Η τρελή piñata | Νοέμβριος-Δεκέμβριος
Η τέχνη αντιστέκεται στον αυταρχισμό και στον ολοκληρωτισμό!
Μετά από τρεις μήνες η στήλη «Η τρελή piñata» γίνεται διμηνιαίο ένθετο και αυτό είναι το πρώτο στη σειρά! Η επιλογή των θεμάτων θα καθορίζεται κάθε φορά από την εποχή και κυρίως από την εσωτερική ανάγκη για διάχυση και ανταλλαγή ιδεών. Σε ένα ένθετο βέβαια που χωρίζεται σε τρία μέρη (ταινίες, βιβλία, μουσική) δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν τα πάντα ούτε να αναλυθούν διεξοδικά. Θα προσπαθώ κάθε φορά άλλοτε με διάθεση πιο ανάλαφρη και άλλοτε πιο προβληματισμένη να δίνω τροφή για σκέψη, αφορμή για περαιτέρω αναζήτηση και ιδέες για τη δημιουργική διαχείριση του ελεύθερου χρόνου μέσω των προτεινόμενων ταινιών, βιβλίων και μουσικών διαδρομών.
Το θέμα, λοιπόν, αυτού του ένθετου προσδιορίζεται από δύο επετείους. Της μόλις προηγηθείσας 28ης Οκτώβρη, όπου μνημονεύουμε εορταστικά την άρνηση της αυτόβουλης παράδοσης της Ελλάδας στη φασιστική τότε Ιταλία. Είναι λίγο οξύμωρο να πούμε ότι πρόκειται για άρνηση στο φασισμό γενικά, γιατί και ο Μεταξάς δικτάτορας ήταν, έστω και ως ιδιόμορφη απομίμηση. Απλώς στην Ελλάδα ο εκάστοτε δικτάτορας ή πραξικοπηματίας ‒είχαμε πολλούς καίτοι υπερηφανευόμαστε για την καταγωγή της δημοκρατίας, η μία όμως είναι αρχαία και τα άλλα σύγχρονα και θα έπρεπε να προβληματίζει το γεγονός‒ υπερασπιζόταν την ύπαρξή του ως αναγκαία, δικαιολογώντας έτσι τα αδικαιολόγητα. Η ιστορία είναι γεμάτη με τέτοια οξύμωρα σχήματα.
Και ενόψει της επετείου του Πολυτεχνείου, όπου μία χούφτα γενναίων ανθρώπων, σε σχέση με όσους παρέμεναν κλεισμένοι στα σπίτια τους σ’ όλη τη διάρκεια της επταετίας, κλείστηκε στο Μετσόβιο διαμαρτυρόμενη κατά της χούντας. Είχε προηγηθεί η κατάληψη της Νομικής Αθηνών και άλλες πράξεις αντίστασης που καταπνίγονταν από το καθεστώς των συνταγματαρχών σε όλη τη διάρκειά του. Η εξέγερση στο Πολυτεχνείο, όμως, και η κατάληψη της Νομικής συνέβησαν το 1973. Στα χρόνια που ακολούθησαν πολλά έγιναν ή δεν έγιναν σε σχέση με την ιστορική μας μνήμη και τα αποτελέσματα είναι απολύτως απτά πλέον. Κάτι που γίνεται άμεσα αντιληπτό από τη διδασκαλία της ιστορίας στο σχολείο, η οποία πριν κάποια χρόνια έφτασε στο σημείο να διδάσκεται και από καθηγητές γαλλικών! Υπερηφανευόμαστε για κάτι που δεν ξέρουμε πώς να το διατηρήσουμε και να το σεβαστούμε. Οι πιο πολλοί θυμούνται την ιστορία ως βαρετά κατεβατά που υποχρεωτικά αποστήθιζαν και τίποτα άλλο. Γιατί κανείς δεν τους εξήγησε τη χρησιμότητά της. Και γιατί η ιστορία, αντίθετα με όλα αυτά, είναι συναρπαστική!
Ο Θουκυδίδης γι’ αυτό κατέγραψε τα γεγονότα, όπως ο ίδιος δηλώνει και όπως μαθαίναμε στο σχολείο. Για να μάθουν οι μελλοντικές γενιές και να μην επαναλάβουν τα ίδια λάθη. Ο άνθρωπος δε μαθαίνει αν δεν μπορεί για Χ Ψ λόγο, γιατί δε θέλει ή γιατί επιδιώκει να συσκοτίζει και να διαστρεβλώνει τα γεγονότα, συνήθως για τους άλλους. Στο τέλος, όμως, πέφτει και ο ίδιος ή οι επόμενοι στο σταδιακά διευρυνόμενο και αγεφύρωτο λάκκο. Η ιστορία είναι κομμάτι των χρήσιμων ανθρωπιστικών επιστημών, γιατί κρατούν τον άνθρωπο σε στενή σχέση με τον εαυτό του διερευνώντας τις πτυχές του και υπενθυμίζοντάς του τα πεπραγμένα του. Δε διαγράφει ακριβείς κύκλους, ίσως να δημιουργεί σχήματα ή σπείρες, σίγουρα πάντως υπάρχουν αναλογίες, που μπορεί κανείς μέσα από αυτές να διακρίνει τάσεις, να κατανοήσει, να προβλέψει και, αν βρίσκεται σε ετοιμότητα με καλά αντανακλαστικά, να προλάβει καταστάσεις.
Ελπίζοντας, επομένως, ότι με την πάροδο των ετών θα μειώνονται αντί να αυξάνονται τα κενά, επιλέγω ως θέμα έργα που με αλληγορικό ή και συμβολικό τρόπο επισήμαναν τον υπαρκτό κίνδυνο του αυταρχικού ολοκληρωτισμού, ο οποίος στη σύγχρονη ιστορία πήρε συγκεκριμένες μορφές πολιτικά και κοινωνικά μέσα από το φασισμό και το ναζισμό. Το μήνυμα που ενδεχομένως προκύπτει είναι ίσως η ανάγκη τού να βρισκόμαστε διαρκώς σε επιφυλακή. Γιατί, όπως η ιστορία έχει δείξει, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, με τις ανοιχτές πληγές στο διαρκή κοινωνικό μετασχηματισμό μετά την επικρατούσα μιλιταριστική νοοτροπία αιώνων, τους δύο παγκόσμιους πολέμους, τους διάφορους εμφύλιους, ευρωπαϊκούς και μη, την πτώση του φερόμενου ως υπαρκτού σοσιαλισμού, όπου αυτό συνέβη, και την πορεία ενός καπιταλισμού που πολλοί θα ήθελαν να πνέει τα λοίσθια, η ιδέα του αυταρχισμού και του ολοκληρωτισμού βρίσκει ρωγμές και φυτρώνει σαν ζιζάνιο.
Σε επόμενα ένθετα μπορούμε να κάνουμε αφιερώματα σε καθαρά αντιπολεμικά βιβλία και ταινίες, όπως επίσης σε έργα που αφορούν την Ελλάδα στις αντίστοιχες περιόδους. Γι’ αυτό δε συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το μέρος ταινίες όπως «Η Πτώση» (Der Untergang) ή βιβλία που βασίζονται κατά πολύ στην περιγραφή των ιστορικών γεγονότων. Εδώ επέλεξα ταινίες και βιβλία κυρίως αλληγορικά. Ακόμα όμως και αν βασίζονται σε αληθινά περιστατικά, όπως η ταινία «Το Πείραμα» (Das Experiment) ή «Το κύμα» (Die Welle), σε εν δυνάμει αληθινά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, όπως η ταινία «Μία ξεχωριστή μέρα» (Una giornata particolare), «Η Ζωή Είναι Ωραία» (La Vita E Bella) ή το Αμήν (Amen), αποτελούν τελικά πιο πολύ συμβολισμούς.
Καλή αρχή σε όλους μας, λοιπόν, για αναζήτηση, γραφή και ανάγνωση!
Το θέμα, λοιπόν, αυτού του ένθετου προσδιορίζεται από δύο επετείους. Της μόλις προηγηθείσας 28ης Οκτώβρη, όπου μνημονεύουμε εορταστικά την άρνηση της αυτόβουλης παράδοσης της Ελλάδας στη φασιστική τότε Ιταλία. Είναι λίγο οξύμωρο να πούμε ότι πρόκειται για άρνηση στο φασισμό γενικά, γιατί και ο Μεταξάς δικτάτορας ήταν, έστω και ως ιδιόμορφη απομίμηση. Απλώς στην Ελλάδα ο εκάστοτε δικτάτορας ή πραξικοπηματίας ‒είχαμε πολλούς καίτοι υπερηφανευόμαστε για την καταγωγή της δημοκρατίας, η μία όμως είναι αρχαία και τα άλλα σύγχρονα και θα έπρεπε να προβληματίζει το γεγονός‒ υπερασπιζόταν την ύπαρξή του ως αναγκαία, δικαιολογώντας έτσι τα αδικαιολόγητα. Η ιστορία είναι γεμάτη με τέτοια οξύμωρα σχήματα.
Και ενόψει της επετείου του Πολυτεχνείου, όπου μία χούφτα γενναίων ανθρώπων, σε σχέση με όσους παρέμεναν κλεισμένοι στα σπίτια τους σ’ όλη τη διάρκεια της επταετίας, κλείστηκε στο Μετσόβιο διαμαρτυρόμενη κατά της χούντας. Είχε προηγηθεί η κατάληψη της Νομικής Αθηνών και άλλες πράξεις αντίστασης που καταπνίγονταν από το καθεστώς των συνταγματαρχών σε όλη τη διάρκειά του. Η εξέγερση στο Πολυτεχνείο, όμως, και η κατάληψη της Νομικής συνέβησαν το 1973. Στα χρόνια που ακολούθησαν πολλά έγιναν ή δεν έγιναν σε σχέση με την ιστορική μας μνήμη και τα αποτελέσματα είναι απολύτως απτά πλέον. Κάτι που γίνεται άμεσα αντιληπτό από τη διδασκαλία της ιστορίας στο σχολείο, η οποία πριν κάποια χρόνια έφτασε στο σημείο να διδάσκεται και από καθηγητές γαλλικών! Υπερηφανευόμαστε για κάτι που δεν ξέρουμε πώς να το διατηρήσουμε και να το σεβαστούμε. Οι πιο πολλοί θυμούνται την ιστορία ως βαρετά κατεβατά που υποχρεωτικά αποστήθιζαν και τίποτα άλλο. Γιατί κανείς δεν τους εξήγησε τη χρησιμότητά της. Και γιατί η ιστορία, αντίθετα με όλα αυτά, είναι συναρπαστική!
Ο Θουκυδίδης γι’ αυτό κατέγραψε τα γεγονότα, όπως ο ίδιος δηλώνει και όπως μαθαίναμε στο σχολείο. Για να μάθουν οι μελλοντικές γενιές και να μην επαναλάβουν τα ίδια λάθη. Ο άνθρωπος δε μαθαίνει αν δεν μπορεί για Χ Ψ λόγο, γιατί δε θέλει ή γιατί επιδιώκει να συσκοτίζει και να διαστρεβλώνει τα γεγονότα, συνήθως για τους άλλους. Στο τέλος, όμως, πέφτει και ο ίδιος ή οι επόμενοι στο σταδιακά διευρυνόμενο και αγεφύρωτο λάκκο. Η ιστορία είναι κομμάτι των χρήσιμων ανθρωπιστικών επιστημών, γιατί κρατούν τον άνθρωπο σε στενή σχέση με τον εαυτό του διερευνώντας τις πτυχές του και υπενθυμίζοντάς του τα πεπραγμένα του. Δε διαγράφει ακριβείς κύκλους, ίσως να δημιουργεί σχήματα ή σπείρες, σίγουρα πάντως υπάρχουν αναλογίες, που μπορεί κανείς μέσα από αυτές να διακρίνει τάσεις, να κατανοήσει, να προβλέψει και, αν βρίσκεται σε ετοιμότητα με καλά αντανακλαστικά, να προλάβει καταστάσεις.
Ελπίζοντας, επομένως, ότι με την πάροδο των ετών θα μειώνονται αντί να αυξάνονται τα κενά, επιλέγω ως θέμα έργα που με αλληγορικό ή και συμβολικό τρόπο επισήμαναν τον υπαρκτό κίνδυνο του αυταρχικού ολοκληρωτισμού, ο οποίος στη σύγχρονη ιστορία πήρε συγκεκριμένες μορφές πολιτικά και κοινωνικά μέσα από το φασισμό και το ναζισμό. Το μήνυμα που ενδεχομένως προκύπτει είναι ίσως η ανάγκη τού να βρισκόμαστε διαρκώς σε επιφυλακή. Γιατί, όπως η ιστορία έχει δείξει, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, με τις ανοιχτές πληγές στο διαρκή κοινωνικό μετασχηματισμό μετά την επικρατούσα μιλιταριστική νοοτροπία αιώνων, τους δύο παγκόσμιους πολέμους, τους διάφορους εμφύλιους, ευρωπαϊκούς και μη, την πτώση του φερόμενου ως υπαρκτού σοσιαλισμού, όπου αυτό συνέβη, και την πορεία ενός καπιταλισμού που πολλοί θα ήθελαν να πνέει τα λοίσθια, η ιδέα του αυταρχισμού και του ολοκληρωτισμού βρίσκει ρωγμές και φυτρώνει σαν ζιζάνιο.
Σε επόμενα ένθετα μπορούμε να κάνουμε αφιερώματα σε καθαρά αντιπολεμικά βιβλία και ταινίες, όπως επίσης σε έργα που αφορούν την Ελλάδα στις αντίστοιχες περιόδους. Γι’ αυτό δε συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το μέρος ταινίες όπως «Η Πτώση» (Der Untergang) ή βιβλία που βασίζονται κατά πολύ στην περιγραφή των ιστορικών γεγονότων. Εδώ επέλεξα ταινίες και βιβλία κυρίως αλληγορικά. Ακόμα όμως και αν βασίζονται σε αληθινά περιστατικά, όπως η ταινία «Το Πείραμα» (Das Experiment) ή «Το κύμα» (Die Welle), σε εν δυνάμει αληθινά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, όπως η ταινία «Μία ξεχωριστή μέρα» (Una giornata particolare), «Η Ζωή Είναι Ωραία» (La Vita E Bella) ή το Αμήν (Amen), αποτελούν τελικά πιο πολύ συμβολισμούς.
Καλή αρχή σε όλους μας, λοιπόν, για αναζήτηση, γραφή και ανάγνωση!
Ταινίες
The Great Dictator (1940)
(Ο Μεγάλος Δικτάτωρ)
Σκηνοθέτης: Τσάρλι Τσάπλιν
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Τσάρλι Τσάπλιν, Πολέτ Γκοντάρ (Paulette Goddard) κ.ά.
Περιγραφή
Δύο κωμικοί δημιουργοί, όχι μόνο ηθοποιοί, αλλά σεναριογράφοι και σκηνοθέτες, χρησιμοποίησαν ως όπλο τους εναντίον του φασισμού το εργαλείο που έμαθαν καλύτερα να χειρίζονται, το χιούμορ. Ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Ρομπέρτο Μπενίνι μάς παρέδωσαν δύο έργα που έμειναν στην ιστορία του κινηματογράφου για το μήνυμα και την επιδέξια διακριτικότητα με την οποία το διαχειρίστηκαν, ώστε να περνά όλο το νόημα χωρίς να χάνει την ουσία του.
Το σενάριο της ταινίας, λοιπόν, έγραψε ο ίδιος ο Τσάρλι Τσάπλιν. Η πρώτη ομιλούσα δική του ταινία αποτελεί μία σοβαρή παρωδία, αν θα μπορούσε να υπάρξει ένας τέτοιος όρος, γιατί ο Τσάπλιν τη γύρισε συνειδητά προκειμένου να θίξει το Χίτλερ. Η ταινία προετοιμαζόταν πριν το Β’ Πόλεμο, αλλά όσο τελικά γίνονταν γνωστές οι προθέσεις του Χίτλερ αποτέλεσε και για το δημιουργό ένα βάρος και μία επιπλέον δυσκολία η σάτιρα ενός τέτοιου ανθρώπου. Υποδύεται λοιπόν δύο ρόλους στην ταινία, εκείνον του δικτάτορα Χίνκελ και ενός Εβραίου κουρέα, που μοχθεί για τον επιούσιο. Οι δύο χαρακτήρες αποτελούν τις δύο όψεις του κόσμου όπως τότε διαμορφωνόταν: Ο δικτάτορας και ο κυνηγημένος Εβραίος του γκέτο, που όμως αντιστέκεται. Η αφήγηση ξεκινά εύστοχα από τα χαρακώματα του Α’ Πολέμου, καθώς τα κενά που δημιούργησε οδήγησαν μεταξύ άλλων στο Β’. Εκεί ο Γιάκομπ ο κουρέας υπηρετεί και μετά νοσηλεύεται για χρόνια με αμνησία στο νοσοκομείο μέχρι που φεύγει μόνος, θεωρώντας ότι τίποτα δεν έχει στο μεταξύ αλλάξει. Βέβαια τον περιμένουν δυσάρεστες εκπλήξεις. Και να σκεφτεί κανείς πως, όταν γραφόταν το σενάριο και είχε ξεκινήσει η παραγωγή της ταινίας, ο πόλεμος δεν είχε ακόμα ξεκινήσει. Αλλά ο Τσάπλιν χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία των ναζιστικών πρακτικών στην ταινία του με τρόπο ευφυή.
Πολλές οι σκηνές αλληγορίας και σάτιρας της ταινίας για τις οποίες θα μπορούσε να γίνει λόγος. Όπως εκείνη όπου ο δικτάτορας σκοτώνει έναν άνθρωπο και αμέσως μετά παίζει πιάνο, περιγράφοντας με δυο εικόνες το κυνισμό και τη διαστροφή του σαδισμού. Έχει μείνει αξέχαστη, επίσης, η σκηνή όπου ο Χίνκελ παίζει στο γραφείο του με την υφήλιο σε μορφή μπαλονιού. Κάποια χρόνια αργότερα αποδείχτηκε το πόσο δίκιο είχε και για το διδάκτορα, αλλά και για το μεταπολεμικό επιμερισμό σε σφαίρες επιρροής. Η σάτιρα του ανταγωνισμού μεταξύ του Χίτλερ και του Μουσολίνι στις ρυθμιζόμενες καρέκλες είναι ξεκαρδιστική. Μικροί ακόμα συμβολισμοί, όπως το κάψιμο με την «αγγλική» μουστάρδα, υπονοώντας ίσως το αντίπαλο δέος των δυνάμεων του Άξονα και την αναχαίτιση του ολοκληρωτισμού. Ο επίλογος της ταινίας, πολύ δημοφιλής και σήμερα, είναι ο λόγος του Εβραίου κουρέα, που χάρις στην εξωτερική ομοιότητά του με το δικτάτορα καταφέρνει να βγάλει έναν χιτλερικό Αντί-λόγο.
Η προβολή της ταινίας απαγορεύτηκε από τους δικτάτορες Χίτλερ, Μουσολίνι και Φράνκο.
Η ταινία ήταν υποψήφια στην τελετή απονομής των βραβείων Όσκαρ για: Α’ Ανδρικό ρόλο, Β’ Ανδρικό ρόλο, Καλύτερο Πρωτότυπο Σενάριο, Καλύτερη Παραγωγή και Καλύτερη Πρωτότυπη Μουσική.
Δείτε τον τελικό λόγο εδώ:
https://www.youtube.com/watch?v=qdPaAjg_eso&feature
(Ο Μεγάλος Δικτάτωρ)
Σκηνοθέτης: Τσάρλι Τσάπλιν
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Τσάρλι Τσάπλιν, Πολέτ Γκοντάρ (Paulette Goddard) κ.ά.
Περιγραφή
Δύο κωμικοί δημιουργοί, όχι μόνο ηθοποιοί, αλλά σεναριογράφοι και σκηνοθέτες, χρησιμοποίησαν ως όπλο τους εναντίον του φασισμού το εργαλείο που έμαθαν καλύτερα να χειρίζονται, το χιούμορ. Ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Ρομπέρτο Μπενίνι μάς παρέδωσαν δύο έργα που έμειναν στην ιστορία του κινηματογράφου για το μήνυμα και την επιδέξια διακριτικότητα με την οποία το διαχειρίστηκαν, ώστε να περνά όλο το νόημα χωρίς να χάνει την ουσία του.
Το σενάριο της ταινίας, λοιπόν, έγραψε ο ίδιος ο Τσάρλι Τσάπλιν. Η πρώτη ομιλούσα δική του ταινία αποτελεί μία σοβαρή παρωδία, αν θα μπορούσε να υπάρξει ένας τέτοιος όρος, γιατί ο Τσάπλιν τη γύρισε συνειδητά προκειμένου να θίξει το Χίτλερ. Η ταινία προετοιμαζόταν πριν το Β’ Πόλεμο, αλλά όσο τελικά γίνονταν γνωστές οι προθέσεις του Χίτλερ αποτέλεσε και για το δημιουργό ένα βάρος και μία επιπλέον δυσκολία η σάτιρα ενός τέτοιου ανθρώπου. Υποδύεται λοιπόν δύο ρόλους στην ταινία, εκείνον του δικτάτορα Χίνκελ και ενός Εβραίου κουρέα, που μοχθεί για τον επιούσιο. Οι δύο χαρακτήρες αποτελούν τις δύο όψεις του κόσμου όπως τότε διαμορφωνόταν: Ο δικτάτορας και ο κυνηγημένος Εβραίος του γκέτο, που όμως αντιστέκεται. Η αφήγηση ξεκινά εύστοχα από τα χαρακώματα του Α’ Πολέμου, καθώς τα κενά που δημιούργησε οδήγησαν μεταξύ άλλων στο Β’. Εκεί ο Γιάκομπ ο κουρέας υπηρετεί και μετά νοσηλεύεται για χρόνια με αμνησία στο νοσοκομείο μέχρι που φεύγει μόνος, θεωρώντας ότι τίποτα δεν έχει στο μεταξύ αλλάξει. Βέβαια τον περιμένουν δυσάρεστες εκπλήξεις. Και να σκεφτεί κανείς πως, όταν γραφόταν το σενάριο και είχε ξεκινήσει η παραγωγή της ταινίας, ο πόλεμος δεν είχε ακόμα ξεκινήσει. Αλλά ο Τσάπλιν χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία των ναζιστικών πρακτικών στην ταινία του με τρόπο ευφυή.
