Λεονάρντο Ντα Βίντσι (Leonardo Da Vinci)
γράφει ο Mr.Mystirius
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, που ονομάζεται «Φλωρεντινή Περίοδος», ο Ντα Βίντσι δημιούργησε τα πρώτα του μεγάλα έργα, όπως είναι ο «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» ‒σήμερα στην πινακοθήκη της Φλωρεντίας‒, η «Παναγία με το Γαρύφαλλο», η «Παναγία Μπενουά» και η «Προσκύνηση των Μάγων», έργο που ανέλαβε κατόπιν παραγγελίας των μοναχών του Αγίου Δονάτου στο Σκοπέτο και παρέμεινε ημιτελές.
Από το 1482 έως το 1499, στη «Λομβαρδική Περίοδο», βρισκόταν στην υπηρεσία του Λουδοβίκου Σφόρτσα ή Λουδοβίκου ιλ Μόρο (Λουδοβίκος ο Μαύρος), Δούκα του Μιλάνου, ο οποίος του επέτρεψε να ανοίξει το δικό του εργαστήριο και να έχει μαθητευόμενους. Στο Μιλάνο ασχολήθηκε με τα πιο ετερογενή αντικείμενα, όπως μελέτες ύδρευσης, αμυντικών έργων και όπλων, διοργάνωση εορταστικών εκδηλώσεων, θεατρικών παραστάσεων και μελέτες γεωμετρίας, βοτανικής, φυσικής και ανατομίας. Όταν προσπαθούσε να αναλύσει ένα φαινόμενο, το απεικόνιζε με κάθε λεπτομέρεια, αναδεικνύοντας έτσι μία επιστημονική οπτική, χρησιμοποιώντας εμμέσως τα πορίσματα των πειραμάτων και της κεκτημένης στο χρόνο θεωρητικής του κατάρτισης. Αφορμή της ενασχόλησής του με την ανατομία κατηγορήθηκε πολλές φορές για τις αλλόκοτες μεθόδους του, εφόσον η νεκροψία αποτελούσε ένα θέμα ταμπού για τις υπαγορεύσεις της σύγχρονής του εκκλησιαστικής κοινωνίας.
Το 1495 σχεδίασε το πρώτο ρομπότ, αλλά δεν είναι γνωστό αν είχε προσπαθήσει να το κατασκευάσει. Καθώς τον συνάρπαζαν τα πουλιά και η ιδέα της πτήσης, έκανε πολλά σχέδια τόσο με θέμα τη φυσιολογία των πτηνών όσο και τις ιπτάμενες μηχανές, οι οποίες περιλαμβάνουν και την εφεύρεση του ελικοπτέρου. Σε αυτό το διάστημα φιλοτέχνησε την «Παναγία των Βράχων», έχοντας ένα συμβόλαιο που εκκρεμούσε από το 1483. Από το 1495 έως το 1497 εκτέλεσε την παραγγελία του Λουδοβίκου ιλ Μόρο, που είναι ο «Μυστικός Δείπνος» και βρίσκεται στο Μιλάνο στην τραπεζαρία του μοναστηριού Σάντα Μαρία ντέλε Γκράτσιε.
Είναι τα χρόνια διαμόρφωσης των βασικών στοιχείων της τέχνης του Ντα Βίντσι, που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους αντισυμβατικότερους ζωγράφους της Αναγέννησης. Μεταξύ άλλων καινοτομιών εισήγαγε τη φωτοσκίαση και την ατμοσφαιρική προοπτική. Στην περίοδο αυτή ανήκει και το μεγάλο άγαλμα ο «Έφιππος Ανδριάντας» του Φραντσέσκο Σφόρτσα, έργο που δεν ολοκλήρωσε όμως ποτέ. Το 1500 περίπου επέστρεψε στη Φλωρεντία, όπου προσλήφθηκε από τον Καίσαρα Βοργία ως σχεδιαστής αμυντικών πολεμικών μηχανών. Από το 1503 ξεκίνησε να εργάζεται πάνω στον πιο γνωστό του πίνακα και σήμα κατατεθέν του, τη «Μόνα Λίζα» ή διαφορετικά «Τζοκόντα», και τον ολοκλήρωσε τρία ή τέσσερα χρόνια μετά. Σύμφωνα με την άποψη πολλών ιστορικών τέχνης, είναι ο πλέον διάσημος πίνακας ζωγραφικής όλων των εποχών. Σήμερα, η διάσημη αυτή γυναίκα, κοσμεί το Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, ενώ χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά την επισκέπτονται.
Ο ίδιος έφερε το έργο μαζί του από την Ιταλία στη Γαλλία το 1516, όταν ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α’ αγόρασε τον πίνακα και τον προσκάλεσε να εγκατασταθεί στον Πύργο του Κλου, κοντά στην Αμπουάζ. Αρχικά η Μόνα Λίζα τοποθετήθηκε στον πύργο του Φοντενεμπλό, στο μεγαλύτερο πύργο της Γαλλίας, και αργότερα στο παλάτι των Βερσαλλιών. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση μεταφέρθηκε στο Λούβρο. Αυτό που έφερε, επιπλέον, τη Μόνα Λίζα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ήταν οι αλλεπάλληλες κλοπές της, αλλά κυρίως το μυστήριο που την περιβάλλει γενικότερα.
