητών του, τα στοιχεία που τους ξεχωρίζουν, όσα διαμόρφωσαν τον ψυχισμό τους, προβληματίζεται για τους λόγους αποδοχής τους ή όχι από τους άλλους, για τις αντιδράσεις τους βάσει οικονομικού, κοινωνικού και οικογενειακού υποβάθρου, και αφηγείται τις περιπέτειες, επίσης, στις οποίες κατά καιρούς εμπλέκονται ηθελημένα ή μη. Επιπλέον, βρίσκουμε και ιστορίες που αφορούν τη ζωή των συμμαθητών, των δασκάλων ή άλλων ανθρώπων εκτός του στενού σχολικού χώρου, που ενίοτε τον επηρεάζουν και αλληλεπιδρούν με αυτόν. Τέλος, στις σελίδες του ημερολογίου παρεμβάλλονται γράμματα και συμβουλευτικά σημειώματα των γονιών του, με ιδεαλιστικό συνήθως περιεχόμενο, για το σεβασμό και την αγάπη απέναντι στους γονείς, για τη σημασία της οικογένειας, της εκπαίδευσης, για την αλληλεγγύη απέναντι σε όσους βρίσκονται σε κατάσταση ανέχειας κ.λπ. Πολλές αφηγήσεις μετεωρίζονται στο όριο του ηθικοπλαστικού, αλλά θα μπορούσαν την ίδια στιγμή να αποτελούν ως πραγματικά γεγονότα μικρές αντανακλάσεις ενός «τότε», το οποίο με παραλλαγές θα ήταν δυνατόν να ισχύει και σήμερα. Σε αυτά παίρνει ο καθένας το «μάθημά» του για τη φιλαργυρία του, την έλλειψη συμπόνιας κ.λπ., καθώς σε μικρογραφία προβάλλονται στα παιδιά οι εν δυνάμει ενήλικες του μέλλοντος, αντανακλώντας τους ενήλικες του παρόντος.
Ο δάσκαλός τους, ο κύριος Περμπόνι, τους ζητά στην αρχή να είναι «παιδιά με καρδιά», καθώς πλέον αυτά είναι η οικογένειά του από τότε που ο ίδιος έχασε τη μητέρα του. Θα περνούσαν εννιά μήνες μαζί και σκοπός ήταν να περάσει αυτός ο χρόνος παραγωγικά και αποτελεσματικά. Και, παρότι εκείνος δε χαμογελούσε ποτέ, δεν κατέφευγε στις τιμωρίες με περίσσια αυστηρότητα, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εποχής. Οι δάσκαλοι γενικά παρουσιάζονται στοργικοί, εκδηλώνοντας ενδιαφέρον και τρυφερότητα για τα παιδιά, πέραν των τυπικών υποχρεώσεών τους. Σε κάποια σημεία το βιβλίο μού θύμισε αναπόφευκτα την Κυρία Ντορεμί της Λιλίκας Νάκου.
Ο ρομαντισμός, ο ιδεαλισμός και η τρυφερότητα είναι διάχυτα, μαζί με τις σκληρές εικόνες βέβαια της ανέχειας και όλων των συνεπειών της. Αποτελεί, ωστόσο, μία ενδιαφέρουσα αφορμή συγκριτικής ιστορικής και κοινωνικής παρατήρησης η αλλαγή του κλίματος, που μόλις σε λίγες δεκαετίες επήλθε με το ξέσπασμα του Α’ Πολέμου και είναι εμφανές σε όσα βιβλία γράφτηκαν στη διάρκειά του και αργότερα στο Μεσοπόλεμο, αναφερόμενα στα χαρακώματα. Οι διαψεύσεις, η απογοήτευση, οι χαμένες γενιές, η κρίση ταυτότητας, το ρήγμα που δημιουργήθηκε με τις προηγούμενες γενιές πολύ απέχουν από την ατμόσφαιρα των ακλόνητων βεβαιοτήτων, έστω και μετά δυσκολιών, που ακόμα επικρατεί στην Καρδιά, με την αθωότητα ακόμα επαρκώς ακέραια.
Ματιές από το βιβλίο:
«Μεγάλη υπομονή πρέπει να ’χουν οι δασκάλες με τα παιδιά της πρώτης, όλα χωρίς δόντια, που δεν μπορούν να προφέρουν το σίγμα και το ρο, κι ο ένας βήχει, ο άλλος χάνει τα βιβλία του, άλλος πέφτει και χτυπά, άλλος βελάζει γιατί τσιμπήθηκε από την πέννα του κι άλλος κλαίει γιατί αγόρασε ένα τετράδιο λάθος. Πενήντα παιδιά σε μια τάξη, και να μην ξέρουν τίποτα, και πρέπει να μάθουν να διαβάζουν και να γράφουν. Έχουν τις τσέπες τους γεμάτες κουμπιά, κιμωλίες, πενάκια κι άλλα μικροπράγματα, που οι δασκάλες τους ερευνούν για να τα πάρουν. Αυτοί όμως τα κρύβουν καλά και δεν προσέχουν στην παράδοση. Αν μπει μια μέλισσα μες στην τάξη, γίνονται όλοι άνω κάτω και το καλοκαίρι φέρνουν στην τάξη χορτάρια και χρυσόμυγες που πετούν γύρω γύρω. Η δασκάλα πρέπει να τους φέρεται σα μητέρα, να τους ντύνει, να τους δένει τα δάχτυλα όταν τσιμπιούνται, να παίρνει τα καπέλα τους όταν πέφτουν, να προσέχει μην αλλάξουν τα επανωφόρια τους, γιατί τότε κλαίνε και ξεφωνίζουν. Φτωχές, δασκάλες! Κι όμως οι μητέρες παραπονιούνται: “Πώς γίνεται, δεσποινίς, το παιδί μου να χάσει την πέννα; Γιατί το παιδί μου δε μαθαίνει τίποτα; Γιατί δε δώσατε βραβείο στο δικό μου που ξέρει τόσα πράγματα; Κάποτε η δασκάλα του αδελφού μου θυμώνει με τα παιδιά και δαγκώνει το δάχτυλό της για να μη δείρει κανένα. Χάνει την υπομονή της, αλλά γρήγορα μετανιώνει και χαϊδεύει το παιδί που τη θύμωσε, διώχνει κάμποσους από την τάξη που γίνονται ανυπόφοροι, αλλά στο βάθος λυπάται»[1].
«Θέλεις να μάθεις, παιδί μου, γιατί δε σ’ άφησα να καθαρίσεις τον καναπέ; Γιατί, όταν τον καθάριζες, θα σ’ έβλεπε ο συμμαθητής σου, κι αυτό θα ’ταν σαν να του ’κανες παρατήρηση που τον λέρωσε.
»Κι αυτό δε θα ’ταν λογικό, γιατί τον λέρωσε με τα ρούχα του πατέρα του, που τ’ ασβέστωσε δουλεύοντας. Κι ό,τι γίνεται από δουλειά δε λέγεται ακαθαρσία. Η δουλειά δε λερώνει. [...]
»Και ν’ αγαπάς το γιο του χτίστη, γιατί είναι συμμαθητής σου και γιατί είναι το παιδί ενός εργάτη»[2].
«Η καλή ανατροφή ενός λαού κρίνεται απ’ τους τρόπους που δείχνουν οι άνθρωποι στο δρόμο. Η κακή διαγωγή στους δρόμους δείχνει πως υπάρχει και κακή διαγωγή στα σπίτια»[3].
«Φαίνεται πως το σχολείο εξομοιώνει όλες τις κοινωνικές τάξεις και κάνει όλο τον κόσμο φίλους»[4].
Τη μετάφραση έκανε ο Γιάννης Βλαντής και την εικονογράφηση ο Βύρων Απτόσογλου.
__________
[1] Εντμόντο ντε Αμίτσις, Καρδιά, Εκδόσεις Άλμα, Αθήνα, χ.χ., σσ. 25.
[2] Εντμόντο ντε Αμίτσις, Καρδιά, ό.π., σσ. 43.
[3] Εντμόντο ντε Αμίτσις, Καρδιά, ό.π., σσ. 103.
[4] Εντμόντο ντε Αμίτσις, Καρδιά, ό.π., σσ. 109.

Ο Πόλεμος των Κουμπιών (1912)
(La guerre des boutons)
Συγγραφέας: Λουί Περγκό
Εκδόσεις: Πατάκη
Έτος: 2013
Περιγραφή
Σε τελείως διαφορετικό κλίμα μάς βάζει το συγκεκριμένο βιβλίο, σε σχέση με την Καρδιά του Ντε Αμίτσις. Ο Λουί Περγκό διευκρινίζει άλλωστε στον «Πρόλογο» πως παραμένει πιστός στο σατιρικό πνεύμα του Φρανσουά Ραμπελέ, το απαλλαγμένο από κάθε καθωσπρεπισμό, ενώ αυτοπροσδιορίζεται ως Κέλτης «μακριά από μένα οι βέροι Λατίνοι», γράφει[1]. Ο συγγραφέας ανήκει στη γενιά που επηρεάστηκε από την ήττα του 1870, με την απώλεια για τη Γαλλία της Αλσατίας και της Λορένης. Συσσωρευτικά στο χρόνο λειτούργησαν όλα εκείνα τα στοιχεία που τελικά διοχετεύτηκαν, εκφράστηκαν και εκδηλώθηκαν με τον πιο βίαιο τρόπο στα πεδία των μαχών του Α’ Πολέμου, όπου και ο συγγραφέας βρήκε άδοξο θάνατο το 1915 «πάνω στα συρματοπλέγματα [...], σκοτωμένος κατά λάθος από συμπατριώτες του, σε μια αιφνιδιαστική επίθεση»[2]. Νωρίτερα πρόλαβε ευτυχώς να αποτυπώσει με χιουμοριστικό και ανατρεπτικό τρόπο τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης βίας, μέσα από τα μάτια και το μικρόκοσμο των παιδιών, έτσι όπως εκείνα επηρεάζονται από τη βία την οποία τους ασκούν με κάθε τρόπο οι ενήλικες, αμφισβητώντας την ίδια στιγμή την εξουσία τους και την υποκρισία τους, καθώς ζητούν από εκείνα όσα δεν εφαρμόζουν πρώτα οι ίδιοι.
Ο αναγνώστης, μικρός και μεγάλος, βλέπει, λοιπόν, την «τέχνη» του πολέμου μέσα από τις μεθόδους δράσης που ακολουθούν δύο συμμορίες παιδιών κοντινών χωριών, των θεοσεβούμενων Βελράνων και των κόκκινων, επομένως δημοκρατών και επαναστατών Λογκεβέρνων, σε μία γαλλική επαρχία προ του Α’ Πολέμου, που μαζί με τα πρώτα καρδιοχτύπια των παιδιών συνθέτουν μία πολύχρωμη συμφωνία. Εδώ, τον πρώτο λόγο έχουν τα κουμπιά, οι κόπιτσες, τα κορδόνια και ό,τι άλλο συγκρατεί τα ρούχα, που γίνονται κουρέλια μετά τις μάχες, και μάλιστα σε εποχές στις οποίες το καθετί ήταν μετρημένο, ενώ τίποτα δεν περνούσε απαρατήρητο. Γι’ αυτό έπρεπε να εξασφαλίσουν τόσο τα πολεμοφόδια όσο και τον τρόπο επιστροφής τους στο σπίτι, με την «περιβολή» τους κατά το δυνατόν ή έστω φαινομενικά αλώβητη, και για λόγους καθαρά πρακτικούς αλλά και για λόγους τιμής και υπερηφάνειας.
Οι μέθοδοι που βρίσκουν οι ενήλικες για να συγκρούονται ή για να τρικλοποδίζουν ο ένας τον άλλον καθρεφτίζονται σε αυτό το φανταστικά πραγματικό σύμπαν των παιδιών. Η αθωότητά τους λειτουργεί επιπλέον ενίοτε ως παραμορφωτικός καθρέπτης, προσφέροντας και απρόβλεπτες ή παράδοξες λύσεις στα ζητήματα που προκύπτουν ή που τα ίδια προκαλούν με τα καμώματά τους. Ή μήπως όχι; Μπορεί τίποτα να μην είναι πιο παράδοξο από όσα τους έχουν ήδη συμβεί. Στο τέλος, πάντως, μένει έντονα η νοερή εικόνα των παιδιών να βγάζουν προκλητικά τη γλώσσα στον κόσμο των ενηλίκων, αμφισβητώντας το όποιο σύστημα τους επιβάλλουν, αξιώνοντας εκείνοι να παραμένει ανέγγιχτο από κριτικές και αμφιβολίες, πόσο μάλλον από την υπόνοια ανατροπής του, ενώ εκείνο το ίδιο στη συνέχεια οδηγεί σε πραγματικές καταστροφές και αληθινούς, χειροπιαστούς θανάτους.
Ματιές από το βιβλίο:
«Ο πατέρας του Λαγωνίκα, όσο πιο κούτσουρο είχε μείνει ο ίδιος, τόσο πιο πολύ επέμενε “να μάθει γράμματα” ο γιος του· απαιτούσε λοιπόν από τον κανακάρη του, μόλις άνοιγε το σχολείο, μιαν αφοσίωση στο διάβασμα, που ξεπερνούσε στ’ αλήθεια τις πνευματικές ικανότητες του μαθητή Λεμπράκ. Πήγαινε πότε πότε να κουβεντιάσει το θέμα αυτό με το μαστρο-Συμεών και να του συστήσει με επιμονή να μην του χαρίζεται του κοπρίτη και να του τις βρέχει όποτε το έκρινε σκόπιμο. Δεν ήτανε του λόγου του σαν κάποιους νερόβραστους γονείς “που δεν ξέρουν πού παν τα τέσσερα για το καλό των παιδιών τους”, ούτε και θα τον υποστήριζε ποτέ, κι ύστερα από κάποια τιμωρία στην τάξη, αυτός, ο πατέρας, θα τονε καταχέριζε και στο σπίτι.
»Όπως βλέπουμε, ο πατέρας του Λαγωνίκα είχε για την παιδαγωγική πολύ καθυστερημένες ιδέες και ξεκάθαρες αρχές, και τις εφάρμοζε, αν όχι με επιτυχία, τουλάχιστον με πεποίθηση»[3].
«―Της είπες ότι το έκανα για χάρη του Τσίφτη, για να τον ξελευτερώσω, και ότι, αν εσείς ήσασταν πιο σβέλτοι, δε θα μου τηνε φέρνανε έτσι δα;
»―Μα ναι! Της το ’πα! Της είπα μάλιστα πως, όσην ώρα σε πιλάτευαν, δεν έκλαψες καθόλου, ούτε με μια σταγόνα δάκρυ, και πως στο τέλος τούς έδειξες τον πισινό σου. Μ’ άκουγε με το στόμα ανοιχτό, θα με πιστέψεις; Ε, και να την έβλεπες! Ξέρεις, όχι για να σ’ το πω, αλλά σε έχει στην καρδιά της η Μαρία μας! Μου είπε μάλιστα να σε φιλήσω, αλλά ανάμεσά μας, καταλαβαίνεις, ανάμεσα σε άντρες... αυτό δεν γίνεται, μοιάζει κουτό. Και όμως, η καρδιά είναι... είναι καρδιά! Τι είναι στ’ αλήθεια, φίλε μου, οι γυναίκες... όταν αγαπάνε... Μου είπε ακόμα ότι, μιαν άλλη φορά, σαν θα ’χει χρόνο, θα ’ρθει ξοπίσω μας και, αν σε ξαναπιάσουν, καταλαβαίνεις, θα σου ράψει τα κουμπιά.
»―Δε θα με ξαναπιάσουν, θα το δεις! »[4].
«Α! Μα να πάρει η οργή! Δεν μπορείτε να κάνετε μια μικρή θυσία για την Πατρίδα; Προδότες είσαστε; Εγώ προτείνω, για να κάνουμε αρχή και να συγκεντρώσουμε αμέσως κάποιο ποσό, να δίνουμε από αύριο μια πεντάρα το μήνα. [...] Αν ο καθένας από μας δεν μπορεί να σφιχτεί λιγάκι, δεν αξίζει τον κόπο να κάνουμε πόλεμο. Καλύτερα να ομολογήσουμε πως είμαστε νερόβραστοι και πως στις φλέβες μας δεν κυλάει αίμα κόκκινο, αίμα γαλλικό! Τι είμαστε; Τσουτσέκια; Δεν καταλαβαίνω γιατί να διστάσουμε να δώσουμε όσα έχουμε και δεν έχουμε για να εξασφαλίσουμε τη νίκη»[5].