Πολλές οι σκηνές αλληγορίας και σάτιρας της ταινίας για τις οποίες θα μπορούσε να γίνει λόγος. Όπως εκείνη όπου ο δικτάτορας σκοτώνει έναν άνθρωπο και αμέσως μετά παίζει πιάνο, περιγράφοντας με δυο εικόνες το κυνισμό και τη διαστροφή του σαδισμού. Έχει μείνει αξέχαστη, επίσης, η σκηνή όπου ο Χίνκελ παίζει στο γραφείο του με την υφήλιο σε μορφή μπαλονιού. Κάποια χρόνια αργότερα αποδείχτηκε το πόσο δίκιο είχε και για το διδάκτορα, αλλά και για το μεταπολεμικό επιμερισμό σε σφαίρες επιρροής. Η σάτιρα του ανταγωνισμού μεταξύ του Χίτλερ και του Μουσολίνι στις ρυθμιζόμενες καρέκλες είναι ξεκαρδιστική. Μικροί ακόμα συμβολισμοί, όπως το κάψιμο με την «αγγλική» μουστάρδα, υπονοώντας ίσως το αντίπαλο δέος των δυνάμεων του Άξονα και την αναχαίτιση του ολοκληρωτισμού. Ο επίλογος της ταινίας, πολύ δημοφιλής και σήμερα, είναι ο λόγος του Εβραίου κουρέα, που χάρις στην εξωτερική ομοιότητά του με το δικτάτορα καταφέρνει να βγάλει έναν χιτλερικό Αντί-λόγο.
Η προβολή της ταινίας απαγορεύτηκε από τους δικτάτορες Χίτλερ, Μουσολίνι και Φράνκο.
Η ταινία ήταν υποψήφια στην τελετή απονομής των βραβείων Όσκαρ για: Α’ Ανδρικό ρόλο, Β’ Ανδρικό ρόλο, Καλύτερο Πρωτότυπο Σενάριο, Καλύτερη Παραγωγή και Καλύτερη Πρωτότυπη Μουσική.
Δείτε τον τελικό λόγο εδώ:
https://www.youtube.com/watch?v=qdPaAjg_eso&feature
Salò ο le 120 Giornate di Sodoma (1975)
(Σαλό, 120 Μέρες στα Σόδομα)
Σκηνοθέτης: Πιέρ Πάολο Παζολίνι
Γλώσσα: Ιταλικά, Γαλλικά, Γερμανικά
Ηθοποιοί: Πάολο Μπονατσέλι, Τζιόρτζιο Κατάλντι κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία είναι μία αλληγορία κατά του φασισμού. Και παράλληλα εμπνέεται από το βιβλίο Οι 120 μέρες των Σοδόμων του Μαρκήσιου Ντε Σαντ. Στη Β. Ιταλία εγκαταστάθηκε μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους Συμμάχους το 1943 η λεγόμενη Δημοκρατία του Σαλό. Αυτή ήταν, στην ουσία, το απομεινάρι της φασιστικής κυβέρνησης του Μουσολίνι υποστηριγμένη από τους Ναζί, καθώς ο δικτάτορας ελάχιστη πραγματική εξουσία είχε. Τοποθετώντας το σκηνικό σε μία βίλα της περιοχής ο Παζολίνι κάνει μία ευφυή αντιστοιχία με το έργο του Ντε Σαντ και υπονοεί τη διαστροφή, την παράνοια και το σαδισμό των επίσημων εξουσιών του ολοκληρωτισμού, που προοδευτικά προβάλλονται στα τέσσερα μέρη της ταινίας ακολουθώντας τις φάσεις της δαντικής κόλασης. Η αλληγορία, όμως, δεν αφορά μόνο τον τρόπο που κινείται και λειτουργεί ο φασισμός, αλλά και τον τρόπο που τον ανέχεται ή και τελικά τον αποδέχεται ένα μέρος του πληθυσμού. Είναι ένα θέμα που μετά το τέλος του Β’ Πολέμου επανέρχεται κατά καιρούς με την αναβίωση των φασιστικών ιδεών στο πρόσωπο των νεοφασιστών.
«Η πτώση του φασισμού δεν ήταν εύκολη ούτε αναίμακτη. Οι φασίστες παρέτειναν την οριστική τους παράδοση, εγκαθιδρύοντας στην πόλη Σαλό την κυβέρνηση των 120 ημερών (χαρακτηριστικοί είναι οι συμβολισμοί στην ταινία του Παζολίνι). Οι Σύμμαχοι απάντησαν με σφοδρούς βομβαρδισμούς και εκτεταμένες καταστροφές σε όλη την Ιταλία ακόμα και στην ιστορική και “ανοχύρωτη” πόλη της Ρώμης (Roma, città aperta)[1]».
«Ο Παζολίνι δε μασάει τα λόγια του. Η ταινία βγήκε στις αίθουσες το 1975, μία περίοδο που στην Ιταλία αλώνιζε το (νεο)φασιστικό παρακράτος με τις ευλογίες της πολιτικής της “αντιμετώπισης του κομουνιστικού κινδύνου”. Αν η Ελλάδα έβγαινε από μια δικτατορία και σχέδια με “κόκκινες προβιές”, η Ιταλία είχε δοκιμάσει το δικό της “Gladio”, τις βόμβες της Piazza Fontana και τις πολιτικές δολοφονίες και εκπαραθυρώσεις. Απευθυνόμενος στους συγχρόνους του επομένως ο Παζολίνι υπενθύμιζε τη διαχρονικότητα των καταπιεστικών ιδεολογιών, δομών και πρακτικών των εξουσιών από τη φεουδαρχία μέχρι τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία.
Χωρίς καμιά ψευτοδιδακτική ή ελιτίστικη διάθεση (ειδικά με την τελευταία είναι μπουχτισμένα σε βαθμό συνωνυμίας τα κείμενα για τον κινηματογράφο), είναι αρκετά ενδιαφέρων ο παραλληλισμός με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Νέοι άνθρωποι στηρίζουν (νεο)ναζιστικά εξαμβλώματα, τα οποία από την πρώτη στιγμή της νεόκοπης μιντιακής τους προβολής ξεκίνησαν τα παραγγέλματα και την εισαγωγή “νέων ηθών”. Ταϊσμένοι χρόνια με lifestyle σκατά εντοπίζουν τα συμπτώματα και όχι τις αιτίες της κοινωνικής παθογένειας. Ο χρόνος θα δείξει πόσους κύκλους θα κατέβουμε ακόμη…»[2]
_____
[1] Σημειώσεις μαθήματος «Κοινωνιολογία του κινηματογράφου», διδάσκουσα η Ειρήνη Σηφάκη, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2008, σελ. 24.
[2] Κείμενο του Γιώργου Παπαδόπουλου από το blog Κινηματογραφές:
http://kinimatografes.blogspot.it/2012/05/salo-120-1975.html
(Σαλό, 120 Μέρες στα Σόδομα)
Σκηνοθέτης: Πιέρ Πάολο Παζολίνι
Γλώσσα: Ιταλικά, Γαλλικά, Γερμανικά
Ηθοποιοί: Πάολο Μπονατσέλι, Τζιόρτζιο Κατάλντι κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία είναι μία αλληγορία κατά του φασισμού. Και παράλληλα εμπνέεται από το βιβλίο Οι 120 μέρες των Σοδόμων του Μαρκήσιου Ντε Σαντ. Στη Β. Ιταλία εγκαταστάθηκε μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους Συμμάχους το 1943 η λεγόμενη Δημοκρατία του Σαλό. Αυτή ήταν, στην ουσία, το απομεινάρι της φασιστικής κυβέρνησης του Μουσολίνι υποστηριγμένη από τους Ναζί, καθώς ο δικτάτορας ελάχιστη πραγματική εξουσία είχε. Τοποθετώντας το σκηνικό σε μία βίλα της περιοχής ο Παζολίνι κάνει μία ευφυή αντιστοιχία με το έργο του Ντε Σαντ και υπονοεί τη διαστροφή, την παράνοια και το σαδισμό των επίσημων εξουσιών του ολοκληρωτισμού, που προοδευτικά προβάλλονται στα τέσσερα μέρη της ταινίας ακολουθώντας τις φάσεις της δαντικής κόλασης. Η αλληγορία, όμως, δεν αφορά μόνο τον τρόπο που κινείται και λειτουργεί ο φασισμός, αλλά και τον τρόπο που τον ανέχεται ή και τελικά τον αποδέχεται ένα μέρος του πληθυσμού. Είναι ένα θέμα που μετά το τέλος του Β’ Πολέμου επανέρχεται κατά καιρούς με την αναβίωση των φασιστικών ιδεών στο πρόσωπο των νεοφασιστών.
«Η πτώση του φασισμού δεν ήταν εύκολη ούτε αναίμακτη. Οι φασίστες παρέτειναν την οριστική τους παράδοση, εγκαθιδρύοντας στην πόλη Σαλό την κυβέρνηση των 120 ημερών (χαρακτηριστικοί είναι οι συμβολισμοί στην ταινία του Παζολίνι). Οι Σύμμαχοι απάντησαν με σφοδρούς βομβαρδισμούς και εκτεταμένες καταστροφές σε όλη την Ιταλία ακόμα και στην ιστορική και “ανοχύρωτη” πόλη της Ρώμης (Roma, città aperta)[1]».
«Ο Παζολίνι δε μασάει τα λόγια του. Η ταινία βγήκε στις αίθουσες το 1975, μία περίοδο που στην Ιταλία αλώνιζε το (νεο)φασιστικό παρακράτος με τις ευλογίες της πολιτικής της “αντιμετώπισης του κομουνιστικού κινδύνου”. Αν η Ελλάδα έβγαινε από μια δικτατορία και σχέδια με “κόκκινες προβιές”, η Ιταλία είχε δοκιμάσει το δικό της “Gladio”, τις βόμβες της Piazza Fontana και τις πολιτικές δολοφονίες και εκπαραθυρώσεις. Απευθυνόμενος στους συγχρόνους του επομένως ο Παζολίνι υπενθύμιζε τη διαχρονικότητα των καταπιεστικών ιδεολογιών, δομών και πρακτικών των εξουσιών από τη φεουδαρχία μέχρι τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία.
Χωρίς καμιά ψευτοδιδακτική ή ελιτίστικη διάθεση (ειδικά με την τελευταία είναι μπουχτισμένα σε βαθμό συνωνυμίας τα κείμενα για τον κινηματογράφο), είναι αρκετά ενδιαφέρων ο παραλληλισμός με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Νέοι άνθρωποι στηρίζουν (νεο)ναζιστικά εξαμβλώματα, τα οποία από την πρώτη στιγμή της νεόκοπης μιντιακής τους προβολής ξεκίνησαν τα παραγγέλματα και την εισαγωγή “νέων ηθών”. Ταϊσμένοι χρόνια με lifestyle σκατά εντοπίζουν τα συμπτώματα και όχι τις αιτίες της κοινωνικής παθογένειας. Ο χρόνος θα δείξει πόσους κύκλους θα κατέβουμε ακόμη…»[2]
_____
[1] Σημειώσεις μαθήματος «Κοινωνιολογία του κινηματογράφου», διδάσκουσα η Ειρήνη Σηφάκη, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2008, σελ. 24.
[2] Κείμενο του Γιώργου Παπαδόπουλου από το blog Κινηματογραφές:
http://kinimatografes.blogspot.it/2012/05/salo-120-1975.html
Una giornata particolare (1977)
(Μία ξεχωριστή μέρα)
Σκηνοθέτης: Έτορε Σκόλα
Γλώσσα: Ιταλικά
Ηθοποιοί: Σοφία Λόρεν, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι κ.ά.
Περιγραφή
Στη μεσοπολεμική Γερμανία του Μουσολίνι αφορμή της συνάντησης των δύο δικτατόρων της εποχής γίνεται και μία άλλη παράδοξη συνάντηση, δημιουργώντας μία ιδιόρρυθμη συμμετρία. Οι δύο δικτάτορες από τη μία, ένας ομοφυλόφιλος – απόκληρος και μία νοικοκυρά – αφανής ήρωας από την άλλη. Η ταινία ξεκινά σε ένα θορυβώδες σπίτι όπου η νοικοκυρά Σοφία Λόρεν, μία γυναίκα με πολλά παιδιά και έναν άντρα πιστό στο κόμμα, δεν κάνει άλλο από το να φροντίζει τους άλλους όλη μέρα. Έχει το μερίδιο που της αναγνωρίζει η φασιστική Ιταλία, είναι μητέρα των μελλοντικών οπαδών, μαχητών και εργατών. Κανείς δεν τη λογαριάζει πέραν αυτού. Ξαφνικά η πολυκατοικία, οι σκάλες και η γειτονιά μαυρίζουν από τα αναλόγου χρώματος πουκάμισα καθώς όλοι τρέχουν, για να παραβρεθούν στη συνάντηση, το μεγάλο γεγονός! Τότε από την απόλυτη κίνηση και φασαρία βρίσκεται ξαφνικά μόνη στην απόλυτη ησυχία, μόνη με τον εαυτό της. Σε αυτή την ηρεμία ξεμυτούν οι απόκληροι του καθεστώτος, όπως ο Μαστρογιάνι που υποδύεται διακριτικά, ευαίσθητα και με ευφυές χιούμορ έναν ομοφυλόφιλο. Οι δυο τους αναπτύσσουν μία παράξενη φιλία. Ο καθένας τους εντοπίζει και νοηματοδοτεί για πρώτη φορά πάνω στον άλλον στοιχεία όπως κανείς νωρίτερα, καλύπτοντας λίγο το συναισθηματικό τους κενό.
Η ταινία κέρδισε αρκετά βραβεία και προτάθηκε για ακόμα πιο πολλά. Μεταξύ αυτών για Όσκαρ Α’ Ανδρικού ρόλου και Ξενόγλωσσης Ταινίας.
(Μία ξεχωριστή μέρα)
Σκηνοθέτης: Έτορε Σκόλα
Γλώσσα: Ιταλικά
Ηθοποιοί: Σοφία Λόρεν, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι κ.ά.
Περιγραφή
Στη μεσοπολεμική Γερμανία του Μουσολίνι αφορμή της συνάντησης των δύο δικτατόρων της εποχής γίνεται και μία άλλη παράδοξη συνάντηση, δημιουργώντας μία ιδιόρρυθμη συμμετρία. Οι δύο δικτάτορες από τη μία, ένας ομοφυλόφιλος – απόκληρος και μία νοικοκυρά – αφανής ήρωας από την άλλη. Η ταινία ξεκινά σε ένα θορυβώδες σπίτι όπου η νοικοκυρά Σοφία Λόρεν, μία γυναίκα με πολλά παιδιά και έναν άντρα πιστό στο κόμμα, δεν κάνει άλλο από το να φροντίζει τους άλλους όλη μέρα. Έχει το μερίδιο που της αναγνωρίζει η φασιστική Ιταλία, είναι μητέρα των μελλοντικών οπαδών, μαχητών και εργατών. Κανείς δεν τη λογαριάζει πέραν αυτού. Ξαφνικά η πολυκατοικία, οι σκάλες και η γειτονιά μαυρίζουν από τα αναλόγου χρώματος πουκάμισα καθώς όλοι τρέχουν, για να παραβρεθούν στη συνάντηση, το μεγάλο γεγονός! Τότε από την απόλυτη κίνηση και φασαρία βρίσκεται ξαφνικά μόνη στην απόλυτη ησυχία, μόνη με τον εαυτό της. Σε αυτή την ηρεμία ξεμυτούν οι απόκληροι του καθεστώτος, όπως ο Μαστρογιάνι που υποδύεται διακριτικά, ευαίσθητα και με ευφυές χιούμορ έναν ομοφυλόφιλο. Οι δυο τους αναπτύσσουν μία παράξενη φιλία. Ο καθένας τους εντοπίζει και νοηματοδοτεί για πρώτη φορά πάνω στον άλλον στοιχεία όπως κανείς νωρίτερα, καλύπτοντας λίγο το συναισθηματικό τους κενό.
Η ταινία κέρδισε αρκετά βραβεία και προτάθηκε για ακόμα πιο πολλά. Μεταξύ αυτών για Όσκαρ Α’ Ανδρικού ρόλου και Ξενόγλωσσης Ταινίας.
The death and the maiden (1994)
(Ο θάνατος και η κόρη)
Σκηνοθέτης: Ρομάν Πολάνσκι
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Σιγκούρνι Γουίβερ, Μπεν Κίνγκσλεϊ και Στιούαρτ Γουίλσον
Περιγραφή
Μία γυναίκα που στη διάρκεια της δικτατορίας του Πινοσέτ στη Χιλή είχε φυλακιστεί και βασανιστεί ως πολιτική κρατούμενη βρίσκεται ανύποπτα μετά από χρόνια και πάλι αντιμέτωπη με το βασανιστή της. Ο δικηγόρος σύζυγός της φέρνει στο σπίτι τους τυχαία ένα βράδυ τον άντρα που η γυναίκα αναγνωρίζει ως βασανιστή της από το γέλιο, τους ήχους και ανάλογες λεπτομέρειες, καθώς τα μάτια της ήταν δεμένα στη διάρκεια των βασανισμών. Η ένταση της ατμόσφαιρας και οι ερμηνείες εξισορροπούν το γεγονός ότι παίζουν μόνο τρία πρόσωπα. Η ταινία αφήνει αιχμές για την ατιμωρησία των ενόχων στη μεταπολιτευτική Χιλή. Ο πυρήνας της ψυχολογικής αναζήτησης στρέφεται γύρω από τη σχέση θύτη και θύματος και από το κατά πόσο το θύμα θα μπορούσε να αποκτηνωθεί όσο ο θύτης του, διαιωνίζοντας τον κύκλο της βίας ή όχι. Θίγει έτσι αναπόφευκτα και το ζήτημα της αυτοδικίας, αφορμή του ότι η κεντρική ηρωίδα έρχεται αντιμέτωπη με τον κοινωνικό ρόλο του συζύγου της, όταν η δικλείδα ασφάλειας με την τήρηση του νόμου για την προστασία των πολιτών σε ένα σύστημα δε λειτουργεί ή είναι υπέρ του δέοντος χαλαρή, δημιουργώντας το αίσθημα ανασφάλειας και αδικίας. Η ταινία παρ’ όλες τις δραματικές διακυμάνσεις στο τέλος αφήνει μία αχτίδα ελπίδας πως όλα εξαρτώνται από την προσωπική επιλογή. Βάσει αυτού ίσως τελικά η ενοχή να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά ως αυτοτιμωρία.
Ο τίτλος της ταινίας είναι και συμβολικός, αλλά την ίδια στιγμή συνδέεται επιδέξια με την πλοκή, γιατί ο βασανιστής έπαιζε το κομμάτι «Death and the Maiden» του Φρανς Σούμπερτ. Η εσωτερική ένταση της μουσικής είναι τόσο δραματική, που ταιριάζει απολύτως με τη μυστήρια και βαριά ατμόσφαιρα των αποκαλύψεων της ταινίας, την οποία εντείνουν τα τοπία που κόβουν την ανάσα.
Μπορείτε να ακούσετε το πρώτο μέρος του κουαρτέτου εγχόρδων «Ο Θάνατος και η Κόρη» εδώ:
http://www.youtube.com/watch?v=2Yy9szBIKCw&feature
Η ιστορία είναι η μεταφορά στον κινηματογράφο του ομώνυμου θεατρικού έργου του Άριελ Ντόρφμαν. Προσωπικά, είδα την ταινία όταν βγήκε τότε και λίγο μετά το θεατρικό στην πρώτη του παρουσίαση στην Ελλάδα σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη και με ηθοποιούς τη Θέμιδα Μπαζάκα, το Γιώργο Κώνστα και το Μάνο Βακούση. Το σκηνικό ήταν αφαιρετικό και οι ερμηνείες ήταν και πάλι καθηλωτικές, γιατί το σενάριο και οι θεατρικοί διάλογοι και μονόλογοι διαμορφώνουν μόνοι ένα είδος δράσης μέσω της αφηγηματικής πλοκής.
(Ο θάνατος και η κόρη)
Σκηνοθέτης: Ρομάν Πολάνσκι
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Σιγκούρνι Γουίβερ, Μπεν Κίνγκσλεϊ και Στιούαρτ Γουίλσον
Περιγραφή
Μία γυναίκα που στη διάρκεια της δικτατορίας του Πινοσέτ στη Χιλή είχε φυλακιστεί και βασανιστεί ως πολιτική κρατούμενη βρίσκεται ανύποπτα μετά από χρόνια και πάλι αντιμέτωπη με το βασανιστή της. Ο δικηγόρος σύζυγός της φέρνει στο σπίτι τους τυχαία ένα βράδυ τον άντρα που η γυναίκα αναγνωρίζει ως βασανιστή της από το γέλιο, τους ήχους και ανάλογες λεπτομέρειες, καθώς τα μάτια της ήταν δεμένα στη διάρκεια των βασανισμών. Η ένταση της ατμόσφαιρας και οι ερμηνείες εξισορροπούν το γεγονός ότι παίζουν μόνο τρία πρόσωπα. Η ταινία αφήνει αιχμές για την ατιμωρησία των ενόχων στη μεταπολιτευτική Χιλή. Ο πυρήνας της ψυχολογικής αναζήτησης στρέφεται γύρω από τη σχέση θύτη και θύματος και από το κατά πόσο το θύμα θα μπορούσε να αποκτηνωθεί όσο ο θύτης του, διαιωνίζοντας τον κύκλο της βίας ή όχι. Θίγει έτσι αναπόφευκτα και το ζήτημα της αυτοδικίας, αφορμή του ότι η κεντρική ηρωίδα έρχεται αντιμέτωπη με τον κοινωνικό ρόλο του συζύγου της, όταν η δικλείδα ασφάλειας με την τήρηση του νόμου για την προστασία των πολιτών σε ένα σύστημα δε λειτουργεί ή είναι υπέρ του δέοντος χαλαρή, δημιουργώντας το αίσθημα ανασφάλειας και αδικίας. Η ταινία παρ’ όλες τις δραματικές διακυμάνσεις στο τέλος αφήνει μία αχτίδα ελπίδας πως όλα εξαρτώνται από την προσωπική επιλογή. Βάσει αυτού ίσως τελικά η ενοχή να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά ως αυτοτιμωρία.
Ο τίτλος της ταινίας είναι και συμβολικός, αλλά την ίδια στιγμή συνδέεται επιδέξια με την πλοκή, γιατί ο βασανιστής έπαιζε το κομμάτι «Death and the Maiden» του Φρανς Σούμπερτ. Η εσωτερική ένταση της μουσικής είναι τόσο δραματική, που ταιριάζει απολύτως με τη μυστήρια και βαριά ατμόσφαιρα των αποκαλύψεων της ταινίας, την οποία εντείνουν τα τοπία που κόβουν την ανάσα.
Μπορείτε να ακούσετε το πρώτο μέρος του κουαρτέτου εγχόρδων «Ο Θάνατος και η Κόρη» εδώ:
http://www.youtube.com/watch?v=2Yy9szBIKCw&feature
Η ιστορία είναι η μεταφορά στον κινηματογράφο του ομώνυμου θεατρικού έργου του Άριελ Ντόρφμαν. Προσωπικά, είδα την ταινία όταν βγήκε τότε και λίγο μετά το θεατρικό στην πρώτη του παρουσίαση στην Ελλάδα σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη και με ηθοποιούς τη Θέμιδα Μπαζάκα, το Γιώργο Κώνστα και το Μάνο Βακούση. Το σκηνικό ήταν αφαιρετικό και οι ερμηνείες ήταν και πάλι καθηλωτικές, γιατί το σενάριο και οι θεατρικοί διάλογοι και μονόλογοι διαμορφώνουν μόνοι ένα είδος δράσης μέσω της αφηγηματικής πλοκής.