Στις 22 Αυγούστου του 1911 εκλάπη για πρώτη φορά, ενώ ένα μήνα αργότερα συνελήφθη ως ύποπτος ο Γάλλος ποιητής Γκιγιόμ Απολινέρ, ο οποίος είχε δηλώσει λίγο πριν ότι το μουσείο του Λούβρου θα έπρεπε να καεί ολοσχερώς. Μαζί του ανακρίθηκε και ο φίλος του Πάμπλο Πικάσο, αλλά τελικά αφέθηκαν ελεύθεροι. Τότε δεν ήταν λίγοι όσοι πίστευαν ότι ο πίνακας είχε χαθεί για πάντα. Πέρασαν περίπου δύο χρόνια έως ότου να αποδειχθεί πως πίσω από την κλοπή κρυβόταν ο Βιντσέντζο Περούτζια, ένας Ιταλός πρώην εργαζόμενος του μουσείου. Κατά μία νεότερη εκδοχή πίστευε ότι αδίκως βρισκόταν στη Γαλλία, και γι’ αυτό έπρεπε να επιστρέψει τη Μόνα Λίζα πίσω στην Ιταλία. Ο Περούτζια συνελήφθη, αφότου παρουσίασε τον πίνακα σε ανθρώπους σχετικούς με έργα τέχνης, μεταξύ των οποίων και ο επικεφαλής της πινακοθήκης στη Φλωρεντία. Ζητούσε μεν κάποια αμοιβή, αλλά στόχος του ήταν η επιστροφή του πίνακα στην Ιταλία.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου μία απίστευτη για τα χρονικά δεδομένα επιχείρηση έμελλε να στηθεί. Ο πίνακας βγήκε και πάλι από το Λούβρο. Αυτήν τη φορά μεταφέρθηκε πρώτα στην Αμπουάζ, έπειτα στο αβαείο του Λοκ Ντιέ, για να καταλήξει στο τέλος στο μουσείο Ενγκρ του Μοντομπάν. Το 1956 άγνωστος κατέστρεψε τον πίνακα με οξύ, το κάτω μέρος του υπέστη σημαντικές φθορές, και έκτοτε, μετά την επιστροφή του στο Λούβρο, τοποθετήθηκε πίσω από προστατευτικό γυαλί. Στις 14 Δεκεμβρίου του 1963 η Μόνα Λίζα ασφαλίστηκε με το ποσό των εκατό εκατομμυρίων δολαρίων, γεγονός που την κατέστησε ως το πλέον πολύτιμο αντικείμενο.
Κατά καιρούς έχουν προσπαθήσει να προσδιορίσουν την πραγματική ταυτότητα της απεικονιζόμενης γυναίκας. Η επικρατέστερη θεωρία υποστηρίζει ότι πρόκειται για τη Λίζα Γκεραρντίνι, σύζυγο του Φραντσέσκο Ντελ Τζοκόντο, εμπόρου μεταξιού της Φλωρεντίας, την οποία απαθανάτισε ο Ντα Βίντσι κατόπιν παραγγελίας του Ιουλιανού των Μεδίκων. Τα ενδύματά της αλλά και το τοπίο στο βάθος του πίνακα αποτελούν επίσης ενδείξεις ότι ίσως να πρόκειται για την Ιζαμπέλα ντ’ Έστε της Μάντουα. Η δόκτωρ Λίλιαν Σβάρτς, μετά από ψηφιακή ανάλυση με ηλεκτρονικό υπολογιστή και αντιπαραβολή με το πρόσωπο του Ντα Βίντσι, υποστήριξε ότι πρόκειται για τον ίδιο το ζωγράφο και ότι η Μόνα Λίζα αποτελεί αναμφίβολα αυτοπροσωπογραφία του. Το μυστήριο χαμόγελο της Μόνα Λίζα αποδόθηκε επίσης σε έναν έφηβο, ντυμένο με γυναικεία ρούχα, εραστή του Ντα Βίντσι, απεικονιζόμενο συχνά με την ίδια κλίση στα χείλη.
Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι είχε και μεγάλους ανταγωνιστές. Ενοχλημένος από το γεγονός ότι το άγαλμα του «Δαβίδ», που επρόκειτο να του αναθέσει ο Πιέρ Σοντερίνι, ανατέθηκε τελικά στο Μιχαήλ Άγγελο, επέστρεψε στο Μιλάνο, για να συνεργαστεί με το γιατρό Μαρκαντόνιο Ντέλα Τόρε για τη δημοσίευση του έργου «Πραγματεία Θεωρητικής Ανατομίας», που εκδόθηκε το 1680. Από το 1513 έως το 1516 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη υπό την προστασία του Τζουλιάνο Μεδίκου. Αυτή η δημιουργική φάση ονομάστηκε «Περίοδος των Περιπλανήσεων».