«Υπάρχουν, πάντως, εξήντα και τρεις τρόποι για να βρίσκεις πάντα λεφτά για τις ανάγκες σου, κι ο πλέον έντιμος και συνηθισμένος είναι να τα σουφρώνεις στη ζούλα». (Ραμπελέ – Bιβλίο II, κεφ. 16ο)[6]
«Μήτε καν πονοιαζόταν ο καημένος τις κρυφές και αόρατες αιτίες της χαράς των μαθητών του και, με το κεφάλι του γεμάτο από μπερδεμένα παιδαγωγικά συστήματα, έψαχνε να βρει ψύλλους στ’ άχερα.
»Μα τα παιδιά, που πήραν γρήγορα χαμπάρι την κοινωνική υποκρισία, δεν φανέρωναν ποτέ τίποτα από τον ψυχικό τους κόσμο μπροστά σ’ αυτούς που τα εξουσίαζαν έστω και ελάχιστα! Ο κόσμος τους είναι αποκομμένος. Μονάχα μεταξύ τους, και μακριά από τ’ αδιάκριτα και περίεργα βλέμματα, είναι αληθινά κι αυθόρμητα, είναι πραγματικά ο εαυτός τους. Και ο ήλιος, όσο και το φεγγάρι, δεν ασκούν πάνω τους παρά μια αμελητέα κι ολότελα δευτερεύουσα επίδραση»[7].
«―Δεν ντρέπονται! Μια στάλα κουτσουλιές και να κάνουνε τέτοια πράματα!
»―Πάει, χαλάσαν τα παιδιά!»[8].
Κάτω από τον τίτλο κάθε κεφαλαίου υπάρχουν γνωστές ιστορικές φράσεις, αποσπάσματα από λογοτεχνικά έργα, από επιστολές γνωστών προσώπων, εφημερίδες της εποχής κ.λπ., που ακολουθούν την πορεία των πραγμάτων στη διάρκεια της αφήγησης.
Η γλωσσική «μεταγραφή» − μετάφραση του Φώντα Κονδύλη, όπως ο ίδιος τη χαρακτηρίζει, είναι ευφάνταστη, εμπνευσμένη, πληθωρική, διασκεδαστική και παιχνιδιάρικα σύνθετη.
Την εικονογράφηση έκανε ο Claude Lapointe.
__________
[1] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2013, σσ. 11.
[2] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, ό.π., σσ. 7.
[3] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, ό.π., σσ. 73.
[4] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, ό.π., σσ. 82.
[5] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, ό.π., σσ. 140.
[6] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, ό.π., σσ. 141.
[7] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, ό.π., σσ. 161-162.
[8] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, ό.π., σσ. 335.
(La guerre des boutons)
Συγγραφέας: Λουί Περγκό
Εκδόσεις: Πατάκη
Έτος: 2013
Περιγραφή
Σε τελείως διαφορετικό κλίμα μάς βάζει το συγκεκριμένο βιβλίο, σε σχέση με την Καρδιά του Ντε Αμίτσις. Ο Λουί Περγκό διευκρινίζει άλλωστε στον «Πρόλογο» πως παραμένει πιστός στο σατιρικό πνεύμα του Φρανσουά Ραμπελέ, το απαλλαγμένο από κάθε καθωσπρεπισμό, ενώ αυτοπροσδιορίζεται ως Κέλτης «μακριά από μένα οι βέροι Λατίνοι», γράφει[1]. Ο συγγραφέας ανήκει στη γενιά που επηρεάστηκε από την ήττα του 1870, με την απώλεια για τη Γαλλία της Αλσατίας και της Λορένης. Συσσωρευτικά στο χρόνο λειτούργησαν όλα εκείνα τα στοιχεία που τελικά διοχετεύτηκαν, εκφράστηκαν και εκδηλώθηκαν με τον πιο βίαιο τρόπο στα πεδία των μαχών του Α’ Πολέμου, όπου και ο συγγραφέας βρήκε άδοξο θάνατο το 1915 «πάνω στα συρματοπλέγματα [...], σκοτωμένος κατά λάθος από συμπατριώτες του, σε μια αιφνιδιαστική επίθεση»[2]. Νωρίτερα πρόλαβε ευτυχώς να αποτυπώσει με χιουμοριστικό και ανατρεπτικό τρόπο τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης βίας, μέσα από τα μάτια και το μικρόκοσμο των παιδιών, έτσι όπως εκείνα επηρεάζονται από τη βία την οποία τους ασκούν με κάθε τρόπο οι ενήλικες, αμφισβητώντας την ίδια στιγμή την εξουσία τους και την υποκρισία τους, καθώς ζητούν από εκείνα όσα δεν εφαρμόζουν πρώτα οι ίδιοι.
Ο αναγνώστης, μικρός και μεγάλος, βλέπει, λοιπόν, την «τέχνη» του πολέμου μέσα από τις μεθόδους δράσης που ακολουθούν δύο συμμορίες παιδιών κοντινών χωριών, των θεοσεβούμενων Βελράνων και των κόκκινων, επομένως δημοκρατών και επαναστατών Λογκεβέρνων, σε μία γαλλική επαρχία προ του Α’ Πολέμου, που μαζί με τα πρώτα καρδιοχτύπια των παιδιών συνθέτουν μία πολύχρωμη συμφωνία. Εδώ, τον πρώτο λόγο έχουν τα κουμπιά, οι κόπιτσες, τα κορδόνια και ό,τι άλλο συγκρατεί τα ρούχα, που γίνονται κουρέλια μετά τις μάχες, και μάλιστα σε εποχές στις οποίες το καθετί ήταν μετρημένο, ενώ τίποτα δεν περνούσε απαρατήρητο. Γι’ αυτό έπρεπε να εξασφαλίσουν τόσο τα πολεμοφόδια όσο και τον τρόπο επιστροφής τους στο σπίτι, με την «περιβολή» τους κατά το δυνατόν ή έστω φαινομενικά αλώβητη, και για λόγους καθαρά πρακτικούς αλλά και για λόγους τιμής και υπερηφάνειας.
Οι μέθοδοι που βρίσκουν οι ενήλικες για να συγκρούονται ή για να τρικλοποδίζουν ο ένας τον άλλον καθρεφτίζονται σε αυτό το φανταστικά πραγματικό σύμπαν των παιδιών. Η αθωότητά τους λειτουργεί επιπλέον ενίοτε ως παραμορφωτικός καθρέπτης, προσφέροντας και απρόβλεπτες ή παράδοξες λύσεις στα ζητήματα που προκύπτουν ή που τα ίδια προκαλούν με τα καμώματά τους. Ή μήπως όχι; Μπορεί τίποτα να μην είναι πιο παράδοξο από όσα τους έχουν ήδη συμβεί. Στο τέλος, πάντως, μένει έντονα η νοερή εικόνα των παιδιών να βγάζουν προκλητικά τη γλώσσα στον κόσμο των ενηλίκων, αμφισβητώντας το όποιο σύστημα τους επιβάλλουν, αξιώνοντας εκείνοι να παραμένει ανέγγιχτο από κριτικές και αμφιβολίες, πόσο μάλλον από την υπόνοια ανατροπής του, ενώ εκείνο το ίδιο στη συνέχεια οδηγεί σε πραγματικές καταστροφές και αληθινούς, χειροπιαστούς θανάτους.
Ματιές από το βιβλίο:
«Ο πατέρας του Λαγωνίκα, όσο πιο κούτσουρο είχε μείνει ο ίδιος, τόσο πιο πολύ επέμενε “να μάθει γράμματα” ο γιος του· απαιτούσε λοιπόν από τον κανακάρη του, μόλις άνοιγε το σχολείο, μιαν αφοσίωση στο διάβασμα, που ξεπερνούσε στ’ αλήθεια τις πνευματικές ικανότητες του μαθητή Λεμπράκ. Πήγαινε πότε πότε να κουβεντιάσει το θέμα αυτό με το μαστρο-Συμεών και να του συστήσει με επιμονή να μην του χαρίζεται του κοπρίτη και να του τις βρέχει όποτε το έκρινε σκόπιμο. Δεν ήτανε του λόγου του σαν κάποιους νερόβραστους γονείς “που δεν ξέρουν πού παν τα τέσσερα για το καλό των παιδιών τους”, ούτε και θα τον υποστήριζε ποτέ, κι ύστερα από κάποια τιμωρία στην τάξη, αυτός, ο πατέρας, θα τονε καταχέριζε και στο σπίτι.
»Όπως βλέπουμε, ο πατέρας του Λαγωνίκα είχε για την παιδαγωγική πολύ καθυστερημένες ιδέες και ξεκάθαρες αρχές, και τις εφάρμοζε, αν όχι με επιτυχία, τουλάχιστον με πεποίθηση»[3].
«―Της είπες ότι το έκανα για χάρη του Τσίφτη, για να τον ξελευτερώσω, και ότι, αν εσείς ήσασταν πιο σβέλτοι, δε θα μου τηνε φέρνανε έτσι δα;
»―Μα ναι! Της το ’πα! Της είπα μάλιστα πως, όσην ώρα σε πιλάτευαν, δεν έκλαψες καθόλου, ούτε με μια σταγόνα δάκρυ, και πως στο τέλος τούς έδειξες τον πισινό σου. Μ’ άκουγε με το στόμα ανοιχτό, θα με πιστέψεις; Ε, και να την έβλεπες! Ξέρεις, όχι για να σ’ το πω, αλλά σε έχει στην καρδιά της η Μαρία μας! Μου είπε μάλιστα να σε φιλήσω, αλλά ανάμεσά μας, καταλαβαίνεις, ανάμεσα σε άντρες... αυτό δεν γίνεται, μοιάζει κουτό. Και όμως, η καρδιά είναι... είναι καρδιά! Τι είναι στ’ αλήθεια, φίλε μου, οι γυναίκες... όταν αγαπάνε... Μου είπε ακόμα ότι, μιαν άλλη φορά, σαν θα ’χει χρόνο, θα ’ρθει ξοπίσω μας και, αν σε ξαναπιάσουν, καταλαβαίνεις, θα σου ράψει τα κουμπιά.
»―Δε θα με ξαναπιάσουν, θα το δεις! »[4].
«Α! Μα να πάρει η οργή! Δεν μπορείτε να κάνετε μια μικρή θυσία για την Πατρίδα; Προδότες είσαστε; Εγώ προτείνω, για να κάνουμε αρχή και να συγκεντρώσουμε αμέσως κάποιο ποσό, να δίνουμε από αύριο μια πεντάρα το μήνα. [...] Αν ο καθένας από μας δεν μπορεί να σφιχτεί λιγάκι, δεν αξίζει τον κόπο να κάνουμε πόλεμο. Καλύτερα να ομολογήσουμε πως είμαστε νερόβραστοι και πως στις φλέβες μας δεν κυλάει αίμα κόκκινο, αίμα γαλλικό! Τι είμαστε; Τσουτσέκια; Δεν καταλαβαίνω γιατί να διστάσουμε να δώσουμε όσα έχουμε και δεν έχουμε για να εξασφαλίσουμε τη νίκη»[5].
«Υπάρχουν, πάντως, εξήντα και τρεις τρόποι για να βρίσκεις πάντα λεφτά για τις ανάγκες σου, κι ο πλέον έντιμος και συνηθισμένος είναι να τα σουφρώνεις στη ζούλα». (Ραμπελέ – Bιβλίο II, κεφ. 16ο)[6]
«Μήτε καν πονοιαζόταν ο καημένος τις κρυφές και αόρατες αιτίες της χαράς των μαθητών του και, με το κεφάλι του γεμάτο από μπερδεμένα παιδαγωγικά συστήματα, έψαχνε να βρει ψύλλους στ’ άχερα.
»Μα τα παιδιά, που πήραν γρήγορα χαμπάρι την κοινωνική υποκρισία, δεν φανέρωναν ποτέ τίποτα από τον ψυχικό τους κόσμο μπροστά σ’ αυτούς που τα εξουσίαζαν έστω και ελάχιστα! Ο κόσμος τους είναι αποκομμένος. Μονάχα μεταξύ τους, και μακριά από τ’ αδιάκριτα και περίεργα βλέμματα, είναι αληθινά κι αυθόρμητα, είναι πραγματικά ο εαυτός τους. Και ο ήλιος, όσο και το φεγγάρι, δεν ασκούν πάνω τους παρά μια αμελητέα κι ολότελα δευτερεύουσα επίδραση»[7].
«―Δεν ντρέπονται! Μια στάλα κουτσουλιές και να κάνουνε τέτοια πράματα!
»―Πάει, χαλάσαν τα παιδιά!»[8].
Κάτω από τον τίτλο κάθε κεφαλαίου υπάρχουν γνωστές ιστορικές φράσεις, αποσπάσματα από λογοτεχνικά έργα, από επιστολές γνωστών προσώπων, εφημερίδες της εποχής κ.λπ., που ακολουθούν την πορεία των πραγμάτων στη διάρκεια της αφήγησης.
Η γλωσσική «μεταγραφή» − μετάφραση του Φώντα Κονδύλη, όπως ο ίδιος τη χαρακτηρίζει, είναι ευφάνταστη, εμπνευσμένη, πληθωρική, διασκεδαστική και παιχνιδιάρικα σύνθετη.
Την εικονογράφηση έκανε ο Claude Lapointe.
__________
[1] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2013, σσ. 11.
[2] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, ό.π., σσ. 7.
[3] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, ό.π., σσ. 73.
[4] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, ό.π., σσ. 82.
[5] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, ό.π., σσ. 140.
[6] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, ό.π., σσ. 141.
[7] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, ό.π., σσ. 161-162.
[8] Λουί Περγκό, Ο Πόλεμος των Κουμπιών, ό.π., σσ. 335.

Η φωτιά (1916)
Ημερολόγιο ενός ουλαμού
(Le Feu)
Συγγραφέας: Ανρί Μπαρμπίς
Εκδόσεις: Παλμός
Έτος: 1954
Περιγραφή
Υπάρχουν και νεότερες εκδόσεις του βιβλίου, παρουσιάζω τη συγκεκριμένη, γιατί μου αρέσει γλωσσικά και λογοτεχνικά η μετάφραση του Κοσμά Πολίτη. Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά αντιπολεμικά βιβλία, που γράφτηκε στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου. Οι εικόνες του αποτελούν μέρος της εμπειρίας του συγγραφέα από την σκληρή πραγματικότητα των χαρακωμάτων. Πιο συγκεκριμένα, ο λόχος του αφηγητή είναι εφεδρεία και βρίσκεται σε ένα χαράκωμα στη 2η γραμμή. Το βράδυ εκτελούν ως σκαπανείς χωματουργικές εργασίες και τη μέρα αδρανούν. Ειδικότερα, παρακολουθούμε την πορεία ενός ουλαμού. Η πρώτη σκηνή του βιβλίου ανοίγει σε ένα σανατόριο και «προοιωνίζει» αντίστροφα τις τελευταίες εικόνες από το Μαγικό βουνό (1924) του Τόμας Μαν. Οι άρρωστοι αποτελούν το φιλειρηνικό alter ego των εμπλεκόμενων στον πόλεμο εθνών. Μόλις πληροφορούνται την κήρυξη του πολέμου, ο Γερμανός επιθυμεί να χάσει η Γερμανία, ο Άγγλος να κερδίσει η Γαλλία κ.ο.κ. Είναι όσοι χτυπημένοι από την ασθένεια σκέφτονται τώρα ορθά, γιατί ήδη ζουν στο μεταίχμιο ζωής-θανάτου, εκεί όπου θα βρεθούν οσονούπω εκατομμύρια στρατιωτών και πολιτών, συγκεντρωμένοι στον εαυτό τους, με στόχο την επιβίωση. Κοιτάζοντας λοιπόν «κατά ’κεί που απλώνεται η ακατανόητη χώρα των ζωντανών και των τρελών»[1] οραματίζονται τους στρατιώτες στον κάμπο που ανοίγεται μπροστά τους. Ο πόλεμος, επομένως, αρχίζει ως το όραμα των ασθενών του σανατορίου, σαν ένας κακός εφιάλτης. Ο Henri Barbusse χαρακτηρίζει τους μαχητές σκλάβους που αλληλοσκοτώνονται για συμφέροντα άλλων, ενώ το μέλλον βασίζεται στη συμμαχία όσων τώρα καθίστανται ή χαρακτηρίζονται σώνει και ντε μεταξύ τους εχθροί. Η αμέσως επόμενη εικόνα μάς εισάγει κατευθείαν στα χαρακώματα. Είναι υγρά, με ένα παχύ στρώμα λάσπης από τη βροχή να καθυστερεί τα βήματα των στρατιωτών και με μία περιρρέουσα βαριά οσμή από την ικανοποίηση των φυσικών αναγκών στο ύπαιθρο. Η εποχή κατά την οποία βρίσκονταν ακόμα σπίτι τους μοιάζει «θρυλική»[2].