La Vita È Bella (1997)
(Η Ζωή Είναι Ωραία)
Σκηνοθέτης: Ρομπέρτο Μπενίνι
Γλώσσα: Ιταλικά, Γερμανικά, Αγγλικά
Ηθοποιοί: Ρομπέρτο Μπενίνι, Νικολέτα Μπράσκι, Τζιόρτζιο Κανταρίνι κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία ξεκινά στη διάρκεια του μεσοπολέμου στην Ιταλία, όπου ήδη το κύμα του φασισμού είχε αρχίσει να απλώνεται επικίνδυνα για τις ανεπιθύμητες ομάδες, όπως ήταν οι Εβραίοι. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ρομπέρτο Μπενίνι επέλεξε να παίξει ένα βιβλιοπώλη, τον Γκουίντο, συμβολίζοντας την καύση των βιβλίων και του πνεύματος μαζί με τους ίδιους τους ανθρώπους. Γιατί εκείνος ξεκινώντας ήταν μάλλον ένας πεινασμένος Εβραίος, ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας, που επιβίωνε δουλεύοντας, όπως πολλοί άλλοι. Πολύ πριν τον πόλεμο, όμως, και τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας με την κατοχή ενός μέρους της από τους Γερμανούς κατάφερε να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια. Με το που έρχονται οι Γερμανοί μεταφέρονται όλοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η ταινία είναι για πολλούς λόγους απολαυστική. Ένας από αυτούς οι ευφάνταστες και διακριτικές εξηγήσεις που δίνει στο παιδί του, προκειμένου να μην τρομάξει με τον παραλογισμό του ναζιστικού καθεστώτος. Έτσι, το Ολοκαύτωμα στο μυαλό και την αφήγησή του γίνεται ένα παιχνίδι στις διάφορες φάσεις του οποίου οι συμμετέχοντες συγκεντρώνουν, υποτίθεται, πόντους, ενώ στο τέλος ο νικητής κερδίζει ένα τεράστιο αληθινό τανξ! Το χιούμορ και η τρυφερότητα συμπλέουν στην ταινία σε κάθε της λεπτό. Αξέχαστη ατάκα: «Buongiorno, principessa!».
Η ταινία κέρδισε πολλά βραβεία μεταξύ αυτών και τρία Όσκαρ: Α’ Ανδρικού ρόλου, Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και Μοντάζ.
«Η βράβευση του Μπενίνι με Όσκαρ Α’ Ανδρικού ρόλου αποτελεί τη δεύτερη βράβευση στην ιστορία του θεσμού κατά την οποία ένας ηθοποιός κερδίζει το βραβείο σκηνοθετώντας τον εαυτό του. Ο προηγούμενος ήταν ο Λόρενς Ολίβιε στην ταινία “Άμλετ” (Hamlet) το 1948. Επίσης, είναι η δεύτερη φορά που το βραβείο κερδίζει ρόλος ερμηνευμένος αποκλειστικά στα ιταλικά. Η προηγούμενη νικήτρια ήταν η Σοφία Λόρεν για την ταινία “Η Ατιμασμένη” (La Ciociara) το 1960»[1].
_____
[1]http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%97_%CE%96%CF%89%CE%AE_%CE%95%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9_%CE%A9%CF%81%CE%B1%CE%AF%CE%B1
(Η Ζωή Είναι Ωραία)
Σκηνοθέτης: Ρομπέρτο Μπενίνι
Γλώσσα: Ιταλικά, Γερμανικά, Αγγλικά
Ηθοποιοί: Ρομπέρτο Μπενίνι, Νικολέτα Μπράσκι, Τζιόρτζιο Κανταρίνι κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία ξεκινά στη διάρκεια του μεσοπολέμου στην Ιταλία, όπου ήδη το κύμα του φασισμού είχε αρχίσει να απλώνεται επικίνδυνα για τις ανεπιθύμητες ομάδες, όπως ήταν οι Εβραίοι. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ρομπέρτο Μπενίνι επέλεξε να παίξει ένα βιβλιοπώλη, τον Γκουίντο, συμβολίζοντας την καύση των βιβλίων και του πνεύματος μαζί με τους ίδιους τους ανθρώπους. Γιατί εκείνος ξεκινώντας ήταν μάλλον ένας πεινασμένος Εβραίος, ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας, που επιβίωνε δουλεύοντας, όπως πολλοί άλλοι. Πολύ πριν τον πόλεμο, όμως, και τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας με την κατοχή ενός μέρους της από τους Γερμανούς κατάφερε να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια. Με το που έρχονται οι Γερμανοί μεταφέρονται όλοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η ταινία είναι για πολλούς λόγους απολαυστική. Ένας από αυτούς οι ευφάνταστες και διακριτικές εξηγήσεις που δίνει στο παιδί του, προκειμένου να μην τρομάξει με τον παραλογισμό του ναζιστικού καθεστώτος. Έτσι, το Ολοκαύτωμα στο μυαλό και την αφήγησή του γίνεται ένα παιχνίδι στις διάφορες φάσεις του οποίου οι συμμετέχοντες συγκεντρώνουν, υποτίθεται, πόντους, ενώ στο τέλος ο νικητής κερδίζει ένα τεράστιο αληθινό τανξ! Το χιούμορ και η τρυφερότητα συμπλέουν στην ταινία σε κάθε της λεπτό. Αξέχαστη ατάκα: «Buongiorno, principessa!».
Η ταινία κέρδισε πολλά βραβεία μεταξύ αυτών και τρία Όσκαρ: Α’ Ανδρικού ρόλου, Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και Μοντάζ.
«Η βράβευση του Μπενίνι με Όσκαρ Α’ Ανδρικού ρόλου αποτελεί τη δεύτερη βράβευση στην ιστορία του θεσμού κατά την οποία ένας ηθοποιός κερδίζει το βραβείο σκηνοθετώντας τον εαυτό του. Ο προηγούμενος ήταν ο Λόρενς Ολίβιε στην ταινία “Άμλετ” (Hamlet) το 1948. Επίσης, είναι η δεύτερη φορά που το βραβείο κερδίζει ρόλος ερμηνευμένος αποκλειστικά στα ιταλικά. Η προηγούμενη νικήτρια ήταν η Σοφία Λόρεν για την ταινία “Η Ατιμασμένη” (La Ciociara) το 1960»[1].
_____
[1]http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%97_%CE%96%CF%89%CE%AE_%CE%95%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9_%CE%A9%CF%81%CE%B1%CE%AF%CE%B1
American History X (1998)
(Μαθήματα Αμερικάνικης Ιστορίας)
Σκηνοθέτης: Τόνι Κέι
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Έντουαρντ Νόρτον, Έντουαρντ Φερλόνγκ, Μπέβερλι Ντ’ Άντζελο κ.ά.
Περιγραφή
Ένας πρώην νεοναζί, ανήκε μάλιστα στους επικεφαλής τους, ο Ντέρεκ, βγαίνει από τη φυλακή με αναστολή, έχοντας ήδη εκτίσει ένα μέρος της ποινής του με τρία χρόνια φυλάκισης για το φόνο ενός έγχρωμου, που προσπάθησε να του κλέψει το αυτοκίνητο. Επιστρέφοντας στην αλλαγμένη πλέον καθημερινότητα έρχεται αντιμέτωπος με το παρόν και το παρελθόν του. Ο ίδιος θέλει να αλλάξει ζωή, στη φυλακή οι όροι αντιστράφηκαν και είδε την άλλη όψη του νομίσματος. Το περιβάλλον του, όμως, τον έχει ηρωοποιήσει, και κυρίως ο μικρός του αδελφός, ο Ντάνι, που μεγάλωσε χωρίς ανδρικό πρότυπο απουσία πατέρα, ακολουθώντας τα χνάρια του. Η ταινία στο πρώτο ακόμα δεκάλεπτο δίνει σκηνές από το γραφείο του καθηγητή σύγχρονης ιστορίας, που προσπαθεί να βοηθήσει τον Ντάνι. Του εξηγεί, με άλλα λόγια, ότι δεν έχει σημασία το πόσο έξυπνος είναι κανείς, αλλά το πώς χρησιμοποιεί το μυαλό του. Έτσι, προκειμένου να μην αποβληθεί, καθιερώνει καθημερινά μαθήματα, εκτός του σχολικού προγράμματος, με θέμα: «American History X». Η πρώτη εργασία του αφορά τον αδελφό του, προκειμένου να συλλογιστεί τα γεγονότα, το γιατί βρέθηκε στη φυλακή και πώς αυτό τον επηρέασε. Καθώς, λοιπόν, καταπιάνεται με τη γραφή της, βλέπουμε σε φλας μπακ το παρελθόν παράλληλα με τη δράση σε παρόντα χρόνο. Η ταινία διερευνά το συναίσθημα της οργής, η οποία μπορεί να δημιουργηθεί για πολλούς λόγους, προσωπικούς, λόγω κοινωνικών διακρίσεων, ελλείψει οικογενειακής ή οικονομικής ασφάλειας κτλ. Αλλά, όταν διοχετεύεται με λάθος τρόπο, δημιουργεί μία αλυσιδωτή αντίδραση μίσους, που μπορεί να στραφεί τόσο εναντίον των άλλων όσο και εναντίον του ίδιου του ατόμου που αισθάνεται έτσι και ηθελημένα ή αθέλητα την πυροδοτεί.
Ο Έντουαρντ Νόρτον προτάθηκε το 1999 για Όσκαρ Α’ Ανδρικού ρόλου.
(Μαθήματα Αμερικάνικης Ιστορίας)
Σκηνοθέτης: Τόνι Κέι
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Έντουαρντ Νόρτον, Έντουαρντ Φερλόνγκ, Μπέβερλι Ντ’ Άντζελο κ.ά.
Περιγραφή
Ένας πρώην νεοναζί, ανήκε μάλιστα στους επικεφαλής τους, ο Ντέρεκ, βγαίνει από τη φυλακή με αναστολή, έχοντας ήδη εκτίσει ένα μέρος της ποινής του με τρία χρόνια φυλάκισης για το φόνο ενός έγχρωμου, που προσπάθησε να του κλέψει το αυτοκίνητο. Επιστρέφοντας στην αλλαγμένη πλέον καθημερινότητα έρχεται αντιμέτωπος με το παρόν και το παρελθόν του. Ο ίδιος θέλει να αλλάξει ζωή, στη φυλακή οι όροι αντιστράφηκαν και είδε την άλλη όψη του νομίσματος. Το περιβάλλον του, όμως, τον έχει ηρωοποιήσει, και κυρίως ο μικρός του αδελφός, ο Ντάνι, που μεγάλωσε χωρίς ανδρικό πρότυπο απουσία πατέρα, ακολουθώντας τα χνάρια του. Η ταινία στο πρώτο ακόμα δεκάλεπτο δίνει σκηνές από το γραφείο του καθηγητή σύγχρονης ιστορίας, που προσπαθεί να βοηθήσει τον Ντάνι. Του εξηγεί, με άλλα λόγια, ότι δεν έχει σημασία το πόσο έξυπνος είναι κανείς, αλλά το πώς χρησιμοποιεί το μυαλό του. Έτσι, προκειμένου να μην αποβληθεί, καθιερώνει καθημερινά μαθήματα, εκτός του σχολικού προγράμματος, με θέμα: «American History X». Η πρώτη εργασία του αφορά τον αδελφό του, προκειμένου να συλλογιστεί τα γεγονότα, το γιατί βρέθηκε στη φυλακή και πώς αυτό τον επηρέασε. Καθώς, λοιπόν, καταπιάνεται με τη γραφή της, βλέπουμε σε φλας μπακ το παρελθόν παράλληλα με τη δράση σε παρόντα χρόνο. Η ταινία διερευνά το συναίσθημα της οργής, η οποία μπορεί να δημιουργηθεί για πολλούς λόγους, προσωπικούς, λόγω κοινωνικών διακρίσεων, ελλείψει οικογενειακής ή οικονομικής ασφάλειας κτλ. Αλλά, όταν διοχετεύεται με λάθος τρόπο, δημιουργεί μία αλυσιδωτή αντίδραση μίσους, που μπορεί να στραφεί τόσο εναντίον των άλλων όσο και εναντίον του ίδιου του ατόμου που αισθάνεται έτσι και ηθελημένα ή αθέλητα την πυροδοτεί.
Ο Έντουαρντ Νόρτον προτάθηκε το 1999 για Όσκαρ Α’ Ανδρικού ρόλου.
Apt Pupil (1998)
(Μαθήματα Φόβου)
Σκηνοθέτης: Μπράιαν Σίνγκερ
Γλώσσα: Αγγλικά, Γερμανικά
Ηθοποιοί: Ίαν Μακ Κέλεν, Μπραντ Ρένφρο κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία βασίζεται σε διήγημα του Στίβεν Κινγκ, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1982 στη συλλογή διηγημάτων Different Seasons. Ο συγκεκριμένος συγγραφέας είναι δεξιοτέχνης στην προσωποποίηση της έννοιας του φόβου και του εφιάλτη. Ένας μαθητής μαθαίνει ότι ο γείτονάς του είναι εγκληματίας πολέμου και συμφωνεί στο να μην τον παραδώσει στην αστυνομία υπό την προϋπόθεση να του αφηγείται λεπτομερώς τις βιωματικές του ιστορίες φρίκης. Σταδιακά αυτές τον μεθούν και ο χαρακτήρας του επηρεάζεται καθώς και ο ίδιος εκβιάζει ή διατάζει το Ναζί. Μεγαλώντας, επιπλέον, ζει μία κρυφή ζωή και εφαρμόζει με διεστραμμένο τρόπο τις πρακτικές του σε ανύποπτα θύματα. Σταδιακά μεταμορφώνεται σε ό,τι αρχικά επιδίωξε να καταδιώξει. Η ταινία αναδεικνύει την έννοια του εφιάλτη, του βασανισμού, της τρομοκρατίας και της βίας, σωματικής ή ψυχολογικής, ως καταστάσεις του μυαλού, που πλέον περνούν στη σφαίρα της ιδέας, χωρίς να μένει στην περιπτωσιολογία ή τη γεγονοτολογία. Έτσι, ο παραλληλισμός γίνεται με κάθε είδος αυταρχισμού και βίας, ακόμα και της ενδοοικογενειακής, ως τάσεων εν δυνάμει υπαρκτών στην ανθρώπινη φύση.
(Μαθήματα Φόβου)
Σκηνοθέτης: Μπράιαν Σίνγκερ
Γλώσσα: Αγγλικά, Γερμανικά
Ηθοποιοί: Ίαν Μακ Κέλεν, Μπραντ Ρένφρο κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία βασίζεται σε διήγημα του Στίβεν Κινγκ, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1982 στη συλλογή διηγημάτων Different Seasons. Ο συγκεκριμένος συγγραφέας είναι δεξιοτέχνης στην προσωποποίηση της έννοιας του φόβου και του εφιάλτη. Ένας μαθητής μαθαίνει ότι ο γείτονάς του είναι εγκληματίας πολέμου και συμφωνεί στο να μην τον παραδώσει στην αστυνομία υπό την προϋπόθεση να του αφηγείται λεπτομερώς τις βιωματικές του ιστορίες φρίκης. Σταδιακά αυτές τον μεθούν και ο χαρακτήρας του επηρεάζεται καθώς και ο ίδιος εκβιάζει ή διατάζει το Ναζί. Μεγαλώντας, επιπλέον, ζει μία κρυφή ζωή και εφαρμόζει με διεστραμμένο τρόπο τις πρακτικές του σε ανύποπτα θύματα. Σταδιακά μεταμορφώνεται σε ό,τι αρχικά επιδίωξε να καταδιώξει. Η ταινία αναδεικνύει την έννοια του εφιάλτη, του βασανισμού, της τρομοκρατίας και της βίας, σωματικής ή ψυχολογικής, ως καταστάσεις του μυαλού, που πλέον περνούν στη σφαίρα της ιδέας, χωρίς να μένει στην περιπτωσιολογία ή τη γεγονοτολογία. Έτσι, ο παραλληλισμός γίνεται με κάθε είδος αυταρχισμού και βίας, ακόμα και της ενδοοικογενειακής, ως τάσεων εν δυνάμει υπαρκτών στην ανθρώπινη φύση.
Battle Royale (2000)
Σκηνοθέτης: Kinji Fukasaku
Γλώσσα: Ιαπωνικά
Ηθοποιοί: Tatsuya Fujiwara, Aki Maeda, Tarô Yamamoto, Kitano Takeshi κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Takami Koushun. Η πλοκή της ξεκινά με μία τάξη μαθητών λυκείου που μεταφέρονται υπνωτισμένοι σε ένα απομονωμένο νησί. Μόλις ξυπνούν βρίσκουν στο λαιμό τους κλειδωμένο ένα μεταλλικό κολάρο, το οποίο ανά πάσα στιγμή, αν δεν ακολουθούν τους κανόνες, μπορεί να εκτιναχθεί και να τους σκοτώσει. Η κεντρική ιδέα εκείνου που ο επικεφαλής καθηγητής αποκαλεί «παιχνίδι» είναι να σκοτωθούν μεταξύ τους, καθώς στο τέλος πρέπει να επιζήσει μόνο ένας. Ίσως η ταινία να έχει τα χαρακτηριστικά ενός video game, αλλά οι μαθητές γίνονται τα πιόνια μίας παράλογης επίσημης εξουσίας που τους ωθεί στην αλληλοεξόντωση. Έτσι μεταμορφώνεται σε μία αλληγορία. Η αυταρχικότητα της εγκάθετης εξουσίας ενός πρώην καθηγητή θα μπορούσε να είναι αυθαίρετη αν δεν την νομιμοποιούσε η ίδια η κυβέρνηση. Στόχος είναι η επιβολή ενός νόμου για το συνετισμό της νεολαίας που έχει χάσει το σεβασμό της για την εξουσία. Ο δρόμος προς την καθιέρωση του νόμου, λοιπόν, θεωρήθηκε ένα πείραμα σε ένα απομονωμένο νησί. Μέρος του σχεδίου αποτελεί το να διασπείρουν την καχυποψία μεταξύ των μαθητών και το να τους εκθέσουν σε ακραίες συνθήκες επιβίωσης, εξωθώντας την ψυχολογία τους στο όριο μέσα από δοκιμασίες ζωής και θανάτου. Με πολλή φαντασία η ιδέα θυμίζει περιφερειακά τις ταινίες «Saw», ας περιοριστούμε στην πρώτη των sequel, για το πόσο μακριά είναι κανείς διατεθειμένος να φτάσει προκειμένου να επιβιώσει. Εκεί, όμως, πίσω από το οργανωμένο ψυχοσωματικό βασανιστήριο κρύβεται ένας παράφρων που αργοπεθαίνει. Έτσι η ιδέα, με πιο αμερικάνικο τρόπο, χάνει την έννοια του οργανωμένου εγκλήματος από ένα σύστημα ή μία ομάδα. Αντίθετα, μάλιστα, το σύστημα εξωραΐζεται κυνηγώντας τον παρανοϊκό. Επικρατεί το μανιχαϊστικό σχήμα καλού ‒ κακού, πολύ κοινότυπο στις αμερικάνικες ταινίες του είδους. Στο «Battle Royale», από την άλλη, η επιβολή του νόμου για τον ολοκληρωτικό ευνουχισμό μιας νεολαίας που έχει χάσει τα ερείσματά της, γιατί το σύστημα αδυνατεί να τα προσφέρει, επιδιώκεται μέσω της οργανωμένης εγκληματικής δράσης από το ίδιο. Αντί, επομένως, να στοχεύσει στην αυτοβελτίωση, προτιμά τη λύση της εξόντωσης του δυναμικού της για την κατασίγαση κάθε αντίδρασης με τη δημιουργία υπάκουων ανδρείκελων. Όποιος δεν υποτάσσεται και δεν υπακούει αφανίζεται πάραυτα. Ο δάσκαλος που τίθεται επικεφαλής του πειράματος δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Είχε δεχτεί μάλιστα επίθεση από μαθητή του και γίνεται ο πρώτος που ρίχνει το λίθο. Θίγεται έτσι το ζήτημα της απουσίας πνευματικής ηγεσίας, καθώς ελλείψει φωτεινών οδηγών και παραδειγμάτων η ισορροπία με τη σύγχυση των ρόλων γίνεται επισφαλής. Έχει βγει και το Battle Royale II, αλλά μάλλον ξεφεύγει από την ιδέα της πρώτης ταινίας.
Σκηνοθέτης: Kinji Fukasaku
Γλώσσα: Ιαπωνικά
Ηθοποιοί: Tatsuya Fujiwara, Aki Maeda, Tarô Yamamoto, Kitano Takeshi κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Takami Koushun. Η πλοκή της ξεκινά με μία τάξη μαθητών λυκείου που μεταφέρονται υπνωτισμένοι σε ένα απομονωμένο νησί. Μόλις ξυπνούν βρίσκουν στο λαιμό τους κλειδωμένο ένα μεταλλικό κολάρο, το οποίο ανά πάσα στιγμή, αν δεν ακολουθούν τους κανόνες, μπορεί να εκτιναχθεί και να τους σκοτώσει. Η κεντρική ιδέα εκείνου που ο επικεφαλής καθηγητής αποκαλεί «παιχνίδι» είναι να σκοτωθούν μεταξύ τους, καθώς στο τέλος πρέπει να επιζήσει μόνο ένας. Ίσως η ταινία να έχει τα χαρακτηριστικά ενός video game, αλλά οι μαθητές γίνονται τα πιόνια μίας παράλογης επίσημης εξουσίας που τους ωθεί στην αλληλοεξόντωση. Έτσι μεταμορφώνεται σε μία αλληγορία. Η αυταρχικότητα της εγκάθετης εξουσίας ενός πρώην καθηγητή θα μπορούσε να είναι αυθαίρετη αν δεν την νομιμοποιούσε η ίδια η κυβέρνηση. Στόχος είναι η επιβολή ενός νόμου για το συνετισμό της νεολαίας που έχει χάσει το σεβασμό της για την εξουσία. Ο δρόμος προς την καθιέρωση του νόμου, λοιπόν, θεωρήθηκε ένα πείραμα σε ένα απομονωμένο νησί. Μέρος του σχεδίου αποτελεί το να διασπείρουν την καχυποψία μεταξύ των μαθητών και το να τους εκθέσουν σε ακραίες συνθήκες επιβίωσης, εξωθώντας την ψυχολογία τους στο όριο μέσα από δοκιμασίες ζωής και θανάτου. Με πολλή φαντασία η ιδέα θυμίζει περιφερειακά τις ταινίες «Saw», ας περιοριστούμε στην πρώτη των sequel, για το πόσο μακριά είναι κανείς διατεθειμένος να φτάσει προκειμένου να επιβιώσει. Εκεί, όμως, πίσω από το οργανωμένο ψυχοσωματικό βασανιστήριο κρύβεται ένας παράφρων που αργοπεθαίνει. Έτσι η ιδέα, με πιο αμερικάνικο τρόπο, χάνει την έννοια του οργανωμένου εγκλήματος από ένα σύστημα ή μία ομάδα. Αντίθετα, μάλιστα, το σύστημα εξωραΐζεται κυνηγώντας τον παρανοϊκό. Επικρατεί το μανιχαϊστικό σχήμα καλού ‒ κακού, πολύ κοινότυπο στις αμερικάνικες ταινίες του είδους. Στο «Battle Royale», από την άλλη, η επιβολή του νόμου για τον ολοκληρωτικό ευνουχισμό μιας νεολαίας που έχει χάσει τα ερείσματά της, γιατί το σύστημα αδυνατεί να τα προσφέρει, επιδιώκεται μέσω της οργανωμένης εγκληματικής δράσης από το ίδιο. Αντί, επομένως, να στοχεύσει στην αυτοβελτίωση, προτιμά τη λύση της εξόντωσης του δυναμικού της για την κατασίγαση κάθε αντίδρασης με τη δημιουργία υπάκουων ανδρείκελων. Όποιος δεν υποτάσσεται και δεν υπακούει αφανίζεται πάραυτα. Ο δάσκαλος που τίθεται επικεφαλής του πειράματος δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Είχε δεχτεί μάλιστα επίθεση από μαθητή του και γίνεται ο πρώτος που ρίχνει το λίθο. Θίγεται έτσι το ζήτημα της απουσίας πνευματικής ηγεσίας, καθώς ελλείψει φωτεινών οδηγών και παραδειγμάτων η ισορροπία με τη σύγχυση των ρόλων γίνεται επισφαλής. Έχει βγει και το Battle Royale II, αλλά μάλλον ξεφεύγει από την ιδέα της πρώτης ταινίας.