Σήμερα θεωρείται πως καθόλη τη διάρκεια της ζωής του εισήγαγε μέσα στα έργα του διάφορα θεωρήματα με απόκρυφα μηνύματα. Η μέθοδος ονομάστηκε «Κώδικας Ντα Βίντσι», μία σειρά συμβολισμών που κωδικοποιούνται στα έργα του. Πολλοί προσπάθησαν να αποκρυπτογραφήσουν τον Κώδικα του αναγεννησιακού ζωγράφου, χωρίς όμως σαφή επαλήθευσή τους.
Ο Κώδικας ξεκινά, ουσιαστικά, με την εικασία της φερόμενης ως Τζοκόντα, που απεικονίζεται στον περίφημο πίνακα της «Μόνα Λίζα» στο μουσείο του Λούβρου. Στη συνέχεια οδηγεί στο παρεκκλήσι του Ρόσλιν στη Σκοτία. Εκεί εμφανίζεται το δεύτερο στοιχείο σχετικά με το θρύλο του Άγιου Δισκοπότηρου, που κατά το Μεσαίωνα υποτίθεται ότι βρέθηκε από τους Ναΐτες Ιππότες, παραπέμποντας έπειτα στη Νότια Γαλλία και στο συσχετισμό του με τα λείψανα της Μαρίας Μαγδαληνής. Η ανάλυση του Κώδικα συμπορεύεται με τα Γνωστικά Κείμενα και τα Απόκρυφα Ευαγγέλια, καθώς και με τους Ελληνικούς Μυστικούς Παπύρους και τα λεγόμενα Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας, τα οποία ενδεχομένως να είχε διαβάσει ο Ντα Βίντσι, εισάγοντας σημαντικές πληροφορίες στα έργα του.
Οι επικρατέστερες ερμηνείες του Κώδικα αναφέρουν ότι η Μαρία Μαγδαληνή ήταν η σύζυγος του Ιησού και, μετά το θάνατό του, η ηγέτης της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας. Εκδιώχθηκε, όμως, με εχθρική διάθεση από τον Πέτρο και αναγκάστηκε με το αίμα του Ιησού στα σπλάχνα της να καταφύγει στην Προβηγκία της Νότιας Γαλλίας. Σύμφωνα ακόμα με τις πληροφορίες που διοχετεύονται καλλιτεχνικά στον Κώδικα, η γενεαλογική γραμμή της δυναστείας των μεροβίγγειων βασιλέων της Γαλλίας έλκει την καταγωγή της από τον Ιησού.
Ένα από τα έργα που διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην αποκρυπτογράφηση του Κώδικα είναι ο «Μυστικός Δείπνος». Εκεί η μορφή με τα μακριά κόκκινα μαλλιά στα δεξιά του Ιησού δεν είναι ο Ιωάννης αλλά η Μαρία Μαγδαληνή, σχηματίζοντας ανάμεσα τους ένα «V», το σύμβολο του ιερού θηλυκού. Ο Πέτρος κινείται απειλητικά προς τη Μαγδαληνή, κρατώντας ένα μαχαίρι πίσω από την πλάτη του. Ένα άλλο «εύρημα», που στάθηκε στο επίκεντρο πολλών συζητήσεων, ήταν η «Ιερά Σινδόνη», στην οποία είχε τυλιχθεί μετά την αποκαθήλωσή του ο Ιησούς. Σε σημειώσεις του Λεονάρντο, όμως, αναγραφόμενες ανάποδα, καθώς διαβάζονται μόνο με τη χρήση του καθρέφτη, διευκρινίζει ότι η «Σινδόνη» αποτελούσε μία από τις πολλές παραγγελίες του Βατικανού. Οι ιερείς, γνωρίζοντας ότι ο Ντα Βίντσι είχε πειραματιστεί στο παρελθόν με το φως και την ανατομία, απαίτησαν να αποτυπώσει ένα ανθρώπινο σώμα πάνω σε ένα απλό σεντόνι, προσθέτοντας τα σημάδια της Σταύρωσης, που ζωγράφισε με αίμα. Οι απεικονίσεις του Ντα Βίντσι βασίζονται στους Μυστικούς Φακέλους του Κοινού της Σιών, όπου υπήρξε και ο ίδιος μέλος και δάσκαλος.
Η τελευταία περίοδος του Λεονάρντο ονομάζεται «Γαλλική Περίοδος». Ξεκινάει από το 1516, έτος κατά το οποίο βρισκόταν στην υπηρεσία του Φραγκίσκου Α’ της Γαλλίας και ήταν εγκατεστημένος στον πύργο του Κλου κοντά στην Αμπουάζ, μέχρι το θάνατό του στις 2 Μαΐου του 1519. Τα σημειωματάριά του αποτελούνται από 13.000 σελίδες διαγραμμάτων και σημειώσεων, γραμμένες με αντικατοπτρισμό. Διαβάζονται, δηλαδή, μόνο με τη χρήση καθρέφτη. Ανάμεσα στα σχέδια των σελίδων υπάρχουν ένα τανκ, ένα υποβρύχιο και ένα αυτοκίνητο.
Mr.Mystirius