Στο σύνταγμα του αφηγητή συγκεντρώνονται κυρίως αγρότες και εργάτες. Όσοι έκαναν ελεύθερο επάγγελμα και όσοι ήταν μορφωμένοι και καταξιωμένοι κοινωνικά έβρισκαν δουλειά στα μετόπισθεν και δεν υποβιβάζονταν στην αναλώσιμη ανθρώπινη ύλη της πρώτης γραμμής. Μοιάζει ξαφνικά τόσο παράταιρο το γεγονός ότι βρίσκονται στα χαρακώματα. Όλα τίθενται υπό αμφισβήτηση. Τα χημικά όπλα, για παράδειγμα, παρότι χρησιμοποιήθηκαν πολύ, αξιολογούνταν εκ προοιμίου ως παράνομα μέσα. Η εύλογη απορία ενός φαντάρου, αναιρώντας την ίδια τη φύση και τα μέσα του πολέμου, είναι το πώς τα όπλα, που ανατινάζουν και ανακατεύουν τα ανθρώπινα κορμιά, μπορεί να θεωρούνται ούτως ή άλλως νόμιμα[3]! Οι εικόνες του βιβλίου είναι πολύ έντονες και γλαφυρές, περιγράφοντας τη σκληρή καθημερινότητα, τις μάχες και τις σταδιακές συνειδητοποιήσεις των στρατιωτών, μέσα στις άθλιες συνθήκες των χαρακωμάτων. Εκεί η αξία της ανθρώπινης ζωής εκμηδενιζόταν, καθώς η ζωή ενός Γερμανού εχθρού εξισωνόταν με ένα κουτί σπίρτα και ένα κράνος[4]. Άλλοτε με ένα ζευγάρι μπότες ή με ό,τι άλλο μπορούσαν να εξασφαλίσουν, κυρίως από τα πτώματα των αντιπάλων.
Κάποια στιγμή, ο αφηγητής βρίσκεται μπροστά σε ένα απέραντο πεδίο πρώην νεκρής ζώνης και δίνει μία λεπτομερή περιγραφή των νεκρών. Είχαν μείνει τόσον καιρό εκτεθειμένα και άταφα τα πτώματα, που όσοι αρουραίοι τα έτρωγαν δηλητηριάζονταν[5]. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει το δέος μπροστά στο μέγεθος μίας τέτοιας φρίκης. Μοιάζει με εθισμό σχεδόν, που ενδεχομένως αντέχει να ανέχεται κάποιος προκειμένου να επιβιώσει συναισθηματικά. Οι νεκροί και των δύο στρατοπέδων εκεί είναι ανάμεικτοι. Μοιάζουν τόσο ίδιοι πλέον, που εντείνεται το αίσθημα της αδικίας, γιατί δεν πολεμούν τελικά έναν πολύ διαφορετικό από τους ίδιους εχθρό[6], όπως τους είχαν διαβεβαιώσει ή πείσει.
Τέτοιου είδους πεδία δημιουργούνταν από εγκαταλελειμμένα σημεία, τα οποία αποτέλεσαν κάποια στιγμή την πρώτη γραμμή, καθώς η γραμμή του Μετώπου μετακινούνταν, με μία λωρίδα έδαφος να χωρίζει τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα και με το λαβυρινθώδες δίκτυο χαρακωμάτων να απλώνεται πίσω τους. Οι μάχες ζωντανεύουν στις σελίδες του βιβλίου καθώς και οι ψυχολογικές μεταβάσεις των στρατιωτών στιγμή τη στιγμή. Όταν έκαναν έφοδο, αφήνοντας πίσω τους τη νεκρή ζώνη και τρέχοντας προς το «ουδέτερο σημείο», άφηναν πίσω τους, ουσιαστικά, μία απέραντη «νεκρόπολη», με πρόσφατους και προγενέστερους νεκρούς, που παρέμεναν άταφοι και σάπιζαν στην ίδια θέση[7]. Μετά τη νεκρή ζώνη και όσο πλησίαζαν στο ανάχωμα των αντίπαλων χαρακωμάτων, προσέγγιζαν το «νεκρό σημείο» για το πυροβολικό του εχθρού[8]. Έμοιαζε να είχαν φτάσει από το ένα «τέρμα» στο άλλο[9]. Όταν προσπερνούσαν και το παραπέτο έβρισκαν, πλέον, μόνο νεκρούς και τους έπιανε φρενίτιδα. Πιάνουν τους Γερμανούς «σαν τα ποντίκια ή τους σκοτώνουνε»[10]. Το ενθουσιώδες κύμα παραπέμπει σε φανατικούς οπαδούς ενός νοσηρού παιχνιδιού. Είναι μεθυσμένοι, συνεπαρμένοι και ξεσπούν «σ’ ένα γέλιο διαβολικό»[11]. Εξαρχής είτε θα λιποταχτούσαν με κίνδυνο να σκοτωθούν είτε θα συνέχιζαν το τρέξιμο στο αντίπαλο χαράκωμα. Έτσι έφτασαν σε αυτό ένα «μπουλούκι κατακουρελιασμένο», περνώντας ανάμεσα σε σφαίρες και οβίδες[12]. Το φονικό υλικό προσωποποιείται. Αποκτά μόνο του υπόσταση ως προέκταση ανθρώπινων χεριών που σκοτώνουν απρόσωπα πρόσωπα, που δεν αντίκρισαν ποτέ. Αναδεικνύεται το «κτήνος». Επιθυμούν «με δυο σάλτα» να φτάσουν και στη δεύτερη γραμμή[13]. Τώρα οι άλλοι έγιναν «γουρούνια» και επικίνδυνη φονική ύλη μεγάλης εμβέλειας στο μυαλό τους[14]. Ο συγγραφέας περιγράφει έτσι την αποκτήνωση στις μάχες σώμα με σώμα, καθώς και τις συνέπειες του απρόσωπου πολέμου στο ανθρώπινο σώμα και στην ψυχολογία.
Ο πόλεμος, παρ’ όλα αυτά, έφερε κοντά ανθρώπους από όλες τις φυλές και τις θρησκείες, που νωρίτερα δεν είχαν φανταστεί πως θα συναπαντιούνταν. Υπήρχαν συντάγματα που στην αρχή συνιστούσαν άνθρωποι κοινής καταγωγής και, όταν συναντούσαν άλλα, με στρατιώτες από διαφορετικά μέρη της Γαλλίας, αναδεικνύονταν όλες οι γλωσσικές και οι κάθε είδους διαφορετικότητες, τις οποίες αντιλαμβάνονταν πραγματικά για πρώτη φορά. Ο Παραντί, για παράδειγμα, ένας ήρωας, παραπονιέται ότι άλλοι ομοεθνείς του τον περιγελούν για την προφορά του. Ο συγγραφέας αναφέρεται, επίσης, στα γυμνάσια και τα καψόνια των ανωτέρων στους κατώτερους στην ιεραρχία και στην τυπολατρία του στρατού, στις διακρίσεις και στην καλύτερη μεταχείριση που επιφυλασσόταν για τους ανώτερους στις μερίδες, στα αμπριά, σε περίπτωση τραυματισμού κ.λπ. Την απόσταση, επίσης, που αισθάνονταν οι στρατιώτες από όσους παρέμεναν στα μετόπισθεν θέλοντας ή μη, και οι οποίοι διατηρούσαν μία λάθος εντύπωση για τις επικρατούσες συνθήκες στο Μέτωπο. Τέλος, αναφέρεται στην αδικία που αισθάνονταν οι πεζικάριοι της πρώτης γραμμής, καθώς γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από όποιον μπορούσε να επωφεληθεί από τις ίδιες τους τις ανάγκες. Τις αμέτρητες, επομένως, καθώς δεν καλύπτονταν ούτε οι βασικές και ενώ οι ίδιοι αποτελούσαν την πρώτη αναλώσιμη «ύλη» του στρατεύματος. Προκύπτουν έτσι όλες οι αντιθέσεις, ο παράλογος μηχανισμός του πολέμου, τα διαπλεκόμενα και ο αυτοκαταστροφικός εν τέλει σπόρος, τον οποίο κατά βάση θρέφει ο ίδιος ο άνθρωπος ενάντια στον εαυτό του μέσω του πολέμου.
Ματιές από το βιβλίο:
Όταν παίρνουν τη διαταγή για επίθεση, παρατηρεί εκείνα τα εναγώνια λεπτά τους γύρω του: «Δεν είναι στρατιώτες: είναι άνθρωποι. Δεν είναι […] ζώα για σφάξιμο. Μέσ’ από τη σχολή τούς αναγνωρίζεις αγρότες κι εργάτες. Είναι πολίτες ξεριζωμένοι. […] δεν είναι τυφλωμένοι από τη μανία όπως οι άγριοι […] Δεν είναι […] οι ήρωες που φαντάζεται ο κόσμος, μα η θυσία τους έχει μεγαλύτερη αξία, που όσοι δεν τους έχουν δει δε θα ’ναι ποτέ άξιοι να την καταλάβουν» [15].
Οι νεκροί είναι πιο πολλοί από τους ζωντανούς «σ’ αυτή την έρημο που άπειροι νεκροί καταλήγουν σε μια γραμμούλα ζωντανών» [16].
Τα χαρακώματα είναι απέναντι, «κοιτάζονται δίχως να βλέπονται οι αντίπαλοι στρατοί»[17].
«Δυο στρατοί που πολεμάνε είναι σαν ένα μεγάλος στρατός που αυτοχτονεί!»[18].
Κάποια στιγμή βλέπει από ψηλά την έκταση και την ανάπτυξη τόσο των γαλλικών όσο και των εχθρικών χαρακωμάτων, και τότε του γίνεται συνειδητός ο εκμηδενισμός του ατόμου. «Δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως το καθένα από τούτα τα μικροσκοπικά σημαδάκια είν’ ένα ον από αδύναμη κι ευαίσθητη σάρκα, απίστευτα απροστάτευτο μέσα στην έκταση, γεμάτο βαθιά σκέψη, γεμάτο μακροχρόνιες αναμνήσεις και γεμάτο από ’να πλήθος εικόνες· μένεις κατάπληκτος μ’ αυτό τον κονιορτό από ανθρώπους, τόσο μικρούς όσο τ’ αστέρια τ’ ουρανού»[19].
__________
[1] Henri Barbusse, Φωτιά, Ημερολόγιο ενός ουλαμού, μετάφραση και πρόλογος Κοσμά Πολίτη, εκδόσεις Παλμός, Αθήνα, 1954, σελ. 7-10.
[2] Henri Barbusse, Φωτιά, Ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 12.
[3] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 188-189.
[4] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 181.
[5] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 237.
[6] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 240.
[7] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 235.
[8] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 219.
[9] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 221.
[10] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 224.
[11] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 221-223.
[12] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 224.
[13] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 225.
[14] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 225.
[15] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 214-215.
[16] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 227.
[17] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 251.
[18] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 293.
[19] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 195.
Ημερολόγιο ενός ουλαμού
(Le Feu)
Συγγραφέας: Ανρί Μπαρμπίς
Εκδόσεις: Παλμός
Έτος: 1954
Περιγραφή
Υπάρχουν και νεότερες εκδόσεις του βιβλίου, παρουσιάζω τη συγκεκριμένη, γιατί μου αρέσει γλωσσικά και λογοτεχνικά η μετάφραση του Κοσμά Πολίτη. Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά αντιπολεμικά βιβλία, που γράφτηκε στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου. Οι εικόνες του αποτελούν μέρος της εμπειρίας του συγγραφέα από την σκληρή πραγματικότητα των χαρακωμάτων. Πιο συγκεκριμένα, ο λόχος του αφηγητή είναι εφεδρεία και βρίσκεται σε ένα χαράκωμα στη 2η γραμμή. Το βράδυ εκτελούν ως σκαπανείς χωματουργικές εργασίες και τη μέρα αδρανούν. Ειδικότερα, παρακολουθούμε την πορεία ενός ουλαμού. Η πρώτη σκηνή του βιβλίου ανοίγει σε ένα σανατόριο και «προοιωνίζει» αντίστροφα τις τελευταίες εικόνες από το Μαγικό βουνό (1924) του Τόμας Μαν. Οι άρρωστοι αποτελούν το φιλειρηνικό alter ego των εμπλεκόμενων στον πόλεμο εθνών. Μόλις πληροφορούνται την κήρυξη του πολέμου, ο Γερμανός επιθυμεί να χάσει η Γερμανία, ο Άγγλος να κερδίσει η Γαλλία κ.ο.κ. Είναι όσοι χτυπημένοι από την ασθένεια σκέφτονται τώρα ορθά, γιατί ήδη ζουν στο μεταίχμιο ζωής-θανάτου, εκεί όπου θα βρεθούν οσονούπω εκατομμύρια στρατιωτών και πολιτών, συγκεντρωμένοι στον εαυτό τους, με στόχο την επιβίωση. Κοιτάζοντας λοιπόν «κατά ’κεί που απλώνεται η ακατανόητη χώρα των ζωντανών και των τρελών»[1] οραματίζονται τους στρατιώτες στον κάμπο που ανοίγεται μπροστά τους. Ο πόλεμος, επομένως, αρχίζει ως το όραμα των ασθενών του σανατορίου, σαν ένας κακός εφιάλτης. Ο Henri Barbusse χαρακτηρίζει τους μαχητές σκλάβους που αλληλοσκοτώνονται για συμφέροντα άλλων, ενώ το μέλλον βασίζεται στη συμμαχία όσων τώρα καθίστανται ή χαρακτηρίζονται σώνει και ντε μεταξύ τους εχθροί. Η αμέσως επόμενη εικόνα μάς εισάγει κατευθείαν στα χαρακώματα. Είναι υγρά, με ένα παχύ στρώμα λάσπης από τη βροχή να καθυστερεί τα βήματα των στρατιωτών και με μία περιρρέουσα βαριά οσμή από την ικανοποίηση των φυσικών αναγκών στο ύπαιθρο. Η εποχή κατά την οποία βρίσκονταν ακόμα σπίτι τους μοιάζει «θρυλική»[2].
Στο σύνταγμα του αφηγητή συγκεντρώνονται κυρίως αγρότες και εργάτες. Όσοι έκαναν ελεύθερο επάγγελμα και όσοι ήταν μορφωμένοι και καταξιωμένοι κοινωνικά έβρισκαν δουλειά στα μετόπισθεν και δεν υποβιβάζονταν στην αναλώσιμη ανθρώπινη ύλη της πρώτης γραμμής. Μοιάζει ξαφνικά τόσο παράταιρο το γεγονός ότι βρίσκονται στα χαρακώματα. Όλα τίθενται υπό αμφισβήτηση. Τα χημικά όπλα, για παράδειγμα, παρότι χρησιμοποιήθηκαν πολύ, αξιολογούνταν εκ προοιμίου ως παράνομα μέσα. Η εύλογη απορία ενός φαντάρου, αναιρώντας την ίδια τη φύση και τα μέσα του πολέμου, είναι το πώς τα όπλα, που ανατινάζουν και ανακατεύουν τα ανθρώπινα κορμιά, μπορεί να θεωρούνται ούτως ή άλλως νόμιμα[3]! Οι εικόνες του βιβλίου είναι πολύ έντονες και γλαφυρές, περιγράφοντας τη σκληρή καθημερινότητα, τις μάχες και τις σταδιακές συνειδητοποιήσεις των στρατιωτών, μέσα στις άθλιες συνθήκες των χαρακωμάτων. Εκεί η αξία της ανθρώπινης ζωής εκμηδενιζόταν, καθώς η ζωή ενός Γερμανού εχθρού εξισωνόταν με ένα κουτί σπίρτα και ένα κράνος[4]. Άλλοτε με ένα ζευγάρι μπότες ή με ό,τι άλλο μπορούσαν να εξασφαλίσουν, κυρίως από τα πτώματα των αντιπάλων.