Focus (2001)
(Το λάθος του να είσαι Εβραίος)
Σκηνοθέτης: Νιλ Σλέιβιν
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Γουίλιαμ Μέισι, Λόρα Ντερν κ.ά.
Περιγραφή
Το σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο σε μυθιστόρημα του Άρθουρ Μίλερ. Η ιστορία τοποθετείται χρονικά στο τέλος του Β’ Πολέμου και ξεκινά με την αφήγηση της ήπιας ζωής ενός Αμερικανού προτεστάντη σε μία φαινομενικά ήσυχη γειτονιά του Μπρούκλιν. Το κλίμα όμως έχει επηρεαστεί από έναν ακραίο ιεροκήρυκα, ο οποίος μέσω του ραδιοφώνου βγάζει αντισημιτικούς λόγους και εμπνέει το μίσος στους Σταυροφόρων της Ένωσης. Ο κεντρικός ήρωας αποφασίζει να φορέσει γυαλιά και αυτή η αλλαγή στην εμφάνισή του αλλάζει όλη του τη ζωή. Θεωρείται από τους γείτονες Εβραίος χωρίς να είναι, χάνει τη δουλειά του και η ζωή του ξαφνικά μοιάζει με έγκλειστου στην ίδια του την πόλη και το σπίτι. Στο μεταξύ παντρεύεται μία γυναίκα στην οποία και ο ίδιος είχε φερθεί άσχημα για τον ίδιο λόγο, επηρεασμένος λίγο από τις καταστάσεις και λίγο από φόβο να αντιταχθεί σε αυτές. Μέχρι πρότινος ανήκε ίσως στους απολιτίκ που δε θέλουν να προκαλούν και ξαφνικά υπέστη τις συνέπειες των σημείων των καιρών. Όσο απέφευγε την εμπλοκή, τόσο βρέθηκε βουτηγμένος μέσα της, μην έχοντας αναπτύξει κανένα έρεισμα αντίστασης εκ των προτέρων. Οι δυο τους πλέον στέκονται μαζί απέναντι στην ολοένα πιο εχθρική ατμόσφαιρα, συνασπιζόμενοι επιπλέον με έναν Εβραίο, ο οποίος συνέβη να εγκατασταθεί στη γειτονιά. Καταδικάζονται στον απομονωτισμό και βρίσκονται απρόβλεπτα στο στόχαστρο του στενού ορίζοντα, που κυοφορεί την εμπάθεια, τον αντισημιτισμό, τις θρησκευτικές και φυλετικές διακρίσεις και την ξενοφοβία, ψάχνοντας το εξιλαστήριο θύμα για τα αίτια του πολέμου και τα όποια παρελκόμενα δεινά.
Η ταινία δείχνει πώς είναι να μπαίνεις βίαια στη θέση κάποιου άλλου εκεί που νιώθεις ενδόμυχα υπεράνω ή εκεί που νομίζεις ότι δε σε αφορά. Τότε ξεκινά ένα ντόμινο όπου οι διακρίσεις δεν έχουν τέλος και οι αποκλεισμοί μπορεί να τους αφορούν σταδιακά όλους. Ενδεχομένως να υπονοεί και την επίδραση των ναζιστικών ιδεών σε ένα κομμάτι του αμερικανικού πληθυσμού.
(Το λάθος του να είσαι Εβραίος)
Σκηνοθέτης: Νιλ Σλέιβιν
Γλώσσα: Αγγλικά
Ηθοποιοί: Γουίλιαμ Μέισι, Λόρα Ντερν κ.ά.
Περιγραφή
Το σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο σε μυθιστόρημα του Άρθουρ Μίλερ. Η ιστορία τοποθετείται χρονικά στο τέλος του Β’ Πολέμου και ξεκινά με την αφήγηση της ήπιας ζωής ενός Αμερικανού προτεστάντη σε μία φαινομενικά ήσυχη γειτονιά του Μπρούκλιν. Το κλίμα όμως έχει επηρεαστεί από έναν ακραίο ιεροκήρυκα, ο οποίος μέσω του ραδιοφώνου βγάζει αντισημιτικούς λόγους και εμπνέει το μίσος στους Σταυροφόρων της Ένωσης. Ο κεντρικός ήρωας αποφασίζει να φορέσει γυαλιά και αυτή η αλλαγή στην εμφάνισή του αλλάζει όλη του τη ζωή. Θεωρείται από τους γείτονες Εβραίος χωρίς να είναι, χάνει τη δουλειά του και η ζωή του ξαφνικά μοιάζει με έγκλειστου στην ίδια του την πόλη και το σπίτι. Στο μεταξύ παντρεύεται μία γυναίκα στην οποία και ο ίδιος είχε φερθεί άσχημα για τον ίδιο λόγο, επηρεασμένος λίγο από τις καταστάσεις και λίγο από φόβο να αντιταχθεί σε αυτές. Μέχρι πρότινος ανήκε ίσως στους απολιτίκ που δε θέλουν να προκαλούν και ξαφνικά υπέστη τις συνέπειες των σημείων των καιρών. Όσο απέφευγε την εμπλοκή, τόσο βρέθηκε βουτηγμένος μέσα της, μην έχοντας αναπτύξει κανένα έρεισμα αντίστασης εκ των προτέρων. Οι δυο τους πλέον στέκονται μαζί απέναντι στην ολοένα πιο εχθρική ατμόσφαιρα, συνασπιζόμενοι επιπλέον με έναν Εβραίο, ο οποίος συνέβη να εγκατασταθεί στη γειτονιά. Καταδικάζονται στον απομονωτισμό και βρίσκονται απρόβλεπτα στο στόχαστρο του στενού ορίζοντα, που κυοφορεί την εμπάθεια, τον αντισημιτισμό, τις θρησκευτικές και φυλετικές διακρίσεις και την ξενοφοβία, ψάχνοντας το εξιλαστήριο θύμα για τα αίτια του πολέμου και τα όποια παρελκόμενα δεινά.
Η ταινία δείχνει πώς είναι να μπαίνεις βίαια στη θέση κάποιου άλλου εκεί που νιώθεις ενδόμυχα υπεράνω ή εκεί που νομίζεις ότι δε σε αφορά. Τότε ξεκινά ένα ντόμινο όπου οι διακρίσεις δεν έχουν τέλος και οι αποκλεισμοί μπορεί να τους αφορούν σταδιακά όλους. Ενδεχομένως να υπονοεί και την επίδραση των ναζιστικών ιδεών σε ένα κομμάτι του αμερικανικού πληθυσμού.
Das Experiment (2001)
(Το πείραμα)
Σκηνοθέτης: Όλιβερ Χιρσμπίγκελ
Γλώσσα: Γερμανικά
Ηθοποιοί: Μόριτζ Μπλαϊμπτρόι, Μάρεν Έγκερτ, Κρίστιαν Μπέργκελ κ.ά.
Περιγραφή
Κάποιοι άνθρωποι διαφορετικοί μεταξύ τους επιλέγονται βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων από μία ομάδα ερευνητών, για να συμμετάσχουν σε ένα πείραμα με αντάλλαγμα ένα χρηματικό ποσό. Δε μαθαίνουν λεπτομέρειες, αλλά τους δίνονται εξηγήσεις με φράσεις, όπως: «Κάποιοι θα στερηθείτε των πολιτικών σας δικαιωμάτων. Μην το υποτιμάτε αυτό». Σε αυτές αντιδρούν με χαλαρότητα. Τους προειδοποιούν επίσης ότι η τελευταία ευκαιρία για να αποχωρήσουν είναι πριν αρχίσει το πείραμα. Κανείς, όμως, δε φεύγει. Τα χρήματα αποτελούν το κίνητρό τους. Επισημαίνεται ακόμα ότι η βία απαγορεύεται ρητά, γιατί έχει σημασία η ασφάλεια των συμμετεχόντων. Βρίσκονται, έτσι, σε ένα χώρο διαμορφωμένο επί τούτου σε φυλακή, όπου οι μισοί παίζουν το ρόλο του κρατούμενου και οι άλλοι μισοί το ρόλο του δεσμοφύλακα. Η φυλακή είναι γεμάτη με κάμερες, εκείνες των δεσμοφυλάκων που παρακολουθούν τους κρατούμενους και εκείνες των ερευνητών που τους παρακολουθούν όλους. Μία μπάμπουσκα-Big Brother. Αρχικά οφείλουν απλώς όλοι να ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες. Σταδιακά, όμως, οι διαθέσεις και οι αντιδράσεις διαστρέφονται ξεφεύγοντας κατά πολύ από το όριο των αρχικά δοθέντων κανόνων. Το πείραμα ελέγχει τη δυνατότητα αποκτήνωσης μέσα από τον αυθαίρετο σφετερισμό της εξουσίας ακόμα και σε τεχνητές συνθήκες.
Η ταινία βασίζεται σε ένα πραγματικό πείραμα που έλαβε χώρα σε φυλακή του Στάνφορντ στην Αμερική το 1971.
Το 2010 γυρίστηκε και η αμερικάνικη εκδοχή της ταινίας με τους Αντριέν Μπροντί και Φόστερ Γουίτακερ.
(Το πείραμα)
Σκηνοθέτης: Όλιβερ Χιρσμπίγκελ
Γλώσσα: Γερμανικά
Ηθοποιοί: Μόριτζ Μπλαϊμπτρόι, Μάρεν Έγκερτ, Κρίστιαν Μπέργκελ κ.ά.
Περιγραφή
Κάποιοι άνθρωποι διαφορετικοί μεταξύ τους επιλέγονται βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων από μία ομάδα ερευνητών, για να συμμετάσχουν σε ένα πείραμα με αντάλλαγμα ένα χρηματικό ποσό. Δε μαθαίνουν λεπτομέρειες, αλλά τους δίνονται εξηγήσεις με φράσεις, όπως: «Κάποιοι θα στερηθείτε των πολιτικών σας δικαιωμάτων. Μην το υποτιμάτε αυτό». Σε αυτές αντιδρούν με χαλαρότητα. Τους προειδοποιούν επίσης ότι η τελευταία ευκαιρία για να αποχωρήσουν είναι πριν αρχίσει το πείραμα. Κανείς, όμως, δε φεύγει. Τα χρήματα αποτελούν το κίνητρό τους. Επισημαίνεται ακόμα ότι η βία απαγορεύεται ρητά, γιατί έχει σημασία η ασφάλεια των συμμετεχόντων. Βρίσκονται, έτσι, σε ένα χώρο διαμορφωμένο επί τούτου σε φυλακή, όπου οι μισοί παίζουν το ρόλο του κρατούμενου και οι άλλοι μισοί το ρόλο του δεσμοφύλακα. Η φυλακή είναι γεμάτη με κάμερες, εκείνες των δεσμοφυλάκων που παρακολουθούν τους κρατούμενους και εκείνες των ερευνητών που τους παρακολουθούν όλους. Μία μπάμπουσκα-Big Brother. Αρχικά οφείλουν απλώς όλοι να ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες. Σταδιακά, όμως, οι διαθέσεις και οι αντιδράσεις διαστρέφονται ξεφεύγοντας κατά πολύ από το όριο των αρχικά δοθέντων κανόνων. Το πείραμα ελέγχει τη δυνατότητα αποκτήνωσης μέσα από τον αυθαίρετο σφετερισμό της εξουσίας ακόμα και σε τεχνητές συνθήκες.
Η ταινία βασίζεται σε ένα πραγματικό πείραμα που έλαβε χώρα σε φυλακή του Στάνφορντ στην Αμερική το 1971.
Το 2010 γυρίστηκε και η αμερικάνικη εκδοχή της ταινίας με τους Αντριέν Μπροντί και Φόστερ Γουίτακερ.
Amen (2002)
(Αμήν)
Σκηνοθέτης: Κώστας Γαβράς
Γλώσσα: Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Γερμανικά
Ηθοποιοί: Ούλριχ Τουκούρ, Ματιέ Κασοβίτς, Ούλριχ Μίχε κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία στηρίζει τον πυρήνα της σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, το Γερμανό αξιωματικό, μηχανικό και οικογενειάρχη Κουρτ Γκέρνσταϊν, που ήταν επίσης θρησκευόμενος. Δουλεύοντας στο γερμανικό στρατό καθαρίζει αποτελεσματικά και απολυμαίνει το πόσιμο νερό. Έτσι αναβαθμίζεται και του ζητούν την κατασκευή ενός δηλητηρίου, αλλά δεν του λένε σε τι πραγματικά θα χρησιμεύσει. Ο Κουρτ είναι ο κατασκευαστής του Zyklon-B, που χρησιμοποίησαν οι Ναζί για τη θανάτωση εκατομμυρίων ανθρώπων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όταν αντιλαμβάνεται, όμως, τι συμβαίνει, αποφασίζει να προειδοποιήσει τον Πάπα Πίο ΧΙΙ για τον αφανισμό των Εβραίων στα στρατόπεδα. Η ταινία δίνει και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την προοδευτική εξέλιξη έως αυτό το σημείο. Κάνει, δηλαδή, αναφορά στην εξόντωση ανθρώπων με νοητική στέρηση ή στο γεγονός ότι στην αρχή θανάτωναν ανθρώπους με ενεργοποίηση της εξάτμισης και κλείνοντάς τους σε καρότσες φορτηγών. Αλλά ήταν χρονοβόρο, δε συνέφερε οικονομικά και περιόριζε αυτή η μέθοδος τη μαζικότητα των θανάτων (!). Οπότε το Zyklon-B έλυσε το «πρακτικό» πρόβλημα, ενώ ο Κουρτ βρίσκεται σε μία κατάσταση εσωτερικής κρίσης και ενεργοποίησης, συνειδητοποιώντας τι επινόησε και σε τι θα χρησίμευε το δημιούργημά του.
Στο Βατικανό, όμως, ο μόνος πρόθυμος να τον βοηθήσει είναι ένας ιδεολόγος Ιησουΐτης παπάς και μέλος σημαντικής ιταλικής οικογένειας, ο Ρικάρντο Φοντάνα, που δέχεται να διαμεσολαβήσει. Αλλά η καθολική εκκλησία κωφεύει, ενδιαφέρεται μόνο για το δικό της ποίμνιο και τη δική της επιβίωση. Ο συμβολισμός αναδεικνύεται έντονα στο τέλος της ταινίας όπου αναγκάζεται ο Ιησουΐτης παπάς να θέσει τον εαυτό του σε κίνδυνο, με μία πράξη αυτοθυσίας, προκειμένου να ακουστεί η φωνή του. Η ταινία θίγει ζητήματα, όπως της ενοχής, της συλλογικής ευθύνης, της συγχώρεσης και της μεταπολεμικής σύγχυσης.
(Αμήν)
Σκηνοθέτης: Κώστας Γαβράς
Γλώσσα: Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Γερμανικά
Ηθοποιοί: Ούλριχ Τουκούρ, Ματιέ Κασοβίτς, Ούλριχ Μίχε κ.ά.
Περιγραφή
Η ταινία στηρίζει τον πυρήνα της σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, το Γερμανό αξιωματικό, μηχανικό και οικογενειάρχη Κουρτ Γκέρνσταϊν, που ήταν επίσης θρησκευόμενος. Δουλεύοντας στο γερμανικό στρατό καθαρίζει αποτελεσματικά και απολυμαίνει το πόσιμο νερό. Έτσι αναβαθμίζεται και του ζητούν την κατασκευή ενός δηλητηρίου, αλλά δεν του λένε σε τι πραγματικά θα χρησιμεύσει. Ο Κουρτ είναι ο κατασκευαστής του Zyklon-B, που χρησιμοποίησαν οι Ναζί για τη θανάτωση εκατομμυρίων ανθρώπων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όταν αντιλαμβάνεται, όμως, τι συμβαίνει, αποφασίζει να προειδοποιήσει τον Πάπα Πίο ΧΙΙ για τον αφανισμό των Εβραίων στα στρατόπεδα. Η ταινία δίνει και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την προοδευτική εξέλιξη έως αυτό το σημείο. Κάνει, δηλαδή, αναφορά στην εξόντωση ανθρώπων με νοητική στέρηση ή στο γεγονός ότι στην αρχή θανάτωναν ανθρώπους με ενεργοποίηση της εξάτμισης και κλείνοντάς τους σε καρότσες φορτηγών. Αλλά ήταν χρονοβόρο, δε συνέφερε οικονομικά και περιόριζε αυτή η μέθοδος τη μαζικότητα των θανάτων (!). Οπότε το Zyklon-B έλυσε το «πρακτικό» πρόβλημα, ενώ ο Κουρτ βρίσκεται σε μία κατάσταση εσωτερικής κρίσης και ενεργοποίησης, συνειδητοποιώντας τι επινόησε και σε τι θα χρησίμευε το δημιούργημά του.
Στο Βατικανό, όμως, ο μόνος πρόθυμος να τον βοηθήσει είναι ένας ιδεολόγος Ιησουΐτης παπάς και μέλος σημαντικής ιταλικής οικογένειας, ο Ρικάρντο Φοντάνα, που δέχεται να διαμεσολαβήσει. Αλλά η καθολική εκκλησία κωφεύει, ενδιαφέρεται μόνο για το δικό της ποίμνιο και τη δική της επιβίωση. Ο συμβολισμός αναδεικνύεται έντονα στο τέλος της ταινίας όπου αναγκάζεται ο Ιησουΐτης παπάς να θέσει τον εαυτό του σε κίνδυνο, με μία πράξη αυτοθυσίας, προκειμένου να ακουστεί η φωνή του. Η ταινία θίγει ζητήματα, όπως της ενοχής, της συλλογικής ευθύνης, της συγχώρεσης και της μεταπολεμικής σύγχυσης.
Pan’s Labyrinth (2006)
(Ο Λαβύρινθος του Πάνα)
Σκηνοθέτης: Γκουιλέρμο ντελ Τόρο
Γλώσσα: Ισπανικά
Ηθοποιοί: Σέρτζι Λοπέζ, Μαριμπέλ Βερντού, Ιβάνα Μπακέρο κ.ά.
Περιγραφή
Μία αλληγορική ταινία με σκηνικό τη μετεμφυλιακή Ισπανία του Φράνκο του 1944 μέσα από τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού, της Οφηλίας. Η μητέρα της παντρεμένη με έναν ανώτερο αξιωματικό του καθεστώτος και ήδη εγκυμονούσα την εξαναγκάζει στην απομόνωση ενός σπιτιού μέσα στο δάσος. Εκείνη διαφεύγει μέσω της φαντασίας δημιουργώντας ένα δικό της λαβυρινθώδη κόσμο. Εκεί όμως περνά από νέες δοκιμασίες για να μπορέσει να φτάσει στον ποθητό της στόχο, να ξαναδεί τον πατέρα της. Η παράλληλη πραγματικότητα, που βιώνει λίγο παραμυθένια λίγο γκροτέσκ, στέκεται στον αντίποδα του εφιάλτη του φασισμού. Τα παγανιστικά στοιχεία της ταινίας παραπέμπουν στην αρχέγονη μύηση των εφήβων για την αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, τη μεταλαμπάδευση της όποιας παράδοσης της φυλής κτλ. Γίνεται ένας ευφυής συσχετισμός μέσω μίας αλλοτινής πρακτικής φαινομενικά ωραιοποιημένης, που λειτουργεί αμυντικά στη φαντασία του μικρού κοριτσιού και εξυπηρετεί την επιβίωσή της μέσα σε μια σαδιστική και διαστροφική κατάσταση. Το πέρασμα δεν ήταν εύκολη υπόθεση, ο έφηβος σημαδευόταν, άλλαζε όνομα και περνούσε από διάφορα στάδια που σηματοδοτούσαν το συμβολικό του θάνατο και την αναγέννησή του ως νέου ανθρώπου. Για το αν και πώς επιτυγχάνεται αυτό η συνέχεια επί της οθόνης…
Η ταινία κέρδισε τρία Όσκαρ στην απονομή των βραβείων του 2007 στις κατηγορίες: Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης, Φωτογραφίας και Μακιγιάζ. Ήταν ακόμα υποψήφια στις κατηγορίες: Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, Πρωτότυπου Σεναρίου και Καλύτερης Μουσικής.
(Ο Λαβύρινθος του Πάνα)
Σκηνοθέτης: Γκουιλέρμο ντελ Τόρο
Γλώσσα: Ισπανικά
Ηθοποιοί: Σέρτζι Λοπέζ, Μαριμπέλ Βερντού, Ιβάνα Μπακέρο κ.ά.
Περιγραφή
Μία αλληγορική ταινία με σκηνικό τη μετεμφυλιακή Ισπανία του Φράνκο του 1944 μέσα από τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού, της Οφηλίας. Η μητέρα της παντρεμένη με έναν ανώτερο αξιωματικό του καθεστώτος και ήδη εγκυμονούσα την εξαναγκάζει στην απομόνωση ενός σπιτιού μέσα στο δάσος. Εκείνη διαφεύγει μέσω της φαντασίας δημιουργώντας ένα δικό της λαβυρινθώδη κόσμο. Εκεί όμως περνά από νέες δοκιμασίες για να μπορέσει να φτάσει στον ποθητό της στόχο, να ξαναδεί τον πατέρα της. Η παράλληλη πραγματικότητα, που βιώνει λίγο παραμυθένια λίγο γκροτέσκ, στέκεται στον αντίποδα του εφιάλτη του φασισμού. Τα παγανιστικά στοιχεία της ταινίας παραπέμπουν στην αρχέγονη μύηση των εφήβων για την αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, τη μεταλαμπάδευση της όποιας παράδοσης της φυλής κτλ. Γίνεται ένας ευφυής συσχετισμός μέσω μίας αλλοτινής πρακτικής φαινομενικά ωραιοποιημένης, που λειτουργεί αμυντικά στη φαντασία του μικρού κοριτσιού και εξυπηρετεί την επιβίωσή της μέσα σε μια σαδιστική και διαστροφική κατάσταση. Το πέρασμα δεν ήταν εύκολη υπόθεση, ο έφηβος σημαδευόταν, άλλαζε όνομα και περνούσε από διάφορα στάδια που σηματοδοτούσαν το συμβολικό του θάνατο και την αναγέννησή του ως νέου ανθρώπου. Για το αν και πώς επιτυγχάνεται αυτό η συνέχεια επί της οθόνης…
Η ταινία κέρδισε τρία Όσκαρ στην απονομή των βραβείων του 2007 στις κατηγορίες: Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης, Φωτογραφίας και Μακιγιάζ. Ήταν ακόμα υποψήφια στις κατηγορίες: Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, Πρωτότυπου Σεναρίου και Καλύτερης Μουσικής.
Die Welle (2008)
(Το κύμα)
Σκηνοθέτης: Ντένις Γκάνσελ
Γλώσσα: Γερμανικά
Ηθοποιοί: Γιούργκεν Βόγκελ, Φρέντερικ Λάου, Μαξ Ρίμελτ κ.ά.
Περιγραφή
Ένας καθηγητής Λυκείου στη Γερμανία, αφορμή του μαθήματός του για την απολυταρχία, συλλαμβάνει την ιδέα της εφαρμογής αυταρχικών μεθόδων στην τάξη του. Θέλει να δείξει έτσι βιωματικά στους μαθητές του το πώς είναι να δυνατόν μαζικά οι άνθρωποι να ακολουθήσουν άκριτα διαταγές, φτάνοντας στην αποκτήνωση, την ανευθυνότητα και τον παραλογισμό. Στην αρχή οι μαθητές αιφνιδιάζονται. Σταδιακά όμως αρχίζουν να νιώθουν μέρος ενός συνόλου, τη δύναμη της ομάδας. Ακόμα και οι μη δημοφιλείς νωρίτερα αποκτούν πλέον την υποστήριξη των συμμαθητών τους. Οι πιο πολλοί συμμετέχουν με πάθος, κάποιοι αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, όσοι διαφωνούν αποκλείονται. Η δράση τους διευρύνεται και πέραν των διδακτικών ωρών του συγκεκριμένου μαθήματος, ακόμα και εκτός σχολείου. Όσο περνούν οι μέρες, όμως, όλο και πιο γρήγορα αυτή η αίσθηση της εξουσίας παρασύρει τους μαθητές εκτός ορίων, ενώ ο εμπνευστής της ιδέας, ο καθηγητής, χάνει τον έλεγχο τόσο της τάξης όσο και του εαυτού του.
Η ταινία είναι βασισμένη στο διήγημα (1972) του Ρον Τζόουνς ενός καθηγητή σύγχρονης ιστορίας στην Καλιφόρνια, ο οποίος μετέφερε ένα μέρος της προσωπικής του διδακτικής εμπειρίας από το έτος 1967.
(Το κύμα)
Σκηνοθέτης: Ντένις Γκάνσελ
Γλώσσα: Γερμανικά
Ηθοποιοί: Γιούργκεν Βόγκελ, Φρέντερικ Λάου, Μαξ Ρίμελτ κ.ά.
Περιγραφή
Ένας καθηγητής Λυκείου στη Γερμανία, αφορμή του μαθήματός του για την απολυταρχία, συλλαμβάνει την ιδέα της εφαρμογής αυταρχικών μεθόδων στην τάξη του. Θέλει να δείξει έτσι βιωματικά στους μαθητές του το πώς είναι να δυνατόν μαζικά οι άνθρωποι να ακολουθήσουν άκριτα διαταγές, φτάνοντας στην αποκτήνωση, την ανευθυνότητα και τον παραλογισμό. Στην αρχή οι μαθητές αιφνιδιάζονται. Σταδιακά όμως αρχίζουν να νιώθουν μέρος ενός συνόλου, τη δύναμη της ομάδας. Ακόμα και οι μη δημοφιλείς νωρίτερα αποκτούν πλέον την υποστήριξη των συμμαθητών τους. Οι πιο πολλοί συμμετέχουν με πάθος, κάποιοι αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, όσοι διαφωνούν αποκλείονται. Η δράση τους διευρύνεται και πέραν των διδακτικών ωρών του συγκεκριμένου μαθήματος, ακόμα και εκτός σχολείου. Όσο περνούν οι μέρες, όμως, όλο και πιο γρήγορα αυτή η αίσθηση της εξουσίας παρασύρει τους μαθητές εκτός ορίων, ενώ ο εμπνευστής της ιδέας, ο καθηγητής, χάνει τον έλεγχο τόσο της τάξης όσο και του εαυτού του.
Η ταινία είναι βασισμένη στο διήγημα (1972) του Ρον Τζόουνς ενός καθηγητή σύγχρονης ιστορίας στην Καλιφόρνια, ο οποίος μετέφερε ένα μέρος της προσωπικής του διδακτικής εμπειρίας από το έτος 1967.
Βιβλία
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και για τη συγκεκριμένη μεσοπολεμική περίοδο στη Γερμανία. Σκέφτηκα, λοιπόν, παρότι είχα να επιλέξω μεταξύ πολλών βιβλίων, να παρουσιάζω εδώ κάποια εξ αυτών. Οι παρουσιάσεις και τα αποσπάσματα αναλύσεων των κειμένων αποτελούν μέρος της μεταπτυχιακής μου εργασίας με τίτλο «Γερμανόφωνοι συγγραφείς του μεσοπολέμου». Επέλεξα βιβλία του μεσοπολέμου γενικότερα και ένα που προηγείται αυτού. Άλλωστε μόνο μία περιορισμένη επιλογή μπορούμε να κάνουμε εδώ και το κριτήριο υπήρξε κυρίως η αλληγορία.
Η περίοδος του μεσοπολέμου, λοιπόν, διαρκεί από το τέλος του Α’ Πολέμου έως την αρχή του Β’ Πολέμου (1919-1939). Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης αποτελεί ένα μέρος αυτής της περιόδου χωρισμένη σε τρεις χρονικές φάσεις: 1919-1923 περίοδος αστάθειας και πληθωρισμού, 1924-1929 περίοδος σταθεροποίησης και ανακούφισης, 1929-1933 περίοδος Ύφεσης, κρίσης και κατάληξης της επισφαλούς Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Μετά ακολουθεί το Ναζιστικό καθεστώς (1933-1945). Εμείς θα φτάσουμε έως το 1939 με τα βιβλία, στο τέλος δηλαδή της εποχής του μεσοπολέμου με την έναρξη του Β’ Πολέμου. Θα τα παρουσιάσω με τη χρονολογική σειρά της γραφής και όχι της πρώτης τους έκδοσης.
Η περίοδος του μεσοπολέμου, λοιπόν, διαρκεί από το τέλος του Α’ Πολέμου έως την αρχή του Β’ Πολέμου (1919-1939). Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης αποτελεί ένα μέρος αυτής της περιόδου χωρισμένη σε τρεις χρονικές φάσεις: 1919-1923 περίοδος αστάθειας και πληθωρισμού, 1924-1929 περίοδος σταθεροποίησης και ανακούφισης, 1929-1933 περίοδος Ύφεσης, κρίσης και κατάληξης της επισφαλούς Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Μετά ακολουθεί το Ναζιστικό καθεστώς (1933-1945). Εμείς θα φτάσουμε έως το 1939 με τα βιβλία, στο τέλος δηλαδή της εποχής του μεσοπολέμου με την έναρξη του Β’ Πολέμου. Θα τα παρουσιάσω με τη χρονολογική σειρά της γραφής και όχι της πρώτης τους έκδοσης.
Στη σωφρονιστική αποικία
Συγγραφέας: Φραντς Κάφκα
Εκδόσεις: Νεφέλη
Έτος: 2009
Περιγραφή
Το διήγημα Στη σωφρονιστική αποικία γράφτηκε το 1914, στην αρχή του Α’ Πολέμου, και εκδόθηκε για πρώτη φόρα το 1919. Η ιστορία εξελίσσεται σε μία σωφρονιστική αποικία. Είναι οργανωμένη σε ένα στεγνό και αμμώδες νησί· μία δαντική κόλαση χωρίς περιθώρια διαφυγής. Εκεί υπάρχει ένα μηχάνημα ο Εγγραφέας, ένα εργαλείο βασανισμού. Αυτό αποτελείται από το Κρεβάτι, το Σχεδιαστή και τον Εγγραφέα. Ο εκάστοτε Κατάδικος δένεται στο Κρεβάτι, ενώ ο περιστρεφόμενος Εγγραφέας χαράζει πάνω του, τρυπώντας τον, το νόμο τον οποίο παραβίασε. Πρόκειται για βασανισμό μέχρι θανάτου. Ο Κατάδικος του διηγήματος επιπλέον αγνοεί το λόγο της καταδίκης του και κυρίως το γεγονός ότι είναι καταδικασμένος. Είναι δηλαδή έρμαιο στην κρίση και στις αποφάσεις των άλλων, σαν να μην τον αφορά η τύχη του. Αδυνατεί, επίσης, να απολογηθεί. Αποφασίστηκε για λογαριασμό του η ακαταλληλότητα ένταξής του στη συγκεκριμένη αναμορφωτική κοινωνία και με συνοπτικές διαδικασίες εφαρμόζεται ο αποκλεισμός και η ακύρωσή του. Πρόκειται για ένα διήγημα που θίγει θέματα όπως η ξύλινη και ανούσια στρατιωτική πειθαρχία και η διαστροφή σε περιόδους μιλιταριστικής βίας. Διαβάζοντάς το κανείς χωρίς να γνωρίζει τη χρονολογία συγγραφής του θα μπορούμε κάλλιστα να το τοποθετήσει και στη μετά το Β’ Πόλεμο εποχή, καθώς ο υφέρπων σαδισμός από ακραία φαντασία έγινε απτή πραγματικότητα στα χαρακώματα του Α’ Πολέμου και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β’ Πολέμου, ενώ το 1914 έμεναν ακόμα να συμβούν ως γεγονότα. Τότε η αλληγορία του Κάφκα στη σωφρονιστική αποικία έλαβε σάρκα και οστά.
Η θεατρική μεταφορά του συγκεκριμένου κειμένου παρουσιάστηκε από τη θεατρική ομάδα «Σημείο Μηδέν» στο Χώρο Ιστορικής Μνήμης στην Κοραή 4 στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 2009. Στα υπόγεια του μεγάρου της οδού Κοραή υπήρχαν χώροι διαμορφωμένοι ως αντιαεροπορικά καταφύγια, τα οποία στη διάρκεια της Κατοχής λειτούργησαν ως κρατητήρια και κέντρα μεταγωγών.
Για την ιστορία δείτε περισσότερα εδώ: http://www.korai4.gr/ko-bui-history.html
Εκτενέστερη ανάλυση του κειμένου θα βρείτε στο κείμενό μου στη στήλη μου «Η πυγολαμπίδα φέγγει και κεντά» [εδώ]
Συγγραφέας: Φραντς Κάφκα
Εκδόσεις: Νεφέλη
Έτος: 2009
Περιγραφή
Το διήγημα Στη σωφρονιστική αποικία γράφτηκε το 1914, στην αρχή του Α’ Πολέμου, και εκδόθηκε για πρώτη φόρα το 1919. Η ιστορία εξελίσσεται σε μία σωφρονιστική αποικία. Είναι οργανωμένη σε ένα στεγνό και αμμώδες νησί· μία δαντική κόλαση χωρίς περιθώρια διαφυγής. Εκεί υπάρχει ένα μηχάνημα ο Εγγραφέας, ένα εργαλείο βασανισμού. Αυτό αποτελείται από το Κρεβάτι, το Σχεδιαστή και τον Εγγραφέα. Ο εκάστοτε Κατάδικος δένεται στο Κρεβάτι, ενώ ο περιστρεφόμενος Εγγραφέας χαράζει πάνω του, τρυπώντας τον, το νόμο τον οποίο παραβίασε. Πρόκειται για βασανισμό μέχρι θανάτου. Ο Κατάδικος του διηγήματος επιπλέον αγνοεί το λόγο της καταδίκης του και κυρίως το γεγονός ότι είναι καταδικασμένος. Είναι δηλαδή έρμαιο στην κρίση και στις αποφάσεις των άλλων, σαν να μην τον αφορά η τύχη του. Αδυνατεί, επίσης, να απολογηθεί. Αποφασίστηκε για λογαριασμό του η ακαταλληλότητα ένταξής του στη συγκεκριμένη αναμορφωτική κοινωνία και με συνοπτικές διαδικασίες εφαρμόζεται ο αποκλεισμός και η ακύρωσή του. Πρόκειται για ένα διήγημα που θίγει θέματα όπως η ξύλινη και ανούσια στρατιωτική πειθαρχία και η διαστροφή σε περιόδους μιλιταριστικής βίας. Διαβάζοντάς το κανείς χωρίς να γνωρίζει τη χρονολογία συγγραφής του θα μπορούμε κάλλιστα να το τοποθετήσει και στη μετά το Β’ Πόλεμο εποχή, καθώς ο υφέρπων σαδισμός από ακραία φαντασία έγινε απτή πραγματικότητα στα χαρακώματα του Α’ Πολέμου και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β’ Πολέμου, ενώ το 1914 έμεναν ακόμα να συμβούν ως γεγονότα. Τότε η αλληγορία του Κάφκα στη σωφρονιστική αποικία έλαβε σάρκα και οστά.
Η θεατρική μεταφορά του συγκεκριμένου κειμένου παρουσιάστηκε από τη θεατρική ομάδα «Σημείο Μηδέν» στο Χώρο Ιστορικής Μνήμης στην Κοραή 4 στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 2009. Στα υπόγεια του μεγάρου της οδού Κοραή υπήρχαν χώροι διαμορφωμένοι ως αντιαεροπορικά καταφύγια, τα οποία στη διάρκεια της Κατοχής λειτούργησαν ως κρατητήρια και κέντρα μεταγωγών.
Για την ιστορία δείτε περισσότερα εδώ: http://www.korai4.gr/ko-bui-history.html
Εκτενέστερη ανάλυση του κειμένου θα βρείτε στο κείμενό μου στη στήλη μου «Η πυγολαμπίδα φέγγει και κεντά» [εδώ]
Ο ιστός της αράχνης
Συγγραφέας: Γιόσεφ Ροτ
Εκδόσεις: Κριτική
Έτος: 2010
Περιγραφή
Ο Ιωσήφ Ροτ γεννήθηκε το 1894 στο Μπρόντυ, μία πόλη της Γαλικίας, περιοχή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας στο ρωσικό σύνορο. Έγραψε πολλά βιβλία και είναι κυρίως γνωστός για Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ, ένα νοσταλγικό ρέκβιεμ για την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Το 1916 πήγε εθελοντής στον Α’ Πόλεμο. Ανήκει στη γενιά που καθορίστηκε από το Πριν και το Μετά του Πολέμου. Ο ιστός της αράχνης (1923) σηματοδοτεί το μεταίχμιο μεταξύ πρώτης και δεύτερης φάσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, καθώς την ιδέα του μυθιστορήματος, κατά τραγική σύμπτωση ή διαθέτοντας μία προφητική ικανότητα με το να διαβάζει τα σημάδια της εποχής του, ο Ιωσήφ Ροτ τη συλλαμβάνει ακριβώς πριν το πραξικόπημα του Χίτλερ, που με μικρή χρονική διαφορά ακολουθεί το μυθιστόρημα.
Το Νοέμβριο του 1923 ο Χίτλερ με 600 άντρες των SA εισέβαλε σε μία συγκέντρωση της δεξιάς πτέρυγας σε μία μπιραρία του Μονάχου. Την επομένη η αστυνομία διέλυσε την πορεία των SA και η απόπειρα πραξικοπήματος του Χίτλερ απέτυχε. Δικάστηκε για προδοσία, αλλά οι δικαστές τον ευνόησαν. Πέρασε τελικά κάτι παραπάνω από ένα χρόνο στη φυλακή σε ευνοϊκές συνθήκες, γράφοντα το Ο αγών μου[1].
Στον ιστό της αράχνης αναφέρεται ονομαστικά στο Χίτλερ και το Λούντεντορφ –πρωτεργάτες του πραξικοπήματος του 1923–, αλλά κυρίως περιγράφει την οργάνωση και ανάπτυξη μιας μυστικής παραστρατιωτικής οργάνωσης. Αφορμή του κεντρικού του χαρακτήρα Τέοντορ Λόζε αναλύει όλη την παθολογία της ιδιοσυγκρασίας ατόμων που, ενώ φαίνονται ακίνδυνα, θα μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνα. Έχοντας χάσει οποιοδήποτε έρεισμα πίστης στη ζωή, στην κοινωνία και στον εαυτό τους, ακροβατούν ανάμεσα στη ναρκισσιστική ματαιοδοξία και το φανατισμό, ο οποίος προκύπτει από την ημιμάθεια και τις ψευδαισθήσεις.
Στον ιστό της αράχνης υφαίνονται δύο ιστοί. Εκείνος που νομίζει ο Τέοντορ ότι υφαίνει για να ανέλθει και εκείνος που τον παγιδεύει και υφαίνεται από τον Εβραίο συνεργάτη του. O ιστός, όμως, υφαίνεται γύρω από το γερμανικό λαό με το ναζισμό και μακροπρόθεσμα γύρω από τους λαούς της Ευρώπης με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και το ξέσπασμα του Β’ Πολέμου. Τελικά, γύρω από τις εθνοτικές και κοινωνικές ομάδες που περισσότερο κυνηγήθηκαν. Αποκαλυπτικά προφητικός θα μπορούσε κανείς να πει ότι γίνεται στην τελευταία φράση του βιβλίου ο Ροτ προοικονομώντας το Ολοκαύτωμα: «Πολλές ατμομηχανές σφύριζαν κάπου σε κάποιες γραμμές»[2].
_____
[1] Stephen J. Lee, The European Dictatorships 1918-1945, University Press Cambridge, Great Britain, 1987, σελ. 140-141.
[2] Joseph Roth, Ο ιστός της αράχνης, μτφρ. Τούλα Σιέτη, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2010 (1η έκδοση στα γερμανικά 1923), σελ. 177.
Συγγραφέας: Γιόσεφ Ροτ
Εκδόσεις: Κριτική
Έτος: 2010
Περιγραφή
Ο Ιωσήφ Ροτ γεννήθηκε το 1894 στο Μπρόντυ, μία πόλη της Γαλικίας, περιοχή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας στο ρωσικό σύνορο. Έγραψε πολλά βιβλία και είναι κυρίως γνωστός για Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ, ένα νοσταλγικό ρέκβιεμ για την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Το 1916 πήγε εθελοντής στον Α’ Πόλεμο. Ανήκει στη γενιά που καθορίστηκε από το Πριν και το Μετά του Πολέμου. Ο ιστός της αράχνης (1923) σηματοδοτεί το μεταίχμιο μεταξύ πρώτης και δεύτερης φάσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, καθώς την ιδέα του μυθιστορήματος, κατά τραγική σύμπτωση ή διαθέτοντας μία προφητική ικανότητα με το να διαβάζει τα σημάδια της εποχής του, ο Ιωσήφ Ροτ τη συλλαμβάνει ακριβώς πριν το πραξικόπημα του Χίτλερ, που με μικρή χρονική διαφορά ακολουθεί το μυθιστόρημα.
Το Νοέμβριο του 1923 ο Χίτλερ με 600 άντρες των SA εισέβαλε σε μία συγκέντρωση της δεξιάς πτέρυγας σε μία μπιραρία του Μονάχου. Την επομένη η αστυνομία διέλυσε την πορεία των SA και η απόπειρα πραξικοπήματος του Χίτλερ απέτυχε. Δικάστηκε για προδοσία, αλλά οι δικαστές τον ευνόησαν. Πέρασε τελικά κάτι παραπάνω από ένα χρόνο στη φυλακή σε ευνοϊκές συνθήκες, γράφοντα το Ο αγών μου[1].
Στον ιστό της αράχνης αναφέρεται ονομαστικά στο Χίτλερ και το Λούντεντορφ –πρωτεργάτες του πραξικοπήματος του 1923–, αλλά κυρίως περιγράφει την οργάνωση και ανάπτυξη μιας μυστικής παραστρατιωτικής οργάνωσης. Αφορμή του κεντρικού του χαρακτήρα Τέοντορ Λόζε αναλύει όλη την παθολογία της ιδιοσυγκρασίας ατόμων που, ενώ φαίνονται ακίνδυνα, θα μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνα. Έχοντας χάσει οποιοδήποτε έρεισμα πίστης στη ζωή, στην κοινωνία και στον εαυτό τους, ακροβατούν ανάμεσα στη ναρκισσιστική ματαιοδοξία και το φανατισμό, ο οποίος προκύπτει από την ημιμάθεια και τις ψευδαισθήσεις.
Στον ιστό της αράχνης υφαίνονται δύο ιστοί. Εκείνος που νομίζει ο Τέοντορ ότι υφαίνει για να ανέλθει και εκείνος που τον παγιδεύει και υφαίνεται από τον Εβραίο συνεργάτη του. O ιστός, όμως, υφαίνεται γύρω από το γερμανικό λαό με το ναζισμό και μακροπρόθεσμα γύρω από τους λαούς της Ευρώπης με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και το ξέσπασμα του Β’ Πολέμου. Τελικά, γύρω από τις εθνοτικές και κοινωνικές ομάδες που περισσότερο κυνηγήθηκαν. Αποκαλυπτικά προφητικός θα μπορούσε κανείς να πει ότι γίνεται στην τελευταία φράση του βιβλίου ο Ροτ προοικονομώντας το Ολοκαύτωμα: «Πολλές ατμομηχανές σφύριζαν κάπου σε κάποιες γραμμές»[2].
_____
[1] Stephen J. Lee, The European Dictatorships 1918-1945, University Press Cambridge, Great Britain, 1987, σελ. 140-141.
[2] Joseph Roth, Ο ιστός της αράχνης, μτφρ. Τούλα Σιέτη, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2010 (1η έκδοση στα γερμανικά 1923), σελ. 177.