Κάποια στιγμή, ο αφηγητής βρίσκεται μπροστά σε ένα απέραντο πεδίο πρώην νεκρής ζώνης και δίνει μία λεπτομερή περιγραφή των νεκρών. Είχαν μείνει τόσον καιρό εκτεθειμένα και άταφα τα πτώματα, που όσοι αρουραίοι τα έτρωγαν δηλητηριάζονταν[5]. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει το δέος μπροστά στο μέγεθος μίας τέτοιας φρίκης. Μοιάζει με εθισμό σχεδόν, που ενδεχομένως αντέχει να ανέχεται κάποιος προκειμένου να επιβιώσει συναισθηματικά. Οι νεκροί και των δύο στρατοπέδων εκεί είναι ανάμεικτοι. Μοιάζουν τόσο ίδιοι πλέον, που εντείνεται το αίσθημα της αδικίας, γιατί δεν πολεμούν τελικά έναν πολύ διαφορετικό από τους ίδιους εχθρό[6], όπως τους είχαν διαβεβαιώσει ή πείσει.
Τέτοιου είδους πεδία δημιουργούνταν από εγκαταλελειμμένα σημεία, τα οποία αποτέλεσαν κάποια στιγμή την πρώτη γραμμή, καθώς η γραμμή του Μετώπου μετακινούνταν, με μία λωρίδα έδαφος να χωρίζει τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα και με το λαβυρινθώδες δίκτυο χαρακωμάτων να απλώνεται πίσω τους. Οι μάχες ζωντανεύουν στις σελίδες του βιβλίου καθώς και οι ψυχολογικές μεταβάσεις των στρατιωτών στιγμή τη στιγμή. Όταν έκαναν έφοδο, αφήνοντας πίσω τους τη νεκρή ζώνη και τρέχοντας προς το «ουδέτερο σημείο», άφηναν πίσω τους, ουσιαστικά, μία απέραντη «νεκρόπολη», με πρόσφατους και προγενέστερους νεκρούς, που παρέμεναν άταφοι και σάπιζαν στην ίδια θέση[7]. Μετά τη νεκρή ζώνη και όσο πλησίαζαν στο ανάχωμα των αντίπαλων χαρακωμάτων, προσέγγιζαν το «νεκρό σημείο» για το πυροβολικό του εχθρού[8]. Έμοιαζε να είχαν φτάσει από το ένα «τέρμα» στο άλλο[9]. Όταν προσπερνούσαν και το παραπέτο έβρισκαν, πλέον, μόνο νεκρούς και τους έπιανε φρενίτιδα. Πιάνουν τους Γερμανούς «σαν τα ποντίκια ή τους σκοτώνουνε»[10]. Το ενθουσιώδες κύμα παραπέμπει σε φανατικούς οπαδούς ενός νοσηρού παιχνιδιού. Είναι μεθυσμένοι, συνεπαρμένοι και ξεσπούν «σ’ ένα γέλιο διαβολικό»[11]. Εξαρχής είτε θα λιποταχτούσαν με κίνδυνο να σκοτωθούν είτε θα συνέχιζαν το τρέξιμο στο αντίπαλο χαράκωμα. Έτσι έφτασαν σε αυτό ένα «μπουλούκι κατακουρελιασμένο», περνώντας ανάμεσα σε σφαίρες και οβίδες[12]. Το φονικό υλικό προσωποποιείται. Αποκτά μόνο του υπόσταση ως προέκταση ανθρώπινων χεριών που σκοτώνουν απρόσωπα πρόσωπα, που δεν αντίκρισαν ποτέ. Αναδεικνύεται το «κτήνος». Επιθυμούν «με δυο σάλτα» να φτάσουν και στη δεύτερη γραμμή[13]. Τώρα οι άλλοι έγιναν «γουρούνια» και επικίνδυνη φονική ύλη μεγάλης εμβέλειας στο μυαλό τους[14]. Ο συγγραφέας περιγράφει έτσι την αποκτήνωση στις μάχες σώμα με σώμα, καθώς και τις συνέπειες του απρόσωπου πολέμου στο ανθρώπινο σώμα και στην ψυχολογία.
Ο πόλεμος, παρ’ όλα αυτά, έφερε κοντά ανθρώπους από όλες τις φυλές και τις θρησκείες, που νωρίτερα δεν είχαν φανταστεί πως θα συναπαντιούνταν. Υπήρχαν συντάγματα που στην αρχή συνιστούσαν άνθρωποι κοινής καταγωγής και, όταν συναντούσαν άλλα, με στρατιώτες από διαφορετικά μέρη της Γαλλίας, αναδεικνύονταν όλες οι γλωσσικές και οι κάθε είδους διαφορετικότητες, τις οποίες αντιλαμβάνονταν πραγματικά για πρώτη φορά. Ο Παραντί, για παράδειγμα, ένας ήρωας, παραπονιέται ότι άλλοι ομοεθνείς του τον περιγελούν για την προφορά του. Ο συγγραφέας αναφέρεται, επίσης, στα γυμνάσια και τα καψόνια των ανωτέρων στους κατώτερους στην ιεραρχία και στην τυπολατρία του στρατού, στις διακρίσεις και στην καλύτερη μεταχείριση που επιφυλασσόταν για τους ανώτερους στις μερίδες, στα αμπριά, σε περίπτωση τραυματισμού κ.λπ. Την απόσταση, επίσης, που αισθάνονταν οι στρατιώτες από όσους παρέμεναν στα μετόπισθεν θέλοντας ή μη, και οι οποίοι διατηρούσαν μία λάθος εντύπωση για τις επικρατούσες συνθήκες στο Μέτωπο. Τέλος, αναφέρεται στην αδικία που αισθάνονταν οι πεζικάριοι της πρώτης γραμμής, καθώς γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από όποιον μπορούσε να επωφεληθεί από τις ίδιες τους τις ανάγκες. Τις αμέτρητες, επομένως, καθώς δεν καλύπτονταν ούτε οι βασικές και ενώ οι ίδιοι αποτελούσαν την πρώτη αναλώσιμη «ύλη» του στρατεύματος. Προκύπτουν έτσι όλες οι αντιθέσεις, ο παράλογος μηχανισμός του πολέμου, τα διαπλεκόμενα και ο αυτοκαταστροφικός εν τέλει σπόρος, τον οποίο κατά βάση θρέφει ο ίδιος ο άνθρωπος ενάντια στον εαυτό του μέσω του πολέμου.
Ματιές από το βιβλίο:
Όταν παίρνουν τη διαταγή για επίθεση, παρατηρεί εκείνα τα εναγώνια λεπτά τους γύρω του: «Δεν είναι στρατιώτες: είναι άνθρωποι. Δεν είναι […] ζώα για σφάξιμο. Μέσ’ από τη σχολή τούς αναγνωρίζεις αγρότες κι εργάτες. Είναι πολίτες ξεριζωμένοι. […] δεν είναι τυφλωμένοι από τη μανία όπως οι άγριοι […] Δεν είναι […] οι ήρωες που φαντάζεται ο κόσμος, μα η θυσία τους έχει μεγαλύτερη αξία, που όσοι δεν τους έχουν δει δε θα ’ναι ποτέ άξιοι να την καταλάβουν» [15].
Οι νεκροί είναι πιο πολλοί από τους ζωντανούς «σ’ αυτή την έρημο που άπειροι νεκροί καταλήγουν σε μια γραμμούλα ζωντανών» [16].
Τα χαρακώματα είναι απέναντι, «κοιτάζονται δίχως να βλέπονται οι αντίπαλοι στρατοί»[17].
«Δυο στρατοί που πολεμάνε είναι σαν ένα μεγάλος στρατός που αυτοχτονεί!»[18].
Κάποια στιγμή βλέπει από ψηλά την έκταση και την ανάπτυξη τόσο των γαλλικών όσο και των εχθρικών χαρακωμάτων, και τότε του γίνεται συνειδητός ο εκμηδενισμός του ατόμου. «Δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως το καθένα από τούτα τα μικροσκοπικά σημαδάκια είν’ ένα ον από αδύναμη κι ευαίσθητη σάρκα, απίστευτα απροστάτευτο μέσα στην έκταση, γεμάτο βαθιά σκέψη, γεμάτο μακροχρόνιες αναμνήσεις και γεμάτο από ’να πλήθος εικόνες· μένεις κατάπληκτος μ’ αυτό τον κονιορτό από ανθρώπους, τόσο μικρούς όσο τ’ αστέρια τ’ ουρανού»[19].
__________
[1] Henri Barbusse, Φωτιά, Ημερολόγιο ενός ουλαμού, μετάφραση και πρόλογος Κοσμά Πολίτη, εκδόσεις Παλμός, Αθήνα, 1954, σελ. 7-10.
[2] Henri Barbusse, Φωτιά, Ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 12.
[3] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 188-189.
[4] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 181.
[5] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 237.
[6] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 240.
[7] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 235.
[8] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 219.
[9] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 221.
[10] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 224.
[11] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 221-223.
[12] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 224.
[13] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 225.
[14] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 225.
[15] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 214-215.
[16] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 227.
[17] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 251.
[18] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 293.
[19] Henri Barbusse, Φωτιά, ημερολόγιο ενός ουλαμού, ό.π., σελ. 195.

Στη σωφρονιστική αποικία (1919)
(In der Strafkolonie)
Συγγραφέας: Φραντς Κάφκα
Εκδόσεις: Νεφέλη
Έτος: 2009
Περιγραφή
Το διήγημα Στη σωφρονιστική αποικία γράφτηκε το 1914, στην αρχή του Α’ Πολέμου, και εκδόθηκε για πρώτη φόρα το 1919. Η ιστορία εξελίσσεται σε μία σωφρονιστική αποικία. Είναι οργανωμένη σε ένα στεγνό και αμμώδες νησί· μία δαντική κόλαση χωρίς περιθώρια διαφυγής. Εκεί υπάρχει ένα μηχάνημα ο Εγγραφέας, ένα εργαλείο βασανισμού. Αυτό αποτελείται από το Κρεβάτι, το Σχεδιαστή και τον Εγγραφέα. Ο εκάστοτε Κατάδικος δένεται στο Κρεβάτι, ενώ ο περιστρεφόμενος Εγγραφέας χαράζει πάνω του, τρυπώντας τον, το νόμο τον οποίο παραβίασε. Πρόκειται για βασανισμό μέχρι θανάτου. Ο Κατάδικος του διηγήματος, επιπλέον, αγνοεί το λόγο της καταδίκης του, και κυρίως το γεγονός ότι είναι καταδικασμένος. Είναι δηλαδή έρμαιο στην κρίση και στις αποφάσεις των άλλων, σαν να μην τον αφορά η τύχη του. Αδυνατεί, επίσης, να απολογηθεί. Αποφασίστηκε για λογαριασμό του η ακαταλληλότητα ένταξής του στη συγκεκριμένη αναμορφωτική κοινωνία και με συνοπτικές διαδικασίες εφαρμόζεται ο αποκλεισμός και η ακύρωσή του. Πρόκειται για ένα διήγημα που θίγει θέματα όπως η ξύλινη και ανούσια στρατιωτική πειθαρχία και η διαστροφή σε περιόδους μιλιταριστικής βίας. Διαβάζοντάς το κανείς χωρίς να γνωρίζει τη χρονολογία συγγραφής του θα μπορούμε κάλλιστα να το τοποθετήσει και στη μετά το Β’ Πόλεμο εποχή, καθώς ο υφέρπων σαδισμός από ακραία φαντασία έγινε απτή πραγματικότητα τόσο στα χαρακώματα του Α’ Πολέμου όσο και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β’ Πολέμου, ενώ το 1914 έμεναν ακόμα να συμβούν ως γεγονότα. Τότε η αλληγορία του Κάφκα στη Σωφρονιστική αποικία έλαβε σάρκα και οστά.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο αναγνώστης βρίσκει αρχικά τη θεατρική διασκευή του διηγήματος. Στη συνέχεια, δύο κείμενα για το συγκεκριμένο έργο του Κάφκα, του μεταφραστή Σάββα Στρούμπου και του Peter Höfle, το δεύτερο σε μετάφραση της Πελαγίας Τσινάρη. Επίσης, ένα κείμενο της Άννας Μαρίας Δρουμπούκη για την «Κοραή 4, Μία φυλακή στο κέντρο της πόλης». Ακολουθεί μία αναφορά των θεατρικών μεταφορών κάποιων έργων του συγγραφέα, μία σύντομη εργοβιογραφία του και λίγα λόγια για τη θεατρική ομάδα «Σημείο Μηδέν» μαζί με βιογραφικά των μελών της. Τέλος, το σύνολο αυτής της προσπάθειας ολοκληρώνει το ίδιο το διήγημα του Φραντς Κάφκα.
Η θεατρική μεταφορά του συγκεκριμένου κειμένου παρουσιάστηκε από τη θεατρική ομάδα «Σημείο Μηδέν», στο Χώρο Ιστορικής Μνήμης στην Κοραή 4 στην Αθήνα, το Φεβρουάριο του 2009. Στα υπόγεια του μεγάρου της οδού Κοραή υπήρχαν χώροι διαμορφωμένοι ως αντιαεροπορικά καταφύγια, τα οποία στη διάρκεια της Κατοχής λειτούργησαν ως κρατητήρια και κέντρα μεταγωγών.
Για την ιστορία, δείτε περισσότερα εδώ: http://www.korai4.gr/ko-bui-history.html
Εκτενέστερη ανάλυση του κειμένου θα βρείτε στο κείμενό μου «Στοχασμοί πάνω Στη σωφρονιστική αποικία του Κάφκα», στη στήλη μου «Η πυγολαμπίδα φέγγει και κεντά» [εδώ]
(In der Strafkolonie)
Συγγραφέας: Φραντς Κάφκα
Εκδόσεις: Νεφέλη
Έτος: 2009
Περιγραφή
Το διήγημα Στη σωφρονιστική αποικία γράφτηκε το 1914, στην αρχή του Α’ Πολέμου, και εκδόθηκε για πρώτη φόρα το 1919. Η ιστορία εξελίσσεται σε μία σωφρονιστική αποικία. Είναι οργανωμένη σε ένα στεγνό και αμμώδες νησί· μία δαντική κόλαση χωρίς περιθώρια διαφυγής. Εκεί υπάρχει ένα μηχάνημα ο Εγγραφέας, ένα εργαλείο βασανισμού. Αυτό αποτελείται από το Κρεβάτι, το Σχεδιαστή και τον Εγγραφέα. Ο εκάστοτε Κατάδικος δένεται στο Κρεβάτι, ενώ ο περιστρεφόμενος Εγγραφέας χαράζει πάνω του, τρυπώντας τον, το νόμο τον οποίο παραβίασε. Πρόκειται για βασανισμό μέχρι θανάτου. Ο Κατάδικος του διηγήματος, επιπλέον, αγνοεί το λόγο της καταδίκης του, και κυρίως το γεγονός ότι είναι καταδικασμένος. Είναι δηλαδή έρμαιο στην κρίση και στις αποφάσεις των άλλων, σαν να μην τον αφορά η τύχη του. Αδυνατεί, επίσης, να απολογηθεί. Αποφασίστηκε για λογαριασμό του η ακαταλληλότητα ένταξής του στη συγκεκριμένη αναμορφωτική κοινωνία και με συνοπτικές διαδικασίες εφαρμόζεται ο αποκλεισμός και η ακύρωσή του. Πρόκειται για ένα διήγημα που θίγει θέματα όπως η ξύλινη και ανούσια στρατιωτική πειθαρχία και η διαστροφή σε περιόδους μιλιταριστικής βίας. Διαβάζοντάς το κανείς χωρίς να γνωρίζει τη χρονολογία συγγραφής του θα μπορούμε κάλλιστα να το τοποθετήσει και στη μετά το Β’ Πόλεμο εποχή, καθώς ο υφέρπων σαδισμός από ακραία φαντασία έγινε απτή πραγματικότητα τόσο στα χαρακώματα του Α’ Πολέμου όσο και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β’ Πολέμου, ενώ το 1914 έμεναν ακόμα να συμβούν ως γεγονότα. Τότε η αλληγορία του Κάφκα στη Σωφρονιστική αποικία έλαβε σάρκα και οστά.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο αναγνώστης βρίσκει αρχικά τη θεατρική διασκευή του διηγήματος. Στη συνέχεια, δύο κείμενα για το συγκεκριμένο έργο του Κάφκα, του μεταφραστή Σάββα Στρούμπου και του Peter Höfle, το δεύτερο σε μετάφραση της Πελαγίας Τσινάρη. Επίσης, ένα κείμενο της Άννας Μαρίας Δρουμπούκη για την «Κοραή 4, Μία φυλακή στο κέντρο της πόλης». Ακολουθεί μία αναφορά των θεατρικών μεταφορών κάποιων έργων του συγγραφέα, μία σύντομη εργοβιογραφία του και λίγα λόγια για τη θεατρική ομάδα «Σημείο Μηδέν» μαζί με βιογραφικά των μελών της. Τέλος, το σύνολο αυτής της προσπάθειας ολοκληρώνει το ίδιο το διήγημα του Φραντς Κάφκα.