Ο Λύκος της Στέπας[1]
Συγγραφέας: Έρμαν Έσσε
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2007
Περιγραφή
Η συγγραφή του βιβλίου ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1927. Ο Έρμαν Έσσε αυτή την περίοδο ένιωθε απογοήτευση από τις αντιδράσεις των συμπατριωτών του: τον ακραίο εθνικισμό, το μιλιταρισμό και τον αντισημιτισμό τους. Θεωρούσε επικίνδυνη την επινόηση εξιλαστήριων θυμάτων, ενώ πιο γόνιμη θα ήταν η ανάληψη των ευθυνών τους για τον Α’ Πόλεμο. Αυτά συμπληρώνονται με προσωπικές τραγωδίες. Τα παραπάνω σε συνδυασμό τού δημιούργησαν ένα αίσθημα ματαιότητας και η καταθλιπτική του διάθεση τον οδήγησε σε αυτοκτονικές σκέψεις για τα πεντηκοστά του γενέθλια.
Ο ήρωας Χάρρυ Χάλερ μοιάζει στο συγγραφέα τόσο στις προσωπικές του ασχολίες όσο και στο ότι πρόκειται να γίνει πενήντα χρονών διανύοντας ένα προσωπικό αδιέξοδο. Από την πρώτη σελίδα αναφέρεται στην ιδέα της αυτοκτονίας, καθώς σκέφτεται να «ατυχήσει θανάσιμα ενώ ξυρίζεται»[2]. Η κατάθλιψή του είναι εμφανώς επηρεασμένη από την επικρατούσα διαφθορά και από τη ρευστή πολιτική κατάσταση της εποχής του: «[...]σήμερα δεν ξέσπασε πόλεμος, δεν δημιουργήθηκε κάποια καινούργια δικτατορία»[3].
Ο ίδιος είναι διχασμένος σε δύο φύσεις. Νιώθει μισός άνθρωπος και μισός λύκος. Ένας «άπατρις» Λύκος της Στέπας που δυσκολεύεται να συμφιλιώσει τις δύο φύσεις του, καθώς η μία επιβουλεύεται την άλλη. Απευθύνεται σε όλους τους λύκους της στέπας, τους στριμωγμένους και δεμένους στον αστικό πολιτισμό. Ο λύκος είναι το άγριο και ενστικτώδες κομμάτι του ήρωα, που στα παιδικά του χρόνια η κοινωνία επιδίωξε να εξημερώσει. Όντας μία ανεπιθύμητη πλευρά για το περιβάλλον του, επισκιάστηκε από τη ανθρώπινη πτυχή. Δεν κατασιγάστηκε, όμως, ούτε λυτρώθηκε. Όσους ανθρώπους διφυείς η κοινωνία επιδίωξε να συμμορφώσει τους καταδίκασε στην απομόνωση και στη δυστυχία. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί ένα μοναχικό περιθωριακό απόκληρο που απέρριψε την κοινωνία, αφού τον είχε ήδη απορρίψει, γιατί αναγκαζόταν να παριστάνει κάτι αντίθετο από τη φύση του. Ο Λύκος, λοιπόν, ζει σε μία κοινωνία αποδόμησης των αξιών, όπου κανείς δεν προσπαθεί πραγματικά να βρει την άκρη του νήματος, παρά μόνο ευκαιριακά να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής του. Το ίδιο «κτήνος», όμως, αντί να στραφεί ενάντια στον εαυτό του, μπορεί να στραφεί και ενάντια στους άλλους.
Ο Έσσε καταπιάνεται με το προσφιλές του μανιχαϊστικό πρότυπο. Ο ήρωας είναι λύκος και άνθρωπος, φως και σκοτάδι, καλό και κακό, άσπρο και μαύρο, ηρεμία και ανησυχία, χαρά και δυστυχία. Παρ’ όλο το δυϊσμό προκύπτουν «απειράριθμα ζεύγη πόλων»[4], συμβολίζοντας την πολλαπλότητα της ψυχής, όπως τα πολλά χέρια των ινδικών θεοτήτων. Ο αστικός κόσμος αντίθετα απορρίπτει την πολλαπλότητα. Χαρακτηρίζει τον «αστισμό» ως μέσον εξισορρόπησης των ανθρώπινων υπερβολών. Ο αστός επιδιώκει να ζήσει σε ένα «εύκρατο μέσο όρο» με υπέρτατη αφοσίωση στη συντήρηση του Εγώ.
Ο Έσσε κάνει μία πρόταση ζωής μέσω της χαράς και του χιούμορ για όσους ευσυνείδητους δεν αντέχουν το σύγχρονο κόσμο. Αναπτύσσει σε αυτό το κείμενο τον πιο ολοκληρωμένο αρχετυπικό του χαρακτήρα. Συμπεριλαμβάνει στους προβληματισμούς και στις αναζητήσεις του όλους τους προηγούμενους. Ξεκινά από το διχασμό του δυϊσμού. Ό,τι θεωρεί απαγορευμένο και ασυμβίβαστο με τη μετριότητα του αστισμού το δαιμονοποιεί. Έτσι, όμως, καταλήγει σε αδιέξοδο, γιατί δεν το αποδέχεται, δε συμφιλιώνεται μαζί του. Διαιωνίζει την εσωτερική του σύγκρουση και αφήνει αναξιοποίητη την ιδιαιτερότητά του. Απονευρώνεται και μηρυκάζει. Στρουθοκαμηλίζει εν τέλει προς δύο κατευθύνσεις: τον εαυτό του και την κοινωνία. Στη συνέχεια ανακαλύπτει την πολλαπλότητα της ψυχής και την ανάγκη εξιχνίασής της. Μόνο αν επιλέξει το δύσκολο δρόμο προς τον εξανθρωπισμό θα λυτρωθεί αποδεχόμενος τον εαυτό του και τη χαρά της ζωής, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τα οξύμωρα. Στη δύναμη αποδοχής και υπεράσπισης του εαυτού του κρύβεται το κλειδί της υπεράσπισης όλου του κόσμου. Η απογοήτευση και ο εκμηδενισμός, αντίθετα, μόνο καταστροφή υπόσχονται, εκτός από πρόσκαιρη διέξοδο, με την παραχώρηση της ευθύνης του εαυτού μας στους άλλους.
_____
[1] Στις εκδόσεις Καστανιώτη αναφέρεται ως εξαντλημένο. Υπάρχει όμως σε βιβλιοπωλεία, παλαιοβιβλιοπωλεία κτλ. και σε άλλες ίσως εκδόσεις. Προσωπικά, το διάβασα σε πολύ παλιότερες εκδόσεις και παλιά και πρόσφατα, απλώς αναφέρω τις συγκεκριμένες, γιατί έπρεπε να επιλέξω κάποια εικόνα. Και το βιβλίο των εκδόσεων που διαθέτω θα είναι μάλλον εξαντλημένο πλέον.
[2] Έρμαν Έσσε, Ο Λύκος της Στέπας, μτφρ. Γιώργος Δεπάστας, επιμ. Ελένη Κώτσου, Εκδόσεις Μίνωας, Αθήνα, 1994 (1η έκδοση στα Γερμανικά 1927), σελ. 27.
[3] Έρμαν Έσσε, Ο Λύκος της Στέπας, ό.π., σελ. 28.
[4] Έρμαν Έσσε, Ο Λύκος της Στέπας, ό.π., σελ. 61.
Συγγραφέας: Έρμαν Έσσε
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος: 2007
Περιγραφή
Η συγγραφή του βιβλίου ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1927. Ο Έρμαν Έσσε αυτή την περίοδο ένιωθε απογοήτευση από τις αντιδράσεις των συμπατριωτών του: τον ακραίο εθνικισμό, το μιλιταρισμό και τον αντισημιτισμό τους. Θεωρούσε επικίνδυνη την επινόηση εξιλαστήριων θυμάτων, ενώ πιο γόνιμη θα ήταν η ανάληψη των ευθυνών τους για τον Α’ Πόλεμο. Αυτά συμπληρώνονται με προσωπικές τραγωδίες. Τα παραπάνω σε συνδυασμό τού δημιούργησαν ένα αίσθημα ματαιότητας και η καταθλιπτική του διάθεση τον οδήγησε σε αυτοκτονικές σκέψεις για τα πεντηκοστά του γενέθλια.
Ο ήρωας Χάρρυ Χάλερ μοιάζει στο συγγραφέα τόσο στις προσωπικές του ασχολίες όσο και στο ότι πρόκειται να γίνει πενήντα χρονών διανύοντας ένα προσωπικό αδιέξοδο. Από την πρώτη σελίδα αναφέρεται στην ιδέα της αυτοκτονίας, καθώς σκέφτεται να «ατυχήσει θανάσιμα ενώ ξυρίζεται»[2]. Η κατάθλιψή του είναι εμφανώς επηρεασμένη από την επικρατούσα διαφθορά και από τη ρευστή πολιτική κατάσταση της εποχής του: «[...]σήμερα δεν ξέσπασε πόλεμος, δεν δημιουργήθηκε κάποια καινούργια δικτατορία»[3].
Ο ίδιος είναι διχασμένος σε δύο φύσεις. Νιώθει μισός άνθρωπος και μισός λύκος. Ένας «άπατρις» Λύκος της Στέπας που δυσκολεύεται να συμφιλιώσει τις δύο φύσεις του, καθώς η μία επιβουλεύεται την άλλη. Απευθύνεται σε όλους τους λύκους της στέπας, τους στριμωγμένους και δεμένους στον αστικό πολιτισμό. Ο λύκος είναι το άγριο και ενστικτώδες κομμάτι του ήρωα, που στα παιδικά του χρόνια η κοινωνία επιδίωξε να εξημερώσει. Όντας μία ανεπιθύμητη πλευρά για το περιβάλλον του, επισκιάστηκε από τη ανθρώπινη πτυχή. Δεν κατασιγάστηκε, όμως, ούτε λυτρώθηκε. Όσους ανθρώπους διφυείς η κοινωνία επιδίωξε να συμμορφώσει τους καταδίκασε στην απομόνωση και στη δυστυχία. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί ένα μοναχικό περιθωριακό απόκληρο που απέρριψε την κοινωνία, αφού τον είχε ήδη απορρίψει, γιατί αναγκαζόταν να παριστάνει κάτι αντίθετο από τη φύση του. Ο Λύκος, λοιπόν, ζει σε μία κοινωνία αποδόμησης των αξιών, όπου κανείς δεν προσπαθεί πραγματικά να βρει την άκρη του νήματος, παρά μόνο ευκαιριακά να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής του. Το ίδιο «κτήνος», όμως, αντί να στραφεί ενάντια στον εαυτό του, μπορεί να στραφεί και ενάντια στους άλλους.
Ο Έσσε καταπιάνεται με το προσφιλές του μανιχαϊστικό πρότυπο. Ο ήρωας είναι λύκος και άνθρωπος, φως και σκοτάδι, καλό και κακό, άσπρο και μαύρο, ηρεμία και ανησυχία, χαρά και δυστυχία. Παρ’ όλο το δυϊσμό προκύπτουν «απειράριθμα ζεύγη πόλων»[4], συμβολίζοντας την πολλαπλότητα της ψυχής, όπως τα πολλά χέρια των ινδικών θεοτήτων. Ο αστικός κόσμος αντίθετα απορρίπτει την πολλαπλότητα. Χαρακτηρίζει τον «αστισμό» ως μέσον εξισορρόπησης των ανθρώπινων υπερβολών. Ο αστός επιδιώκει να ζήσει σε ένα «εύκρατο μέσο όρο» με υπέρτατη αφοσίωση στη συντήρηση του Εγώ.
Ο Έσσε κάνει μία πρόταση ζωής μέσω της χαράς και του χιούμορ για όσους ευσυνείδητους δεν αντέχουν το σύγχρονο κόσμο. Αναπτύσσει σε αυτό το κείμενο τον πιο ολοκληρωμένο αρχετυπικό του χαρακτήρα. Συμπεριλαμβάνει στους προβληματισμούς και στις αναζητήσεις του όλους τους προηγούμενους. Ξεκινά από το διχασμό του δυϊσμού. Ό,τι θεωρεί απαγορευμένο και ασυμβίβαστο με τη μετριότητα του αστισμού το δαιμονοποιεί. Έτσι, όμως, καταλήγει σε αδιέξοδο, γιατί δεν το αποδέχεται, δε συμφιλιώνεται μαζί του. Διαιωνίζει την εσωτερική του σύγκρουση και αφήνει αναξιοποίητη την ιδιαιτερότητά του. Απονευρώνεται και μηρυκάζει. Στρουθοκαμηλίζει εν τέλει προς δύο κατευθύνσεις: τον εαυτό του και την κοινωνία. Στη συνέχεια ανακαλύπτει την πολλαπλότητα της ψυχής και την ανάγκη εξιχνίασής της. Μόνο αν επιλέξει το δύσκολο δρόμο προς τον εξανθρωπισμό θα λυτρωθεί αποδεχόμενος τον εαυτό του και τη χαρά της ζωής, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τα οξύμωρα. Στη δύναμη αποδοχής και υπεράσπισης του εαυτού του κρύβεται το κλειδί της υπεράσπισης όλου του κόσμου. Η απογοήτευση και ο εκμηδενισμός, αντίθετα, μόνο καταστροφή υπόσχονται, εκτός από πρόσκαιρη διέξοδο, με την παραχώρηση της ευθύνης του εαυτού μας στους άλλους.
_____
[1] Στις εκδόσεις Καστανιώτη αναφέρεται ως εξαντλημένο. Υπάρχει όμως σε βιβλιοπωλεία, παλαιοβιβλιοπωλεία κτλ. και σε άλλες ίσως εκδόσεις. Προσωπικά, το διάβασα σε πολύ παλιότερες εκδόσεις και παλιά και πρόσφατα, απλώς αναφέρω τις συγκεκριμένες, γιατί έπρεπε να επιλέξω κάποια εικόνα. Και το βιβλίο των εκδόσεων που διαθέτω θα είναι μάλλον εξαντλημένο πλέον.
[2] Έρμαν Έσσε, Ο Λύκος της Στέπας, μτφρ. Γιώργος Δεπάστας, επιμ. Ελένη Κώτσου, Εκδόσεις Μίνωας, Αθήνα, 1994 (1η έκδοση στα Γερμανικά 1927), σελ. 27.
[3] Έρμαν Έσσε, Ο Λύκος της Στέπας, ό.π., σελ. 28.
[4] Έρμαν Έσσε, Ο Λύκος της Στέπας, ό.π., σελ. 61.
Ο Μάριο και ο Μάγος
Συγγραφέας: Τόμας Μαν
Εκδόσεις: Ίνδικτος
Έτος: 2000
Περιγραφή
Ο Τόμας Μαν αντίθετα με την αρχική του υποστήριξη στον Α’ Πόλεμο κράτησε αρνητική στάση απέναντι στο Χίτλερ. Ως Φιλελεύθερος και υπέρμαχος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, πλέον, πίστευε ότι το φαινόμενο του Χίτλερ στις εκλογές του 1930 γρήγορα θα εξασθένιζε. Ο Μαν, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ από το 1929, αρνήθηκε να υπογράψει υπέρ των Ναζί διαβεβαιώνοντας συγχρόνως ότι δε θα εναντιωθεί στο καθεστώς. Σοκαρίστηκε, όμως, από τις εξελίξεις και την καύση των βιβλίων, παραιτήθηκε από την Πρωσική Ακαδημία των Τεχνών και έφυγε από τη Γερμανία. Ο Τόμας Μαν, παρότι επιδίωκε να διατηρεί τη μέση οδό, ξεχώρισε ανοιχτά τη θέση του από τους Ναζί και τάχθηκε υπέρ των πολιτικών προσφύγων. Μετανάστευσε στην Αμερική και έζησε στην Καλιφόρνια. Πέθανε στη Ζυρίχη το 1955.
Πολύ νωρίτερα, το Σεπτέμβριο του 1926, ο συγγραφέας πραγματοποίησε με την οικογένειά του ένα ταξίδι στην Ιταλία, η οποία πλέον είχε τεθεί υπό φασιστικό καθεστώς. Η ιστορία Ο Μάριο και ο Μάγος είναι εμπνευσμένη από αληθινά περιστατικά. Η κυκλοφορία της νουβέλας το 1930 απαγορεύτηκε στην Ιταλία στα χρόνια του φασισμού, γιατί μοιάζει με παρωδία του Μουσολίνι και του καθεστώτος – κάτι που ο Μαν δε δεχόταν, υπερασπιζόμενος την ηθική πλευρά του έργου του.
Ο χώρος που στήνεται η αφήγηση είναι η μικρή κοινωνία του Torre de Venere. Εκεί καταφθάνει ένας θαυματοποιός τσαρλατάνος, ο Cavaliere Cipolla (Ιππότης Κρεμμύδας) και οι απλοϊκοί κάτοικοι συγκεντρώνονται για να παρακολουθήσουν το υπερθέαμα. Η εμφάνισή του είναι αποκρουστική και τρομακτικά επιβλητική. Έχει χαλασμένα μυτερά δόντια, είναι σχεδόν φαλακρός, σωματικά δύσμορφος και το σήμα κατατεθέν της παράδοξης αμφίεσής του αποτελεί «ένα μαστίγιο ιππασίας με μια σαν αρπαχτικούς όνυχες αργυρή λαβή»[1]. Ο συγγραφέας τον παρουσιάζει επιδέξια ως κίβδηλο. Οτιδήποτε πάνω του είναι ψεύτικο, εκτός από την ιδιότητά του: είναι υπνωτιστής. Υπνωτίζει μεθοδικά ανθρώπους από το κοινό με ψευδαισθήσεις. Ο συγγραφέας ήθελε να πιστεύει ότι το σώμα υποτάσσεται στο πνεύμα. Τα αυταρχικά και ολοκληρωτικά μιλιταριστικά καθεστώτα ήταν όμως «σωματικά» καθεστώτα. Ο Μαν μοιάζει να αναπτύσσει μία παρωδία του Μουσολίνι στο πρόσωπο του Μάγου, ο οποίος συμβολίζει το «σωματικό» στοιχείο τόσο με την αποκρουστική του δυσμορφία όσο και με την όποια βία χρησιμοποιεί για να επιβληθεί στους άλλους. Συγχρόνως αναλύει, πάντα αφορμή του ήρωα, όλες τις ψυχοκοινωνικές προεκτάσεις και επιβολές του φασιστικού καθεστώτος.
_____
[1] Μαν Τόμας, Τόνιο Κραίγκερ – Ο Μάριο και ο Μάγος, μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2000 (1η έκδοση στα γερμανικά 1930), σελ 178.
Συγγραφέας: Τόμας Μαν
Εκδόσεις: Ίνδικτος
Έτος: 2000
Περιγραφή
Ο Τόμας Μαν αντίθετα με την αρχική του υποστήριξη στον Α’ Πόλεμο κράτησε αρνητική στάση απέναντι στο Χίτλερ. Ως Φιλελεύθερος και υπέρμαχος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, πλέον, πίστευε ότι το φαινόμενο του Χίτλερ στις εκλογές του 1930 γρήγορα θα εξασθένιζε. Ο Μαν, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ από το 1929, αρνήθηκε να υπογράψει υπέρ των Ναζί διαβεβαιώνοντας συγχρόνως ότι δε θα εναντιωθεί στο καθεστώς. Σοκαρίστηκε, όμως, από τις εξελίξεις και την καύση των βιβλίων, παραιτήθηκε από την Πρωσική Ακαδημία των Τεχνών και έφυγε από τη Γερμανία. Ο Τόμας Μαν, παρότι επιδίωκε να διατηρεί τη μέση οδό, ξεχώρισε ανοιχτά τη θέση του από τους Ναζί και τάχθηκε υπέρ των πολιτικών προσφύγων. Μετανάστευσε στην Αμερική και έζησε στην Καλιφόρνια. Πέθανε στη Ζυρίχη το 1955.
Πολύ νωρίτερα, το Σεπτέμβριο του 1926, ο συγγραφέας πραγματοποίησε με την οικογένειά του ένα ταξίδι στην Ιταλία, η οποία πλέον είχε τεθεί υπό φασιστικό καθεστώς. Η ιστορία Ο Μάριο και ο Μάγος είναι εμπνευσμένη από αληθινά περιστατικά. Η κυκλοφορία της νουβέλας το 1930 απαγορεύτηκε στην Ιταλία στα χρόνια του φασισμού, γιατί μοιάζει με παρωδία του Μουσολίνι και του καθεστώτος – κάτι που ο Μαν δε δεχόταν, υπερασπιζόμενος την ηθική πλευρά του έργου του.
Ο χώρος που στήνεται η αφήγηση είναι η μικρή κοινωνία του Torre de Venere. Εκεί καταφθάνει ένας θαυματοποιός τσαρλατάνος, ο Cavaliere Cipolla (Ιππότης Κρεμμύδας) και οι απλοϊκοί κάτοικοι συγκεντρώνονται για να παρακολουθήσουν το υπερθέαμα. Η εμφάνισή του είναι αποκρουστική και τρομακτικά επιβλητική. Έχει χαλασμένα μυτερά δόντια, είναι σχεδόν φαλακρός, σωματικά δύσμορφος και το σήμα κατατεθέν της παράδοξης αμφίεσής του αποτελεί «ένα μαστίγιο ιππασίας με μια σαν αρπαχτικούς όνυχες αργυρή λαβή»[1]. Ο συγγραφέας τον παρουσιάζει επιδέξια ως κίβδηλο. Οτιδήποτε πάνω του είναι ψεύτικο, εκτός από την ιδιότητά του: είναι υπνωτιστής. Υπνωτίζει μεθοδικά ανθρώπους από το κοινό με ψευδαισθήσεις. Ο συγγραφέας ήθελε να πιστεύει ότι το σώμα υποτάσσεται στο πνεύμα. Τα αυταρχικά και ολοκληρωτικά μιλιταριστικά καθεστώτα ήταν όμως «σωματικά» καθεστώτα. Ο Μαν μοιάζει να αναπτύσσει μία παρωδία του Μουσολίνι στο πρόσωπο του Μάγου, ο οποίος συμβολίζει το «σωματικό» στοιχείο τόσο με την αποκρουστική του δυσμορφία όσο και με την όποια βία χρησιμοποιεί για να επιβληθεί στους άλλους. Συγχρόνως αναλύει, πάντα αφορμή του ήρωα, όλες τις ψυχοκοινωνικές προεκτάσεις και επιβολές του φασιστικού καθεστώτος.
_____
[1] Μαν Τόμας, Τόνιο Κραίγκερ – Ο Μάριο και ο Μάγος, μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2000 (1η έκδοση στα γερμανικά 1930), σελ 178.
Mephisto
Συγγραφέας: Κλάους Μαν
Εκδόσεις: Penguin
Έτος: 1995
Περιγραφή
Ο Κλάους Μαν, γιος του Τόμας Μαν, γεννήθηκε του 1906. Αυτοεξορίστηκε από τη Γερμανία αμέσως μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία. Το βιβλίο Mephisto εκδόθηκε το 1936 στο Άμστερνταμ, όπου έμενε τότε. Το περιεχόμενο είναι εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα. Ο Hendrik Höfgen, ο κεντρικός ήρωας, ξεκινά την καριέρα του ως ηθοποιός στο Αμβούργο στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’20. Πρόκειται για έναν φιλόδοξο και ιδιότροπο χαρακτήρα, που θα έκανε οτιδήποτε για να πετύχει. Μαγνητίζει τα πλήθη και είναι γυναικοκατακτητής. Γοητεύει με τρόπο διαβολικό. Οι άλλοι εθίζονται στο είδος διαστροφής που αποπνέει. Διαθέτει και σκοτεινά σημεία, που κρατά κρυφά, όπως τη σαδομαζοχιστική σχέση με μία Αφρικανή χορεύτρια. Οι κρίσεις ανασφάλειας και ευαισθησίας όμως γρήγορα κατασιγάζονται από το επόμενο σχέδιο ανέλιξής του στο χώρο του θεάματος.
Το επόμενο βήμα του είναι η κατάκτηση της πρωτεύουσας. Εισχωρεί σε βερολινέζικους κύκλους, παίζει σε ταινίες και γοητεύει τα πλήθη και τους κριτικούς. Το 1933 ο ήρωας βρίσκεται στο Παρίσι. Επιστρέφει μετά από πρόσκληση παλιάς συναδέλφου από το Αμβούργο, η οποία γνωρίζει την ατάλαντη ηθοποιό, ερωμένη και μέλλουσα κυρία πρωθυπουργού. Σταδιακά αποποιείται το παρελθόν του. Παίρνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Μεφιστοφελή στο Φάουστ του Γκαίτε και τραβά την προσοχή του «fat man» (Χέρμαν Γκέρινγκ). Οι γνωστοί, η γυναίκα του, οι συγγενείς και οι φίλοι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων που έχουν συλληφθεί ή συμβιβαστεί, βρίσκονται στο εξωτερικό. Στην ουσία, μένει μόνος στο όνομα της καριέρας και της αναγνωρισιμότητάς του. Χρίζεται διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου σε πείσμα του υπουργού προπαγάνδας που ευνοεί κάποιον άλλο. Γνωρίζει ακόμα και τον Führer, προκειμένου να διαψεύσει τις φήμες για τη σχέση του με μία έγχρωμη γυναίκα. Στην πραγματικότητα, όμως, προδίδει τα ιδανικά και τις ιδέες του.
Ο Hendrik Höfgen υποφέρει από το εσωτερικό του κενό, τις ανασφάλειες και τις φοβίες του. Ο ήρωας εκτός από αριβίστας και καλλιτεχνική μετριότητα δε διαθέτει ούτε αληθινά συναισθήματα για τους άλλους ούτε ιδέες. Ο συγγραφέας διαλύει και σαρκάζεται μέσω του ήρωά του όλες τις αυταπάτες για το αυταρχικό καθεστώς και για ένα νέο πόλεμο. Πολλοί νομίζουν ότι οι εθνικοσοσιαλιστές δεν είναι σαν τους φασίστες. Ο Κλάους Μαν παρουσιάζει την ψευδαίσθηση ως επικρατούσα άποψη όσων θεωρούσαν τις εθνικιστικές ιδέες ευγενείς, ακίνδυνες ή αστείες. Φαίνεται στη φράση του Φάουστ και στο σχολιασμό της: «Έζησα για να δω θρασείς δολοφόνους να αποκτούν τη δόξα των αντρών»[1]. Ο Führer φυλάκιζε, βασάνιζε και δολοφονούσε εργάτες, τη στιγμή που αυτοαποκαλούνταν σοσιαλιστής. Ήταν ένας «ειρηνιστής» που ετοίμαζε «πόλεμο εκδίκησης»[2].
_____
[1] Klaus Mann, Mephisto, μτφρ. Robin Smyth, Penguin Books, USA, 1995 (1η έκδοση στα γερμανικά 1936), σελ. 248.
[2] Klaus Mann, Mephisto, ό.π., σελ. 248-249.
Συγγραφέας: Κλάους Μαν
Εκδόσεις: Penguin
Έτος: 1995
Περιγραφή
Ο Κλάους Μαν, γιος του Τόμας Μαν, γεννήθηκε του 1906. Αυτοεξορίστηκε από τη Γερμανία αμέσως μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία. Το βιβλίο Mephisto εκδόθηκε το 1936 στο Άμστερνταμ, όπου έμενε τότε. Το περιεχόμενο είναι εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα. Ο Hendrik Höfgen, ο κεντρικός ήρωας, ξεκινά την καριέρα του ως ηθοποιός στο Αμβούργο στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’20. Πρόκειται για έναν φιλόδοξο και ιδιότροπο χαρακτήρα, που θα έκανε οτιδήποτε για να πετύχει. Μαγνητίζει τα πλήθη και είναι γυναικοκατακτητής. Γοητεύει με τρόπο διαβολικό. Οι άλλοι εθίζονται στο είδος διαστροφής που αποπνέει. Διαθέτει και σκοτεινά σημεία, που κρατά κρυφά, όπως τη σαδομαζοχιστική σχέση με μία Αφρικανή χορεύτρια. Οι κρίσεις ανασφάλειας και ευαισθησίας όμως γρήγορα κατασιγάζονται από το επόμενο σχέδιο ανέλιξής του στο χώρο του θεάματος.
Το επόμενο βήμα του είναι η κατάκτηση της πρωτεύουσας. Εισχωρεί σε βερολινέζικους κύκλους, παίζει σε ταινίες και γοητεύει τα πλήθη και τους κριτικούς. Το 1933 ο ήρωας βρίσκεται στο Παρίσι. Επιστρέφει μετά από πρόσκληση παλιάς συναδέλφου από το Αμβούργο, η οποία γνωρίζει την ατάλαντη ηθοποιό, ερωμένη και μέλλουσα κυρία πρωθυπουργού. Σταδιακά αποποιείται το παρελθόν του. Παίρνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Μεφιστοφελή στο Φάουστ του Γκαίτε και τραβά την προσοχή του «fat man» (Χέρμαν Γκέρινγκ). Οι γνωστοί, η γυναίκα του, οι συγγενείς και οι φίλοι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων που έχουν συλληφθεί ή συμβιβαστεί, βρίσκονται στο εξωτερικό. Στην ουσία, μένει μόνος στο όνομα της καριέρας και της αναγνωρισιμότητάς του. Χρίζεται διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου σε πείσμα του υπουργού προπαγάνδας που ευνοεί κάποιον άλλο. Γνωρίζει ακόμα και τον Führer, προκειμένου να διαψεύσει τις φήμες για τη σχέση του με μία έγχρωμη γυναίκα. Στην πραγματικότητα, όμως, προδίδει τα ιδανικά και τις ιδέες του.
Ο Hendrik Höfgen υποφέρει από το εσωτερικό του κενό, τις ανασφάλειες και τις φοβίες του. Ο ήρωας εκτός από αριβίστας και καλλιτεχνική μετριότητα δε διαθέτει ούτε αληθινά συναισθήματα για τους άλλους ούτε ιδέες. Ο συγγραφέας διαλύει και σαρκάζεται μέσω του ήρωά του όλες τις αυταπάτες για το αυταρχικό καθεστώς και για ένα νέο πόλεμο. Πολλοί νομίζουν ότι οι εθνικοσοσιαλιστές δεν είναι σαν τους φασίστες. Ο Κλάους Μαν παρουσιάζει την ψευδαίσθηση ως επικρατούσα άποψη όσων θεωρούσαν τις εθνικιστικές ιδέες ευγενείς, ακίνδυνες ή αστείες. Φαίνεται στη φράση του Φάουστ και στο σχολιασμό της: «Έζησα για να δω θρασείς δολοφόνους να αποκτούν τη δόξα των αντρών»[1]. Ο Führer φυλάκιζε, βασάνιζε και δολοφονούσε εργάτες, τη στιγμή που αυτοαποκαλούνταν σοσιαλιστής. Ήταν ένας «ειρηνιστής» που ετοίμαζε «πόλεμο εκδίκησης»[2].
_____
[1] Klaus Mann, Mephisto, μτφρ. Robin Smyth, Penguin Books, USA, 1995 (1η έκδοση στα γερμανικά 1936), σελ. 248.
[2] Klaus Mann, Mephisto, ό.π., σελ. 248-249.
Ο έβδομος σταυρός
Συγγραφέας: Άννα Ζέγκερς
Εκδόσεις: Κέδρος
Έτος: 2008
Περιγραφή
Η Άννα Ζέγκερς ήταν εβραϊκής καταγωγής και γεννήθηκε το 1900 στο Μάιντς της Γερμανίας. Είχε διδακτορικό τίτλο φιλοσοφίας από το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Ήταν μέλος του KPD Γερμανίας από το 1928-9 και του Συνδέσμου Προλεταριακών Συγγραφέων. Η συγγραφέας κατέφυγε στη Γαλλία μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία. Εκεί συνέχισε την αντιφασιστική της δράση.
Ο έβδομος σταυρός είναι άλλο ένα «μυθιστόρημα της εξορίας». Γράφτηκε μεταξύ του 1937 και του 1939 ακριβώς πριν το ξέσπασμα του Β’ Πολέμου και σηματοδοτεί το τέλος του μεσοπολέμου. Όταν εισέβαλαν οι Ναζί στη Γαλλία, η συγγραφέας μετά από μία περιπετειώδη διαφυγή στην ελεύθερη ζώνη της Ν. Γαλλίας –περιγράφεται στο Τράνζιτο– ζήτησε καταφύγιο εκτός Ευρώπης στο Μεξικό. Ένα αντίτυπο του βιβλίου, όμως, έφτασε στις ΗΠΑ όπου εκδόθηκε για πρώτη φορά το μυθιστόρημα στα αγγλικά το 1942. Το 1947 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο και έζησε μέχρι το θάνατό της το 1983.
Η ιστορία ξετυλίγεται στην ευρύτερη περιοχή της Φρανκφούρτης, τόπο καταγωγής της συγγραφέως. Ο έβδομος σταυρός χωρίζεται σε επτά κεφάλαια, στα οποία περιγράφεται η απόδραση επτά κρατουμένων από το στρατόπεδο Βεστχόφεν. Εκεί κρατούντο μετά το 1933 όσοι κομουνιστές είχαν συλληφθεί μετά την κατάργηση του γερμανικού KPD και όλων των επίσημων ερεισμάτων του. Οι σύνδεσμοι και τα δίκτυα των ανθρώπων σταδιακά εξαρθρώθηκαν. Όσοι δε διέφυγαν φυλακίζονταν, συμβιβάζονταν, εκφοβίζονταν, κρύβονταν ή απλώς σιωπούσαν.
Στο βιβλίο μόνο ένας κρατούμενος, ο Γκέοργκ Χάισλερ, καταφέρνει τελικά να διαφύγει από τα σύνορα της χώρας. Οι υπόλοιποι πιάνονται, παραδίδονται ή πεθαίνουν στην πορεία. Ο Γκέοργκ ήταν φυλακισμένος από το Ιανουάριο του 1934. Προκειμένου να εντοπιστεί μετά την απόδραση, στήνεται ένα δίκτυο παρακολούθησης γύρω από τους γνωστούς του και όχι μόνο. Οι άνθρωποι του χωριού δίπλα στο Βεστχόφεν δυσανασχέτησαν αρχικά με το στρατόπεδο. Σταδιακά, όμως, προσαρμόζονται γιατί αφορμή της ύπαρξής του κερδίζουν χρήματα. Πολλά νέα παιδιά, επιπλέον, ενταγμένα στη ναζιστική νεολαία μετά την απόδραση ψάχνουν τα σπίτια της περιοχής. Οι Ναζί χρησιμοποιούν τη νέα γενιά. Την απέκοψαν από τους παλαιότερους, για τους οποίους δεν υπάρχει σεβασμός. Ήταν οι «μικρές αναιδείς σφυρίχτρες» που ξερίζωναν «[...] ό,τι καλύτερο φύτρωνε στον τόπο, επειδή είχαν μάθει στα παιδιά ότι ήταν ζιζάνιο» [1].
Όσοι δυσφορούν σιωπούν. Ο φόβος και η καχυποψία είναι διάχυτα σε συνδυασμό με τον ενδοοικογενειακό χαφιεδισμό. Η ανοχή των ανθρώπων της επαρχίας υποδεικνύει μοιρολατρία. Άλλοι, πάλι, θεωρούν ευλογία την πειθαρχία και την υπακοή που μαθαίνουν στους νέους. Αν αντιδράσουν, διακινδυνεύουν να υποστούν με επιπλήξεις, φυλάκιση και βασανισμό. Για κάποιους, πάλι, το κυνήγι των δραπετών αποτελεί μία περιπέτεια που τους βγάζει από την ανία της καθημερινότητας. Ανάμεσα στους φοβισμένους, συμβιβασμένους και αντιδραστικούς χωρικούς και πολίτες υπάρχουν κάποιες ανύποπτες ρωγμές, των οποίων η επίδραση υπήρξε καταλυτική.
Ο Φάρεμπεργκ, ο διοικητής του στρατοπέδου, διατάζει να φτιάξουν με τον κορμό επτά δέντρων ένα σταυρό για κάθε δραπέτη. Εκεί οι συλληφθέντες δένονται και αφήνονται εκτεθειμένοι χωρίς τροφή και νερό, προκειμένου να ομολογήσουν το σχέδιο απόδρασης και να διευκολύνουν τη σύλληψη των υπολοίπων. Τελευταίος μένει ο Γκέοργκ. Οι έξι ξύλινοι σταυροί στην αυλή του στρατοπέδου κόβονται. Ο έβδομος μένει για πάντα άδειος. Ο Γκέοργκ είναι η ελπίδα για τους υπόλοιπους φυλακισμένους και συμβολίζει, μαζί με την απόδραση, «ένα ρήγμα» στο καθεστώς[2]. Το ρήγμα στη μέγγενη που έσφιγγε γύρω από τους αντιφρονούντες.
Στο βιβλίο θίγονται κυρίως οι διαπλεκόμενες σχέσεις των ανθρώπων, η καχυποψία, ο φόβος, η μυστικοπάθεια και η επιφυλακτικότητα. Αυτά προβάλλουν νέες πτυχές των ατόμων, δοκιμάζουν τις αντοχές, την πίστη στον εαυτό τους και τις ιδέες τους. Υπογραμμίζεται επίσης η αλλαγή που υπέστησαν τα άτομα, προκειμένου να επιβιώσουν στις νέες συνθήκες. Οι Ναζί τούς απογυμνώνουν από τις ιδιότητές τους. Προσπαθούν να ξεριζώσουν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, παραμορφώνουν σώμα και ψυχή και αφαιρούν από το άτομο την άμυνά του. Έως την αφαίρεση της ίδιας της ζωής. Σπάνε το κορμί «με χτυπήματα και κλοτσιές, ακριβώς επειδή εμπεριέχει κάτι άθραυστο»[3]. Αντίθετα, όσοι δεν προσαρμόζονταν ή δε συμβιβάζονταν με το καθεστώς ένιωθαν ξένοι.
Η συγγραφέας δίνει πολλά στοιχεία για τις συνθήκες στη ναζιστική Γερμανία και τα στρατόπεδα, παρότι βρισκόταν αυτοεξόριστη στη Γαλλία. Πιθανόν πληροφορούνταν από άλλους, σταχυολογούσε λογοκριμένες και μη ειδήσεις, αξιολογούσε μαρτυρίες ανθρώπων και αυτόπτων μαρτύρων. Ένα μυθιστόρημα είναι και προϊόν φαντασίας, ενδεχομένως να εκφράζει ευσεβείς πόθους ή να υπερβάλλει προς χάριν της πλοκής. Εκ των υστέρων, όμως, το βιβλίο μοιάζει αντιπροσωπευτικό, μαζί με το θεμιτό συμβολισμό του, για τις επικρατούσες τότε συνθήκες στη ναζιστική Γερμανία. Ιδίως αν το συγκρίνουμε με άλλα βιβλία που εκδόθηκαν μεταπολεμικά και αποτύπωναν τις ίδιες συνθήκες, όπως το Μόνος στο Βερολίνο του Χανς Φάλαντα.
_____
[1] Άννα Ζέγκερς, Ο έβδομος σταυρός, μτφρ. Αρετή Κοντογιώργη, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, Α.Ε., 2008 (1η έκδοση στα αγγλικά 1942 στις ΗΠΑ), σελ. 50, 158.
[2] Άννα Ζέγκερς, Ο έβδομος σταυρός, ό.π., σελ. 73.
[3] Άννα Ζέγκερς, Ο έβδομος σταυρός, ό.π., σελ. 239.
Συγγραφέας: Άννα Ζέγκερς
Εκδόσεις: Κέδρος
Έτος: 2008
Περιγραφή
Η Άννα Ζέγκερς ήταν εβραϊκής καταγωγής και γεννήθηκε το 1900 στο Μάιντς της Γερμανίας. Είχε διδακτορικό τίτλο φιλοσοφίας από το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Ήταν μέλος του KPD Γερμανίας από το 1928-9 και του Συνδέσμου Προλεταριακών Συγγραφέων. Η συγγραφέας κατέφυγε στη Γαλλία μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία. Εκεί συνέχισε την αντιφασιστική της δράση.
Ο έβδομος σταυρός είναι άλλο ένα «μυθιστόρημα της εξορίας». Γράφτηκε μεταξύ του 1937 και του 1939 ακριβώς πριν το ξέσπασμα του Β’ Πολέμου και σηματοδοτεί το τέλος του μεσοπολέμου. Όταν εισέβαλαν οι Ναζί στη Γαλλία, η συγγραφέας μετά από μία περιπετειώδη διαφυγή στην ελεύθερη ζώνη της Ν. Γαλλίας –περιγράφεται στο Τράνζιτο– ζήτησε καταφύγιο εκτός Ευρώπης στο Μεξικό. Ένα αντίτυπο του βιβλίου, όμως, έφτασε στις ΗΠΑ όπου εκδόθηκε για πρώτη φορά το μυθιστόρημα στα αγγλικά το 1942. Το 1947 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο και έζησε μέχρι το θάνατό της το 1983.
Η ιστορία ξετυλίγεται στην ευρύτερη περιοχή της Φρανκφούρτης, τόπο καταγωγής της συγγραφέως. Ο έβδομος σταυρός χωρίζεται σε επτά κεφάλαια, στα οποία περιγράφεται η απόδραση επτά κρατουμένων από το στρατόπεδο Βεστχόφεν. Εκεί κρατούντο μετά το 1933 όσοι κομουνιστές είχαν συλληφθεί μετά την κατάργηση του γερμανικού KPD και όλων των επίσημων ερεισμάτων του. Οι σύνδεσμοι και τα δίκτυα των ανθρώπων σταδιακά εξαρθρώθηκαν. Όσοι δε διέφυγαν φυλακίζονταν, συμβιβάζονταν, εκφοβίζονταν, κρύβονταν ή απλώς σιωπούσαν.
Στο βιβλίο μόνο ένας κρατούμενος, ο Γκέοργκ Χάισλερ, καταφέρνει τελικά να διαφύγει από τα σύνορα της χώρας. Οι υπόλοιποι πιάνονται, παραδίδονται ή πεθαίνουν στην πορεία. Ο Γκέοργκ ήταν φυλακισμένος από το Ιανουάριο του 1934. Προκειμένου να εντοπιστεί μετά την απόδραση, στήνεται ένα δίκτυο παρακολούθησης γύρω από τους γνωστούς του και όχι μόνο. Οι άνθρωποι του χωριού δίπλα στο Βεστχόφεν δυσανασχέτησαν αρχικά με το στρατόπεδο. Σταδιακά, όμως, προσαρμόζονται γιατί αφορμή της ύπαρξής του κερδίζουν χρήματα. Πολλά νέα παιδιά, επιπλέον, ενταγμένα στη ναζιστική νεολαία μετά την απόδραση ψάχνουν τα σπίτια της περιοχής. Οι Ναζί χρησιμοποιούν τη νέα γενιά. Την απέκοψαν από τους παλαιότερους, για τους οποίους δεν υπάρχει σεβασμός. Ήταν οι «μικρές αναιδείς σφυρίχτρες» που ξερίζωναν «[...] ό,τι καλύτερο φύτρωνε στον τόπο, επειδή είχαν μάθει στα παιδιά ότι ήταν ζιζάνιο» [1].
Όσοι δυσφορούν σιωπούν. Ο φόβος και η καχυποψία είναι διάχυτα σε συνδυασμό με τον ενδοοικογενειακό χαφιεδισμό. Η ανοχή των ανθρώπων της επαρχίας υποδεικνύει μοιρολατρία. Άλλοι, πάλι, θεωρούν ευλογία την πειθαρχία και την υπακοή που μαθαίνουν στους νέους. Αν αντιδράσουν, διακινδυνεύουν να υποστούν με επιπλήξεις, φυλάκιση και βασανισμό. Για κάποιους, πάλι, το κυνήγι των δραπετών αποτελεί μία περιπέτεια που τους βγάζει από την ανία της καθημερινότητας. Ανάμεσα στους φοβισμένους, συμβιβασμένους και αντιδραστικούς χωρικούς και πολίτες υπάρχουν κάποιες ανύποπτες ρωγμές, των οποίων η επίδραση υπήρξε καταλυτική.
Ο Φάρεμπεργκ, ο διοικητής του στρατοπέδου, διατάζει να φτιάξουν με τον κορμό επτά δέντρων ένα σταυρό για κάθε δραπέτη. Εκεί οι συλληφθέντες δένονται και αφήνονται εκτεθειμένοι χωρίς τροφή και νερό, προκειμένου να ομολογήσουν το σχέδιο απόδρασης και να διευκολύνουν τη σύλληψη των υπολοίπων. Τελευταίος μένει ο Γκέοργκ. Οι έξι ξύλινοι σταυροί στην αυλή του στρατοπέδου κόβονται. Ο έβδομος μένει για πάντα άδειος. Ο Γκέοργκ είναι η ελπίδα για τους υπόλοιπους φυλακισμένους και συμβολίζει, μαζί με την απόδραση, «ένα ρήγμα» στο καθεστώς[2]. Το ρήγμα στη μέγγενη που έσφιγγε γύρω από τους αντιφρονούντες.
Στο βιβλίο θίγονται κυρίως οι διαπλεκόμενες σχέσεις των ανθρώπων, η καχυποψία, ο φόβος, η μυστικοπάθεια και η επιφυλακτικότητα. Αυτά προβάλλουν νέες πτυχές των ατόμων, δοκιμάζουν τις αντοχές, την πίστη στον εαυτό τους και τις ιδέες τους. Υπογραμμίζεται επίσης η αλλαγή που υπέστησαν τα άτομα, προκειμένου να επιβιώσουν στις νέες συνθήκες. Οι Ναζί τούς απογυμνώνουν από τις ιδιότητές τους. Προσπαθούν να ξεριζώσουν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, παραμορφώνουν σώμα και ψυχή και αφαιρούν από το άτομο την άμυνά του. Έως την αφαίρεση της ίδιας της ζωής. Σπάνε το κορμί «με χτυπήματα και κλοτσιές, ακριβώς επειδή εμπεριέχει κάτι άθραυστο»[3]. Αντίθετα, όσοι δεν προσαρμόζονταν ή δε συμβιβάζονταν με το καθεστώς ένιωθαν ξένοι.