Η θεατρική μεταφορά του συγκεκριμένου κειμένου παρουσιάστηκε από τη θεατρική ομάδα «Σημείο Μηδέν», στο Χώρο Ιστορικής Μνήμης στην Κοραή 4 στην Αθήνα, το Φεβρουάριο του 2009. Στα υπόγεια του μεγάρου της οδού Κοραή υπήρχαν χώροι διαμορφωμένοι ως αντιαεροπορικά καταφύγια, τα οποία στη διάρκεια της Κατοχής λειτούργησαν ως κρατητήρια και κέντρα μεταγωγών.
Για την ιστορία, δείτε περισσότερα εδώ: http://www.korai4.gr/ko-bui-history.html
Εκτενέστερη ανάλυση του κειμένου θα βρείτε στο κείμενό μου «Στοχασμοί πάνω Στη σωφρονιστική αποικία του Κάφκα», στη στήλη μου «Η πυγολαμπίδα φέγγει και κεντά» [εδώ]

Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ (1923)
(Dobrý voják Švejk)
Συγγραφέας: Γιάροσλαβ Χάσεκ
Εκδόσεις: Μίνωας
Έτος: 2014
Περιγραφή
Η ιστορία εκτυλίσσεται στον πρώτο περίπου χρόνο του Α’ Πολέμου, ξεκινώντας από τις παραμονές του, με την πληροφόρηση της δολοφονίας του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σεράγεβο. Κεντρικός ήρωας είναι ένας Τσέχος στρατιώτης, ο Σβέικ, ο οποίος είχε υπηρετήσει στο 91ο σύνταγμα και έχει πλέον απαλλαγεί από το στρατό ως «παντελώς ηλίθιος», σύμφωνα με τη διάγνωση της υγειονομικής επιτροπής. Τώρα, όμως, όλα δυσχεραίνουν, καθώς η καχυποψία της αστυνομοκρατίας της αυστριακής αυτοκρατορίας απέναντι στις πληθυσμιακές ομάδες που διεκδικούν την αυτονομία τους αυξάνεται. Έτσι, ο Σβέικ εμπλέκεται σε περιπέτειες σε έναν παράλογο κόσμο, που φτάνει στο όριο του σουρεαλιστικού, όπου το μαύρο γίνεται άσπρο και αντίστροφα. Το κείμενο σατιρίζει τη σοβαροφάνεια, την ακαμψία του συστήματος του κρατικού μηχανισμού και του στρατού, και προκαλεί ένα γλυκόπικρο χαμόγελο απέναντι στην απύθμενη ανθρώπινη ανοησία, που οδήγησε ανάμεσα σε άλλα και στον Α’ Πόλεμο, καθώς αποδομεί θεσμούς, πρόσωπα, σταθερές, αξίες και καταστάσεις, οι οποίες πυροδότησαν και πυροδοτούν αλυσιδωτά άλλες ανάλογες καταστάσεις. Αναδεικνύεται εν τέλει ένας κόσμος από την ανάποδη, μέσα από τα μάτια του καλού στρατιώτη Σβέικ.
Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, χωρίς να είναι ένας άγιος, καταφέρνει άλλοτε καλοπροαίρετα, άλλοτε με νεύρο, άλλοτε απομυθοποιώντας τα πάντα και καθαιρώντας πολλάκις και τον ίδιο του τον εαυτό από τον όποιο νοερό θρόνο μπορεί ο καθένας να τον τοποθετεί, με επιχειρήματα που μετεωρίζονται ανάμεσα στην πλήρη οξυδερκή διαύγεια και τον παραλογισμό. Τους φέρνει έτσι όλους σε αμηχανία απέναντι στο αυτονόητο, απέναντι στον εαυτό τους ή και απέναντι σε έναν κόσμο που μένει ακόμα να ανακαλυφθεί. Χωρίς να χάνει το ηθικό του, παραμένοντας πάντοτε πράος, ήρεμος, πειθαρχημένος, αφοπλιστικά ειλικρινής, ενίοτε με έναν κυνισμό που μοιάζει με δικαίωση για όποιον ψυχικό και σωματικό εκβιασμό τού ασκείται, καταφέρνει να επιβιώνει, βλέποντας αισιόδοξα όποια κατάσταση θα είχε «σπάσει» άλλους από την πρώτη στιγμή. Και αυτό βαπτίζεται «βλακεία» και «υποκρισία» στον κόσμο στον οποίο ζει. Διανύει, μάλιστα, μερικές από τις ωραιότερες μέρες της ζωής του στο άσυλο των τρελών, γιατί εκεί ο καθένας κάνει ανυπόκριτα ό,τι θέλει, όντας όποιος θέλει. Ο Σβέικ είναι επιπλέον ένας άνθρωπος με το δικό του σύστημα αξιών, τις αρχές του, πιστός στο καθήκον του και στο Φραγκίσκο Ιωσήφ Α’, σε έναν παλιό κόσμο, όμως, που αλλάζει, ανατρέπεται και κοχλάζει, καθώς τα ερείσματά του τίθενται υπό αμφισβήτηση, ενώ αναιρούνται όσα πριν θεωρούνταν ακλόνητα και δεδομένα.
Ματιές από το βιβλίο:
«Δεν είσαι ο μόνος καλός άνθρωπος που θα κυκλοφορεί στον κόσμο με σπιλωμένη υπόληψη. Θα έλεγα μάλιστα πως οι άνθρωποι της κατηγορίας σου είναι δεκαπλάσιοι από κείνους που είναι λευκοί σαν χιόνι»[1].
«Και ύστερα, μετά την απόφαση, όταν τον πήραν, φώναξε στο διάδρομο: “Ζήτω η ελεύθερη σκέψη!”. Τόσο πολύ τον είχαν αποβλακώσει»[2].
«―Λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω γιατί απαγορεύεται στους στρατιώτες να σκέφτονται. Όταν υπηρετούσα τη θητεία μου στο 91ο, πριν κάμποσα χρόνια, ο λοχαγός μάς έλεγε πάντα: “Ο στρατιώτης δεν πρέπει να σκέφτεται. Γι’ αυτόν σκέφτεται ο ανώτερός του. Όταν ένας στρατιώτης αρχίζει να σκέφτεται, δεν είναι πια στρατιώτης, αλλά ένα είδος βρομερού ψειριάρη πολίτη. Ο στρατιώτης που σκέφτεται...”.
»―Σκασμός! τον διέκοψε οργισμένος ο πρόεδρος της επιτροπής. Σε ξέρουμε καλά εσένα, πήγαινε! Αυτός ο κανάγιας νομίζει ότι θα πιστέψουμε πως είναι ολότελα ηλίθιος»[3].
«Όταν έκανα τη θητεία μου, οι συνθήκες ήταν χειρότερες. Ασθενής; Για να θεραπευτεί τον τσουβάλιαζαν και τον πετούσαν στην τρύπα. Και μέσα εκεί δεν είχε κρεβάτια και πτυελοδοχείο όπως εδώ. Ένα δάπεδο γυμνό σαν τον τοίχο, αυτό ήταν όλο κι όλο που μας πρόσφεραν για ν’ αποθέσουμε το άρρωστο κορμί μας. Μια φορά, ένας φίλος είχε αρρωστήσει για τα καλά από τύφο και ο γείτονάς του από ευλογιά. Τους έδεσαν χειροπόδαρα και τους δυο και ο γιατρός άρχισε να τους κλοτσάει στο στομάχι, λέγοντας πως ήταν κοπανατζήδες. Όταν πέθαναν, η υπόθεση ήρθε στη Βουλή κι έγραψαν γι’ αυτήν οι εφημερίδες. Φυσικά, μας απαγόρευαν να διαβάζουμε τις εφημερίδες που δημοσίευαν άρθρα πάνω σ’ αυτό το θέμα, κι έκαναν έρευνες στα πράγματά μας για να δουν μήπως τις κρύβαμε εκεί. Εγώ δεν είμαι τυχερός, κι έλαχε σ’ εμένα, απ’ όλο το σύνταγμα, να βρουν κάποια απ’ αυτές τις εφημερίδες. Μ’ έβγαλαν αμέσως στην αναφορά του συντάγματος και ο συνταγματάρχης μας, ένα μοσχάρι, ο Θεός να τον ελεήσει, μου ζήτησε να σταθώ προσοχή και να του πω ποιος ήταν αυτός που είχε δώσει την πληροφορία στις εφημερίδες. Με απείλησε πως θα μου έσπαζε τα σαγόνια και θα μ’ έχωνε φυλακή. Έπειτα ήρθε η σειρά του γιατρού του συντάγματος που έσειε όλη την ώρα τη γροθιά του μπρος στη μύτη μου και ούρλιαζε: “Βρομιάρηδες, λεχρίτες, κοπρίτες... λωποδύτη σοσιαλιστή!”. Εγώ τον κοίταζα κατάματα κοκαλωμένος, με το δεξί χέρι στο πηλίκιο και το αριστερό στη ραφή του παντελονιού. Στριφογύριζαν και οι δύο γύρω μου σαν σκύλοι, γάβγιζαν πίσω μου σαν λυσσασμένοι, κι εγώ δεν άνοιγα το στόμα μου. Στεκόμουν εκεί, με το δεξί χέρι στο πηλίκιο και το αριστερό στη ραφή του παντελονιού. Αφού έκαναν τους τρελούς για μισή ώρα, ο συνταγματάρχης ορμάει καταπάνω μου ουρλιάζοντας: “Είσαι ή δεν είσαι ηλίθιος;”. “Λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω, συνταγματάρχα μου, ότι είμαι ηλίθιος!” “Είκοσι μία μέρες αυστηρά, για ηλιθιότητα” λέει. “Δύο μέρες τη βδομάδα νηστικός, ένα μήνα περιορισμό στα παραπήγματα, σαράντα οχτώ ώρες κρεμασμένος και δεμένος. Και να συλληφθεί πάραυτα! Εμπρός, δέστε τον, για να το χωνέψει καλά πως ο στρατός δεν παίζει και δεν έχει ανάγκη από παρόμοιους ηλίθιους. Θα σου μάθω εγώ να διαβάζεις εφημερίδες. Στάσου και θα δεις!”»[4].
«Οι φυλακές της Πλατείας της Πράγας αποτελούσαν το έσχατο καταφύγιο εκείνων που δεν ήθελαν να πάνε στον πόλεμο. Γνώρισα έναν υφηγητή των μαθηματικών που, μη θέλοντας να υπηρετήσει στο πυροβολικό, αποφάσισε να κλέψει το ρολόι ενός υπολοχαγού για να μπορέσει να επιτύχει τη φυλάκισή του. Είχε ενεργήσει έτσι, ύστερα από ώριμη σκέψη. Ο πόλεμος δεν τον ενθουσίαζε καθόλου. Το να ξαποστέλλει οβίδες και να σκοτώνει υφηγητές των μαθηματικών από την άλλη πλευρά του μετώπου το θεώρησε εντελώς ηλίθιο.
“Δε θέλω να φερθώ σαν κτήνος ” σκέφτηκε κι έκλεψε το ρολόι»[5].
«―Πιστεύω, είπε ο ψηλόλιγνος, σκεπτικός πάντα, ότι δεν κρεμούν έναν άνθρωπο χωρίς λόγο. Δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει.
»―Σε καιρό ειρήνης, ναι, συμφώνησε ο Σβέικ, αλλά όταν γίνεται πόλεμος, το άτομο δε λογαριάζεται. Είτε σκοτωθεί στο Μέτωπο είτε κρεμαστεί στην πόλη είναι το ίδιο»[6].
«Η δυστυχισμένη η ανθρωπότητα σφαγιάζεται πάντα στο όνομα κάποιας ευεργετικής θεότητας βγαλμένης από τη φαντασία των ανθρώπων»[7].
Τη διασκευή – επιμέλεια κειμένου έκανε ο Δημήτρης Καραδήμας.
__________
[1] Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ, Γιάροσλαβ Χάσεκ, Εκδόσεις Μίνωας, Αθήνα, 2014, σσ. 67.
[2] Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ, Γιάροσλαβ Χάσεκ, ό.π., σσ. 75.
[3] Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ, Γιάροσλαβ Χάσεκ, ό.π., σσ. 119.
[4] Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ, Γιάροσλαβ Χάσεκ, ό.π., σσ. 102-104.
[5] Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ, Γιάροσλαβ Χάσεκ, ό.π., σσ. 124.
[6] Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ, Γιάροσλαβ Χάσεκ, ό.π., σσ. 161.
[7] Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ, Γιάροσλαβ Χάσεκ, ό.π., σσ. 196.
(Dobrý voják Švejk)
Συγγραφέας: Γιάροσλαβ Χάσεκ
Εκδόσεις: Μίνωας
Έτος: 2014
Περιγραφή
Η ιστορία εκτυλίσσεται στον πρώτο περίπου χρόνο του Α’ Πολέμου, ξεκινώντας από τις παραμονές του, με την πληροφόρηση της δολοφονίας του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σεράγεβο. Κεντρικός ήρωας είναι ένας Τσέχος στρατιώτης, ο Σβέικ, ο οποίος είχε υπηρετήσει στο 91ο σύνταγμα και έχει πλέον απαλλαγεί από το στρατό ως «παντελώς ηλίθιος», σύμφωνα με τη διάγνωση της υγειονομικής επιτροπής. Τώρα, όμως, όλα δυσχεραίνουν, καθώς η καχυποψία της αστυνομοκρατίας της αυστριακής αυτοκρατορίας απέναντι στις πληθυσμιακές ομάδες που διεκδικούν την αυτονομία τους αυξάνεται. Έτσι, ο Σβέικ εμπλέκεται σε περιπέτειες σε έναν παράλογο κόσμο, που φτάνει στο όριο του σουρεαλιστικού, όπου το μαύρο γίνεται άσπρο και αντίστροφα. Το κείμενο σατιρίζει τη σοβαροφάνεια, την ακαμψία του συστήματος του κρατικού μηχανισμού και του στρατού, και προκαλεί ένα γλυκόπικρο χαμόγελο απέναντι στην απύθμενη ανθρώπινη ανοησία, που οδήγησε ανάμεσα σε άλλα και στον Α’ Πόλεμο, καθώς αποδομεί θεσμούς, πρόσωπα, σταθερές, αξίες και καταστάσεις, οι οποίες πυροδότησαν και πυροδοτούν αλυσιδωτά άλλες ανάλογες καταστάσεις. Αναδεικνύεται εν τέλει ένας κόσμος από την ανάποδη, μέσα από τα μάτια του καλού στρατιώτη Σβέικ.
Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, χωρίς να είναι ένας άγιος, καταφέρνει άλλοτε καλοπροαίρετα, άλλοτε με νεύρο, άλλοτε απομυθοποιώντας τα πάντα και καθαιρώντας πολλάκις και τον ίδιο του τον εαυτό από τον όποιο νοερό θρόνο μπορεί ο καθένας να τον τοποθετεί, με επιχειρήματα που μετεωρίζονται ανάμεσα στην πλήρη οξυδερκή διαύγεια και τον παραλογισμό. Τους φέρνει έτσι όλους σε αμηχανία απέναντι στο αυτονόητο, απέναντι στον εαυτό τους ή και απέναντι σε έναν κόσμο που μένει ακόμα να ανακαλυφθεί. Χωρίς να χάνει το ηθικό του, παραμένοντας πάντοτε πράος, ήρεμος, πειθαρχημένος, αφοπλιστικά ειλικρινής, ενίοτε με έναν κυνισμό που μοιάζει με δικαίωση για όποιον ψυχικό και σωματικό εκβιασμό τού ασκείται, καταφέρνει να επιβιώνει, βλέποντας αισιόδοξα όποια κατάσταση θα είχε «σπάσει» άλλους από την πρώτη στιγμή. Και αυτό βαπτίζεται «βλακεία» και «υποκρισία» στον κόσμο στον οποίο ζει. Διανύει, μάλιστα, μερικές από τις ωραιότερες μέρες της ζωής του στο άσυλο των τρελών, γιατί εκεί ο καθένας κάνει ανυπόκριτα ό,τι θέλει, όντας όποιος θέλει. Ο Σβέικ είναι επιπλέον ένας άνθρωπος με το δικό του σύστημα αξιών, τις αρχές του, πιστός στο καθήκον του και στο Φραγκίσκο Ιωσήφ Α’, σε έναν παλιό κόσμο, όμως, που αλλάζει, ανατρέπεται και κοχλάζει, καθώς τα ερείσματά του τίθενται υπό αμφισβήτηση, ενώ αναιρούνται όσα πριν θεωρούνταν ακλόνητα και δεδομένα.
Ματιές από το βιβλίο:
«Δεν είσαι ο μόνος καλός άνθρωπος που θα κυκλοφορεί στον κόσμο με σπιλωμένη υπόληψη. Θα έλεγα μάλιστα πως οι άνθρωποι της κατηγορίας σου είναι δεκαπλάσιοι από κείνους που είναι λευκοί σαν χιόνι»[1].
«Και ύστερα, μετά την απόφαση, όταν τον πήραν, φώναξε στο διάδρομο: “Ζήτω η ελεύθερη σκέψη!”. Τόσο πολύ τον είχαν αποβλακώσει»[2].
«―Λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω γιατί απαγορεύεται στους στρατιώτες να σκέφτονται. Όταν υπηρετούσα τη θητεία μου στο 91ο, πριν κάμποσα χρόνια, ο λοχαγός μάς έλεγε πάντα: “Ο στρατιώτης δεν πρέπει να σκέφτεται. Γι’ αυτόν σκέφτεται ο ανώτερός του. Όταν ένας στρατιώτης αρχίζει να σκέφτεται, δεν είναι πια στρατιώτης, αλλά ένα είδος βρομερού ψειριάρη πολίτη. Ο στρατιώτης που σκέφτεται...”.
»―Σκασμός! τον διέκοψε οργισμένος ο πρόεδρος της επιτροπής. Σε ξέρουμε καλά εσένα, πήγαινε! Αυτός ο κανάγιας νομίζει ότι θα πιστέψουμε πως είναι ολότελα ηλίθιος»[3].
«Όταν έκανα τη θητεία μου, οι συνθήκες ήταν χειρότερες. Ασθενής; Για να θεραπευτεί τον τσουβάλιαζαν και τον πετούσαν στην τρύπα. Και μέσα εκεί δεν είχε κρεβάτια και πτυελοδοχείο όπως εδώ. Ένα δάπεδο γυμνό σαν τον τοίχο, αυτό ήταν όλο κι όλο που μας πρόσφεραν για ν’ αποθέσουμε το άρρωστο κορμί μας. Μια φορά, ένας φίλος είχε αρρωστήσει για τα καλά από τύφο και ο γείτονάς του από ευλογιά. Τους έδεσαν χειροπόδαρα και τους δυο και ο γιατρός άρχισε να τους κλοτσάει στο στομάχι, λέγοντας πως ήταν κοπανατζήδες. Όταν πέθαναν, η υπόθεση ήρθε στη Βουλή κι έγραψαν γι’ αυτήν οι εφημερίδες. Φυσικά, μας απαγόρευαν να διαβάζουμε τις εφημερίδες που δημοσίευαν άρθρα πάνω σ’ αυτό το θέμα, κι έκαναν έρευνες στα πράγματά μας για να δουν μήπως τις κρύβαμε εκεί. Εγώ δεν είμαι τυχερός, κι έλαχε σ’ εμένα, απ’ όλο το σύνταγμα, να βρουν κάποια απ’ αυτές τις εφημερίδες. Μ’ έβγαλαν αμέσως στην αναφορά του συντάγματος και ο συνταγματάρχης μας, ένα μοσχάρι, ο Θεός να τον ελεήσει, μου ζήτησε να σταθώ προσοχή και να του πω ποιος ήταν αυτός που είχε δώσει την πληροφορία στις εφημερίδες. Με απείλησε πως θα μου έσπαζε τα σαγόνια και θα μ’ έχωνε φυλακή. Έπειτα ήρθε η σειρά του γιατρού του συντάγματος που έσειε όλη την ώρα τη γροθιά του μπρος στη μύτη μου και ούρλιαζε: “Βρομιάρηδες, λεχρίτες, κοπρίτες... λωποδύτη σοσιαλιστή!”. Εγώ τον κοίταζα κατάματα κοκαλωμένος, με το δεξί χέρι στο πηλίκιο και το αριστερό στη ραφή του παντελονιού. Στριφογύριζαν και οι δύο γύρω μου σαν σκύλοι, γάβγιζαν πίσω μου σαν λυσσασμένοι, κι εγώ δεν άνοιγα το στόμα μου. Στεκόμουν εκεί, με το δεξί χέρι στο πηλίκιο και το αριστερό στη ραφή του παντελονιού. Αφού έκαναν τους τρελούς για μισή ώρα, ο συνταγματάρχης ορμάει καταπάνω μου ουρλιάζοντας: “Είσαι ή δεν είσαι ηλίθιος;”. “Λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω, συνταγματάρχα μου, ότι είμαι ηλίθιος!” “Είκοσι μία μέρες αυστηρά, για ηλιθιότητα” λέει. “Δύο μέρες τη βδομάδα νηστικός, ένα μήνα περιορισμό στα παραπήγματα, σαράντα οχτώ ώρες κρεμασμένος και δεμένος. Και να συλληφθεί πάραυτα! Εμπρός, δέστε τον, για να το χωνέψει καλά πως ο στρατός δεν παίζει και δεν έχει ανάγκη από παρόμοιους ηλίθιους. Θα σου μάθω εγώ να διαβάζεις εφημερίδες. Στάσου και θα δεις!”»[4].
«Οι φυλακές της Πλατείας της Πράγας αποτελούσαν το έσχατο καταφύγιο εκείνων που δεν ήθελαν να πάνε στον πόλεμο. Γνώρισα έναν υφηγητή των μαθηματικών που, μη θέλοντας να υπηρετήσει στο πυροβολικό, αποφάσισε να κλέψει το ρολόι ενός υπολοχαγού για να μπορέσει να επιτύχει τη φυλάκισή του. Είχε ενεργήσει έτσι, ύστερα από ώριμη σκέψη. Ο πόλεμος δεν τον ενθουσίαζε καθόλου. Το να ξαποστέλλει οβίδες και να σκοτώνει υφηγητές των μαθηματικών από την άλλη πλευρά του μετώπου το θεώρησε εντελώς ηλίθιο.
“Δε θέλω να φερθώ σαν κτήνος ” σκέφτηκε κι έκλεψε το ρολόι»[5].
«―Πιστεύω, είπε ο ψηλόλιγνος, σκεπτικός πάντα, ότι δεν κρεμούν έναν άνθρωπο χωρίς λόγο. Δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει.
»―Σε καιρό ειρήνης, ναι, συμφώνησε ο Σβέικ, αλλά όταν γίνεται πόλεμος, το άτομο δε λογαριάζεται. Είτε σκοτωθεί στο Μέτωπο είτε κρεμαστεί στην πόλη είναι το ίδιο»[6].
«Η δυστυχισμένη η ανθρωπότητα σφαγιάζεται πάντα στο όνομα κάποιας ευεργετικής θεότητας βγαλμένης από τη φαντασία των ανθρώπων»[7].
Τη διασκευή – επιμέλεια κειμένου έκανε ο Δημήτρης Καραδήμας.
__________
[1] Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ, Γιάροσλαβ Χάσεκ, Εκδόσεις Μίνωας, Αθήνα, 2014, σσ. 67.
[2] Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ, Γιάροσλαβ Χάσεκ, ό.π., σσ. 75.
[3] Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ, Γιάροσλαβ Χάσεκ, ό.π., σσ. 119.
[4] Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ, Γιάροσλαβ Χάσεκ, ό.π., σσ. 102-104.
[5] Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ, Γιάροσλαβ Χάσεκ, ό.π., σσ. 124.
[6] Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ, Γιάροσλαβ Χάσεκ, ό.π., σσ. 161.
[7] Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ, Γιάροσλαβ Χάσεκ, ό.π., σσ. 196.

Η ζωή εν τάφω (1924)
Συγγραφέας: Στράτης Μυριβήλης
Εκδόσεις: Ειδική έκδοση για την εφημερίδα Το Βήμα
Έτος: 2008
Περιγραφή
Το βιβλίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1923, ενώ το 1930 ακολούθησε η 2η οριστική εκδοχή του. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία του Αντώνη Κωστούλα, ενός φοιτητή εθελοντή της Νησιωτικής Μεραρχίας, στους δύο Βαλκανικούς και για σεβαστό διάστημα στον Α’ Πόλεμο –από τότε που η Ελλάδα συμμετείχε με την επαναστατική κυβέρνηση τους Ελευθέριου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη–, μέσα από το ημερολόγιό του. Το ημερολόγιο του λοχία Κωστούλα είναι σε μορφή γραμμάτων προς την αρραβωνιαστικιά του, τα οποία δεν έστειλε ποτέ. Στο ένα τρίτο της αφήγησης προβάλλεται μία διάθεση αφελούς απορίας εκ μέρους του ήρωα για τα τεκταινόμενα του πολέμου. Απορεί, δηλαδή, με την ακινησία στο Μέτωπο, τα οξύμωρα και τις αντιθέσεις. Στους Βαλκανικούς υπήρχε ενθουσιασμός και κίνηση, ενώ τώρα η πειθαρχημένη ακινησία και η σιωπή που πρέπει να επικρατεί δημιουργούν προβλήματα προσαρμογής στους Έλληνες[1]. Στο δεύτερο τρίτο της αφήγησης η «ζωή εν τάφω» του μουχλιασμένου, ανήλιαγου και στενού χαρακώματος αφήνει χώρο σε έναν ύμνο στη ζωή και στην ομορφιά της φύσης. Ενώ στο τελευταίο τρίτο, μαζί με την αποκτημένη σοφία και εμπειρία, επικρατούν η νοσταλγία για την πατρίδα και η προσμονή επιστροφής στο σπίτι.
Τα χαρακώματα στο ελληνοβουλγαρικό σύνορο είναι διαφορετικά διαμορφωμένα σε σχέση με το Δυτικό Μέτωπο. Δεν πρόκειται για ατέλειωτες γραμμές χαρακωμάτων, στα οποία παρατάσσεται η μία πλευρά απέναντι στην άλλη –ενίοτε και σε απόσταση αναπνοής–, για την κατάληψη δύο μέτρων γης, όπως στο Βερντέν. Το σκηνικό του πολέμου έχει στηθεί σε δυσπρόσιτα ορεινά σημεία, όπως ορίζει ο γεωφυσικό περιβάλλον. Οι περίοδοι ακινησίας, ωστόσο, είναι και εδώ πιο συχνές από τη δράση. «Η πλήξη είναι το χτικιό της ψυχής»[2]. Η δράση περιορίζεται συνήθως στη μία κίνηση απροσεξίας που μπορεί να κάνει ένας στρατιώτης ο οποίος θα επισημανθεί από ελεύθερο σκοπευτή του αντίπαλου χαρακώματος ή θα επισύρει σειρά κανονιοβολισμών. Η ανία της ρουτίνας σε συνδυασμό με το φόβο άφηναν περιθώρια για τέτοια λάθη. Πρόκειται για ένα νοσηρό κυνήγι «γάτας και ποντικιού», που απέχει από ηρωισμούς και ατομικές πρωτοβουλίες, καταδικάζοντας σε μία μίζερη και περιορισμένη καθημερινότητα. Ο στρατιώτης ένιωθε «έντομο» κρυμμένο στο χώμα[3]. Ήταν υποχρεωμένος, επιπλέον, να ανέχεται τις ψείρες, τη βρομιά, την πείνα και τη μοναξιά[4]. Είναι ένας κόσμος όπου δύσκολα ορίζει κανείς τον εαυτό του, γιατί «μόνο η τύχη κυβερνά»[5].
Ο ήρωας περνάει από διάφορα στάδια συνειδητοποιήσεων, για να καταλήξει στο ότι ο εχθρός είναι κάτι τόσο κατασκευασμένο όσο και απροσδιόριστο. Οι Έλληνες δεν καταλάβαιναν τι πόλεμος ήταν αυτός, και ιδίως λόγω της διαφοράς του από τους Βαλκανικούς, στον οποίο αντί να πολεμούν έσκαβαν. «Εμείς ήρθαμε να κάνουμε πόλεμο [...] Να βοηθήσουμε τους Γάλλους και τους Σέρβους ενάντια στο Γερμανό και στο Βούλγαρο. Ενάντια στο Βασιλιά. Δεν ήρθαμε να πιάσουμε κασμά»[6]. Η σύγχυση ήταν αναπόφευκτη, καθώς οι στρατιώτες αισθάνονταν έρμαιο και εργαλεία ενός ανελέητου πολιτικού παιχνιδιού και την ίδια στιγμή έβρισκαν ακατανόητα τα πολλαπλά οξύμωρα και τις αντιθέσεις: «[...] Έκαμα μιαν επανάσταση ενάντια στο Κράτος για να τιμήσω τον ελληνικό λόγο της συμμαχίας με τους Σέρβους. Τώρα βοηθώ τους Σέρβους να εκσλαβίσουν τους Έλληνες στο Μοναστήρι. Ήρθα να σκοτωθώ πλάι σε Γάλλους για τα ιδανικά της Δημοκρατίας. Τους βρήκα να δέρνουν τους μαύρους στρατιώτες τους και τους άκουσα στο χαράκωμα να μας δέχουνται με την κραυγή “chiens grecs”, η πίστη μου σαλεύεται [...] τη δέρνουν όλοι οι άνεμοι της αμφιβολίας»[7]. Και τελικά κυριαρχούσε μία απογοήτευση ανάμεικτη με ειρωνεία για το ανύπαρκτο μέλλον των νεαρών εμπόλεμων. «[...] Τα πόδια μας τα πελέκησε η οβίδα, τα σακάτεψε ο αρθρίτης και τα κρυοπαγήματα [...] Γυναίκα δε γνωρίσαμε, παιδιά δεν κάναμε. Στεφανωτή μας η Πατρίδα, παιδιά μας τα πολυβόλα [...] Πεθάναμε πάνω στα νιάτα μας “ενδόξως” [...] Είμαστε ηρώοι γνήσιοι [...] Καθένας μας έχει στην τσέπη του την “ωραία επιστολή” της Μεραρχίας. Ήμαστε “ημίθεοι”. [...] Γιατί πέσαμε “υπέρ Πίστεως και Πατρίδος”»[8].
Το ύφος του Μυριβήλη διαγράφουν η πίκρα και η λεπτή ειρωνεία, ενώ ο λόγος του είναι διάχυτος με λυρικά κεντημένες περιγραφές που καταλήγουν σε οξυδερκείς στοχασμούς. Τελικά, όμως, τα λόγια υστερούν στο να δώσουν επαρκή εξήγηση και ερμηνεία στα γεγονότα. «Οι λέξεις» ισχυρίζεται ο Μυριβήλης «δεν είναι γυμνές, είναι κλειστά σκληρά μύγδαλα που πρέπει να σπάσουμε, να βρούμε την ψίχα. Ή να σπάσουμε τα δόντια μας. Δεν ξέρω τι είναι ακριβώς»[9].