Η συγγραφέας δίνει πολλά στοιχεία για τις συνθήκες στη ναζιστική Γερμανία και τα στρατόπεδα, παρότι βρισκόταν αυτοεξόριστη στη Γαλλία. Πιθανόν πληροφορούνταν από άλλους, σταχυολογούσε λογοκριμένες και μη ειδήσεις, αξιολογούσε μαρτυρίες ανθρώπων και αυτόπτων μαρτύρων. Ένα μυθιστόρημα είναι και προϊόν φαντασίας, ενδεχομένως να εκφράζει ευσεβείς πόθους ή να υπερβάλλει προς χάριν της πλοκής. Εκ των υστέρων, όμως, το βιβλίο μοιάζει αντιπροσωπευτικό, μαζί με το θεμιτό συμβολισμό του, για τις επικρατούσες τότε συνθήκες στη ναζιστική Γερμανία. Ιδίως αν το συγκρίνουμε με άλλα βιβλία που εκδόθηκαν μεταπολεμικά και αποτύπωναν τις ίδιες συνθήκες, όπως το Μόνος στο Βερολίνο του Χανς Φάλαντα.
_____
[1] Άννα Ζέγκερς, Ο έβδομος σταυρός, μτφρ. Αρετή Κοντογιώργη, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, Α.Ε., 2008 (1η έκδοση στα αγγλικά 1942 στις ΗΠΑ), σελ. 50, 158.
[2] Άννα Ζέγκερς, Ο έβδομος σταυρός, ό.π., σελ. 73.
[3] Άννα Ζέγκερς, Ο έβδομος σταυρός, ό.π., σελ. 239.
Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες
Συγγραφέας: Ρόμπερτ Μούζιλ
Εκδόσεις: Οδυσσέας
Έτος: 2004
Περιγραφή
Ο Ρόμπερτ Μούζιλ γεννήθηκε το 1880 στο Κλάγκενφουρτ της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και μεγάλωσε στη Βοημία. Μετά το Γυμνάσιο φοίτησε σε στρατιωτικό λύκειο και αργότερα σπούδασε μηχανικός στο Πανεπιστήμιο. Επέλεξε τη συγγραφή ως δραστηριότητα έναντι της ακαδημαϊκής καριέρας. Μετά το γάμο του με μία γυναίκα εβραϊκής καταγωγής καταδιώχθηκε από τους Ναζί. Το δίτομο μυθιστόρημα Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες είναι το πιο γνωστό και χαρακτηριστικό από τα κείμενά του. Η ιστορία εκτείνεται σε 1500 σελίδες και περιγράφει μία μόνο χρονιά πριν τον Α’ Πόλεμο (1913-1914), ενώ το έργο συντάχθηκε σταδιακά από το 1919 έως και το 1942. Ήταν αρχικά χωρισμένο σε τρία βιβλία. Τα πρώτα δύο εκδόθηκαν το 1930 και το τρίτο εκδόθηκε το 1942 μετά το θάνατό του[1].
Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες είναι ένα επικό μυθιστόρημα. Στην αφήγηση ενός έτους συμπυκνώνονται συλλογισμοί δύο μεσοπολεμικών δεκαετιών. Ο σκεπτικισμός του συγγραφέα έχει αναπτυχθεί σταδιακά σε αυτό το διάστημα. Το βιβλίο είναι μία στοχαστική μελέτη της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης μετά την καταστροφή, τον αμοραλισμό και τη διάψευση κάθε ελπίδας, που ακολούθησαν τον Α’ Πόλεμο. Η μετάβαση μεταξύ της εποχής προ και μετά του πολέμου και η αστάθεια που προκάλεσε η κατάρρευση των σταθερών συμπυκνώνονται στον Ούρλιχ και στην απόπειρα αυτοπροσδιορισμού του.
Στο γύρισμα του 20ού αιώνα οι άνθρωποι επιδίωκαν έναν αναπροσδιορισμό των αξιών. Άλλοι στρέφονταν στο μέλλον αποκηρύσσοντας το παρελθόν και άλλοι αγκιστρώνονταν σε αυτό, δημιουργώντας δύο αντιθετικές τάσεις. Η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία βρισκόταν υπό διάλυση πριν τον Α’ Πόλεμο. Πολλά οξύμωρα σχήματα και αντιθέσεις υπονόμευαν την ενότητά της. Γι’ αυτό το πολύ πνεύμα ήταν επικίνδυνη υπόθεση, καθιστώντας τη χειραγώγηση των μαζών δυσκολότερη. Στην Αυτοκρατορία υπήρχαν πιο πολλοί υπήκοοι από ό,τι πολίτες, ήταν δυσκίνητη και η νέα εποχή την υποσκέλισε. Η απόκτηση κάποιου ρόλου στη διεθνή σκακιέρα, σε αντίθεση με την αποφασιστική Γερμανία, φαινόταν ουτοπία. Η ιδιοσυγκρασία του ήρωα ταυτίζεται με την κλονισμένη Αυτοκρατορία και τη νέα εποχή αβεβαιότητας. Γίνεται μία απόπειρα ορθολογικής ταξινόμησης του χάους από όπου τελικά προκύπτει ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες.
Ο Μούζιλ συνδέει αφηγηματικά τον προπολεμικό χρόνο με τη μεσοπολεμική πραγματικότητα. Περιγράφει έναν κόσμο τη δράση του οποίου υπαγορεύουν οι συμβάσεις συγκρουόμενες με την ψυχοκοινωνική αποσταθεροποίηση. Το κέντρο βάρους των αξιών είχε μετατοπιστεί στους κόλπους της κοινωνίας. Εν όψει της οικονομικής κρίσης του μεσοπολέμου χρησιμοποιεί λέξεις που νοηματικά παραπέμπουν στα χρήματα σε συσχετισμό με τις αξίες γενικότερα. Το πνεύμα εκπίπτει και το χρήμα καθιερώνεται ως κυρίαρχη αξία. Οι φιλόδοξοι και φιλάργυροι αστοί βρέθηκαν στο προσκήνιο ανταγωνιζόμενοι την αριστοκρατία. Προκλήθηκε κρίση σε σταθερές αδιαμφισβήτητες έως τότε απουσία ταξικού ανταγωνισμού. Το χρήμα αναδείχθηκε σε αξία από τη στιγμή που το διεκδίκησαν συνειδητά περισσότεροι άνθρωποι. Δεν ήταν πλέον αποκλειστικό κληρονομικό δικαίωμα μαζί με τους τίτλους ευγενείας.
Από ένα σημείο και μετά αντανακλάται στο έργο η δεύτερη μεσοπολεμική δεκαετία. Το πνεύμα καταπολεμήθηκε τόσο στην Αυτοκρατορία για τη διασφάλιση πιστών υπηκόων όσο και στο καθεστώς των Ναζί. Τα νέα ήθη καλλιεργούν τη σωματική δράση. Είναι επικίνδυνη αυτή η κεκτημένη ταχύτητα όταν η συνέχεια διακόπτεται και οι άνθρωποι δε μαθαίνουν από το παρελθόν τους. Η καταπίεση των συναισθημάτων στις νέες συνθήκες οδηγεί στο φανατισμό για το οτιδήποτε θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης αποσυμπίεσής τους.
Στο βιβλίο η συνεχής αναζήτηση καταλήγει στην αυτοαναίρεση με την εξισορρόπηση των αντιθέτων. Εφόσον εν δυνάμει θα μπορούσαν να ισχύουν όλα, στην ουσία, ο ήρωας μένει μετέωρος και αναποφάσιστος. Η έλλειψη ιδιοτήτων είναι η θέση του συγγραφέα, γιατί αντικατοπτρίζει τη ρευστότητα της εποχής. Ένας άνθρωπος χωρίς ιδιότητες δεν έχει προσδοκίες και στόχους, μόνο αμύνεται με στόχο την επιβίωση. Ένας τέτοιος άνθρωπος αδυνατεί να δημιουργήσει, αλλά μπορεί να καταστρέψει και να καταστραφεί και γι’ αυτό η θέση του είναι απολύτως επισφαλής.
* Τα στοιχεία για τη ζωή των Έρμαν Έσσε και Τόμας Μαν από τα βιβλία: Αλόις Πρινς, Η ζωή του Έσσε, Κάθε αρχή και μια μαγεία, μτφρ. Γρηγόρης Αθανασίου, επιμ. Ελεάννα Λαμπάκη, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2005 (1η έκδοση στα γερμανικά 2000) και από την Εισαγωγή του μεταφραστή του βιβλίου Τόνιο Κραίγκερ ‒ Ο Μάριο και ο Μάγος, μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2000 (1η έκδοση στα γερμανικά 1930).
_____
[1] Ρόμπερτ Μούζιλ, Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες, μτφρ. Τούλα Σιέτη, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1992 (1η έκδοση στα γερμανικά 1930 και 1942).
Συγγραφέας: Ρόμπερτ Μούζιλ
Εκδόσεις: Οδυσσέας
Έτος: 2004
Περιγραφή
Ο Ρόμπερτ Μούζιλ γεννήθηκε το 1880 στο Κλάγκενφουρτ της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και μεγάλωσε στη Βοημία. Μετά το Γυμνάσιο φοίτησε σε στρατιωτικό λύκειο και αργότερα σπούδασε μηχανικός στο Πανεπιστήμιο. Επέλεξε τη συγγραφή ως δραστηριότητα έναντι της ακαδημαϊκής καριέρας. Μετά το γάμο του με μία γυναίκα εβραϊκής καταγωγής καταδιώχθηκε από τους Ναζί. Το δίτομο μυθιστόρημα Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες είναι το πιο γνωστό και χαρακτηριστικό από τα κείμενά του. Η ιστορία εκτείνεται σε 1500 σελίδες και περιγράφει μία μόνο χρονιά πριν τον Α’ Πόλεμο (1913-1914), ενώ το έργο συντάχθηκε σταδιακά από το 1919 έως και το 1942. Ήταν αρχικά χωρισμένο σε τρία βιβλία. Τα πρώτα δύο εκδόθηκαν το 1930 και το τρίτο εκδόθηκε το 1942 μετά το θάνατό του[1].
Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες είναι ένα επικό μυθιστόρημα. Στην αφήγηση ενός έτους συμπυκνώνονται συλλογισμοί δύο μεσοπολεμικών δεκαετιών. Ο σκεπτικισμός του συγγραφέα έχει αναπτυχθεί σταδιακά σε αυτό το διάστημα. Το βιβλίο είναι μία στοχαστική μελέτη της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης μετά την καταστροφή, τον αμοραλισμό και τη διάψευση κάθε ελπίδας, που ακολούθησαν τον Α’ Πόλεμο. Η μετάβαση μεταξύ της εποχής προ και μετά του πολέμου και η αστάθεια που προκάλεσε η κατάρρευση των σταθερών συμπυκνώνονται στον Ούρλιχ και στην απόπειρα αυτοπροσδιορισμού του.
Στο γύρισμα του 20ού αιώνα οι άνθρωποι επιδίωκαν έναν αναπροσδιορισμό των αξιών. Άλλοι στρέφονταν στο μέλλον αποκηρύσσοντας το παρελθόν και άλλοι αγκιστρώνονταν σε αυτό, δημιουργώντας δύο αντιθετικές τάσεις. Η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία βρισκόταν υπό διάλυση πριν τον Α’ Πόλεμο. Πολλά οξύμωρα σχήματα και αντιθέσεις υπονόμευαν την ενότητά της. Γι’ αυτό το πολύ πνεύμα ήταν επικίνδυνη υπόθεση, καθιστώντας τη χειραγώγηση των μαζών δυσκολότερη. Στην Αυτοκρατορία υπήρχαν πιο πολλοί υπήκοοι από ό,τι πολίτες, ήταν δυσκίνητη και η νέα εποχή την υποσκέλισε. Η απόκτηση κάποιου ρόλου στη διεθνή σκακιέρα, σε αντίθεση με την αποφασιστική Γερμανία, φαινόταν ουτοπία. Η ιδιοσυγκρασία του ήρωα ταυτίζεται με την κλονισμένη Αυτοκρατορία και τη νέα εποχή αβεβαιότητας. Γίνεται μία απόπειρα ορθολογικής ταξινόμησης του χάους από όπου τελικά προκύπτει ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες.
Ο Μούζιλ συνδέει αφηγηματικά τον προπολεμικό χρόνο με τη μεσοπολεμική πραγματικότητα. Περιγράφει έναν κόσμο τη δράση του οποίου υπαγορεύουν οι συμβάσεις συγκρουόμενες με την ψυχοκοινωνική αποσταθεροποίηση. Το κέντρο βάρους των αξιών είχε μετατοπιστεί στους κόλπους της κοινωνίας. Εν όψει της οικονομικής κρίσης του μεσοπολέμου χρησιμοποιεί λέξεις που νοηματικά παραπέμπουν στα χρήματα σε συσχετισμό με τις αξίες γενικότερα. Το πνεύμα εκπίπτει και το χρήμα καθιερώνεται ως κυρίαρχη αξία. Οι φιλόδοξοι και φιλάργυροι αστοί βρέθηκαν στο προσκήνιο ανταγωνιζόμενοι την αριστοκρατία. Προκλήθηκε κρίση σε σταθερές αδιαμφισβήτητες έως τότε απουσία ταξικού ανταγωνισμού. Το χρήμα αναδείχθηκε σε αξία από τη στιγμή που το διεκδίκησαν συνειδητά περισσότεροι άνθρωποι. Δεν ήταν πλέον αποκλειστικό κληρονομικό δικαίωμα μαζί με τους τίτλους ευγενείας.
Από ένα σημείο και μετά αντανακλάται στο έργο η δεύτερη μεσοπολεμική δεκαετία. Το πνεύμα καταπολεμήθηκε τόσο στην Αυτοκρατορία για τη διασφάλιση πιστών υπηκόων όσο και στο καθεστώς των Ναζί. Τα νέα ήθη καλλιεργούν τη σωματική δράση. Είναι επικίνδυνη αυτή η κεκτημένη ταχύτητα όταν η συνέχεια διακόπτεται και οι άνθρωποι δε μαθαίνουν από το παρελθόν τους. Η καταπίεση των συναισθημάτων στις νέες συνθήκες οδηγεί στο φανατισμό για το οτιδήποτε θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης αποσυμπίεσής τους.
Στο βιβλίο η συνεχής αναζήτηση καταλήγει στην αυτοαναίρεση με την εξισορρόπηση των αντιθέτων. Εφόσον εν δυνάμει θα μπορούσαν να ισχύουν όλα, στην ουσία, ο ήρωας μένει μετέωρος και αναποφάσιστος. Η έλλειψη ιδιοτήτων είναι η θέση του συγγραφέα, γιατί αντικατοπτρίζει τη ρευστότητα της εποχής. Ένας άνθρωπος χωρίς ιδιότητες δεν έχει προσδοκίες και στόχους, μόνο αμύνεται με στόχο την επιβίωση. Ένας τέτοιος άνθρωπος αδυνατεί να δημιουργήσει, αλλά μπορεί να καταστρέψει και να καταστραφεί και γι’ αυτό η θέση του είναι απολύτως επισφαλής.
* Τα στοιχεία για τη ζωή των Έρμαν Έσσε και Τόμας Μαν από τα βιβλία: Αλόις Πρινς, Η ζωή του Έσσε, Κάθε αρχή και μια μαγεία, μτφρ. Γρηγόρης Αθανασίου, επιμ. Ελεάννα Λαμπάκη, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2005 (1η έκδοση στα γερμανικά 2000) και από την Εισαγωγή του μεταφραστή του βιβλίου Τόνιο Κραίγκερ ‒ Ο Μάριο και ο Μάγος, μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2000 (1η έκδοση στα γερμανικά 1930).
_____
[1] Ρόμπερτ Μούζιλ, Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες, μτφρ. Τούλα Σιέτη, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1992 (1η έκδοση στα γερμανικά 1930 και 1942).
Μουσική
The Wall (1979)
Περιγραφή
Το «The Wall» είναι η γνωστή ροκ όπερα του γνωστού γκρουπ των Pink Floyd, οι οποίοι έχουν διακριθεί στο είδος του progressive rock. Η ιστορία αφορά το τείχος που χτίζει κανείς τουβλάκι τουβλάκι «bricks in the wall» μέσα από τις πληγές και την όποια καταπίεση έχει υποστεί, κοινωνική, οικογενειακή κτλ., προκειμένου να προστατευτεί. Τελικά, όμως, η ίδια η άμυνα μπορεί να γίνει άλλη μία φυλακή γεννώντας και αυτή φαντάσματα και φτάνοντας ακόμα και στην ακρότητα του αυταρχισμού και των διάφορων μορφών εκδήλωσής του. Στο τέλος ως μόνη λύση για το γκρέμισμα του τείχους παρουσιάζεται η ανάληψη της προσωπικής ευθύνης, η αυτοσυνειδητοποίηση και η παραδοχή.
video 1: Ακούστε όλο το άλμπουμ.
video 2: Δείτε όλη τη μεταγενέστερη ταινία του 1982.
Περιγραφή
Το «The Wall» είναι η γνωστή ροκ όπερα του γνωστού γκρουπ των Pink Floyd, οι οποίοι έχουν διακριθεί στο είδος του progressive rock. Η ιστορία αφορά το τείχος που χτίζει κανείς τουβλάκι τουβλάκι «bricks in the wall» μέσα από τις πληγές και την όποια καταπίεση έχει υποστεί, κοινωνική, οικογενειακή κτλ., προκειμένου να προστατευτεί. Τελικά, όμως, η ίδια η άμυνα μπορεί να γίνει άλλη μία φυλακή γεννώντας και αυτή φαντάσματα και φτάνοντας ακόμα και στην ακρότητα του αυταρχισμού και των διάφορων μορφών εκδήλωσής του. Στο τέλος ως μόνη λύση για το γκρέμισμα του τείχους παρουσιάζεται η ανάληψη της προσωπικής ευθύνης, η αυτοσυνειδητοποίηση και η παραδοχή.
video 1: Ακούστε όλο το άλμπουμ.
video 2: Δείτε όλη τη μεταγενέστερη ταινία του 1982.
| |
La Vita È Bella (1997)
soundtrack
Περιγραφή
Ο συνθέτης του άλμπουμ είναι ο Νικόλα Πιοβάνι. Η ορχηστρική μουσική του είναι ευαίσθητη, περιγραφική και με μία ιδέα παιχνιδιού κατάλληλη για την πλαισίωση των ανάλογων σκηνών. Εξαιρείται το κλασικό κομμάτι «Βαρκαρόλα» (Barcarolle) του Ζακ Όφενμπαχ από την όπερα «Τα παραμύθια του Χόφμαν».
Η μουσική της ταινίας κέρδισε το βραβείο Όσκαρ στην τελετή απονομής του 1998.
Το επίσημο site του μουσικού θα το βρείτε εδώ: http://www.nicolapiovani.net/
video 1: Πάρτε μία ιδέα για τη μουσική μαζί με σκηνές της ταινίας.
video 2: Aκούστε τη «Βαρκαρόλα».
soundtrack
Περιγραφή
Ο συνθέτης του άλμπουμ είναι ο Νικόλα Πιοβάνι. Η ορχηστρική μουσική του είναι ευαίσθητη, περιγραφική και με μία ιδέα παιχνιδιού κατάλληλη για την πλαισίωση των ανάλογων σκηνών. Εξαιρείται το κλασικό κομμάτι «Βαρκαρόλα» (Barcarolle) του Ζακ Όφενμπαχ από την όπερα «Τα παραμύθια του Χόφμαν».
Η μουσική της ταινίας κέρδισε το βραβείο Όσκαρ στην τελετή απονομής του 1998.
Το επίσημο site του μουσικού θα το βρείτε εδώ: http://www.nicolapiovani.net/
video 1: Πάρτε μία ιδέα για τη μουσική μαζί με σκηνές της ταινίας.
video 2: Aκούστε τη «Βαρκαρόλα».
| |
American History X (1998)
Soundtrack
Περιγραφή
Η μουσική του άλμπουμ είναι της Anna Dudley, η οποία το 1998 κέρδισε το Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερη Πρωτότυπη Μουσική για την ταινία «Full Monty». Υπέροχη ορχηστρική μουσική και με χορωδιακά κομμάτια. Άλλοτε υποβάλλει το θεατή στο συναίσθημα των σκηνών και άλλοτε συνοδεύει ως χαλί, αλλά πάντα με τρόπο δραματικό και ακουστικά καθηλωτικό.
Πάρτε μία ιδέα για τη μουσική της ταινίας.
Soundtrack
Περιγραφή
Η μουσική του άλμπουμ είναι της Anna Dudley, η οποία το 1998 κέρδισε το Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερη Πρωτότυπη Μουσική για την ταινία «Full Monty». Υπέροχη ορχηστρική μουσική και με χορωδιακά κομμάτια. Άλλοτε υποβάλλει το θεατή στο συναίσθημα των σκηνών και άλλοτε συνοδεύει ως χαλί, αλλά πάντα με τρόπο δραματικό και ακουστικά καθηλωτικό.
Πάρτε μία ιδέα για τη μουσική της ταινίας.
Pan’s Labyrinth (2006)
soundtrack
Περιγραφή
Η σύνθεση του άλμπουμ είναι του Χαβιέ Ναβαρέτε (Javier Vanarrete). H ορχηστρική μουσική του είναι τόσο ονειρική και μελαγχολικά δραματική όσο και η αφήγηση του στόρι της ταινίας.
Πάρτε μία ιδέα για τη μουσική της ταινίας.
soundtrack
Περιγραφή
Η σύνθεση του άλμπουμ είναι του Χαβιέ Ναβαρέτε (Javier Vanarrete). H ορχηστρική μουσική του είναι τόσο ονειρική και μελαγχολικά δραματική όσο και η αφήγηση του στόρι της ταινίας.
Πάρτε μία ιδέα για τη μουσική της ταινίας.
Die Welle (2008)
soundtrack
Περιγραφή
Η μουσική είναι του Heiko Maile. Τα κομμάτια του άλμπουμ αποπνέουν άλλοτε δυναμισμό άλλοτε απόκοσμο μυστήριο και άλλοτε είναι εγκεφαλικά επισημαίνοντας με μία επαναληπτικότητα την επίμονη μονοτονία της πώρωσης.
Πάρτε μία ιδέα για τη μουσική της ταινίας.
soundtrack
Περιγραφή
Η μουσική είναι του Heiko Maile. Τα κομμάτια του άλμπουμ αποπνέουν άλλοτε δυναμισμό άλλοτε απόκοσμο μυστήριο και άλλοτε είναι εγκεφαλικά επισημαίνοντας με μία επαναληπτικότητα την επίμονη μονοτονία της πώρωσης.
Πάρτε μία ιδέα για τη μουσική της ταινίας.
Στο επόμενο ένθετο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου: Παραμύθια για μικρούς και για μεγάλους!
Ιουλία Λυμπεροπούλου
Ιουλία Λυμπεροπούλου