Ματιές από το βιβλίο:
«[...] το βουνό με τις χίλιες χιλιάδες τα κινούμενα μάτια, που βλέπουν δίχως να βλέπουνται [...] Αυτά τα μάτια δε βλέπουν. Μόνο σκοπεύουν»[10].
«Θέλω να ζήσω σαν όλα τα ζωντανά [...] Να πεθάνω μια φορά τελοσπάντων. Εδώ πεθαίνω χίλιες φορές το μερονύχτι»[11].
Δεν παλεύουν οι άνθρωποι με άλλους ανθρώπους, αλλά «χιλιάδες μαλακά ανθρώπινα κορμιά με αμέτρητες ατσαλένιες μηχανές»[12].
«Δεν προσευχήθηκα ποτέ στις κρίσιμες ώρες της ζωής μου. Δεν αιστάνθηκα ποτέ την ανάγκη. Δε μ’ αρέσουν οι μονόλογοι, προπάντων στις τραγωδίες»[13].
__________
[1] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, Επιμέλεια έκδοσης – Επίμετρο: Γιώργος Τσακνιάς, Ειδική έκδοση για την εφημερίδα Το Βήμα, Αθήνα, 2008, (1η έκδοση 1923), σελ. 84.
[2] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 83.
[3] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 128.
[4] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 129.
[5] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 128.
[6] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 82-83.
[7] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 149.
[8] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 191.
[9] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 341.
[10] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 82.
[11] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 134.
[12] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 321.
[13] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 327.
Συγγραφέας: Στράτης Μυριβήλης
Εκδόσεις: Ειδική έκδοση για την εφημερίδα Το Βήμα
Έτος: 2008
Περιγραφή
Το βιβλίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1923, ενώ το 1930 ακολούθησε η 2η οριστική εκδοχή του. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία του Αντώνη Κωστούλα, ενός φοιτητή εθελοντή της Νησιωτικής Μεραρχίας, στους δύο Βαλκανικούς και για σεβαστό διάστημα στον Α’ Πόλεμο –από τότε που η Ελλάδα συμμετείχε με την επαναστατική κυβέρνηση τους Ελευθέριου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη–, μέσα από το ημερολόγιό του. Το ημερολόγιο του λοχία Κωστούλα είναι σε μορφή γραμμάτων προς την αρραβωνιαστικιά του, τα οποία δεν έστειλε ποτέ. Στο ένα τρίτο της αφήγησης προβάλλεται μία διάθεση αφελούς απορίας εκ μέρους του ήρωα για τα τεκταινόμενα του πολέμου. Απορεί, δηλαδή, με την ακινησία στο Μέτωπο, τα οξύμωρα και τις αντιθέσεις. Στους Βαλκανικούς υπήρχε ενθουσιασμός και κίνηση, ενώ τώρα η πειθαρχημένη ακινησία και η σιωπή που πρέπει να επικρατεί δημιουργούν προβλήματα προσαρμογής στους Έλληνες[1]. Στο δεύτερο τρίτο της αφήγησης η «ζωή εν τάφω» του μουχλιασμένου, ανήλιαγου και στενού χαρακώματος αφήνει χώρο σε έναν ύμνο στη ζωή και στην ομορφιά της φύσης. Ενώ στο τελευταίο τρίτο, μαζί με την αποκτημένη σοφία και εμπειρία, επικρατούν η νοσταλγία για την πατρίδα και η προσμονή επιστροφής στο σπίτι.
Τα χαρακώματα στο ελληνοβουλγαρικό σύνορο είναι διαφορετικά διαμορφωμένα σε σχέση με το Δυτικό Μέτωπο. Δεν πρόκειται για ατέλειωτες γραμμές χαρακωμάτων, στα οποία παρατάσσεται η μία πλευρά απέναντι στην άλλη –ενίοτε και σε απόσταση αναπνοής–, για την κατάληψη δύο μέτρων γης, όπως στο Βερντέν. Το σκηνικό του πολέμου έχει στηθεί σε δυσπρόσιτα ορεινά σημεία, όπως ορίζει ο γεωφυσικό περιβάλλον. Οι περίοδοι ακινησίας, ωστόσο, είναι και εδώ πιο συχνές από τη δράση. «Η πλήξη είναι το χτικιό της ψυχής»[2]. Η δράση περιορίζεται συνήθως στη μία κίνηση απροσεξίας που μπορεί να κάνει ένας στρατιώτης ο οποίος θα επισημανθεί από ελεύθερο σκοπευτή του αντίπαλου χαρακώματος ή θα επισύρει σειρά κανονιοβολισμών. Η ανία της ρουτίνας σε συνδυασμό με το φόβο άφηναν περιθώρια για τέτοια λάθη. Πρόκειται για ένα νοσηρό κυνήγι «γάτας και ποντικιού», που απέχει από ηρωισμούς και ατομικές πρωτοβουλίες, καταδικάζοντας σε μία μίζερη και περιορισμένη καθημερινότητα. Ο στρατιώτης ένιωθε «έντομο» κρυμμένο στο χώμα[3]. Ήταν υποχρεωμένος, επιπλέον, να ανέχεται τις ψείρες, τη βρομιά, την πείνα και τη μοναξιά[4]. Είναι ένας κόσμος όπου δύσκολα ορίζει κανείς τον εαυτό του, γιατί «μόνο η τύχη κυβερνά»[5].
Ο ήρωας περνάει από διάφορα στάδια συνειδητοποιήσεων, για να καταλήξει στο ότι ο εχθρός είναι κάτι τόσο κατασκευασμένο όσο και απροσδιόριστο. Οι Έλληνες δεν καταλάβαιναν τι πόλεμος ήταν αυτός, και ιδίως λόγω της διαφοράς του από τους Βαλκανικούς, στον οποίο αντί να πολεμούν έσκαβαν. «Εμείς ήρθαμε να κάνουμε πόλεμο [...] Να βοηθήσουμε τους Γάλλους και τους Σέρβους ενάντια στο Γερμανό και στο Βούλγαρο. Ενάντια στο Βασιλιά. Δεν ήρθαμε να πιάσουμε κασμά»[6]. Η σύγχυση ήταν αναπόφευκτη, καθώς οι στρατιώτες αισθάνονταν έρμαιο και εργαλεία ενός ανελέητου πολιτικού παιχνιδιού και την ίδια στιγμή έβρισκαν ακατανόητα τα πολλαπλά οξύμωρα και τις αντιθέσεις: «[...] Έκαμα μιαν επανάσταση ενάντια στο Κράτος για να τιμήσω τον ελληνικό λόγο της συμμαχίας με τους Σέρβους. Τώρα βοηθώ τους Σέρβους να εκσλαβίσουν τους Έλληνες στο Μοναστήρι. Ήρθα να σκοτωθώ πλάι σε Γάλλους για τα ιδανικά της Δημοκρατίας. Τους βρήκα να δέρνουν τους μαύρους στρατιώτες τους και τους άκουσα στο χαράκωμα να μας δέχουνται με την κραυγή “chiens grecs”, η πίστη μου σαλεύεται [...] τη δέρνουν όλοι οι άνεμοι της αμφιβολίας»[7]. Και τελικά κυριαρχούσε μία απογοήτευση ανάμεικτη με ειρωνεία για το ανύπαρκτο μέλλον των νεαρών εμπόλεμων. «[...] Τα πόδια μας τα πελέκησε η οβίδα, τα σακάτεψε ο αρθρίτης και τα κρυοπαγήματα [...] Γυναίκα δε γνωρίσαμε, παιδιά δεν κάναμε. Στεφανωτή μας η Πατρίδα, παιδιά μας τα πολυβόλα [...] Πεθάναμε πάνω στα νιάτα μας “ενδόξως” [...] Είμαστε ηρώοι γνήσιοι [...] Καθένας μας έχει στην τσέπη του την “ωραία επιστολή” της Μεραρχίας. Ήμαστε “ημίθεοι”. [...] Γιατί πέσαμε “υπέρ Πίστεως και Πατρίδος”»[8].
Το ύφος του Μυριβήλη διαγράφουν η πίκρα και η λεπτή ειρωνεία, ενώ ο λόγος του είναι διάχυτος με λυρικά κεντημένες περιγραφές που καταλήγουν σε οξυδερκείς στοχασμούς. Τελικά, όμως, τα λόγια υστερούν στο να δώσουν επαρκή εξήγηση και ερμηνεία στα γεγονότα. «Οι λέξεις» ισχυρίζεται ο Μυριβήλης «δεν είναι γυμνές, είναι κλειστά σκληρά μύγδαλα που πρέπει να σπάσουμε, να βρούμε την ψίχα. Ή να σπάσουμε τα δόντια μας. Δεν ξέρω τι είναι ακριβώς»[9].
Ματιές από το βιβλίο:
«[...] το βουνό με τις χίλιες χιλιάδες τα κινούμενα μάτια, που βλέπουν δίχως να βλέπουνται [...] Αυτά τα μάτια δε βλέπουν. Μόνο σκοπεύουν»[10].
«Θέλω να ζήσω σαν όλα τα ζωντανά [...] Να πεθάνω μια φορά τελοσπάντων. Εδώ πεθαίνω χίλιες φορές το μερονύχτι»[11].
Δεν παλεύουν οι άνθρωποι με άλλους ανθρώπους, αλλά «χιλιάδες μαλακά ανθρώπινα κορμιά με αμέτρητες ατσαλένιες μηχανές»[12].
«Δεν προσευχήθηκα ποτέ στις κρίσιμες ώρες της ζωής μου. Δεν αιστάνθηκα ποτέ την ανάγκη. Δε μ’ αρέσουν οι μονόλογοι, προπάντων στις τραγωδίες»[13].
__________
[1] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, Επιμέλεια έκδοσης – Επίμετρο: Γιώργος Τσακνιάς, Ειδική έκδοση για την εφημερίδα Το Βήμα, Αθήνα, 2008, (1η έκδοση 1923), σελ. 84.
[2] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 83.
[3] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 128.
[4] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 129.
[5] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 128.
[6] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 82-83.
[7] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 149.
[8] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 191.
[9] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 341.
[10] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 82.
[11] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 134.
[12] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 321.
[13] Μυριβήλης Στράτης, Η ζωή εν τάφω, ό.π., σελ. 327.

Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον (1929)
(Im Westen Nichts Neues)
Συγγραφέας: Έριχ Μαρία Ρεμάρκ
Εκδόσεις: Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος
Έτος: 1988
Περιγραφή
Το Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον δημοσιεύτηκε το 1929 και είναι το πρώτο μέρος μίας κατά κάποιον τρόπο τριλογίας. Ακολουθούν τα μυθιστορήματα: Ο δρόμος της επιστροφής και οι Τρεις Σύντροφοι, που εκδίδονται το πρώτο το 1931 και το δεύτερο το 1936 στα γερμανικά και το 1937 στα αγγλικά αντίστοιχα. Οι κεντρικοί ήρωες αλλάζουν, αλλά στους συντρόφους του Μετώπου διατηρούνται τα ίδια ονόματα και οι ίδιες βασικές ιστορίες. Στο Ουδέν νεώτερον περιγράφονται οι συνθήκες του δυτικού Μετώπου, οι δεσμοί που αναπτύσσονται μεταξύ συντρόφων, οι προσδοκίες, οι απογοητεύσεις και οι εσωτερικές αλλαγές μετά την πολεμική εμπειρία, επιπλέον και μέσα από τη σύντομη εμπειρία του συγγραφέα στο Μέτωπο.
Το Δυτικό Μέτωπο στη Γαλλία ανοίγει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη μέσα από τις ιστορίες του Πάουλ Μπόιμερ και των συντρόφων του. Το βιβλίο μάς εισάγει στα χαρακώματα χωρίς περιστροφές. Στην πρώτη γραμμή το άτομο συρρικνώνεται, μεταλλάσσεται. Η προτεραιότητα δίνεται στην επιβίωση. Το φαγητό και ο ύπνος εκεί επιτελούνται υπό τους ήχους των κανονιοβολισμών, συχνά σε κατάσταση εξάντλησης και θέτοντας τη ζωή σε κίνδυνο. Τα μικρά διαλείμματα αντικατάστασης από την πρώτη γραμμή δίνουν μία ευκαιρία χαλάρωσης. Εκεί αποκτούν εξέχουσα θέση οι απλές καθημερινές συνήθειες. Αυτό δε συμβαίνει μόνο για λόγους επιβίωσης, αλλά και γιατί αποτελούν σημεία αναφοράς μίας κανονικής ζωής – οι στρατιώτες νιώθουν έτσι πιο πολύ άνθρωποι ή ξαναθυμούνται πως είναι άνθρωποι. Χωρίς την ικανοποίηση των βασικών αναγκών αποξενώνονται από τη φυσική τους κατάσταση και γίνονται κυρίως μία μηχανή καταστροφής και αυτοσυντήρησης.
Οι μαχητές ζούσαν, κατά βάση, μία ζωή δύο ταχυτήτων. Εκείνη της πρώτης γραμμής, όπου κυριαρχούσαν η ένταση, η επιβίωση και ο θάνατος. Και εκείνη των ημερών αντικατάστασης, με ξεγνοιασιά, πειθαρχία, ανεμελιά και καψόνια. Αυτές οι τονωτικές ενέσεις λειτουργούσαν ευεργετικά για την ψυχοπνευματική ισορροπία, καθώς «[...] οι μέρες του Μετώπου, που ’χουνε περάσει, πέφτουν μέσα μας σαν πέτρες»[1]. Η εναλλαγή διατηρεί το ηθικό ακμαίο: «[...] γινόμαστε αληθινά κτήνη σαν πάμε στην πρώτη γραμμή [...] στις μέρες ανάπαυσης καραγκιόζηδες»[2]. Αργότερα θα αναστήσουν στη σκέψη τούς χαμένους συντρόφους.
Εκεί έμαθαν τι σημαίνει απογύμνωση της προσωπικότητας, αντί υπεράσπιση της τιμής και της ελευθερίας. Τους αντιμετώπισαν «όπως τα άλογα στο τσίρκο», τους προετοίμαζαν για ήρωες[3]. Τους χρησιμοποίησαν για την επίτευξη ιδιοτελών στόχων. Κατασκεύασαν ανθρώπινες μηχανές για την αντιμετώπιση ενός αόρατου και άγνωστου εχθρού, που έπαιρνε ανυπολόγιστες διαστάσεις στο μυαλό τους, εξαιτίας της άγνοιας και της αρνητικής προπαγάνδας. «Ρίχνουμε τις χειροβομβίδες όχι ενάντια στους ανθρώπους [...] Είναι ο θάνατος που μας κυνηγά κάτω από τούτα τα χέρια και τις μάσκες»[4]. Η ανάγκη επιβίωσης και η εκδίκηση λειτουργούν ταυτόχρονα. Έτσι κατέληγαν να εκτελούν αιχμαλώτους, όταν δεν τους χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά τραυματιών. Η επινόηση ενός τέτοιου ανώνυμου και άγνωστου εχθρού και η συλλογική αντιμετώπισή του υποστήριζαν την ιδέα της εθνικής συνοχής και έδιναν λόγο ύπαρξης σε ένα σύστημα που έχρηζε ανανέωσης εκ βάθρων.
Στην παραγωγή ανθρώπινων πολεμικών μηχανών βοηθούσε, επομένως, η άγνοια του εχθρού. Ο εχθρός ήταν κάτι αόριστο, αφηρημένο και απρόσωπο που προσέβαλε την πατρίδα. Προς το τέλος του Πολέμου και αντίστοιχα του βιβλίου, άρχισαν οι αμφιβολίες, που συνέπεσαν με την επίσκεψη του Κάιζερ στο Μέτωπο. Οι στρατιώτες μόνο στις μάχες σώμα με σώμα και οι ελεύθεροι σκοπευτές στις βολές τους συνειδητοποιούσαν ότι σκότωναν ανθρώπους με πρόσωπο, όνομα και αναπτυγμένους κοινωνικούς και οικογενειακούς δεσμούς. Τότε προσφερόταν η αφορμή να αναλογιστούν ότι ο εχθρός είχε φυσιολογική ζωή και άφηνε πίσω του άλλους ανθρώπους, όπως ήταν και οι ίδιοι.
Οι μάχιμοι συνειδητοποιούσαν ανεξαιρέτως στο τέλος τη βίαιη τομή στη ζωή τους. Το πριν και το μετά του πολέμου. Όλα προσδιορίζονται με σημείο αναφοράς τον πόλεμο. Οτιδήποτε νωρίτερα έμοιαζε να το έχει ζήσει κάποιος άλλος. Και ιδίως οι νεότεροι είχαν απομυθοποιήσει πλέον τον εξιδανικευμένο κόσμο των προπολεμικών γενεών, την αθωότητα, την ξεγνοιασιά, και ένιωθαν χαμένοι. Οι μάχιμοι αφήνουν ένα κομμάτι της ψυχής τους στο Μέτωπο. Οι νέοι είχαν μάθει μόνο να καταστρέφουν και δεν τους περίμενε τίποτα. Ο Πάουλι καταθλίβεται στην ιδέα ότι και οι ίδιοι στο χρόνο θα συμβιβαστούν και θα ενταχθούν στο σύστημα. Έχασε κάθε συνδετικό κρίκο με τον παλιό του εαυτό. Στην ντουλάπα του ακόμα «κρέμονταν τα κοντά παντελονάκια»[5]. Ήταν ένα αγόρι που δεν είχε προλάβει να ανδρωθεί, παιχνίδι του έγινε ο πόλεμος. Και τώρα δεν ήταν τίποτα άλλο «παρά μονάχα πόνος»[6].
__________
[1] Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, μτφρ. Κώστας Θρακιώτης, Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1988 (1η έκδοση στα γερμανικά 1929), 115.
[2] Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, ό.π., 115.
[3] Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, ό.π., σελ. 22.
[4] Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, ό.π., σελ. 95.
[5] Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, ό.π., 149.
[6] Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, ό.π., 151.
(Im Westen Nichts Neues)
Συγγραφέας: Έριχ Μαρία Ρεμάρκ
Εκδόσεις: Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος
Έτος: 1988
Περιγραφή
Το Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον δημοσιεύτηκε το 1929 και είναι το πρώτο μέρος μίας κατά κάποιον τρόπο τριλογίας. Ακολουθούν τα μυθιστορήματα: Ο δρόμος της επιστροφής και οι Τρεις Σύντροφοι, που εκδίδονται το πρώτο το 1931 και το δεύτερο το 1936 στα γερμανικά και το 1937 στα αγγλικά αντίστοιχα. Οι κεντρικοί ήρωες αλλάζουν, αλλά στους συντρόφους του Μετώπου διατηρούνται τα ίδια ονόματα και οι ίδιες βασικές ιστορίες. Στο Ουδέν νεώτερον περιγράφονται οι συνθήκες του δυτικού Μετώπου, οι δεσμοί που αναπτύσσονται μεταξύ συντρόφων, οι προσδοκίες, οι απογοητεύσεις και οι εσωτερικές αλλαγές μετά την πολεμική εμπειρία, επιπλέον και μέσα από τη σύντομη εμπειρία του συγγραφέα στο Μέτωπο.
Το Δυτικό Μέτωπο στη Γαλλία ανοίγει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη μέσα από τις ιστορίες του Πάουλ Μπόιμερ και των συντρόφων του. Το βιβλίο μάς εισάγει στα χαρακώματα χωρίς περιστροφές. Στην πρώτη γραμμή το άτομο συρρικνώνεται, μεταλλάσσεται. Η προτεραιότητα δίνεται στην επιβίωση. Το φαγητό και ο ύπνος εκεί επιτελούνται υπό τους ήχους των κανονιοβολισμών, συχνά σε κατάσταση εξάντλησης και θέτοντας τη ζωή σε κίνδυνο. Τα μικρά διαλείμματα αντικατάστασης από την πρώτη γραμμή δίνουν μία ευκαιρία χαλάρωσης. Εκεί αποκτούν εξέχουσα θέση οι απλές καθημερινές συνήθειες. Αυτό δε συμβαίνει μόνο για λόγους επιβίωσης, αλλά και γιατί αποτελούν σημεία αναφοράς μίας κανονικής ζωής – οι στρατιώτες νιώθουν έτσι πιο πολύ άνθρωποι ή ξαναθυμούνται πως είναι άνθρωποι. Χωρίς την ικανοποίηση των βασικών αναγκών αποξενώνονται από τη φυσική τους κατάσταση και γίνονται κυρίως μία μηχανή καταστροφής και αυτοσυντήρησης.
Οι μαχητές ζούσαν, κατά βάση, μία ζωή δύο ταχυτήτων. Εκείνη της πρώτης γραμμής, όπου κυριαρχούσαν η ένταση, η επιβίωση και ο θάνατος. Και εκείνη των ημερών αντικατάστασης, με ξεγνοιασιά, πειθαρχία, ανεμελιά και καψόνια. Αυτές οι τονωτικές ενέσεις λειτουργούσαν ευεργετικά για την ψυχοπνευματική ισορροπία, καθώς «[...] οι μέρες του Μετώπου, που ’χουνε περάσει, πέφτουν μέσα μας σαν πέτρες»[1]. Η εναλλαγή διατηρεί το ηθικό ακμαίο: «[...] γινόμαστε αληθινά κτήνη σαν πάμε στην πρώτη γραμμή [...] στις μέρες ανάπαυσης καραγκιόζηδες»[2]. Αργότερα θα αναστήσουν στη σκέψη τούς χαμένους συντρόφους.
Εκεί έμαθαν τι σημαίνει απογύμνωση της προσωπικότητας, αντί υπεράσπιση της τιμής και της ελευθερίας. Τους αντιμετώπισαν «όπως τα άλογα στο τσίρκο», τους προετοίμαζαν για ήρωες[3]. Τους χρησιμοποίησαν για την επίτευξη ιδιοτελών στόχων. Κατασκεύασαν ανθρώπινες μηχανές για την αντιμετώπιση ενός αόρατου και άγνωστου εχθρού, που έπαιρνε ανυπολόγιστες διαστάσεις στο μυαλό τους, εξαιτίας της άγνοιας και της αρνητικής προπαγάνδας. «Ρίχνουμε τις χειροβομβίδες όχι ενάντια στους ανθρώπους [...] Είναι ο θάνατος που μας κυνηγά κάτω από τούτα τα χέρια και τις μάσκες»[4]. Η ανάγκη επιβίωσης και η εκδίκηση λειτουργούν ταυτόχρονα. Έτσι κατέληγαν να εκτελούν αιχμαλώτους, όταν δεν τους χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά τραυματιών. Η επινόηση ενός τέτοιου ανώνυμου και άγνωστου εχθρού και η συλλογική αντιμετώπισή του υποστήριζαν την ιδέα της εθνικής συνοχής και έδιναν λόγο ύπαρξης σε ένα σύστημα που έχρηζε ανανέωσης εκ βάθρων.
Στην παραγωγή ανθρώπινων πολεμικών μηχανών βοηθούσε, επομένως, η άγνοια του εχθρού. Ο εχθρός ήταν κάτι αόριστο, αφηρημένο και απρόσωπο που προσέβαλε την πατρίδα. Προς το τέλος του Πολέμου και αντίστοιχα του βιβλίου, άρχισαν οι αμφιβολίες, που συνέπεσαν με την επίσκεψη του Κάιζερ στο Μέτωπο. Οι στρατιώτες μόνο στις μάχες σώμα με σώμα και οι ελεύθεροι σκοπευτές στις βολές τους συνειδητοποιούσαν ότι σκότωναν ανθρώπους με πρόσωπο, όνομα και αναπτυγμένους κοινωνικούς και οικογενειακούς δεσμούς. Τότε προσφερόταν η αφορμή να αναλογιστούν ότι ο εχθρός είχε φυσιολογική ζωή και άφηνε πίσω του άλλους ανθρώπους, όπως ήταν και οι ίδιοι.
Οι μάχιμοι συνειδητοποιούσαν ανεξαιρέτως στο τέλος τη βίαιη τομή στη ζωή τους. Το πριν και το μετά του πολέμου. Όλα προσδιορίζονται με σημείο αναφοράς τον πόλεμο. Οτιδήποτε νωρίτερα έμοιαζε να το έχει ζήσει κάποιος άλλος. Και ιδίως οι νεότεροι είχαν απομυθοποιήσει πλέον τον εξιδανικευμένο κόσμο των προπολεμικών γενεών, την αθωότητα, την ξεγνοιασιά, και ένιωθαν χαμένοι. Οι μάχιμοι αφήνουν ένα κομμάτι της ψυχής τους στο Μέτωπο. Οι νέοι είχαν μάθει μόνο να καταστρέφουν και δεν τους περίμενε τίποτα. Ο Πάουλι καταθλίβεται στην ιδέα ότι και οι ίδιοι στο χρόνο θα συμβιβαστούν και θα ενταχθούν στο σύστημα. Έχασε κάθε συνδετικό κρίκο με τον παλιό του εαυτό. Στην ντουλάπα του ακόμα «κρέμονταν τα κοντά παντελονάκια»[5]. Ήταν ένα αγόρι που δεν είχε προλάβει να ανδρωθεί, παιχνίδι του έγινε ο πόλεμος. Και τώρα δεν ήταν τίποτα άλλο «παρά μονάχα πόνος»[6].
__________
[1] Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, μτφρ. Κώστας Θρακιώτης, Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1988 (1η έκδοση στα γερμανικά 1929), 115.
[2] Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, ό.π., 115.
[3] Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, ό.π., σελ. 22.
[4] Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, ό.π., σελ. 95.
[5] Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, ό.π., 149.
[6] Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, ό.π., 151.
Μουσική

Romeo & Juliet (1998)
Περιγραφή
Τη μουσική έγραψε ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Νίνο Ρότα. Η ορχηστρική μουσική του πλαισιώνει πολύ ατμοσφαιρικά την ταινία, εκφράζει το δράμα και μεταφέρει στην εποχή του έργου, δημιουργώντας ένα από τα πιο πετυχημένα άλμπουμ στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο πρώτος δίσκος βγήκε από την Capitol Records το 1968.
Βίντεο 1: «What is a Youth», σε μουσική Νίνο Ρότα και στίχους Γιουτζίν Γουόλτερ (Eugene Walter), ερμηνεύει ο Γκλεν Γουέστον (Glen Weston).
Βίντεο 2: «Prologue And Fanfare For The Prince» (ορχηστρικό).
Βίντεο 3: «The Feast at the House of Capulet» (ορχηστρικό).
Περιγραφή
Τη μουσική έγραψε ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Νίνο Ρότα. Η ορχηστρική μουσική του πλαισιώνει πολύ ατμοσφαιρικά την ταινία, εκφράζει το δράμα και μεταφέρει στην εποχή του έργου, δημιουργώντας ένα από τα πιο πετυχημένα άλμπουμ στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο πρώτος δίσκος βγήκε από την Capitol Records το 1968.
Βίντεο 1: «What is a Youth», σε μουσική Νίνο Ρότα και στίχους Γιουτζίν Γουόλτερ (Eugene Walter), ερμηνεύει ο Γκλεν Γουέστον (Glen Weston).
Βίντεο 2: «Prologue And Fanfare For The Prince» (ορχηστρικό).
Βίντεο 3: «The Feast at the House of Capulet» (ορχηστρικό).
| |

The Blue Lagoon (1980)
Περιγραφή
Τη μουσική σύνθεση του άλμπουμ έκανε ο Βασίλης Πολυδούρης (Basil Poledouris). Και φέρει τα στοιχεία του παραμυθιού, της περιπλάνησης, του μυστηρίου, της τρυφερότητας και του παιχνιδιού, τα οποία διακρίνουν την ταινία.
«The Blue Lagoon», το άλμπουμ.
Περιγραφή
Τη μουσική σύνθεση του άλμπουμ έκανε ο Βασίλης Πολυδούρης (Basil Poledouris). Και φέρει τα στοιχεία του παραμυθιού, της περιπλάνησης, του μυστηρίου, της τρυφερότητας και του παιχνιδιού, τα οποία διακρίνουν την ταινία.
«The Blue Lagoon», το άλμπουμ.

My Girl (1991)
Περιγραφή
Την ορχηστρική μουσική του άλμπουμ έγραψε ο Τζέιμς Νιούτον Χάουαρντ (James Newton Howard), ενώ στην ταινία ακούγονται επιπλέον και γνωστά τραγούδια, διασκευασμένα ή μη, διάφορων μουσικών, που μεταφέρουν τον ακροατή και θεατή του έργου στο κλίμα παλαιότερων δεκαετιών.
Βίντεο 1: My Girl (ορχηστρικό θέμα), σε μουσική Τζέιμς Νιούτον Χάουαρντ.
Βίντεο 2: «If You Don’t Know Me By Now», των Κένι Γκαμπλ (Kenny Gamble) and Λιόν Χαφ (Leon Huff), ερμηνεύουν οι Harold Melvin & The Blue Notes.
Βίντεο 3: «I Saw the Light », Τοντ Ράντγκρεν (Todd Rundgren).
Βίνετο 4: «Good Lovin’», των Ρούντι Κλαρκ (Rudy Clark) και Άρθουρ Ρέζνικ (Arthur Resnick), ερμηνεύουν οι «The Young Rascals».
Περιγραφή
Την ορχηστρική μουσική του άλμπουμ έγραψε ο Τζέιμς Νιούτον Χάουαρντ (James Newton Howard), ενώ στην ταινία ακούγονται επιπλέον και γνωστά τραγούδια, διασκευασμένα ή μη, διάφορων μουσικών, που μεταφέρουν τον ακροατή και θεατή του έργου στο κλίμα παλαιότερων δεκαετιών.
Βίντεο 1: My Girl (ορχηστρικό θέμα), σε μουσική Τζέιμς Νιούτον Χάουαρντ.
Βίντεο 2: «If You Don’t Know Me By Now», των Κένι Γκαμπλ (Kenny Gamble) and Λιόν Χαφ (Leon Huff), ερμηνεύουν οι Harold Melvin & The Blue Notes.
Βίντεο 3: «I Saw the Light », Τοντ Ράντγκρεν (Todd Rundgren).
Βίνετο 4: «Good Lovin’», των Ρούντι Κλαρκ (Rudy Clark) και Άρθουρ Ρέζνικ (Arthur Resnick), ερμηνεύουν οι «The Young Rascals».
| |

* Οι πληροφορίες για τα βραβεία Όσκαρ και τους συντελεστές των ταινιών επί το πλείστον προέρχονται από το IMDb site: http://www.imdb.com/
* Κάποια από τα βιβλία αυτού του τεύχους τα προμηθεύτηκα από το βιβλιοπωλείο «Βιβλιοανιχνευτής» του Γιώργου Ζούκα: http://vivlioanihneftis.wordpress.com/
* Τα έργα του εξώφυλλου είναι ψηφιακά σχέδια των kapanihan, με τίτλο «The Love we Fight For» (αριστερά), και 0Aqua-Mermaid0, με τίτλο «LOVE» (δεξιά), από deviantArt.
* Το έργο του οπισθόφυλλου είναι πίνακας του Miki De Goodaboom, με τίτλο «Falling in Love».
Στο επόμενο 13ο ένθετο τεύχος Απριλίου-Μαΐου 2015:
«Αγάπη και πόλεμος, μία ιστορία με αντοχή στο χρόνο» Μέρος Β’.
Γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου
* Κάποια από τα βιβλία αυτού του τεύχους τα προμηθεύτηκα από το βιβλιοπωλείο «Βιβλιοανιχνευτής» του Γιώργου Ζούκα: http://vivlioanihneftis.wordpress.com/
* Τα έργα του εξώφυλλου είναι ψηφιακά σχέδια των kapanihan, με τίτλο «The Love we Fight For» (αριστερά), και 0Aqua-Mermaid0, με τίτλο «LOVE» (δεξιά), από deviantArt.
* Το έργο του οπισθόφυλλου είναι πίνακας του Miki De Goodaboom, με τίτλο «Falling in Love».
Στο επόμενο 13ο ένθετο τεύχος Απριλίου-Μαΐου 2015:
«Αγάπη και πόλεμος, μία ιστορία με αντοχή στο χρόνο» Μέρος Β’.
Γράφει η Ιουλία Λυμπεροπούλου